Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ Βαπτισματική Θεολογία
Ἔγιναν στό παρελθόν καί γίνονται στήν ἐποχή μᾶς πολλές συζητήσεις γιά τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, δηλαδή ἐάν οἱ αἱρετικοί ποῦ ἔχουν ἀποκλίνει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί θέλουν νά ἐπιστρέψουν σ’ αὐτήν, θά βαπτίζονται ἐκ νέου ἤ θά χρίονται ἁπλῶς, ἀφοῦ δώσουν λίβελλο. Ὑπάρχουν ἀποφάσεις Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιά τό θέμα αὐτό.
Ὅμως στό κείμενο ποῦ ἀκολουθεῖ θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ ἕνα παράδειγμα ποῦ εἶναι συμφωνία μεταξύ της «Διαρκοῦς Συνελεύσεως Κανονικῶν Ἐπισκόπων Ἀμερικῆς (SCOBA)» καί τῆς «Συνελεύσεως Καθολικῶν Ἐπισκόπων Ἀμερικῆς (ACBC)» τήν 3 Ἰουνίου 1999. Τήν μετάφραση τοῦ πρωτοτύπου κειμένου στήν ἑλληνική γλώσσα ἔκανε ὁ Πρωτ. π. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, ὁ ὁποῖος ἔκανε συγχρόνως καί μιά συνοπτική περιγραφή καί κριτική τοῦ συμφωνηθέντος κειμένου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στήν Ἀμερική.
Ἡ βάση τοῦ κειμένου αὐτή εἶναι ἡ συμφωνία στό Μπαλαμάντ τό 1993 «Οὐνιτισμός, Μέθοδος Ἑνώσεως τοῦ Παρελθόντος καί ἡ Παροῦσα ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», τήν ὁποία φαίνεται ἐπιθυμεῖ νά στηρίξη.
Τό κείμενο ποῦ σχολιάζουμε, δηλαδή τό κείμενο ποῦ ὑπογράφηκε στήν Ἀμερική μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, μέ τίτλο «βάπτισμα καί μυστηριακή κοινωνία» στηρίζεται σέ μερικά σημεῖα, ὅπως τό ἔχω ἐντοπίσει, τά ὁποῖα εἶναι πολύ χαρακτηριστικά καί δείχνουν ὅλο το περιεχόμενο τῆς συγχρόνου οἰκουμενιστικῆς κινήσεως.
Τό πρῶτον σημεῖο εἶναι ὅτι «τό βάπτισμα ἑδράζεται ἐπί τῆς πίστεως τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καί τῆς πίστεως τοῦ πιστοῦ, ἐκ τῶν ὁποίων ἀπορρέει ἡ ὀντότητά του» (13). Ἐκ πρώτης ὄψεως ἐδῶ κάνει ἐντύπωση ἡ ἀπουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἴσως γιά νά δικαιολογῆται κάθε διασταλτική ἑρμηνεία τοῦ Βαπτίσματος. Ἡ πίστη, λοιπόν, εἶναι τό βάσιμο σημεῖο καί στοιχεῖο τοῦ Βαπτίσματος.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι τό Βάπτισμα δέν εἶναι μιά πράξη ποῦ ἀπαιτεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία, «ἀλλά μᾶλλον τό θεμέλιόν της Ἐκκλησίας. Τό βάπτισμα θεμελιώνει τήν Ἐκκλησίαν» (26). Ἐδῶ παρουσιάζεται ἡ ἀλήθεια ὅτι τό ἅγιο Βάπτισμα δέν εἶναι τό «εἰσαγωγικό» μυστήριο διά τοῦ ὁποίου εἰσαγόμαστε στήν Ἐκκλησία, ἀλλά τό θεμέλιό της Ἐκκλησίας.
Τρίτον σημεῖον εἶναι ὅτι «τό βάπτισμα οὐδέποτε ἐγένετο κατανοητό ὡς ἰδιωτική τελετουργία, ἀλλά μᾶλλον ὡς κοινοτικό γεγονός» (13). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Βάπτιση τῶν κατηχουμένων ἀποτελοῦσε «περίστασιν μετανοίας καί ἀνανεώσεως ὁλοκλήρου της κοινότητος» (13). Ὁ Βαπτισθεῖς «ὑποχρεοῦται νά οἰκειοποιηθῆ τήν κοινήν πίστιν τῆς κοινότητος εἰς τό πρόσωπον καί τάς ὑποσχέσεις τοῦ Σωτῆρος» (14).
Τό τέταρτον σημεῖο εἶναι συνέχεια καί συνέπεια τῶν προηγουμένων. Ἀφοῦ τό Βάπτισμα ἑδράζεται στήν πίστη στόν Χριστό, ἀφοῦ εἶναι ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπί πλέον ἀφοῦ εἶναι ἔργο τῆς κοινότητος, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος συνεπάγεται καί τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας. Στό συμφωνημένο κείμενο λέγεται: «Ἀμφότερα τά μέλη τῆς Κοινῆς αὐτῆς Ἐπιτροπῆς, Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί, ἀναγνωρίζομεν εἰς τάς παραδόσεις ἀλλήλων κοινήν διδασκαλίαν καί κοινήν πίστιν περί Βαπτίσματος, παρά τάς διαφοροποιήσεις εἰς τήν πράξιν, αἵ ὁποῖαι, ὡς πιστεύομεν, δέν ἐπηρεάζουν τήν οὐσίαν τοῦ μυστηρίου» (17). Κατά τό κείμενο ὑπάρχει κοινή πίστη καί διδασκαλία περί τοῦ Βαπτίσματος στίς δύο «Ἐκκλησίες», ἀλλά καί οἱ ὑπάρχουσες διαφοροποιήσεις δέν ἐπηρεάζουν τήν οὐσία τοῦ μυστηρίου. Τά δύο μέρη ἀναγνωρίζουν μιά ἐκκλησιαστική ὀντότητα «εἰς ἀμφότερα ἐξ αὐτῶν, καί ἐάν ἀκόμη θεωροῦν τήν βίωσιν τῆς ὀντότητος τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τοῦ ἑτέρου ὡς ἐλαττωματικήν ἤ πλημμελῆ» (17). Στό σημεῖο αὐτό βρίσκεται ἡ «ἀσφαλής βάσις τῆς συγχρόνου χρήσεως τῆς φράσεως "ἀδελφαί ἐκκλησίαι"». Ἡ Ὀρθόδοξη καί Λατινική Ἐκκλησία εἶναι οἱ δύο ἀδελφές Ἐκκλησίες, γιατί ἔχουν τήν ἴδια παράδοση, τήν ἴδια πίστη καί τό ἴδιο Βάπτισμα, ἔστω καί ἐάν ὑπάρχουν μερικές διαφορές. Γι’ αὐτό καί στό κείμενο ἐπανειλημμένως ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη: «Θεωροῦμεν τήν ἀμοιβαίαν ταύτην ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος τοῦ βαπτίσματος, παρά τάς διαιρέσεις ἠμῶν, πλήρως σύμφωνον πρός τήν ἀέναον διδασκαλίαν ἀμφοτέρων τῶν ἐκκλησιῶν» (26). Παρερμηνεύοντας τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ δύο «Ἐκκλησίες» παρά τίς ὑφιστάμενες «ἀτέλειες» ἀποτελοῦν τήν ἴδια ὀντότητα τῆς Ἐκκλησίας. «Χάρις εἰς τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα ἀμφότεροι "ἐκ τῆς Ἐκκλησίας" κατά τήν φράσιν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου» (26).
Τό πέμπτον σημεῖο εἶναι ὅτι κατηγορεῖται ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ ὁποῖος, ἐρμηνεύοντας τίς ἀπόψεις τοῦ Κυπριανοῦ Καρχηδόνος, τοῦ Μ. Βασιλείου καί τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κάνει λόγο, ὅπως καί ὅλοι οἱ φιλοκαλικοί Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος, γιά τήν ἀκρίβεια καί τήν οἰκονομία, ὡς πρός τόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δηλαδή, οἱ Πατέρες ἄλλοτε δέχονται τούς αἱρετικούς μέ τήν ἀκρίβεια, δηλαδή μέ τό Βάπτισμα, καί ἄλλοτε μέ τήν οἰκονομία, δηλαδή μέ χρίσμα. Ἀλλά καί ὅταν ἡ Ἐκκλησία δέχεται κάποιον μέ οἰκονομία, αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα ποῦ τόν ἀποδέχεται, ἐνεργεῖ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀκριβῶς γιατί ἡ Ἐκκλησία ὑπέρκειται τῶν Κανόνων, καί ὄχι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πηγή τῶν μυστηρίων καί τοῦ Βαπτίσματος καί ὄχι τό Βάπτισμα βάση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάποιον αἱρετικό μέ τήν ἀρχή τῆς οἰκονομίας, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι ἀναγνωρίζει ὡς Ἐκκλησία τήν κοινότητα ποῦ τόν εἶχε προηγουμένως βαπτίσει. Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτή ἑρμηνεύεται ἡ σχετική ἀπόφαση τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Βεβαίως, ἡ σύγχυση ἐπιτείνεται ἀπό τό ὅτι μεταξύ των προτάσεων ὑπάρχει καί μία πρόταση, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται μέ πολλούς τρόπους. Λέγεται στό κείμενο ὅτι πρέπει νά διευκρινισθῆ «ὅτι ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώρισις τοῦ βαπτίσματος δέν ἐξυπακούεται καί τήν ἐπίλυσιν ὅλων των ζητημάτων τά ὁποῖα τάς διαιροῦν, οὔτε τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ των, ἄν καί ὑποβοηθεῖ εἰς τήν ἀπομάκρυνσιν ἑνός βασικοῦ ἐμποδίου ἀπό τήν ὁδόν πρός τήν ἀποκατάστασιν πλήρους κοινωνίας» (σέλ. 28).
Ἀπό τήν μικρή ἀνάλυση φαίνεται πόση σύγχυση ἐπικρατεῖ στούς οἰκουμενιστικούς κύκλους γύρω ἀπό τά θέματα αὐτά, καθώς ἐπίσης καί ὅτι ἡ ἀποδοχή τοῦ Βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν (Παπικῶν, Προτεσταντῶν ποῦ ἀλλοίωσαν τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος κλπ) ἑρμηνεύεται ὡς ἀποδοχή τῆς ὑπάρξεως Ἐκκλησίας στούς αἱρετικούς καί ἀκόμη χειρότερο ὅτι καί οἱ «δύο Ἐκκλησίες» Ὀρθόδοξη καί Λατινική ἔχουν ἑνότητα παρά τίς «μικρές» διαφορές ἤ προερχόμαστε ἀπό τήν ἴδια Ἐκκλησία καί πρέπει νά ἀναζητήσουμε νά ἐπιστρέψουμε καί νά ἀποτελέσουμε τήν μόνη Ἐκκλησία. Εἶναι ἔκδηλη ἐδῶ ἡ θεωρία τῶν κλάδων.
Ὅταν ὑπάρχει μιά τέτοια σύγχυση, τότε εἶναι ἀνάγκη νά υἱοθετοῦμε τήν ἄποψη τῆς ἀκριβείας, ποῦ διασώζει τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ὅσοι περιπίπτουν στήν αἵρεση βρίσκονται ἐκτός της Ἐκκλησίας καί δέν ἐνεργεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα γιά τήν θέωση.
Πάντως, ἡ βαπτισματική θεολογία δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα στούς Ὀρθοδόξους. Τό κείμενο τοῦ ὁποίου εἴδαμε μερικά σημεῖα, εἶναι διάτρητο ἀπό ἐκκλησιολογικής πλευρᾶς. Ἡ πατερική ὀρθόδοξη διδασκαλία ὡς πρός τό θέμα αὐτό εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέσα στήν ὁποία διασώζεται ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια –ὀρθόδοξη πίστη– καί τελεσιουργεῖται τό μυστήριο τῆς θεώσεως διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα-Χρίσμα-θεία Εὐχαριστία) μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις ποῦ εἶναι ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Τό Βάπτισμα εἶναι τό εἰσαγωγικό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἑδράζεται ἡ Ἐκκλησία πάνω στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά τό Βάπτισμα τοῦ ὕδατος συνδεδεμένο μέ τό Βάπτισμα τοῦ Πνεύματος ἐνεργοῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία καί καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐκτός της Ἐκκλησίας, τοῦ ζωντανοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δέν ὑπάρχουν μυστήρια, ὅπως ἐκτός του σώματος δέν ὑπάρχουν αἰσθήσεις.
Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά παραθέσω τό συμπέρασμα τοῦ Πρωτ. π. Γεωργίου Δράγα, ὕστερα ἀπό «μία συνοπτική περιγραφή καί κριτική»:
«Αἱ προτάσεις αὗται δέν δύνανται νά εὕρουν συμφώνους πάντας τους Ὀρθοδόξους, καί δή τούς ἑλληνοφώνους (ἤ ἑλληνοφρόνους), καί συνεπῶς καθίστανται μᾶλλον διαιρετικαί ὡς πρός τόν πραγματικόν αὐτῶν χαρακτήρα. Ὁ κύριος λόγος ὅστις ὁδηγεῖ εἰς τοιοῦτον κριτικόν συμπέρασμα εἶναι ἡ ἀπουσία ἐκκλησιολογικού ὑποβάθρου εἰς τήν ὅλην περί μυστηρίων ταύτην ἔρευναν, ὡς καί ἡ μονομερής ἑρμηνεία ἤ καί παρερμηνεία, τῶν δεδομένων τῆς Ὀρθοδόξου μυστηριακῆς πράξεως, καί μάλιστα τῆς μυστηριακῆς τοιαύτης, ἔναντί των ἑτεροδόξων κατά τάς διαφόρους ἐποχάς. Αἵ προτάσεις, αὗται καί τά συμπεράσματα, ἀλλά καί τό ὅλον Συμφωνηθέν Κείμενον, ἀντιπροσωπεύουν Δυτικόν σκεπτικισμόν. Ἡ ἀποδοχή τῶν ὑπό Ὀρθοδόξων θεολόγων σημαίνει μᾶλλον σκόπιμον προδοσίαν τῶν ὀρθοδόξων θέσεων καί ὑποταγήν εἰς τάς δυτικᾶς οἰκουμενιστικᾶς προοπτικᾶς, ὅπερ ἀπορριπτέον!».
- Προβολές: 2581