Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Αγάπη δι’ ιδρώτων ενεργουμένη
του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Οι σκέψεις που ακολουθούν γεννήθηκαν από την διαδικασία καθαριότητας και ετοιμασίας ενός ενοριακού ναού για τις κρύες μέρες του Χειμώνα. Άνδρες και γυναίκες της Ενορίας, μαζί με τούς κληρικούς, τούς επιτρόπους του Ναού και τις κυρίες του Συνδέσμου Αγάπης, ετοίμαζαν το “Ναό του Κυρίου”, τον οίκο της λατρείας και της προσευχής για τή χειμερινή περίοδο. Αυτό το πολύ απλό και “υλικό” γεγονός, το συνηθισμένο σε πολλές Ενορίες, θεωρώ ότι έχει βαθιά θεολογική και εκκλησιολογική σημασία. Αυτό θα προσπαθήσω να αποδείξω στή συνέχεια.
Κάθε γεγονός πρέπει να αξιολογήται ανάλογα με τις συνθήκες μέσα στις οποίες πραγματοποιείται και ανάλογα με το σκοπό που θέλει να ικανοποιήση. Μέ αυτές τις προϋποθέσεις, πώς μπορεί ν’ αξιολογηθή ο ιδρώτας του ενορίτη, που κουβαλά στούς ώμους του τούς τάπητες, με τούς οποίους θα στρωθή ο Ναός ή της ενορίτισσας, που γυαλίζει τα μανουάλια και τ’ άλλα σκεύη του Ναού, όσα μπορούν ν’ αγγίζουν οι λαϊκοί;
Μιά τέτοια “παγκοινιά” αισθητοποιεί τα βασικά χαρακτηριστικά του εκκλησιαστικού σώματος και είναι ταυτόχρονα μιά περιεκτική απάντηση, χωρίς λόγια και επιπόλαιες μεγαλοστομίες, σ’ αυτούς που κάθονται κριτικά απέναντι στην Εκκλησία. Επιγραμματικά, μπορεί να πή κανείς ότι στή συγκεκριμένη εκκλησιαστική διακονία εκφράζεται η διάθεση για ανιδιοτελή προσφορά, φανερώνεται η αρμονία του εκκλησιαστικού σώματος, ομολογείται η πίστη στο μυστήριο της Εκκλησίας και η γνώση του ρόλου που παίζει ο Ναός στή ζωή της ενοριακής κοινότητος.
Η γνησιότητα του πνευματικού πλούτου που έχει ένας άνθρωπος πιστοποιείται από την ευρύτητα και τή δύναμη της αγάπης του, η οποία με τή σειρά της εκφραζεται αυθεντικά σε ταπεινά και υλικά έργα. Τί είναι υλικότερο και ταυτόχρονα πνευματικότερο από το να περιποιήται και να καθαρίζη κανείς με αγάπη έναν κατάκοιτο ασθενή ή, επίσης, από το να διακονή με πίστη στον καθαρισμό και ευτρεπισμό ενός ιερού Ναού;
Είναι χρήσιμο, όμως, να θυμόμαστε πάντα την κρατούσα νοοτροπία. Μέσα, λοιπόν, στις σύγχρονες κοινωνίες, οι εκκλησιαστικές κοινότητες, λειτουργούν σάν ένας άλλος κόσμος, ο οποίος, στα μάτια ορισμένων συνετών κατά σάρκα, μοιάζει εξωπραγματικός. Είναι γεγονός ότι μέσα στον σύγχρονο κόσμο η εμπειρία της Εκκλησίας είναι άγνωστη στούς πολλούς, γι’ αυτό υπάρχει μιά υφέρπουσα αμφισβήτηση για τή ζωή και την πίστη της Εκκλησίας. Η αμφισβήτηση αυτή άλλοτε εκφράζεται με καθαρότητα και άλλοτε “συνεσκιασμένως” και “αινιγματωδώς”. Υπάρχουν οι ευθείς αρνητές της πίστεως, λόγω ιδεολογίας ή αρνητικών εμπειριών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια λιγοστεύουν, υπάρχει, όμως, και μιά μεγάλη κατηγορία αρνητών που δεν τολμούν ευθέως να εκφράσουν την άρνησή τους. Είναι, συνήθως, άνθρωποι οξυδερκείς, με ορισμένες ευαισθησίες, αλλά και κάποιες “αιχμαλωσίες”. Αυτοί προσέχουν και δεν εκτίθενται, διατυπώνοντας απόψεις που γνωρίζουν ότι έχουν ισχυρό αντίλογο από την ίδια την πραγματικότητα. Αυτοί προσπαθούν να εξουδετερώσουν την πίστη με το “ενδιαφέρον” τους για μιά “διαφορετική εκφορά του εκκλησιαστικού λόγου”’ με την προβολή ορισμένων προσαρμογών που θα κάνουν την Εκκλησία πιό ανθρώπινη...
Τό κίνητρο κάθε τέτοιας αμφισβήτησης βρίσκεται στην κυριαρχία του “ιδίου θελήματος”, το οποίο αρνείται το θέλημα του Θεού. Στό θέλημα του Θεού αντιδρά το φίλαυτο εγώ του ανθρώπου. Αυτό που επιθυμεί αλλαζονικά την αυτοθέωση και δεν ανέχεται το κήρυγμα περί ταπεινώσεως και αγάπης του Ευαγγελίου, γιατί σ’ αυτό βιώνει την καταστροφή του. Η ευαγγελική ταπείνωση και η αγάπη συντρίβουν σωτήρια τον ατομισμό και ανασταίνουν το πρόσωπο. Ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν την συντριβή και την ανάσταση, αρχίζει να πιστεύη “μετά πληροφορίας”, να ελπίζη “ακαταισχύντως”, να αγαπά ανιδιοτελώς.
Είναι περιττό να πούμε ότι αυτή η σωτήρια συντριβή δέ γίνεται “χωρίς αίματος”, χωρίς αγώνα και δυσκολίες. Δέν επιτυγχάνεται με ωραίες σκέψεις και στοχασμούς, αλλά με πίστη “δι’ αγάπης ενεργουμένη”. Πιό πρακτικά, μπορούμε να πούμε ότι γεύσεις από τούς καρπούς αυτής της συντριβής αποκτούμε, όταν με απλές κινήσεις, μέσα στην καθημερινότητά μας, πηγαίνουμε κόντρα στή φιλαυτία μας, στην ανάπαυσή μας, στον εγωισμό μας, εμπνεόμενοι από τις εντολές του Χριστού. Ο τρόπος της καθημερινής μας συμπεριφοράς, αλλά και ο κόσμος των λογισμών μας, όπως και ο βυθός των προθέσεών μας, ανοίγουν ή κλείνουν το δρόμο της πνευματικής μας πορείας.
Μετά από όλα αυτά νομίζω ότι μπορούμε να αξιολογήσουμε καλύτερα το έργο των ανθρώπων, οι οποίοι ανασκουμπωμένοι καθαρίζουν και καλλωπίζουν το Ναό της Ενορίας τους, προσφέροντας κόπο και χρόνο στην χειρωνακτική διακονία του Ναού. Αυτοί οι άνθρωποι αντιπαρατάσσουν, στούς ευθείς ή κεκρυμμένους αρνητές της εκκλησιαστικής ζωής, την αγάπη για το Ναό “δι’ ιδρώτων ενεργουμένη” και την πίστη που εκφράζεται με τα λερωμένα ρούχα της δουλειάς.
Ο Μ. Βασίλειος θεωρεί τή σωματική διακονία “σαγήνη” που συγκεντρώνει μέσα της όλες τις αρετές. Αναφέρεται, βέβαια, στην διακονία των ανθρώπων, αλλά το ίδιο μπορεί να ισχύση και για την διακονία του Ναού, όταν, βέβαια, γίνεται μέσα στο πνεύμα της πίστεως και της αγάπης.
Νομίζω ότι από την φύση της αυτού του είδους η διακονία δεν μπορεί να πραγματοποιηθή, αν δεν υπάρχη πίστη και αγάπη. Δέν μπορεί κανείς να ενδιαφέρεται για το Ναό της Ενορίας του, προσφέροντας έργο κοπιαστικό, χωρίς απολαβές, χωρίς προβολές και επαίνους, αν δέ γνωρίζη την μεγάλη σημασία του Ναού για την προσωπική του ζωή, αλλά και τή ζωή ολόκληρης της Ενορίας. Ένα τέτοιο έργο χαρακτηρίζεται από ανιδιοτέλεια. Είναι μιά εθελοντική προσφορά, για την οποία δεν περιμένει κανείς καμμιά ανταπόδοση σε κοσμικό επίπεδο. Ίσως να υπάρχη μιά “πνευματική ιδιοτέλεια” και μιά “καλή πλεονεξία”, που είναι η επιθυμία προσέλκυσης της χάριτος του Θεού, της απόκτησης του “αγιασμού των αγαπώντων την ευπρέπεια του οίκου Του”.
- Προβολές: 3051