Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ ἀδυναμία ἀποδοχῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Μέσα ἀπό τίς θέσεις καί ἀντιθέσεις πού ἐκφράσθηκαν μέ ἀφορμή τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα, τίθεται, νομίζω, ἐπιτακτικά το ἐρώτημα: Πρέπει νά ἐνδιαφέρη τήν Ἐκκλησία ἡ ἀποδοχή ἤ μή τῶν ἀποφάσεών της ἀπό τόν πολύ κόσμο, ἀκόμη καί ἀπό αὐτούς ποῦ δέν καταλαβαίνουν τίποτε ἀπό τήν ζωή της; Τό ἐρώτημα δέν περιορίζεται μόνο στό θέμα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα, ἁπλῶς στήν περίπτωση αὐτή, ἔχω τήν γνώμη, ὅτι φάνηκε ἡ καθοριστική σημασία πού ἔχει ἡ θετική ἤ ἡ ἀρνητική ἀπάντηση πού δίνουμε σ’ αὐτό. Πολλοί ἔδειξαν ὅτι ἀπαντοῦν θετικά. Ἡ πλειονότητα, γιά παράδειγμα, τῶν δημοσιογράφων ἔδειξε ὅτι δέν συγκινεῖται ἀπό τήν ἱστορία καί τίς διαπλοκές τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ• καί ὅτι αὐτό πού κυρίως τήν ἐνδιαφέρει εἶναι ὁ κατευνασμός τῶν ἀντιθέσεων, ὁ ὁποῖος ἐξυπηρετεῖται ἀπό τόν θρησκευτικό πλουραλισμό, τήν συνεργασία καί ἐπικοινωνία ὅλων μέ ὅλους, χωρίς ἀναστολές λόγω δογματικῶν διαφορῶν. Ἀλλά καί στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἕνα ἀπό τά βασικά κριτήρια τῶν ἐπιλογῶν μᾶς πρέπει νά εἶναι ἡ “καλή” εἰκόνα πού θά δείχνουμε στόν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία κόσμο. Στή συνέχεια θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω μιά ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού διατύπωσα στήν ἀρχή, ἀποδεσμεύοντάς το ἀπό τό ἐπίκαιρο θέμα τῆς παπικῆς ἐπισκέψεως.
Ἴσως νά μήν ἀκούγεται καλά ἡ ἔκφραση: “Πρέπει νά ἐνδιαφέρη τήν Ἐκκλησία...”, γιατί θεωρεῖται αὐτονόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, προπαντός ὅταν πρόκειται νά προβάλη σέ αὐτόν τό πλοῦτο τῆς διδασκαλίας καί τῆς ζωῆς της. Γι’ αὐτό πρέπει νά διευκρινίσω ὅτι τό βάρος τοῦ ἐρωτήματος πέφτει στήν “ἀποδοχή ἤ μή τῶν ἀποφάσεών της ἀπό τόν πολύ κόσμο”. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἀποστολική, ὀφείλει διαρκῶς νά κινῆται πρός τόν κόσμο, ὄχι ἁπλά καί μόνο γιά νά ἐπικοινωνήση μαζί του, χωρίς νά ἀποβλέπη σέ κάποιο ὑψηλό θεῖο σκοπό• ἡ κίνησή της δέν πρέπει νά ἔχη χαρακτήρα ἁπλά καί μόνο ἐπικοινωνιακό• περιεχόμενό της πρέπει νά εἶναι τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί ἡ ἐπαγγελία τῆς μέλλουσας Βασιλείας. Ὁ αὐθεντικός της λόγος εἶναι προτροπή γιά μιά ριζική ἀλλαγή, ἡ ὁποία ὅμως βρίσκει ἰσχυρές ἀντιστάσεις στήν σαρκική λογική καί στίς παγιωμένες συνήθειες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Γι’ αὐτό πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ λόγου τῆς εἶναι δυσκίνητοι –“βραδεῖς τή καρδία”– στό νά πιστέψουν τίς ἐπαγγελίες της. Σέ ὅσους ὅμως ἀκολουθοῦν μέ ἁπλότητα καί εἰλικρίνεια τίς θεόπνευστες διδασκαλίες τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, δίνει τήν δυνατότητα νά προγεύονται ἀπό τόν παρόντα αἰώνα τήν μέλλουσα Βασιλεία.
Ἡ Ἐκκλησία κινεῖται πρός τόν κόσμο, γιά νά τόν μεταμορφώση καί ὄχι γιά νά συσχηματισθῆ μέ αὐτόν. Ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι ἡ κίνηση αὐτή εἶναι συνδεδεμένη περισσότερο μέ τά “σταύρωσον” καί πολύ λιγότερο μέ τά “ὠσανά”. Ἡ ἀγάπη τῆς συνήθως ἀνταμείβεται μέ τό λυσσαλέο μίσος τῶν “ψυχικών” καί “σαρκικών” ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νά τήν καταλάβουν. Εἶναι δόγμα, πού μᾶς τό ἐπικυρώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι οἱ “ψυχικοί” καί “σαρκικοί” ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά καταλάβουν το πῶς ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στούς “πνευματικούς” ἀνθρώπους, πῶς τούς καθοδηγεῖ, πῶς διανοίγει τόν νοῦ τούς “τοῦ συνιέναι τάς Γραφάς”, πῶς, τέλος, “συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας”. Καί ἐπειδή δέν μποροῦν νά καταλάβουν, ἀδιαφοροῦν ἤ, κυριαρχημένοι ἀπό τόν φθόνο, ἀπορρίπτουν τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ψυχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι’ αὐτό ἡ ζωή της δέν μπορεῖ νά περιγραφή ἀπό τήν δεοντολογία καμμιᾶς ἀνθρώπινης φιλοσοφικῆς ἠθικῆς. Γιά τήν ἴδια αἰτία οἱ ἐνέργειες καί οἱ ἀποφάσεις της δέν μποροῦν νά κριθοῦν μέ πολιτικά ἤ ἠθικολογικά κριτήρια καί νά διερευνηθοῦν μέ κοινωνιολογικές ἀναλύσεις καί δημοσιογραφικές συζητήσεις, γι’ αὐτό, ἄλλωστε, δέν μποροῦν νά προσαρμόζονται –χωρίς νά προδίδουν τήν σώζουσα ἀλήθεια– στίς ἀντιλήψεις καί ἐπιθυμίες των μή “πνευματικών” ἀνθρώπων, μέ σκοπό νά γίνονται ἀποδεκτές ἀπό αὐτούς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι ξεκάθαρος στήν διατύπωσή του: “Καί γάρ οὐδέ γνῶναι ὅλως ἤ πιστεῦσαι δύναται τά τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ὁ τοῖς οἰκείοις λογισμοῖς καί ταῖς δί’ αὐτῶν συζητήσεσι πιστεύων, διαιρέσεσι τέ καί συλλογισμοῖς καί ἀναλύσεσι πάσαν τήν ἀλήθειαν εὐρίσκεσθαι οἰόμενος”.
Μέ ἁπλά λόγια, ὅταν ἡ Ἐκκλησία μένη στερεά ἑδραιωμένη στήν ἀποκαλυπτική ἀποστολική πίστη της, δέν μπορεῖ νά γίνη κατανοητή ἀπό τόν πολύ κόσμο. Αὐτό δέν συμβαίνει, ἐπειδή τό μήνυμά της εἶναι διανοητικά δύσκολο, ἀλλά διότι ἀπαιτεῖ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό τήν Ἐκκλησία τήν “κατανοούν” ἀγράμματοι καί μορφωμένοι πού ἔχουν ἀνοίξει τήν καρδιά τους στή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι “ἀκατανόητη” σέ ὅσους κρατοῦν ἑρμητικά κλεισμένη τήν ὕπαρξή τους στίς ἐπισκέψεις τῆς Χάριτος. Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θερμός καί διεισδυτικός. Φωτίζει σκοτεινές περιοχές τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Δημιουργεῖ αἴσθηση κυρίως μέ τήν ἀτμόσφαιρα καί τό μήνυμα τῆς θυσιαστικῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Αὐτό τό μήνυμα τό ἀποδέχονται ὅλοι, πιστοί καί ἄπιστοι, ὅμως ἀπό τούς πολλούς συλλαμβάνεται ἰδιοτελῶς καί μονομερῶς. “Ιδιοτελώς”, γιατί θέλουν τήν ἀγάπη καί τήν ἀποδοχή τῶν ἄλλων, χωρίς νά εἶναι διατεθειμένοι νά ἀντιπροσφέρουν τά ἴδια. Καί “μονομερώς”, γιατί ἀποδεσμεύουν τήν ἀγάπη ἀπό τήν ὑποστατική ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι κριτική διαλογισμῶν καί ἐννοιῶν καρδίας. Ἔτσι, ἡ ἀγάπη μένει σέ ἕνα ἀνθρώπινο ἐνδοκοσμικό ἐπίπεδο, παίρνοντας κυρίως τόν χαρακτήρα τῆς προστασίας καί τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀτομικότητας τοῦ ἄλλου. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς νεοεποχήτικης νοοτροπίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία –μέσα σέ μιά “εὐρυχωρία” τέτοιας ἀγάπης– γίνονται δεκτές ὡς καλές ὅλες οἱ θρησκευτικές παραδόσεις τοῦ κόσμου καί θεωρεῖται μισαλλοδοξία ἡ κριτική τῆς θρησκευτικῆς ἰδιορρυθμίας τῶν αἱρετικῶν καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων. “Εμπνεόμενοι” ἀπό τό πνεῦμα αὐτῆς τῆς “ἀγάπης” κάποιοι “διαφωτισμένοι” διανοούμενοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά μισαλλοδοξία ἤ σκοταδισμό, ὅταν διατυπώνη πικρές ἀλήθειες γιά τήν ἀποστασία καί τήν ἐμπάθεια τοῦ κόσμου.
Ὅταν ἡ Ἐκκλησία συσχηματίζεται μέ τόν κόσμο –ὅταν προσαρμόζεται στή νοοτροπία του, προκειμένου νά γίνη ἀποδεκτή ἀπό τούς πολλούς– τότε ἀπογυμνώνεται ἀπό τήν πραγματική δύναμή της καί στερεῖ τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν δυνατότητα γεύσεως τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἡ μόνη πληρωμή πού εἰσπράττει τότε ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν “πολιτική τοῦ συσχηματισμού” εἶναι ἡ μετατροπή της σέ ἕναν ἀνθρώπινο θεσμό μέ ἰσχυρή ψυχολογική ἐπιρροή πάνω σε πλήθη ἀνθρώπων, χάρη στίς μεταφυσικές ἀγωνίες καί τούς φόβους τους, ὅπως συμβαίνει μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό. Εἶναι σκληρό νά τό πῆ κανείς, ἀλλά ἔτσι ἡ Ἐκκλησία γίνεται “ὄπιον τοῦ λαοῦ”.
“Πᾶς ὁ ὧν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς”. Ὁ Χριστός πού τό εἶπε αὐτό στόν Πιλάτο εἶχε προφανῶς ἀπείρως μεγαλύτερη ἀγάπη γιά τόν κόσμο ἀπό τόν ἁγιώτερο τῶν ἀνθρώπων. Ὅ,τι ὅμως ἰσχύει γιά τήν “φωνή” τοῦ Χριστοῦ, ἰσχύει καί γιά τήν “φωνή” τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἄλλωστε, κάποτε ὁ Ἴδιος εἶπε στούς ἀποστόλους Του: “εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσι”. “Ο ὧν, λοιπόν, ἐκ τῆς ἀληθείας” ἀκούει καί ἀποδέχεται τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας. “Ο μή ὧν ἐκ τῆς ἀληθείας” τήν περιπαίζει, ὅπως τόν Χριστό οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου –οἱ ὁποῖοι εἶναι σύμβολο τῶν “σαρκικῶν” ἀνθρώπων– καί τήν σταυρώνει, ὅπως ἔκαναν πάλι στόν Χριστό οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι –οἱ ὁποῖοι εἶναι σύμβολο τῶν “ψυχικῶν” ἀνθρώπων, αὐτῶν πού ἀσκοῦν τήν ἀρετή μέ ἀνθρώπινα μέσα καί κριτήρια. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: “πᾶς ὁ ὧν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς”, ὡς δόγμα, ἐπιβάλλεται νά βρίσκεται στή βάση ὅλων των “πολιτικῶν” κινήσεών μας, στό πεδίο τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων.
- Προβολές: 2989