Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Η «ευχάριστη» καταπίεση

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Μέ τις ζέστες του Καλοκαιριού και τή λήξη των σχολικών μαθημάτων αλλάζει ο ρυθμός της ζωής σχεδόν όλων των ανθρώπων, ιδιαίτερα, όμως, των παιδιών. Οι μεγάλες καλοκαιρινές μέρες με τον πολύ ήλιο συνδέονται με μιά αίσθηση ελευθερίας. Αυτήν την δίνει η άδεια από την εργασία για τούς μεγάλους, οι διακοπές των σχολείων για τα παιδιά. Τό μονότονο σχολικό πρόγραμμα τελειώνει, τα άγχη των εξετάσεων λύνονται. Τό τελευταίο αγχολυτικό είναι τα αποτελέσματα. Γιά κάποια παιδιά, όμως, η καταπίεση του σχολείου συνεχίζεται και το Καλοκαίρι, απλώς τώρα αλλάζει χέρια... Πρέπει να ομολογηθή, βέβαια, ότι γίνεται πιό κατανοητή και πιό ευχάριστη.

Θά πήτε: Υπάρχει ευχάριστη καταπίεση; Μή πάει ο νούς σε μαζοχιστικές καταστάσεις. Τό ερώτημα είναι ευλογοφανές, όμως, μπορεί να απαντηθή με επάρκεια από την ακόλουθη γενική ερώτηση: Υπάρχει άνθρωπος που δεν καταπιέζεται; Πέρα από τις ασθένειες και το θάνατο (την κτιστότητα και την φθαρτότητα), που είναι οι μεγάλοι δυνάστες του ανθρώπινου γένους, ακόμη και η ελευθερία μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καταπίεση. Αυτό λέγεται από την εξής άποψη. Εφόσον ως ελευθερία βιώνουμε την δυνατότητα της επιλογής, αυτό σημαίνει ότι, με την αναγκαστική μερικότητα των επιλογών μας, αφήνουμε κάποιες επιθυμίες μας ανεκπλήρωτες. Δέν είναι δυνατόν να τα απολαμβάνουμε όλα. Δέν έχουμε την φυσική ικανότητα για κάτι τέτοιο. Πέρα όμως από τον φυσικό περιορισμό υπάρχει και ο αντίλογος της συνείδησης, που ελέγχει ως παράνομες κάποιες από τις επιθυμίες μας. Μοιάζουμε σε υπαρξιακό επίπεδο με τούς αρρώστους που είναι αναγκασμένοι να επιβάλλουν στον εαυτό τους αυστηρή δίαιτα. Ως παράδειγμα μπορούμε να σκεφτόμαστε τούς διαβητικούς που αγαπούν υπερβολικά τα γλυκά. Καταπιέζονται πολύ σ’ αυτή τους την αγάπη προκειμένου να έχουν την ελευθερία να ζούν.

Η ελευθερία και η ζωή συνδέονται με πόνους. Μέσα στην «πεπτωκυία» κατάστασή μας ο συντονισμός των δυνάμεων της ψυχής με το πνεύμα των εντολών του Χριστού περνάει από «καταπιέσεις», οι οποίες προϋποτίθεται ότι γίνονται «μετά λόγου», αγάπης και ελευθερίας. Είναι γεγονός ότι πολλά πράγματα στην πνευματική πορεία του ανθρώπου είναι ακατανόητα για την κοινή λογική. Υπάρχουν γόνιμες αντιφάσεις που αναγεννούν τον άνθρωπο, διαστέλλουν την ύπαρξή του, φωτίζουν και πραγματοποιούν την θεολογική του αναφορά. Παραδείγματα τέτοιων γόνιμων αντιφάσεων είναι η σύζευξη υπακοής και ελευθερίας, επιμονής και ταπείνωσης, επιείκειας και ακαμψίας ή ακόμη «καταπίεσης» και χαράς.

Όπως γίνεται αντιληπτό όλα αυτά ειπώθηκαν για να εξηγηθή η οξύμωρη έκφραση «ευχάριστη καταπίεση». Υπάρχουν, πράγματι, «καταπιέσεις» που είναι ευχάριστες, γιατί έχουν μέσα τους ανθρωπιά και πολύ θετικό περιεχόμενο. Δέν πρόκειται για νοσηρές καταστάσεις ή για παράλογες επιβολές κάποιων ισχυρών. Δέν έχουν σχέση και δεν ενδιαφέρουν τούς μεγάλους, τούς «ώριμους» και «πετυχημένους» ανθρώπους. Αυτές οι «καταπιέσεις» είναι πλεονέκτημα των παιδιών. Αυτών που μπορούν να χαίρονται με τούς συνομηλίκους τους. Γιά να γίνω πιό σαφής και να μή θεωρηθή ότι παίζω με τις λέξεις, όταν μιλώ για «ευχάριστη καταπίεση», έχω στο νού μου την συμμετοχή των παιδιών σε κατασκηνωτικά προγράμματα, τα οποία, ως «προγράμματα» έχουν δεσμεύσεις, δηλαδή «καταπιέσεις». Είναι, όμως, ευχάριστα. Μέ ευχάριστο τρόπο ωριμάζουν τα παιδιά, τα κάνουν υπεύθυνα, τα βοηθούν να αναλαμβάνουν την ευθύνη του εαυτού τους και του περιβάλλοντός τους.

Τίς ημέρες αυτές, συμμετέχοντας στην ετοιμασία των κατασκηνώσεων της Ιεράς Μητροπόλεως, με απασχόλησε η χαρά που νιώθουν τα παιδιά στην κατασκήνωση. Κάποιες στιγμές την έβρισκα ακατανόητη, γιατί προσπαθούσα να την εξηγήσω με τις προϋποθέσεις που έχουν τα παιδιά σήμερα' την άκρατη ελευθερία, την αντίδραση σε κάθε επιβαλλόμενο πρόγραμμα, την παρρησία και την αυτονόητη ανυπακοή προς τούς μεγαλυτέρους. Έκανα όμως λάθος. Συνήθως οι μεγαλύτεροι μεγεθύνουμε τα «παραπτώματα» των παιδιών, κυρίως όταν ανακαλύπτουμε σ’ αυτά τον «παλαιό» εαυτό μας. Τά παιδιά είναι πιό φυσικοί άνθρωποι από τούς μεγάλους, οι οποίοι άφησαν τον εαυτό τους να διαμορφωθή από τις σκληρές κοινωνικές συνθήκες, χωρίς πρωτεύοντα καθοδηγό τον λόγο της Εκκλησίας. Γι’ αυτό τα παιδιά κατανοούν και αποδέχονται την αναγκαιότητα κάποιων δεσμεύσεων, κάποιων «καταπιέσεων», προκειμένου να απαρτίσουν μιά κοινότητα ελευθερίας και αγάπης. Έχω στο νού μου κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις μικρών παιδιών που ήταν πολύ προσκολλημένα στούς γονείς τους. Τήν πρώτη ή την δευτέρη μέρα αισθάνονταν εγκαταλελειμμένα από την γονική φροντίδα, αισθάνονταν την απουσία του σπιτιού και το πρόγραμμα της κατασκήνωσης ήταν γι’ αυτά πολύ σκληρό. Στό τέλος, όμως, της κατασκηνωτικής περιόδου δεν ήθελαν να γυρίσουν στο σπίτι. Πώς μπορεί να εξηγηθή αυτή η αλλαγή;

Υπάρχουν δύο στοιχεία που πρέπει να υπογραμμισθούν. Πρώτον, τα παιδιά μπαίνοντας στον κατασκηνωτικό πρόγραμμα απαλλάσσονται από την προστασία των γονέων, η οποία, κάποτε, ως υπερπροστασία, γίνεται πολύ καταπιεστική. Αισθάνονται ελεύθερα, αυτόνομα. Αναγκάζονται να οργανώσουν τον εαυτό τους, χωρίς τα γονικά στηρίγματα, απέναντι στην ομάδα στην οποία εντάσσονται. Σ’ αυτήν την διαδικασία το ένστικτο της αυτοσυντήρησης δρά δημιουργικά. Επιβεβαιώνει την ετερότητα, αλλά και την ανάγκη της συνεργασίας του ενός με τούς πολλούς. Η αίσθηση αυτή είναι πολύ σημαντική. Τό παιδί αισθάνεται ότι έχει αξία και λόγο. Υπομένει «στερήσεις», «καταπιέσεις», τις οποίες, όμως, κατανοεί και ευχάριστα αποδέχεται. Δεύτερον, η πληρότητα του κατασκηνωτικού προγράμματος δεν αφήνει τούς κατασκηνωτές να ραθυμίσουν, ούτε να κουραστούν υπερβολικά. Γεμίζει τις μέρες τους με δραστηριότητες που αφορούν τον σύνολο άνθρωπο, όλες τις διαστάσεις της ζωής του. Αυτή η πληρότητα δίνει χαρά και ενδιαφέρον για την ζωή. Υποδεικνύει τον φυσικό τρόπο με τον οποίο πρέπει να ζή ο άνθρωπος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις, στις οποίες μαζί με την ψυχαγωγία, την άθληση, την εργασία, διδάσκεται η προσευχή και η μετοχή στή λατρεία της Εκκλησίας, με τρόπο φυσικο, ως εκπλήρωση μιάς φυσικής ανάγκης της ψυχής.

Η χαρά της κατασκηνωτικής ζωής προέρχεται από το πνεύμα του προγράμματος και τις δραστηριότητες που αυτό προβλέπει. Η ραθυμία και απραξια δεν έχουν καμμιά σχέση με την ξεκούραση και την χαρά. Γι’ αυτό πρέπει να τονισθή ότι οι διακοπές –είτε των παιδιών είτε των μεγάλων– δεν πρέπει να ταυτίζονται με την απουσία εργασίας και δραστηριότητος. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μένη αργός. Ο νούς του θέλει εργασία, το σώμα του θέλει κίνηση. Η μελέτη, η χειρωνακτική εργασία ή η άθληση πρέπει να γεμίζουν τον χρόνο των διακοπών. Η ανάπαυση είναι απαραίτητη, αλλά πρέπει να είναι λελογισμένη. Ανάπαυση για κάποιον που εργάζεται πνευματικά μπορεί να αποτελέση ο σωματικός κόπος, ενώ για άλλον που εργάζεται χειρωνακτικά ο διανοητικός κόπος της μελέτης. Η ειδοποιός διαφορά των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στις διακοπές είναι ότι δεν επιβάλλονται από τις κοινωνικές συνθήκες, ούτε από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις. Επιλέγονται ελεύθερα. Η ποιότητά τους, βέβαια, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τούς οποίους είναι ο εσωτερικός προσανατολισμός του ανθρώπου, το νόημα που έχει δώσει στην ζωή του.

Οι διακοπές δείχνουν την ποιότητα των προσανατολισμών μας. Τά παιδιά που επιλέγουν την συμμετοχή σε κατασκηνωτικά προγράμματα -ιδιαίτερα της Εκκλησίας- ξέρουν ώριμα να επιλέγουν. Υποψιάζονται ή εχουν γευθεί την ελευθερία που χαρίζει η «ευχάριστη καταπίεση» του κατασκηνωτικού προγράμματος.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2401