Εὐθυμίας Μαυρομιχάλη: Ἡ Γυναίκα τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τὸ ἦθος της
Εὐθυμία Μαυρομιχάλη
Δημοσιεύουμε ἐν συνεχεία τήν ὁμιλία τῆς κ. Εὐθυμίας Μαυρομιχάλη, Δρ. Ἱστορίας τῆς Τέχνης καί εἰδικῆς ἐπιστήμονος τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, στήν συνέλευση τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου. Εἴχαμε δημοσιεύσει σχετική ἀναφορά γιά τό γεγονός καί σύντομη περίληψη τῆς ὁμιλίας. Πολλοί ὅμως ἀκροατές τῆς ὁμιλίας καί ἀναγνῶστες τῆς Ἐφημερίδας μᾶς μᾶς ζήτησαν νά τήν δημοσιεύσουμε ὁλόκληρη.
Τό κείμενο εἶναι σχετικά ἐκτεταμένο, ἀλλά πολύ ἐνδιαφέρον, καί πέραν τῶν καθαρά ἱστορικῶν στοιχείων, εἶναι ὠφέλιμο καί συγκινητικό. Μπορεῖ δέ νά ἀποτελέση ἐντρύφημα γυναικών, μητέρων καί γιαγιάδων, ἀλλά καί ὅσων ἀγαποῦν τήν σεβάσμια Παράδοσή μας.
***
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητές κυρίες καί κύριοι
Κατ' ἀρχάς θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω τήν πρόεδρο τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης, πρεσβυτέρα Μαρία Πλατανιώτου, καθώς καί ὅλο το διοικητικό συμβούλιο, γιά τήν τιμή πού μου ἔκαναν νά μοῦ ἀναθέσουν τήν σημερινή ὁμιλία. Χαίρομαι ἰδιαίτερα ποῦ βρίσκομαι ἀνάμεσά σας, ἀνάμεσά σε ἐνεργά μέλη μιᾶς ἐνορίας, ποῦ κάτω ἀπό τήν ἐμπνευσμένη καθοδήγηση τοῦ Ἱεράρχη καί ποιμένα σᾶς προσπαθεῖτε νά συγκροτήσετε τήν ἐνοριακή ζωή, τόν πνευματικό μικρόκοσμο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἐμπειρίας.
Προβλέψεις γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ 21ου αἰῶνος
Ὅπως ἔχει ἤδη ἐπισημάνει ὁ Μητροπολίτης σας κ. Ἱερόθεος ἀρκετά χρόνια πρίν, τό 1992, σέ εἰσήγησή του στό Πανελλήνιο Συνέδριο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀκαδημίας Κρήτης, μέ τίτλο «Προβλέψεις γιά τήν Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα κατά τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 21ου αἰώνα», «οἱ ἐνορίες καί οἱ ἐκκλησίες τοῦ μέλλοντος θά εἶναι ὀργανωμένες στό πλαίσιο τῶν οἰκογενειῶν. Θά αἰσθάνωνται b πρέπει νά αἰσθάνωνται οἱ ἄνθρωποι ὡς μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας, ποῦ ἔχουν τόν ἴδιο πατέρα, ποὺ εἶναι ἀδέλφια μεταξύ τους καί ἔχουν κοινά ἐνδιαφέροντα... Ἀκόμη καί σέ μεγάλες ἐνορίες θά δημιουργηθοῦν πυρῆνες οἰκογενειακῆς ζωῆς... Οἱ μικρές κοινότητες - οἰκογένειες θά λειτουργήσουν b πρέπει νά λειτουργήσουν ὡς θεραπευτικές κοινότητες. Αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτή ἡ οἰκογενειακή ζωή πρέπει νά ἐμποτίζεται ἀπό τήν ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχασμός, ἡ νηπτική ζωή, ἡ θεραπευτική ἀγωγή εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά ἐπιζήσουν αὐτές οἱ κοινότητες».
Εἶναι προφανές ὅτι, μέσα σέ αὐτή τήν προοπτική, βαρύτητα θά πρέπει νά δοθῆ στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά προετοιμαστοῦμε καλύτερα γιά νά διασώσουμε τό νόημα ζωῆς πού μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μας καί μέσα στίς νέες συνθῆκες ποῦ φαίνεται νά δημιουργοῦνται ραγδαία στήν κοινωνία τῆς νέας χιλιετίας, κυρίως μέσα ἀπό μιά πολιτισμική παγκοσμιοποίηση καί ἕνα θρησκευτικό συγκρητισμό ποῦ ἐπιχειρεῖται, ἀλλά καί ἀπό τίς τεχνητές b ὄχι κοινωνικές, πολιτικές καί θρησκευτικές πολώσεις ποῦ ἐκδηλώνονται.
Τό ρωμαίϊκο πρότυπο ζωῆς
Στήν οὐσία τό πρότυπο ζωῆς ποῦ προτείνεται ἀπό τόν Σεβασμιώτατο εἶναι αὐτό ποῦ αἰῶνες δοκιμάσθηκε μέσα στήν παράδοση τῆς Ρωμιοσύνης καί μέ τό ὁποῖο ἐπιβίωσε τό ἔθνος κατά τήν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Ὅπως εἶναι γνωστόν, ἡ ἔρευνα καί οἱ μελέτες τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἐπαναπροσδιόρισαν ἀμετάκλητά το ἀντικείμενο καί τούς στόχους τῆς ἑλληνικῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καί τῆς ἱστοριογραφίας καί ἀπέδειξαν ὅτι ὁ χῶρος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε ὁ χῶρος πραγμάτωσης ἑνός μοναδικοῦ φαινομένου: μιᾶς πολυεθνικῆς αὐτοκρατορίας μέ καταλυτικά στοιχεῖα τήν ἐξελληνισμένη ρωμαϊκότητα καί τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη μέ κέντρο τή Νέα Ρώμη ἀπό τό 330 μ. Χ. καί ἑξῆς. Στήν ἴδια κατεύθυνση ὁ Σεβ. Μητροπολίτης σᾶς διεύρυνε καί ἐκλαΐκευσε μέ ἀμεσότητα τά συμπεράσματα τοῦ π. Ρωμανίδη, κυρίως ὅσον ἀφορᾶ τό ἡσυχαστικό πρότυπο ζωῆς, ποῦ ἐνυπάρχει στή ζωή καί τά συγγράμματα τῶν ἁγίων καί πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἶναι στήν οὐσία ὁ τρόπος πού μᾶς καλεῖ ὁ Θεός νά ζήσουμε μέ τήν Ἀποκάλυψή του στόν κόσμο. Ἔτσι γνωρίζουμε σήμερα ὅτι μέσα στά ὅρια τῆς Ρωμιοσύνης, ποῦ ἀπό τόν 7ο καί 8ο αἰώνα μ. Χ., μετά τήν ἀπώλεια τῶν δυτικῶν ἐπαρχιῶν, ταυτίζεται μέ τό Ἀνατολικό Ρωμαϊκό κράτος, καί παγιώνεται ὁ ἑλληνικός του χαρακτήρας, ἰδανικό εἶναι ἡ θέωση καί ἀνθρωπολογικό πρότυπο ὄχι ὁ σοφός b ὁ «καλός κ’ἀγαθός» πολίτης τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά ὁ ἅγιος, αὐτός ποῦ βεβαιώνει μέ τά ἄφθαρτα λείψανα καί τά θαύματά του τό γεγονός τῆς θεώσεως, ἐνῶ αὐθεντίες γιά τήν κοινωνία εἶναι οἱ πνευματικοί γέροντες καί πατέρες καί ὄχι ὁ αὐτοκράτορας b ἄλλα σημαντικά πρόσωπα. Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, τοῦ ὁποίου ἡ καθοριστική συμβολή στά θέματα αὐτά εἶναι γνωστή, «Ἡ αὐτοκρατορία, ἡ Ρωμανία, ἔμεινε ὑπερφυλετική καί ὑπερεθνική, γιατί ὁλόκληρη ἦταν τό ἕνα Χριστιανικό Ἔθνος. Ἡ συγγένεια ἦταν πνευματική καί ὄχι φυλετική (το ὁμόπιστο καί τό ὁμόδοξο... Ἡ πατερική πνευματικότητα, στό ποσοστό ποῦ γινόταν τρόπος ζωῆς, ὁδηγοῦσε τούς πιστούς στή συναδέλφωση, μέ τή συνεχῆ μεταβολή τῆς ἰδιοτέλειας σέ ἀνιδιοτέλεια, μέ τήν βοήθεια τῆς ἄσκησης καί τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα». Αὐτή ἡ πνευματική προοπτική μέσα στήν ὁποία ἔθεταν τή ζωή τούς οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμιοσύνης, οἱ Ρωμιοί, Ἕλληνες καί μή, συνεχίστηκε καί μετά τήν πτώση καί τήν ἅλωση τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ περίοδος τῆς μακρόχρονης δουλείας ἀποδεικνύεται μιά δυναμική καί σφριγηλή πνευματική περίοδος ποῦ ἀναθερμαίνει τήν ρωμαίϊκη συνείδηση καί διασώζει τό ἔθνος μέ τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθοδοξίας, δηλαδή τήν ἡσυχαστική παράδοση.
Εἶναι πιστεύω ἀπαραίτητο καί ζωτικό γιά μᾶς σήμερα νά ἐντρυφοῦμε στήν περίοδο αὐτή καί νά προσλαμβάνουμε ἀρχές ζωῆς καί μηνύματα ἀπό ρωμιούς ποῦ ἔζησαν σέ συγκροτημένες ὀρθόδοξες κοινότητες καί διαφύλαξαν τήν πολιτισμική καί ἐθνική τους ταυτότητα μέσα σέ κατεξοχήν ἀντίξοες συνθῆκες, ἀκριβῶς γιατί, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης σας, καί προανέφερα «ἦταν μικρές κοινότητες- οἰκογένειες ποῦ ἐμποτίστηκαν ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό καί τή νηπτική ζωή».
Οἱ Κοινότητες τῶν Μικρασιατῶν: ρίζες - θεολογική παράδοση - ὀθωμανικό περιβάλλον
Μιά τέτοια ρωμαίικη κοινότητα εἶναι οἱ Ἕλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ταυτότητας τῶν Μικρασιατῶν προσφύγων καί οἱ παράγοντες ποῦ τή διαμόρφωσαν ἔχουν γίνει ἤδη ἀντικείμενο ἐμπεριστατωμένης ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή πρωτοποριακό καί θεμελιακό θεωρεῖται ἀπό τήν ἐπιστημονική οἰκογένεια τό ἔργο τῆς Renee Hirschon, ποῦ εἶναι κοινωνική ἀνθρωπολόγος στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, μέ τίτλο «Οἱ κληρονόμοι τῆς ἑλληνικῆς καταστροφῆς», (1986 καί 1998) καί ἀναφέρεται στήν κοινωνική ζωή τῶν Μικρασιατῶν προσφύγων τοῦ Πειραιᾶ.
Ἡ αἴσθηση τῆς ταυτότητας τῶν Μικρασιατῶν προσφύγων ἦταν ριζωμένη σέ μιά κοινή κληρονομιά ποῦ ἑστιαζόταν στούς θρησκευτικούς δεσμούς τους. Ἀπό τήν πρώτη περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας ἡ διοίκηση τῆς αὐτοκρατορίας βασιζόταν στούς θρησκευτικούς δεσμούς τοῦ ἀνόμοιου πληθυσμοῦ της. Ἡ θρησκευτική ταυτότητα ὑπερτεροῦσε ἔναντί των ἐθνικῶν, γλωσσικῶν καί οἰκονομικῶν διακρίσεων. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί διοικοῦνταν ὡς Rum millet, (millet σημαίνει ἔθνος) ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὅποια γλώσσα κι ἄν μιλοῦσαν, ἀναγνωρίζονταν ὡς ὁμάδα μέ βάση τούς κοινούς θρησκευτικούς δεσμούς τους. Ἡ θρησκεία στήν ὀθωμανική κοινωνία δέν ἀποτελοῦσε μιά ἰδιαίτερη πλευρά τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἀλλά προσέφερε ἕνα συνολικό πολιτισμικό πλαίσιο. Γιά τούς περισσότερους Ἕλληνες ἡ ὀρθοδοξία δέν καθόριζε μόνο τήν ταυτότητά τους, ἀλλά συντελοῦσε καί στή διατήρηση τῆς γλώσσας τους καί ἔθετε τά πλαίσια τῆς καθημερινῆς ζωῆς μέσα στήν ὁποία ἡ τελετουργική καί πνευματική διάσταση διαπερνοῦσε ὅλα τα ἄλλα ἐπίπεδα ζωῆς. Αὐτή ἡ ἀπουσία διάκρισης μεταξύ «ἱεροῦ» b «πνευματικοῦ» καί «ἐγκόσμιου» b «κοσμικοῦ» ἦταν ἔκδηλο χαρακτηριστικό της ζωῆς τῶν μικρασιατικῶν κοινοτήτων. Γιά τούς Μικρασιάτες Ἕλληνες ἡ ὀρθοδοξία προσδιορίζονταν αὐστηρά ἀπό τήν τελετή τοῦ βαπτίσματος καί τήν προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ. Γι' αὐτούς χριστιανοί εἶναι ὅσοι «προσκυνᾶνε τό Σταυρό». Μέ τό βάπτισμα τό παιδί γίνεται πλῆρες μέλος τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας, μπορεῖ νά μεταλάβη, παίρνει ὄνομα καί ἔτσι ἀποκτᾶ πρόσωπο. Γι' αὐτό οἱ πιό ἡλικιωμένοι Μικρασιάτες ἔλεγαν συχνά ὅτι οἱ «Εὐρωπαῖοι», δηλαδή οἱ μή ὀρθόδοξοι χριστιανοί, εἶναι «σάν τούς Τούρκους καί τούς Ἑβραίους», γιατί ἔδιναν ὀνόματα στά παιδιά χωρίς τήν τελετή τοῦ βαπτίσματος. Ἡ ἔμφαση στό βάπτισμα ὡς πρωταρχικοῦ στοιχείου ταυτότητας τῆς ὀρθόδοξης πίστης, ἀλλά καί ἄλλες δογματικές ἀρχές ποῦ ἀφομοιώθηκαν στήν καθημερινή ζωή τῶν μικρασιατικῶν κοινοτήτων ἔχουν βαθιές ρίζες.
Οἱ πρῶτες ἀποστολικές περιοδεῖες στήν Μικρά Ἀσία κατέληξαν σέ καλά ἑδραιωμένες χριστιανικές κοινότητες σέ πόλεις ὅπως ἡ Ἔφεσος, ἡ Μίλητος καί ἡ Περγάμος. Ἡ ἀκμάζουσα θεολογική παράδοση τῶν πρώτων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἔζησαν σέ αὐτή τήν περιοχή, καθώς καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ποῦ ἔγιναν σέ αὐτό τό χῶρο συνέτειναν, ὥστε νά δημιουργηθῆ ἕνα κλίμα στό ὁποῖο τό ἐνδιαφέρον γιά τά θεολογικά ζητήματα ἦταν ἔντονο καί κατεῖχε σημαντική θέση στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ὁ θεολογικός λόγος ποῦ ἀρθρώθηκε καί ἡ πνευματική ζύμωση ποῦ ἐπιτελέστηκε γιά τήν ὁριοθέτηση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων εἶχε τήν καρδιά του στή Δυτική Μικρά Ἀσία.
Ἀργότερα κάτω ἀπό τήν ὀθωμανική κυριαρχία τό ὀρθόδοξο ἦθος τοῦ λαοῦ στήν περιοχή αὐτή ἔδειχνε ὅτι ἀντιστοιχοῦσε ἀκριβῶς μέ τήν ὑψηλή παράδοση τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Χαρακτηριστική συνέπεια αὐτῆς τῆς θεολογικῆς ὑποδομῆς ποῦ ὑπῆρχε στήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα εἶναι τό γεγονός ὅτι κατά τήν ὀθωμανική περίοδο τῆς δουλείας οἱ Μικρασιάτες Ἕλληνες διεκδικοῦσαν τήν πολιτισμική ὑπεροχή τους καί μιά ἀνώτερη θέση στήν κοινωνία, ἐπειδή ἦταν πεπεισμένοι γιά τήν ἀξία τους. Αὐτό ἐξηγεῖ καί τή σπανιότητα τῶν ἀποστασιῶν στούς τόσους αἰῶνες ὑποδούλωσης καί σέ περιόδους ἔντονων διωγμῶν. Κάτι ποῦ ἐπαναλάμβαναν συχνά οἱ Μικρασιάτες ἦταν: «Οἱ Τοῦρκοι μᾶς ζηλεύανε, ἡ θρησκεία μᾶς εἶναι ὡραία». Ἔχουμε περιγραφές ταξιδιωτῶν γιά τή ζωή στή Μικρά Ἀσία πού μᾶς προσφέρουν μαρτυρίες, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες οἱ Τοῦρκοι υἱοθετοῦσαν ὁρισμένες χριστιανικές πρακτικές. Αὐτές οἱ μαρτυρίες ἐπιβεβαιώνονται ἀπό τίς διηγήσεις τῶν προσφύγων ὅτι μερικές Τουρκάλες μητέρες βάπτιζαν τά παιδιά τούς κρυφά, ἐπειδή πίστευαν στήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ βαπτίσματος.
Οἱ Τοῦρκοι δέν δίσταζαν νά χρησιμοποιοῦν ὡς φυλαχτά χριστιανικούς σταυρούς καί νά ἐπισκέπτονται τίς Ἐκκλησίες τῶν ἁγίων. Ἔχω ὑπάρξει ἡ ἴδια αὐτήκοος μάρτυρας διηγήσεων γιά τό πόσο εὐλαβοῦνταν οἱ Τοῦρκοι τῆς περιοχῆς τῆς Σμύρνης τούς Ἁγίους Ἀναργύρους, στούς ὁποίους προσέτρεχαν σέ περιπτώσεις ἀσθενειῶν, καί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, Πέτρο καί Παῦλο, τούς ὁποίους ἔβλεπαν τή νύχτα νά περπατοῦν τά σοκάκια τοῦ Κουκλουτζᾶ, χωριό ἔξω ἀπό τή Σμύρνη, σάν δυό παληκάρια, καί γι' αὐτό συνήθιζαν νά λένε στούς χριστιανούς κατοίκους: «Δέν ἔχετε ἀνάγκη ἐσεῖς' σᾶς προστατεύουν τά δυό παληκάρια». Τό γεγονός ὅτι οἱ Τοῦρκοι γείτονές τους ἦταν πρόθυμοι νά μιμηθοῦν ὁρισμένες χριστιανικές πρακτικές ἐνίσχυε τήν ὑπερηφάνεια ποῦ εἶχαν οἱ Μικρασιάτες Ἕλληνες γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη τους. Οἱ παλαιότεροι πρόσφυγες ἔλεγαν ὅτι ἡ πίστη τῶν Τούρκων στή δύναμη τῆς ὀρθοδοξίας τούς ἔκανε νά θέλουν νά παντρεύονται μέ χριστιανούς. Οἱ Τοῦρκοι πίστευαν ὅτι δέχονταν τή θεία χάρη, Dν παντρεύονταν μέ χριστιανές: «τό ’χανε ψυχικό νά πάρουνε γυναῖκες χριστιανές», ἔλεγαν οἱ Μικρασιάτες.
Γιά νά κατανοήσουμε, ἑπομένως, τίς πολιτισμικές ἀντιλήψεις, τό ἦθος καί τή νοοτροπία τῶν Μικρασιατῶν προσφύγων, πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μᾶς τόν καίριο ρόλο ποῦ ἔπαιζε ἡ ὀρθόδοξη πίστη στήν προηγούμενη πατρίδα τους. Στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία ἡ θρησκεία ἀποτελοῦσε τήν βάση τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτός ἀπό τό δεσμό ἀλληλεγγύης μεταξύ αὐτῶν ποῦ εἶχαν κοινή πίστη, μετέδιδε ἐπίσης στούς Ἕλληνες μιά αἴσθηση ἀνωτερότητας ἔναντί των μή Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν. Γι' αὐτούς ἡ θρησκευτική ταυτότητα ἀποτελοῦσε ἀκόμη καί τή βάση τῆς κοινωνικῆς διαστρωμάτωσης. ³Αν καί αὐτό δέν ἀντιστοιχοῦσε ἀντικειμενικά σέ καμμιά κοινωνική ἱεραρχία, ἦταν ὡστόσο σημαντικό στοιχεῖο τῆς εἰκόνας ποῦ εἶχαν οἱ Μικρασιάτες γιά τόν ἑαυτό τους καί ὁπωσδήποτε καθόρισε τίς σχέσεις τους μέ τούς Ἕλληνες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας στό διάστημα μετά τήν ἐγκατάστασή τους.
Μετά τόν ξεριζωμό
Μετά τίς δραματικές περιστάσεις τοῦ διωγμοῦ τους, οἱ Μικρασιάτες πρόσφυγες προσπάθησαν νά δημιουργήσουν ἕναν καινούργιο τρόπο ζωῆς μέσα ἀπό τό χάος ποῦ ἐπικρατοῦσε γύρω τους καί πολλοί ἀπό αὐτούς τά κατάφεραν ξαναζώντας κάποιες πλευρές τοῦ παρελθόντος τους καί δίνοντας ἔμφαση στή συνέχεια. Στή διατήρηση μιᾶς ἰδιαίτερης καί διακριτῆς ταυτότητας γιά πολλές δεκαετίες μετά τήν ἐγκατάστασή τους στήν Ἑλλάδα σημαντικότατο ρόλο ἔπαιξε ἡ ἄσκηση τῆς μνήμης τόσο στό ἀτομικό ὅσο καί στό κοινωνικό ἐπίπεδο. Ἡ σημασία τῶν κοινῶν ἀναμνήσεων γιά κάθε ξερριζωμένη ὁμάδα εἶναι προφανής. Ἡ οὐσία τῆς ἱστορίας γι' αὐτούς τούς ἀνθρώπους βρίσκεται στίς προσωπικές ἐμπειρίες τῶν παππούδων, τῶν γονέων, τῶν συγγενῶν καί τῶν γειτόνων. Μέ τήν ἀνάκληση αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν, τό παρελθόν ἀναδημιουργεῖται, ἀναβιώνει, καί μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ φορεῖς τῆς συλλογικῆς μνήμης, ἐκεῖνοι ποῦ ἔζησαν στίς χαμένες πατρίδες, ἦταν τό σημεῖο ἀναφορᾶς, τό κοινό ὑπόβαθρο καί τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο μποροῦσε νά ἀνασυγκροτηθῆ ἡ ζωή τῆς κοινότητας. Αὐτή ἡ συλλογική μνήμη δημιουργοῦσε ἐπίσης καί τό περίγραμμα τῆς ταυτότητάς τους, γιατί προσδιόριζε τά πολιτισμικά ἐκεῖνα γνωρίσματα, τά καίρια χαρακτηριστικά ποῦ τούς διαφοροποιοῦσαν ἀπό τούς ἄλλους.
Εἶναι ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακό το γεγονός ὅτι πολλές δεκαετίες μετά τόν ἐκπατρισμό, ἄνθρωποι ποῦ γεννήθηκαν καί μεγάλωσαν σέ ἀστικές περιοχές προσδιορίζουν ἀκόμη τήν ταυτότητά τους ὡς Μικρασιάτες b καί ὡς πρόσφυγες δεύτερης καί τρίτης γενιᾶς σέ ἀντίθεση μέ τούς ἐντοπίους Ἕλληνες. Μεταφέρουν ἔτσι αὐτή τήν αἴσθηση τῆς πολιτισμικῆς ἰδιαιτερότητας ποῦ πηγάζει ἀπό ἕνα ὑπόβαθρο καί μιά ἐμπειρία, μιά παράδοση καί μιά κληρονομιά ποῦ τήν ἀντιλαμβάνονται ὡς οὐσιαστικά διαφορετική, παρά τίς ἀντικειμενικές ὁμοιότητες, τό γεγονός δηλαδή ὅτι οἱ πρῶτοι πρόσφυγες καί οἱ γηγενεῖς Ἕλληνες εἶχαν σέ μεγάλο βαθμό τά ἴδια κοινωνικά καί πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ὅπως τή θρησκεία, τή γλώσσα καί τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση. Εἶναι χαρακτηριστική ἐπίσης ἡ λύπη καί μιά συλλογική ἀνησυχία ποῦ ἐπικρατοῦσε στήν κοινότητα ὅταν πέθαινε κάποιος ἡλικιωμένος ἀπό τήν πρώτη γενιά προσφύγων, ποῦ οἱ ἀναμνήσεις τοῦ ἦταν ἡ ζωντανή πηγή τῆς κοινῆς ταυτότητας καί ποῦ εἶχε μεταδώσει στούς νεότερους τή ζωντανή αἴσθηση τῆς κληρονομιᾶς τους. Ἡ ἀπώλεια ἑνός ἄμεσου δεσμοῦ μέ τό παρελθόν τους στή Μικρά Ἀσία ἐθεωρεῖτο ἀπειλῆ γιά τή διατήρηση τῆς ταυτότητάς τους. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ἔλεγαν: «Φεύγουν οἱ γέροι... πάει καί ἡ προσφυγιά».
Ἡ Κοινότητα τοῦ Κουκλουτζᾶ
Ἐπιτρέψτε μου τώρα νά ἐπικεντρώσω τό θέμα μου σέ μιά συγκεκριμένη κοινότητα Μικρασιατῶν προσφύγων τῆς Δυτικῆς Θεσσαλονίκης, ποῦ προέρχονται ἀπό τόν Κουκλουτζά, προάστειο στά ἀνατολικά της Σμύρνης. Σύμφωνα μέ τίς πηγές, οἱ πρῶτοι του κάτοικοι ἦταν βυζαντινοί ἄποικοι ποῦ ἔφτασαν ἐκεῖ μέ τόν στρατηγό Φωκά καί τό ἀρχικό ὄνομα τῆς κωμόπολης ἦταν Κούκουλος. Ἀργότερα, στά χρόνια της τουρκικῆς κατάκτησης, κατά παραφθορά τοῦ ἀρχικοῦ ὀνόματος οἱ Τοῦρκοι ὀνόμασαν τήν περιοχή Κουκλουτζά, ποῦ σημαίνει «μυρωμένος». Ἦταν ἕνα ἀπό τά θέρετρα τῶν πλουσίων Σμυρνιῶν, κτισμένο ἀμφιθεατρικά, ἕνα μπαλκόνι ποῦ ἔβλεπε ὅλο τόν κόλπο τῆς Σμύρνης, μέ ἐξαιρετικό κλίμα καί φυσική ὀμορφιά.
Ἀπό τόν Κουκλουτζά κατάγομαι καί ἐγώ ἀπό τήν πλευρά τῆς μητέρας μου καί θά ἤθελα νά μοιραστῶ μαζί σας ἕνα ἐμπειρικό ὑλικό ποῦ ὑπάρχει συσσωρευμένο μέσα μου, πού μου τό μετέδωσαν b καλύτερά μου τό παρέδωσαν χωρίς διδασκαλίες, ἀλλά μέ ἕναν ἀβίαστο καί φυσικό τρόπο, ὅπως ἀβίαστα καί φυσικά κυλοῦσε ἡ καθημερινή ζωή στή μικρασιάτικη γειτονιά ποῦ μεγάλωσα στή δεκαετία τοῦ ’60. Δυό σημεῖα θεωρῶ πολύ σημαντικά καί σέ αὐτά θά ἤθελα νά ἐπιμείνω. Τό ἕνα εἶναι ὅτι ὁ σημαντικότερος παράγοντας ποῦ διατήρησε καί ὁριοθέτησε τήν ταυτότητα τῆς κοινότητας αὐτῆς ἦταν τό θρησκευτικό της ὑπόβαθρο, πού, ὅπως θά διαφανῆ στή συνέχεια, διέσωζε στοιχεῖα τοῦ ὀρθόδοξου ἡσυχαστικοῦ προτύπου ζωῆς, καί τό δεύτερο ὅτι οἱ γυναῖκες τῆς πρώτης γενιᾶς τῶν προσφύγων, ἦταν οἱ κύριοι φορεῖς τοῦ προτύπου αὐτοῦ καί ἔπαιξαν καταλυτικό ρόλο στήν παράδοσή του στίς νεότερες γενιές. Ἀκόμη, προκάλεσαν μέ τήν παρουσία τούς μιά γονιμοποιό ζύμωση στό εὐρύτερο κοινωνικό περιβάλλον τῶν γηγενῶν Ἑλλήνων.
Μιά Ρωμηά
Τή γειτονιά ποῦ μεγάλωσα σφράγισε ἡ παρουσία μιᾶς τέτοιας Μικρασιάτισσας γυναίκας, τῆς Κονα-Κατίνας. Χωρίς ἡ ἴδια νά τό συνειδητοποιῆ, χωρίς νά ἔχη τήν αἴσθηση ὅτι ἀνέλαβε τήν ἀποστολή νά ἀλλάξη τούς ἀνθρώπους, ἔθρεψε πνευματικά ἕνα μικρόκοσμο γύρω της καί τοῦ μετέδωσε ἀρχές ζωῆς ἁπλά καί μόνο μέ τόν τρόπο ποῦ ζοῦσε ἡ ἴδια καί τή στάση ποῦ ἔπαιρνε ἀπέναντι στά πράγματα καί τούς ἀνθρώπους. Ἀνῆκε στούς Μικρασιάτες ἐκείνους ποῦ γνώρισαν δυό προσφυγιές, μία το 1922, μέ τήν καταστροφή τῆς Σμύρνης. Ἀφοῦ γύρισαν μέ τό καράβι ποῦ τούς μετέφερε ἀρκετά ἑλληνικά νησιά καί λιμάνια ἀπό ὅπου τους ἔδιωχναν ὡς ἀνεπιθύμητους, ἐγκαταστάθηκε μέ τόν ἄντρα της στήν Κομοτηνή. Ἐδῶ γεννήθηκαν καί τά τέσσερα παιδιά της. Τό 1941, ὅταν εἰσέβαλαν οἱ Γερμανοί στήν Ἑλλάδα μέσω Βουλγαρίας δώρισαν τή Θράκη στούς Βουλγάρους. Ἡ βία καί οἱ σφαγές ποῦ ἀκολούθησαν τούς ἀνάγκασαν γιά δεύτερη φορά νά ξερριζωθοῦν καί νά ἔρθουν μέ τά πόδια στή Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ βρῆκαν τούς πατριῶτες τους ἀπό τόν Κουκλουτζά καί ἐνσωματώθηκαν στό συνοικισμό. Ἡ φτώχεια, οἱ στερήσεις καί ἡ σκληρή δουλειά, κάθε εἴδους δουλειά, ἔγινε ἕνα μέ τή ζωή της.
Ἡ Ἐκκλησία κέντρο τῆς ζωῆς
Πραγματικό ὅμως κέντρο ποῦ νοηματοδοτοῦσε τήν ζωή τῆς ἦταν ἡ Ἐκκλησία καί οἱ ἀκολουθίες. Ὁ χρόνος γενικά καί ὁ χρόνος τῆς ἡμέρας ρυθμιζόταν καί κυλοῦσε μέ βάση τόν ἐκκλησιαστικό χρόνο. Δέν ὑπῆρχε ἀποσπασματικοποίηση τῆς ζωῆς, σέ οἰκογενειακά καί θρησκευτικά καθήκοντα. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς ἡμέρας γιά κάθε εἴδους δραστηριότητα σημαινόταν ἀπό τό κτύπημα τῆς καμπάνας. Τίς καθημερινές ἡ πρώτη καμπάνα σήμαινε τήν ἀρχή τῆς ἡμέρας ἐνῶ τίς Κυριακές τήν ἀναχώρηση γιά τήν Ἐκκλησία. Ὁ ὕπνος τήν Κυριακή το πρωί ποῦ «ἔψελνε ἡ Ἐκκλησία» ἐθεωρεῖτο ἀσέβεια καί τά νεαρά μέλη τῆς οἰκογένειας ἔπρεπε νά ἀσκηθοῦν νά ξυπνᾶνε νωρίς. Ἀγαπημένο βιβλίο τῆς ἦταν ἡ σύνοψη, μιά σύνοψη παλιά μέ κιτρινισμένα τά φύλλα ἀπό τήν πολλή χρήση, στίς ὀρθρινές καί βραδυνές προσευχές. Προσευχόταν διακριτικά, πολύ νωρίς τό πρωί, πρίν ἀρχίσει ἡ δραστηριότητα τῆς ὑπόλοιπης οἰκογένειας, καί νωρίς τό ἀπόγευμα μετά τήν καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ. Τότε ἔπρεπε νά σταματήση καί κάθε χειρωνακτική δουλειά. Γιά ὅλες τίς γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, κυρίως τίς νεότερες, ἦταν σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τίς γιορτές, τίς νηστεῖες καί τό τυπικό της Ἐκκλησίας. Τά καλοκαίρια ποῦ οἱ γυναῖκες κάθονταν μπροστά στίς ἐξώπορτες μέ τά ἐργόχειρά τους ὑπενθύμιζε πάντα τήν ἑορτή τῆς ἑπόμενης ἡμέρας καί χωρίς διδασκαλικό ὕφος, σχεδόν παρακαλώντας, τούς ζητοῦσε νά σταματήσουν τά ἐργόχειρα, νά ἀνάψουν τό καντήλι καί νά θυμιατίσουν. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀποκεφάλισης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἐπαναλάμβανε, κάθε χρόνο χωρίς νά κουράζεται εἰς ἐπήκοον ὅλων: «αὔριο δέν τρῶμε λάδι, δέν κόβουμε καρπούζι, δέν τρῶμε κόκκινα σταφύλια, εἶναι μεγάλη νηστεία». Ἐκτός ἀπό τίς ὧρες τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς, ποῦ ἦταν καλά κρυμμένες ἀπό τούς ἄλλους, καί τίς τακτές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ὀργάνωνε κατά κάποιο τρόπο καί ἄλλες γυναῖκες, σέ ὧρες συλλογικῆς λατρείας, συνήθεια προφανῶς ποῦ δέν ἦταν ἄγνωστη μεταξύ των μεγαλυτέρων γυναικών τῆς κοινότητας. Συγκεντρώνονταν σέ σπίτια b καί στήν Ἐκκλησία καί ἔψελναν τήν Παράκληση τῆς Παναγίας, ὁπωσδήποτε μιά φορά τήν ἑβδομάδα καί σέ ἔκτακτες περιστάσεις.
Ἡ λειτουργική-λατρευτική παράδοση
Οἱ Μικρασιάτες στίς πατρίδες τούς ζοῦσαν ἀνάμεσά σε λείψανα ἁγίων καί νεομαρτύρων καί στίς Ἐκκλησιές τους, ἀλλά καί στά σπίτια τούς ἀκόμη, διαφύλλατταν θαυματουργές εἰκόνες. Τό πόσο ζυμωμένη ἦταν ἡ ζωή τους μέ τά ἱερά αὐτά λείψανα καί κειμήλια φαίνεται καθαρά στό γεγονός ὅτι μέ ταλαιπωρίες καί θαυμαστό τρόπο πολλά ἀπό αὐτά τά ἔφεραν μαζί τους, ἐνῶ ἄφησαν πίσω τους ὅλα τα ὑπάρχοντά τους. Ἔτσι κάθε κοινότητα Μικρασιατῶν προσφύγων ἑδραιώνεται γύρω ἀπό ἕνα ἱερό λείψανο b μιά θαυματουργή εἰκόνα, ὅπως κάθε Ναός καθιερώνεται πάνω σε λείψανα ἁγίων. Ἡ κοινότητα ἱεροποιεῖται καί νοεῖται καί λειτουργεῖ ὡς προέκταση τοῦ Ναοῦ.
Στόν Νέο Κουκλουτζά ἕνα ἦταν τό ἱερό κειμήλιο ποῦ ἦρθε ἀπό τήν πατρίδα καί ἐξακολουθοῦσε νά παίζη τόν ἴδιο ρόλο στή ζωή τῆς νέας κοινότητας' ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας. Ἡ εἰκόνα ἀνῆκε σέ οἰκογένεια καί δέν γνωρίζουμε τίποτε γιά τήν ἱστορία της. Μέ τήν καταστροφή ἡ οἰκογένεια κατάφερε καί τήν διέσωσε καί τήν ἔφερε στήν Ἑλλάδα. Στό σπίτι τῆς οἰκογένειας ἕνα δωμάτιο ἦταν ἀποκλειστικά ἀφιερωμένο στήν εἰκόνα, ἦταν ἕνα μικρό παρεκκλήσι, ὅπου ὑπῆρχε τό εἰκονοστάσι τῆς οἰκογένειας, μέ τήν Ἁγία σέ ἐξέχουσα θέση, καί ἁγιωτικά, λαδάκια ἀπό προσκυνήματα, ἁγιασμός καί τά συναφῆ. Ὅλος ὁ συνοικισμός τήν εὐλαβεῖτο καί τό σπίτι ποῦ τή φιλοξενοῦσε ἐθεωρεῖτο ἱερό. Οἱ πρόσφυγες τοῦ συνοικισμοῦ τήν ἐπικαλοῦνταν στίς δυσκολίες καί στενοχῶριές τους καί ὅταν περνοῦσε ἡ φουρτούνα, ὅπως ἔλεγαν, προσέφεραν λάδι γιά τό καντήλι τῆς Ἁγίας, καρβουνάκια καί θυμίαμα γιά τό θυμιάτισμα.
Γιά μᾶς ὅμως, ποῦ εἴμασταν τότε παιδιά, αὐτό πού μᾶς ἔμεινε σάν ἀνάμνηση μοναδική ἦταν τά ξενύχτια τῆς ἁγίας Ἀναστασίας. Συχνά, εἴτε ἀπό εὐγνωμοσύνη μετά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια κάποιου μέλους μιᾶς οἰκογένειας, εἴτε γιά εὐλογία ἡ γυναίκα τοῦ σπιτιοῦ ζητοῦσε νά πάρει στό σπίτι τῆς τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας καί νά τήν ξενυχτήση: «ἀπόψε θά ξενυχτήσουνε τήν ἁγία Ἀναστασία στό τάδε σπίτι», αὐτή ἦταν ἡ φράση ποῦ περιφερόταν ἀπό στόμα σέ στόμα στή γειτονιά, b «ἀπόψε ἔχει ὁλονυχτία τήν ἁγία Ἀναστασία ἡ τάδε». Ἡ νοικοκυρά μετέτρεπε ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ σέ παρεκκλήσι. Τοποθετοῦσε τήν εἰκόνα στό κέντρο πάνω σε τραπέζι μέ καθαρό, λευκό κάλυμμα. Στό πλάι μιά μεγάλη γαβάθα μέ ἀλεύρι γιά νά μπαίνουν τά κεριά καί τό θυμιατό. Ἔπρεπε νά εἶχε κάνει καλή προμήθεια ἀπό κεριά, καρβουνάκια καί θυμίαμα γιά ὅλη τή νύχτα. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἔμενε ὅλο το βράδυ ἀνοιχτῆ, τά φῶτα ἀναμμένα, καί μέσα στό σκοτάδι ἔβλεπες γυναικεῖες σιλουέτες νά ξεπροβάλλουν ἀπό τά στενά καί νά κατευθύνονται πρός τό σπίτι γιά νά προσκυνήσουν μέ χαμηλόφωνες ὁμιλίες καί τήν ἴδια συνοχή, ὅπως ὅταν πλησιάζουν στήν Ἐκκλησία. Δέν ἔμεναν ὅλες ὅλη τή νύχτα, Dν καί αὐτό ἐθεωρεῖτο μεγάλη εὐλογία, ἀλλά ὅσο ἄντεχε καί μποροῦσε ἡ καθεμιά.
Ὑπῆρχε ὅμως μιά σταθερή ὁμάδα γυναικών ποῦ ἀναλάμβανε ἄτυπά το τυπικό της ὁλονυχτίας, τό τί θά ψάλλουν, τί θά διαβάσουν καί μέ τί σειρά. Ψυχή τῆς ὁμάδας αὐτῆς ἦταν ἡ Κονα-Κατίνα. Δυό ἦταν τά ἀπαραίτητα συστατικά γιά κάθε ὁλονυχτία ποῦ ἔπρεπε νά ἐξασφαλίση ἡ νοικοκυρά τοῦ σπιτιοῦ: τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας καί τήν Κόνα-Κατίνα. Ἤξερε ἀπ’ ἔξω τίς παρακλήσεις, τά τροπάρια τῶν Ἁγίων, τόν ἑξάψαλμο, κομμάτια τοῦ ὄρθρου καί ἤξερε ἀκόμη τήν πρέπουσα σειρά μέ τήν ὁποία ὅλα αὐτά ἔπρεπε νά ψαλλοῦν b νά διαβαστοῦν. Τά παιδιά δέν ἀποκλείονταν ἀπό τά ξενύχτια. Ὑπῆρχε πάντα ἕνα κρεβάτι στό διπλανό δωμάτιο ὅπου τα μετέφεραν οἱ γυναῖκες ἀπό τό σκαμνί ποῦ τά εἶχε πάρει ὁ ὕπνος, ἀλλά τί ὕπνος ἦταν αὐτός! Γεμάτος ἀπό μυρωδιές καί ἤχους, μυρωδιές τῶν ἀναμμένων κεριῶν, τοῦ θυμιάματος ποῦ γέμιζε τήν ἀτμόσφαιρα καί τίς φωνές τῶν γυναικών νά ἐπικαλοῦνται: «Διασωσον ἀπό κινδύνων τούς δούλους σου Θεοτόκε...». Ἐκκλησιοποίηση τῆς κοσμικῆς ζωῆς b ἁπλῶς ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας;
Τό ἀδιάψευστο κριτήριο
Θά μποροῦσε βέβαια νά ἰσχυρισθῆ κανείς ὅτι ὅσα ἀναφέραμε μέχρι τώρα μπορεῖ νά δηλώνουν μιά ἐπιφανειακή ἐνασχόληση τῆς Μικρασιάτισσας αὐτῆς μέ τά ἐκκλησιαστικά καί δέν ἀποκαλύπτουν ἀπαραίτητα καί ἐσωτερική ζωή, ἀφομοίωση τοῦ ἡσυχαστικοῦ προτύπου ζωῆς τῶν ἁγίων μας. Τό ἀδιάψευστο κριτήριο γιά τήν ἐσωτερική μας κατάσταση καί γιά τό βαθμό στόν ὁποῖο ἔχουμε ἀλλοιωθεῖ ἀπό τή ζωή τῆς μετανοίας εἶναι, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ πατέρες μας, οἱ σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους. Τό περιβάλλον μᾶς στενότερο καί εὐρύτερο ἀποτελεῖ τό χῶρο δοκιμασίας μας. Καί ἐδῶ εἶναι ποῦ ἡ γυναίκα αὐτή ἔγραψε μιά δική της μοναδική ἱστορία. Ὅλη της ἡ κοινωνική ζωή καί βιοτή μαρτυροῦν ἕνα πράγμα: μιά ἀγάπη γιά ὅλους, χωρίς προαπαιτούμενα καί χωρίς διακρίσεις.
Ὅταν ἔφτασαν χωρίς τίποτε στό συνοικισμό, ἡ πρόνοια τούς παραχώρησε ἕνα πλίθινο βακούφικο σπιτάκι στό πίσω μέρος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Τήν γειτονιά ἀποτελοῦσαν γηγενεῖς Ἕλληνες καί Μικρασιάτες. Γιά τήν Κόνα-Κατίνα τέτοιου εἴδους διακρίσεις δέν εἶχαν νόημα. Δέν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἐξοικείωση ποῦ εἶχε κάθε Μικρασιάτης μέ ποικίλες ἐθνικές, θρησκευτικές καί πολιτισμικές ὁμάδες. Ἄλλωστε, ἡ ὀθωμανική ζωή ἦταν στήν οὐσία κοσμοπολιτική. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μάθει πῶς νά τά βγάζουν πέρα μεταξύ τους καί νά διατηροῦν ἕνα ἐπίπεδο ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, καλῆς θέλησης καί ἁρμονίας. Ἐκείνη ἐπιπλέον εἶχε μάθει νά δίνη, νά εἶναι ἀνοιχτή, νά δέχεται τόν ἄλλον χωρίς ἐπιφυλάξεις καί προκατειλημμένες ἰδέες, χωρίς προκαταλήψεις καί στερεότυπα. Δέν ξεχώριζε τούς ἀνθρώπους σέ καλούς καί κακούς, σέ ἠθικούς καί μή ἠθικούς, σέ πατριῶτες καί μή, ἀλλά σέ ἀνθρώπους ποῦ ἔχουν ἀνάγκη, ὁποιαδήποτε ἀνάγκη, ὑλική b ἠθική.
Ἡ Κόνα-Κατίνα καί τό νέο κοινωνικό περιβάλλον
Δίπλα στό σπίτι τῆς ζοῦσαν οἰκογένειες ντόπιων Μακεδόνων. Ὅταν ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ βρῆκε πολλές μωρομάννες καί πρωτάρες, ὅπως τίς ἔλεγε, στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Τίς ἔμαθε πῶς νά φροντίζουν τά μωρά τους, τίς βοηθοῦσε στό μεγάλωμα τῶν παιδιῶν καί ξενυχτοῦσε μαζί τους στίς ἀρρώστιες τους. Τίς ἔμαθε νά μαγειρεύουν, ἄλλωστε ἡ μαγειρική ἦταν γιά τή Μικρασιάτισσα γυναίκα ἱερή φροντίδα. Ὅταν τά παιδιά αὐτά μεγάλωσαν τή φώναζαν γιαγιά-Κατίνα. Ἦταν ἡ μάνα καί ἡ γιαγιά ὅλης της γειτονιᾶς. Ἀκόμη κι ὅταν ἐνηλικιώθηκαν δέν ἔπαψε νά τά φροντίζη. Ἀπό τή λιγοστή σύνταξή της ἀγόραζε τσιγάρα, ξυραφάκια καί ἄλλα εἴδη πρώτης ἀνάγκης, τά ἔκανε μικρά δεματάκια καί τούς τά ἔστελνε ὅπου ὑπηρετοῦσαν στό στρατό. Πίσω ἀπό τό πακέτο τά τσιγάρα τούς ἔγραφε τά νέα της γειτονιᾶς καί διάφορα στιχάκια ποῦ ἤξερε. Τήν ὑπεραγαποῦσαν γιά τή ζεστασιά καί τήν ἁπλότητά της, δέν τούς δασκάλευε καί ὅταν χρειαζόταν δικαιολογοῦσε καί κάλυπτε τά λάθη τους. Ἀργότερα στό γάμο τούς ἔστελναν ταξί νά τήν πάρη, γιατί τήν ἤθελαν δίπλα τους, δίπλα στή μητέρα καί τό πατέρα τους. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ μοναδική προσευχή ποῦ τήν ἄκουγε κανείς νά λέει δυνατά ἦταν: «Παναγία μου, φύλαγε τά παιδιά ὅλου του κόσμου κι ὕστερα καί τά δικά μου».
Τό σπίτι τῆς ἦταν πάντα ἀνοιχτό καί πηγαινοέρχονταν γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς γιά νά ζητήσουν ἀπό ἁπλές ὁδηγίες γιά τή μαγειρική μέχρι συμβουλές γιά δύσκολα οἰκογενειακά προβλήματα. Μέ τίς προσωπικές ἱστορίες τῶν ἄλλων ἦταν διακριτική, δέν ἀνακάτευε τούς ἀνθρώπους, δέν κατηγοροῦσε. Οἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς ἔλεγαν: «Μπορεῖ νά τῆς πεῖς τόν πόνο σου καί δέν πάει νά τόν πῆ ἀλλοῦ».
Τό σπίτι της δέν ἦταν ἁπλῶς φιλόξενο. Μποροῦσε κανείς νά καταφύγη σέ αὐτό, ἀκόμη καί μέσα στή νύχτα, ἄν κάτι σοβαρό του τύχαινε. Ἡ γειτονιά δέν ἦταν γειτονιά ἀγγέλων. Ἦταν μιά κοινότητα μέ ἀνθρώπους περισσότερο b λιγότερο πνευματικά ἀσθενεῖς. Ζοῦσε σέ αὐτήν καί ὁ καλός οἰκογενειάρχης καί ὁ μέθυσος, καί ὁ κοινωνικά ἀποδεκτός, κατά τά μέτρα τῆς ἐποχῆς, καί ὁ παράνομος κομμουνιστής. Ἐκείνη ὅμως δέν ξεχώριζε, δέν ἀπέκλειε, δέν κατηγοριοποιοῦσε, δέν ἐξέθετε. Πολλές φορές μέσα στή νύχτα χτυποῦσε δυνατά ἡ πόρτα της καί μιά παιδική φωνή μέ κλάματα φώναζε: «Γιαγιά - Κατίνα, ἔλα ἦρθε ὁ μπαμπάς μου μεθυσμένος καί χτυπάει τή μαμά μου». Ἔφευγε ἀμέσως καί σέ λίγο γύριζε μέ τρία παιδιά ποῦ ἔκλαιγαν κατατρομαγμένα, τυλιγμένα σέ κουβέρτες, ξυπνοῦσε τά ἐγγόνια της νά στριμωχτοῦν σέ ἕνα κρεββάτι καί τακτοποιοῦσε τά ἄλλα. ³Αν ὑπῆρχε ἀνάγκη ξαναέφευγε νά περιποιηθῆ τήν μητέρα τους, δέν φοβόταν τόν ἄντρα της, τήν ἤξεραν ὅλοι καί τήν σέβονταν.
Στή δεκαετία τοῦ ’50, ὅταν ἡ Ἑλλάδα ζοῦσε τήν ἐθνική πόλωση ποῦ εἶχε δημιουργήσει ὁ ἐμφύλιος, ἐργαζόταν ὡς βοηθητικό προσωπικό στήν ἀστυνομία. Στά ὑπόγειά της κρατοῦσαν στήν ἀπομόνωση ἕναν ἀπό τούς μετρημένους κομμουνιστές τοῦ συνοικισμοῦ. Ἦταν οἰκογενειάρχης μέ τρία παιδιά. Ἡ παρατεταμένη κράτησή του, τό ξύλο καί τά βασανιστήρια καί ἡ φυσική ἀπομόνωση ἔθεταν σέ κίνδυνο τήν σωματική, ἀλλά πολύ περισσότερο τήν ψυχική του ὑγεία. Ἡ καρδιά της δέν τήν ἄφηνε νά μείνη ἀδρανής. Κρατοῦσε τήν μερίδα τῆς τό φαγητό ποῦ τῆς παρεῖχε ἡ ὑπηρεσία καί τό πήγαινε στό ὑπόγειο κρυφά καί κανείς δέν ξέρει μέ πόσες προφυλάξεις. Τοῦ πήγαινε ἀκόμη τσιγάρα, ἀλλά καί νέα ἀπό τήν οἰκογένειά του. Πολλά χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἡ πολιτική κατάσταση εἶχε πιά ἐξομαλυνθεῖ, ἔγινε γνωστή ἡ δράση της, ὄχι ἀπό τήν ἴδια, ἀλλά ἀπό τήν εὐγνωμοσύνη ποῦ ἐξέφραζε ὁ ἄνθρωπος αὐτός στά παιδιά της.
«Ἡ γνώση τῆς πορείας πρός τήν τέλεια ἀγάπη»
Δίνοντάς μας τό στίγμα τῆς πραγματικῆς ἀγάπης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στά Κεφάλαια περί Ἀγάπης, λέγει: «Ἐάν τινάς μέν μισῆς, τινάς δέ οὐδέ ἀγαπᾶς οὐδέ μισῆς' ἑτέρους δέ ἀγαπᾶς, ἀλλά συμμέτρως, ἄλλους δέ σφόδρα ἀγαπᾶς, ἐκ ταύτης τῆς ἀνισότητος γνώθι ὅτι μακράν εἰ τῆς τελείας ἀγάπης, ἥτις ὑποτίθεται πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπᾶν».
Νομίζω ὅτι ἡ μεγαλύτερη κληρονομιά ποῦ ἔφεραν μαζί τους αὐτές οἱ γυναῖκες ἀπό τά ἁγιασμένα χώματα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μαζί μέ τά λείψανα τῶν Ἁγίων τους καί τίς εἰκόνες τούς εἶναι αὐτή ἡ γνώση τῆς πορείας πρός τήν τέλεια ἀγάπη. Δέν λέμε ὅλη τήν ἀλήθεια, ὅταν μιλᾶμε γιά χαμένες πατρίδες, κι' αὐτό γιατί δέν εἶναι χαμένο γιά μᾶς τό νόημα τοῦ προτύπου ζωῆς πού μᾶς παρέδωσαν μέ τή βιοτή τούς αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, καί εἶναι αὐτό ἀκριβῶς ποῦ μπορεῖ νά κρατήση πατρίδες.
Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά ἀφιερώσω αὐτή τήν σύντομη ἀναφορά μου στίς μικρασιάτισσες πρόσφυγες στήν γιαγιά μου, Κόνα-Κατίνα τοῦ Σαββάκη ἀπό τόν Κουκλουτζά τῆς Σμύρνης, σάν ἐλάχιστο μνημόσυνο στήν μνήμη της.
***
«Γυναίκα ἀνδρείαν τίς εὐρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη»... Καθ’ ὅλον τόν βίον τῆς βοηθεῖ τόν ἄνδρα τῆς διά τό καλόν του... Ἐγείρεται νύκτα τό πρωΐ, δίδει τροφᾶς εἰς ἀνθρώπους τοῦ οἴκου της καί ὁρίζει τά ἔργα τῶν δουλίδων της... Ἀφοῦ ζώση καλῶς τήν μέσην της μέ τήν ζώνην της, στηρίζει τούς βραχίονάς της εἰς τήν ἐργασίαν. Ἐδοκίμασε καί ἀντελήφθη ὅτι εἶναι καλόν πράγμα ἡ ἐργασία, διά τοῦτο ὁ λύχνος της δέν σβύνει καθ’ ὅλην τήν νύκτα... Ἀνοίγει τάς χείρας της καί δίδει εἰς τούς πτωχούς' ναί! τούς κόπους τῶν χειρῶν τῆς δίδει εἰς τούς ἀπόρους... Τό στόμα τῆς ἀνοίγει διά νά ὁμιλήση μετά προσοχῆς καί βάσει τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἔχει θέσει τάξιν εἰς τά λόγια τῆς γλώσσης της. Φροντίζει νά μή στάζη τό σπίτι της καί ἡ ἐν αὐτῶ παραμονή νά εἶναι ἄνευ ὑγρασίας. Φαγητόν ἐξ ὀκνηρίας κακοφτιαγμένον δέν ἔφαγε. Τό στόμα τῆς ἀνοίγει συνετῶς μέ βάσιν τόν θεῖον νόμον. Ἡ καλωσύνη τῆς ἐπέδρασεν εἰς τά τέκνα της... Αἵ γυναικεῖαι φιλαρέσκειαι εἶναι ψεύτικα πράγματα καί ματαῖα ἡ γυναικεία ὡραιότης. Ἐκεῖνο ὅπερ ἔχει ἀξίαν εἶναι ἡ φρόνιμος καί συνετή γυνή, ἥτις ἕλκει τάς εὐλογίας Θεοῦ καί ἀνθρώπων, γίνεται δέ αἰτία νά ἀγαπᾶται ὑπό τῶν ἀνθρώπων καί νά ἐγκωμιάζεται οὕτω ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ...
(Παροιμ. Σόλ. λά' 8-30, Ἑσπερινός Παρασκευῆς πρό τῶν Βαΐων. Ἀπόδοση στά νεοελληνικά π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου)
- Προβολές: 2679