Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ενότητα και σχίσματα

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Πολλές φορές γίνεται λόγος για τις διχογνωμίες και τις διαιρέσεις που παρουσιάζονται στο χώρο της Εκκλησίας και ταλαιπωρούν τα μέλη της. Στις μέρες μας οι αναλύσεις που γίνονται γι’ αυτά τα θέματα υποβάλλονται συνήθως από δημοσιογραφικές και άλλες σκοπιμότητες, χωρίς να απουσιάζουν, βέβαια, και οι έγκυρες αρθρογραφίες από επαρκείς γνώστες αυτών των σύνθετων τις πιο πολλές φορές θεμάτων. Αυτό που μένει όμως πάντα δεν είναι η θεολογικά τεκμηριωμένη νηφάλια ανάλυση, αλλά ο προκλητικός τίτλος του “εκκλησιαστικού ρεπορτάζ”, καθώς και οι “μελλοντολογίες” ορισμένων “προφητών” δημοσιογράφων, που παρουσιάζουν σενάρια για τις μελλοντικές εξελίξεις κατά την φαντασία τους ή πιο σωστά κατά τις επιθυμίες τους. Αυτού του είδους οι δημοσιογραφικές αναλύσεις (καί “προφητείες”) επιτείνουν τα προβλήματα, δημιουργούν επιπλέον περιπλοκές, οπότε δεν βοηθούν την Εκκλησία.

Είναι σαφές ότι οι παραπάνω επισημάνσεις έχουν σύγχρονη αναφορά. Όμως το πρόβλημα των διχογνωμιών και των διαιρέσεων δεν είναι για την Εκκλησία μας κάτι το νέο· είναι αρχαίος πειρασμός· “σκόλοπας” στην “σάρκα” της. Ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Γι’ αυτό στην συνέχεια θεωρώ χρήσιμο να δούμε πώς αντιμετώπισε αυτόν τον πειρασμό ο Απόστολος Παύλος. Έτσι θα δούμε το θέμα μέσα από μια καθαρά θεολογική οπτική γωνία.

Ο Απόστολος Παύλος μετά την αναχώρησή του από την Κόρινθο πληροφορήθηκε ότι ανάμεσα στους χριστιανούς της τοπικής Εκκλησίας “άναψαν” φιλονικίες, οι οποίες δημιουργούσαν διαιρέσεις και σχίματα στο σώμα της. Γι’ αυτό τους στέλνει επιστολή στην οποία τους γράφει το αυτονόητο. Τους επισημαίνει ότι ως μέλη της Εκκλησίας πρέπει να έχουν ενότητα στην ομολογία της πίστεως –“το αυτό λέγητε πάντες”– και ότι δεν πρέπει να υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα. Οι διαιρέσεις απομακρύνουν από την αλήθεια, ψυχραίνουν την αγάπη και αποκόβουν τους υπαίτιους από το Χριστό.

Η ενότητα της Εκκλησίας είναι η διαρκής μέριμνα των αληθινών ποιμένων της μέσα στη διαδρομή της ιστορίας της, διότι αποτελεί την σφραγίδα της γνησιότητάς της. Αυτήν την ενότητα ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, όταν λέμε ότι πιστεύουμε “εις Μίαν... Εκκλησίαν”. Δε θα μπορούσαμε να το λέμε αυτό, αν μέσα της επικρατούσαν διχογνωμίες και διαιρέσεις, που διασπούσαν την ενότητά της. Ένας είναι ο Χριστός, η κεφαλή της Εκκλησίας, ένα είναι το σώμα Του. Αυτό το ένα εκκλησιαστικό σώμα συνάπτει σε ενότητα όλα τα διαφορετικά μεταξύ τους μέλη, με τα ποικίλα χαρίσματα και τις διαφορετικές προελεύσεις.

Αυτά διδάσκει η θεολογία της Εκκλησίας μας. Αν όμως μελετήσουμε την εκκλησιαστική ιστορία από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι τις μέρες μας, θα δούμε, ότι αυτά που κυρίως καταγράφονται είναι διχογνωμίες, σχίσματα και αιρέσεις, γεγονός που κάνει την ορθόδοξη εκκλησιολογία –την διδασκαλία περί ενότητος– να μοιάζη λίγο θεωρητική. Έτσι, ένας “εξωτερικός” μελετητής της ιστορίας δυσκολεύεται να εντοπίση ιστορικές αποδείξεις της ενότητας της Εκκλησίας, γι’ αυτό συνήθως δε μιλά για “Μία” Εκκλησία, αλλά για πολλές. Συνέπεια μάλιστα αυτής της αντίληψης, ότι οι Εκκλησίες είναι πολλές, είναι η προβολή της ανάγκης για “ένωση των Εκκλησιών”. Σ’ αυτό το σημείο πολύ συνοπτικά πρέπει να πούμε ότι αυτή η “εξωτερική” προσέγγιση της εκκλησιαστικής ιστορίας αγνοεί τη φύση της Εκκλησίας, καθώς και τις προϋποθέσεις της ενότητάς της. Η ενότητα βιώνεται από τα μέλη της Εκκλησίας ανάλογα με το μέτρο της πνευματικής τους ωρίμανσης, ανάλογα με το κατά πόσο πέρασαν από το φόβο στην αγάπη του Θεού, με τη νόμιμη ευαγγελική άθληση. Έξω από την ευαγγελική αγάπη βιώνεται σε διαφόρους βαθμούς ο κατακερματισμός και η διαίρεση. Και κάτι ακόμη. Όταν μιλούμε για πολλές Εκκλησίες αγνοούμε το περιεχόμενο με το οποίο έχει φορτισθεί ο όρος “Εκκλησία” μέσα στην αγιογραφική και πατερική παράδοση· ο όρος “Εκκλησία” δε σημαίνει απλώς σύναξη λαού, αλλά το σώμα του Χριστού. Και επειδή σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο “είς άρτος, έν σώμα οι πολλοί εσμέν” (Α´ Κορινθ. 10,17), γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν πολλές Εκκλησίες.

Αντίθετα προς τους “εξωτερικούς” μελετητές της εκκλησιαστικής ζωής ο Απόστολος Παύλος, στην πρώτη επιστολή που έστειλε στους Κορινθίους, μας δίνει τα στοιχεία που χρειάζεται μια “εσωτερική” προσέγγιση αυτού του θέματος.

Ο απ. Παύλος αντιμετωπίζοντας προβλήματα διαιρέσεων ανάμεσα στους χριστιανούς της Κορίνθου, εντοπίζει το θεμέλιο της ενότητας της Εκκλησίας στο νού και τη γνώμη. Γράφει στους Κορινθίους: “ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη”. Με το νού αποκτούμε τη γνώση του Θεού. Με τη γνώμη εκφράζουμε την ελευθερία της επιλογής, τις προτιμήσεις, τις συμπάθειες ή τις αντιπάθειές μας. Είναι φανερό ότι η γνώμη επηρεάζεται από τα πάθη μας, τα οποία, όταν είναι ισχυρά, καλύπτουν τη ψυχή μας και δεν αφήνουν το νού μας να γνωρίση τον Θεό, όσο είναι στον άνθρωπο δυνατό. Όταν λοιπόν δεν έχουμε προσωπική γνώση του Θεού, με την οποία επιβεβαιώνεται εμπειρικά η πίστη που διδαχθήκαμε, δεν πρέπει να λέμε αυθαίρετες δικές μας απόψεις, οι οποίες συνήθως δημιουργούν διχογνωμίες, αλλά να “λέγουμε το αυτό” με τους ποιμένες και διδασκάλους μας. Το “ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ” είναι προτροπή για συστηματική εσωτερική εργασία, ώστε να φωτισθή ο νούς μας με το φως της αληθινής γνώσεως. Αν η εκκλησιαστική μας ζωή δεν αποβλέπη στην απόκτηση αυτού του φωτισμού –που δωρίζει ο Θεός σε όσους καθαρίζουν τον ουρανό της ψυχής τους από τα νέφη των παθών– τότε έχουμε λανθασμένη άποψη για την αποστολή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.

Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την επιστολή του Αποστόλου Παύλου κάνει μια σημαντική παρατήρηση. Επισημαίνει ότι είναι δυνατό να είμαστε “κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ”, αλλά όχι “καί εν τη αυτή γνώμη”, όπως συνέβαινε στην Κόρινθο, όπου ο λαός είχε διαιρεθή ανάλογα με το ποιόν διδάσκαλο προτιμούσε. Τα σχίσματα, δηλαδή που εμφανίσθηκαν εκεί δεν οφείλονταν σε διαιρέσεις κατά την πίστη, αλλά σε διαιρέσεις κατά τη γνώμη. Γίνονταν, όπως χαρακτηριστικά λέει, “κατά ανθρωπίνην φιλονεικίαν”. Είναι πράγματι φοβερό να σκεφθή κανείς ότι μπορεί να βρεθή έξω από την Εκκλησία –την Κιβωτό της σωτηρίας– επειδή είναι “φιλόνικος” στη γνώμη, ενώ είναι ορθοδοξότατος στην πίστη. Η υπεροψία και ο αχαλίνωτος θυμός “καταρτίζουν” τη “φιλόνεικη γνώμη”. Γι’ αυτό χρειάζεται να χαλινώνουμε το θυμό μας με την αγάπη και να ημερεύουμε τη λογική μας με την ταπείνωση, ώστε να μένουμε ενωμένοι με το “έν σώμα” της Εκκλησίας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2726