Στυλιανοῦ Γερασίμου: Ἡ εἰκόνα ὡς φυσικὴ καὶ τεχνητή
τοῦ Στυλιανοῦ Γερασίμου
Δημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐγκεκριμένη διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ συνεργάτου μας Θεολόγου κ. Στυλιανοῦ Γερασίμου μὲ γενικὸ τίτλο "Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ὁμολογητοῦ γιὰ τὶς εἰκόνες". Τὸ συγκεκριμένο ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ τὸ Β' Κεφάλαιο, ποὺ ἔχει τίτλο "Ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας ὡς φυσικῆς καὶ τεχνητῆς".
*
Κατὰ τὸν Ἅγιο Νικηφόρο, τὸ ζήτημα τῆς εἰκόνας δὲν ἀντιμετωπίζεται μονομερῶς, ἀλλὰ ἐξετάζεται ὡς πρὸς τὰ δύο κύρια εἴδη της. Τὸ ἕνα ἀφορᾶ στὴν "φυσικὴ εἰκόνα", ἐνῶ τὸ ἄλλο στὴν "τεχνητὴ εἰκόνα". Συνεπῶς ἡ σχέση μεταξὺ πρωτοτύπου καὶ εἰκόνας δὲν εἶναι ἑνιαία, ἀλλὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς εἰκόνας.
Ἡ φυσικὴ καὶ ἡ τεχνητὴ εἰκόνα δὲν διαφέρουν τελείως μεταξύ τους. Ἀντίθετα κοινὸ στοιχεῖο τους εἶναι ὅτι "ἡ εἰκῶν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον τὴν ἐμφέρειαν ἔχει", ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ οἱ δύο ὡς ἔννοιες συναντῶνται στὸ γεγονὸς τῆς ὁμοιότητάς τους πρὸς τὰ πρωτότυπά τους.
Ἡ φυσικὴ εἰκόνα, ὅταν ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Τριάδα, ἔχει ἰδιάζουσα δογματικὴ σημασία καὶ φανερώνει τὴν ἑνότητα τῆς οὐσίας μὲ ἐκείνη τοῦ πρωτοτύπου της. Αὐτὸ δηλώνει ὅτι τὸ πρωτότυπο βρίσκεται πραγματικὰ στὴν εἰκόνα του. Ἡ εἰκόνα ὡς ὅρος θεολογικὸς ἀναφέρεται στὴ θεότητα καὶ τὸ ὁμοούσιο, κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο. Ὁ Χριστός, ὡς σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι φυσικὴ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὡς πρὸς τὴν θεότητά του. Κατὰ τὴν ἀνθρωπότητά του ὅμως εἶναι φυσικὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός, ὡς πρὸς τὴν θεία φύση Τοῦ, ταυτίζεται ὡς εἰκόνα πρὸς τὸ πρωτότυπό Τοῦ, δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό. Μὲ βάση ὅμως τὴν τριαδικότητα διαφέρει ὡς πρὸς τὴν ὑπόσταση, ἀφοῦ ἄλλη εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ ἄλλη ἡ ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ μὲ τὴν Θεοτόκο ὁ Χριστὸς διαφέρει ὑποστατικῶς, ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπίνη φύση Τοῦ, ἀφοῦ ἄλλα τὰ ἰδιώματα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλα τῆς Θεοτόκου.
Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι, ἐπειδὴ ἡ φυσικὴ εἰκόνα σχετίζεται μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀόρατη ὅπως καὶ τὸ πρωτότυπό της. Συνεπῶς, ἀφοῦ εἰκόνα καὶ πρωτότυπο εἶναι ἀόρατα καὶ "ἀσχημάτιστα" πρόσωπα, εἶναι καὶ ἀνεικόνιστα. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση ἀναφέρει δύο φυσικὲς εἰκόνες στὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸν Υἱὸ ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς εἰκόνα τοῦ Λόγου. Αὐτὴ τὴ θέση ἐκφράζουν ρητὰ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ὁ Υἱὸς εἶναι φυσικὴ εἰκόνα τοῦ Πατρὸς καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία Τοῦ, ἀφοῦ "αἴτιον μὲν φυσικὸν ὁ Πατήρ, αἰτιατὸν δὲ ὁ Υἱός". Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς εἰκόνα εἶναι τὸ ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ γεννητοῦ.
Ὁ Υἱός, ὡς εἰκόνα τοῦ Πατέρα, φανερώνει στὸν ἄνθρωπο τὸ πρωτότυπο ποὺ εἰκονίζει, χωρὶς βέβαια νὰ ἀποκαλύπτεται ἡ φύση τοῦ πρωτοτύπου του. Μιλοῦμε πάντοτε μόνο γιὰ ἐν εἰκόνι γνώση τοῦ πρωτοτύπου, γεγονὸς ποὺ ἐπισημαίνει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς ἑξῆς: "δι' εἰκόνος δὲ ἡ γνῶσις τοῦ ἀρχετύπου γίνεται". Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πραγματοποιεῖται μὲ τὶς ἐνέργειές του ποὺ ἀποκαλύπτονται στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία. Ἡ οὐσία ὅμως παραμένει ἀπρόσιτη γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Πρέπει ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι, ἐὰν ὁ Υἱὸς ὡς φυσικὴ εἰκόνα τοῦ Πατρὸς εἶναι Θεός, δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς φυσικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι κτίσμα, ἀφοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, "εἰ εἰκῶν τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα καλεῖται, Θεὸς ἄρα". Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σημειώνει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς φυσικὴ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους τὸν Υἱό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ φυσικὴ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ καὶ ὁ Υἱὸς ἡ φυσικὴ εἰκόνα τοῦ Πατέρα. Καὶ οἱ δύο φυσικὲς εἰκόνες φέρουν τὴν παρουσία τοῦ πρωτοτύπου. Ἔτσι οἱ φυσικὲς εἰκόνες ἀποδεικνύουν ἄριστα τὸ ὁμοούσιον τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς θεολογικῆς κατοχύρωσης τῶν τεχνητῶν εἰκόνων.
Τὸ δεύτερο περιεχόμενο τῆς ἔννοιας "εἰκόνα" ἀναφέρεται στὴν "τεχνητὴ εἰκόνα" καὶ εἶναι αὐτὴ ποὺ κυρίως ἔχει σχέση μὲ τὴ θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, ἡ τεχνητὴ εἰκόνα "μίμημά ἐστι τοῦ ἀρχετύπου". Ἔτσι ἡ εἰκόνα δὲν ἔχει δική της ὑπόσταση, ἀλλὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τοῦ εἰκονιζομένου, ἀπὸ τὴν ὁμοιότητά της μὲ τὸ πρωτότυπο. Ἡ "τεχνητὴ εἰκόνα" διαφέρει ἀπὸ τὴ "φυσική". Βασικὸ στοιχεῖο της εἶναι ἡ ὁμοιότητά της μὲ τὸ πρωτότυπο ποὺ εἰκονίζει. Ἡ ὁμοιότητα ὅμως τῆς τεχνητῆς εἰκόνας ἀναφέρεται μόνο στὰ ὁρατὰ στοιχεῖα τῆς ὑποστάσεως τοῦ πρωτοτύπου.
Ἔτσι, ἐνῶ στὶς φυσικὲς εἰκόνες ἐκεῖνο ποὺ ἑνώνει τὴν εἰκόνα μὲ τὸ πρωτότυπο εἶναι ἡ κοινὴ οὐσία τους, στὶς τεχνητὲς εἰκόνες τὸ κοινὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ ὁμοιότητα τῆς μορφῆς ποὺ εἰκονίζεται, ἀφοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, "ἐπὶ τῶν τεχνητῶν κατὰ τὴν μορφὴν ἡ ὁμοίωσις".
Κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, "τὸ πρωτότυπον καὶ ἡ εἰκῶν ἕν μὲν ἐστι τὴ ὑποστατικὴ ὁμοιώσει, δύο δὲ τὴ φύσει". Ὁ ἅγιος παρατηρεῖ ὅτι, ἐνῶ πρωτότυπο καὶ τεχνητὴ εἰκόνα ταυτίζονται κατὰ τὴν ὁμοίωσή τους, διαφέρουν ἐξ αἰτίας τῆς φύσεώς τους. Ἑπομένως ἡ τεχνητὴ εἰκόνα ταυτίζεται μὲ τὸ πρωτότυπό της ὡς πρὸς τὴν ὑποστατικὴ ὁμοιότητα, δηλαδὴ τὴν πραγματικότητα τῆς περιγραφῆς τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων, ἀλλὰ διαφέρει ἀπὸ αὐτὸ ὡς πρὸς τὴν οὐσία. Ἔτσι ἐπισημαίνεται ὅτι "μίμηση" ὡς ἰδίωμα τῆς εἰκόνας μπορεῖ νὰ δηλώση τὴν ὁμοιότητά της μὲ τὸ πρωτότυπο, ἀλλὰ καὶ τὴ διάκρισή της ὡς πρὸς τὸν λόγο τῆς φύσεως.
Κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ τεχνητὴ εἰκόνα διατηρεῖ ζωντανὸ τὸ πρωτότυπο στὴ μνήμη τοῦ πιστοῦ. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀποκαλύπτει ἡ εἰκόνα τὸ εἰκονιζόμενο εἶναι ἡ ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας μὲ τὸ πρωτότυπο. Ἡ ὁμοιότητα αὐτὴ ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος σχέσης μεταξὺ εἰκόνας καὶ πρωτοτύπου, τὰ ὁποῖα, ἐνῶ στὴ φύση τους εἶναι διαφορετικά, ἑνοποιοῦνται στὴ μία μορφὴ ποὺ εἰκονίζεται. Συνεπῶς ἡ ὁμοιότητα εἰκόνας καὶ εἰκονιζομένου ἀποτελεῖ τὸ στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης τῆς τεχνητῆς εἰκόνας. Αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ γιατί οἱ τεχνητὲς εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τὴν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας της, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικηφόρος μὲ τὴ φράση: "ἡ εἰκῶν ὁμοίωμα καὶ ἐκτύπωμα ὄντων καὶ ὑφεστηκότων ἐστί".
Τὰ πρωτότυπα τῶν τεχνητῶν εἰκόνων εἶναι πρόσωπα ἱστορικὰ μὲ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, γιατί εἶναι πρόσωπα δοξασμένα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, "τὸ εἴδωλον ἀνυπάρκτων τινῶν καὶ ἀνυποστάτων ἐστὶν ἀνάπλασμα". Εἴδωλο, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο, εἶναι τὸ ὁμοίωμα τοῦ ἀνυπάρκτου. Ἡ ἱστορικότητα ὅμως τῶν εἰκονιζομένων προσώπων καὶ ἡ ὁμοιότητα τῶν εἰκόνων τους μὲ αὐτὰ ἀποτελοῦν δύο στοιχεῖα ποὺ ἀποκλείουν τὸν ταυτισμὸ τῶν τεχνητῶν εἰκόνων μὲ τὰ εἴδωλα. Ἡ τεχνητὴ εἰκόνα "ἀμέσως ἐπ' αὐτὰ τὰ πράγματα ὡς παρόντα ἤδη τὸν νοῦν τῶν ἐνορώντων προσάγει. Καὶ ἐκ πρώτης θέας καὶ ἐντεύξεως τρανὴν καὶ ἐπεξεργασμένην τὴν γνῶσιν τούτων παρέχεται". Συνεπῶς ἡ τεχνητὴ εἰκόνα πιστοποιεῖ τὸν ὁρατὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τὸ κάτοπτρο τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς της.
Διαχωρισμὸς εἰδώλου καὶ εἰκόνας
Οἱ εἰκονομάχοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων ἔχει τὶς ρίζες της στὴν εἰδωλολατρεία, εἶναι ἔμπνευση τοῦ διαβόλου καὶ στηλιτεύεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὁ ἅγιος Νικηφόρος διατυπώνει εὐκρινῶς τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν εἰκόνα καὶ τὸ ἀρχέτυπό της. Ὅσοι δὲν δέχονται αὐτὴ τὴ διαφορὰ δίκαια μποροῦν νὰ ὀνομαστοῦν εἰδωλολάτρες.
Ὅμως οἱ εἰκόνες εἶναι φορεῖς ἁγιότητας, δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὰ εἴδωλα καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς αὐτὲς δὲν ἔχει λατρευτικὸ χαρακτῆρα. Τὰ εἴδωλα παριστάνουν ἀνύπαρκτα ὄντα, τὰ ὁποῖα ἔρχονται στὴν ὕπαρξη μὲ τὴν εἰδωλικὴ ἀναπαράστασή τους καὶ ἐξαφανίζονται ὅταν τὰ εἴδωλα καταστραφοῦν. Μὲ τὰ εἴδωλα οἱ ἄνθρωποι δημιουργοῦν ἀνύπαρκτους θεοὺς καὶ θεοποιοῦν ἀνθρώπους καὶ καταστάσεις. Ἀντίθετα οἱ χριστιανικὲς εἰκόνες εἰκονίζουν πρόσωπα καὶ γεγονότα ἱστορικὰ καὶ ὑπαρκτὰ στὴν παράδοση καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό, τὴν Θεοτόκο, τοὺς ἁγίους. Ὅλες οἱ παραστάσεις ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἱστορικὰ γεγονότα, γι' αὐτὸ καὶ ἀπεικονίζονται. Ὅταν οἱ Χριστιανοὶ προσκυνοῦν τὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων, δὲν προσφέρουν λατρεία ποὺ ἀνήκει μόνο στὸ Θεό, ἀλλὰ τιμὴ καὶ σεβασμὸ στὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους, τιμὴ καὶ σεβασμὸ ποὺ ἐπιστρέφει στὸν Θεό, γιατί Αὐτός τους ἐδόξασε, κατὰ τὸ "τοὺς δοξάζοντάς μὲ ἀντιδοξάσω". Καὶ βέβαια δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ Χριστιανοὶ νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ τιμοῦν τὰ εἴδωλα, ὅταν τιμοῦν ἁγίους ποὺ θυσιάστηκαν προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων.
Τὸ πρῶτο βασικὸ σημεῖο διακρίσεως μεταξὺ εἰκόνας καὶ εἰδώλου, κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, ἐντοπίζεται στὴν πραγματικότητα τοῦ γεγονότος τῆς σαρκώσεως, ποὺ συνεπάγεται δυνατότητα περιγραφῆς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, ἐὰν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ περιγραφόταν πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωσή του, θὰ ἦταν "οὐ μόνον φαῦλον ἀλλὰ καὶ λίαν ἔκτοπον, τὸν μὴ σαρκωθέντα Λόγον σάρκα τοπάζειν". Καὶ αὐτὸ γιατί θὰ ὑπῆρχε ἡ ἔλλειψη τοῦ πρωτοτύπου. Ἡ σάρκωση ὅμως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, σήμαινε συγχρόνως τὴν περιγραφὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης του.
Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι, κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, τὸ δεύτερο καίριο σημεῖο διακρίσεως μεταξὺ εἰκόνας καὶ εἰδώλου ἔγκειται στὴν ἰδιότητα τῆς τεχνητῆς εἰκόνας νὰ κοινωνῇ μὲ τὸ πρωτότυπό της ἀλλὰ καὶ νὰ διακρίνεται ἀπὸ αὐτὸ ὀντολογικῶς.
Οἱ εἰδωλολάτρες κατασκευάζουν κάποια ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο πιστεύουν ὅτι ἀπεικονίζουν θεούς, ἀλλὰ καὶ τὰ λατρεύουν. Συνεπῶς ὁ εἰδωλολάτρης ταυτίζει πρωτότυπο καὶ εἰκόνα ὀντολογικῶς στρεφόμενος ἔτσι στὴ λατρεία τῆς κτίσεως κι ὄχι τοῦ κτίσαντος, ἀφοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, "οὐ προσκυνοῦμεν τὴ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ἀλλὰ προσκυνοῦμεν τὸν Κτίστην κτισθέντα τὸ καθ' ἡμᾶς". Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τονίζει τὴν πλάνη τῆς ὀντολογικῆς ταυτίσεως εἰδώλου καὶ θεότητας ἀναφερόμενος σὲ ἱερὰ σύμβολα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Παρὰ τὶς ἀπαγορεύσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ κατασκευὴ ὁμοιωμάτων τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φαίνεται πῶς ἐπιτρέπει τὴν κατασκευὴ ἱερῶν συμβόλων, ὅπως ὁμοιώματα Χερουβὶμ ἢ τὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου. Αὐτὰ ὅμως εἶναι σύμβολα λατρείας ποὺ δὲν ταυτίζονται μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μπορῇ νὰ διακρίνη τὸ σύμβολο ἀπὸ τὴν θεότητα, πολὺ περισσότερο ὁ ἄνθρωπος τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ διακρίνη τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ θεία φύση Τοῦ.
Συνεπῶς ἡ διάκριση μεταξὺ πρωτοτύπου καὶ εἰκόνας ἀποδεικνύει τὴν διάκριση μεταξὺ εἰκόνας καὶ εἰδώλου, ἀφοῦ, ὅπως παραπάνω εἴπαμε, ὑλικὸ στοιχεῖο καὶ εἰδωλικὴ ἀπεικόνιση ταυτίζονται στὸ εἴδωλο. Εἶναι σημαντικὸ τέλος ὅτι, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ εἰκόνες εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ χάρη καὶ ἁγιότητα ἐνῶ κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, αὐτὲς δέχονται τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθαγιαζόμενες ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἁγίους.-
- Προβολές: 2992