Συζητήσεις κωφῶν
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἀπό µικρό παιδί ἄκουγα ἀνέκδοτα σχετικά µέ συζητήσεις κωφῶν τά ὁποῖα δημιουργοῦσαν εὔθυμη κατάσταση. Ὁ ἕνας κωφός, λόγω σωματικῆς ἀδυναμίας, προσπαθοῦσε νά συμπληρώνη µέ τήν φαντασία του τά ὅσα ἀδυνατοῦσε νά συλλάβη ἀπό ἐκεῖνα πού ἔλεγε ὁ συνοµιλητής του, µέ συνταρακτική κατάληξη. Στήν συνέχεια, ὅταν ὁ ἄλλος κωφός προσπαθοῦσε µέ τήν δική του φαντασία νά συµπληρώση τούς ἐλλειπτικούς λόγους τοῦ πρώτου, τότε τό πράγμα γινόταν πιό συγκλονιστικό.
Νομίζω ὅμως τό φαινόμενο αὐτό παρατηρεῖται σήµερα σέ κάθε συζήτηση πού γίνεται εἴτε στά µέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης εἴτε στήν καθηµερινή ζωή. Σπάνια συμβαίνει τό ἀντίθετο. Καὶ μάλιστα αὐτό συμβαίνει λόγω μιᾶς ἄλλης κωφότητας, ὄχι πάντως σωματικῆς ἀδυναμίας. Πρόκειται γιά ἕνα συγκεκριµένο τρόπο ζωῆς πού εἶναι συνάρτηση τῆς ὅλης ἀτμόσφαιρας πού ἐπικρατεῖ στήν σημερινή κοινωνία µας. Λέγοντας αὐτά δέν ἐννοῶ, βέβαια, τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού οἱ συζυτητὲς ἢ τουλάχιστον ἕνας ἀπό αὐτούς ἔχει ἀδυναμία νά καταλάβη τὸν λόγο τοῦ ἄλλου καί δέν ἔχει τουλάχιστον τὴν ταπείνωση νά τό ὁμολογήση, οὔτε τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού σκόπιµα µεταθέτει κανεὶς τὸ θέµα σέ ἄλλο ἐπίπεδο, ἀλλά τὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού συνιστοῦν τρόπο ζωῆς, ὅπως θά τό παρουσιάσουµε στήν συνέχεια.
1. Κατ’ ἀρχὰς ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ συζήτηση ἐννοοῦμε τήν προσπάθεια καί ἀπό τά δύο µέρη νά εὐρεθῆ ἡ ἀλήθεια τοῦ πράγματος, τοῦ γεγονότος ἢ τῆς ἐννοίας. Ὑπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ τοῦ ρήµατος «αἰτῶ» καί τοῦ ρήματος «ζητῶ». Τό «αἴτω» ἔχει τήν ἔννοια του ἀπαιτῶ, ἐπαιτῶ, παρακαλῶ, δηλαδή ζητῶ νά µοῦ δοθῆ κάτι. Τό «ζητῶ» ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ἀναζητῶ, ἐρευνῶ, δηλαδή ὑπάρχει ἔφεση γιά εὕρεση καί µάθηση. Αὐτή ἡ λεπτή, ἀλλά βασική διαφορά µεταξύ τῆς ἔννοιας τῶν δύο ρημάτων φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «αἰτεῖτε, καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσετε». Ὅποιος αἰτεῖ θά λάβη, θά τοῦ δοθῆ, καί ὅποιος ἀναζητᾶ θά βρῆ.
Ἔτσι, λοιπόν, ἡ συζήτηση ἀπό αὐτή τήν φύση τῆς λέξεως ὑποδηλώνει τήν προσπάθεια γιά ἀναζήτηση καί εὕρεση τῆς ἀλήθειας ἤ του κεντρικοῦ νοήµατος κάθε πράγµατος. Κατ’ ἐπέκταση αὐτό σηµαίνει ὅτι γίνεται ἐντατική προσπάθεια νά εἰσέλθη κανείς στήν σκέψη τοῦ συνομιλητοῦ του καί νά βρῆ τό κεντρικό νόηµα τῶν λεγομένων. Νά µή στέκεται στίς χρησιμοποιούµενες λέξεις, ἀλλά νά προχωρῆ στά σηµαινόµενα τῶν λέξεων καί ἐννοιῶν.
Ἡ συζήτηση, στήν πραγµατικότητα, εἶναι κίνηση ἐξόδου ἀπό τόν ἀτομικιστικό τρόπο ζωῆς καί σκέψεως καί εἴσδυση στήν ὑποστατικότητα τοῦ ἄλλου ἤ τήν ἔννοια τῶν λεγοµέγων. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί αὐτή ἡ κίνηση, ἡ ἀναζήτηση καί ἡ συζήτηση ἔχει σχέση µέ τήν ἀνάπτυξη τῆς «ἀρχῆς τῆς ὑποστάσεως» καί µέ τόν ὅλο ὑποστατικό τρόπο ζωῆς. Κατά συνέπεια αὐτή ἡ κίνηση προϋποθέτει ἔκσταση, ἔξοδο ἀπό τόν ἀτομικισμό καί εἴσδυση στήν ὑπόσταση τοῦ ἄλλου. Καὶ, βεβαίως, ἡ κίνηση αὐτή ἔχει σχέση µέ τήν θέληση γιά ἀναζήτηση καί εὔρεση.
Αὐτές οἱ προϋποθέσεις εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν καλή ἔκβαση μιᾶς συζητήσεως. Χωρίς αὐτές θά ὑπάρξη ἀποτυχία. Αὐτό τό διέκρινε καί ὁ Ἀριστοτέλης ὅταν ἔλεγε «ἀρχή σοφίας ἐπίσκεψις ὀνομάτῶν». Χωρίς τήν ἐπίσκεψη, τήν ἀναζήτηση τοῦ νοήματος τῶν ὅρων, πού χρησιµοποιούνται στήν συζήτηση, δέν µπορεῖ κανείς νά καταλήξη πουθενά. Στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλέπουμε τήν προσπάθειά τους νά χρησιµοποιοῦν νέους ὅρους, πού ἔπαιρναν ἀπό τήν Φιλοσοφία, ἀποφορτίζοντάς τους ἀπό τήν ἔννοια τήν ὁποία εἶχαν προδώσει οἱ Φιλόσοφοι καί οἱ Φιλοσοφοῦντες αἱρετικοί, καί φορτίζοντάς τους µέ τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία. Γι’ αὐτό καί οἱ συντηρητικοί τῆς ἐποχῆς τους εὕρισκαν ἀφορμή νά τούς κατηγορήσουν καί ἐνοχοποιήσουν. Δηλαδή, οἱ συντηρητικοί συνήθως ἔπαιρναν ἀφορμή ἀπό µερικές λέξεις πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Πατέρες γιά νά τούς κατηγορήσουν ὡς αἱρετικούς. Μέ αὐτόν τόν τρόπο τά λεξίδια γίνονταν ξιφίδια.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀσχολεῖται σέ πολλά κείμενά του γιά τά σηµαινόµενα τῶν ὀνομάτων καί των ὅρων. Ἴσως σ’ἕνα βαθµό αὐτό κάνει καὶ ἡ μοντέρνα ἐπιστήμη τῆς σηµειωτικῆς ἤ σηµειολογίας, πού καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά νά ὑπερβῆ τό ἐμπόδιο τοῦ χρόνου καί νά κατανοήση τά πράγματα, παρουσιάζοντας τά σηµαινόμενά τους. Καὶ ἄν παρατηρήση κανείς ἐπισταμένως θά διαπιστώση ὅτι ἡ σύγχυση πού ἐπικρατεῖ στίς ἡμέρες μας ὀφείλεται στήν ἔλλειψη κατανοήσεως, τοῦ πραγµατικοῦ νοήµατος πού ἔχει κάποιος ὅρος καί κάποια φράση, τόσο στήν πραγματική τους διάσταση ὅσο καί στόν τρόπο πού χρησιµοποιεῖται ἀπό τόν συνοµιλητή.
Πέρα ἀπό αὐτό πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ἐκεῖνο πού παρατηρεῖται σήµερα εἶναι ὅτι πολλοί συνοµιλητές χρησιµοποιοῦν ἀπό τόν λόγο τοῦ ἄλλου μιά φράση ἤ ἀκόμη µιά λέξη πού καταλαβαίνουν καί χωρίς νἁ προσπαθήσουν νά ἀντιληφθοῦν τό ὅλο νόηµα τῆς σκέψεως του, προχωροῦν στήν διάρθρωση τῆς δικῆς τους σκέψεως, πού μπορεῖ νά εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη ἢ καὶ διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού ἀναπτύσσεται κατά τήν συζήτηση -διάλογο. Ἔτσι, ἡ συζήτηση περνᾶ ἀπό θέµα σέ θέµα, ἐκτός ἂν κάποιος ἔμπειρος συζητητής τό καταλάβει νωρίς, ὁπότε ἤ ἐπαναφέρει τήν συζήτηση στήν προηγούµενη θέση ἢ τήν σταματᾶ, ἂν ἀντιληφθῇ ὅτι ὁ συνοµιλητής του εἶναι ἀνίκανος νά τόν παρακολουθήση.
Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά τονίσω εἶναι ὅτι ἄν ὁ συζητητής δέν κάνει ρήγματα, χωρίς νά χάνη τήν βασική του θέση, ἄν δέν ἀναγνωρίζη καί τά δικά του λάθη καί ἐλλείψεις, καί ἄν δέν διακρίνεται γιά τήν κίνηση πρός τήν ὑπόσταση τοῦ ἄλλου, ἡ συζήτηση τότε δέν θά καταλήξη πουθενά. Βλέπει κανείς στά µέσα µαζικῆς ἐνημέρωσης ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐνω ἀκοῦν τόν ἄλλο νά μιλᾶ, στή συγέχεια ὅταν λαμβάνουν τόν λόγο λένε ἄλλα πράγµατα, σάν νά µή τόν εἶχαν ἀκούσει προηγουμένως, ἀκριβῶς γιατί πῆγαν ἐκεῖ µόνο γιά νά ἐκφράσουν καί νά διατυπώσουν τίς ἀπόψεις τους ἤ νά ἀντικρούσουν τά ἐπιχειρήματα του συνομιλητοῦ τους. Καθώς ἐπίσης βλέπει κανείς ὅτι ὅλοι διακατέχονται ἀπό τήν αὐθεντία καί τό ἀλάθητο. Αἰσθάνονται ὅτι εἶναι ἄσφαλτοι. Εἶπα κάποτε, ὅτι μπορεῖ ἡ ἄσφαλτος νά μᾶς δίνη τήν δυνατότητα νά ἐκμηδενίσουμε τίς ἀποστάσεις, ἀλλά ὅμως τό χῶμα εἶναι πιό γνήσιο καὶ βεβαίως καλλιεργήσιμο. Οἱ ἄσφαλτοι, ὅσο αἰσθάνονται ὅτι δέν ἔχουν σφάλματα, εἶναι ἀκατάλληλοι γιά καλλιέργεια!
2. Δυστυχῶς, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, αὐτή ἡ κίνηση καί ἀναζήτηση δέν παρατηρεῖται σήμερα ἐν πολλοῖς στίς συζητήσεις. Ὅλοι ἔχουν ἐπιχειρήματα , αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν τήν ἀλήθεια καί µόνο προσπαθοῦν νά βροῦν τήν εὐκαιρία νά δώσουν τό τελικό κτύπηµα στόν συνομιλητή τους ἀπό τήν ὕπαρξη ἑνός φραστικοῦ λάθους. Τό ἐρώτημα εἶναι γιατί συµβαὶνει αὐτό; Δέν πρόκειται νά έξαντλήσω τό θέµα, ἀλλά νά πῶ τά πιό βασικά σηµεῖα.
Πρῶτον. Κάθε ἄνθρωπος, ὅταν διακρίνεται γιά ἔπαρση διανοητική, ἔχει ἢ αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἀπόψεις ἀπηρτισμένες, οἱ ὁποῖες δέν ἐπιδέχονται ἀμφισθήτηση ἀπό κανέναν. Καί ἂν δέν εἶναι δικές του ἀπόψεις, ὠστόσο εἶναι ἀπόψεις τοῦ κόµµατος ἢ τῆς ὁμάδος στήν ὁποία ἀνήκει καί ἔκπροσωπεῖ. Πρόκειται γιά ἀποσπασματικότητες τίς ὁποῖες ἔχει ἐνδύσει µέ τόν μανδύα τῆς καθολικότητας. Ἔτσι, οἱ ἀπόψεις αὐτές δέν χωροῦν καμμιά ἀμφισβήτηση.
Δεύτερον. Μιά τέτοια ἀντιμετώπιση προϋποθέτει ἕνα ἄτομο πού κλείνεται ἑρμητικά στόν ἑαυτό του καί δέν ἔχει καµµιά θέληση καί διάθεση γιά ἔκσταση, κένωση, ἀγάπη. Ο ἄνθρωπος αὐτός καί ὅταν διαλέγεται, μονολογεῖ, ἁπλῶς ἐκφράζει τίς ἀπόψεις τοῦ φιλοσοφικου του συστήµατος τό ὁποῖο ἔχει καταρτίσει στόν ἐσωτερικό του διανοητικὀ κόσµο. Αὐτό, βέβαια, ἐκφράζει ρεαλιστικότατα τήν λεγομένη διανοητική ὑπαρξιακή µοναξιά του. Ἕνας τέτοιος «τύπος» εἶναι μοναχικός. Καί αὐτό δέν τό ἐννοῶ ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ζῆ µόνος του, ἀλλά ὅτι ἔχει µέτήν δική του θέληση κλεισθῆ στά στεγανά ὅρια τῆς σκέψεώς του.
Τρίτον. Συνέπεια τοῦ προηγουµένου εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ρέπει πρός τό λαλεῖν καί ἀποκλίνει ἀπό τό ἀκούειν. Δέν ἐπιθυμεῖ νά ἀκούη τούς ἄλλους. Ἀναζητᾶ µαθητάς καί ὑποτακτικούς πού θά ἀκούσουν τίς νέες θεωρίες του. ᾽Αλλά καὶ ὅταν φαίνεται ὅτι ἀκούει καί τότε ἀκούει αὐτά πού θέλει ἤ τόν εὐχαριστοῦν νά ἀκούση. Αὐτό εἶναι ἀρκετά ἐπικίνδυνο, γιατί εἶναι τό εὔκρατο κλίµα, ὅπου ἀναπτύσσονται οἱ κόλακες καί ἡ κολακεία.
Τέταρτον. Ὅταν αὐτή ἡ ἀπηρτισµένη ἄποψη στηρίζεται ἢ συµπληρώνεται καί ἀπό τήν δύναμη τῆς ἐξουσίας, τότε ἐκφράζει ὅλη τήν τραγικότητα τῆς καταστάσεως. Παρατηρεῖ κανείς ὅτι ὅσοι κατοχυρώνονται στήν δύναμη τῆς ἐξουσίας, ἔχουν συνηθίσει στό νά διατάζουν. Στήν περίπτωση μάλιστα πού ἐπικρατεῖ καί ὁ ραγιαδισµός τότε τοῦ δίδονται πολλά ἐρείσματα. Ἔτσι, αὐτός πού ἔχει ἐξουσία καί διαθέτει καί µερικές ἀπηρτισμένες ἰδέες, θέλει νά τίς ἐπιβάλη. Ὁπότε, δέν μπορεῖ ποτέ νά κάνη συζήτηση, δέν μπορεῖ νά δεχθῆ µερικές ἀλήθειες πού ἐκφράζει ὁ συνομιλητής του. Ἡ κατάσταση πού μόλις περιγράψαµε µέσα σέ λίγα λόγια ἔχει τήν ψυχολογική της ἑρμηνεία, ἀλλά κυρίως τήν θεολογική - πνευματική. Καί αὐτή εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ. Ὅταν ὑπάρχουν τέτοιοι συζητητές δείχνουν ὅτι λειτουργοῦν σάν ἄτομα καί ὄχι σάν ὑποστάσεις πρόσωπα, ὅτι δέν διακρίνονται γιά τήν ἁπλότητα, τήν ἀγάπη, τήν κένωση, πού εἶναι γνωρίσµατα τῆς ἀληθινῆς ὑποστάσεως, τῆς βίωσης τῆς ὑποστατικῆς ὁδοῦ. Τό νά κλείνεται κανείς ἑρμητικά µέσα στόν ἑαυτό του δείχνει ἐγωισµό καί ὑπερηφάνεια. Τό νά µήν ἀκούη κανείς τόν συνομιλητή του, δείχνει ἀνυπαρξία ἐκστάσεως, κενώσεως καί ἀγάπης, καί μάλιστα ὕπαρξη ὑπερηφάνειας. Αὐτό ἦταν γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν πού δέν μποροῦσαν νά δεχθοῦν καί τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν. Καί σὲ αὐτές τίς περιπτώσεις ἰσχύει ὁ καταπληκτικός λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου: "Τούς λάγνους μποροῦν νά τούς ἰατρεύσουν οἱ ἄνθρωποι, τούς πονηρούς οἱ Ἄγγελοι, καί τούς ὑπερηφάνους µόνο ὁ Θεός».
Εἶναι καλό, ὅποιος τό καταλαβαίνει πρῶτος νά σταματᾶ τίς συζητήσεις τῶν κωφῶν. Τό καλύτερο φάρμακο γιά τόν καθένα προσωπικά, ἀλλά καί γιά τούς ἄλλους εἶναι νά μάθουμε νά ἀκοῦμε, καί νά προσπαθοῦμε νά εἰσέλθουμε στήν ὑπόσταση τοῦ συνομιλητοῦ µας καί στήν ἔννοια τῶν λεγομένων ἀπό αὐτόν. Αὐτό δείχνει ἀνθρωπιά. Αλλά, καὶ ἄν ἀκόμη θέλουμε κάτι νά ποῦμε, τότε νά τό κάνουμε µέ τόν πρέποντα τρόπο, γιατί καί τό χρυσάφι εἶναι πολύτιμο μέταλλο, ἀλλά σκοτώνει τούς ἄλλους ὅταν ἐξσφενδονίζεται µέ σκληρότητα καί µίσος.
- Προβολές: 1264