Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μήνος: Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, 14 Νοεμβρίου καὶ Β' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ. Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν ἀπό οἰκογένεια ἀρχοντική καί εὐσεβῆ. Ὁ πατέρας τοῦ Κωνσταντῖνος ἦταν μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς συγκλήτου, διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ τοῦ Βασιλέως, ἀλλά καί αὐτοῦ του ἰδίου τοῦ Βασιλέως. Ἦταν εὐλαβέστατος καί εἶχε ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Συνδεόταν μέ ἁγίους ἀνθρώπους, ἀσκητές καί μοναχούς καί συνέδεσε μαζί τους καί τά παιδιά του. Ὅλη ἡ οἰκογένεια ἐξομολογεῖτο στόν ἴδιο πνευματικό πατέρα. Ἔφυγε ἀπό τήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή, ὅταν ὁ Γρηγόριος ἦταν μόλις ἑπτά ἐτῶν. Ὅταν ἀπέθνησκε, ἡ σύζυγός του τοῦ εἶπε νά παρακαλέση τόν αὐτοκράτορα νά θέση ὑπό τήν φροντίδα τοῦ τά παιδιά τους, ἀλλά ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι θά παρακαλέση τήν Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν, νά τά θέση Αὐτή ὑπό τήν προστασία της. Πραγματικά, ἡ Παναγία προστάτευε τόν ἅγιο Γρηγόριο σέ ὅλη του τήν ζωή. Ἡ προστασία ἦταν σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ Ἅγιος πρίν ἀρχίση τήν μελέτη τοῦ γονάτιζε τρεῖς φορές μπροστά στήν εἰκόνα της καί ἔλεγε μιά προσευχή. Ὅταν τό ἔκανε αὐτό μποροῦσε νά συγρατήση τά ὅσα διάβαζε. Ἄν ὅμως καμμιά φορᾶ ξεχνοῦσε νά κάνη τήν προσευχή του, τότε δέν μποροῦσε νά μνημονεύση καί νά ἀπαγγείλη τά ὅσα μελετοῦσε. Ἡ μητέρα τοῦ εἶχε καί αὐτή ἀνάλογο βίο μέ ἐκεῖνο, τοῦ συζύγου της.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀρίστευσε στά γράμματα, γεγονός πού ἔκανε τόν αὐτοκράτορα νά τοῦ προτείνη σημαντική θέση στά ἀνάκτορα. Αὐτός ὅμως εἶχε ἐπιθυμία γιά ἀνώτερη πνευματική ζωή καί σέ ἡλικία δεκαοκτώ ἐτῶν ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὅρος. Ἀγάπησε τήν ἡσυχία καί ἀσκήθηκε στά ὅρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα λέγοντας: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τό σκότος. Ὑπεραγία Θεοτόκε, φώτισόν μου τό σκότος”. Παρακαλοῦσε νά φωτισθῆ ὁ νοῦς, τοῦ καί πραγματικά ἔφθασε στό φωτισμό καί τήν θέωση. Γι’ αὐτό καί ἡ θεολογία τοῦ εἶναι ἐμπειρική καί ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ ἀφορμή τήν διετύπωσε.
Τήν περίοδο ἐκείνη ὁ αἱρετικός Βαρλαάμ ἐδίδασκε ὅτι ἡ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νά δή τόν Θεό, ἐπειδή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη. Ὅτι τό Θεῖον γίνεται καταληπτό μέ τήν λογική καί γι’ αὐτό οἱ φιλόσοφοι εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς Προφῆτες. Εἰρωνευόταν καί ὑποτιμοῦσε τούς μοναχούς πού ἀσκοῦνταν στήν νοερά προσευχή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνασκεύασε τίς αἱρετικές αὐτές διδασκαλίες καί ὑπέδειξε τήν ἀληθινή ὁδό τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὕπαρξη ἐκείνη τήν ἐποχή ἑνός θεοπτου Θεολόγου τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὑπῆρξε μεγάλη εὐλογία, γιατί χάρις σ’ αὐτόν δέν ἀλλοιώθηκε ἡ πίστη. Καί γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι, ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη, τότε χάνεται ὁ σωστός τρόπος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου καί διακυβεύεται ἡ σωτηρία του.
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, ἐντελῶς τηλεγραφικά, εἶναι τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον, ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες, ὅπως καί ἡ οὐσία Του. Ὁ κτιστός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μεθέξη τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, δύναται ὅμως νά μεθέξη τῶν ἐνεργειῶν Του, δηλαδή μπορεῖ νά γνωρίση τόν Θεό καί νά δή τό ἄκτιστον Φῶς Του.
Δεύτερον, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν εἶναι ἐγκεφαλική, ἀλλά ἐμπειρική καί δέν μπορεῖ νά τήν ἀποκτήση κανείς μόνον μέ τήν μελέτη. Τά βιβλία σίγουρα βοηθοῦν, ἀλλά ἡ ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπαρξιακή. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται ὡς φῶς στούς κεκαθαρμένους καί “διά Πνεύματος Ἁγίου γνωρίζουν τόν Θεό καί δύνανται νά ὁμιλοῦν περί Αὐτού”. Οἱ φιλόσοφοι ὁμιλοῦν στοχαστικά μέσα ἀπό τήν λογική καί τήν φαντασία καί γι’ αὐτό δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τόν Θεό καί ὁμιλεῖ δί’ αὐτῶν τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Τρίτον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν θέωση, ἤτοι στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καθαρθῆ ἡ καρδιά του ἀπό τά πάθη καί φωτισθῆ ὁ νοῦς του. Ὁ τρόπος ζωῆς διά τοῦ ὁποίου φθάνει κανείς στήν κάθαρση καί τόν φωτισμό ὀνομάζεται ἡσυχαστικός. Μέ τόν ὄρο ἡσυχία καί ἡσυχαστική ζωή δέν νοεῖται ἁπλῶς τό νά ζῆ κανείς σέ ἥσυχο μέρος. Μπορεῖ νά εὑρίσκεται κάποιος στόν πιό ἥσυχο τόπο καί νά μή μπορῆ νά βρῆ ἡσυχία, ἐπειδή τά πάθη ὀργιάζουν μέσα του καί οἱ λογισμοί τόν τρελλαίνουν. Ἡ ἡσυχία εἶναι κυρίως ἐσωτερική κατάσταση καί ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν. Ἡ ἡσυχαστική ζωή εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ εὐαγγελική ζωή καί μέ τήν καθοδήγηση διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατρός μπορεῖ νά βιωθῆ ἀπό ὅλους ἀνεξαιρέτως. “Μόνον διά τῆς ἡσυχίας ἀποκτᾶ κανείς γνώση Θεοῦ καί γίνεται ὀρθόδοξος θεολόγος. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ της ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας”. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, σέλ. 116, 117).
Στήν ἐποχή μας, πού ὁμοιάζει πολύ μέ ἐκείνη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πνέει ἀντιησυχαστικός λίβας, καί γι’ αὐτό ἡ διδασκαλία τοῦ περί τοῦ ἡσυχαστικοῦ τρόπου ζωῆς εἶναι σήμερα κάτι περισσότερο ἀπό ἐπίκαιρη. Διά τῆς ἡσυχίας ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ αὐτογνωσία, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στήν μετάνοια, τήν ταπείνωση καί τήν θεογνωσία. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀρνεῖται πεισματικά νά ἔρθη ἀντιμέτωπος μέ τόν ἑαυτό του. Ἡ ἡσυχία τόν τρομάζει καί γι’ αὐτό μόλις βρεθεῖ γιά λίγο μόνος, ἀνοίγει τό ραδιόφωνο ἤ τήν τηλεόραση ἤ ἀποζητᾶ τήν ἀνθρώπινη συντροφιά. Ὡστόσο τό πρόβλημα παραμένει. Χωρίς τήν παρουσία τῆς ἄκτιστης Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία δημιουργεῖ ἐσωτερική πληρότητα καί νοηματοδοτεῖ τήν ζωή, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀβάστακτη μοναξιά, ἔστω καί ἄν περιστοιχίζεται ἀπό χιλιάδες ἀνθρώπους.
- Προβολές: 3555