Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Θεολογικὴ φτώχεια καὶ χορτασμὸς
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὅταν ἀκούω κάποιους νεοέλληνες θεολόγους νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας στὴν Ἑλλάδα, τῆς τελευταίας τριακονταετίας, μοῦ δημιουργεῖται ἡ αἴσθηση ὅτι “ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα”. Συνήθως παρουσιάζεται ἡ “χρυσὴ ἐποχὴ” τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, στὴν ὁποία ἔγινε ἡ μεγάλη στροφὴ πρὸς τὶς πηγὲς τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλά, ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ἐκφράζεται ἡ ἄποψη ὅτι κάπου τελματώσαμε, μείναμε στὰ πρῶτα θεολογικὰ ἐπιφωνήματα θαυμασμοῦ ἀπέναντι στὸν πλοῦτο ποὺ ἀποκαλυπτόταν μπροστά μας, χωρίς, ὅμως, νὰ προχωρήσουμε στὴν ἐκκλησιαστικὰ ἐπωφελῆ ἐκμετάλλευση αὐτοῦ του πλούτου. Εἶναι περιττὸ νὰ σημειωθῆ ὅτι μερικὰ ἀπὸ τὰ “θεολογικὰ ἐπιφωνήματα” τῆς “χρυσῆς ἐποχής” ἦταν ἀρκετὰ παράφωνα, ξένα πρὸς τὴν ἁρμονία τοῦ πατερικοῦ ἤθους, μὲ ὀξύτητα ἐνοχλητική, ποὺ δημιούργησε μεγάλες ταραχὲς στὶς ἀκοὲς πολλῶν ψυχῶν. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δὲν θέλουν νὰ τὸ παραδεχθοῦν τὰ “πνευματικὰ παιδιὰ” αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Ὁρισμένα, μάλιστα, ἀπὸ αὐτὰ χαράζουν τὴν θεολογική τους γραμμὴ μὲ κανόνα παρεκκλίνουσες θεολογικὲς ἀπόψεις τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 καὶ γι’ αὐτὸ ἀδυνατοῦν νὰ συντονισθοῦν μὲ τὴν πάντοτε ζῶσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ διδαχή• δὲν κατανοοῦν, γιὰ παράδειγμα, τὶς ἀσκητικὲς προϋποθέσεις μετοχῆς στὸ μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας, καθὼς καὶ τὸν θεραπευτικὸ χαρακτήρα τῆς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Προφανῶς, ἡ αἴσθησή τους, ὅτι πέσαμε σὲ τέλμα, προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ θεολογικὰ πράγματα δὲν προχωροῦν ὅπως αὐτοὶ τὰ ὁραματίζονται. Πιστεύω, ὅμως, ὅτι ἡ πραγματικὴ αἰτία αὐτῆς τῆς αἴσθησης εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων καὶ ὁ χωρισμός της ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῆς “θεραπείας” τοῦ λαοῦ.
Στὴν συνέχεια θέλω νὰ δείξω λίγο ἀναλυτικότερα –μὲ ἀφορμὴ κάποιες ἀπόψεις ποὺ ἄκουσα τελευταία– τὸ πόσο φτωχοὶ γινόμαστε θεολογικά, ὅταν ἀποδεσμευόμαστε ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ ἁγιοπατερικὴ θεολογία, στὴν προσπάθειά μας νὰ ἑρμηνεύσουμε θεολογικὰ τὸν σύγχρονο κόσμο.
Ἔχει ἐπισημανθῆ ἀπὸ πολλούς, ὅτι, ὅταν ἡ θεολογία αὐτονομῆται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων, ἐκφυλίζεται σὲ κοινωνιολογικὸ καὶ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ ἢ σὲ “αὐστηρὴ” ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη, δηλαδή, σὲ μιὰ φιλολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ἡ ὁποία δὲν προϋποθέτει τὴν εὐαγγελικὴ ἄσκηση καὶ τὴν μετοχὴ στὴν θ. Λειτουργία. Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ἐπισημαίνει ὅτι στὴν πραγματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας “ἡ θεολογία νοεῖται, πρὸ παντός, ὡς διαμονὴ ἐν τῷ Θεώ”. Ἡ ἀποδέσμευση τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία καὶ ἡ μετατροπή της σὲ ἀφηρημένη ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη, “καίτοι ἐμφανίζεται τρόπον τινὰ ὡς ἀναπόφευκτος διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ἐντός των ἱστορικῶν συνθηκῶν τοῦ κόσμου τούτου, ἐν τούτοις ἐγκυμονεῖ πάντοτε ἐν ἐαυτὴ τὸν κίνδυνον ἀποκοπῆς ἐκ τῆς αὐθεντικῆς ἐν Πνεύματι ζωῆς καὶ δύναται εὐκόλως νὰ ὁδηγήση εἰς φιλοσοφικᾶς θεωρίας νόθου πίστεως ἢ καὶ ἄνευ πίστεως, εἰς τὰς ὁποίας δὲν ὑπάρχει ἡ σώζουσα καὶ ἀνακαινίζουσα ἠμᾶς δύναμις”.
Δύο σημεῖα εἶναι ἄξια ἰδιαίτερης προσοχῆς στὸ παραπάνω κείμενο, ποὺ εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Σωφρονίου. Πρώτον, ἡ παραδοχή, ὅτι ἡ “ἀφηρημένη” θεολογία, ὡς ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη, ἔχει κάποιο λόγο ὑπάρξεως μέσα στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες τοῦ παρόντος κόσμου. Καὶ δεύτερον, ὅτι αὐτὴ ἡ θεολογία εὔκολα ἐκφυλίζεται σὲ φιλοσοφία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ θεωρίες νόθου πίστεως ἢ ἄνευ πίστεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὁ φιλοσοφῶν θεολόγος μπορεῖ νὰ ζῆ μὲ μιὰ νόθο πίστη ἢ νὰ θεολογῆ χωρὶς νὰ ἔχη καθόλου πίστη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ αὐτὲς οἱ “φιλοσοφικὲς θεολογίες” μποροῦν νὰ νοθεύσουν τὴν πίστη τῶν ἀκροατῶν τους ἢ ἀκόμη νὰ τὴν νεκρώσουν τελείως στὶς ψυχές τους. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία νὰ ἑδραιώνεται στὴν ἐμπειρία τῶν “διαμενόντων ἐν τῷ Θεώ”. Ὁ καθηγητὴς Ν. Ματσούκας ὑπογραμμίζει, ὅτι “ἡ ἐπιστημονικὴ θεολογία, μ’ ὅλες τὶς ἐφαρμογές, βρίσκει τὴν πλήρωση καὶ τὴ δικαίωσή της μέσα στὸ χῶρο τῆς χαρισματικῆς θεολογίας”. Γράφει χαρακτηριστικὰ στὸν πρῶτο τόμο τῆς Δογματικῆς του, ὅτι ὅλες οἱ ἐφαρμογὲς τῆς ἐπιστημονικῆς (ἀκαδημαϊκῆς) θεολογίας “δίχως τὴ χαρισματικὴ θεολογία ἀποτελοῦν ἁπλῶς κάποιες ἐπιδόσεις καὶ ἀναγνωρίσεις ἱστορικοφιλολογικῶν δεδομένων” (σέλ. 238).
Ἐδῶ χρειάζεται νὰ ἀνατρέξουμε στὴν πατερικὴ διδαχή. Ὁ ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικὴς ἀποφαίνεται: “οὐδὲν γὰρ πτωχότερον διανοίας ἐκτὸς Θεοῦ φιλοσοφούσης τὰ τοῦ Θεού”. Ὁ κάθε ἐπιστήμονας ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ αὐτὸ ποὺ μελετάει. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ θεολόγος τῆς παραδόσεώς μας. Ζῆ ἐν τῷ Θεῶ. Ὁ Θεὸς “ἐμπεριπατεὶ” στὴν ὕπαρξή του. Ὁ μοναχὸς Θεοκλητὸς Διονυσιάτης σχολιάζοντας τὴν παραπάνω ἀπόφανση τοῦ ἁγίου Διαδόχου, γράφει: “Σὲ ὁποιαδήποτε ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ διαπρέψη ὁ ἄνθρωπος, ἀρκεῖ νὰ ἔχη ἰσχυρὸ μυαλό. Μόνο στὴν θεολογία χρειάζεται καθαρὸς νοῦς φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος”.
Ἀναφέρθηκα στὸν ἅγιο Διάδοχο, γιατί πιστεύω ὅτι ἀπὸ τὸν 5ο μ.Χ. αἰώνα ἀπαντάει μὲ πληρότητα στὴν ἀνησυχία τῶν σημερινῶν θεολόγων, ποὺ ἔχουν τὴν αἴσθηση, ὅτι μετὰ τὴν “ἐπανασταση” ἢ “ἀνασταση” τῆς δεκαετίας τοῦ 60, θεολογικὰ τελματώσαμε. Στὸ 7ο Γνωστικό του Κεφάλαιο, γράφει (κατὰ τὴν μετάφραση τοῦ μ. Θεοκλήτου): “Ὁ πνευματικὸς λόγος πληροφορεῖ – χορταίνει τὴν νοερᾶν αἴσθησιν τῆς ψυχῆς, διότι πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ νοῦς μας τότε παραμένει ἀνενόχλητος εἰς τὰς θεολογικᾶς θεωρίας του. Εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν εὑρισκόμενος αἰσθάνεται πληρότητα, καὶ ὄχι πενίαν, ἥτις προκαλεῖ ἀναζητήσεις, ἐπειδὴ τόσον ἐκτείνεται εἰς τὰς πνευματικᾶς θεωρίας, ὅσον καθορίζει ἡ ἐνέργεια τῆς θείας ἀγάπης”. Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ὅτι γιὰ τὸν ἅγιο Διάδοχο οἱ θεολογικὲς ἀναζητήσεις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς “πενίας” ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία πνευματικοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ συμπληρώνει, ὅτι εἶναι “πρέπον νὰ περιμένη κανεὶς πάντοτε μὲ πίστιν, ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπην, τὸν φωτισμὸν προκειμένου νὰ διδάξη”. Δηλαδή, ἡ αἴσθηση τῆς “θεολογικής” φτώχειας δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἑνὸς ἀντικειμενικοῦ ἐξωτερικοῦ γεγονότος, ἀλλὰ ὑποκειμενικὴ ἐντύπωση, ποὺ συνδέεται μὲ τὶς ἐσωτερικὲς προϋποθέσεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν τώρα σκεφθῆ κανείς, ὅτι στὴν ἱστορία τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους ποτὲ δὲν εἴχαμε τέτοιο ἐκδοτικὸ ὀργασμὸ στὴν ἔκδοση πατερικῶν ἔργων, ἀλλὰ καὶ νέων συγγραφῶν συντονισμένων μὲ τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅσο στὶς μέρες μας, τότε καταλαβαίνει πόσο ὑποκειμενικὴ εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς “θεολογικῆς φτώχειας”.
Οἱ θεολογικὲς ἀναζητήσεις συνδέονται μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι μιὰ θεολογία γιὰ νὰ εἶναι ζωντανὴ πρέπει συνεχῶς νὰ παράγη πρωτότυπο ἔργο. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποτελεῖ ἀναγκαῖο γνώρισμα μιᾶς ζωντανῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ εἶναι “ἐπικαιρη” καὶ “ζωντανὴ” ἐπαναλαμβάνοντας –ἂν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτούν– “τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτών” (τὰ ἴδια πράγματα μὲ τὰ ἴδια λόγια), σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου. Οἱ ποικίλες προκλήσεις τῆς σύγχρονης ἐποχῆς ἀπαιτοῦν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση καὶ ὄχι παραγωγὴ πρωτότυπης θεολογίας. Ἀπαιτοῦν τὴν ἐπαναδιατύπωση τῆς “ἅπαξ παραδοθείσης” πίστεως καί, ἴσως, τὸν ἐπαναπροσδιορισμὸ κάποιων ἐννοιῶν, τῶν ὁποίων τὸ περιεχόμενο ἄλλοιωθηκε στὴ ροὴ τοῦ χρόνου. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς πρωτοτυπίας συνδέεται μὲ τὴν κενοδοξία. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀγωνία καὶ ἕνα πρόβλημα τῶν θεραπόντων τῆς “κοσμικῆς σοφίας”. Κατὰ τὸν ἅγιο Διάδοχο, γιὰ νὰ κλείσω μὲ δική του διδαχή, ὁ λόγος τῆς κοσμικῆς σοφίας “εἰς φιλοδοξίαν ἀεὶ προκαλεῖται τὸν ἀνθρωπον”. Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐνεργοποιήση καὶ νὰ χορτάση τὴν αἴσθηση τῆς ψυχῆς, ὁπότε, “ὡς πλάσμα... κενοδόξων ἀνθρώπων”, γιὰ νὰ ἀναπληρώση τὸ κενό, “χαρίζει” τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπινων ἐπαίνων στοὺς ἀκροατὲς καὶ θεράποντές του. “Ο λόγος, ὅμως, ὁ πνευματικὸς ἀκενόδοξον ἀεὶ τὴν ψυχὴν διατηρεῖ• αἰσθήσει γὰρ φωτὸς ὅλα αὐτῆς τὰ μέρη εὐεργετῶν, τὴν ἐξ ἀνθρώπων αὐτὴν τιμῆς οὐ χρείαν ἔχειν ποιεί”.
Τὸ ἔργο τῆς σύγχρονης θεολογίας –κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη– εἶναι νὰ καταρτίση τὶς ἀκοὲς τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων, ὥστε νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν τὸν “πνευματικὸ λόγο”, μέσω τῶν θεοπνεύστων κειμένων, ποὺ κατὰ χιλιάδες κυκλοφοροῦν στὰ βιβλιοπωλεῖα.
- Προβολές: 2885