Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, προσφώνηση σὲ κουρὰ μοναχοῦ: Μοναχισμός και Θεολογία

Τήν Κυριακή Ἐ' τῶν Νηστειῶν (21 Ἀπριλίου) ὁ Σεβασμιώτατος χειροτόνησε εἰς Διάκονον τόν π. Γαβριήλ (κατά κόσμον Γεώργιο Πλάκα), στήν Ἱερά Μονή Ἀμπελακιωτίσσης. Τήν προηγούμενη εἶχε τελέσει τήν κουρά τοῦ π. Γαβριήλ, κατά τήν ὁποία ἔκανε τήν προσφώνηση πού δημοσιεύουμε ἐν συνεχεία. Πιό πολλά στοιχεῖα γιά τήν χειροτονία θά ἔχουμε στό ἑπόμενο τεῦχος.

Ἀγαπητέ π. Γαβριήλ

Στό ἱστορικό αὐτό Μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού ὀνομάζεται καί Μονή Παναγίας τῆς Ἀμπελακιώτισσας, ἐπειδή διαφυλάσσεται ἡ ὁμώνυμος ἱερά εἰκόνα, γίνεται σήμερα ἡ ρασοφορία σου, διά τῆς ὁποίας εἰσέρχεσαι στίς τάξεις τῶν Ὀρθοδόξων μοναχῶν. Καί μέ τήν αὐριανή χειροτονία σου σέ διάκονο θά εἰσέλθης στό Ἱερό Βῆμα γιά νά βοηθᾶς τόν Ἐπίσκοπο καί τούς Ἱερεῖς στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀλλά καί στήν τέλεση τῶν ἄλλων Μυστηρίων.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς ἀπό τούς ζώντας στό χωριό Ἀμπελακιώτισσα δέν θυμᾶται ρασοφορία σέ μοναχό καί χειροτονία σέ διάκονο σέ αὐτό τό Μοναστήρι. Συγκεκριμένα, ἡ τελευταία κουρά ἔγινε τό ἔτος 1939, τοῦ μοναχοῦ Ἀνανία Σταυροπούλου, καί ἡ τελευταία χειροτονία ἔγινε τό ἔτος 1915, τοῦ Ἱερομονάχου Ἠσαΐα Παπαγεωργίου εἰς Πρεσβύτερον. Ἑπομένως, μετά ἀπό πολλά χρόνια, περίπου ἕναν αἰώνα, γίνονται αὐτά τά γεγονότα στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός θά εὐλογήση αὐτήν τήν προσπάθεια καί θά ἀνατείλουν καλύτερες ἡμέρες γιά τό εὐλογημένο καί παραδοσιακό αὐτό Μοναστήρι, ὡς εὐλογία τῆς Παναγίας καί τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.
Κατάγεσαι ἀπό τήν περιοχή αὐτή, καί συγκεκριμένα ἀπό τό χωριό Ἀράχωβα Ναυπακτίας καί ὅλοι σέ ἐκτιμοῦν. Σέ ἐνθυμοῦνται ὅλοι ἀπό μικρό παιδί στόν Ἱερό Ναό, τόσο στό Ἱερό Βῆμα ὅσο καί στό Ἀναλόγιο νά ὑπηρετῆς τούς Ἱερεῖς καί νά ψάλλης, προκειμένου νά τελεσθῆ ἡ θεία Λειτουργία. Σπούδασες στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή Καρπενησίου καί στήν συνέχεια τελείωσες τήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Πρόσφατα δέ ἔλαβες τό πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Ὅλοι ὅσοι σέ γνώρισαν ἔχουν τά καλύτερα λόγια νά ποῦν γιά σένα. Ἐγώ εὔχομαι νά ἀναδειχθῆς καλός μοναχός καί Κληρικός καί νά μείνης ἕως τέλους ὅπως εἶσαι σήμερα, ἁγνός, ὑπάκουος, ταπεινός, ἔχοντας ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί εὐαγγελική ζωή.

Εἶσαι ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί γίνεσαι μοναχός. Αὐτός ὁ συνδυασμός θεολογίας καί μοναχικῆς ζωῆς δείχνει τό βάθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἡ θεολογία εἶναι ἡ μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου καί ἡ μοναχική ζωή εἶναι ἡ μέθοδος διά τῆς ὁποίας καθίσταται κανείς θεολόγος μέ τήν Ὀρθόδοξη καί Πατερική σημασία τοῦ ὄρου.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι θεολογία εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἐπειδή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι κυρίως ὑπαρξιακή καί ὄχι στοχαστική, ὅπως διδάσκει ἡ σχολαστική θεολογία, γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία συνδέεται στενά μέ τήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει προσδώσει σέ τρεῖς ἁγίους τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου, ἀκριβῶς γιά νά δειχθῆ ὅτι ἡ θεολογία εἶναι μιά σπουδαία ὑπόθεση, εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Οἱ τρεῖς ἅγιοι εἶναι: ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος. Σέ αὐτούς, ἀργότερα προστέθηκε καί τέταρτος Θεολόγος, πού εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τόν ὁποῖο ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος τόν ἀποκαλεῖ Θεολόγο. Καί οἱ τέσσερεις αὐτοί ἅγιοι ἔχουν ἀσφαλῆ διδασκαλία περί τῆς θεολογίας.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, στήν Ἅ' Καθολική του Ἐπιστολή γράφει: «ὅ ἥν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἠμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἵ χεῖρες ἠμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς' καί ἡ ζωή ἐφανερώθη, καί ἐωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν ὑμίν τήν ζωήν τήν αἰώνιον, ἥτις ἥν πρός τόν πατέρα καί ἐφανερώθη ἠμῖν' ὅ ἐωράκαμεν καί ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμίν, ἴνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἠμῶν».

Ὅλες οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου μετέχουν τῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅμως οἱ αἰσθήσεις αὐτές μεταμορφώνονται προηγουμένως καί στήν συνέχεια κοινωνοῦν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν πατερική Παράδοση, στήν ὅραση τοῦ Θεοῦ ὅλες οἱ αἰσθήσεις γίνονται μία αἴσθηση. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιά ἐνοειδή συνέλιξη τοῦ νοῦ στήν καρδιά, γιατί αὐτή ἡ ἑνότητα τῶν αἰσθήσεων γίνεται μέσα στήν καθαρότητα τοῦ νοῦ πού φωτίζεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ ἐμπειρία διά τοῦ νοῦ διαπορθμεύεται καί σέ ὁλόκληρό το σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἶναι ὁ θεολόγος Μαθητής. Ἄλλωστε τό Εὐαγγέλιό του λέγεται πνευματικό Εὐαγγέλιο καί διαβάζεται στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μέχρι τήν Πεντηκοστή, ὁπότε εἴχαμε τίς ὁμαδικές βαπτίσεις τῶν κατηχουμένων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ μέ τίς κατηχήσεις ἐκαθαρίσθηκαν, στήν συνέχεια φωτίσθηκαν καί ἀπέκτησαν τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στούς περίφημους θεολογικούς του λόγους μᾶς φανερώνει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καί ποιός εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος. Στόν πρῶτο του θεολογικό λόγο διδάσκει ὅτι τό νά φιλοσοφῆ κανείς περί τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά θεολογῆ, δέν εἶναι κάθε ἀνθρώπου οὔτε τό πράγμα τόσο «εὔωνον (εὐθηνόν) καί τῶν χαμαί ἐρχομένων». Δέν εἶναι ὅλων των ἀνθρώπων, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρία καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον». Μποροῦμε δέ νά θεολογήσουμε «ἠνίκα ἄν σχολήν ἄγωμεν ἀπό τῆς ἔξωθεν ἰλύος καί ταραχῆς καί μή τό ἡγεμονικόν ἠμῶν συγχέηται τοῖς μοχθηροῖς τύποις καί πλανωμένοις, οἶον γράμμασι πονηροῖς ἀναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων, ἤ βορβόρω μύρων εὐωδίαν». Ἀκριβῶς, γι’ αὐτόν τόν λόγο γιά νά μπορῆ κανείς νά θολογήση «δεῖ γάρ τῷ ὄντι σχολᾶσαι, καί γνῶναι Θεόν».

Ἡ θεολογία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, εἶναι γνώση ἐμπειρική του Θεοῦ, ἀνήκει σέ ἐκείνους πού ἔδωσαν ἐξετάσεις καί ἔφθασαν στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ προηγουμένως καθάρισαν τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη καί φωτίσθηκε ὁ νοῦς τους μέ τήν μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου ἡσυχίας. Μόνον διά τῆς ἡσυχίας ἀποκτᾶ κανείς γνώση τοῦ Θεοῦ καί γίνεται Ὀρθόδοξος θεολόγος. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ της Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας.

Ὁ τρίτος Θεολόγος, ἤτοι ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, σέ ὅλα τα κείμενά του κάνει λόγο γιά τήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, πού καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο πραγματικό θεολόγο. Δέν ὑπάρχει σελίδα ἀπό τά κείμενά του στήν ὁποία νά μή κάνει λόγο ἀφ’ ἑνός μέν στήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν θέα τοῦ Θεοῦ ὡς φωτός. Θεολόγος, λοιπόν, τοῦ φωτός ὁ ἅγιος Συμεών.

Σέ κάποιο σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος γράφει: «Οὔτε τῷ θεολογούντι ἁρμόζει μετάνοια οὔτε τῷ μετανοούντι θεολογία' κάθ’ ὅσον γάρ ἀπέχουσιν ἀνατολαί ἀπό δυσμῶν, κατά τοσούτον ὑψηλότερα ἡ θεολογία τῆς μετανοίας ἐστιν». Ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καί ἀφοῦ καθαρισθῆ ὁλόκληρη ἡ καρδιά του τότε ἀνέρχεται στό ὕψος τῆς θεολογίας. Γιατί θεολογία, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο εἶναι ἡ ὅραση τοῦ ἀκτίστου φωτός. Σέ μιά ὁμιλία τοῦ γράφει: «Τοιγαροῦν καί κατανοεῖ τοῦ ἰδεῖν ὁ οὕτως ἔχων καί ὁρᾶ καί ἰδού φῶς' το δέ φῶς ἄνωθεν ἔχειν δοκεῖ αὐτῶ τήν ἀρχήν. Ζητῶν οὔν εὑρίσκει τοῦτο μήτε ἀρχήν τέλους ἔχον μήτε μεσοτητι κεκτημένον' ὡς δέ ἐπί τούτοις ἑξαπορεῖ, καί ἰδού τρία ἐν αὐτῶ, τό δί’ οὗ καί ἐν ― καί εἰς ὅν». Δηλαδή, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός ὁ θεολόγος βλέπει τρία φῶτα, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἐμπειρικῶς βιώνει τήν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί τίς τριαδικές ὑποστάσεις, δηλαδή βιώνει «τό δί’ οὗ καί ἐν ― καί εἰς ὅν». Καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Συμεών περιγράφει το πῶς τό κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαλύπτει στόν θεούμενο τά ὑποστατικά τοῦ ἰδιώματα. Μιά τέτοια ἐμπειρία γνώσεως τοῦ ἑνιαίου καί Τριαδικοῦ Θεοῦ περιγράφει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί σέ ἕνα ποίημά του.

Κι’ ὁ τέταρτος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μιλώντας γιά τήν θεολογία τήν συνδέει μέ τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γράφει κάπου: «Ἔστι καί ἡ περί Θεοῦ καί τῶν κατ’ αὐτόν δογμάτων γνῶσις, θεωρία, ὅ θεολογίαν ὀνομάζομεν». Καί ἀλλοῦ γράφει: «ὑπέρ νοῦν τοῖς ὑπέρ νοῦν ὠμιληκότες οἱ θεοσοφοί θεολόγοι θεοχαρίστως τέ ἐδιδάχθησαν καί θεομιμήτως ἠμᾶς ἐδίδαξαν». Καί ἐπειδή μερικοί ἔκαναν λόγο γιά θεολόγους πού ἁπλῶς γνωρίζουν ἐγκεφαλικά τόν Θεό, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σαφῶς διευκρινίζει ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία μέ αὐτήν τήν ἔννοια καί ἄλλο ἡ θεοπτία. «Θεολογία δέ τοσοῦτο τῆς ἐν φωτί Θεοπτίας ταύτης ἀπέχει καί τοσοῦτο της πρός Θεόν ὁμιλίας κεχώρισται, καθ’ ὅσον καί τό εἰδέναι τοῦ κεκτῆσθαι διώρισται». Ὁ λεγόμενος θεολόγος πού δέν γίνεται θεολόγος ἀπό τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, «ὑπό τῆς ἐαυτοῦ γραφίδος κεχειροτόνηται καί αὐτοπλαστός ἐστι διδάσκαλος», ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε μέ τόν Γρηγορᾶ.

Αὐτή εἶναι ἡ θεολογία κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὅπως εἶπα προηγουμένως καί φαίνεται ἀπό ὅσα ἔχουμε μέχρι τώρα τονίσει, ἡ θεολογία συνδέεται μέ τήν μοναχική ζωή, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ μοναχισμός διατηρεῖ τήν μέθοδο ἐκείνη, τήν ὁποία μετέρχεται ὁ ἄνθρωπος γιά νά καθαρθῆ ἡ καρδιά, καθώς ἐπίσης νά φωτισθῆ ὁ νοῦς, ὁπότε φθάνει στήν ἐμπειρική θεολογία. Ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖται μέ τήν νενομισμένη ἄθληση, προσφέροντας τόν ἑαυτό του στόν Θεό καί δεχόμενος τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἡ ἀσκητική καί πνευματική ζωή εἶναι συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὁμιλεῖ γιά τίς τρεῖς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού τίς ὀνομάζει «πρακτική φιλοσοφία» ἤ πράξη, «φυσική θεωρία» ἤ ἁπλῶς θεωρία καί «μυστική θεολογία» ἤ ἁπλῶς θεολογία. Ὁ ἀσκητής διέρχεται ἀπό τίς τρεῖς αὐτές βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί καθίσταται πραγματικός καί αὐθεντικός θεολόγος. Μάλιστα, διδάσκει ὅτι ἡ πρακτική φιλοσοφία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη, ἡ φυσική θεωρία εἶναι ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τήν λήθη καί τήν ἄγνοια, ὁπότε ὁ νοῦς εἶναι καθαρός καί ἔχει ἀέναη μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ἡ μυστική θεολογία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί ἀπό αὐτές ἀκόμη τίς φαντασίες, ὁπότε ὁ νοῦς εἶναι ἐντελῶς ἀνίδεος, ἀσχημάτιστος καί ἀφάνταστος καί ἔτσι καθίσταται ἱκανός γιά τήν γνώση καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

Στά ὅσα σου εἶπα προηγουμένως φαίνεται ἀκριβῶς τί εἶναι θεολογία καί ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν. Ἀκριβῶς αὐτό τό γεγονός δείχνει τόν στενό σύνδεσμο μεταξύ της θεολογίας καί τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Γιατί ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις ἐκεῖνες γιά τήν ἀπόκτηση τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς καί τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἱκανός νά φθάση στήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἐάν ἔχει καί χωρητικότητα νοός μπορεῖ νά διατυπώση αὐτήν τήν ἐμπειρία καί νά ἀντιμετωπίση τούς αἱρετικούς, πού ἀσχολοῦνται μέ τήν λογική καί τήν στοχαστική ἀναλογική θεολογία.

Ἀγαπητέ μου π. Γαβριήλ,

Ὅπως γνωρίζεις καί ἀπό τίς μελέτες σου, ὁ ἀληθινός μοναχισμός συνδέεται μέ τήν ἡσυχαστική ζωή καί λέγεται ἡσυχαστικός. Καί μάλιστα στίς ἡμέρες μας, πού δημιουργεῖται σύγχυση γύρω ἀπό τό τί εἶναι μοναχική ζωή πρέπει αὐτό νά λέγεται συχνά. Στόν Ὀρθόδοξο μοναχό καθαρίζεται ἡ καρδιά του, μέ τήν καθαρτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, φωτίζεται ὁ νοῦς του μέ τήν φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί στήν συνέχεια καθίσταται ἀπλανής θεολόγος, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζῆ ὀρθόδοξα μέσα στό Μοναστήρι, ἔχει ἐκκλησιαστικό φρόνημα, καί τότε μπορεῖ νά διακονήση καλῶς τήν Ἐκκλησία, ἐάν τόν καλέση ὁ Ἐπίσκοπος καί νά ἐξασκήση ἀληθινά τήν ἱεραποστολή, ἐάν τόν καλέση ἡ Ἐκκλησία, καί νά παρεδρεύη σωστά στό ἱερό θυσιαστήριο, ἐάν λάβη καί τόν βαθμό τοῦ Πρεσβυτέρου. Ἐάν δέν ἔχει τήν σωστή αὐτή βάση, δηλαδή τήν ἡσυχαστική ζωή, τότε ὅλα τα ἄλλα διακονήματα πού θά ἐκτελῆ μέσα στήν Ἐκκλησία θά πάσχουν, διότι θά γίνονται μέ ἀνθρωπαρέσκεια, μέ φιλαυτία καί φιλοδοξία καί δέν θά βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά μᾶλλον θά δημιουργοῦν θόρυβο καί ταραχή.

Εὔχομαι, νά ζήσης στενά τίς δύο αὐτές πραγματικότητες καί μοναχισμό καί θεολογία, ὥστε καί σύ νά σωθῆς καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους νά βοηθήσης πρός τήν σωτηρία.

  • Προβολές: 2934