Κύριο ἄρθρο: Ἱεραρχία καταλλαγῆς καὶ καθορισμοῦ ρόλων
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ Ἱεραρχία ποὺ θὰ γίνη στὶς ἀρχὲς Νοεμβρίου πρέπει νὰ κινηθῇ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς καταλλαγῆς μεταξὺ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καθὼς ἐπίσης στὴν προοπτικὴ τοῦ καθορισμοῦ τῶν ρόλων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Καὶ αὐτὸ γιατί θεωρῶ ὅτι τὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖο ἀνέκυψε τὸν τελευταῖο καιρὸ δὲν εἶναι ὁ κατάλογος τῶν ἐκλογίμων –αὐτὸ ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀφορμή– ἀλλὰ δύο ἄλλα σημεῖα: το ἕνα εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ "πρωτείου" τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ "αὐτοκεφαλίας" τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ τὸ ἄλλο εἶναι, ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατήρησε ὁ Ὑφυπουργὸς Ἐξωτερικῶν κ. Μαγκριώτης, ὁ καθορισμὸς τῶν ρόλων μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
Καθοριστικὸ σημεῖο στὶς συζητήσεις εἶναι ὁ ὅρος "αὐτοκεφαλία" ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία συγκροτήθηκε μὲ τὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1850. Καὶ βέβαια πρέπει νὰ δοθῇ ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ ὅρου "αὐτοκεφαλία", ποὺ διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὶς Προτεσταντικὲς αὐτονομήσεις καὶ ἀνεξαρτητοποιήσεις. Ὅταν ἀπὸ μερικοὺς σχετίζεται ἐσφαλμένως τὸ παπικὸ πρωτεῖο μὲ τὸ "πρωτεῖο" τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως μέσα στὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ πάλι ὅταν σχετίζεται ἐσφαλμένως ἡ προτεσταντικὴ αὐτονομία μὲ τὴν ὀρθόδοξη αὐτοκεφαλία, αὐτὸ συνιστᾶ ἔλλειμα ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Τὰ ὅσα μὲ συντομία γραφοῦν πιὸ κάτω ἑρμηνεύουν τὴν ὀρθόδοξη αὐτὴ ἔννοια τῆς αὐτοκεφαλίας.
1. Εἶναι γνωστὸν ὅτι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ βεβαίως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν δύο ἢ περισσότερες κεφαλὲς στὴν Ἐκκλησία. Κάθε δὲ Τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἐν σμικρογραφίᾳ ἡ ὅλη Ἐκκλησία, κατὰ τὸν εὐχαριστιακὸ Ἄρτο ποὺ μελίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται. Καὶ οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι εἰς "τύπον καὶ τόπον" τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στηρίζεται στὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Παρὰ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν στὴν διοίκηση, ὑπάρχει ἑνότητα στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἀποκάλυψη. Γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ ὅρος "αὐτοκεφαλία" ποὺ χαρακτηρίζει κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, δὲν ἀναφέρεται στὴν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὴν ἱστορική - γεωγραφική της διάσταση. Ἑπομένως, ὁ ὅρος "αὐτοκέφαλο" χρησιμοποιεῖται συμβατικὰ καὶ κατ' οἰκονομία, ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν πολλὲς κεφαλὲς ποὺ νὰ ἀνεξαρτητοποιοῦνται ἀπὸ τὴν μία Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ὁ Χριστός.
Στὸ βιβλίο μου "Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος" ἀναπτύσσω διεξοδικῶς πῶς ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες Ἀποστολικὲς Ἐκκλησίες φθάσαμε στὴν συγκρότηση τῶν "αὐτοκεφάλων" Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Μητροπολιτικοῦ καὶ στὴν συνέχεια τοῦ Πατριαρχικοῦ Συστήματος.
Ἁπλῶς ἐδῶ θὰ ἀναφέρω ὅτι ὁ Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, ἐπικαλούμενος μαρτυρία τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, γράφει ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ Αὐτοκεφάλου δὲν ἀναφέρεται στὴν "ὀντολογία" τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὴν ἱστορική της "ὑπόσταση". Ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας κάνει εὔστοχες παρατηρήσεις γύρω ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ καθορισμὸς τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν δὲν ὁδηγεῖ "εἰς τὴν δημιουργίαν εἴδους τινος καπετανάτων ἢ ἐκκλησιαστ. ἐπικρατειῶν ξένων πρὸς ἀλλήλας", ἀλλὰ στὴν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους μὲ τὴν ἐπίβλεψη καὶ κηδεμονία τοῦ "πρώτου", ποὺ εἶναι ὁ Πατριάρχης, στὴν κορυφὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς πυραμίδος. Ὁ Olivier Clèment ἀναπτύσσει διεξοδικὰ ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία δὲν διασπᾶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἀφοῦ λειτουργεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία, οὔτε μπορεῖ νὰ λειτουργήση αὐτόνομα ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὡς αὐτοκεφαλαρχία. Συνδέει πάρα πολὺ στενὰ τὴν αὐτοκεφαλία μὲ τὴν ἀλληλεξάρτηση μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν αὐτοκεφαλαρχία μὲ τὴν ἀνεξαρτησία, ποὺ συνιστᾶ ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπή. Ἡ κ. Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελὲρ παρατηρεῖ ὅτι ὅποια σχέση εἶχε ὁ Αὐτοκράτορας στὴν πολιτικὴ διοίκηση τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀφοῦ ὑπῆρχε μιὰ ἱεραρχικὴ διαβάθμιση, τέτοια σχέση εἶχε καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης στὴν πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀκόμη δὲ καὶ μὲ τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα.
Ἑπομένως στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν γνωρίζουμε –οὔτε στὴν θεωρία οὔτε στὴν πράξη– παπικὰ πρωτεῖα ἢ προτεσταντικὲς αὐτονομίες, ἐφ' ὅσον τὸ πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἱεραρχικὸ καὶ συνοδικό.
3. Θὰ πρέπει νὰ ἐξετασθῇ πῶς λειτουργεῖ ἡ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Ὅσοι ἐνδιατρίβουν στὸ Ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο γνωρίζουν ὅτι σὲ ὅλη τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἐπικράτησαν τρία συστήματα διοικήσεως, χωρὶς νὰ καταργῆται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τὸ Συνοδικό, τὸ Μητροπολιτικὸ καὶ τὸ Πατριαρχικὸ σύστημα.
Ὅταν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ ἔτος 1850 ἔδωσε τὴν Αὐτοκεφαλία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καθόρισε νὰ ἐφαρμόζεται τὸ Συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τὸ ὁποῖο πλησιάζει περισσότερο πρὸς τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι, κατὰ τὴν πρόταση τῆς τότε Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως, ὅρισε νὰ διοικῆται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ Ἱερὰ Σύνοδο, στὴν ὁποία ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν ἦταν Πρόεδρος. Οἱ Ἀρχιερεῖς δὲν θὰ μνημόνευαν τὸν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν, ἀλλὰ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Ἐπίσης, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καθόρισε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ αὐτοδιοικῆται, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὰ δογματικὰ καὶ "ἐν τοῖς συμπίπτουσιν ἐκκλησιαστικοῖς πράγμασιν, ἅτινα δέονται συσκέψεως καὶ συμπράξεως πρὸς κρείττονα οἰκονομίαν καὶ στηριγμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας..." θὰ ἔχη ὀργανικὴ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Αὐτὸ δείχνει καθαρὰ ὅτι ἡ "Αὐτοκέφαλη" Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ λειτουργῇ μὲ τὴν ἀρχικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου "αὐτοκέφαλη", ὄχι ὡς ἀνεξαρτητοποιημένη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλὰ ὡς εὑρισκομένη σὲ μιὰ μορφὴ ἀλληλεξάρτησης μὲ αὐτό.
4. Στὴν συνέχεια, ὅταν τὸ 1928 ἐδόθηκαν στὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οἱ Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τὶς ὁποῖες Ἐπαρχίες ἡ πολιτικὴ νομοθεσία τῆς ἐποχῆς ὀνόμαζε "Νέες Χῶρες", τότε ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διοικοῦσε τὶς Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, "ἐπιτροπικῶς", δηλαδὴ "ὑπὸ τύπον προσωρινότητος", ἀλλὰ οἱ Ἐπαρχίες αὐτὲς ἀνῆκαν πνευματικὰ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Δηλαδή, ἡ Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928 στηριζόταν σὲ τρία βασικὰ σημεῖα. Τὸ πρῶτον ὅτι εἶναι Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς λέγονται Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τὸ δεύτερον ὅτι ἡ διοίκηση θὰ γίνεται "ἐπιτροπικῶς" καὶ στὰ ἐπὶ μέρους, καὶ τὸ τρίτον ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει σ' αὐτὲς τὶς Ἐπαρχίες τὸ ἀνώτατο κανονικὸ δικαίωμα.
5. Ὅταν μελετᾶ κανεὶς τὸν τρόπο διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ποὺ συγκροτήθηκε μὲ τὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1850, καὶ ἀπὸ τὶς Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ποὺ δόθηκαν στὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928, μπορεῖ νὰ παρατηρήση ὅτι συγκροτήθηκε κατὰ τὴν οἰκονομία καὶ ὄχι κατὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν ἱερῶν Κανόνων, λόγῳ τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν. Ὅμως, ἂν ἐξετάση κανεὶς πιὸ βαθειὰ καὶ ἐπισταμένως τὰ πράγματα, θὰ διαπιστώση ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὰ Πατριαρχικὰ καὶ Συνοδικὰ κείμενα λειτουργεῖ περισσότερο μὲ τὸ "πνεῦμα" τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τὸ βλέπουμε στὶς ἀρχαῖες ἐκκλησιαστικὲς διοικήσεις. Ἔτσι ἐπικρατεῖ οὐσιαστικὴ καὶ ὀργανικὴ σχέση μεταξὺ τοῦ ὀρθοδόξου "πρωτείου" τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς ὀρθοδόξου "αὐτοκεφαλίας" τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὥστε νὰ ἀποφεύγεται τόσο τὸ παπικὸ πρωτεῖο ὅσο καὶ ἡ προτεστανικὴ αὐτονομία.
Ἑπομένως, εἶναι ἐκκλησιολογικὸ σφάλμα ὅταν κατηγορῆται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης γιὰ παπικὲς νοοτροπίες, ἐπειδὴ θέλει νὰ ἐφαρμόση τοὺς ὅρους τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928, καθὼς ἐπίσης εἶναι ἐκκλησιολογικὸ σφάλμα ὅταν μερικοὶ ὑπερασπίζονται τὸ Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡσὰν νὰ εἶναι μιὰ ἀνεξάρτητη αὐτόνομη προτεσταντικὴ μονάδα, ὡσὰν νὰ εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικὸ "καπετανάτο", ὅπως λέγει ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας. Μὲ τέτοιες ἐνέργειες καὶ ἀπόψεις οὐσιαστικὰ ὑπονομεύεται ἢ ἀγνοεῖται ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
6. Τὸ θέμα ἔχει καὶ μιὰ ἄλλη διάσταση ποὺ παρουσιάζει τὴν σχέση μεταξὺ ἐθνικισμοῦ καὶ οἰκουμενικότητας. Ἔχει γραφὴ σὲ σχετικὲς μελέτες ὅτι οἱ πρόσφατες "Ἐθνικὲς Ἐκκλησίες" εἶναι προϊόντα τοῦ ἐθνικισμοῦ τοῦ 18ου αἰῶνος μὲ τὴν δημιουργία τῶν ἐθνικῶν κρατῶν. Συνέπεια αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι ἡ ἀνάπτυξη ἀφ' ἑνὸς μὲν τοῦ ἑλλαδικοῦ ἐθνικισμοῦ, ἀφ' ἑτέρου δὲ τοῦ πανσλαυιστικοῦ ἐθνικισμοῦ. Παρὰ τὶς ὑπάρχουσες διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἐθνικιστικῶν ρευμάτων ἡ βασικὴ ὑποδομὴ εἶναι ἡ ἴδια, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία κατὰ καιροὺς δημιουργοῦνται ἄλλοτε ἀντιθέσεις μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἐθνικισμῶν καὶ ἄλλοτε συνεργασία μεταξύ τους.
Πολλὲς φορὲς τὸν τελευταῖο καιρὸ διερωτήθηκα: ἄραγε ἔχουν μερικοὶ ἀντιληφθῆ τὸν κίνδυνο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ποικίλους ἐθνικισμοὺς καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν πανσλαυισμὸ ποὺ κινεῖται στὴν προοπτικὴ τῆς ὑπονομεύσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου; Καὶ ἀκόμη, ἔχουν σκεφθῇ ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὸν οἰκουμενικό του ρόλο, παρὰ τὸ ὅτι δέχεται ἐπιθέσεις ἀπὸ τοὺς ποικίλους ἐνθικισμούς, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀρνοῦνται τὸν πρωτεύοντα –καὶ ὄχι ἁπλῶς τὸν συντονιστικό– ρόλο ποὺ ἔχει στὸ σύστημα διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκφράζει τὴν οἰκουμενική του ἀποστολὴ στὸν σύγχρονο διεσπασμένο κόσμο;
Ὅλα αὐτὰ μὲ κάνουν νὰ ὑποστηρίζω τὴν ἄποψη ὅτι στὴν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου δὲν πρέπει νὰ δημιουργηθοῦν πολωτικὲς καταστάσεις καὶ ἀντιπαραθέσεις, οὔτε νὰ γίνουν ἀναλύσεις περὶ τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως καὶ τῶν νομοκανονικῶν προϋποθέσεων τῆς Πράξεως τοῦ 1928 –ὁπότε ἐνδεχομένως θὰ πρέπει νὰ παραμεριστοῦν οἱ συγκεκριμένες εἰσηγήσεις– ἀλλὰ νὰ βρεθοῦν τρόποι καταλλαγῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀποφεύγοντας ἔτσι τοὺς ἐθνικισμοὺς καὶ τὶς προτεσταντικὲς αὐτονομίες, καὶ βεβαίως νὰ βρεθοῦν τρόποι στηρίξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν οἰκουμενική του ἀποστολή.
- Προβολές: 3562