Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: «Εὗρον τήν δραχμήν ἥν ἀπώλεσα»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Ἡ ἀρχή τοῦ νέου ἔτους σημαδεύθηκε ἀπό ἕνα γεγονός μεγάλης σημασίας καί αὐτό εἶναι ἡ νομισματική ἕνωση τῆς Εὐρώπης, πού, ὅπως πιστεύεται, θά εἶναι τό προοίμιο τῆς πολιτικῆς ἕνωσής της, ἐλπίζοντας ὅτι αὐτό δέν θά σημάνη καί τήν πολιτισμική ἕνωση τῆς Εὐρώπης, ἀφοῦ ἡ εὐρωπαϊκή κοινωνία εἶναι καί πρέπει νά παραμείνη πολυπολιτισμική κοινωνία.

Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες ἡ νομισματική ἕνωση τῆς Εὐρώπης συνεπάγεται καί τήν ἀπώλεια τῆς δραχμῆς, τοῦ νομίσματος πού ἔχει ἱστορία πολλῶν αἰώνων καί, βέβαια, τήν ἀντικατάστασή της μέ τό εὐρώ, τό ὁποῖο ἄρχισε νά κυκλοφορῆ στήν ἀγορά καί μέ αὐτό γίνονται οἱ συναλλαγές μας ἀπό τήν πρώτη (1η) Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ. Βέβαια, ἡ κυκλοφορία τοῦ εὐρώ ἔχει πολλά πλεονεκτήματα. Στό κείμενο αὐτό δέν πρόκειται νά προχωρήσουμε σέ οἰκονομικές καί νομισματικές ἀναλύσεις, γιατί δέν εἶναι αὐτός ὁ σκοπός μας. Κυρίως θέλουμε νά τονισθοῦν μερικές ἄλλες ἀλήθειες.

Ἡ λέξη δραχμή προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «δράττω» καί δείχνει κάτι τό ὁποῖο τό πιάνει κανείς μέ τά χέρια του καί ἦταν τό νόμισμα πού κυκλοφοροῦσε ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Καί, βέβαια, ὅπως καταγράφηκε, ἔχει ἱστορία 2.700 ἐτῶν. Φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία ὅτι ὡς νόμισμα στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἐπεβλήθηκε ἀπό τόν Φαίδωνα τόν 7ο αἰώνα π.Χ., ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στόν ναό τῆς Ἥρας καί κατέθεσε «δέσμη ὀβολῶν» καί μέ τόν τρόπο αὐτόν ἀντικατέστησε τόν ὀβολό μέ τήν δραχμή. Ἀπό τά μέσα του 6ου αἰῶνος ἡ δραχμή ἐπικράτησε στίς περισσότερες ἑλληνικές πόλεις. Μάλιστα τήν δραχμή χρησιμοποίησε καί ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἐξέδωσε τά τετράδραχμα, μέ τά ὁποῖα πλήρωνε τούς στρατιῶτες καί κατέβαλε τήν«προίκα» στούς νεογάμους καί τήν χρησιμοποίησε στίς ἐκστρατεῖες του, μαζί μέ τούς χρυσούς στατῆρες.

Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτόν ἡ δραχμή κυκλοφοροῦσε καί στήν Παλαιστίνη καί μάλιστα στά χρόνια του Χριστοῦ. Ἦταν ἕνα νόμισμα τό ὁποῖο χρησιμοποιού-σε καί ὁ Χριστός μαζί μέ τό ἑβραϊκό καί ρωμαϊκό νόμισμα. Στήν Καινή Διαθήκη διασώζονται δύο γεγονότα μέ τήν δραχμή.

Τό ἕνα γεγονός εἶναι ὅτι κάποια μέρα στήν Καπερναούμ «προσῆλθον οἵ τα δίδραχμα λαμβάνοντες τῷ Πέτρω, καί εἶπον» «ὁ διδάσκαλος ὑμῶν οὐ τελεῖ τά δίδραχμα;» (Ματθ. Ἰζ', 24). Πρόκειται γιά ἕναν φόρο πού ἔδιναν οἱ ἁπανταχοῦ Ἰουδαῖοι ὑπέρ τοῦ Ναοῦ. Τό δίδραχμο ἦταν τό ἀττικό νόμισμα, πού ἰσοδυναμοῦσε μέ δυό ἀττικές δραχμές ἤ μιά ἀλεξανδρινή. Καί, βέβαια, στήν συνέχεια ὁ Χριστός εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ἡ φορολογία δέν ἁρμόζει στούς ἐλευθέρους πολίτας, ἀλλά γιά νά μή σκανδαλισθοῦν τόν διέταξε νά βάλη ἀγκίστρι στήν θάλασσα καί στό πρῶτο ψάρι πού θά πιάση θά βρῆ ἕναν στατήρα πού ἰσοδυναμοῦσε μέ δύο δίδραχμα ἤτοι ἕνα τετράδραχμο. Καί αὐτό θά πρέπη νά τό δώση σέ αὐτόν πού τόν ἐρώτησε, ὥστε νά μή σκανδαλισθοῦν ὅσοι ἐρωτοῦν (Ματθ., Ἰζ' 25-27).

Τό ἄλλο γεγονός ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ πού συνδέεται μέ τήν δραχμή εἶναι μιά παραβολή τήν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός, καί μέ αὐτήν τήν παραβολή παρουσίασε τό ἔργο Του πού ἔκανε μέ τήν ἐνανθρώπησή Του. Ἀφοῦ προηγουμένως χρησιμοποίησε τό παράδειγμα τοῦ βοσκοῦ, ὁ ὁποῖος βρῆκε τό χαμένο πρόβατο, ἀφήνοντας τά ἄλλα ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα καί τό πανηγύρισε καλώντας τούς φίλους του, στήν συνέχεια χρησιμοποίησε καί τό παράδειγμα τῆς ἀπωλλυμένης δραχμῆς.

«Ἤ τίς γυνή δραχμᾶς ἔχουσα δέκα ἐάν ἀπολέση δραχμήν μίαν, οὐχί ἄπτει λύχνον καί σαροί τήν οἰκίαν καί ζητεῖ ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὔρη; καί εὑροῦσα συγκαλεῖ τάς φίλας καί τάς γείτονας λέγουσα? συγχάρητε μοί ὅτι εὗρον τήν δραχμήν ἥν ἀπώλεσα. οὕτω, λέγω ὑμίν, χαρά γίνεται ἐνώπιόν των ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῶ μετανοούντι» (Λουκ. ἴε', 8-10).

Ἡ παραβολή αὐτή, κατά τόν ἱερό Θεοφύλακτο, συνδέεται μέ τό ἔργο τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκε πλούσια μέ τήν ἕναν-θρώπησή Του. Μέ τήν γυναίκα ἐννοεῖται ἡ σοφία καί ἡ δύναμη τοῦ Πατρός, πού εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχασε μία δραχμή ἀπό τά λογικά ὄντα –τούς ἀγγέλους– καί μάλιστα αὐτή ἡ δραχμή εἶναι ὁ κατ’ εἰκόνα κτισθεῖς ἄνθρωπος. Γιά νά βρῆ τήν χαμένη δραχμή, δηλαδή τόν ἄνθρωπο, «ἄπτει λύχνον τήν αὐτοῦ σάρκα». Ὅπως ὁ λύχνος φωτίζει ὅλα τα σκοτισμένα, ἀπό τό φῶς πού δέχθηκε, ἔτσι καί ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἐφώτισε τόν σύμπαντα κόσμο ἀπό τό φῶς τῆς θεότητός Του. Καί μετά τόν φωτισμό «ἐσαρώθη καί ὁ οἶκος, τουτέστιν, ἅπας ὁ κόσμος ἀπεκαθάρθη τῆς ἁμαρτίας», ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σήκωσε τήν ἁμαρτία καί ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτήν. Καί ἔτσι «εὑρέθη ἡ δραχμή, ἡ βασιλική εἰκών». Ὁ ἄνθρωπος, πού νοεῖται μέ τήν δραχμή, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, ἀφοῦ ἐπάνω του ἔχει τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο, ἤτοι τόν νοῦν καί τήν ἐλευθερία, πού δέν ὑπάρχουν σέ ὅλα τα ἄλλα κτίσματα. Καί ὁ Χριστός πανηγυρίζει τό γεγονός αὐτό, ὅπως ἡ γυναίκα ἔκανε μέ τίς φίλες καί τίς γειτόνισσές της. Δηλαδή, ὁ Χριστός πανηγύρισε μέ τίς ἀγγελικές δυνάμεις στόν οὐρανό γιά τήν εὕρεση τοῦ ἀπολωλότος ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες δυνάμεις λέγονται φίλες, γιατί πράττουν τό θέλημά Του καί γειτόνισσες, γιατί εἶναι πλησιέστερα στόν Θεό.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀπωλλυμένη δραχμή, πού βρέθηκε ἀπό τόν Χριστό, αὐτός εἶναι ἡ βασιλική εἰκόνα καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος εὑρέθηκε ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό.

Ἐδῶ τίθεται τό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ποιά ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἠσχολοῦντο μέ τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἤδη ὁ Ἀλκμαίων ὁ Κροτωνιάτης, ὅπως διασώθηκε ἀπό τόν Θεοφραστο, ἔλεγε περί τοῦ ἀνθρώπου: «Ἄνθρωπον γάρ φησί τῶν ἄλλων διαφέρειν ὅτι μόνον ξυνίησι, τά δέ ἄλλα αἰσθάνεται μέν, οὐ ξυνίησι δέ». Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος διαφέρει ἀπό ὅλα τα ἄλλα ζῶα, γιατί ἔχει νόηση, ἐνῶ ἐκεῖνα ἔχουν αἰσθήσεις, ἀλλά ὄχι νόηση. Καί εἶναι γνωστόν το ἀπόφθεγμα τοῦ Μενάνδρου: «Ἤ χαρίεν ἐστ’ ἄνθρωπος, ἄν ἄνθρωπος ἤ».

Οἱ ἅγιοι Πατέρες μελετοῦν πολύ τόν ἄνθρωπο καί τήν μεγάλη ἀξία πού ἔχει ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά νά περιορισθῶ σέ αὐτόν, εἶναι ἀρκετά ἐκφραστικός. Σέ μιά ὁμιλία τοῦ λέγει:

«Τί τό καινόν τοῦτο περί ἐμέ μυστήριον; μικρός εἰμι καί μέγας, ταπεινός καί ὑψηλός, θνητός καί ἀθάνατος, ἐπίγειος καί οὐράνιος». Τά πρῶτα εἶναι αὐτοῦ του κόσμου, ἐνῶ τά δεύτερα εἶναι μέ τόν Θεό, τά πρῶτα παρεπόμενα τῆς σαρκός, τά ἄλλα παρεπόμενα τοῦ Πνεύματος. Καί καταλήγει περιγράφοντας τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου πού δείχνει καί τήν ὀντολογία του καί τήν ἐντελέχειά του: «Χριστῷ συνταφῆναι μέ δεῖ, Χριστῷ συναναστῆναι, συγκληρονομῆσαι Χριστῷ, υἱόν γενέσθαι Θεοῦ, Θεόν αὐτόν».

Σέ μιά ἄλλη ὁμιλία τοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀφοῦ ἀναφέρεται στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀκολούθησε μετά τήν δημιουργία τῶν ἀγγέλων καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, ὥστε νά εἶναι τρόπον τινά ἕνας δεύτερος κόσμος, ὁ μέγας μέσα στήν μικρότητά του, στήν συνέχεια ὁμιλεῖ περί τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν δημιούργησε ὁ Θεός: «Ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βάσι-λευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καί οὐράνιον, πρόσκαιρον καί ἀθάνατον, ὁρατόν καί νοούμενον, μέσον μεγέθους καί ταπεινότητος. τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα». Ἔπειτα δίνει ἕναν ἄλλον ὁρισμό πού εἶναι περίληψη ὅλης της ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας καί Χριστολογίας καί σωτηριολογίας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον ἐνταύθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τή πρός Θεόν νεύσει θεούμενον». Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος διαμένει στήν γῆ, ἀλλά ὅμως μεταβαίνει ἀλλαχοῦ καί τό τέλος τῆς πορείας αὐτοῦ του μυστηρίου εἶναι νά γίνη κατά χάρη Θεός. Καί βέβαια, ὅπως λέγει στήν συνέχεια, ἡ ἀμυδρά λάμψη τῆς ἀληθείας πού βρίσκει ἐδῶ στήν γῆ ὁδηγεῖ στήν ὅραση τῆς λαμπρότητας τοῦ Θεοῦ.

Τό πρόβλημα γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι ἡ δραχμή, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα νόμισμα συναλλαγῆς καί διακινήσεως τῶν ἐμπορευμάτων, οὔτε βέβαια καί τό εὐρώ, ἀλλά τό πρόσωπο, ἡ βασιλική εἰκόνα, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει ὑψηλό προορισμό καί ὑψηλή ἀποστολή καί δέν μπορεῖ νά ταυτισθῆ καί νά ἀντικατασταθῆ οὔτε μέ τήν δραχμή οὔτε μέ τό εὐρώ. Τό πρόσωπο δέν μπορεῖ νά γίνη δοῦλος καί ὑποχείριό των ἀντικειμένων. Τά ἀντικείμενα πρέπει νά ὑποταχθοῦν στό πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εὑρεθεῖσα δραχμή, ἔστω καί τό νέο εὐρώ, πού ἔχει τήν βασιλική εἰκόνα ἐπάνω του καί ἀνταποκρίνεται σέ αὐτήν τήν βασιλική τιμή.

Τίς ἡμέρες αὐτές ποῦ γινόταν συζήτηση γιά τήν ἀξία τοῦ εὐρώ, σέ μιά Ἐφημερίδα γράφηκε μιά πρόταση ποῦ δείχνει τήν τραγικότητα τῆς ὑποθέσεως: «Τή συντροφικότητα σέ πόσα εὐρώ θά τήν πληρώνεις;» (Ἐλευθεροτυπία). Ὁ ἄνθρωπος πού βιώνει τήν μοναξιά, τήν ἔλλειψη ἀγάπης δέν ὠφελεῖται ἀπό τήν κυκλοφορία τοῦ εὐρώ.

Τό θέμα εἶναι ὅτι ὁ καθένας μας δέν πρέπει νά κλαίη τήν ἀπωλλυμένη δραχμή, οὔτε νά χαίρεται ὑπερβολικά το εὑρεθέν εὐρώ, ἀλλά νά ἐπαναλάβη τόν λόγο τῆς γυναικός στήν παραβολή: «Εὗρον τήν δραχμήν ἥν ἀπώλεσα», δηλαδή βρῆκα τό νόημα ζωῆς καί ἀνταποκρίθηκα στήν βασιλική μου τιμή, μέ τήν ὁποία μέ δημιούργησε καί ἀναδημιούργησε ὁ Χριστός καί φυσικά «ὁ εὐρώ(ν)» τήν Βασιλική εἰκόνα «ἀμειφθήσεται».

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4254