Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Η θέση του ορθοδόξου κηρύγματος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Στους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους γίνεται λόγος για το ποιά είναι η θέση εκφωνήσεως του θείου κηρύγματος κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Και λέγεται αυτό γιατί, ενώ στους παλαιοτέρους χρόνους το κήρυγμα γινόταν μετά το αποστολικό και ευαγγελικό ανάγνωσμα, στο τέλος της λεγομένης λειτουργίας του λόγου, τα τελευταία χρόνια, για διαφόρους λόγους, επικράτησε να γίνεται κατά την διάρκεια του “κοινωνικού”, μετά την θεία Κοινωνία του λειτουργού Ιερέως και προ της Κοινωνίας των Χριστιανών.

Πράγματι η αρχέγονη λειτουργική πράξη προβλέπει το κήρυγμα να γίνεται μετά τα αναγνώσματα και πριν αρχίση η Λειτουργία των πιστών. Αυτό όμως έχει και μια ιδιαίτερη σημασία, αφού μετά τα αναγνώσματα και το κήρυγμα προτρέπονταν οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες να αποχωρήσουν από τον Ναό για να τελεσθή η θεία Λειτουργία, στην οποία θα παρευρίσκονταν μόνον οι πιστοί και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων. Επί πλέον οι κατηχούμενοι να ακούσουν το θείο κήρυγμα.

Αυτό προϋποθέτει μια χαρακτηριστική ιδιότητα του θείου κηρύγματος που είναι η κατήχηση. Το θείο κήρυγμα δεν πρέπει να κοινωνικοποιή την Αγία Γραφή, δεν πρέπει να ασχολήται με κοινωνικά θέματα, δεν είναι δυνατόν να ανεβάζη το «πεζοδρόμιο» στον άμβωνα, αλλά να κατηχή τον λαό. Καί, βεβαίως, όταν κάνουμε λόγο για κατήχηση, εννοούμε ότι θα πρέπη η κατήχηση αφ’ ενός μεν να τονίζη τα περί της Βασιλείας του Θεού, που έρχεται, ήλθε και θα έλθη λαμπρότερα στο μέλλον, να κάνη λόγο για το δόγμα περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, για το μυστήριο της θείας Οικονομίας, αφ’ ετέρου δε να κάνη λόγο για την μετάνοια που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την βίωση της Βασιλείας του Θεού, η οποία είναι η θεωρία του ακτίστου Φωτός στην ανθρώπινη σάρκα του Λόγου. Οι προτροπές «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ´, 2), «μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. α´, 15) κλπ. δείχνουν την ουσία του ορθοδόξου κηρύγματος. Μέσα στα πλαίσια αυτά ο ιεροκήρυκας θα ομιλήση για τα πάθη, για την μεταμόρφωση των δυνάμεων της ψυχής, για τον τρόπο μεθέξεως της ενεργείας του Θεού, ώστε ο άνθρωπος να κοινωνήση των αχράντων μυστηρίων, κατά το δυνατόν προετοιμασμένος. Οι κατηχούμενοι με μια τέτοια διδαχή προετοιμάζονταν να γίνουν πραγματικά μέλη της Εκκλησίας και ως μέλη της Εκκλησίας να κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Το γεγονός είναι ότι, όταν έπαυσαν να υπάρχουν κατηχούμενοι, με την εκκλησιαστική έννοια του όρου, και όλοι οι ερχόμενοι στον Ιερό Ναό συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία, όντες στην πραγματικότητα κατηχούμενοι, άλλαξε και η ουσία και ο σκοπός του θείου κηρύγματος. Η εκκοσμίκευση των Χριστιανών εκκοσμίκευσε και το κήρυγμα. Μέσα στα πλαίσια αυτά μετατοπίσθηκε το θείο κήρυγμα στο “κοινωνικό”. Έτσι κοινωνικοποιήθηκε το κήρυγμα και έχασε τον εκκλησιαστικό του σκοπό και χαρακτήρα.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: Πρέπει να μεταφερθή το θείο κήρυγμα στην αρχική του θέση που είναι η στιγμή μετά την ανάγνωση του αποστολικού και του ευαγγελικού αναγνώσματος, ώστε να μη προξενή σύγχυση στους Χριστιανούς που προετοιμάζονται να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται να είναι θετική. Καί, βεβαίως, όπου υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες πρέπει να επανέλθη αυτή η αρχαία συνήθεια για το καλό των εκκλησιαζομένων.

Όμως, το θέμα δεν είναι τόσο απλό όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως· πρέπει να εξετασθή και το περιεχόμενο του ορθοδόξου κηρύγματος. Και λέγεται αυτό, γιατί είναι δυνατόν να επικρατούν δύο γεγονότα. Το ένα, να εκφωνήται το θείο κήρυγμα μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, αλλά αφ’ ενός μεν να μη ξεχωρίζεται από το προτεσταντικό κήρυγμα, αφ’ ετέρου δε να προκαλή τον πιστό, ώστε να μη μπορή να προσηλωθή στο υπόλοιπο της θείας Λειτουργίας. Αυτό που ισχυρίζονται μερικοί ότι συμβαίνει κατά την διάρκεια του «κοινωνικού», μπορεί να συμβή κατά την διάρκεια της Λειτουργίας των πιστών, αν το κήρυγμα γίνεται από έναν αντορθόδοξο ιεροκήρυκα, μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Το άλλο είναι να εκφωνήται ένα ορθόδοξο κήρυγμα κατά την διάρκεια του “κοινωνικού” μετά που ο Ιερεύς κοινωνή των αχράντων μυστηρίων και στην ουσία να προετοιμάζη τους πιστούς για να κοινωνήσουν κατά τον αρμόζοντα τρόπο του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Και επειδή όσοι ασχολούνται με τέτοια θέματα χρησιμοποιούν προσωπικές τους εμπειρίες, θα ήθελα να αναφέρω και δικές μου εμπειρίες. Έτυχε να εκκλησιασθώ σε Ναό που ο Ιερεύς, εφαρμόζοντας την αρχαία διάταξη, ομίλησε μετά το Ευαγγέλιο, αλλά με «εκνεύρισε» με όσα είπε ώστε με εμπόδισε να προσευχηθώ κατά το υπόλοιπο της θείας Λειτουργίας. Και έτυχε να εκκλησιασθώ σε Ναό που ο ευλαβής και Ορθόδοξος Ιερεύς έκανε θείο κήρυγμα κατά την διάρκεια του “κοινωνικού” και με τον πόθο και την αγάπη που είχε προς τον Θεό και με τα όσα είπε μου άναψε περισσότερο τον πόθο να κοινωνήσω των αχράντων μυστηρίων και να αισθανθώ την μεγάλη αυτήν δωρεά.

Άλλωστε ο Χριστός ολίγον προ του Πάθους Του είπε στους Μαθητάς Του: «ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε´, 3) Ο λόγος του Θεού δεν είναι ένας κενός, φλύαρος λόγος, αλλά έχει ενέργεια και δύναμη. Και όταν λέγεται σε ανθρώπους που έχουν διάθεση και βρίσκονται σε κατάσταση να δεχθούν ποικιλοτρόπως την ενέργεια αυτή, τότε ο λόγος του Θεού ενεργεί, τους καθαρίζει και τους φωτίζει. Το ίδιο, κατά ανάλογο τρόπο συμβαίνει και με τον λόγο των αγίων. Από τις Πράξεις των Αποστόλων φαίνεται ότι ο λόγος του Αποστόλου Πέτρου δημιούργησε κατάνυξη στους ακροατές: «Ακούσαντες δε κατενύγησαν τη καρδία» (Πράξ. β´, 37). Επίσης στα κείμενα της Καινής Διαθήκης φαίνεται καθαρά ότι οι Απόστολοι εκήρυτταν και στην συνέχεια ακολουθούσε η θεία Κοινωνία, αφού δεν είχε ακόμη τότε καταρτισθή όλο αυτό το τυπικό της τελέσεως της θείας Ευχαριστίας και δεν παρεμβαλλόταν μεταξύ του θείου κηρύγματος και της θείας Κοινωνίας μεγάλο χρονικό διάστημα.

Διαβάζοντας κανείς τα κηρύγματα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που έκανε στο ποίμνιο της Θεσσαλονίκης, αισθάνεται ότι τέτοια κηρύγματα δημιουργούν κατάνυξη, έμπνευση, μετάνοια, αγάπη προς τον Θεό κλπ. και ωφελούν τους ανθρώπους σε οποιοδήποτε μέρος και αν διαβαστούν κατά την διάρκεια της θείας Ευχαριστίας. Και αυτό συμβαίνει γιατί τα κηρύγματα αυτά συνδέονται στενώτατα με το «πνεύμα» της θείας Ευχαριστίας, που είναι το «πνεύμα» της κενώσεως, της θυσίας, της προσφοράς, της καθάρσεως και είναι κείμενα προσευχητικά. Όπως οι προσευχές κατά την διάρκεια των μυστηρίων και της θείας Ευχαριστίας δεν αποσπούν την προσοχή από αυτά, έτσι και το κήρυγμα, όταν είναι ορθόδοξο, συντονίζεται με το «πνεύμα» της θείας Ευχαριστίας και δεν αποσπά την προσοχή από αυτήν. Αντίθετα μάλιστα ένα ορθόδοξο κήρυγμα και κατά την διάρκεια του «κοινωνικού» όχι μόνον προετοιμάζει τους Χριστιανούς για την θεία Κοινωνία, αλλά συγχρόνως και εμποδίζει διακριτικά εκείνους που δεν έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις να κοινωνήσουν.

Εκείνο που με ενδιαφέρει περισσότερο αυτήν την εποχή είναι η ουσία, ο χαρακτήρας και ο σκοπός του θείου κηρύγματος. Και αυτό λέγεται γιατί στις ημέρες μας το κήρυγμα έχει εκκοσμικευθή και κοινωνικοποιηθή, έχει αποβάλει το «πνεύμα» της ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής, έχει αποδεσμευθή από το «πνεύμα» της θείας Ευχαριστίας, που είναι «πνεύμα» ταπεινώσεως, προσφοράς, θυσίας, αγάπης κλπ. Αντί το κήρυγμα να κάνη λόγο για τα πάθη και πώς ο άνθρωπος καθαρίζεται από αυτά, αντί να κάνη λόγο για το πώς με την δύναμη του Χριστού μεταμορφώνεται ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου και ολόκληρη η ύπαρξή του, αναλίσκεται στο να μεταφέρη στον άμβωνα και στο εκκλησίασμα τις κοινωνικές και πολιτικές ειδήσεις της εβδομάδος που πέρασε. Αυτό το γεγονός όχι μόνον προκαλεί το εκκλησίασμα, αλλά και τους πολιτικούς, διότι βλέπουν τους Κληρικούς να ασχολούνται με τα ίδια θέματα με τα οποία ασχολούνται και εκείνοι, αλλά όμως να τα επενδύουν με θρησκευτικό ένδυμα και έτσι έχουν περισσότερη επίδραση στον λαό.

Τελικά, το πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολήση είναι το να καθορίσουμε τον σκοπό και την ουσία της ορθοδόξου διδαχής. Αν διαβάσουμε τις επιστολές των Αποστόλων, θα αντιληφθούμε ποιά είναι η ουσία του θείου κηρύγματος, ότι δηλαδή το κήρυγμα έχει σκοπό να φανερώση την εκφρασθείσα θυσιαστική αγάπη του Χριστού στο ανθρώπινο γένος και να ωθήση τους ανθρώπους στο να βιώσουν αυτήν την αγάπη στην προσωπική τους ζωή. Εάν αυτό επιτευχθή, τότε το κήρυγμα ωφελεί τον λαό, έστω κι αν γίνεται προ της θείας Κοινωνίας.

Δεν πρέπει να «κολλάμε» στους τύπους, αλλά να προχωρούμε στην ουσία. Οι τύποι έχουν την αξία τους όταν διαφυλάσσουν και προσφέρουν την ουσία. Ακόμη και το «κοινωνικό» να ψάλλεται προ της θείας Κοινωνίας, όταν δεν ψάλλεται κατά τον κατανυκτικό και ορθόδοξο τρόπο, τότε και αυτό προκαλεί. Επομένως, το ορθόδοξο κήρυγμα όταν έχη και μεταδίδη θεία ενέργεια ωφελεί τον εκκλησιαζόμενο σε όποιο μέρος της θείας Λειτουργίας κι αν γίνη, αντίθετα όταν δεν έχη τα απαραίτητα στοιχεία της ορθοδόξου εκκλησιαστικής διδαχής, είναι καθ’ ολοκληρίαν απόβλητο από την θεία Λειτουργία και από την όλη εκκλησιαστική ζωή και δεν ωφελεί, έστω και αν εκφωνείται μετά το αποστολικό και ευαγγελικό ανάγνωσμα.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3303