Skip to main content

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2001

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Καί πάλι μᾶς ἀξιώνει ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά ἑορτάσουμε τήν μεγάλη ἑορτή τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου. Αὐτός ποῦ εἶχε γεννηθῆ ὡς Θεός, πρό πάντων των αἰώνων, ἀπό τόν Πατέρα, γεννήθηκε ἀσπόρως ἐν χρόνω ἀπό τήν Παναγία καί ὡς ἄνθρωπος. Δύο γεννήσεις, ἡ αἰώνια καί ἡ ἐν χρόνω, ποῦ γίνονται ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας ἀναγεννήσεως. Γι’ αὐτό οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὑμνοῦν καί δοξάζουν τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ποῦ ἀναγέννησε τόν ἄνθρωπο καί ἀνακαίνισε ὁλόκληρη τήν κτίση, ἔδωσε ἄλλη προοπτική καί νόημα τόσο στόν ἄνθρωπο, ὅσο καί σέ ὁλόκληρη τήν δημιουργία.

Σέ ὅλα τα ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Χριστός δέν ἐνηνθρῶ-πησε γιά νά δημιουργήση μιά νέα θρησκεία, ποῦ θά προστεθῆ σέ ὅλες τίς παλαιότερες θρησκεῖες, ἀλλά ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνῶ παρέμεινε συγχρόνως Θεός, γιά νά δημιουργήση μιά νέα κατάσταση, νά δώση μιά νέα προοπτική στόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας νέος ἀρχηγός θρησκείας καί ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι μιά νέα θρησκεία, ποῦ μπορεῖ νά προστεθῆ στίς ἤδη ὑπάρχουσες.

Κατ’ ἀρχάς ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἀπέδειξε ὅτι οἱ λεγόμενοι θεοί ποῦ προσκυ-νοῦνταν ἀπό τούς ἀνθρώπους ἦταν εἴδωλα καί φαντασίες, ἀνύπαρκτοι. Μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλεν τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως». Ὁ ἴδιος διακήρυττε τήν μοναδικότητά Του: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. Ἰδ', 6). Στήν ἐπί τοῦ ὅρους ὁμιλία Του, ἐπανειλημμένως εἶπε: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις... Ἐγώ δέ λέγω ὑμίν» (Ματθ. ε', 33). Στήν Ἀποκάλυψη ὁ ἴδιος διαβεβαίωσε: «Ἐγώ εἰμί τό Α καί τό Ὤ, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὧν καί ὁ ἥν καί ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ» (Ἀποκ. α', 8). Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔδωσαν τήν μαρτυρία τῆς πίστεώς τους καί ὑπέστησαν τό μαρτύριο. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος διαβεβαίωνε γεμάτος ἀπό Πνεῦμα Ἅγιον: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλω οὐδενί ἡ σωτηρία οὐδέ γάρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ― δεῖ σωθῆναι ἠμᾶς» (Πράξ. δ', 12). Καί ὁ Ἀπόστο-λός Παῦλος, ἀναφερόμενος στήν νοοτροπία τῶν εἰδωλολατρῶν εἶπε ὅτι ματαιῶ-θηκαν στούς διαλογισμούς καί σκοτίσθηκε ἡ ἀσύνετη καρδία τους καί κατά συνέπεια «ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν» (Ρωμ. α', 21-23).

Ἔπειτα, ὁ Χριστός μέ τήν διδασκαλία Του, τήν ζωή Του, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του θεράπευσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας, ὅπως διδάσκει ἕνας ἀείμνηστος διακεκριμένος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας ποῦ κοιμήθηκε πρόσφατα (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης). Οἱ διάφορες θρησκεῖες προσπαθοῦν νά ἐξιλεώσουν τόν δῆθεν ὀργισθέντα Θεό, ἐπιδιώκουν νά ὑπερβοῦν τό διαχωριστικό τεῖχος μεταξύ του ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιοῦν ἔντονα τήν φαντασία καί τόν στοχασμό καί ἱκανοποιοῦν τά ἀνθρώπινα πάθη. Μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργοῦν ψευδαισθήσεις σωτηρίας, καλλιεργοῦν τόν φανατισμό καί τίς ἐπιθετικότητες, δέν μποροῦν νά ὑπερβοῦν τό πρόβλημα τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Χριστός ὅμως, ὁ ἀληθινός Θεός, ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση, νίκησε τόν θάνατο μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του, γκρέμισε ὅλα τα εἴδωλα τῶν λεγομένων θεῶν καί ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν τυραννία τοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου.

Καί, βεβαίως, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι μιά θρησκεία σάν τίς ἄλλες, δέν εἶναι οὔτε κάν θρησκεία, ἀλλά εἶναι Ἐκκλησία. Δέν πρόκειται γιά μιά θρή-σκευτι-κή κοινότητα ποῦ ἔχει σκοπό νά λατρεύση τόν Θεό γιά νά τόν ἐξιλεώση, ἀλλά γιά Ἐκκλησία, ποῦ εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνότητα Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ζώντων καί κεκοιμη-μένων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό θεραπευτήριο, Νοσοκομεῖο ποῦ θερα-πεύει τήν νοσοῦσα προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατο καί τήν φθορά, ἐλευθερώνει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἀπό τίς φθοροποιές δυνάμεις τῶν παθῶν καί συγκροτεῖ τήν ὅλη προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκριβῶς ἐπειδή θεραπεύει τήν νοσοῦσα προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι καί μιά πραγματική οἰκογένεια, μέσα στήν ὁποία καλλιεργοῦνται οἱ δεσμοί ἀγάπης μεταξύ των μελῶν, ἀναπτύσσεται ἡ φιλανθρωπία καί ἡ συμπόνοια, καί ἀκόμη ἀποκαθίστανται οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κοινωνία καί ὁλόκληρη τήν κτίση.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία, καί ὑφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ θρησκείας καί Ἐκκλησίας. Βεβαίως, εἶναι ἐνδεχόμενο μερικά ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά ἐκλαμβάνουν τόν Χριστιανισμό ὡς θρησκεία, νά θρησκειοποιοῦν, δηλαδή, τήν ἐκκλησιαστική ζωή, νά μεταβάλλουν τόν Χριστιανισμό ἀπό ζωή σέ μιά τυποποιημένη θρησκευτικότητα, ἀπό κοινωνία μέ τόν ζῶντα Θεό σέ μιά μαγική καί ἐθιμοτυπική σχέση μέ τόν Θεό. Ἀλλά γι’ αὐτό δέν εὐθύνεται ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ποῦ δέν μποροῦν νά ἀνταποκριθοῦν στό ὑψηλό νόημα καί στό σκοπό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί παραμένουν ἔτσι σέ χαμηλά θρησκευτικά ἐπίπεδα, τά ὁποῖα καί ἀπολυτοποιοῦν.

Σήμερα, στήν μεγάλη ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας, τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ποῦ ὅλα πανηγυρίζουν καί ὅλα εἶναι λαμπρά, θά πρέπη νά αἰσθανθοῦμε τόν Χριστό ποῦ γεννᾶται καί σήμερα μέσα στήν θεία Λειτουργία μας, ὄχι σάν ἕναν ἀρχηγό μιᾶς θρησκείας, ἀλλά ὡς τόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τόν μοναδικό Θεό καί Σωτήρα, τόν θεραπευτή καί Σωτήρα τῶν ψυχῶν μας, τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ποῦ ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, τόν θεραπεύει καί τόν βοηθᾶ νά νικήση τά πάθη του καί τόν ἀνθρωποκεντρισμό του. Καί ζωντας μέσα στό κυκεώνα τῶν ἄνθρωπο-κεντρικῶν καί φανταστικῶν θρησκειῶν, ποῦ καλλιεργοῦν τόν φανατισμό καί τό μίσος, θά πρέπη νά ἐγκολπωθοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καί νά βιώσουμε τήν ζωή Του, ὥστε νά ἀποκτήσουμε καί ἐμεῖς καί ὁλόκληρος ὁ κόσμος νόημα καί σκοπό.
Ἡ Χάρις καί τό ἔλεος τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἴη μετά πάντων ὑμῶν.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

  • Προβολές: 2798