Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐν Ἰορδάνη, 4 Μαρτίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Γεννήθηκε στὴν ἁγιοτόκο Μικρὰ Ἀσία, καὶ συγκεκριμένα στὴν Λυκία, τὸν ἕβδομο μ.Χ. αἰώνα, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Σὲ κάποια φάση τῆς ζωῆς του, ἴσως ἀπὸ ὑπερβάλλοντα ζῆλον, παρασύρθηκε ἀπὸ Μονοφυσίτες στὴν αἵρεσή τους. Οἱ Μονοφυσίτες δὲν παραδέχονται ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἑνωθεῖ ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύση ἀτρέπτως ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως, ἀλλὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπερρόφησε τὴν ἀνθρωπίνη φύση Του καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς ἔχει μόνο μία φύση. Γρήγορα ὅμως κατάλαβε τὸ λάθος του, ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος μὲ καλὴ προαίρεση καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Εἶχε τὴν καλὴ συνήθεια νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ συμβουλεύεται γιὰ πνευματικὰ θέματα ἁγιασμένους ἀνθρώπους. Ἀπὸ ἕναν λόγιο ἀσκητή, ὀνόματι Εὐθύμιο, ἔμαθε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, κατάλαβε λάθος του καὶ ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία. Στὴν συνέχεια ἔγινε μοναχὸς στὴν ἔρημό του Ἰορδάνου, ὅπου ἐγεύθηκε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια το γλυκύτατο μέλι τῆς ἡσυχίας. Ἀργότερα, ὅταν συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοὶ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν τὴν φωτισμένη καθοδήγησή του, ἀναγκάσθηκε νὰ ἱδρύση Κοινόβιο Μοναστήρι.

Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐν Ἰορδάνη, 4 Μαρτίου Ὁ ἅγιος Γεράσιμος ἦταν αὐστηρός, ἀλλὰ μόνον στὸν ἑαυτό του. Στοὺς ἄλλους ἦταν εὐπροσήγορος καὶ ἐπιεικής. Ἔτρωγε λίγο ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ συντηρῆται στὴν ζωὴ καὶ κοιμόταν, ἐπίσης, πολὺ λίγο. Μάλιστα δίδασκε ὅτι, ὅποιος θέλει νὰ ζήση περισσότερο, πρέπει νὰ κοιμᾶται λιγότερο, διότι ὁ πολὺς ὕπνος κάνει τὸ σῶμα τρυφηλὸ καὶ ἄρα ἀνίσχυρο στοὺς κόπους καὶ εὐάλωτο στὶς ἀσθένειες. Καὶ πρόσθετε: “Θέλεις νὰ βρίσκεσαι περισσότερα χρόνια στὴν ζωή; Μεῖνε λιγότερες ὧρες στὸ κρεβάτι σου. Διότι αὐτὸ εἶναι ἕνα εἶδος φερέτρου καὶ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἡ θεμελιώδης βάση τῆς ζωῆς”.

Πιὸ πάνω ἀναφερθήκαμε στὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ εἴπαμε τί φρονεῖ ὡς πρὸς τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ κρίνουμε σκόπιμο νὰ κάνουμε μιὰ μικρὴ ἀνάλυση, γιὰ νὰ τονισθῆ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη, τότε ἀλλοιώνεται καὶ ὁ τρόπος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη καὶ διακυβεύεται ἡ σωτηρία του. Ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶχε μόνον τὴν θεία φύση, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπομείνη τὴν σταύρωση καὶ τὰ ἑκούσια πάθη, ἐπειδὴ ἡ θεία φύση εἶναι ἀπαθής. Ὁ Χριστὸς πόνεσε, ἔκλαψε καὶ ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος. Ὅπως ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀναφερόμενος στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, “ἔπαθες ὡς ἄνθρωπος ὁ ἀπαθὴς τὴ θεοτητι” καὶ ἀλλοῦ “ἀλλ’ ἡ θεότης ἀπαθὴς διέμεινεν”. Ἀλλὰ καὶ πάλιν, ἐὰν ὁ Χριστὸς ἦταν μόνον ἄνθρωπος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, ἤτοι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Σώζει ὡς Θεὸς καὶ πάσχει ὡς ἄνθρωπος “ἴνα ἠμᾶς ἐλευθερώση τῶν παθῶν”.

Οἱ Ἅγιοι, ποὺ εἶναι τὰ πραγματικὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, διασώζουν τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ ἔχει ὡς κέντρο τοῦ τὴν προσευχή, τὴν λατρεία καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γερασίμου γιὰ τὸν ὕπνο εἶναι οὐσιαστικὰ λόγος γιὰ τὴν ἄσκηση. Μὲ τὸν περιορισμὸ τοῦ ὕπνου καὶ μὲ τὴν ἐγκράτεια συνηθίζει ἡ σάρκα (τὸ σαρκικὸ φρόνημα) νὰ ὑποτάσσεται στὸ πνεῦμα, ἀφοῦ “τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη”. Μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἰδίως μὲ τὴν μονολόγιστη εὐχὴ τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐλέησον μέ”, ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος παριπλανιέται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, μαθαίνει καὶ συνηθίζει νὰ συμμαζεύεται καὶ νὰ συγκεντρώνεται στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι ἡ φυσική του θέση, καὶ νὰ ἀποκτᾶ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν χρονίζη σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, φωτίζεται καὶ γίνεται “νοῦς ὁρῶν τὸν Θεόν”, δηλαδὴ βλέπει τὴν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὴν εἶδαν οἱ τρεῖς μαθητὲς στὸ ὅρος Θαβώρ.

Τὰ παραπάνω, ἴσως νὰ ἀκούονται καὶ νὰ φαίνονται δύσκολα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκατόρθωτα, ἀφοῦ τὰ βλέπουμε νὰ ἐπαληθεύονται στὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων, παλαιῶν καὶ συγχρόνων. Καὶ γι’ αὐτὸ πρὸς τὰ ἐκεῖ πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας, αὐτὸν τὸν στόχο καὶ αὐτὸν τὸν προσανατολισμὸ νὰ ἔχουμε καὶ ἐκεῖ νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ φθάσουμε, ἐπειδὴ σκοπὸς τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι ἡ θέωση, τῆς ὁποίας προηγεῖται ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ.

Ὅταν ὁ νοῦς φωτίζεται καὶ θεωρεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε τὰ πάθη καταπραύνονται καὶ μεταμορφώνονται. Ἄλλωστε τὰ πάθη δὲν εἶναι κάτι τὸ ξένο πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ πρέπει νὰ ξεριζωθῆ καὶ νὰ ἐκδιωχθῆ, ἀλλὰ εἶναι ἡ “παρὰ φύσιν κίνησις τῶν δυνάμεων τῆς ψυχής”. Δηλαδή, ὅταν οἱ τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι ὁ λόγος, ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμός, ἢ διαφορετικά το λογιστικό, τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμοειδές, λειτουργοῦν παρὰ φύσιν, τότε ὁμιλοῦμε γιὰ πάθη. Ἡ κατὰ φύσιν κίνηση τῶν δυνάμεων αὐτῶν εἶναι το νὰ σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, νὰ ἐπιθυμῆ νὰ προσαρμόζη τὴν ζωὴ τοῦ σύμφωνα θέλημά Του καὶ νὰ στρέφη τὸν θυμὸ ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν, ἀντιθέτως, εἶναι προσκολλημένος καὶ ὑποδουλωμένος στὰ κτιστὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα καὶ ἄλλα σκέπτεται, ἄλλα ἐπιθυμεῖ καὶ ἄλλα πράττει καὶ τὸν θυμὸ τὸν στρέφει ἐναντίον τῶν συνανθρώπων του, μὲ τραγικὲς συνέπειες (μνησικακίες, ἔχθρες, φόνοι), τότε ὁμιλοῦμε γιὰ μιὰ ἐμπαθῆ καὶ ἀρρωστημένη κατάσταση, ποὺ χρειάζεται θεραπεία. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ποὺ εἶναι καὶ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ θυμὸς θεραπεύεται μὲ τὴν ἀγάπη, ἡ ἐπιθυμία μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ ὁ λόγος μὲ τὴν προσευχή. “Το θυμικόν της ψυχῆς ἀγάπη χαλίνωσον, τὸ ἐπιθυμητικὸν αὐτῆς ἐγκρατεία καταμάρανον καὶ τὸ λογιστικὸν αὐτῆς προσευχὴ πτέρωσον καὶ τὸ φῶς τοῦ νοῦ οὐκ ἀμαυροῦται ποτέ”.

Ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ διανύουμε προσφέρεται γιὰ μεγαλύτερους ἀγῶνες καὶ ἐντατικότερη προσπάθεια γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν μας, ἀφοῦ ἀληθινὴ νηστεία δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀποχὴ ἀπὸ κάποια εἴδη τροφῶν, εἶναι βέβαια καὶ αὐτό, ἀλλὰ εἶναι κυρίως - ὅπως ψάλλουμε μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο - “ἥ των παθῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός...”.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2902