Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ ἡσυχαστικός μοναχισμός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (Α')

Στούς περισσοτέρους κανονισμούς τῶν συγχρόνων Ἱερῶν Μονῶν διαλαμβάνεται ὅτι ἡ μοναχική ζωή θά ἑξασκῆται σύμφωνα μέ τίς ἀσκητικές διατάξεις τοῦ Μ. Βασιλείου, καί τοῦτο γιατί πράγματι θεωρεῖται ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἐκεῖνος πού διαμόρφωσε τόν κοινοβιακό μοναχισμό. Τό σπουδαιότερο ὅμως εἶναι ὅτι ὑπάρχουν μερικοί μοναχοί οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν τόν Μ. Βασίλειο, γιά νά δικαιολογήσουν τόν τύπο τοῦ κοινωνικοῦ μοναχισμοῦ, δηλαδή δικαιολογοῦν τούς μοναχούς ἐκείνους πού ἀσκοῦν κοινωνικό ἔργο, στόν τύπο τοῦ κοινωνικοῦ δυτικοῦ φράγκικου μοναχισμοῦ. Νομίζω ὅμως ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος δέν προσφέρεται γιά νά δικαιολογήση ἕναν μοναχισμό πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἔξω δηλαδή ἀπό τόν ἡσυχαστικό-νηπτικό μοναχισμό, πού ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Στά ἑπόμενα θά προσπαθήσω νά ἀναπτύξω ἐν συντομία αὐτό τό θέμα, διότι θεωρῶ ἱεροσυλία νά ἐκλαμβάνεται ὁ Μ. Βασίλειος ὡς διδάσκαλος ἑνός μοναχισμοῦ μέ ἔντονο δυτικό πνεῦμα, μέ τήν ἀκτιβιστική νοοτροπία καί τήν ἀποβολή τοῦ ἠσυχαστικοῦ–νηπτικοῦ πνεύματος τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

1. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς ἀσκητής

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Ἀθήνα στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἐπισκέφθηκέ τα τότε μοναστικά κέντρα τῆς Ἀνατολῆς (Ἀλεξάνδρεια, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Κοίλη Συρία, Μεσοποταμία) καί γνώρισε πολλούς ἀσκητές. Εἶχαν προηγηθῆ οἱ πρῶτοι ἐρημίτες μοναχοί, ὅπως ὁ Μ. Ἀντώνιος, καθώς ἐπίσης καί ὁ πρῶτος διοργανωτής τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, δηλαδή ὁ ὅσιος Παχώμιος. Ἔχοντας αὐτά τά πρότυπα ὁ Μ. Βασίλειος, κατ’ ἀρχάς ἐπιδόθηκε στόν ἐρημητικό βίο μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.

Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια πορεύθηκε σέ ἐρημική τοποθεσία, παρά τόν Ἴρι ποταμό τοῦ Πόντου καί ἐκεῖ ἀσκήθηκε στά ἐνδότερά της πνευματικῆς ζωῆς. Ὑπάρχουν ἐπιστολές πού ἐκθέτουν κατά τόν πλέον ἀνάγλυφο τρόπο αὐτήν τήν περίοδο τῆς ζωῆς του.

Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο περιγράφει τήν τοποθεσία στήν ὁποία ἠσκεῖτο ἐκείνη τήν ἐποχή. Πρόκειται γιά ἕνα μέρος πού εὑρίσκεται σέ ὑψηλό ὅρος κεκαλυμμένο μέ πυκνό δάσος καί στίς ὑπώρειες ἐπεκτείνεται μιά ὁμαλή πεδιάδα. Ὁ τόπος αὐτός ὁμοιάζει μέ νῆσο, δηλαδή εἶναι σάν ἀποκλεισμένος, ἀφοῦ ἀπό τήν μιά πλευρά ὑψώνεται τό βουνό, ἀπό τίς ἄλλες δύο πλευρές τά φαράγγια καί ἀπό τήν τέταρτη πλευρά ρέει ὁ ποταμός πού χύνεται στό βάθος τοῦ γκρεμοῦ. Μόνον μία εἴσοδος ὑπάρχει τῆς ὁποίας ἦταν κύριος ὁ Μ. Βασίλειος, δηλαδή μποροῦσε νά ἐπικοινωνήση μέ τούς ἄλλους. Ὁ τόπος ἐκεῖνος εἶχε πολλά δένδρα, τά ὁποῖα παρήγαγαν πολλούς καρπούς, ἀλλά ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, λόγω ἀπουσίας τῶν θορύβων, ὁ τόπος ἐκεῖνος «ἤδιστον ἐμοί πάντων καρπῶν τήν ἡσυχίαν τρέφει».

Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο προχωρεῖ στήν περιγραφή τῆς ἀσκητικῆς μεθόδου τήν ὁποία ἀκολουθοῦσε καί εἶναι ἡ λεγομένη ἠσυχαστική–νηπτικὴ μέθοδος, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται πρός τόν Θεό, ἑνώνεται μαζί Του καί ἔτσι ἀποκτᾶ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν στά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης ὕπαρξης.

Ἀναλύει ὅτι μόνον διά τῆς ἡσυχίας εἶναι δυνατόν νά τιθασσευθοῦν τά πάθη, ἀφοῦ ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ ἀρχή τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς. Καί βέβαια, ὅπως φαίνεται καθαρά στό κείμενο αὐτό, δέν ἐννοεῖ μόνον τήν σωματική ἡσυχία, δηλαδή τήν ἀπουσία τῶν θορύβων, ἀλλά κυρίως τήν νοερά ἡσυχία, γι’ αὐτό γράφει: «ἐν ἡσυχία τόν νοῦν ἔχειν πειράσθαι προσήκει». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέν πρέπει νά περιφέρεται δεξιά καί ἀριστερά, δέν πρέπει νά περισπᾶται ἀπό κοσμικές μέριμνες, γιατί τότε δέν μπορεῖ νά ἀτενίση τήν ἀλήθεια. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τόν ὀφθαλμό τοῦ σώματος, πού ὅταν περιφέρεται δεξιά καί ἀριστερά, ἄνω καί κάτω καί δέν προσηλώνεται σέ ἕνα μέρος, δέν μπορεῖ νά δή καθαρά αὐτό πού βρίσκεται μπροστά του. Ἄλλωστε, ὅπως ἐξηγεῖ, ἡ ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ σωματική μετακίνηση ἀπό αὐτόν, ἀλλά ἡ ἀπόσπαση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν συμπάθεια στό σῶμα.

Στήν ἐπιστολή αὐτή ὁ Μ. Βασίλειος κάνει λόγο γιά τήν ἄσκηση στήν ὁποία ὑποβαλλόταν στόν Πόντο, ὅπως ἄσκηση στήν τροφή, στά ἐνδύματα, στόν ὕπνο. Ἀλλά ἐκεῖνο πού περιγράφει εἶναι ὅτι ἐπιδιδόταν στήν προσευχή καί στήν ἀνάγνωση, ἀφοῦ ἡ μία διαδεχόταν τήν ἄλλη. Κυρίως δίνει μεγάλη σημασία στήν προσευχή πού γίνεται μέ συγκεντρωμένο τόν νοῦ καί διά τῆς ὁποίας προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα του. «Καί τοῦτό ἐστι τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις, τό διά τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἐαυτῶ τόν Θεόν». Ὅταν, δηλαδή, ὑπάρχη στόν ἀσκούμενο ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτό εἶναι ἔνδειξη ὅτι μέσα του κατοικεῖ ὁ Θεός, ὅτι ὁ ἀσκούμενος ἔχει ἔνοικον τόν Θεό. Τότε ὁ ἀσκούμενος γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ. «Οὕτω γινόμεθα ναός Θεοῦ, ὅταν μή φροντίσι γηίναις τό συνεχές της μνήμης διακόπτηται, ὅταν μή τοῖς ἀπροσδοκήτοις πάθεσιν ὁ νοῦς ἐκταράττηται, ἀλλά πάντα ἀποφυγῶν ὁ φιλόθεος ἐπί Θεόν ἀναχωρῆ». Στό καταπληκτικό αὐτό χωρίο εὑρίσκεται ὅλη ἡ ἀσκητική–νηπτικὴ–ησυχαστικὴ μέθοδος τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Θεό, καί γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαρισθῆ ἀπό τά πάθη καί ἔχη τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, τότε δέν διακόπτεται αὐτή ἡ μνήμη οὔτε ἀπό τίς γήινες φροντίδες οἱ ὁποῖες συνεχίζονται, οὔτε ἀπό τά ἀπροσδόκητα πάθη, ὅπως οἱ ἀρρώστιες, ὁ θάνατος, οἱ συκοφαντίες κλπ. Παρά τό ὅτι ὅλα αὐτά ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο, ἐν τούτοις ὁ νοῦς παραμένει ἀτάραχος καί μάλιστα τά ἀποφεύγει ὅλα αὐτά καί ἀναχωρεῖ στόν Θεό. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ καί ἔχει ἔνοικο μέσα του τόν Θεό.

Οὐσιαστικά πρόκειται γιά τήν νηπτική–ἡσυχαστικὴ μέθοδο διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ξεχωρίζει τήν νοερά ἐνέργεια ἀπό τήν λογική ἐνέργεια, ὁπότε ἡ μέν λογική ἐνέργεια ἀσχολεῖται μέ τίς φροντίδες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἡ δέ νοερά ἐνέργεια ἀσχολεῖται μέ τόν Θεό.

Ἀναλυτικότερα ὁ Μ. Βασίλειος περιγράφει αὐτήν τήν μέθοδο πού λέγεται στήν Ἐκκλησία μᾶς ἀποφατική μέθοδος, γιατί ὁ ἄνθρωπος δί’ αὐτῆς φθάνει στήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε νά παραθέσουμε στό σημεῖο αὐτό καί ἕνα καταπληκτικό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου πού περιγράφει τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς. «Νοῦς μέν γάρ μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω, μηδέ ὑπό τῶν αἰσθητηρίων ἐπί τόν κόσμον διαχεόμενος, ἐπανεισι μέν πρός ἐαυτόν, δί’ ἐαυτοῦ δέ πρός τήν περί Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει' κακείνω τῷ κάλλει περιλαμπόμενος τέ καί ἑλλαμπόμενος καί αὐτῆς τῆς φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε πρός τροφῆς φροντίδα, μήτε πρός περιβολαίων μέριμναν τήν ψυχήν καθελκόμενος, ἀλλά, σχολήν ἀπό τῶν γηίνων φροντίδων ἄγων, τήν πάσαν ἐαυτοῦ σπουδήν ἐπί τήν κτῆσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν μετατίθησι».

Στό καταπληκτικό αὐτό χωρίο φαίνονται πολλές πραγματικότητες. Ἐντοπίζουμε τρεῖς ἀπό αὐτές. Ἡ πρώτη ὅτι ὁ ἀσκητής πρέπει νά συγκεντρώση τόν νοῦ του ἀπό τήν διάχυση στόν κόσμο, πού γίνεται διά τῶν αἰσθητηρίων, καί ἔτσι νά ὁδηγηθῆ ἐντός του, στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Πρόκειται γιά τήν κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ. Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅταν ὁ νοῦς ἀποσπασθῆ ἀπό τά ἔξω καί στραφῆ στήν καρδιά, τότε ἀναβαίνει στόν Θεό καί ἑλλάμπεται ἀπό τό φῶς Του. Δηλαδή, διά τῆς ἐσωτερικῆς ἡσυχίας, διά τῆς νηπτικῆς ὁδοῦ ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ἡ τρίτη ὅτι στήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος βιώνει, κατά διαφόρους βαθμούς, τήν ἔκσταση, δέν φροντίζει γιά τά ἀνθρώπινα καί κοσμικά, ἀλλά ἐνδιαφέρεται μόνον γιά τήν ἀπόκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, διότι σέ τέτοιες καταστάσεις ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό τήν ἀγάπη τῶν κτισμάτων.

Ἡ ὅλη αὐτή διαδικασία δέν γίνεται χωρίς τήν ἀγάπη, ἀλλά ἐνεργεῖται μέσα σ’ ἕναν μεγάλο πόθο, σέ ἕναν καθαρότατο ἔρωτα πρός τόν Θεό. Στό σύγγραμμά του «ὄροι κατά πλάτος», ἀναφερόμενος στήν ἀγάπη, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ποῖος πόθος ψυχῆς οὕτω δριμύς καί ἀφόρητος ὡς ὁ ἀπό Θεοῦ ἐγγινόμενος τή ἀπό πάσης κακίας κεκαθαρμένη ψυχή καί ἀπό ἀληθινῆς διαθέσεως λεγούση ὅτι "Τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμί";». Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό τά πάθη καί βεβαίως στήν συνέχεια ἔρχεται ἀπό τόν Θεό πρός τήν ψυχή ὁ δριμύς καί ἀφόρητος πόθος–αγαπή της ψυχῆς. Ὁπότε ἡ ἀγάπη αὐτή δέν εἶναι ψυχολογικῆς προελεύσεως, ἀλλά θεολογικῆς, δίδεται ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό στήν καθαρή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί βέβαια ὁ πόθος αὐτός ἔχει ἀποτελέσματα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις φθάνει στήν θέα τοῦ Θεοῦ ὡς φωτός. «Ἄρρητοι παντελῶς καί ἀνεκδιήγητοί του θείου κάλλους αἵ ἀστραπαί' οὐ παρίστησι λόγος, οὐ δέχεται ἀκοή». Πρόκειται γιά φῶς ἄκτιστο, γιά ἄκτιστα ρήματα καί ἄκτιστα νοήματα. Τό κάλλος αὐτό, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι ἀθεώρητο ἀπό τούς σαρκικούς ὀφθαλμούς, ἀλλά καταληπτό μόνον ἀπό τήν ψυχή καί τήν διάνοια (μᾶλλον τόν νοῦν). Τό φῶς τοῦ ἥλιου, τῆς σελήνης καί τοῦ αὐγερινοῦ, συγκρινόμενο μέ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὑστεροῦν ὑπερβολικά, διαφέρουν ὅσο ἡ ἀσέληνη νύκτα ἀπό τήν λαμπρά μεσημβρία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐνθυμεῖται τήν διατριβή τους στόν Πόντο, μέσα σέ αὐτήν τήν ἠσυχαστική–νηπτικη παράδοση, καί γράφει στόν Μ. Βασίλειο: «Τίς δώσει τάς ψαλμωδίας ἐκείνας καί τάς ἀγρυπνίας, καί τάς δί’ εὐχῆς πρός Θεόν ἐκδημίας, καί τήν οἰονεῖ ἄϋλον ζωήν καί ἀσώματον;».

Ο Μ. Βασίλειος ὑπῆρξε ὁ διοργανωτής τοῦ κοινοβιακοῦ βίου στόν Πόντο καί τήν Καππαδοκία. Τούς ἐρημίτες τούς συγκέντρωσε σέ κοινόβια, ὥστε ἔτσι νά ὑπάρχη μεγαλύτερη ἀσφάλεια γιά τήν κατά Χριστόν ζωή. Ὑπάρχουν, βέβαια, μερικοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος ἤθελε τόν μοναχισμό νά βρίσκεται μέσα στόν κόσμο καί βέβαια τόν παρουσιάζουν ὡς ἕνα διδάσκαλο τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς τοῦ μοναχισμοῦ. Νομίζω ὅμως ὅτι αὐτό εἶναι προϊόν συγχύσεως ἀπό μιά παρερμηνεία ἑνός χωρίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού ἀναφέρεται στόν Μ. Βασίλειο.

Συγκεκριμένα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν ἐπιτάφιο λόγο του στόν Μ. Βασίλειο, ἀναφέρεται στήν ἀξία τῆς παρθενίας καί ἀζυγίας καί κάνει λόγο γιά τήν διαφορά μεταξύ του ἐρημικοῦ καί τοῦ μιγάδος βίου. Ὁ ἐρημικός βίος εἶναι το νά ἀσκῆται κανείς μόνος του, ἐνῶ ὁ μιγάς εἶναι ὁ κοινοβιακός, ὅταν παραμένουν πολλοί μοναχοί στόν ἴδιο τόπο καί συνασκοῦνται στήν κατά Χριστόν ζωή. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Τοῦ τοίνυν ἐρημικοῦ βίου, καί τοῦ μιγάδος, μαχομένων πρός ἀλλήλους ὡς τά πολλά, καί διισταμένων, καί οὐδετέρου πάντως ἤ τό καλόν, ἤ τό φαῦλον ἀνεπίμεικτον ἔχοντος». Κάθε βίος, εἴτε ὁ ἐρημικός εἴτε ὁ κοινοβιακός, ἔχει τό καλό καί τό κακό, δηλαδή ὁ ἐρημικός βίος εἶναι πιό ἥσυχος, ἀλλά δέν τοῦ λείπει ἡ ἀλαζονεία, ἐνῶ ὁ κοινοβιακός βίος εἶναι πιό πρακτικός καί χρήσιμος, χωρίς νά ἀποφεύγη τό θορυβῶδες. Ο Μ. Βασίλειος, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, καί τούς δύο αὐτούς τρόπους μοναχικῆς ζωῆς καί τούς συμφιλίωσε καί τούς συνεκέρασε. Ἔτσι, «ἀσκητήρια καί μοναστήρια δειμάμενος μέν, οὐ πόρρω δέ τῶν κοινωνικῶν καί μιγάδων, ... ἀλλά πλησίον συνάψας καί διαζεύξας». Καί αὐτό τό ἔκανε ὥστε «μήτε τό φιλόσοφον ἀκοινώνητον ἤ, μήτε τό πρακτικόν ἀφιλόσοφον».

Βλέποντας κανείς ὅλο το κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μπορεῖ νά ἐξαγάγη τό συμπέρασμα ὅτι ἐδῶ δέν πρόκειται γιά μοναστήρια μέσα στόν κόσμο, ἀλλά γιά ἑνότητα μεταξύ ἐρημικῶν κελλιῶν μέ τά κοινοβιακά μοναστήρια, ὥστε καί οἱ ἐρημίτες νά ἔχουν παρηγοριά, ἀλλά καί οἱ κοινοβιάτες νά ἔχουν πρότυπο ἀσκήσεως. Ἡ λέξη μιγάδες στήν ἀσκητική παράδοση ἀποδίδεται ὄχι στήν κοινωνία τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, ἀλλά στόν κοινοβιακό βίο, στά κοινόβια μοναστήρια. Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά ἐντάξουμε τό χωρίο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου: «Πολλοί μέν τόν ἐρημικόν, ἄλλοι δέ τόν μιγάδα ἤγουν τόν κοινοβιακόν ἐμακάρισαν βίον, ἕτεροι δέ τό προΐστασθαι λαοῦ, νουθετεῖν τέ καί διδάσκειν καί συνιστᾶν ἐκκλησίας...». Ἐδῶ φαίνεται σαφῶς ὅτι στήν ἀσκητική γραμματεία μιγάς βίος θεωρεῖται ὁ κοινοβιακός βίος, ὁ ὁποῖος, βέβαια, διαφέρει ἀπό τόν ἐρημικό βίο καί ἀπό τήν ποιμαντική δράση μέσα στόν κόσμο.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά κάνει λόγο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά τό ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος ἤνωσε τόν ἐρημικό μέ τόν μιγάδα βίο. Ἄλλωστε, στούς «ὅρους κατά πλάτος» καί τούς «ὅρους κατ’ ἐπιτομήν» τοῦ Μ. Βασίλειου δέν φαίνεται ὅτι ὁ Φωστήρ τῆς Καισαρείας ἤθελε οἱ μοναχοί νά ἐμπλέκωνται σέ κοσμικές μέριμνες καί νά ζοῦν μέσα στίς κοινωνίες. Ἀντίθετα μάλιστα ὑπάρχουν ἀποκρίσεις τοῦ Μ. Βασιλείου στίς ὁποῖες φαίνεται νά συνιστᾶ τήν ἀποχώρηση τῶν μοναχῶν ἀπό τούς κοσμικούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό αὐτούς τούς συγγενεῖς τους.

Γιά τό πῶς ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ τόν μοναχό καί σέ ποιά πλαίσια πρέπει αὐτός νά κινῆται θά παρουσιασθῆ στήν ἑπόμενη ἑνότητα.

(συνεχίζεται στό ἑπόμενο)

  • Προβολές: 2903