Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Ἀπὸ τὸν παλαιότερο Ἔπαχτο (Β΄)
Ναυπακτιακά Σημειώματα
Ἡ συγκοινωνία
Γιάννη Βαρδακουλᾶ
Εἰδικότερα γιά τήν συγκοινωνία: Κάθε μέρα -πολύ σπάνια διεκόπτετο ἡ ἐπικοινωνία γιά λόγους θαλασσοταραχῆς- δύο «Περάματα» συνέδεαν τήν πόλη μέ τόν Ψαθόπυργο, σιδηροδρομικό σταθμό πρός καί ἀπό Ἀθήνα καί Πάτρα. Στίς 6 τό πρωΐ καί στίς 11 πρός τό μεσημέρι ἀναχωροῦσε μιά μικρή «γαΐτα» τό «Πέραμα», ὅπως λεγόταν, μέ ἐπιστροφή ἀντίστοιχα στίς 9 καί στίς 3 τό ἀπομεσήμερο. Στίς 7 τό πρωΐ ἀναχωροῦσε τό ἄλλο «Πέραμα», μεγαλύτερο αὐτό καΐκι, πρός Πάτρα, πού ἐπέστρεφε γύρω στίς 4 τό ἀπομεσήμερο. Τόσο κατά τήν ἀναχώρηση ὅσο καί κατά τήν ἄφιξη τό λιμάνι γινόταν κέντρο συρροῆς τῶν ἐνδιαφερομένων, ὅπως καί τῶν ἀργόσχολων, πού περνοῦσαν τήν ὥρα τους καί μάθαιναν τά νέα ἀπό τούς ἐπιβάτες καί τίς ἐφημερίδες. Ἐκεῖ πάντα οἱ ξενοδόχοι, πού περίμεναν κάποιον ἐπιβάτη γιά τό ξενοδοχεῖο τους, τό «Νέα Ἑλλάς» τοῦ Ράπτη, τό «Ναυπακτία» τοῦ Χαντζῆ, τό «Ἀπόλλων» τοῦ Κοτίνη καί τό «Καλυδῶν» τοῦ Κοκκίνη. Διακρινόταν μάλιστα ὁ ὑπάλληλος τοῦ Κ. Κοτίνη, πού φοροῦσε εἰδικό καπέλο μέ τήν ἐπιγραφή «Ἀπόλλων», λόγος γιά τόν ὁποῖο ἔμεινε γνωστός ὡς «ὁ Νίκος ὁ Ἀπόλλων», ὁ ὀνομαστότερος ντελάλης τῆς πόλης μας, ἰδιαίτερα γιά τό κρασί.
Δύο περιόδους, τήν Ἄνοιξη καί τό Φθινόπωρο, τό λιμάνι εἶχε ἰδιαίτερα μεγάλη διαπόρθμευση προσώπων' ἦταν οἱ ἐποχές πού ἐργάτες γῆς μετακινοῦνταν πρός τόν ἀπέναντι Μοριά γιά ἐργασία στ’ ἀμπέλια, τίς σταφίδες, τούς ἐλαιῶνες καί τά σταφιδεργοστάσια τοῦ Αἰγίου, τῆς Βοστίτσας, ὅπως ἦταν γνωστό.
Καί ἄλλες ἐπίσης ἐποχές, κατά τή μεταφορά-ἐξαγωγή τοῦ τριφυλλιοῦ καί τῆς σταφίδας, ὅπως καί κατά τήν εἰσαγωγή τοῦ καλαμποκιοῦ, πού τό ἀλεύρι τοῦ ἔδινε τό ψωμί γιά τά χωριά τῆς ἐπαρχίας κυρίως, ὅπως καί τήν περίοδο τοῦ «Παζαριοῦ», τό λιμάνι μᾶς εἶχε ἰδιαίτερα μεγάλη κίνηση μέ τίς φορτοεκφορτώσεις τῶν προϊόντων καί τῶν ἐμπορευμάτων.
Τό λιμάνι δέν ἦταν μόνο κέντρο διαπόρθμευσης μέ κυριαρχικό στοιχεῖο τό ἐμπορικό, ἀλλά καί κέντρο ψυχαγωγίας: μέ τά ἀνέκδοτα, τά ἀθῶα πειράγματα καί τήν πνευματώδη ἑτοιμότητα μερικῶν, ἡ ὁποία ἔχει ἐπιβιώσει στήν παράδοση τοῦ λιμανιοῦ μέ πρωτεργάτες τούς Δῆμο Ρούμπα, Γιῶργο Κολονιώτη, Θανάση Μεσηνέζη καί ἄλλους, πού μέ αὐτοσχέδιους πρόχειρα στίχους, τραγουδώντας σατίριζαν κάθε χτυπητό στήν πόλη μᾶς γεγονός' ἀλλά ἡ παράδοση ἀνατρέχει καί πιό παλιά, στήν ἐποχή τοῦ λιμενεργάτη μέ τό ψευδώνυμο «Σκληράκιας», ὁ ὁποῖος δεμένος ψηλά στό κατάρτι τοῦ πλοίου «Ἀλκυών», πού ξεφόρτωνε ἔξω ἀπό τό λιμάνι-κατά διαταγή φυσικά του καπετάνιου γιά κάποια παράβαση- ὅταν κατόρθωσε νά λυθῆ, βούτηξε στή θάλασσα, ἀπαγγέλλοντας τούς αὐτοσχέδιους στίχους του:
Καλύτερα, Σκληράκια μου, στή θάλασσα βρεγμένος
παρά στῆς «Ἄλκυών» το ἄρμπουρο δεμένος......
Θυμᾶμαι κάποιους στίχους ἀπό τό ποίημα «Τό Καφενεῖο στίς Μουριές» πού δίδει εἰκόνες ἀπό τό λιμανιώτικο πρωϊνό:
στό λιμανάκι στίς Μουριές, τοῦ Παναγάκια ὁ καφενές
ἀπ’ τά βαθιά μεσάνυχτα πῶς ἦταν φωτισμένος,
τῶν ναυτικῶν τίς συντροφιές, ἁπλές, ἀνθρώπινα ζεστές,
περίμενε κι ἕνας καφές στή χόβολη ψημένος.....
Τοῦ Παναγάκια ὁ καφενές ἄφησε θύμησες πολλές,
ἀπ’ τά βαθιά μεσάνυχτα ὅλο το πρυτανεῖο
τοῦ μόλου μέ βαριές φωνές, πού σειότανε ὁ καφενές,
μέ τή ζωή τῶν ναυτικῶν γέμιζε τό τοπίο. . .
Κι ἔτσι ἐπιζοῦν ἀπ’ τά παλιά ἀνέκδοτα τώρα πολλά
τοῦ Δήμου Ρούμπα, ἀχώριστου φίλου του Κολονιώτη,
ποῦ μέ τό στίχο τούς ἁπλά καί μέ ἀγέραστη καρδιά
τραγούδαγαν τῆς ἄχαρης ζωῆς τή ματαιότη...
(Γιά περισσότερες καί εἰδικότερες πληροφορίες γιά τό Λιμάνι καί τούς ἀνθρώπους τοῦ μπορεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος νά ἀνατρέξη στήν ἐφημερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολής μας «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2001, ὅπου το σχετικό ἱστοριογράφημά μου).
- Προβολές: 2883