Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινᾶ: Βασίλειος ὁ Διγενῆς ἀκρίτης Καππαδόκης
Ἀφιέρωμα στὰ 550 ἀπὸ τὴν ἅλωση
Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινᾶ, Φιλολόγου
Φιλολογική, ἱστορική, θεολογικὴ προσέγγιση στὸ ρωμαίϊκο ἔπος
Ἀπὸ τὸ παρὸν τεῦχος καὶ γιὰ ὁρισμένες συνέχειες θὰ δημοσιεύσουμε τὴν φιλολογική, ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ προσέγγιση ποὺ ἐπιχειρεῖ ἡ φιλόλογος καὶ συνεργάτης τῆς Ἐφημερίδας μᾶς κ. Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινὰ στὸ ρωμαίϊκο ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα. Ἡ μέσα σὲ περιορισμένο χρονικὸ διάστημα προσέγγιση τῶν 3709 στίχων τῆς "Γκροτταφερράτα" καὶ τῶν 1867 στίχων τῶν συνοδευτικῶν αὐτῆς κειμένων, τὰ ὁποῖα ἐξέδωσε τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Καίμπριτζ σὲ ἐπιμέλεια καὶ μετάφραση τῆς Elizabeth Jeffreys, δὲν ἦταν εὔκολη ἐργασία, γι' αὐτὸ καὶ εὐχαριστοῦμε ἰδιαιτέρως τὴν κ. Καρανικόλα γιὰ τὸν περισσὸ κόπο της.
Ἡ ἐργασία αὐτὴ ἀφιερώνεται στὰ 550 χρόνια ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλεως τῶν πόλεων καὶ στὸν αἰώνιο πολιτισμὸ ποὺ καλλιεργήθηκε σὲ αὐτή.
Ἡ Ἑλληνικὴ Λογοτεχνία (τέχνη τοῦ λόγου) ἔχει τὶς ρίζες τῆς βαθιὰ στὴν ἀρχαιότητα, ἀφοῦ γιὰ τρεῖς χιλιάδες (3000) χρόνια περίπου ἀνθίζει σ' αὐτὴν τὴν βραχώδη χερσόνησο τῆς Εὐρώπης, ποὺ λέγεται Ἑλλάδα. Καὶ εἶναι ἀδιάκοπη καὶ ἑνιαία ἡ ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος μὴ μπορῶντας νὰ καλλιεργήση τὴν ἄγονη γωνιὰ ποὺ τοῦ ἔλαχε γιὰ πατρίδα, στράφηκε στὴν συστηματικὴ καλλιέργεια τοῦ πνεύματός του. Καὶ σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς μακραίωνης ἱστορίας του μένει πιστὸς στὶς ἀρχές του, στὴν Παράδοσή του. Μπορεῖ οἱ ἱστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, οἰκονομικὲς συνθῆκες νὰ ἄλλαξαν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ὅμως τὰ ἰδανικὰ καὶ οἱ ἀξίες του δὲν ἄλλαξαν. Ὁ σεβασμὸς στὴ θρησκεία του, ἡ ἀγάπη στὸ ὡραῖο, ὁ θαυμασμὸς στὸν ἠρωϊσμό, ἡ ἀφοσίωση στὴν πατρίδα, ἡ ἀγάπη στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν πρόοδο σφραγίζουν διαχρονικὰ ὅλες τὶς σελίδες τῆς Ἱστορίας καὶ κάθε πνευματικό του δημιούργημα. Ἔτσι σὲ κάθε χρονικὴ στιγμὴ οἱ ἥρωές του ἀγωνίζονται γιὰ τὸ ὡραῖο, τὸ ἰδανικό, τὸ ἀνώτερο. Ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὸν Ἀχιλλέα ὡς τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Διγενῆ, ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο Σπαρτιάτη μέχρι τὸν Κλέφτη στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ὅλοι ἦταν φορεῖς μιᾶς μακραίωνης Παράδοσης καὶ αὐτὴν ὑπερασπίζονταν μὲ κάθε θυσία. Ποτὲ δὲν τὴν διαπραγματεύτηκαν, ἀντίθετα ἔγιναν ἥρωες γιὰ χάρη της.
Ὁ ἠρωϊσμὸς πάντα καὶ αὐθόρμητα προκαλεῖ καὶ ἐξάπτει τὸν ὑμνωδό του. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἥρωες κάθε ἐποχῆς ὑμνήθηκαν καὶ τραγουδήθηκαν ἀπὸ τὴν λαϊκὴ μοῦσα, ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ὡς τὶς μέρες μας. Ὁ λαὸς μὲ τὸ ἀλάνθαστο αἰσθητήριό του ξεχώριζε, τιμοῦσε καὶ ἐξυμνοῦσε τὸν ἥρωα, τὸν γενναῖο, τὸν ἀκαταμάχητο, τὸν νικητή. Ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του τὸν προστάτη του, τὸν γενναῖο ὑπερασπιστή του, ποὺ ἀποτελοῦσε ἐγγύηση γιὰ τὴν ζωή του, τὴν ἀσφάλειά του, τὴν εἰρήνη. Καὶ τὸν θαύμαζε τόσο, ὥστε στὴν συνείδησή του τὸν ἔπλαθε ὑπερφυσικό, γίγαντα, μοναδικό. Πλῆθος τραγούδια ἔπλασε ὁ λαός μας γιὰ ὅλους τοὺς ἥρωές του. Ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας, στὸν πόλεμο τοῦ 1940, ὅπως γράφει στὴν Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας του ὁ Κ. Θ. Δημαράς, σὲ μιὰ ἐποχή, ὅπου ἡ λειτουργία τῆς γένεσης τοῦ Δημοτικοῦ Τραγουδιοῦ παρουσιάζει πλῆθος ἀναστολές, ἐβγῆκαν τέτοια τραγούδια...από ἀνόθευτη λαϊκὴ πηγή
Τέτοιο τραγούδι ἔπλασε ἕνας ἀγράμματος στρατιώτης στὰ 1940. Ἡ Ἑλληνικὴ Λογοτεχνία τῶν ἀρχαίων χρόνων ἔχει ὡς ἀφετηρία ἕνα σπουδαῖο ἔπος, τὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου. Καὶ τῶν νεώτερων χρόνων ἡ Λογοτεχνία ἀρχή της ἔχει τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα.
Πρέπει νὰ γυρίσουμε 1000 (χίλια) περίπου χρόνια πίσω, στὸν 10ο μ.Χ αἰῶνα, γιὰ νὰ ἀνιχνεύσουμε τὶς ρίζες τῆς νεώτερης Λογοτεχνίας μας καὶ τοῦ νεώτερου πολιτισμοῦ μᾶς ἐν γένει. Καὶ τοῦτο, διότι αὐτὴ ἡ χρονικὴ περίοδος χαρακτηρίζεται ἀπὸ μεγάλες οἰκονομικὲς μεταβολὲς καὶ ἔντονες κοινωνικὲς ζυμώσεις, ποὺ ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τὶς τύχες τῆς Μεγάλης Ρωμανίας καὶ βοήθησαν τὸν ραγδαῖα ἀναπτυσσόμενο Ἑλληνισμὸ νὰ συγκροτήση συνειδητὰ τὸν ἐθνικό του χαρακτῆρα καὶ νὰ δώση ἑνότητα καὶ καθαρὰ ἑλληνικὸ περιεχόμενο στὰ ἤθη καὶ ἔθιμά του, στὴν γλῶσσα του, στὴν πίστη του. Σ' αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ἑπομένως πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὶς ρίζες τῆς Νεοελληνικῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ μεταβολὲς ἔχουν τὸν ἀντίκτυπό τους στὴν Λογοτεχνία, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς ὡς ὁ πιὸ πιστὸς καθρέφτης της.
Αὐτῆς τῆς ἐποχῆς χαρακτηριστικὰ λογοτεχνικὰ δημιουργήματα εἶναι τὰ Ἀκριτικὰ Τραγούδια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη τῶν περισσοτέρων φιλολόγων μελετητῶν τους, προῆλθε τὸ Ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα.
Ἀκριτικὰ Τραγούδια
Ἡ ἀκριτικὴ ποίηση ὀφείλει τὴ γέννηση καὶ ἀνάπτυξή της στὶς εἰδικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὰ ἀνατολικὰ σύνορα τῆς Ρωμαϊκῆς-Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἰδίως ἀπὸ τὸν 8ο ὡς τὸν 11ο αἰῶνα, λόγῳ τῆς ἀκατάπαυστης πάλης σ' αὐτὴν τὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς Βυζαντινοὺς καὶ τοὺς Μουσουλμάνους Ἄραβες. Κεντρικὸς ἥρωας στὰ τραγούδια αὐτὰ εἶναι ὁ "ἀκρίτης". Προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη "ἄκρα", ποὺ σημαίνει τὰ ἀκραῖα σύνορα καὶ ἀκρίτης (ἀκρίτας στὰ ποντιακὰ) ἦταν ὁ φρουρὸς τῶν ἀκραίων συνόρων τῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ θεσμὸς τῶν ἀκριτὼν ἀνάγεται στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὅταν παρουσιάστηκε ἡ ἀνάγκη νὰ ὀχυρωθῇ ἡ συνοριακὴ γραμμὴ τοῦ ἀχανοῦς κράτους, γιὰ νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ ἄμυνα ἔναντι τῶν ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν. Τὸ σύστημα αὐτὸ φρούρησης τῶν συνόρων τὸ διατήρησαν καὶ οἱ Βυζαντινοί, οἱ ὁποῖοι μάλιστα τὸ τελειοποίησαν καὶ τὸ ὀργάνωσαν πολὺ καλύτερα, πιεζόμενοι ἀπὸ εἰδικὲς ἀνάγκες, ἰδίως ἀπὸ τὸν 7ο αἰῶνα καὶ μετὰ καὶ κυρίως κατὰ μῆκος τῶν ἀνατολικῶν συνόρων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἐκεῖ, κατὰ τὴ χρονικὴ αὐτὴ περίοδο, εἶναι μόνιμες καὶ ἀσταμάτητες οἱ καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς συνέπεια τὴν σταδιακὴ μόνιμη ἐγκατάστασή τους σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῶν μικρασιατικῶν συνόρων, ἀπὸ τὴν Καππαδοκία ὡς τὸν Εὐφράτη.
Ἡ ἀνάγκη ἄμυνας τῶν Βυζαντινῶν καὶ ἀπόκρουσης αὐτῶν τῶν συνεχῶν ἐπιδρομῶν στὴν Μ. Ἀσία, ἐπέβαλε τὴν ἵδρυση τῶν "θεμάτων", τὰ ὁποῖα ἦταν μεγάλες γεωγραφικὲς περιφέρειες μὲ πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ χαρακτῆρα. Διοικοῦνταν ἀπὸ ἱκανὸ στρατηγό, ὁ ὁποῖος σὲ ὥρα ἀνάγκης μποροῦσε νὰ κινητοποιήση μὲ εὐχέρεια καὶ ταχύτητα στρατιωτικὰ τμήματα, καθὼς καὶ νὰ ὀργανώση εἰδικὰ στρατιωτικὰ σώματα γιὰ τὴ φρούρηση τῶν συνόρων. Αὐτοὶ οἱ φρουροὶ λέγονταν "ἀκρίτες" καὶ εἶχαν ὡς ἀποστολὴ νὰ ἐπαγρυπνοῦν καὶ νὰ ἐλέγχουν τὴν ἀσφάλεια τῶν συνόρων καὶ νὰ συνεργάζονται μὲ τὸν στρατηγό-διοικητή, εἰδοποιῶντας τὸν σὲ περίπτωση ποὺ ἀντιλαμβάνονταν ὕποπτες κινήσεις ἀπὸ τὸ μέρος τῶν ἐχθρῶν, ἔτσι ὥστε ἐκεῖνος νὰ ὀργανώση τὴν ἄμυνα καὶ νὰ προστατεύση τὸν ἄμαχο πληθυσμό, μέχρι νὰ φτάσουν τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Οἱ ἀκρίτες ἦταν ἐγκατεστημένοι σὲ παραμεθόριες ὀρεινὲς περιοχὲς τοῦ Ταύρου, τοῦ Ἀντίταυρου καὶ τοῦ Εὐφράτη, σὲ γεωργικὰ κτήματα ποὺ τοὺς παραχωροῦσε τὸ κράτος μαζὶ μὲ διάφορες οἰκονομικὲς διευκολύνσεις κι ἄλλα προνόμια, ζητῶντας μονάχα ἀπὸ αὐτοὺς νὰ εἶναι πάντα σὲ πολεμικὴ ἑτοιμότητα, ἐφοδιασμένοι μὲ ὅπλα καὶ ἄλογα, γιὰ νὰ ἀποκρούσουν ἐχθρικὴ ἐπιδρομή.
Μὲ αὐτὴ τὴ στρατιωτικὴ ὀργάνωση οἱ ἀκριτικὲς ἐπαρχίες ἦταν μόνιμα στρατόπεδα, ὅπου οἱ ἀκρίτες ζοῦσαν σὲ συνεχῆ πολεμικὸ συναγερμό, ἄλλοτε ἀποκρούοντας αἰφνιδιαστικὴ ἐπιδρομὴ τῶν Σαρακηνῶν κι ἄλλοτε κάνοντας οἱ ἴδιοι ἐπίθεση ἐναντίον τῶν ἀπελατών, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀντάρτες ποὺ λυμαίνονταν καταληστεύοντας τὶς παραμεθόριες περιοχές. Οἱ Ἄραβες Μουσουλμᾶνοι ἦταν ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τῶν ἀκριτών, γιατί δὲν ἔρχονταν νὰ περάσουν καὶ νὰ φύγουν, ἀλλὰ νὰ κυριαρχήσουν μὲ τὴ φοβερή τους δύναμη. Ἡ ἄμυνα τῶν ἀκριτὼν συγκράτησε τὴν ἀραβικὴ ὁρμή. Κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους ἀποτέλεσαν τὸ "χάλκειον τεῖχος τῆς Ρωμανίας" γιὰ πολλοὺς αἰῶνες. Δὲν τοὺς ἄφησαν νὰ περάσουν, ἀλλὰ τοὺς κρατοῦσαν καὶ τοὺς ἐπιτηροῦσαν ἐκεῖ στὶς κατακτημένες περιοχὲς κι εἶχαν κοινὰ σύνορα. Γιὰ αἰῶνες ἔστεκαν ὁ ἕνας ἀπέναντι στὸν ἄλλον ἄλλοτε ὡς καλοὶ γείτονες κι ἄλλοτε ὡς ἄσπονδοι ἐχθροί. Ἀπὸ τὴ σχέση αὐτὴ τῶν λαῶν ξεπήδησε ἡ χιλιοτραγουδισμένη ἀκριτικὴ ἐποποιΐα.
Ἡ συνεχὴς ἀντιμετώπιση τόσων κινδύνων καὶ οἱ σκληροὶ ἀγῶνες εἶχαν διαμορφώσει στοὺς ἀκρίτες γενναῖο φρόνημα καὶ ἀτρόμητη ψυχή. Ἡ πολεμική τους ζωή, τὰ κατορθώματα καὶ ἡ ἀνδρεία τους δημιούργησαν γύρω τους μιὰ ἀτμόσφαιρα θρύλου καὶ ἠρωϊσμοῦ. Οἱ τόποι ὅπου διαδραματίζονταν τὰ γεγονότα αὐτὰ εἶναι, ὅπως ἀναφέρθηκε, τὰ ἀνατολικὰ σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ στὰ τραγούδια αὐτὰ συναντοῦμε ὀνομασίες, ὅπως Ἀρμενία, Καππαδοκία, Ἄγκυρα, Βαβυλωνία, Ἰκόνιο κλπ. Καὶ ὡς πρωταγωνιστὲς ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα Ἀρέστης, Ἀνδρόνικος, Πορφύρης, Σκληρόπουλος, Νικηφόρος, Παρατράχηλος καὶ ἀπ' ὅλους πρῶτος ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας. Οἱ μελετητές, πίσω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα ἐντοπίζουν συγκεκριμένα γνωστὰ ἱστορικὰ πρόσωπα ἢ ἀνώτερους ἀξιωματούχους τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς.
Θέματα αὐτῶν τῶν τραγουδιῶν εἶναι ἠρωϊσμοὶ καὶ ἀνδραγαθήματα πολεμιστῶν, ἱπποτικοὶ ἔρωτες, τιτανικὲς μονομαχίες κι ἀγῶνες σκληρότατοι, ποὺ φτάνουν στὰ ὅρια τῆς ὑπερβολῆς. Οἱ ἥρωες δὲν εἶναι συνηθισμένοι ἄνθρωποι. Ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Εἶναι ὑπερφυσικοί. Δὲν καταδέχονται νὰ ἀγωνιστοῦν μὲ ἕναν ἢ ἀκόμη καὶ λίγους ἀντιπάλους, παρὰ μόνον μὲ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες καὶ ὅλους τοὺς νικοῦν. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄλογά τους, τὰ ὅπλα τους, τὰ κάστρα τους δὲν εἶναι τῶν κοινῶν ἀνθρώπων. Ὁ λαός μας, θαυμαστὴς τῆς ἀνδρείας, ὕμνησε τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἄθλους τῶν ἀκριτών. Θαύμασε τὴν ἀδάμαστη ψυχὴ τόσων καὶ τόσων ἀντρειωμένων, ποὺ μαζεμένοι στὴ ἁπλοχωριὰ τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Εὐφράτη, πάλευαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν πίστη τους καὶ τὸ ἑλληνικό τους φιλότιμο. Συγκινήθηκε ἀπὸ τὴν ἀνδρειοσύνη τους καὶ τὰ κατορθώματά τους, τοὺς ἔκανε τραγούδι καὶ τοὺς πέρασε στὴ σφαῖρα τοῦ θρύλου καὶ τοῦ μύθου.
Οἱ ἀκριτικοὶ λαοὶ ἔζησαν ἐπικὰ καὶ τραγούδησαν ἐπικά. Καὶ τὰ τραγούδια τους τὰ ἔπαιρναν οἱ λαϊκοὶ ραψωδοί, γυρολόγοι τραγουδιστές, ποὺ γύριζαν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ τὰ τραγουδοῦσαν καὶ τὰ διέδιδαν, κρατῶντας ἔτσι ζωντανούς τους θρύλους, ποὺ τοὺς στόλιζαν κάθε φορὰ μὲ μυθικὰ στοιχεῖα. Ἡ ἀκριτικὴ παράδοση διατηρήθηκε ζωντανὴ ἰδιαίτερα στὸν Ἑλληνισμὸ τοῦ Πόντου καὶ τῆς Καππαδοκίας. Ἀργότερα, διωγμένη ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λαίλαπα, βγαίνει ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία καὶ ἔρχεται στὴν Κύπρο, τὴν Κρήτη, τὰ Δωδακάνησα, τὴν Θράκη, ὅπου ζῇ ὡς τὶς μέρες μας, ἐνῷ στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα γρήγορα ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ κλέφτικο τραγούδι.
Τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα
Ἀπὸ τὰ ἀκριτικὰ τραγούδια φαίνεται κάποιος ἄγνωστος σὲ μᾶς ποιητὴς συνέταξε τὸ ἔπος "Βασίλειος Διγενὴς Ἀκρίτας" σὲ ἔμμετρη μορφὴ μὲ ἰαμβικὸ 15σύλλαβο στίχο, μὲ σκοπὸ νὰ ἐξάρη τὴν γενναιότητα τοῦ ἥρωα, ἀλλὰ καὶ νὰ προσφέρη ἕνα εὐχάριστο ἀνάγνωσμα μὲ ἠθοπλαστικὸ καὶ διδακτικὸ χαρακτῆρα. Πρωταγωνιστὴς στὸ ἔπος εἶναι ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας, τοῦ ὁποίου παρουσιάζει συστηματικὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή του, ἀπὸ τὴ γέννησή του ὡς τὸ θάνατο.
Γιὰ τὸν ποιητὴ δὲν γνωρίζουμε τίποτα, οὔτε ἔχουμε στὰ χέρια μας τὸ πρωτότυπο ἔργο. Προσεκτικὴ ἔρευνα τοῦ ἔργου μας ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι πρέπει νὰ ἦταν δόκιμος συγγραφέας γιὰ τὴν ἐποχή του, ποὺ γνώριζε τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἶχε δεχθῇ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸν ἀνατολικὸ καὶ δυτικὸ κόσμο. Ἀπευθυνόταν σὲ ἁπλοϊκὸ κοινό, τὸ ὁποῖο θέλει νὰ θέλξη μὲ τὶς μακρὲς περιγραφὲς καὶ τὶς διάφορες παρεμβολὲς ποὺ κάνει, μερικὲς φορὲς ἄσχετες μὲ τὸ θέμα. Ἔτσι δημιουργεῖται μιὰ ἀταξία καὶ μιὰ ἀνισότητα στὴ δομή του, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν ἁπλοϊκότητα καὶ τὴν ἀφέλεια στὴ διήγηση, μειώνει τὴν λογοτεχνική του ἀξία. Λείπει ἀκόμη ἀπὸ τὸ ἔργο τὸ δραματικὸ στοιχεῖο, ποὺ ὑπάρχει πλούσιο στὰ δημοτικὰ τραγούδια καὶ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη. Ἴσως διότι ὁ ἥρωας δὲν βρέθηκε μπροστὰ σὲ καταστάσεις ποὺ δημιουργοῦν δραματικότητα. Δὲν ὑπάρχει στὴ ζωή του ἡ συνομωσία, ἡ προδοσία ἢ τραγικὲς ἀντιθέσεις, ποὺ προκαλοῦν ἔξαψη ἀγρίων παθῶν. Εἶναι ὁ πολεμιστὴς ποὺ εὔκολα νικᾶ τοὺς ἐχθρούς του καὶ ἐπιβάλλεται χωρὶς νὰ ἀφήση περιθώρια γιὰ παρασκηνιακὴ δράση.
Πέραν αὐτῶν ὅμως ἔχοντας ὑπόψη τὴν ἐποχὴ καὶ τὶς συνθῆκες γραφῆς του καὶ ἀνάλογα σύγχρονα ἔργα τῆς Δύσης βλέπουμε ὅτι τὸ ἀκριτικὸ ἔπος δικαίως ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴν ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὴν ἀπαρχὴ νέας φιλολογικῆς περιόδου. Καὶ ἀπὸ καθαρὰ ἱστορικὴ καὶ γλωσσικὴ ἄποψη τὸ ἔπος εἶναι πιστὸ ἀπαύγασμα τῆς ἱστορικῆς κατάστασης μὲ πολύτιμες ἱστορικὲς πληροφορίες καὶ πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ἐποχῆς του.
Σχέση τοῦ ἔπους μὲ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια
Τὸ ἔπος δὲν εἶναι Ἱστορία πραγματικῶν γεγονότων ἢ πραγματικὴ βιογραφία. Ἀναμφισβήτητα ὑπάρχει κάποιος ἱστορικὸς πυρῆνας, ποὺ ὁ ποιητὴς χρησιμοποίησε ὡς ἔναυσμα. Πῆρε ὅμως πολλὲς πληροφορίες ἀπὸ διάφορους ἱστορικοὺς τῆς ἐποχῆς του, τὶς ὁποῖες χρησιμοποίησε συγχέοντάς τες μὲ διάφορα ἄλλα στοιχεῖα. Ἔτσι γύρω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ ἀρχικὸ πυρῆνα περιέπλεξε πολλὰ φανταστικὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα, πρᾶγμα ποὺ κάνει τὸν μελετητὴ νὰ εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικὸς στὴν προσπάθεια ἐξακρίβωσης τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας. Οἱ ἐρευνητὲς προσπαθῶντας νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν πραγματικὸ ἥρωα Διγενῆ ταυτίζουν τὸ πρόσωπό του μὲ κάποιον τουρμάρχη τῶν Ἀνατολικῶν Διογένη, ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἠρωϊκὰ τὸ 788 μ.Χ. σὲ κλεισούρα τοῦ Ταύρου, πολεμῶντας κατὰ τῶν Σαρακηνῶν.
Παραλλαγὲς καὶ ὑπόθεση τοῦ ἔπους
Τὸ πρωτότυπο τοῦ ἔπους δὲν τὸ ἔχουμε στὰ χέρια μας. Ἔχουν διασωθῇ ὅμως ἀρκετὲς παραλλαγές, οἱ ὁποῖες, ἂν καὶ ἔχουν μεταξύ τους αἰσθητὲς διαφορές, ἀκολουθοῦν ὅμως τὸ ἴδιο γενικὸ σχεδιάγραμμα. Μέχρι τὸ 1875 πολὺ λίγα γνωρίζαμε γιὰ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα. Τὴ χρονιὰ αὐτὴ δημοσιεύτηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἕνα χειρόγραφο τοῦ ἔπους ἀπὸ τοὺς Κ. Σάθα καὶ Ἐμὶλ Λεγκράν. Ἡ ἔκδοση αὐτὴ προκάλεσε μεγάλο ἐνδιαφέρον στὸν φιλολογικὸ κόσμο καὶ γρήγορα ἦρθαν στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας καὶ ἄλλες παραλλαγές, ποὺ εἶναι συνολικὰ ἕξι:
- Τῆς Τραπεζοῦντος, ἔκδοση 1875.
- Τῆς Ὀξφόρδης, ἔκδοση 1880.
- Τῆς Ἄνδρου, ἔκδοση 1881.
- Τῆς Κρυπτοφέρρης, ἔκδοση 1892.
- Τοῦ Ἐσκοριάλ, ἔκδοση 1912.
- Τῆς Ἄνδρου (πεζὴ παραλλαγή), ἔκδοση 1928.
Ἡ διασκευὴ τῆς Κρυπτοφέρρης, βάσει τῆς ὁποίας θὰ γίνη ἀπόπειρα μικροῦ σχολιασμοῦ τοῦ ἔπους, εἶναι ἡ ἀρχαιότερη καὶ γι' αὐτὸ θεωρεῖται τὸ κείμενό της πλησιέστερο στὸ πρωτότυπο. Ἐπὶ πλέον εἶναι τὸ ἀρτιότερο κείμενο μὲ τὶς λιγότερες φθορές. Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Εμίλ Λεγκρὰν τὸ 1892 ἀπὸ κώδικα τοῦ ΙΔ` ποὺ βρέθηκε στὴν ἑλληνικὴ Μονὴ τῆς Κρυπτοφέρρης στὴν Ἰταλία. Σ' αὐτὴν τὴν παραλλαγὴ τὸ ἔπος διαιρεῖται σὲ 8 Λόγους καὶ ἡ ὑπόθεση, ποὺ ἁπλώνεται σὲ 3709 στίχους, εἶναι σὲ συντομία ἡ ἑξῆς:
Ὁ Σαρακηνὸς ἀμιρᾶς Μουσούρ, ἄντρας ὄμορφος καὶ γενναῖος, σὲ μιὰ ἐπιδρομὴ τοῦ σὲ βυζαντινὰ ἐδάφη ἅρπαξε τὴν ὄμορφη Χριστιανὴ Εἰρήνη, κόρη βυζαντινοῦ στρατηγοῦ. Τὰ πέντε ἀδέρφια της, ἀκρίτες, ὕστερα ἀπὸ τὶς ἱκεσίες τῆς μητέρας τους σπεύδουν νὰ τὴν ἐλευθερώσουν. Ὕστερα ἀπὸ περιπέτειες καὶ σκληρὴ μονομαχία μὲ τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς ἀδερφούς, τὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ἀμιρὰς ἡττᾶται. Θαμπωμένος ὅμως ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς κόρης, ἱκετεύει νὰ τὸν δεχτοῦν ὡς γαμπρό τους, ἀφοῦ ἦταν κι ἐκεῖνος εὐγενικῆς καταγωγῆς, μὲ τὴν ὑπόσχεση-βεβαίωση ὅτι θέλει νὰ ἀσπασθῇ τὸν Χριστιανισμό. Βαπτίζεται καὶ γίνονται μὲ λαμπρότητα οἱ γάμοι τῶν δύο νέων καὶ ἐγκαθίστανται στὴν Ρωμανία.
Ἡ λύση ὅμως αὐτὴ δὲν ἄρεσε καθόλου στὴ μητέρα τοῦ ἀμιρᾶ, ἡ ὁποία μὲ ἐπιστολή της τὸν προσκαλεῖ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν κόρη καὶ νὰ ἐπανέλθη στὴν πατρίδα του. Ἐκεῖνος, ὅταν πῆγε στὸ σπίτι τῆς μητέρας του, ἐκχριστιανίζει τὴν ἴδια καὶ ὅλους τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ ἦταν παρόντες.
Ἀπὸ τὸν ἀμιρὰ καὶ τὴν Εἰρήνη γεννήθηκε ὁ Διγενῆς (ποῦ ὀνομάζεται ἔτσι, ἐπειδὴ κατάγεται ἀπὸ δύο γένη, Σαρακηνῶν καὶ Ἑλλήνων). Ἀφοῦ πῆρε τὴν προσήκουσα μόρφωση, δώδεκα ἐτῶν καταπλήσσει τοὺς πάντες μὲ τὴν φοβερή του δύναμη, ἀφοῦ σὲ κυνήγι μόνος του σκοτώνει ἀρκοῦδες, ἐλάφι, λιοντάρι, προκαλῶντας τὸν θαυμασμὸ τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ θείου τοῦ Κωνσταντίνου. Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ κατορθώματα σπουδαῖα, ἐρωτεύεται τὴν κόρη τοῦ στρατηγοῦ Δούκα, τὴν ὁποία καὶ ἀπαγάγει, ἀφοῦ νίκησε τοὺς ἀδερφούς της ποὺ τὸν καταδίωξαν. Μετὰ τὸ γάμο του γίνεται ἀκρίτης, ὅπου δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ. Ἐκεῖ ἀνδραγαθεῖ ἐναντίον δράκων, λιονταριῶν, τῶν ἀπελατὼν ποὺ ἐπιβουλεύτηκαν τὴν ὄμορφη γυναῖκα του καὶ ἐναντίον τῆς φοβερῆς Μαξιμούς, πρὸς τὴν ὁποία φέρεται ἱπποτικά. Σὲ μιὰ ἄλλη περιπέτειά του πέφτει στὸ ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, γιὰ τὴν ὁποία μετανοεῖ γρήγορα. Στὸ τέλος ἀποσύρεται μὲ τὴ γυναῖκα του σὲ ὡραιότατο πύργο, ποὺ ἔκτισε στὸν Εὐφράτη, ὅπου ζῇ εἰρηνικά. Θρηνεῖ τὸν θάνατο τῶν γονέων του καὶ τέλος προσβάλλεται κι ὁ ἴδιος ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια καὶ πεθαίνει μαζὶ μὲ τὴν ἀγαπημένη του σύζυγο, ἡ ὁποία πεθαίνει λίγο πρὶν τὸ δικό του θάνατο ἀπὸ τὴ βαθιὰ της θλίψη.
Τὸ ἠρωϊκὸ στοιχεῖο
Ὁ Διγενὴς εἶναι ὁ ἥρωας ποὺ διαθέτει ὑπερφυσικὴ σωματικὴ δύναμη. Τὰ κατορθώματά του εἶναι μεγαλειώδη καὶ θαυμαστά. Εἶναι ὁ δαμαστὴς ὁποιασδήποτε ἄλλης δύναμης. Αὐτὸ τὸν κάνει νὰ ἔχη φοβερὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ πρῶτα του κατορθώματα ποὺ κάνει στὰ δώδεκα χρόνια του, παρ' ὅλες τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ πατέρα του. Καὶ αὐτὴ ἡ αὐτοπεποίθηση τοῦ δίνει τὸ αἴσθημα τῆς αὐτάρκειας καὶ ἐπίμονη ἀγωνιστικότητα. Ἔτσι καταξιώνεται στὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς του, γίνεται πρότυπο, ὅλοι τὸν θαυμάζουν, διότι:
Ὁ ἠρωϊσμός του ὅμως ὁριοθετεῖται. Δὲν τὸν κάνει ὑπερτροφικὸ ἐσωτερικά. Δὲν κομπορρημονεῖ γιὰ τὰ κατορθώματά του, δὲν ἀλαζονεύεται. Γνωρίζει τὴ δύναμή του, ὅμως γνωρίζει ὅτι αὐτὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν δοξολογεῖ. Ἐδῶ, θὰ λέγαμε, συναντιέται τὸ αὐθεντικὸ ἠρωϊκό-ἐπικὸ στοιχεῖο μὲ τὰ ἄγρια ἔνστικτα καὶ τὸν πρωτογονισμὸ τοῦ ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸ ἦθος ποὺ καλλιεργεῖ ἡ χριστιανικὴ πίστη ἀφ' ἑτέρου. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση θὰ προέλθη ἕνας ἠρωϊσμὸς πιὸ ἀνθρώπινος, πιὸ ἱπποτικός, ποὺ ὑπακούει σὲ κανόνες σεβασμοῦ τοῦ ἀντιπάλου καὶ μάλιστα ἂν εἶναι γυναῖκα (ὅπως στὴν περίπτωση τῆς Μαξιμούς), ποὺ δὲν θριαμβολογεῖ, δὲν διασύρει τὸν νικημένο. Ἀντίθετα εὐχαριστεῖ καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὴ νίκη του.
Τὴν ἀγριότητα τοῦ πολεμιστῆ τὴ βλέπουμε καθαρὰ στὸν ἀμιρά, ὅταν βγῆκε νὰ μονομαχήση μὲ τὸν νεαρὸ Κωνσταντῖνο. Γράφει ὁ ποιητής:
Ἀπὸ τοὺς στίχους αὐτοὺς εἶναι φανερὸ ποὺ βασίζει τὴν νίκη του ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δύο ἀντιπάλους. Ὁ πρῶτος στὴν γεμάτη πρόκληση καὶ ἀγριότητα ἐφόρμησή του, ποὺ ἀποσκοποῦσε νὰ κάμψη τὸ ἠθικὸ τοῦ νέου καὶ ὁ δεύτερος στὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ. Ὁ πρῶτος καλύπτει τὸ ἄγχος του κάτω ἀπὸ τὶς φοβερὲς κραυγές του, ἐνῷ ὁ δεύτερος πιὸ ἤρεμος ἀναθέτει τὴ νίκη του στὴ μεγάλη δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
Στὴ μονομαχία τοῦ Διγενῆ μὲ τοὺς ἀπελάτες Φιλοπαπποῦ, Ἰωαννάκη καὶ Κίνναμο, στὴν ὁποία ἐκεῖνοι τὸν προκάλεσαν, ὁ ἥρωας φέρεται μὲ εὐγένεια καὶ ἱπποτισμό, κάτι ποὺ δείχνουν καὶ οἱ ἀντίπαλοί του, ἀφοῦ δηλώνουν πῶς δὲν δέχονται, τρεῖς αὐτοὶ ἔφιπποι, νὰ πολεμήσουν μὲ ἕναν ἄοπλο καὶ πεζό, τὸν Διγενῆ. Ὅταν ὅμως ὁ ἥρωας νικᾶ σὲ μονομαχία τον Φιλοπαπποῦ, οἱ ἄλλοι δυὸ τρομαγμένοι ἐπιτέθηκαν, χωρὶς νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὰ ἄλογά τους, ἐναντίον τοῦ Διγενῆ, ξεχνῶντας τὰ προηγούμενα λόγια τους. Ὁ Διγενὴς τοὺς νίκησε καὶ ἐνῷ ἐκεῖνοι τρέμοντας περίμεναν τὴ χαριστικὴ βολή, ὅπως μποροῦσε καὶ δικαιούνταν νὰ τὸ κάνη, ὁ ἥρωας μεγαλόψυχα τοὺς δηλώνει πῶς δὲ χτυπᾶ ποτὲ ἀντίπαλο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμυνθῇ. Οἱ ἀπελάτες θαυμάζοντας τὴν ἀνωτερότητα καὶ τὴν ἱπποτικὴ εὐγένεια τοῦ Διγενῆ, σπεύδουν νὰ δηλώσουν ὑποταγὴ σ' αὐτόν, ἂν θελήση νὰ γίνη ἀρχηγός τους. Καὶ πάλι ὁ ἥρωας ἀρνεῖται τὴ θέση αὐτὴ δηλώνοντας πῶς δὲν ἔχει τέτοια ἐπιθυμία, πρᾶγμα ποὺ δηλώνει τὸ ἀνυστερόβουλο τῶν πράξεών του καὶ τὴν ἔλλειψη φιλοδοξίας καὶ προσωπικῆς προβολῆς μέσα ἀπὸ μιὰ ἀρχηγικὴ θέση.
Ἔτσι ὁ ποιητὴς περιχαρακώνει τὸν ἄκρατο ἠρωϊσμὸ καὶ τὴν ζωώδη δύναμη, τὴν ὁποία ὑποτάσσει σὲ ἐσωτερικὲς δυνάμεις, ὅπως εἶναι ἡ φρόνηση, ἡ μεγαλοψυχία, ἡ ἀρχοντικὴ εὐγένεια.
Τὸ Θρησκευτικὸ Στοιχεῖο στὸ ἕπος
Ὁ βυζαντινὸς ἄνθρωπος, γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία, ζῇ ἔντονα τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ βαθιὰ πίστη του στὸν Τριαδικὸ Θεὸ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ χαρακτῆρα του. Οἱ ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι συνυφασμένες μὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς του ζωῆς, εἶναι βίωμά του, ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς προσωπικότητός του καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς τοῦ γενικότερα. Ἡ καθημερινὴ ἀπασχόληση καὶ ψυχαγωγία τοῦ βυζαντινοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλες τὶς Ἀκολουθίες της. Ἐκεῖ θέλγεται ἡ ψυχή του καὶ αὐτὴ εἶναι τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Στὴν Ἐκκλησία συγκεντρώνονται ὅλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀνεξάρτητα ἀπὸ κοινωνικὴ τάξη καὶ ἡλικία καὶ παρακολουθοῦν μὲ βαθιὰ κατάνυξη τὶς λαμπρότατες ἱεροτελεστίες, τὶς μεγαλόπρεπες πομπὲς καὶ λιτανεῖες, ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ τὴ γλυκόηχη μελωδία τῶν ψαλτῶν, μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Αὐτοκράτορα, τὴ βασιλικὴ αὐλή, τοὺς ἄρχοντες, νὰ λάμπουν ὅλοι μέσα στὶς ἀστραφτερὲς ἐνδυμασίες τους.
Αὐτὸ τὸ πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς βυζαντινῆς ζωῆς φαίνεται ἔντονα στὸ ἔπος. Ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὸ προοίμιο, ὁ ἄγνωστος ποιητὴς ἐκφράζει τὴ βαθιὰ τοῦ πίστη ὅτι ἡ μεγάλη δύναμη τοῦ Διγενῆ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλα τὰ ὑπερφυσικὰ ἀνδραγαθήματα καὶ τοὺς ἠρωϊσμοὺς τὰ πραγματοποιεῖ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορὰ στοὺς συγκεκριμένους Ἁγίους, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι στὴν ἐπίγεια ζωή τους ἦταν στρατηλᾶτες. Γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν πατρίδα ἀγωνίστηκαν, γι' αὐτὸ εἶναι πολὺ οἰκεῖοι, τὸ πρότυπο τῶν ἀκριτών, ποὺ πολεμοῦν γιὰ τὰ ἴδια ἰδανικά. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι καὶ στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ἔχουν ξεχωριστὴ θέση τὰ παληκάρια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ κι ὅταν ὁ μικρὸς Κωνσταντῖνος ἑτοιμάζεται νὰ μονομαχήση μὲ τὸν ἀμιρά, ἀφοῦ αὐτὸ ἐτέθη ὡς ὅρος γιὰ νὰ ἐλευθερώση τὴν ἀγαπημένη του ἀδελφή, τὰ ὑπόλοιπα ἀδέλφια, ὄντας κι ἐκεῖνοι ἀκρίτες, τὸν παροτρύνουν καὶ τὸν ἐνθαρρύνουν νὰ ἀγωνιστὴ γενναῖα καὶ ἄφοβα, ἔχοντας στὸ νοῦ του ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση τὸ δίκαιο τοῦ ἀγῶνα καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψη νὰ ἡττηθῇ, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔχη συνέπεια τὴν ὑποδούλωσή τους σ' αὐτόν, ἕναν ἄπιστο. Καὶ στὴν προσευχὴ ποὺ γίνεται πρὶν τὸ μεγάλο ἐγχείρημα ζητοῦν:
"Μὴ συγχωρήσης, Δέσποτα, δούλους ἡμᾶς γενέσθαι".
Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄλογο πάνοπλος, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Νιώθει ὅτι ἡ δύναμη θὰ ἔρθη ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ Θεοῦ. Ποτισμένος βαθιὰ ἀπὸ τὴν πίστη του στὸν Ἕναν καὶ ἀληθινὸ Θεό, σ' Αὐτὸν ἀναφέρεται αὐτὴ τὴ δύσκολη στιγμή. Κι ὅταν ἐπιβάλλεται στὸν ἀντίπαλό του, τὸ πρῶτο ποὺ κάνει μὲ τ' ἀδέλφια του εἶναι νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ νίκη του.
Ὁ Μουσουλμᾶνος ἀμιρὰς προτείνει ἀπὸ μόνος του νὰ ἀσπασθῇ τὸ Χριστιανισμό, προκειμένου νὰ παντρευτῇ τὴν κόρη ποὺ ἀγαποῦσε. Ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ὁ σκληροτράχηλος αὐτὸς ἄντρας δέχεται νὰ ἀλλάξη τὴν πίστη του, ὀφείλεται, κατὰ τὰ λόγια του, στὴ μεγάλη ὀμορφιὰ τῆς κόρης. Ὁ ποιητὴς ὅμως ἀφήνει νὰ ἐννοηθῇ ὅτι συνεκτίμησε καὶ τὸ ἦθος της, ἀφοῦ κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα, ποὺ τὴν εἶχε αἰχμάλωτη στὴ σκηνή του- κι αὐτὴ ἡ διάκριση ἦταν πολὺ τιμητικὴ γι' αὐτήν- ἡ κόρη ὄχι μόνο δὲν ἔδωσε τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ γιὰ ὁποιαδήποτε προσέγγιση ἀλλὰ ἔδειχνε τὴν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὴν οἰκογένειά της ἀποζητῶντας τὴν συνέχεια μὲ ἀσταμάτητο θρῆνο. Πέραν ὅμως αὐτῶν ὁ ποιητὴς ἔμμεσα μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἀμιρὰς ἔτρεφε ἐνδόμυχα θαυμασμὸ γιὰ τὴν Ρωμανία, ἀναγνωρίζοντας μὲ τὶς πράξεις του τὴν ἀνωτερότητα τοῦ πνευματικοῦ της πολιτισμοῦ καὶ τοῦ πλούτου της. Κι αὐτὸ ἦταν μιὰ ὑποδομή, ὅπου στηρίχτηκε ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ ποὺ πρότεινε. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι γνώριζε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα πολὺ καλὰ καὶ δὲν δίστασε, παλαίμαχος αὐτός, νὰ ἀναγνωρίση τὴν ἀνωτερότητα τῆς μαχητικῆς τέχνης καὶ ἀνδρείας τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου καὶ νὰ ὑποστείλη ἐνώπιόν του τὴν ἀλαζονεία τῆς δικῆς του ἀνδρείας, γιὰ τὴν ὁποία πρὶν τὴ μονομαχία καυχιόταν εἰρωνευόμενος τὸν ἀντίπαλό του. Κατάπληξη προκάλεσε σὲ ὅλους, Χριστιανοὺς καὶ Μουσουλμάνους, ἡ ἀλλαξοπιστία τοῦ ἀμιρά, τὴν ὁποίαν ἀπέδωσαν στὴ δύναμη ποὺ ἐξέπεμψε ἡ ὑψηλοῦ ἔπιπέδού παιδεία καὶ ὁ πολιτισμὸς τῶν Ρωμαίων, ποὺ ἐξασφάλιζε μιὰ ποιότητα ζωῆς ποὺ θαύμαζαν καὶ ὑποκλίνονταν μπροστά της φίλοι καὶ ἐχθροί. Γράφει ὁ ποιητής:
Ἡ γνώση καὶ ἡ εὐγένεια τῶν Ρωμαίων, ποὺ εἶχαν τὴ σφραγῖδα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πηγὴ ἔμπνευσης, θαυμασμοῦ καὶ δύναμης γιὰ τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τοὺς ἄλλους λαούς. Ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα τῆς κόρης, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν αἴσια ἔκβαση τῶν πραγμάτων καὶ τὸ γυρισμὸ τῶν παιδιῶν της μαζὶ μὲ τὸν μέλλοντα γαμπρό της, ποὺ θέλει νὰ βαπτισθῇ Χριστιανός, ξεσπᾶ σὲ δοξολογία στὸν Θεὸ γιὰ τὴν παντοδυναμία Τοῦ ποὺ ἀκόμα καὶ τοὺς βάρβαρους εἰδωλολάτρες τους ἡμερώνει ἡ χάρη Τοῦ καὶ τοὺς εἰρηνεύει:
Ὁ ἀμιρᾶς πράγματι δείχνει τὴ μεγάλη του ἀλλαγὴ ὅταν, καθὼς ἐρχόταν στὴν πατρίδα τῆς καλῆς του, ἐλευθέρωνε ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους στὰ μέρη τῆς Ρωμανίας, τὰ ὁποῖα εἶχε καταλάβει. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ θριαμβεύει ἡ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἀμιράς, μετὰ τὴ βάπτιση καὶ τὸ γάμο του στὴ Ρωμανία, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του καὶ κηρύσσει τὸν Χριστιανισμό, ὁμολογῶντας μὲ ταπείνωση τὴν εὐγνωμοσύμη του καὶ τὴν πίστη του στὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔλαβε τὸ Βάπτισμα τῆς "παλλιγγενεσίας" καὶ ἐπισημαίνοντας τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία του. Ὁμολογεῖ μὲ θάρρος τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο συνοψίζει ὁ ποιητὴς στοὺς παρακάτω 19 στίχους:
Μέσα σὲ 19 15σύλλαβους στίχους ὁ ποιητὴς συμπυκνώνει ὅλη τὴ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ ἀμιρᾶς παροτρύνει τὴ μητέρα του καὶ τοὺς δικούς του ὅλους νὰ ἀσπασθοῦν τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό. Τέλος ἀποφασιστικὰ ἀνακοινώνει ὅτι ὁ ἴδιος θὰ ἐπιστρέψη στὴ Ρωμανία, στὸ Θεὸ τῆς ὁποίας βρῆκε σκοπο καὶ νόημα ζωῆς, ἐπίγειας καὶ αἰωνίου.
"Οὐ γὰρ ἀντάξιός ἐστιν μιᾶς ψυχῆς ὁ κόσμος"
δηλώνει μὲ ἐπίγνωση καὶ σοφία ὁ νῦν νεοφώτιστος, πρώην δὲ ἄξεστος καὶ πολεμοχαρὴς ἀμιρᾶς.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὴν ὀργανωμένη Ἱεραποστολὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Βυζαντινοὶ στοὺς γείτονες εἰδωλολάτρες λαούς, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν τὸν ἐκχριστιανισμὸ καὶ ἐκπολιτισμό τους σ' αὐτὴ τὴ δραστηριότητα τῶν Βυζαντινῶν. Ἡ Ἱεραποστολὴ ἐντάσσεται στὰ πλαίσια τῆς γενικότερης διπλωματίας, ποὺ εἶχαν ἀναπτύξει οἱ Βυζαντινοὶ καὶ μάλιστα ἀποτελοῦσε τὸ ἀποκορύφωμα, τὴν ὑψηλότερη ἔκφρασή της. Στοχος τῆς πολιτικῆς τῶν ὀρθοδόξων Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων ἦταν ἡ φιλία καὶ ἡ συμμαχία μὲ τοὺς γείτονες λαούς. Παρ' ὅλον ὅτι ἦταν οἱ πιὸ ἰσχυροὶ ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τους, "οἱ πλανητάρχες", ὅπως θὰ λέγαμε σημερα, δὲν ἔκαναν χρήση τῆς δύναμής τους καὶ δὲν ἐπιβάλλονταν μὲ τὴ χρήση τῶν ὅπλων ἐκτὸς κι ἂν ἀποτύγχαναν ὅλες οἱ διπλωματικές τους προσπάθειες. Τὸ ἰδεῶδες γι' αὐτοὺς ἦταν νὰ ἐκχριστιανίσουν, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους γειτονικοὺς λαοὺς καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν ὀργάνωση ἑνὸς πολιτισμένου χριστιανικοῦ κράτους. Ἔτσι ἐξασφάλιζαν καὶ τὴ φιλία καὶ τὴ συμμαχία τους, ποὺ βασίζονταν σὲ πνευματικοῦ περιεχομένου σχέσεις μαζί τους.
Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ὀργάνωναν πολὺ προσεκτικὰ καὶ μεθοδικὰ τὴν Ἱεραποστολή, τὴν ὁποία ἀναλάμβαναν πολὺ μορφωμένοι, φωτισμένοι καὶ εἰδικὰ ἐκπαιδευμένοι κληρικοὶ καὶ μοναχοί. Εἶχαν ὡς ἀρχὴ γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν λαῶν τὴ γνώση τῆς κουλτούρας τους καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας τους καὶ προσάρμοζαν ἀνάλογα τὸ κήρυγμά τους. Πολὺ γνωστὸ καὶ σπουδαῖο εἶναι τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὶς τεράστιες δυσκολίες κατάφεραν ὄχι μόνο νὰ ἐκχριστιανίσουν τοὺς Σλάβους, ἀλλὰ νὰ γίνουν καὶ οἱ δημιουργοὶ τῆς γραπτῆς σλαβικῆς γλώσσας, ποὺ υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς καὶ αὐτὸ συνετέλεσε στὴν εἴσοδό τους στὸν βυζαντινὸ πολιτισμό. Ἡ μεγάλη εὐεργεσία ποὺ δέχθηκαν μὲ τὸν ἐκχριστιανισμό τους οἱ λαοὶ τοῦ Αἵμου, φάνηκε καθαρὰ ἀργότερα, στοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας τους στοὺς Τούρκους. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ διαμόρφωσαν ἕναν κοινὸ ἱστορικὸ καὶ πνευματικὸ βίο ποὺ ἐξασφάλισε τὴν συνοχὴ καὶ τὴν διαφορετικότητά τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ αὐτὴ τὴν ἐπίδραση τὴν ἔχουν ἐξακριβώσει ἱστορικοὶ καὶ ἀρχαιολόγοι μελετητές.
Καὶ στὸ ὑπόλοιπο ἔπος εἶναι ἔντονο καὶ διάχυτο τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. Ὁ ποιητὴς τονίζει πολὺ συχνὰ ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Διγενῆ ἔχει θεϊκὴ προέλευση καὶ γιὰ ὅλα τὰ κατορθώματά του ὁ ἥρωας εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸν Θεό. Τὰ πάντα ὀφείλονται στὴ δικὴ Τοῦ παντοδυναμία, ἀγάπη καὶ οἰκονομία. Ὁ ἥρωας ἔχει ἀναφορὰ στὸ Θεὸ σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Ὅ,τι σπουδαῖο, ἠρωϊκὸ καὶ σωτήριο συμβαίνει στὴ ζωή του· ὅλα τὰ χαρίσματα τὰ δικά του καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὅπως ἡ φρόνηση, τὸ θάρρος, ἡ δύναμη, ἡ δόξα, ἡ ὑγεία, ἡ ἤρεμη ζωή, ὅλα εἶναι δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ πάντα ἐλέγχει καὶ κινεῖ. Καὶ Ἐκεῖνος εἶναι τὸ στήριγμα, ἡ ἐλπίδα, ἡ ζωή, ἡ νίκη καὶ ἡ παρηγοριὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τους, ὁ Διγενὴς καὶ ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ ἔπους, ἀναπέμπουν πλούσιες τὶς εὐχαριστίες, τὶς δοξολογίες καὶ τὶς προσευχές τους στὸ Θεό. Κι ὅταν ὁ ἥρωας διηγεῖται τὶς ἀνδραγαθίες του στοὺς δικούς του, δικαιολογεῖ τὴν ἐνέργειά του λέγοντας ὅτι τὸ κάνει ὄχι γιὰ νὰ καυχηθῇ, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν γνωστὲς οἱ δωρεὲς τοῦ Πλάστου.
Τέλος τὴν ἀγάπη του στὴ θρησκεία ἐκδηλώνει ὁ Διγενῆς ἀντλῶντας τὰ θέματα, γιὰ τὴν εἰκονογράφηση τοῦ παλατιοῦ του στὸν Εὐφράτη, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κυρίως. Ἔτσι ἀπεικονίζει στοὺς τοίχους τοῦ παλατιοῦ τὸν πολεμιστὴ Σαμψῶν, τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν γίγαντα Γολιάθ, τὸν φθονερὸ κι ἐκδικητικὸ Σαούλ, τὴν Ἔξοδο τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὰ θαύματα τοῦ Μωϋσή, τὴν δόξα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Καὶ βέβαια στὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ κτιζει ὄμορφο παρεκκλήσι, ποὺ τὸ ἀφιερώνει στὸ ἀγαπημένο του Ἅγιο Θεόδωρο, δείχνοντας καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἁμαρτία
Ἕνα θέμα ποὺ τονίζεται ἀρκετὰ στὸ ἔπος εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἁμαρτία. Ὁ ποιητὴς ἀφήνει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Βυζαντινὸς ἄνθρωπος ρυθμίζει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ οἱ νουθεσίες τῶν Ἁγίων εἶναι κανόνας στὴ ζωή του. Γνωρίζει καλὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη ποὺ κατατυραννοῦν τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγοῦν σ' αὐτήν. Ἑπομένως ξέρει καὶ πῶς νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τοῦ ἀσθενοῦς ἑαυτοῦ του. Ἔχει μεγάλη εὐαισθησία πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ἡ συνείδησή του τὸν ἐλέγχει ἔντονα γιὰ κάθε παρεκτροπή. Νιώθει ἔντονη τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ θέλει νὰ ἀποφύγη τὴν ἁμαρτία, ποὺ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ Αὐτόν. Κι ὅταν πέφτη σπεύδει μὲ μετάνοια νὰ ἀποκαταστήση τὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό.
Ὁ ποιητὴς γράφει πῶς ὁ νέος πρέπει νὰ κρατᾶ γερὰ τὰ ἡνία τοῦ ἑαυτοῦ του, γιὰ νὰ μὴ δουλωθῇ στὰ πάθη του καὶ στερηθῇ τὴν αἰώνια ζωή:
Ὁ Διγενής, ἂν καὶ τόσα χαρίσματα εἶχε ἀπὸ τὸ Θεό, ἂν καὶ ἦταν προικισμένος μὲ μεγάλη σωματικὴ ἀνδρεῖα, περιέπεσε σὲ μεγάλο ἁμάρτημα. Ὁ ποιητὴς ἀφήνει νὰ φανῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἰσόρροπη δύναμη σώματος καὶ ψυχῆς. Τὸ σῶμα εἶναι γενναιότατο. Ἡ ψυχὴ ὅμως δείχνει σοβαρὴ ἀδυναμία καὶ ἀφήνει νὰ παρασυρθῇ στὴν ἁμαρτία. Μετανοεῖ ὅμως γρήγορα. Συναισθάνεται τὴν ἁμαρτία του. Δὲν ἡσυχάζει, νιώθει ἔντονες τύψεις. Συνειδητοποεὶ ὅτι ἔπεσε στὴν παγίδα τοῦ διαβόλου καὶ ξέχασε τὸ Θεό. Ξέρει ὅτι θὰ δώση λόγο στὸ Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν οἱ πράξεις ὅλων θὰ φανερωθοῦν μπροστὰ σὲ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ὁμολογήση τὴν πτώση του, νὰ ἐξομολογηθῆ, νὰ βγάλη τὸ βάρος ἀπὸ πάνω του. Καὶ τὸ κάνει, ὅταν βρέθηκε μὲ ἄνθρωπο δικό του. Δὲν κομπορρημονεῖ, δὲν καυχιέται. Δείχνει πραγματικὴ μετάνοια καὶ ντρέπεται νὰ ἀντιμετωπίση τὴν σύζυγό του, ποὺ τόσο ἀδίκησε μὲ τὴν πράξη του.
Ἡ θέση τῆς γυναίκας στὸ ἔπος
Ἡ θέση τῆς γυναίκας στὴν βυζαντινὴ κοινωνία εἶναι ἀρκετὰ ἀνεβασμένη σὲ σχέση μὲ παλαιότερες ἐποχές. Κι αὐτὸ ὀφείλεται στὸ κήρυγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ περὶ ἰσότητας τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ ἀποσκοποῦσε στὴ σωτηρία καὶ τῶν δύο φύλων. Ἔτσι ἡ Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου εἶναι γεμάτη ἀπὸ παραδείγματα γυναικῶν, ποὺ διέπρεψαν στὰ γράμματα, τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωή. Μέσα στὸ ἔπος ἡ γυναῖκα εἶναι πρόσωπο ἀξιαγάπητο καὶ ἀξιοσέβαστο. Τιμᾶται καὶ ἐξαίρεται κυρίως γιὰ τὴν εὐγενεια της, τὴν εὐσέβεια, τὴν ὀμορφιά της κυρίως, τὴν ἀφοσίωσή της στὴν οἰκογένεια, τὴ συζυγικὴ πίστη, τὴ σωφροσύνη της. Καὶ στὴν περίπτωση τῆς Ἀμαζονας Μαξιμοὺς γιὰ τὴ γενναιότητα καὶ τὴν πολεμική της τέχνη. Μέσα στὸ ἔπος, ὅπου ἐξυμνεῖται ἡ ἀνδρεία, φυσικὸ εἶναι νὰ φωτισθῇ καὶ νὰ προβληθῆ καὶ τὸ ἠρωϊκὸ στοιχεῖο ὡς πλευρὰ τῆς γυναίκας. Ἀποτελεῖ ὅμως ἐξαίρεση. Ἡ πολεμόχαρη ἰδιότητα δὲν δένει μὲ τὴν εὐαισθησία, τὴν ἀπὸ τὴ φύση της περιορισμένη σωματικὴ δύναμη καὶ μὲ τὸ εὔθραυστο τοῦ φύλου της. Γι' αὐτὸ ἡ γυναῖκα ἐξαίρεται κυρίως γιὰ τὴν ψυχική της γενναιότητα, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀναπτύξη καὶ νὰ καλλιεργήση.
Ἔτσι ἡ γυναῖκα προβάλλεται ὡς ἡ ἀξιολάτρευτη κόρη τῆς οἰκογένειας, ἡ τρυφερὴ καὶ ἀπροστάτευτη, ποὺ ὅλοι νιώθουν τὴν ὑποχρέωση νὰ τὴν προστατέψουν. Τὰ ἀδέλφια της θρηνοῦν γιὰ τὴν ἁρπαγή της ἀπὸ τὸν ἀμιρὰ καὶ μὲ αὐταπάρνηση ὑφίστανται ὅλες τὶς δοκιμασίες ἀπὸ ἐκεῖνον, μέχρι νὰ τὴν ἐλευθερώσουν. Τὴν κρατοῦν στὸν πύργο μὲ τὶς βάγιες της, μακριὰ ἀπὸ φθονερὰ μάτια καὶ ἐπίδοξους ἀπαγωγεῖς. Εἶναι ἐπίσης ἡ ὡραία καὶ ἀξιέραστη κόρη, ποὺ ἐμπνέει δυνατὰ συναισθήματα καὶ ρομαντικὴ διάθεση στὸν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος θὰ ὑπερβῆ κάθε ἐμπόδιο μέχρι νὰ τὴν παντρευτῇ. Καὶ τότε γίνεται ἡ πιστὴ σύζυγος, ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ της. Ἐκεῖ ἐργάζεται καὶ διαπρέπει. Καὶ ὁ σύζυγος τὴν ἀγαπᾶ καὶ τὴ σέβεται. Εἶναι τέλος ἡ συνετὴ μητέρα, πρόσωπο σεβάσμιο, ποὺ ἀσκεῖ ἐξουσία στὴν οἰκογένεια. Καὶ ὅλοι τὴν ὑπακούν. Ὁ λόγος της εἶναι διαταγή, ποὺ πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ τηρηθῇ.
Σχέση ἄρχοντα καὶ ἀρχομένου
Στὸν τέταρτο Λόγο (βιβλίο) ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων, ἀπὸ θαυμασμὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Διγενῆ, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη ὡς γενναίου ἀκρίτα εἶχε ἁπλωθῇ παντοῦ, στὰ πλαίσια μιᾶς ἐκστρατείας του στὴν Ἀνατολὴ θέλησε νὰ γνωρίση τὸν ἀνίκητο πολεμιστή. Ὅταν συναντήθηκαν, ὁ Διγενής:
Ὁ βασιλεὺς ἔκπληκτος ἀπὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ Διγενῆ, ξεχνῶντας τὴ βασιλεία καὶ τὸν θρόνο του, τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν ἀσπάζεται καὶ τοῦ λέει μὲ θαυμασμό:
Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ σχέση βασιλέα καὶ ὑπηκόου. Ὁ βυζαντινὸς πολίτης διαπνέεται ἀπὸ μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸν βασιλέα του, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του τὸ ὄργανο τῆς θείας βουλῆς, ποὺ τοῦ εἶχε δοθῇ ὑψηλὴ ἀποστολή. Εἶχε ταχθῇ νὰ περιφρουρήση τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια, νὰ τὴ διαδώση καὶ νὰ τὴν ὑπηρετήση ὡς ἄρχων. Οἱ Βυζαντινοὶ θεωροῦσαν τὴν ἐξουσία τοῦ βασιλιᾶ καθηγιασμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπέδιδαν σ' αὐτὸν τὴ δόξα καὶ τὴν ἱερότητα, ποὺ ἀποδίδει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη στὸ μεγάλο βασιλέα Δαβίδ. Γι' αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας θεωροῦνταν προστάτης καὶ ὑπέρμαχος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μποροῦσε νὰ ἐπεμβαίνη ἀκόμη καὶ σὲ δογματικὲς ἔριδες, προκειμένου νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ εἰρήνη στοὺς κόλπους της, καὶ αὐτὸ τὸ ἔπραξε πολλὲς φορές. Ἀκόμη καὶ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὸν βασιλέα εἶναι ἱερό, τὸ ἱερὸν παλάτιον, ὁ ἱερὸς κοιτῶν, κλπ. Καὶ ὅλες τὶς ἀποφάσεις καὶ ἐνέργειές του ἔπρεπε νὰ τὶς ἐντάξη στὰ χριστιανικὰ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια καὶ νὰ ὑπηρετήση τὸ καλὸ τῆς Οἰκουμένης. Ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ κυβερνᾶ μὲ φιλανθρωπία, δικαιοσύνη, ἐπιείκεια καὶ ἀνωτερότητα ἀπέναντι στὶς διαβολές. Ὤφειλε νὰ διοικῇ κατὰ μίμηση Θεοῦ, ὅπως ὁ πατέρας τὴν οἰκογένεια.
Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ αὐτοκράτορα ἐπέτρεπε ἀφ' ἑνὸς μὲν σ' ὁποιονδήποτε πολίτη τοῦ Βυζαντίου νὰ διεκδικήση τὸ θρόνο, ἀφοῦ τὸ ἀξίωμα αὐτὸ προϋπέθετε κάποια συγκεκριμένη καταγωγὴ καὶ δὲν ὑπῆρχαν λόγοι "αἵματος", οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ τηρηθοῦν, ἀφ' ἑτέρου δὲ στὸ λαὸ νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ἐπαναστατῇ, ἐὰν ὁ αὐτοκράτορας ἦταν ἄδικος, τυραννικὸς κι ὄχι Ὀρθόδοξος στὴν πίστη. Ἔτσι μπροστὰ σὲ ἕναν ἀκέραιο ἄρχοντα, ἕνας ἀξιωματοῦχος αἰσθάνεται, ὅπως ἐδῶ ὁ Διγενής, ὑπήκοος, βοηθὸς καὶ συνεργάτης του, δίκαιος καὶ ὀρθόδοξος καὶ διαθέσιμος σὲ ὅποια ἐργασία καὶ ὑπηρεσία τὸν ὁρίσει ἐκεῖνος. Νιώθει πῶς εἶναι ἡ προέκταση τοῦ ἄρχοντα, ποὺ πρέπει νὰ ἐργαστῇ μὲ τὴν ἴδια νοοτροπία στὸ ἴδιο πνεῦμα, γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἕνας καλὸς καὶ εὐσυνείδητος ἀξιωματοῦχος πρέπει νὰ εἰκονίζη καὶ νὰ ἀντικατοπτρίζη τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο του βασιλέα του καὶ νὰ ὑπηρετῇ πιστὰ κι ἐκεῖνος τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν φιλανθρωπία, μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ ἔχει συνείδηση κι ἐπίγνωση ὅτι ὅλα δίνονται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ βέβαια καὶ ἡ ἐξουσία. Γι' αὐτὸ μιλᾶ μὲ σύνεση, ταπεινοφροσύνη καὶ σεβασμό.
Καὶ ὁ βασιλέας δὲν ἔμεινε ἀσυγκίνητος ἀπὸ τὴ στάση τοῦ Διγενῆ. Ἀφοῦ ἐξέφρασε τὸ θαυμασμό του καὶ τὴ βαθιά του ἐκτίμηση στὴν τοποθέτησή του, τὸν διορίζει ἐπισήμως, μὲ χρυσόβουλο, ἀκρίτη, ἀμείβοντας ἔτσι τὴν εὐσυνειδησία του καὶ τὴν καλή του προαίρεση. Ἡ σχέση ἄρχοντα καὶ ἀρχόμενου εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ, τῆς συνύπαρξης, τῆς ἀλληλεγγύης -ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀδελφικὲς σχεδόν-, ποὺ φέρνουν ἰσορροπία στὴ συμπεριφορὰ τῶν προσώπων, κατευνάζοντας τὴν ἀλαζονεία τῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ θράσος καὶ τὴν παρρησία τοῦ ἐξουσιαζόμενου ἀπὸ τὸ ἄλλο, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσαν σίγουρα σὲ σύγκρουση καὶ χάσμα μεταξύ τους.
Ἡ συζυγικὴ ἀγάπη
Ἀπὸ τὰ πιὸ δυνατὰ συναισθήματα στὸ ἔπος ἀναδεικνύεται ἡ συζυγικὴ ἀγάπη. Ὁ γάμος του ἀμιρὰ καὶ τοῦ Διγενῆ ξεκινᾶ μὲ ἁρπαγὴ τῆς καλῆς τους, ἔθιμο καὶ ἐπίδραση σαφῶς μουσουλμανική. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ εὐλογοῦνται ἀπὸ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους ὡς σύζυγοι, τὸ ζευγάρι ἀναπτύσσει πολὺ δυνατὴ ἀγάπη καὶ δεσμό, ποὺ κανένα ἄλλο συναίσθημα δὲν μπορεῖ νὰ καταλύση. Ὁ ἄνδρας προσαρμόζεται στὴ γυναῖκα καὶ ἀντιστρόφως. Ἀλλοιώνονται ὡς χαρακτῆρες καὶ σέβονται ἀπεριόριστα ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἔτσι ὁ ἀμιράς, ποὺ πρὶν τὸ γάμο του ἦταν φοβερὸς καὶ τρομερός, ὁ σκληρὸς καὶ ἄγριος πολεμιστὴς ποὺ στὶς αἱματηρὲς ἐπιδρομές του στὴ Ρωμανία ἔσπερνε ἀνελέητα καὶ ἀναίσθητα τὸν ὄλεθρο, σφάζοντας, καίγοντας, ἁρπάζοντας καὶ αἰχμαλωτίζοντας, αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄντρας ἀλλοιώνεται, μεταμορφώνεται δίπλα στὴν ὄμορφη καὶ εὐγενικὴ συζυγό του. Γίνεται πολὺ συναισθηματικὸς καὶ εὐαίσθητος, πολὺ στοργικὸς καὶ προστατευτικός. Γιὰ χάρη της ἐγκαταλείπει μητέρα, συγγενεῖς, πατρίδα, θρησκεία, πλούτη, ἐξουσία, δόξα. Ὅλα τὰ θεωρεῖ ὑποδεέστερα. Ὅλος ὁ κόσμος του εἶναι ἡ σύζυγός του. Τῆς φέρεται μὲ πολλὴ τρυφερότητα καὶ δὲν θέλει μὲ τίποτα νὰ τὴν λυπήση ἢ νὰ τὴν πληγώση. Ἔτσι, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ὁ τραχὺς χαρακτῆρας του ἐκλεπτύνεται καὶ μετατρέπεται σὲ ἕναν ἰδανικὸ σύζυγο καὶ πατέρα.
Καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς γυναίκας ὑπάρχει ἀπόλυτη ἀνταπόκριση στὴν ἀγάπη τοῦ συζύγου. Ἀγαπᾶ τὸν ἄντρα της μὲ ἀπόλυτη ἀφοσίωση καὶ πίστη. Βλέπει στὸ πρόσωπό του τὸν προστάτη της, τὸν συνεργάτη, τὸν βοηθό, τὸν σύντροφο, τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ της. Βλέπει τὸν ἄντρα τῆς ὡς θεόσταλτο δῶρο καὶ τὸν τιμᾶ μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ ὑπακοή. Ὁ χαρακτῆρας καὶ τὸ ἦθος της σμιλεύτηκε καὶ διαμορφώθηκε κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ γαλουχήθηκε μὲ τὰ διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ "ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων". Καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἀμιρὰ ὀφείλεται στὴ ζωογόνο μετάνοιά του καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ ἔλαβε. Ἔτσι ἡ σχέση τους βασίζεται στὸ Θεό, ποὺ καὶ οἱ δύο ἀγαποῦν. Σ' αὐτὸ τὸ ἀμετακίνητο θεμέλιο κτίστηκε τὸ οἰκοδόμημα τοῦ γάμου τους. Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ δοῦμε λίγο τὴ συμπεριφορά τους:
Ὅταν ὁ ἀμιρὰς χρειάστηκε νὰ ἐπιστρέψη στὴν πατρίδα του, γιὰ νὰ ἐξηγήση στὴ μητέρα του τὸ λόγο ποὺ ἔφυγε στὴ Ρωμανία καὶ ἔπρεπε νὰ ἀνακοινώση τὴν ἀπόφασή του αὐτὴ στὴ γυναῖκα του, διστάζει, φοβᾶται μήπως τὴ λυπήση, μήπως κλονιστῇ ἡ ἀγάπη τους. Τῆς λέει:
Ὁ λόγος του τῆς τρυπᾶ τὴν καρδιά. Ἡ ἀμφιβολία του τὴν ἀναστατώνει:
Ὁ χωρισμὸς τοῦ ζεύγους γίνεται μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἔντονης συγκίνησης καὶ πόνου. Κι ὅταν ὁ ἀμιρὰς ἐπιστρέφη ἀπὸ τὸ μακρινὸ ταξίδι του, παίρνει τὸ πιὸ γρήγορο ἄλογο, γιὰ νὰ πάη, ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται κοντά της, δείχνοντας ἔτσι πόσο τοῦ ἔλειψε ἡ ἀγαπημένη της παρουσία καὶ πόσο ἀνυπομονοῦσε νὰ βρεθῇ κοντά της. Κι ὅταν ἔφτασε τῆς λέει:
Ἀλλὰ καὶ ὁ Διγενὴς τὰ περισσότερα κατορθώματά του τὰ κάνει γιὰ νὰ προστατεύση τὴν ἀγαπημένη του σύζυγο. Ὅταν ἐκείνη ἔντρομη ἀντιμετώπισε τὸν κίνδυνο ἀπαγωγῆς τῆς ἀπὸ τοὺς ἀπελάτες, ὁ Διγενὴς μὲ αὐτοπεποίθηση τὴν καθησυχάζει λέγοντας:
Εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνη παρὰ νὰ πάθη κάτι ἡ σύζυγός του. Τῆς φέρεται μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη. Κι ὅταν ἀμαρτάνη ἡ δική της θύμηση τὸν κάνει νὰ συνέλθη καὶ νὰ ντραπῇ, ποὺ τόσο τὴν πρόσβαλε καὶ τὴν μείωσε ἡ πράξη του. Κι ἐνῷ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν τοὺς χωρίση κανείς, ἀνήμπορος μπροστὰ στὸν θάνατο θρηνεῖ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὴ γυναῖκα του, ποὺ θὰ θλίβεται μόνη της καὶ ἀπροστάτευτη. Τὶς στιγμὲς τῆς εὐτυχίας τους τὶς χαίρονται μαζὶ καὶ τὶς μοιράζονται μὲ ἀγαπημένους τοὺς φίλους στὸ παλάτι του Εὐφράτη. Καὶ στὶς δύσκολες στιγμὲς ὁ συζυγικὸς δεσμὸς δὲν καταλύεται. Δοκιμάζεται, τραυματίζεται ἴσως, ἀλλὰ ἀντέχει. Ἔτσι ὅταν ἡ σύζυγος τοῦ Διγενῆ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀπιστία του, πικραίνεται καὶ λυπᾶται βαθιὰ γιὰ τὴν πτώση του. Τοῦ ἐξομολογεῖται ἤπια τὴν πίκρα της καὶ τὸν θέτει πρὸ τῶν εὐθυνῶν του, θυμίζοντάς του τὴ μεγάλη ἁμαρτία ποὺ διέπραξε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὑπομένει εἰρηνικά. Δὲν τοῦ ἐπιτίθεται, δὲν τὸν κακολογεῖ· ἀντίθετα τὸν συγχωρεῖ μεγαλόψυχα καὶ προσεύχεται στὸν Θεὸ γι' αὐτόν. Αὐτὴ ἡ ἀρχοντικὴ στάση της μεγαλώνει στὴν ψυχὴ τοῦ συζυγου της τὴν μετάνοιά του ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση στὸ πρόσωπό της ἀφ' ἑτέρου. Καὶ τὸ μεγάλο νέφος ποὺ σκίαζε τὴν εὐτυχισμένη συζυγία τους, τὴν ἀτεκνία, τὴν ἀντιμετωπίζουν ἀξιοθαύμαστα. Τοὺς λυποῦσε καὶ τοὺς δύο βαθύτατα ἡ ἔλλειψη παιδιῶν. Γράφει ὁ ποιητής:
Στρέφονται στὸ Θεό, ἀναθέτουν σὲ Ἐκεῖνον τὸ πρόβλημά τους, ποὺ τὸ κάνουν αἴτημα φλογερό, καθημερινό, ἐπίμονο. Κι ὅταν χάνουν τὴν ἐλπίδα, ὑπομένουν. Δὲν στρέφονται κατὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χάνουν τὴν πίστη τους. Ὑποτάσσονται στὸ θέλημά Τοῦ καὶ Τὸν εὐχαριστοῦν μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἐκεῖνος γνωρίζει καλύτερα τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Δέχονται μὲ ταπείνωση τὴν πραγματικότητα καὶ μὲ αὐτομεμψία καταλογίζουν στὶς ἁμαρτίες τους τὴν εὐθύνη. Καὶ ἀναπαύονται. Βλέπουν τὸ θέλημα καθαρὰ πνευματικά, μὲ πλήρη ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στάση ὀρθόδοξη, ὑγιής.
Ὁ θάνατος τοῦ Διγενῆ
Ὁ μεγάλος καὶ ἀνίκητος ἄνδρας, ποὺ τὸν ἔτρεμε ὁ κόσμος ὅλος, νικήθηκε τελικὰ ἀπὸ ἐχθρὸ ἀόρατο διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ. Ἀπὸ μικρόβιο ποὺ ἀναπτύχθηκε στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ὕστερα ἀπὸ κρύωμα καὶ τοῦ προκάλεσε ἀβάσταχτους πόνους. Στέκεται μπροστὰ στὸν θάνατο μὲ πολλὴ θλίψη. Δὲν ἔχει μέλλον. Γι' αὐτὸ ἀναπολεῖ τὸ παρελθόν. Θυμᾶται ὅλη τὴ ζωή του καὶ τὰ κατορθώματά του. Τὰ θυμᾶται ὅλα μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του. Νίκησε ὁπλισμένους ἐχθρούς, δράκοντες καὶ θηρία, λιοντάρια καὶ τοὺς ἀπελάτες ποὺ τὴν ἐπιβουλεύονταν. Ὅλα τὰ ἔκανε γιὰ τὴν ἀγάπη της. Κάνει ἕναν ἀπολογισμὸ τῶν πεπραγμένων. Τίποτα δὲν τὸν φόβισε ποτέ, τίποτα δὲν τὸν λύγισε. Τώρα ὅμως εἶναι ἀλλιῶς. Εἶναι ἀντιμέτωπος μὲ τὸν πιὸ ἀδυσώπητο ἐχθρό του, τὸν θάνατο, καὶ νιώθει ἐντελῶς ἀνήμπορος νὰ τοῦ ἀντισταθῆ. Δὲν λυπᾶται τόσο γιὰ τὸ δικό του χαμό, ὅσο γιὰ τὴν θλίψη, τὴν μοναξιὰ καὶ τὴν ὀρφάνια τῆς ἀγαπημένης τοῦ συζύγου. Μπροστὰ στὸ ἐνδεχόμενο αὐτῆς τῆς θλιβερῆς χηρείας, ὁ Διγενὴς μεγαλόψυχα συμβουλεύει τὴ νέα γυναῖκα του νὰ ἀναζητήση νέο σύζυγο γενναῖο καὶ εὐγενῆ.
Ἡ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη σύζυγος μέσα στὴν ἀφόρητη θλίψη της καταφεύγει στὴν προσευχή. Ἀποθέτει τὸν πόνο της μὲ δάκρυα στὸν Πλάστη τῶν ἁπάντων καὶ Τὸν παρακαλεῖ θερμὰ νὰ σώση τὸν ἄνδρα της ἢ ἂς πεθάνη κι ἡ ἴδια μαζί του. Πρᾶγμα ποὺ γίνεται, ὅταν ἐπιστρέφοντας στὸ κρεβάτι του τὸν εἶδε νὰ ψυχορραγῇ. Λιποθυμᾶ καὶ ξεψυχᾶ πρὶν τὸ Διγενῆ κι ἐκεῖνος δοξάζει τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκονόμησε ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὴν ἀφήση μόνη καὶ θλιμμένη. Καὶ ὁ ἥρωας ἤρεμα, ἀφοῦ σταύρωσε τὰ χέρια του παραδίδει τὴν ψυχή του στὰ χέρια τῶν ἀγγέλων τοῦ Κυρίου. Ὁ Διγενης ἔζησε καὶ ἀγωνίστηκε ὡς ὑπεράνθρωπος. Πέθανε ὅμως ὡς ἄνθρωπος. Ἀήττητος στὶς μάχες μὲ ἀνδρειωμένους καὶ θηρία, ἀδύναμος μπροστὰ στὸν θάνατο. Ἐκεῖ ἐξομοιώθηκε μὲ ὅλους τοὺς θνητούς. Ἄλλωστε ἐκεῖ ἐπικρατεῖ ἡ ἀπόλυτη ἰσότητα. Στὴ δική του δικαιοδοσία ἰσοπεδώνονται τὰ πάντα. Κοινὴ μοῖρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγη ὅσο τολμηρός, δυνατός, ἀνδρεῖος καὶ πλούσιος κι ἂν εἶναι. Νέοι, ἔνδοξοι, ὡραῖοι, ἰσχυροί, ὅλοι γίνονται πηλός. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέση ἐξαίρεση ὁ Διγενής. Ἑπομένως τί μένει; ἀναρωτιέται ὁ ποιητὴς κι ἐμεῖς μαζί του. Ὅλα εἶναι μάταια: ἡ ὀμορφιά, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ νιότη.
Ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἄνθρωπος προσκολλᾶται στὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ ἀπολυτοποιεῖ. Ὄχι πῶς εἶναι ἄχρηστα καὶ ἄχαρα. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ πᾶν. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη στὴν κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ ἡ ἀναζωογονητικὴ μετάνοια, ποὺ δίνει νόημα στὴ ζωὴ καὶ συντελεῖ στὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐπίλογος
Στὸ "Ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα" ἀντικατοπτρίζεται ὁ Βυζαντινὸς Κόσμος μὲ τὰ ἰδεώδη καὶ τὰ πιστεύω του, μὲ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ἀνάγκες του. Ἡ ἐποχὴ τῆς μεγάλης Ρωμανίας σφραγίστηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς μεγάλης συνάντησης ἀνάμεσα στὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα καὶ τὸν Χριστιανισμό. Τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ἔρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, φορτωμένο ἐρωτηματικὰ καὶ ἀναζητῶντας ἀπαντήσεις σὲ καίρια προβλήματα, ποὺ τόσο πρώϊμα ἀπασχόλησαν τὴν ἀνήσυχη ἑλληνικὴ σκέψη: "Τί εἶναι ζωή; Γιατί ζοῦμε; Ποιό τὸ νόημα τῆς ζωῆς;" Σ' αὐτὰ τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα ἀπαντᾶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τὸ ἑρμήνευσαν. Ἀποκάλυψη μοναδική, ἀνεπανάληπτη, ποὺ διαμόρφωσε τὸ ἦθος τοῦ νέου ἀνθρώπου. Ὁ Καθηγητὴς Ν. Τωμαδάκης, στὴν εἰσαγωγὴ τῆς "Ἱστορίας τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας" τοῦ Κ. Κρουμπάχερ, γράφει χαρακτηριστικά: "Ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς δὲν δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἄνευ τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ ὁ κλασσικὸς καὶ παγανιστικὸς Ἑλληνισμὸς τῆς ἀρχαιότητος κατανοεῖται εὐκολώτερον ἀπὸ τοὺς κατόχους τοῦ μεσαιωνικοῦ τομέως". Ἑπομένως ἡ γνώση τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴ γνώση καὶ συνειδητοποίηση τῆς σύγχρονης ταυτότητάς μας. Καὶ σ' αὐτὴ τὴ διαπίστωση φαίνεται περίτρανα ἡ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐδῶ καὶ 3.500 χρόνια.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα οὐσιαστικὰ αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται. Εἶναι ὁ ἥρωας τῆς Ρωμανίας, ποὺ ἐνσαρκώνει τὰ ἰδεώδη της καὶ παλεύει γι' αὐτά, ποὺ συνδυάζει τὴ σκληράδα μὲ τὴν εὐαισθησία, τὴν παλληκαριὰ μὲ τὴν ἀρετή, τὴν ἰσχὺ μὲ τὴν καλωσύνη, τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ ἁμαρτάνει μὲ τὸν νέο, ἀναγεννημένο ἐν Χριστῷ, ποὺ μετανοεῖ. Γράφει ὁ Ν. Πολίτης: "Εἶναι νεαρὸς ὡς ὁ Ἀχιλλεύς, κραταιὸς ὡς ὁ Ἡρακλῆς, ἔνδοξος ὡς ὁ Ἀλέξανδρος" καὶ μὲ τὸ ἦθος τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, θὰ μπορούσαμε νὰ προσθέσουμε ἐμεῖς. Ὁ Διγενὴς εἶναι ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ σιδηροῦς στρατιώτης, ποὺ νύχτα καὶ μέρα ὑπερασπίζεται τὰ σύνορα τοῦ χριστιανικοῦ κράτους. Στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ εἶναι ὁ διαχρονικὸς τύπος τοῦ Ἕλληνα ἥρωα μὲ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα, φορέας μιᾶς ρωμαλέας παράδοσης, ποὺ ξέρει νὰ μάχεται γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία.-
- Προβολές: 2835