Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque
Ἡ ἔλευση τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα καί τά ὅσα ἔγιναν κατ’ αὐτήν ὑπῆρξε ἀφορμή νά γραφοῦν πολλά κείμενα, κυρίως ἀπό δημοσιογράφους, καί νά λεχθοῦν πολλές σκέψεις, ἐν πολλοῖς ἀθεολόγητες καί συναισθηματικές.
Λυπήθηκα δέ πάρα πολύ, διότι παρουσιάσθηκε μιά “θεολογική ἀφασία”, μιά θεολογική σύγχυση, πράγμα τό ὁποῖο εἶναι ἀνησυχητικό, ὅταν ἐκφράζεται μάλιστα ἀπό πρόσωπα ὑπεύθυνα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἤτοι θεολόγους καί Κληρικούς.
Θά ἤθελα στήν συνέχεια νά θέσω ἕνα σοβαρό θέμα πού ἔχει σχέση μέ τήν διαφοροποίηση τῶν Φραγκολατίνων ἀπό τούς Ὀρθοδόξους.
1. Τό Filioque ἡ βασική διαφορά
Μία ἀπό τίς βασικές διαφορές μεταξύ των Ὀρθοδόξων καί τῶν Φραγκολατίνων εἶναι ἡ διδασκαλία περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό λεγόμενο Filioque. Οἱ Φραγκολατίνοι προσέθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν φράση αὐτή, ὅτι δηλαδή τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν (Filioque), ἀλλοιώνοντας ἔτσι τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε καί Συνοδικά μέ τήν Β' Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά καί μέ ἄλλες Συνόδους. Στό σημεῖο αὐτό ἐπικεντρώθηκε ἡ ἀντιαιρετική πολεμική πολλῶν Πατέρων, κυρίως ἐδῶ νά θυμίσω τούς τρεῖς μεγάλους Φωστήρας, ἤτοι τόν Μέγα Φώτιο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, καί τόν ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου, τόν Εὐγενικό.
Πολύ νωρίς ἄρχισε στόν δυτικό χῶρο τῆς ἑνωμένης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας νά ἀναπτύσσεται ἡ διδασκαλία ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, καταργώντας ἔτσι τίς ἐνδοτριαδικές σχέσεις μεταξύ των Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τήν πάροδο ὅμως τοῦ χρόνου αὐτό τό θέμα ἀπέβη τό κεντρικό σημεῖο τῆς διαφοροποιήσεως τῆς Δυτικῆς “Ἐκκλησίας” ἀπό τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία. Θά ἤθελα νά σημειώσω μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα στά ὁποῖα φαίνεται ἡ ἐμμονή τοῦ Παπισμοῦ στήν αἱρετική αὐτή διδασκαλία.
Ὅταν τήν 15 Ἰουλίου τοῦ 1054 ὁ Καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα ἔθεσε στήν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, τόν λίβελλο διά τοῦ ὁποίου ἀναθεματίζονταν ὁ Πατριάρχης καί ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς αἱρετικοί, ἡ βασική κατηγορία ἦταν ὅτι ὁ Πατριάρχης καί οἱ Ὀρθόδοξοι διέσπειραν πολλά ζιζάνια καί “ὡς Πνευματομάχοι ἤ Θεομάχοι ἀπέκοψαν ἀπό τοῦ Συμβόλου τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἐκπόρευσιν ἐκ τοῦ Υἱού”. Δηλαδή μᾶς κατηγοροῦσαν ὅτι ἐμεῖς ἀπεκόψαμεν τήν φράση αὐτή ἀπό τό Σύμβολο πού θέσπισε ἡ Β' Οἰκουμενική Σύνοδος!!
Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι ἤρθησαν αὐτά τά ἀναθέματα καί ἑπομένως δέν ὑπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως καί ὑπάρχει πρόβλημα, γιατί μέ μιά ἁπλή πράξη ἤρθησαν τά ἀναθέματα, ἀλλά δέν ἤρθη ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ ὁποία μάλιστα ἰσχυροποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο.
Ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τῶν παπικῶν, ὁ Θωμάς Ἀκινάτης, τόν ὁποῖον ὀνομάζουν “Doctor angelicus” (διδάσκαλο ἀγγελικό) ὑποστηρίζει αὐτήν τήν αἵρεση. Σέ ἕνα σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ γράφει: “Τό ἄρα εἶναι ἀρχήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος κοινόν ἐστι Πατρί καί Υἱώ”. Καί σέ ἄλλο σημεῖο γράφει: “Ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός μία ἐστιν ἀρχή τοῦ ἁγίου Πνεύματος”. Καί προχωρεῖ: “Καί ἐάν ἐλέγετο ὅτι τό ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου του Πατρός, ὁ Υἱός δέν θά ἀπεκλείετο αὐτῆς τῆς ἐκπορεύσεως”.
Ὅλες οἱ προσπάθειες γιά τήν ἕνωση τῶν “Ἐκκλησιών” μετά τό σχίσμα τοῦ 1054 εἶχαν σάν κέντρο τήν αἵρεση τοῦ Filioque, μέ τήν διαφορά ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πρότειναν τήν ἀποβολή τῆς προσθήκης καί τῆς διδασκαλίας ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐνῶ οἱ Λατίνοι ὑπεραμύνονταν τῆς διδασκαλίας αὐτῆς καί μάλιστα ἰσχυρίζονταν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀφήρεσαν ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν φράση αὐτή. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω ὅτι στήν Σύνοδο τῆς Λυῶνος τό 1274 καί στήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-39 τό Filioque ἦταν τό κέντρο τῶν συζητήσεων καί βεβαίως ὕστερα ἀπό πιέσεις καί ἐκβιασμούς ἐπιβλήθηκε στούς Ὀρθοδόξους μέ ἐπαινετές ἐξαιρέσεις, ὅπως τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἀλλά καί ὅλες οἱ προσπάθειες τῶν Ὀρθοδόξων γιά νά ἐπανέλθουν οἱ Λατίνοι στήν Ὀρθόδοξη Πίστη προσέκρουαν στήν δογματική τους διδασκαλία περί τοῦ Filioque.
Τό σχίσμα λοιπόν, μεταξύ των δύο Ἐκκλησιῶν ἔγινε ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Filioque, γι’ αὐτό καί ὁ Γεννάδιος Σχολάριος εἶπε: “τό σχίσμα γέγονεν μάλιστα διά τήν ἐν τῷ Συμβόλω πρόσθεσιν καί ὅτι καλῶς ἀπεστράφημεν τούς Λατίνους διά τήν πρόσθεσιν ἀποστροφῆς οὖσαν ἀξίαν”. Καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐπαναφορά τοῦ Παπισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τήν ὁποία διεσπάσθησαν ἄν δέν ἀποσυρθῆ ἡ αἵρεση τοῦ Filioque.
2. Ἡ θεολογική ἀντίκρουση τοῦ Filioque
Θά δοῦμε μερικές βασικές θέσεις τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, γιά νά φανῆ ἡ μεγάλη σημασία τοῦ θέματος αὐτοῦ.
α) Κατά τήν Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο δέν πρέπει νά προσθέτουμε ἤ νά ἀφαιροῦμε οὔτε μία λέξη ἀπό τό ἐν χρήσει Σύμβολο τῆς Πίστεως. Καί βέβαια ἐννοεῖται τό Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, γιατί κάθε Σύνοδος ἀναγνώρισε τίς ἀποφάσεις τῆς προηγουμένης.
β) Τό θέμα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μυστήριο πού δέν μπορεῖ νά κατανοήση ἡ ἀνθρώπινη λογική. Μόνο το δόγμα περί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος μποροῦμε νά κατανοήσουμε, ὄχι ὅμως καί τό μυστήριο. Αὐτό σημαίνει ὅτι παραμένουμε στούς ἀποκαλυπτικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά τούς ἐπεξεργαζόμαστε λογικά.
γ) Ὁ Χριστός μᾶς ἀπεκάλυψε τήν σχέση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ Ἀπόστολοι ἀπέκτησαν προσωπική γνώση τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔτσι, τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι θέμα ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀνακαλύψεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη δόθηκε “ἄπαξ” τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (ἐπιστολή Ἰούδα στίχ. 3). Οἱ ἅγιοι διά μέσου των αἰώνων μετέχουν σέ αὐτήν τήν ἀποκάλυψη πού δέχθηκαν οἱ Ἀπόστολοι τήν Πεντηκοστή. Λέγεται αὐτό γιατί οἱ Λατίνοι ἀνέπτυξαν τήν περίεργη θεωρία ὅτι διά μέσου των αἰώνων κατανοοῦμε καλύτερα καί ἐμβαθύνουμε στήν Ἀποκάλυψη. Αὐτό συνδέεται μέ τόν σχολαστικισμό. Στήν Ὀρθοδοξία λέμε ὅτι τό δόγμα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος τό βιώνουν ὅσοι φθάνουν στήν Ἀποκάλυψη καί τό ἐκφράζουν ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῆς κάθε ἐποχῆς.
δ) Ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γεννᾶται καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. Ἔτσι, ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός εἶναι γεννητός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό. Τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν κοινή οὐσία ἤ φύση καί ἀκοινώνητα προσωπικά ἰδιώματα, πού εἶναι τό ἀγέννητο, τό γεννητό καί τό ἐκπορευτό. Ἡ σύγχυση μεταξύ των ἰδιωμάτων ἀνατρέπει τίς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, τότε μποροῦν νά συμβοῦν δύο πράγματα. Τό ἕνα νά γεννᾶται καί ὁ Υἱός ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί διαφορετικά το Ἅγιο Πνεῦμα ἀφοῦ θά ὑπῆρχε δυάδα (Πατήρ - Υἱός) θά ἦταν κατώτερο. Τό ἄλλο, ἄν δέ συμβαίνη τό προηγούμενο, γιά νά εἶναι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἰσότιμο μέ τά ἄλλα πρόσωπα, πρέπει καί ἀπό αὐτό νά προέρχεται κάτι, ὁπότε διαλύεται ὁ Τριαδικός Θεός, ἀφοῦ εἰσάγεται καί τέταρτο πρόσωπο.
ε) Παραμένοντας στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ λέμε ὅτι ὁ Λόγος γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα (Ἰω. ἴε', 26). Ὅμως, δέν μποροῦμε νά καταλάβουμέ το πῶς γίνεται αὐτό καί τό γιατί γίνεται ἔτσι. Τό θέμα αὐτό τό ἀντιμετωπίζουμε ἀποφατικά. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ λεγομένη ἀποφατική θεολογία. Γιά τόν Θεό γνωρίζουμε “ὅτι ἐστί”, δηλαδή ὅτι ὑπάρχει, ἀλλά ἀγνοοῦμε τόσο τό “τί ἐστίν” ἡ οὐσία, ὅσο καί τό “πῶς ἐστίν” τά πρόσωπα. Τά ὑποστατικά ἰδιώματα, ἀγέννητό του Πατρός, γεννητό τοῦ Υἱοῦ, ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδή εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὑπάρχουν τά Πρόσωπα.
Ἔτσι, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί πέμπεται διά τοῦ Υἱοῦ. Στήν ἑλληνική γλώσσα ἄλλο εἶναι ἡ ἐκπόρευση καί ἄλλο ἡ πέμψη. Ἡ πέμψη δέν εἶναι ὑποστατικό ἰδίωμα, δέν εἶναι τρόπος ὑπάρξεως, ἀλλά ἀποστολή. Ἡ ἐκπόρευση εἶναι ὑποστατικό ἰδίωμα, ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ἡ πέμψη εἶναι ἡ ἀποστολή καί φανέρωση στόν κόσμο, πού γίνεται διά τοῦ Υἱοῦ, ὅπως καί ὁ Υἱός ἐνανθρωπίζει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως ἡ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀΐδια γέννηση τοῦ Λόγου ἀπό τόν Πατέρα, ἔτσι καί ἡ πέμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ Χριστοῦ, δέν ταυτίζεται μέ τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα.
στ) Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός δέχονται ἀποστολή καί πέμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὅπως γίνεται καί σέ μερικά παλαιά πατερικά κείμενα, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς ἐν χρόνω κατ’ ἐνέργειαν φανερώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο. Δηλαδή, ἄλλο εἶναι ἡ προαιωνία κατ’ οὐσίαν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού γίνεται μόνο ἀπό τόν Πατέρα, καί ἄλλο εἶναι ἡ κατ’ ἐνέργειαν ἐν χρόνω φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού γίνεται ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ, ἤ ἀκόμη ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Αὐτή τήν λεπτή διαφορά, πού εἶναι οὐσιαστική δέν ἔχουν καταλάβει οἱ Λατίνοι καί παρερμηνεύουν τά σχετικά κείμενα.
ζ) Ἡ βασικότερη διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ βρίσκεται στό θέμα τῆς οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό. Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί ἡ ἐνέργειά της εἶναι ἄκτιστη. Δέν ὑπάρχει οὐσία χωρίς ἐνέργεια. Ἐάν ἡ οὐσία εἶναι ἄκτιστη, ἄκτιστη εἶναι καί ἡ ἐνέργειά της, καί ἐάν ἡ οὐσία εἶναι κτιστή, κτιστῆ εἶναι καί ἡ ἐνέργειά της. Ὁ Θωμάς ὁ Ἀκινάτης καί οἱ σύγχρονοι Παπικοί θεολόγοι πιστεύουν στήν actus purus. Δέχονται, δηλαδή, ὅτι ἡ ἄκτιστη οὐσία ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τήν καθαρά ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔρχεται σέ σχέση καί κοινωνία μέ τήν actus purus, ἀλλά μέ κτιστὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, εἰσάγουν στόν Θεό κτιστές ἐνέργειες, πράγμα τό ὁποῖο καθιστᾶ ἀδύνατη τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ αὐτή δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθῆ μέ κτιστές ἐνέργειες.
Ἄν προσέξη κανείς ἐπισταμένως, θά διαπιστώση ὅτι ἡ συζήτηση γιά τήν ἐκπόρευση καί πέμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει σχέση μέ τό θέμα περί τῆς οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ διάλογος μεταξύ του ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ σχολαστικοῦ Βαρλαάμ ἄρχισε ἀπό τό filioque καί ἀμέσως ἔφθασε στό θέμα, ἐάν ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη ἤ κτιστῆ.
η) Ἡ ἱστορία τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ filioque εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα. Μελέτες πού ἔχουν γίνει ἀπό τόν Καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἔφεραν στό φῶς ἱστορικά γεγονότα ὅτι τό filioque χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς Φράγκους ἐναντίον τῶν Ρωμαίων, τόσο τοῦ Δυτικοῦ ὅσο καί τοῦ Ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς ἑνιαίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ρωμαῖοι Ὀρθόδοξοι Πάπες ἀντιδροῦσαν ἠρωϊκά ἐναντίον τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τελικά εἰσήχθη ὅταν γιά πρώτη φορά ἀνῆλθε στόν θρόνο τῆς παλαιᾶς Ρώμης ὁ Ἰταλοφράγκος Πάπας Βενέδικτος Ἡ' (1009 ἤ 1014). Οἱ δυτικοί καί ἀνατολικοί Ρωμαῖοι του Θ' αἰῶνος ἦταν Ὀρθόδοξοι καί πολεμοῦσαν τούς Φράγκους ὡς ἑτεροδόξους. Τό σχίσμα δέν ἔγινε μεταξύ Ρωμαίων Παπῶν καί Ρωμαίων Πατριαρχῶν, ἀλλά μεταξύ Ρωμαίων Παπῶν - Ρωμαίων Πατριαρχῶν ἀπό τήν μιά μεριά καί Φράγκων αἱρετικῶν ἀπό τήν ἄλλη.
θ) Στήν Σύνοδο τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας διατυπώθηκαν οἱ ὀρθόδοξες ἀπόψεις ἀπό τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό. Ὑπεγράφη μέν ἡ ἕνωση ἀπό τούς παρισταμένους Ὀρθοδόξους μέ ἐξαίρεση τόν ἅγιο Μάρκο καί μερικούς ἄλλους, ἀλλά ἦταν προϊόν καί ἀποτέλεσμα πιέσεων καί τῶν δυσκόλων συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τελικά, δέν ἐπεκράτησε ἡ ἕνωση αὐτή γιά δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί τήν ἀπεδοκίμασαν μεταγενέστεροι Σύνοδοι, καί δεύτερον, γιατί ὁ λαός ἀντέδρασε, ὄχι ὅμως γιατί ἦταν ἀπληροφόρητος θεολογικά, ἀλλά γιατί εἶχε διαφωτισθῆ καταλλήλως γιά τήν προδοσία πού ἔγινε. Αὐτό δείχνει ὅτι οἱ συζητήσεις πρέπει νά γίνωνται σέ κλίμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης καί ὄχι μέ πολιτικές πιέσεις καί σκοπιμότητες.
ι) Τελικά, ἡ χρησιμοποίηση διαφορετικῶν ὅρων πού ἔγινε ἀπό τούς δυτικούς θεολόγους τίθεται μέσα στήν προσπάθεια κατανοήσεως μέ τόν ὀρθό λόγο τῶν θεμάτων τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας. Αὐτό ἐκφράζει ἔντονα τόν σχολαστικισμό, πού δέν μπορεῖ νά διακρίνη τά πεπερασμένα ὅρια τῆς λογικῆς, καί, φυσικά, τά ὅρια πού θά κινῆται τόσο ἡ καταφατική ὅσο καί ἡ ἀποφατική θεολογία. Ἀκόμη, οἱ διαφορετικοί ὄροι δημιούργησαν καί μιά ὁλόκληρη νοοτροπία στήν δυτική θεολογία πού δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό. Γιατί, ἡ διαφορετική δογματική ὁρολογία, στήν πραγματικότητα, σχετίζεται καί μέ τήν ἄρνηση ἤ παραθεώρηση τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, ὅπως τόν ἀναλύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ἑπομένως, ἡ ἑρμηνεία τῶν ὅρων πού χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, δέν εἶναι μόνο θέμα ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως στά ἐπιστημονικά ἐργαστήρια, ἀλλά προσπάθειας γιά τήν εὕρεση καί τήν βίωση τοῦ ἀληθινοῦ ἡσυχασμοῦ.
- Προβολές: 2855