Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἐκφραστὴς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (Γ)

Ὅπως σᾶς εἴχαμε ὑποσχεθῆ, δημοσιεύουμε σήμερα τό τρίτο καί τελευταῖο τμῆμα τῆς εἰσήγησης τοῦ Μητροπολίτη μας κ. Ἱεροθέου στό διήμερο Συνέδριο πού διοργάνωσε ἡ Ἱερά Σύνοδος γιά τά 150 χρόνια ἀπό τήν γέννηση καί 90 ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, στήν Αἴθουσα τῆς Παλαιᾶς Βουλῆς στήν Ἀθήνα.

(συνέχεια ἀπό τὸ προηγούμενο)

6. Δύο Ἐπαχτίτες γιά τόν Παπαδιαμάντη

Πολλοί ἀσχολήθηκαν μέ τό ἔργο καί τό πρόσωπο τοῦ Παπαδιαμάντη καί εἶδαν αὐτήν τήν μεγαλωσύνη τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐκφραζόταν μέσα στήν ταπείνωση καί τήν ἁπλότητά του. Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ δύο Ἐπαχτίτες - Ναυπάκτιους, πού ἔζησαν ἀπό κοντά τόν Παπαδιαμάντη.

Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, ὁ ὁποῖος στό κείμενό του μέ τίτλο «Ἇλ. Παπαδιαμάντης-ὁ ἄνθρωπος» περιγράφει χαρακτηριστικά τόν μεγάλο αὐτόν λογοτέχνη. Περιγράφει τήν φτώχειά του, τήν τιμιότητά του, πού δέν ἤθελε νά χρωστᾶ. «Μιά μόνη φορά καί τελευταία μείναν ἀπλήρωτοι ... Τά βερεσέδια τούς οἱ καλοί ἄνθρωποι τά σβύσανε κι’ εἴπανε κι ἕνα συχώριο». Αὐτός πού μποροῦσε νά κάνη πρωτότυπο ἔργο, ἔκανε μεταφράσεις γιά νά ζήση. «Ποιός δέν θυμᾶται ἐκεῖνα τά δάκτυλα, πού εἴχανε βγάλει κάλους χοντρούς, βαστώντας τήν πέννα καί γράφοντας; Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιό πρωτότυπος ἤτανε γραμμένο του νά μεταφράζη, νά μεταφράζη...». «Οἱ γνῶμες του, στολισμένες μέ παρέκβασες πότε στ’ ἀρχαία γράμματα, πότε στά ἐκκλησιαστικά, μέ κομμάτια ἤ στίχους ἀπό τόν Ὅμηρο, τόν Ὀράτιο καί τήν Παλαιά Γραφή καί τόν Συναξαριστή». Ἦταν σοβαρός καί μετρημένος: «τόν πείραζε τό ἄκαιρο ἤ τό ἀπότομο, καί καμμιά φορᾶ τόν ἔκανε ν’ ἀφίσει τό φαΐ, συμπάθειο νά ζητήσει καί νά φύγει βιαστικός». «Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζοῦσε ἀδιαφορώντας τέλεια, ἄν ἡ κοινωνία τῶν ἀσήμαντων ἤ μοχθηρῶν συγχρόνων του τόν ἀγνοοῦσε ἤ τόν παρεγνώριζε». Καί ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης κάνει μιά πολύ ἐπιτυχημένη κρίση γιά τόν Παπαδιαμάντη, πού δείχνει ὅτι ὅλα γύρω του τά παρατηροῦσε καί τά περνοῦσε μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία του. «Ὁ Παπαδιαμάντης δούλευε γιά καιρό μέσ’ στό πλατύτατο πνεῦμα τοῦ τόν κόσμο πού παρατηροῦσε, τόν περνοῦσε ἀπό τῆς μνήμης καί τῆς κρίσης τοῦ τό θαυμαστό μηχανισμό κι ὕστερα τόν ὑπαγόρευε, νά πῶ ἔτσι, στόν ἑαυτό του».

Ὁ ἄλλος Ναυπάκτιος πού συνάντησε τόν Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Σταμάτης Σταματίου (Στάμ Στάμ). Πῆγε ὁ Παπαδιαμάντης στά γραφεῖα τῆς Ἐφημερίδος «Ἀκρόπολις» γιά νά δώση ἕνα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ὁ Στάμ Στάμ δέν τόν ἀνεγνώρισε καί μάλιστα σχημάτισε τήν ἐντύπωση ὅτι ἦταν πάμπτωχος πού πῆγε νά πάρη τίς δέκα δραχμές γιά τά Χριστούγεννα, ὅπως ὅλοι οἱ πτωχοί. Ὁ Παπαδιαμάντης τίς πῆρε, ἀλλά ἤθελε νά δώση καί τά γραπτά του. Καί ἀκολουθεῖ ὁ ἑξῆς διάλογος:

«Κι’ αὐτά τί νά τά κάμω; Δέν τά θέλετε;
Καί μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πώς ἦταν πιστοποιητικά ἀπορίας.
–Κράτησέ τά, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δέν μᾶς χρειάζονται.

Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτός νά φύγη, ξαναγύρισε.
–Τότε ἀφοῦ δέν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγώ μέ τί δικαίωμα θά πληρωθῶ;
–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τόν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.
–Ναί, ἀλλά ἄν δέν πάρετε αὐτά, ἐγώ δέν μπορῶ νά πάρω χρήματα.
–Μά δέν τά παίρνετε ἐσεῖς τά χρήματα, σᾶς τά δίνουμε ἐμεῖς!...
–Έ, τότε, πάρτε κι’ ἐσεῖς ἐτοῦτα πού μου τά ζητήσατε. Καί τά ἄφησε σιγά καί μαλακά ἀπάνω στό τραπέζι.

Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικά το λογιστήριο.
–Μά τί εἶναι, ἐπί τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποῦ πρέπει ἀπαραιτήτως νά τά πάρουμε;
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, πού μου ἐζητήσατε.
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων... καί ποιός εἶσθε σεῖς;
–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
–Ο ἴδιος;
–Ο ἴδιος καί ὁλόκληρος!

Ἔπεσε τό ταβάνι καί μέ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπό τά χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σάν νά στροβιλίσθηκαν γύρω μου καί ἔκανα ὥρα νά συνέλθω».

Καί καταλήγει ὁ Στάμ Στάμ:

«Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτός ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, πού τόν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καί μεγαλοπρέπεια, αὐτός!... Αὐτός ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καί τσαλακωμένος ἄνθρωπος, πού στεκότανε μέ συστολή μαθητού ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!... Αὐτός, πού μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικές καί συγκινήσεις ψυχικές, πού ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι’ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνούς κι’ ἀγνώστους, πού τούς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σάν νά περάσαμε μιά ζωή μαζί, αὐτός σε μιά τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!... Τοῦ ἕσφιξα τό χέρι χωρίς νά ἠμπορῶ οὔτε μιά λέξι νά προφέρω. Ἀπό τήν ταραχή μου καί τή σαστιμάρα μου οὔτε τό φῶς δέν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστό χέρι νά σφίγγη τό δικό μου καί τόν ἔχασα μέσα εἰς τό σκοτάδι...
Ἔμεινε ὅμως πίσω μιά μοσχοβολιά κηριοῦ πού λυώνει ἐμπρός στίς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπό τοῦ καντηλιοῦ τό σβύσιμο, κάτι ἀπό θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνό πολύ...».

Αὐτός ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης. Ἔτσι ἔζησε καί ἐργάστηκε. Ἡ ζωή τοῦ ἦταν σάν ἕνα κερί πού λυώνει, σάν ἕνα λιβάνι ἁγιορείτικο πού μοσχοβολᾶ τόν κόσμο, σάν τό λάδι τοῦ καντηλιοῦ πού καίγεται καί ἀφήνει μιά εὐωδιά. Εἶχε μιά γλύκα στά μάτια: «καί τά μάτια τοῦ ἔσταζαν μιά γλύκα». Ἔτσι καί ἔκλεισε τήν ζωή του, ψάλλοντας «τήν χείρα σου τήν ἀψαμένην τήν ἀκήρατον κορυφήν τοῦ Δεσπότου», προσευχόμενος στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, τόν πρόδρομο τῶν μοναχῶν. Ἡ μοσχοβολημένη ἀπό ἁγιορείτικο λιβάνι ὕπαρξή του, μοσχοβόλησε τά γραπτά του. Πέρασε σέ αὐτά, χωρίς καμμιά ἰδιαίτερη προσπάθεια, ὅλο τόν κόσμο τῆς λατρείας καί τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Καί σᾶς ὁμολογῶ ὅτι κάθε φορᾶ πού διαβάζω Παπαδιαμάντη λιβανίζομαι ἀπό τό ἁγιορείτικο θυμίαμα καί μυρίζω τό ἁγιορείτικο ἁγιοκέρι καί χύνω δάκρυα προσευχῆς καί ἱκεσίας γιά τόν μπάρμπα-Ἀλέξανδρο πού τώρα τραγουδάει «τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ» μαζί μέ τήν Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του τοῦ Νικόλα Μπούκη, πού ἔγινε ἀγγελούδι τοῦ οὐρανοῦ. Καί τά τραγουδάει μέ τήν δύναμη καί ἐνέργεια τῆς νηφαλίου μέθης, αὐτός ὁ μεθύων ἀπό τό ἁγιορείτικο κρασί τῆς ἀγάπης τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος.

  • Προβολές: 2424