Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Αμιγείς και πολυπολιτισμικές κοινωνίες

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Τελευταία έχει εισαχθή στο λεξιλόγιό μας ο όρος πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Δέν με εκφράζει πολύ αυτός ο όρος, γιατί, εκτός των άλλων, δεν γνωρίζω εάν είναι ορθός από πλευράς γλώσσης. Όμως τον αποδέχομαι, γιατί χρησιμοποιείται από πολλούς και γι’ αυτό πρέπει να γίνεται συνεννόηση μεταξύ μας.

Μέ το όρο πολυπολιτισμική κοινωνία εννοείται μιά κοινωνία στην οποία επικρατούν και συμβιώνουν άνθρωποι με διαφόρους πολιτισμούς. Καί επειδή, όπως υποστηρίζει ο Μάξ Βέμπερ, το κέντρο του πολιτισμού είναι η θρησκεία γι’ αυτό αυτό σημαίνει ότι στην συγκεκριμένη κοινωνία συμβιώνουν άνθρωποι διαφόρων Θρησκειών και βέβαια διαφόρων πολιτισμών που προέρχονται από τις διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις.

Οδηγούμαστε σε μιά εποχή στην οποία θα επικρατούν οι λεγόμενες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Καί στην ουσία ως προς το σημείο αυτό βλέπω μιά από τις διαφορές του 21ου αιώνος από τούς προηγουμένους δυό αιώνες. Παρατηρώντας κανείς την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία διαπιστώνει ότι τον 19ο αιώνα και εν πολλοίς τον 20ο αιώνα η κυρίαρχη αρχή που επικρατούσε ήταν η δημιουργία των εθνικών κρατών, ενώ στην εποχή μας παρατηρείται το φαινόμενο των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, με εξαίρεση στο σημείο αυτό τα Βαλκάνια, που πράγματι δημιουργεί ιδιαιτέρα εντύπωση.

Εκφράζοντας μιά προσωπική μου άποψη σημειώνω ότι με ικανοποιεί πολύ να ζώ σε κοινωνίες που επικρατούν πολλοί πολιτισμοί και πολλές πολιτισμικές παραδόσεις. Μού αρέσει πολύ όταν επισκέπτομαι χώρες της Μέσης Ανατολής και έρχομαι σε επικοινωνία με ανθρώπους διαφόρων παραδόσεων. Αυτό λειτουργεί αυθόρμητα, χωρίς να προσπαθώ να το εξηγήσω. Όμως με το σύντομο αυτό άρθρο μου θα προσπαθήσω να εξηγήσω κάπως αυτό το φαινόμενο, όπως το αισθάνομαι και το ζώ, έστω και αν αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν και μερικά άλλα προβλήματα στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες ή αν για μερικούς όλα όσα θα παραθέσω είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως ουτοπία.

Έχω την εντύπωση ότι στις αμιγείς πολιτισμικά κοινωνίες επικρατεί μιά ασφάλεια, μιά αυτάρκεια, θα μπορούσα να προσθέσω και μιά αλαζονεία. Μαζί με τα στοιχεία αυτά κυριαρχεί η άγνοια των άλλων παραδόσεων, αλλά πολλές φορές και της κυριαρχούσας παράδοσης, οπότε συμβαίνουν δύο πραγματικότητες. Η μία ότι η παράδοση στις αμιγείς κοινωνίες βιώνεται περισσότερο μηχανιστικά. Η άλλη ότι κυριαρχεί ένας αδιόρατος φόβος, αφού οι άνθρωποι που ζούν στις αμιγείς αυτές πολιτισμικές κοινωνίες αισθάνονται ότι έξω από αυτούς υπάρχουν πολλοί εχθροί, ότι όλοι τούς εχθρεύονται, πράγμα που τούς κάνει να βρίσκονται πάντα σε μιά διαρκή άμυνα.

Αντίθετα στις λεγόμενες πολυπολιτισμικές κοινωνίες κυριαρχούν άλλες συνθήκες. Οί κάτοικοι των περιοχών αυτών, κατά βάση διακρίνονται από την αυτογνωσία της παραδόσεως τους, αφού στην προσπάθεια να επιβιώσουν μαθαίνουν πολύ καλά, ή τουλάχιστον ενδιαφέρονται να μάθουν τα στοιχεία που διακρίνουν την δική τους παράδοση. Αυτό συνδέεται και με την ετερογνωσία, αφού επιδιώκουν, αλλά και είναι αναγκασμένοι, να μελετούν τις άλλες παραδόσεις με τις οποίες συγχρωτίζονται, ώστε να μπορούν να τις αντιμετωπίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο. Καί πέρα από αυτό το κάνουν για να μπορούν να επιβιώνουν πολιτιστικά. Μέσα στα πλαίσια αυτά αναπτύσσεται και καλλιεργείται μιά ώριμη ψυχολογικά κατάσταση σύγκρισης μεταξύ των διαφόρων παραδόσεων. Είναι δυνατόν, βέβαια, να επικρατήση και ένας συγκρητισμός.

Τήν διαφορά αυτή μπορεί να την ερμηνεύσω και με ένα άλλο παράδειγμα. Οι περισσσότεροι από μάς μεγαλώσαμε στην παλαιά παραδοσιακή γειτονιά μέσα στην οποία συναντούσαμε όλους τούς τύπους των ανθρώπων, από τον καλό οικογενειάρχη μέχρι τον μεθυσμένο που επέστρεφε αργά στο σπίτι του, τρικλίζοντας στον δρόμο. Βλέπαμε τις διάφορες καταστάσεις που συνέβαιναν στα σπίτια, δεδομένου ότι όλη η γειτονιά λειτουργούσε σάν μιά ευρύτερη οικογένεια, βλέπαμε, δηλαδή τις διενέξεις μεταξύ των συζύγων, τις ποικίλες αντιδράσεις των παιδιών, τούς ιδιαίτερους χαρακτήρες τους, τα ελαττώματα και τα προτερήματα όλων των ανθρώπων. Επίσης μάς δινόταν η δυνατότητα να γνωρίσουμε τις άγαμες μητέρες και γενικότερα βλέπαμε όλη την σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική ακόμη ανάπτυξη των ανθρώπων. Καί αυτό γινόταν κατά ένα φυσιολογικό τρόπο μέσα σε μιά ζωντανή οργανωμένη κοινότητα και σε μιά διασταλτική έννοια του χρόνου. Εν τώ μεταξύ ακούγαμε και την σχετική ανάλυση - ερμηνεία που έκαναν οι συγγενείς μας για όλα αυτά τα γεγονότα.

Όμως, όταν χάθηκε η δυνατότητα της γειτονιάς, η οποία λειτουργούσε ως ψυχοθεραπευτική κοινότητα, και χάθηκε αυτή η σύνολη θέαση της πεπτωκυίας κοινωνίας, τότε ανέλαβε η τηλεόραση με τα διάφορα σίριαλ να διδάξη την νοοτροπία και την κατάσταση που επικρατεί στις ανθρώπινες κοινωνίες. Αλλά, όπως είναι γνωστόν, η τηλεόραση δείχνει τα γεγονότα εντελώς αποσπασματικά, περιορισμένα χρονικά, δηλαδή, συμπεπυκνωμένα, χωρίς παράλληλα να δίδη τις απαραίτητες ερμηνείες. Οπότε δεν αφομοιώνονται οργανικά και ουσιαστικά, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος, ιδιαιτέρως ο νέος άνθρωπος να διακρίνεται από μιά ψυχολογική αναπηρία, και κατά κάποιον τρόπο ανωριμότητα.

Αυτό το παράδειγμα ισχύει και στο θέμα των λεγομένων αμιγών ή πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η λεγομένη πολυπολιτισμική κοινωνία ωριμάζει καλύτερα τον άνθρωπο και του δίνει την δυνατότητα αφ’ ενός μέν να στηρίζεται περισσότερο στα δεδομένα της παραδόσεώς του, αφ’ ετέρου δέ να γνωρίζη τις διαφορές με τις άλλες πολιτισμικές παραδόσεις.

Η επικοινωνιολογία κάνει λόγο για το πώς λειτουργεί η λεγομένη πολυπολιτισμική κοινωνία. Γιά παράδειγμα, ο Rήbήίι Pήίk αναπτύσσει την σημασία των δύο κοινωνικών λειτουργιών για την αρμονική ανάπτυξη της κοινωνίας. Η μία κοινωνική λειτουργία ονομάζεται «επικοινωνία» και διατηρεί την ενότητα και την ακεραιότητα μιάς κοινωνικής ομάδας στον χώρο και τον χρόνο και βοηθά στην μετάδοση της ιδιαίτερης παράδοσης. Καί η άλλη κοινωνική λειτουργία ονομάζεται «ανταγωνισμός», ο οποίος βέβαια δεν είναι αγώνας για την επιβίωση, αλλά δηλώνει την σχέση μεταξύ όλων των κοινωνικών ομάδων. Έτσι, «οι παράγοντες του ανταγωνισμού και της επικοινωνίας, μονολότι αποτελούν αποκλείνουσες και ασυντόνιστες κοινωνικές λειτουργίες, ωστόσο στην πραγματική ζωή της κοινωνίας συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν ο ένας τον άλλο». Τό ίδιο ακριβώς ερμηνεύεται και με δύο άλλες κοινωνικές λειτουργίες, όπως «την διάδοση» που λειτουργεί μεταξύ της ίδιας πολιτιστικής ομάδος και συνδέεται με την νοοτροπία της «πολιτιστικής απομόνωσης» μιάς ομάδος, καθώς επίσης και την διαδικασία του «προσπολιτισμού» με την οποία οι πολιτιστικές ομάδες ζούν με σχέσεις συμβολικές με άλλες πολιτιστικές παραδόσεις, υπερβαίνοντας την πολιτιστική απομόνωση.

Η θεωρία των συστημάτων, με τα υποσυστήματα και τα υπερσυστήματα που αναπτύσσεται στην Αμερική, εξηγεί αναλυτικά πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν πολλές πολιτισμικές ομάδες σε μιά σύγχρονη κοινωνία. Αυτό γίνεται γιατί λειτουργούν μερικοί απαραίτητοι κανόνες, όπως η χάραξη των ορίων μεταξύ των συστημάτων, η σωστή οργάνωση κάθε συστήματος και η εύρεση του πραγματικού τρόπου επικοινωνίας μεταξύ αυτών των συστημάτων. Τά όρια, η οργάνωση και η επικοινωνία λύουν κατά τον καλύτερο τρόπο την συνύπαρξη στον ίδιο χώρο και χρόνο διαφόρων κοινωνικών και πολιτιστικών ομάδων.

Επεκτείνοντας, ως προς το σημείο αυτό το θέμα, θα ήθελα να σημειώσω ότι στις αμιγείς πολιτισμικά κοινωνίες ο άνθρωπος θεωρεί ως δεδομένο το ότι ανήκει σε ένα πολιτισμό, καυχάται για την κληρονομιά που του έδωσαν οι προγονοί του, δηλαδή στηρίζεται περισσότερο στην ιδέα, τον πολιτισμό και όχι το πρόσωπο. Αντίθετα στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες οι άνθρωποι βλέπουν την παράδοσή τους συνδεδεμένη με την προσωπική ελευθερία, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, και δεν στηρίζονται στην φύση και την αναγκαστική κληρονομικότητα.

Τό φαινόμενο αυτό το οποίο προσπάθησα ακροθιγώς να θίξω εδώ εξηγείται και θεολογικά. Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, και πολλοί άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν λόγο για την καταφατική και αποφατική θεολογία. Αυτήν την διάκριση μπορεί κανείς να την δή από πολλες πλευρές, αλλά στο σημείο αυτό θέλω να εντοπίσω μιά πλευρά που έχει σχέση με το θέμα μας. Η λεγομένη καταφατική θεολογία συνδέεται με τα κρατικά στηρίγματα, τις λεγόμενες πολιτικές προστασίες, ενώ η αποφατική θεολογία στηρίζεται κυρίως στην πρόνοια του Θεού και επιβιώνει περισσότερο έξω από κρατικά μορφώματα και τούς ανθρώπινους οργανισμούς.

Καί όπως γίνεται αντιληπτό η καταφατική θεολγία, με την έννοια που εξετάζουμε στο σημείο αυτό, συνδέεται αναπόσπαστα με την εκκοσμίκευση. Άλλωστε η εκκλησιαστική ιστορία διδάσκει ότι η δόξα της Εκκλησίας βιώθηκε σε απόλυτο βαθμό κατά την εποχή των διωγμών, αφού τότε ανεδείχθησαν οι μάρτυρες της Εκκλησίας. Αντίθετα όταν η Ορθοδοξία έγινε επίσημη θρησκεία του Κράτους, εκκοσμικεύθηκε η πίστη, οπότε αναπτύχθηκε ο μοναχισμός ως αναχωρητισμός για να ζήση την αποφατική έκφραση και ζωή.

Βέβαια υπάρχουν κίνδυνοι σε τέτοιες πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όπως ο κίνδυνος του φονταμενταλισμού. Όμως οι σύγχρονες κοινωνίες πρέπει να θεσπίζουν νόμους και κανόνας για την συνύπαρξη πολλών κοινωνικών και πολιτισμικών ομάδων. Στό σημείο αυτό βλέπω και την μεγάλη σπουδαιότητα και αξία της δημοκρατίας.

Ζούμε σε μιά εποχή κατά την οποία η πίστη στον Θεό και η πολιτισμική παράδοση πρέπει να γίνη προσωπική υπόθεση, να εξαρτάται από την ελευθερία του ανθρώπου, και ξέρουμε πολύ καλά ότι η ελευθερία, ως προσωπικό κατόρθωμα μέσα σε παραδοσιακά πλαίσια, είναι ανώτερη από την αναγκαιότητα της φύσης.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3058