Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τό πρόβλημα τῆς προσαρμογῆς

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Δέν ὑπάρχουν κοινωνικές συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νά ἐφαρμοστῆ τό Εὐαγγέλιο. Αὐτό εἶναι τό ἀπόσταγμα τῆς πείρας ὅλων των Ἁγίων, οἱ βίοι τῶν ὁποίων, κατά τόν π. Ἰουστῖνο Πόποβιτς, εἶναι μιά “ἐφηρμοσμένη Δογματική”, εἶναι ἐπαλήθευση τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ὅμως ἐπίσης ξεκάθαρος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: “χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου μόνη εἶναι ἀνεπαρκής γιά τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά συνεργήση μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθιστᾶ ἐλαφρό το φορτίο τῶν ἐντολῶν Του. Αὐτό ὅμως ἀπαιτεῖ ταπείνωση, ζωντανή πίστη, ὑπερνίκηση τῆς ἀδράνειας πού δημιουργεῖ ἡ πολυσοφή πνευματική ραθυμία.

Μιά ἀπό τίς συνηθισμένες προφάσεις τῆς πνευματικῆς ραθυμίας εἶναι ὅτι τό Εὐαγγέλιο στίς μέρες μᾶς εἶναι ἀνεφάρμοστο, ἐπειδή οἱ κοινωνικές συνθῆκες ἔχουν ἀλλάξει. Φύγαμε ἀπό τήν ἀγροτική κοινωνία τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης, στήν ὁποία εἶναι προσαρμοσμένες οἱ διηγήσεις καί οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ζοῦμε στήν ἀγχώδη ἐποχή τῆς ὑπεραπασχόλησης, ἀλλά καί τῆς ἀνεργίας, στήν ἐποχή τῶν προκλητικῶν τολμημάτων τῆς Γενετικῆς, τῆς ἐκμηδένισης τῶν ἀποστάσεων καί τῆς πληθύνσεως τῆς γνώσεως, ἡ ὁποία διαδίδεται “αὐτομάτως”, μέσω τοῦ διαδικτύου καί τῆς πληροφορικῆς, σέ ὅλο τόν κόσμο. Γι’ αὐτό ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει ὁπωσδήποτε νά προσαρμοστῆ στίς σημερινές συνθῆκες, γιά νά μήν εἶναι ἄσχετη μέ τήν καθημερινή ζωή τοῦ κόσμου, ἐν πολλοῖς ἀκατανόητη, ἐπειδή δέν θά συμφωνῆ μέ τίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.

Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι αὐτή ἡ προσαρμογή πρέπει νά γίνη σέ δύο πεδία. Πρῶτον, στό πεδίο τῆς ἄσκησης τῶν θείων ἐντολῶν καί δεύτερον, τῆς ὁρολογίας πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία στή θεολογία της καί τήν ποιμαντική της. Γιά τήν πρώτη περίπτωση ἔχει γραφή: “Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὅταν π.χ. ὁ πατερικός λόγος ἀσχολεῖται μέ τήν ὀργή, δέν ἀναφέρεται στόν σύγχρονο ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει νά ἀντιμετωπίσει τό στρές καί τήν ἔνταση τῆς ζωῆς, καθώς π.χ. τρέχει νά προφθάσει τά ραντεβού του, ἀλλά σέ κάποιον ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος πηγαίνοντας π.χ. νά ὀργώσει ἤ ὅ,τι ἄλλο νά κάνει, ἔχει ὅλο τόν χρόνο νά σκεφθεῖ γιά τό πῶς θά ἀντιμετωπίσει τόν θυμό τού”. Ὅσον ἀφορᾶ, ἐπίσης, στήν ὁρολογία, ἔχει ἐκδηλωθῆ ἡ πρόθεση εἰσαγωγῆς νέων ὅρων στή θεολογία, μέ τήν κατάλληλη χρήση λέξεων πού χρησιμοποιοῦνται στό διαδίκτυο καί γενικότερα στή σύγχρονη ἐπιστήμη καί ζωή.

Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή ἡ πρόφαση τῆς πνευματικῆς ραθυμίας, μέ ὅλα τα ψευδοπροβλήματα πού ἐπινοεῖ, συνιστᾶ ἕναν “ἐκ δεξιών” πειρασμό πολλῶν συγχρόνων θεολόγων, γι’ αὐτό θά ἐπειχειρήσω ὁρισμένες σύντομες ἐπισημάνσεις.

1. Ὁ “πατερικός λόγος” ἔχει μιά εὐρύτητα, ἡ ὁποία δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν διαγράψουμε μέ μιά μονοκοντυλιά, ἐπειδή δῆθεν ἀναφέρεται σέ ἀνθρώπους πού εἶχαν τόν χρόνο νά σκεφτοῦν γιά τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν τά πάθη τους, ἐνῶ τώρα αὐτός ὁ χρόνος δέν ὑπάρχει. Ἡ πατερική γραμματεία περιλαμβάνει κείμενα δογματικά-πολεμικά, ἑρμηνευτικές ὁμιλίες, κηρύγματα “Ἠθικά”, ἀλλά καί προσωπικές ἐπιστολές, ὅπως καί ἀποφθέγματα γερόντων, πού ἀντιμετωπίζουν συγκεκριμένες περιπτώσεις καί δίνουν προσωπικές ἀπαντήσεις στό ἐρώτημα: “Ἀββᾶ, εἰπέ ρῆμα πῶς σωθώ”. Μέσα στά κείμενα αὐτά ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία, ἡ αὐστηρότητα καί ἡ ἐπιείκεια, ἡ γενική ποιμαντική καί ἡ προσωπική καθοδήγηση. Εἶναι ἀπαυγάσματα τῆς ἡσυχίας τοῦ νοῦ καί ὄχι τῆς ἐξωτερικῆς ἀδράνειας. Δέν ὑποκαθιστοῦν τήν προσωπική εὐθύνη καί τόν χειραγωγό, γιατί δέν ἀναλύουν ὅλες τίς λεπτομέρειες πού θά συναντήση κανείς στήν προσωπική πορεία του πρός τόν Θεό. Ὑπάρχει ἡ γνώση καί ὁ σεβασμός τοῦ προσώπου, τό ὁποῖο δέν προγραμματίζεται σάν ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής. Καί κάτι ἀκόμη. Δέν προτείνουν τήν ἐξοικονόμηση ἄνετου χρόνου γιά στοχασμό, οὔτε τήν προϋποθέτουν. Διδάσκουν τήν ἀστραπιαία ἀντιμετώπιση τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, πού ἔρχονται ἄλλοι μέ θόρυβο καί ἄλλοι μέ ἡσυχία, ἀνεπαίσθητα, γεγονός πού ἀπαιτεῖ ἀνύστακτη προσοχή, γιατί τά “ραντεβού” μέ τόν ἐχθρό εἶναι ἀλλεπάλληλα, ὅπως οἱ σκέψεις, καί ἔχουν ποικιλία θεμάτων. Ἡ ἀπουσία τῆς ἐσωτερικῆς προσοχῆς –καί προσευχής– εἴτε εἴμαστε σέ μιά ἤρεμη ἀγροτική κοινωνία εἴτε σέ μιά πολυθόρυβη ἀστική, μᾶς πνίγει στό ἄγχος, ἀκόμη καί χωρίς νά ὑπάρχουν ραντεβού πού πρέπει νά προφθάσουμε. Τά προβλήματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι ἐσωτερικά καί ἀντιμετωπίζονται μέ ἐπάρκεια ἀπό τόν “πατερικό λόγο”. Τό θέμα εἶναι ὅτι πρέπει νά μάθουμε ἀνάγνωση πατερικῶν κειμένων, “συλλαβίζοντας” στήν ἀρχή τά νοήματά τους.

2. Ἡ θεολογική ὁρολογία ἦταν ἕνα θέμα πού ἀπασχόλησε πολύ τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἐπειδή ἦταν ἕνα ἀναγκαῖο ἔνδυμα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, ἀλλά γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν οἱ πλάνες τῶν αἱρετικῶν, πού χρησιμοποιοῦσαν φιλοσοφικούς ὅρους. Οἱ αἱρετικοί ἦταν ἡ σημαντικότερη αἰτία πού ἀναπτύχθηκε ἡ δογματική ὁρολογία, γι’ αὐτό δέν ἀποτελεῖ αὐτή τόν πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί καθαγιάσθηκε ἀπό τούς ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων. Πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή της• τό γεγονός ὅτι εἶναι σῶμα, πού ἔχει κεφαλή τόν Χριστό. Μέ πιό μεγάλη ἀκρίβεια, πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος “μορφώνεται” στίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ γνώση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἀνοίγεται στήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σημαντικότερη ἀπό τήν “ἀκαδημαϊκή” γνώση τῆς δογματικῆς ὁρολογίας. Ἡ ἐξέλιξη τῆς ὁρολογίας –ὄχι τῆς γνώσεως, ἡ ὁποία “ἅπαξ παρεδόθη”– εἶναι κάτι πού γίνεται μέσα στήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν φυσικά ὑπάρχη ἀνάγκη. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δέν βλάπτεται ἀπό τήν μή προσαρμογή τῆς ὁρολογίας της στή σύγχρονη κάθε φορᾶ γλώσσα, ὅταν διασώζη τόν εὐαγγελικό τρόπο καθάρσεως καί φωτισμοῦ τῆς ψυχῆς.

3. Ἡ ἐξέλιξη τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας γίνεται χωρίς βία, χωρίς ἐπί τούτου προγραμματισμό, ἀπό ἁγιασμένες μορφές, ἀπό ἀνθρώπους μέσα στούς ὁποίους κατοικεῖ ὁ Θεός. Ἡ ἐμπειρική γνώση τούς ἐκφράζεται κατά φυσικότατο τρόπο μέ τήν γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους. Αὐτό γίνεται μέ τούς μορφωμένους, ἀλλά καί μέ τούς ὀλιγογράμματους. Ἔτσι, ἔχουμε στά τελευταῖα χρόνια τόν π. Σωφρόνιο, γνώστη τῆς δυτικῆς σκέψεως, πού ἐκφράζει τήν μεγάλη του πνευματική πείρα μέ ἀνάλογη ὁρολογία, καί τόν π. Παΐσιο, ὁ ὁποῖος μποροῦσε ἄνετα νά μιλᾶ γιά τούς λογισμούς, χρησιμοποιώντας γιά παράδειγμα τά ἀεροπλάνα καί ὅταν ἔφθανε ὁ λόγος του στήν προσευχή, νά καταφεύγη στόν ἀσύρματο, πού εἶχε στόν στρατό, προκειμένου νά κάνη πιό ζωντανό τόν λόγο του.

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού μεγιστοποιοῦνται τά ψευδοπροβλήματα καί σμικρύνεται ἡ σημασία τῶν πραγματικῶν προβλημάτων. Τό θέμα εἶναι νά φθάσουμε στήν ἐρώτηση-κραυγή “εἰπέ ρῆμα πῶς σωθώ”. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα εἶναι εὔκολο νά μυηθοῦμε σέ “ἀπηρχαιωμένες” ἤ ἄγνωστες πρός τό παρόν ὁρολογίες, οἱ ὁποῖες θά μᾶς γίνουν οἰκεῖες καί ἅς προέρχονται ἀπό “μοντέλα ζωής” ἄσχετα μέ τό δικό μας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2825