Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Δύση (Ε')
Ὁμιλία στὸ "Λαϊκὸ Πανεπιστήμιο" τῆς Ἐκκλησίας.
(Συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
Τὸ κρίσιμο ἐρώτημα
Μέχρι τώρα ἐντοπίσαμε τὴν συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ ὅπως πραγματοποιήθηκε στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅπως πραγματοποιήθηκε στὴν Δύση ἀπὸ τοὺς σχολαστικοὺς φιλοσόφους. Σήμερα στὴν Δύση ἡ ὅλη νοοτροπία ἀποδεσμεύθηκε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ἐπειδὴ συνάντησε ἕναν Χριστιανισμὸ ποὺ συνδέθηκε μὲ τὴν μεταφυσική, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κάνη μιὰ δημιουργικὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἑλληνισμό. Δηλαδή, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύχθηκε ἕνας ἐκχριστιανισμένος Ἑλληνισμός, ἐνῷ στὴν Δύση μὲ τὴν σχολαστικὴ θεολογία ἀναπτύχθηκε ἕνας ἐξελληνισμένος Χριστιανισμός. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀφομοίωσαν δημιουργικὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ συνάντησαν στὴν ἐποχή τους, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε ἀπὸ τοὺς σχολαστικοὺς θεολόγους τῆς Δύσεως.
Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ σύγχρονος δυτικὸς πολιτισμὸς ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν διεργασιῶν ποὺ ἔγιναν στὴν προσπάθεια νὰ ἀρνηθοῦν τὴν σχολαστικὴ θεολογία, μὲ τὴν μεταφυσική της, πρέπει νὰ συναντηθῇ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Πρέπει νὰ γίνη αὐτὴ ἡ συνάντηση γιατί ἡ σύγχρονη ζωὴ πρέπει νὰ γονιμοποιηθῇ. Πράγματι ἕνας πολιτισμὸς ἔχει ἀξία καὶ σπουδαιότητα ἀπὸ τὸ κατὰ πόσο μπορεῖ νὰ νοηματοδοτήση κάθε ἄλλον πολιτισμὸ καὶ μάλιστα τὸν σύγχρονο πολιτισμὸ ποὺ εἶναι μονοδιάστατος, ἀφοῦ στηρίζεται μόνον στὴν τεχνολογικὴ ἀνάπτυξη.
Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι πῶς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ συνάντηση. Τίθεται αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, γιατί ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ἡ ὀρθόδοξη θεολογία νὰ ἐκκοσμικευθῇ, νὰ περιπέση δηλαδὴ σὲ μιὰ ἀνθρωποκεντρικὴ κατάσταση καὶ γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ πιὸ συγεκριμένα νὰ ἀρχίση νὰ στοχάζεται κανεὶς περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλων τῶν θεολογικῶν θεμάτων. Ὁ στοχασμὸς εἶναι ἡ μεγαλύτερη πληγὴ στὴν σημερινὴ θεολογικὴ πραγματικότητα.
Φυσικὰ ὅταν κάνω λόγο γιὰ στοχασμὸ δὲν κατηγορῶ τὴν λογική, ἀλλὰ τὸν ὀρθολογισμό, ὅταν ἡ λογικὴ καὶ ὁ ὀρθὸς λόγος ὡς ὄργανο ποὺ λειτουργεῖ γιὰ τὴν ρύθμιση τῶν διαφόρων πραγμάτων ποὺ ρυθμίζουν τὴν βιολογικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται καὶ ὄργανο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὑπάρχει διπλὴ γνωσιολογικὴ μέθοδος προσεγγίσεως τόσο τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ τοῦ κόσμου.
Μπορῶ νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἐποχή μας ποὺ κατὰ τὴν γνώμη μου εἶναι χαρακτηριστικό, γιατί δείχνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ γίνη ἡ συνάντηση μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ συγχρόνου δυτικοῦ πνεύματος.
Ὅπως εἴδαμε οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἰδικὰ οἱ Πατέρες τοῦ Δ´ αἰῶνος, ἔκαναν τὴν δημιουργικὴ συνάντηση μεταξὺ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν γιατί γνώριζαν πολὺ καλὰ τὶς πνευματικὲς ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους, εἶχαν σπουδάσει τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ παιδεία, εἶχαν ἔκτακτα διανοητικὰ χαρίσματα καὶ βεβαίως τὸ σπουδαιότερο εἶναι ὅτι εἶχαν προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Διαβάζοντας κανεὶς κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κ.ά., διαπιστώνει ὅτι εἶχαν φθάσει στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ὕψιστος βαθμὸς θεώσεως εἶναι ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ὁπότε μὲ τέτοια μεγάλα, διανοητικὰ καὶ πνευματικὰ προσόντα, μπόρεσαν νὰ ἀπαντήσουν στὶς ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μὲ βάση τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο, χωρὶς ὅμως νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἀποκάλυψη, καὶ ἔτσι ἐκχριστιάνισαν τὸν Ἑλληνισμό, καὶ δὲν ἐξελλήνισαν τὸν Χριστιανισμό.
Στὴν ἐποχή μας δημιουργήθηκε μιὰ εὐκαιρία συνάντησης τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μὲ τὸ σύγχρονο εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα ὅπως περίπου ἔγινε τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σχολαστικὴ θεολογία καὶ ὅλα ὅσα ἀκολούθησαν, ἤτοι ἡ ἀναγέννηση, ὁ διαφωτισμός, ὁ ρομαντισμός, ἡ νεωτερικότητα διαμόρφωσαν μιὰ ἰδιαίτερη πολιτιστικὴ ὑποδομὴ στὴν Εὐρώπη, ποὺ σαφῶς διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν ὑποδομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ὅπως μᾶς τὴν διέσωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ προσέγγιση τοῦ δυτικοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἰδιαίτερα προβλήματά του ἔγινε ἀπὸ μερικοὺς Ρώσσους θεολόγους ἰήήηίί οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ρωσσικὴ ἐπανάσταση πῆγαν στὴν Εὐρώπη καὶ προσπάθησαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ὅλη αὐτὴν τὴν νοοτροπία καί, βεβαίως, νὰ ἀπαντήσουν στὰ ἐρωτήματα ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν τὸ δυτικὸ ἐκκοσμικευμένο Χριστιανισμὸ καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα οὐμανιστικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ ρεύματα.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶχαν ἐξαιρετικὰ διανοητικὰ προσόντα, εἶχαν μιὰ καλὴ γνώση τῆς νηπτικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰ νηπτικὰ συγγράμματα τὰ ὁποῖα εἶχαν κυκλοφορήσει στὴν Ρωσσία, μελέτησαν τοὺς Μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐγνώριζαν θεωρητικὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία. Ὅμως κατὰ τὴν ἄποψή μου, δὲν εἶχαν τὴν ζωὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δ´ αἰῶνος, δηλαδὴ δὲν εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μεθόδου τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἤτοι δὲν βίωσαν στὴν προσωπική τους ζωὴ τὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ συνάντησαν στὴν Δύση μὲ τὶς ὄχι ὁλοκληρωμένες γνώσεις ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων, χωρίς, ὅμως νὰ διαθέτουν παράλληλα τὰ βασικὰ στοιχεῖα ποὺ διέκριναν τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι μεγάλη προσωπικὴ πεῖρα καὶ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Στὰ κείμενα τῶν θεολόγων αὐτῶν δὲν συναντοῦμε τὸ βάθος τῆς θεολογίας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀλλοίωσαν σὲ μερικὰ σημεῖα τὸν πατερικὸ λόγο καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ γονιμοποιήσουν τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ συνάντησαν, δὲν κατόρθωσαν νὰ γονιμοποιήσουν τὸ δυτικὸ πνεῦμα ἢ νὰ ἀπαντήσουν στὶς ἀγωνίες τῶν δυτικῶν ἀνθρώπων, σὲ μερικὲς δὲ περιπτώσεις ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ αὐτές, ἀντὶ νὰ τὶς ἐπηρεάσουν καὶ σὲ ἕνα βαθμὸ ἐφιλοσόφησαν μὲ τὸν ἀποκαλυπτικὸ θεολογικὸ λόγο. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀνέβασαν τὸν θεολογικὸ λόγο σὲ ὑψηλότερο σημεῖο ἀπὸ τὸν Ἀποστολικὸ λόγο, στὴν συνέχεια δὲ ἡ ρωσικὴ θεολογία ἀνύψωσε ἀκόμη περισσότερο τὸν πατερικὸ λόγο, καὶ ἰσχυρίσθηκαν ὅτι σήμερα ὑπάρχουν σύγχρονοι θεολόγοι, ἀκόμη καὶ στὴν Ἑλλάδα –οἱ ὁποῖοι, ἂς σημειωθῇ, ἔχουν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν ρωσσικὴ θεολογία– οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν θεολογία τους μποροῦν νὰ ἀνεβάσουν ἀκόμη ὑψηλότερα τὸν θεολογικὸ λόγο!
Δὲν θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ ἀναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα. Ἐκεῖνο μόνον ποὺ μπορῶ νὰ πῶ εἶναι ὅτι ἡ διαφορὰ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάσθηκαν οἱ Ρῶσσοι θεολόγοι στὴν Δύση σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάσθηκαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καθαρὰ στὴν σύγκριση μεταξὺ τῶν κειμένων τῶν θεολόγων αὐτῶν καὶ τῶν κειμένων τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ.
Ἐνῷ οἱ Ρῶσσοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἀναμφισβήτως προσέφεραν πολλά, δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμ. Σωφρόνιος, ποὺ ἦταν σύγχρονος ὅλων αὐτῶν τῶν θεολόγων ποὺ ἔζησαν καὶ δραστηριοποιήθηκαν στὸ Παρίσι, ἀναδείχθηκε ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν διδασκαλία γιὰ τὴν μέθεξη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔζησε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν αὐθεντικὴ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία. Χρησιμοποιῶ τὸ παράδειγμα τῆς Γέροντος Σωφρονίου ἐπειδὴ ἦταν ρῶσσος ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ καὶ γνώριμος τῶν ἄλλων ρώσσων ἰήήηίί, γιὰ νὰ μὴ νομισθῇ ὅτι κρίνοντας τοὺς ρώσσους θεολόγους τὸ κάνω ἀπὸ πλευρᾶς ἐθνοφυλετικῆς.
Στὰ βιβλία ποὺ ἐξέδωσε ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμ. Σωφρόνιος παρατηροῦμε ὅτι ἔγραψε ἐμπειρικὰ γιὰ τὶς ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὑποστατικὴ ἀρχή, γιὰ τὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, γιὰ τὸν τρόπο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν δογματικὴ συνείδηση, γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς στοχαστικῆς θεολογίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐμπειρικῆς Θεολογίας, γιὰ τὴν φαντασία, γιὰ τὴν μετάνοια, γιὰ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, γιὰ τὸν θάνατο, γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ μάλιστα τὴν ἐσωτερική, νοερὰ προσευχή, γιὰ τὴν κένωση κλπ. Διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενα τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Σωφρονίου διαπιστώνει ὅτι ἀναπληρώνουν τὰ κενὰ ποὺ ἄφησε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ δυτικὴ θεολογία –στοχαστικὴ καὶ ἠθικιστική– καὶ ἀπαντοῦν στὶς ἀγωνίες ποὺ δημιούργησε ὁ Δυτικὸς Χριστιανισμός. Πολλὲς φορὲς σκέπτομαι ὅτι ὅπως ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος μεγάλος Γέροντας, ἔτσι θὰ ἔγραφαν οἱ Πατέρες ἂν ζοῦσαν στὴν ἐποχή μας, ἀφοῦ θὰ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τόσο τὸν ἀπρόσωπο καὶ ἀνυπόστατο ἀνατολικὸ μυστικισμό, ὅσο καὶ τὸν λογικοκρατούμενο δυτικὸ Χριστιανισμό. Ἔτσι ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἔδωσε μηνύματα στὴν ἐποχή μας, καὶ γονιμοποίησε τὴν παράδοση ποὺ βρῆκε στὴν Δύση.
Ἑπομένως, ἂν συγκρίνη κανεὶς τὸ ἔργο τοῦ Ἀρχιμ. Σωφρονίου μὲ τὸ ἔργο τῶν Ρώσσων Θεολόγων, βλέπει τὴν διαφορὰ καὶ μάλιστα καταλαβαίνει καλὰ γιατί δὲν μπόρεσαν οἱ Ρῶσσοι θεολόγοι νὰ γονιμοποιήσουν ὅλην αὐτὴν τὴν δυτικὴ παράδοση, ὅπως τὴν διαμόρφωσαν τὰ ρεύματα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καὶ τοῦ οὑμανισμοῦ. Διότι μὲ στοχασμοὺς καὶ ἔξυπνες σκέψεις δὲν μποροῦν νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ στοχασμοί. Οἱ φιλοσοφίες ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία, ὅπως τὴν ἐξέφραζε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ἀλλά, δυστυχῶς, ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῇ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία, γιατί ἔχει μάθει νὰ θεολογὴ μὲ συστηματικὲς ὀρθολογιστικὲς μελέτες. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα πολλοὶ Χριστιανοὶ νὰ μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ πνεῦμα, τὴν πραγματικὴ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γι' αὐτὸ πιστεύω ὅτι ἡ δυτικὴ θεολογία χρειάζεται ἀνθρώπους θεουμένους σὰν τὸν ἀείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο, γιὰ νὰ βρῇ ἀπαντήσεις καὶ νὰ γονιμοποιηθῇ.
Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τοὺς Ρώσσους θεολόγους, ἐξακολουθεῖ νὰ γίνεται καὶ σήμερα. Παρατηροῦμε λοιπὸν σήμερα μιὰ μεγάλη ὁμάδα θεολόγων νὰ στοχάζωνται πάνω σὲ θέματα ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας, νὰ προσθέτουν τοὺς δικούς τους λόγους, ποὺ ἀναμειγνύονται μὲ τὴν φαντασία καὶ τὴν μεταφυσική.
Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι ἡ συνάντηση μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ τῆς σύγχρονης σκέψης πρέπει νὰ γίνη σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸν τέταρτο αἰῶνα. Δηλαδὴ αὐτὴ ἡ συνάντηση δὲν πρέπει νὰ γίνεται μὲ κείμενα καὶ ἰδέες, ἔστω θεολογικές, ἀλλὰ μὲ πρόσωπα ποὺ εὑρίσκονται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο ζωῆς μὲ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔζησαν ὅλο τὸ βάθος τῆς ἡσυχαστικῆς - νηπτικὴς παραδόσεως, ἀναγεννήθηκαν πνευματικά, ἔγιναν φορεῖς τῆς ἀποκαλύψεως, ἀπέκτησαν τὴν ὑπαρξιακὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν συνέχεια ἔχοντας καὶ γνώσεις φιλοσοφικὲς μπόρεσαν νὰ ἀπαντήσουν στὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ χρειαζόμαστε ἀνθρώπους ποὺ θὰ γνωρίζουν καὶ θὰ ἐξασκοῦνται στὴν νηπτική - ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ ὄχι στοχαστές, οὔτε τυπολάτρες.
Τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι μεγάλο καὶ πολύπλευρο καὶ δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ ὁμιλία καὶ μάλιστα σ' ἕνα τόσο περιωρισμένο χρόνο. Ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες τοῦ τετάρτου αἰῶνος καὶ μερικοὶ ἀργότερα γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, γνώριζαν πολὺ καλὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ἀλλὰ ταυτόχρονα γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴν ἐμπειρικὴ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία, μέσα ἀπὸ τὴν νηπτική - ἡσυχαστικὴ παράδοση ποὺ διασώζεται μέχρι σήμερα. Ἐπειδὴ διέθεταν τὰ δύο αὐτὰ προσόντα ἔκαναν τὴν δημιουργικὴ συνάντηση μεταξὺ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, γονιμοποίησαν τὸν Ἑλληνισμὸ μὲ μεγάλα καὶ σημαντικὰ ἀποτελέσματα γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτῆς τῆς συναντήσεως ἀναπτύχθηκε τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα, ἀναπτύχθηκε ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμὸς σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ἄνθρωπος νοηματοδότησε τὴν ζωή του. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀφ' ἑνὸς μὲν χρησιμοποίησαν τὴν ὁρολογία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦσαν, ἀφ' ἑτέρου δέ, μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως ποὺ ζοῦσαν, ἀπάντησαν σὲ ὅλα τὰ ὑπαρξιακά, ὀντολογικά, κοσμολογικὰ προβλήματα τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων. Ἔτσι παρατηρήθηκε ὁ ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια λέμε ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπέρριψαν τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὸν μυστικισμό. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀποκαλέση μεταφυσικοὺς καὶ μυστικιστές. Οὔτε βέβαια καὶ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ νὰ ἀποκληθῇ μεταφυσικὴ καὶ μυστικισμός. Ἀντίθετα στὴν Δύση ὁ σχολαστικισμός, κατὰ τὴν συνάντησή του μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, παρέλαβε τὸ περιεχόμενό της, δηλαδὴ τὴν μεταφυσική, καὶ ἐκεῖ παρατηρήθηκε ὁ ἐξελληνισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἑπομένως σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ βιωθῇ ἀποκεκομμένα ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανισμό, ἀλλὰ καὶ κατὰ ἕναν τρόπο, οὔτε καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό, ἀφοῦ τὰ προβλήματα ποὺ ἔθετε ἡ κλασσικὴ φιλοσοφία εἶναι τὰ αἰώνια προβλήματα ποὺ ἀπασχόλησαν ἀνέκαθεν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου.
Πέρα ἀπὸ αὐτὸ σήμερα χρειάζεται νὰ γίνη ἕνας γόνιμος διάλογος, μιὰ δημιουργικὴ συνάντηση μεταξὺ τῆς συγχρόνου δυτικῆς σκέψεως καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἡ ὁποία ὅμως Ὀρθοδοξία δὲν θὰ ἐκφράζεται μὲ ἰδέες καὶ ἀπόψεις, μὲ στοχασμοὺς καὶ διανοητικὲς θεωρίες, ἀλλὰ μὲ ἐμπειρίες ἁγίων οἱ ὁποῖοι ἀφ' ἑνὸς μὲν θὰ γνωρίζουν τὸ βάθος τῆς ἀγωνίας τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀφ' ἑτέρου δὲ θὰ γνωρίζουν ἐξ ἐμπειρίας τὸν Θεό. Μιὰ τέτοια συνάντηση εἶναι ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη στὴν ἐποχή μας.-
- Προβολές: 2872