Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Φραγμός καί ἐξέλιξη

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁρισμένες φορές γίνονται συζητήσεις, κυρίως μέ νέους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖες ἐνῶ μοιάζουν ἀνούσιες, ἔχουν μιά οὐσιατική ἐπικαιρότητα, γιατί βοηθοῦν στήν βαθύτερη θέαση τῆς σύγχρονης καθημερινότητας. Σέ μιά τέτοια συζήτηση ἦλθε τό θέμα τῆς ἐπιστήμης στό λεγόμενο Βυζάντιο. Προβλήθηκε ἡ ἄποψη ὅτι κατά τήν χιλιόχρονη καί πλέον ζωή τοῦ εἴχαμε ἐπιστημονική στασιμότητα. Ἡ ἀρχαιοελληνική ἀκμή εἶχε ἐκλείψει μαζί μέ τά μεγάλα πνεύματα. Κυριάρχησε παντοῦ ἡ νέα πίστη, ὁ Χριστιανισμός, πού προσανατόλισε τόν ἄνθρωπο σέ ἄλλους στόχους καί προκάλεσε διαφορετικῆς ποιότητος καί ἐντάσεως ἀναζητήσεις ἀπό ἐκεῖνες τοῦ παλαιοῦ κόσμου. Ἔστρεψε τόν ἄνθρωπο στά ἐντός καί ἀπέστρεψε τήν ἐρευνητική του ματιά ἀπό τό ὑλικό περιβάλλον. Ἐπισημάνθηκε, βέβαια, ὅτι στό Ἀνατολικό Ρωμαϊκό Κράτος (στό Βυζάντιο) δέν εἴχαμε σκοτεινό μεσαίωνα' τά περί σκοτεινοῦ μεσαίωνα ἀφοροῦν τούς χώρους στούς ὁποίους κυριαρχοῦσαν οἱ Φράγκοι. Σέ σχέση, ὅμως, μέ τήν ἀρχαιότητα καί τόν 16ο καί 17ο μ.Χ αἰώνα εἴχαμε μιά ἐπιβράδυνση.

Ἦταν μιά πολύ σύντομη συζήτηση σέ σχολικό περιβάλλον, μέ ἀναφορές στό βιβλίο τῆς Ἱστορίας τῶν Ἐπιστημῶν, τό ὁποῖο διδάχθηκε γιά δυό χρόνια ὡς ὑποχρεωτικό μάθημα στήν 3η τάξη τοῦ Λυκείου, γιά νά «ἀποσυρθῆ» κατόπιν (τά δύο τελευταῖα χρόνια) κατατασσόμενο στήν κατηγορία τῶν «ἐπιλεγομένων» μαθημάτων.

Ἡ συζήτηση αὐτή, λόγω τοῦ πιεστικοῦ σχολικοῦ προγράμματος, ἔμεινε ἀνολοκλήρωτη. Πιθανῶς ὁ καθένας ἀπό τούς συζητητές νά τήν ὁλοκλήρωσε μόνος του μέσα στήν σκέψη του. Ἐπειδή εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίζω το πῶς κινήθηκε ἡ σκέψη τῶν ἄλλων, θέλω στή συνέχεια νά περιγράψω τήν ὁλοκλήρωσή της ἀπό τήν δική μου μόνο πλευρά.

Θά συνεχίσω τήν συζήτηση μέ μιά εἰκόνα λίγο ρομαντική.

Ἕνα ποτάμι κυλάει ἤρεμα καί ἀργά τά νερά τοῦ μέχρι νά συναντήση κάποιο τεχνητό φράγμα τό ὁποῖο σταματᾶ τήν παρά πέρα πορεία του. Ἔτσι μετατρέπεται σέ μιά σχεδόν ἀκύμαντη τεχνητή λίμνη. Τό βάρος τοῦ νεροῦ, πού δέν μπορεῖ νά συνεχίση τήν φυσική του πορεία, ἀσκεῖ μεγάλες πιέσεις στά τοιχώματα πού τό περιορίζουν. Ὅσο αὐξάνει ὁ ὄγκος του, ὅσο ἀνεβαίνει ἡ στάθμη του, τόσο αὐξάνουν καί οἱ πιέσεις πού ἀσκεῖ. Ἄν, λοιπόν, στό χαμηλότερο μέρος τοῦ φράγματος ἀνοιχθῆ μιά μικρή διέξοδος, τότε τό νερό πού θά ἀπελευθερώνεται ἀπό αὐτή θά ἐκτινάσσεται μέ μεγάλη δύναμη πρός τά ἐμπρός. Δηλαδή, ἡ ἀργή καί ἤρεμη ροή τοῦ νεροῦ πού ἀναστέλλεται, ὅταν ἐξαναγκάζεται νά συνεχίση τήν πορεία τῆς μέσα ἀπό ἕνα περιορισμένο ἄνοιγμα, τότε ἐκσφενδονίζεται μέ μεγάλη ταχύτητα πρός τά ἐμπρός.

Αὐτή ἡ εἰκόνα μου ἦρθε στό νοῦ στή συνέχεια ἐκείνης τῆς συζητήσεως. Παρομοίασα μέσα στήν σκέψη μου τήν ζωή καί τήν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἱστορική διαδρομή τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους μέ τήν ἤρεμη καί ἀργῆ ροή ἑνός ποταμοῦ, πού δέν «πιέζεται» ἀπό καμμιά περιοριστική κοίτη, πού δέν ἀναστέλλεται ἀπό κανένα τεχνητό φράγμα, ἀλλά πού προχωρᾶ σέ εὔφορη πεδιάδα διακλαδιζόμενο σέ ἀμέτρητες φυσικές διεξόδους. Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τότε, δέν περιοριζόταν σέ μιά μόνο λειτουργία τῆς ψυχῆς του, ἡ ἐξέλιξή του δέν ταυτιζόταν μέ τήν ἐξέλιξη τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης τῶν ὑλικῶν φαινομένων. Ὁ ἄνθρωπος δέν θεωρεῖτο ζῶο πού κατασκευάζει ἐργαλεῖα, οὔτε ἀντιμετωπιζόταν ὡς ἀριθμητικό μέγεθος, δηλαδή, ὡς βιολογική μονάδα πού ἐπηρεάζει τούς δεῖκτες τῆς οἰκονομίας. Δέν ἀπουσίαζαν, βέβαια, καί τέτοιες ἀντιμετωπίσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν «ἔνδοξο», κατά Καβάφη, «βυζαντινισμό μας», ἀλλά ἡ κρατοῦσα νοοτροπία ἦταν ἄλλη.

Ἡ συνισταμένη τῶν δυνάμεων τῆς πολυφυλετικῆς κοινωνίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, τήν ὁποία συγκροτοῦσαν σέ ἕνα σῶμα τό Ρωμαϊκό Δίκαιο, ὁ Ἑλληνικός Πολιτισμός καί ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ἦταν «ὁμόρροπη» μέ τήν θεολογική προοπτική του ἀνθρώπου, ὅπως τήν δίδαξαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος μέσα σ’ αὐτό τό πνευματικό κλίμα ἀναπτυσσόταν ὁμαλά, σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς του, σέ ὅλες τίς ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές λειτουργίες καί ἐκφάνσεις τῆς ψυχοσωματικῆς του συγκρότησης. Ἀσκοῦσε τήν ἐπιστήμη, ἀλλά εἶχε ἀναφορά στόν Θεό. Πρότυπά του ἦταν οἱ Ἅγιοι, στόχος ἡ θέωση, βασικές ἀρετές ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία. Πρώτιστη σπουδή τῶν πνευματικῶν πατέρων τοῦ λαοῦ ἦταν ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεολογική ἐνατένιση τῶν κτισμάτων. Ἡ ἐπιστήμη δέν ὁδηγεῖτο στήν πυρά. Ἦταν ἐλεύθερη μέσα στά πεπερασμένα ὅριά της. Δέν ἀντιμετωπιζόταν, ὅμως, σάν ἕνα κλειστό αὐτοτελές σύστημα. Γέμιζε μέ νόημα ἀπό τήν θεολογία. Κυριαρχοῦσα ἄποψη ἦταν ὅτι καθετί πού ἔχει ἀρχή ἔχει καί τέλος. Καί ὁ κόσμος ἔχει ἀρχή, ἡ ὕλη δέν θεωρεῖται πλέον ἄναρχη, ὅπως τήν ἀντιλαμβάνονταν οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, γι’ αὐτό θά ἔχη κάποιο τέλος, τό ὁποῖο, βέβαια, ὅπως καί ἡ ἀρχή, εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπιστήμη πού στηρίζεται στίς λειτουργίες τοῦ ἐγκεφάλου δέν μπορεῖ νά περάση πέρα ἀπό τήν ἀρχή καί πέρα ἀπό τό ἀναμενόμενο τέλος. Τίς περιοχές αὐτές τίς φωτίζει ὁ ἀποκαλυπτικός λόγος τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.

Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης στίς μέρες μᾶς εἶναι ἀποτέλεσμα, σχεδόν ἀποκλειστικά, τοῦ ἄγχους, τό ὁποῖο, ἐν πολλοῖς, δημιουργεῖται καί ἐνισχύεται ἀπό τούς κανόνες τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς καί ἀπό τίς διαδικασίες ἀναδείξεως τῶν πανεπιστημιακῶν δασκάλων. Ἀντίθετα, στήν Ρωμηοσύνη τῶν ἁγίων Πατέρων μας ὡς προϋπόθεση τῆς κατανόησης τῶν κτισμάτων προβαλλόταν ἡ ἀμεριμνία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλεγε: «Ἄφροντις βίος διά τήν εἰς Θεόν ἐλπίδα φυσικῶς κινεῖ τήν ψυχήν πρός κατανόησιν τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ». Ἀλλά καί τό ἔργο καί ὁ σκοπός τῆς ἐπιστήμης ἦταν διαφορετικός. Ὁ ἴδιος Πατέρας ἔλεγε: «Τί τοίνυν ἔργον τέ καί τέλος τῶν ζητούντων τήν ἐν τοῖς κτίσμασι Θεοῦ σοφίαν; Οὔχ ἥ της ἀληθείας ἐμπορία καί ἡ πρός τόν κτίσαντα δοξολογία;». Ἡ εὕρεση (ἐμπορία) τῆς ἀλήθειας συνδεόταν μέ τήν «πρός τόν κτίσαντα δοξολογία». Τά κτίσματα δέν ἦταν ἀποτελέσματα τῆς τύχης, ἦταν «τά πράγματα τοῦ Θεοῦ», δηλαδή ἀποτελέσματα τῆς δημιουργικῆς πράξεως τοῦ Θεοῦ, καί γι’ αὐτό «ὕλη δοξολογίας» τῆς σοφίας τοῦ «Κτίσαντος». Ἀκόμη, ἡ γνώση τότε εἶχε ἄλλο ὑψηλότερο περιεχόμενο, μιά ἄλλη ποιότητα. Δέν ἦταν ἁπλῶς ἡ εὕρεση τῶν «μηχανισμῶν» τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἀλλά ἡ ζωή τοῦ νοῦ, πού εἶχε ἄμεση σχέση μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἔγραφε: «Εἰ ἡ ζωή τοῦ νοῦ, ὁ φωτισμός ἐστί τῆς γνώσεως, τοῦτον δέ ἡ εἰς Θεόν ἀγάπη τίκτει, καλῶς οὐδέν τῆς θείας ἀγάπης εἴρηται μεῖζον».

Γιά πολιτικούς, θεολογικούς καί ἄλλους λόγους ὁ δυτικός ἄνθρωπος ἔχασε αὐτήν τήν πολιτιστική καί πνευματική παράδοση. Περιορίσθηκε σέ πολύ λίγα πράγματα. Μπῆκε μπροστά του ὁ φραγμός τοῦ σχολαστικισμοῦ πού ἀνέκοψε τήν ἐμπειρική πορεία τῆς ὁλοκλήρωσής του. Ἔχασε τήν ἡσυχαστική προσευχή, τήν ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν, τήν φυλακή τῆς καρδιᾶς πού ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν εἴσοδο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτήν, ἔπαψε νά βλέπη τήν κτίση μέ φωτισμένο τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ἔμεινε μονάχα μέ τό μυαλό ἀπένατι στά ὑλικά πράγματα, τά ὁποῖα κατανόησε ὡς θηράματα ἤ ὡς ἀπειλῆ. Στή δύναμη, λοιπόν, τοῦ μυαλοῦ ἔρριξε ὅλη τήν μέριμνά του. Ἔτσι, ἡ ἐπιστήμη τοῦ μυαλοῦ, σάν στενό ἄνοιγμα στό χαμηλότερο μέρος τοῦ ὑπαρξιακοῦ φράγματος, μέ τό ὁποῖο ἀνέστειλε τήν ὁμαλή πορεία τῆς ἁρμονικῆς ἐξελίξεώς του, ἔδωσε μεγάλη ταχύτητα στήν ἐπιστημονική μονοδιάστατη πρόοδο.

Εἶναι θαυμαστή ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας στίς μέρες μας. Θά κλείσω, ὅμως, μέ δυό «ριζοσπαστικές» ἐρωτηματικές προτάσεις: Εἶναι ἀναγκαία γιά τόν ἄνθρωπο ὅλα τα ἐπιτεύγματα τῶν συγχρόνων ἐρευνητῶν καί κατασκευαστῶν; Μήπως πολλά ἀπό αὐτά (ὄχι, βέβαια, ὅλα) ἀντί νά καλύπτουν πραγματικές ἀνάγκες, δημιουργοῦν τήν ψευδαίσθηση ὑπάρξεως ἀναγκῶν, δηλαδή ἀναγκῶν ποῦ δέν εἶναι πραγματικές;

Φυσικά, δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὑποδούλωσή του σέ μή πραγματικές ἀνάγκες. Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος καί οἱ «συμμέτοχοι» τῆς ἐμπειρίας τοῦ πιστεύω ὅτι ὑπογραμμίζουν αὐτήν τήν ἀλήθεια.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3115