Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Νὰ τερματισθῇ ἡ κρίση μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μετὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ τὴν πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ἐκκλησιαστικὴ κρίση, ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ Μητροπολιτῶν γιὰ τὴν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, κατ' ἀρχάς, καὶ τὴν Μητρόπολη Ἐλευθερουπόλεως στὴν συνέχεια, ἀλλὰ ὅμως ἔχει βαθύτερα αἴτια, εἶναι ἀνάγκη νὰ τερματισθῇ καὶ νὰ βρεθῇ ἡ δέουσα λύση γιὰ τὸ καλὸ ὅλων. Πρόκειται γιὰ μιὰ κρίση, ποὺ ἂν συνεχισθῇ θὰ δημιουργήση τριγμοὺς στὸ οἰκοδόμημα τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καθὼς ἐπίσης θὰ δημιουργήση χρόνια προβλήματα στὶς σχέσεις μεταξὺ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ μεγάλες καὶ ὀδυνηρὲς συνέπειες. Καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι ὅταν τὰ πάθη γίνονται πολυχρόνια, τότε εἶναι δυσθεράπευτα.

Θὰ ἤθελα, στὴν συνέχεια, νὰ ἐντοπίσω δύο μόνον συνέπειες ποὺ εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ προκύψουν, ἂν δὲν περατωθῇ τὸ συντομότερο αὐτὴ ἡ κρίση.

Ἡ πρώτη ἔχει σχέση μὲ τὴν ἑνότητα τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συγκροτήθηκε καὶ λειτούργησε ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ μὲ τὸν θεσμὸ τῆς Πενταρχίας, ποὺ λειτουργοῦσε κατ' ἀρχὰς στὴν ἑνιαία Οἰκουμενικὴ τότε Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία μὲ τὸν τρόπο τῆς συνοδικῆς καὶ ἱεραρχικῆς δομῆς τῆς ἑνότητος μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτο ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε Αὐτοκέφαλο, στὴν ἑνιαία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ὅπως ἐκφράζεται καθαρὰ στοὺς Κανόνες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, λειτουργοῦσε περισσότερο ὡς αὐτοδιοίκητο, χωρὶς νὰ καταργῆται ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ὅμως ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα ἡ ἐπέλευση διαφόρων ἄλλων φυλῶν στὴν Αὐτοκρατορία καὶ ἡ ἀπώλεια διαφόρων περιοχῶν της, τόσο ἀπὸ ἀνατολὰς ὅσο καὶ ἀπὸ βορρᾶν, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάπτυξη διαφόρων ἐθνικισμῶν, οἱ ὁποῖοι εἰσέρρευσαν, δυστυχῶς, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πάντοτε ἡ μεταπτωτικὴ νοοτροπία, ὅταν εἰσέρχεται μέσα στὴν ζωὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα. Αὐτό, βέβαια, φαίνεται καθαρὰ καὶ στὸ πρόβλημα τοῦ ἐθνικισμοῦ ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα ποὺ ἀπασχολεῖ σήμερα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς διασπορᾶς, στὴν ὁποία φαίνεται ἡ κατάτμηση τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ἐκδηλώνεται κυρίως στὴν Ἀμερική, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα θέματα τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ συζητήση ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθῇ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι μὲ τὴν ἐπίδραση τῶν διαφόρων ἐθνικισμῶν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα, ὅπως φαίνεται στὸν χῶρο τῆς Ἀμερικῆς, ἐκφράζεται μὲ τρεῖς τρόπους, ἤτοι μὲ τὴν ἑλληνόφωνη, τὴν σλαυόφωνη καὶ τὴν ἀραβόφωνη Ὀρθοδοξία. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν ἐκφράσεων ἐπικρατοῦν καχυποψίες, διαφοροποιήσεις, ἀκόμη καὶ στὴν ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Θεωρῶ ὅτι ὁ τονισμὸς τῶν μεγάλων θεολογικῶν τάσεων τῆς εὐχαριστιολογίας, τῆς ἐσχατολογίας, τοῦ ἀντινομισμοῦ, τῆς λεγομένης νεοπατερικῆς καὶ νεοπαλαμικὴς θεολογίας, τῆς δῆθεν ὑπερβάσεως τῆς πατερικῆς θεολογίας ἀπὸ συγχρόνους θεολόγους κλπ. εἶναι καρποὶ τῶν πολλῶν κατατμήσεων ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ ἐθνικισμοὺς καὶ ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη ἀτμόσφαιρα στὴν ὁποία ζοῦν διάφορες τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς ὁμάδες. Γίνεται προσπάθεια, δηλαδή, μὲ διαφόρους τέτοιους ὑπερτονισμοὺς νὰ δικαιολογηθοῦν "θεολογικὰ" διάφορα ἐγγενῆ προβλήματα. Ἔτσι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκφράζεται στὴν Δύση μὲ τὶς τρεῖς μορφές, δηλαδή, τὴν ἑλληνόφωνη, τὴν σλαυόφωνη καὶ τὴν ἀραβόφωνη. Ἂν σὲ αὐτὸ προστεθῇ καὶ τὸ πρόβλημα τῶν Ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ τὸ θέμα τῆς διασπορᾶς καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ παλαιοῦ ἑορτολογίου, τότε ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὡς πρωτόθρονη Ἐκκλησία, μὲ τὴν ὅλη του οἰκουμενικὴ καὶ παγκόσμια διάρθρωση, διασώζει τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ προσπαθεῖ νὰ κρατήση στὴν ἑνότητα ὅλες αὐτὲς τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Ὁ ρόλος του σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς, ἰδιαιτέρως στὸν χῶρο τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου διατηρεῖ, διὰ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς, τὴν Προεδρία τῆς SCOBA, εἶναι πολὺ σημαντικός, ἀφοῦ εἶναι ἐξισορροπητικός. Ὁπότε, καθίσταται φανερὸ ὅτι ἡ διαμάχη μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἑλληνόφωνης Ὀρθοδοξίας δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὴν ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Ἡ δεύτερη συνέπεια συνδέεται μὲ τὴν σχέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία.

Βεβαίως, ὡς πρὸς τὴν διοίκηση τῶν δύο αὐτῶν μεγεθῶν, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας καὶ τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχει διακριτότητα τῶν ρόλων. Ἀπὸ παλαιότερα ἔχω ὑποστηρίξει τὴν ἄποψη ὅτι οὐσιαστικὰ ὑπάρχει ὁ λεγόμενος χωρισμὸς μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοικήσεως. Ὅμως ὑπάρχουν μερικὰ σημεῖα, ὅπως π.χ. ὁ Καταστατικὸς Χάρτης κλπ., γιὰ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἀπὸ μερικοὺς εἰδικοὺς ἡ ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀναθεωρηθοῦν, ὥστε νὰ συντελέσουν στὴν μεγαλύτερη διακριτότητα τῶν ρόλων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Αὐτὸ ἤδη εἶχε κάπως προσδιορισθῇ στὸ παρελθὸν καὶ μάλιστα ὑπάρχει καὶ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς μικτῆς ἐπιτροπῆς ποὺ δημιουργήθηκε τὸ 1987 γιὰ τὴν μελέτη αὐτοῦ τοῦ θέματος.

Θεωρῶ ὅμως ὅτι ἡ διένεξη μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀναπτύσσει ἀκόμη περισσότερο τὴν ἤρεμη δυναμικὴ γιὰ τὴν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Πιστεύω δὲ ὅτι ἡ ὅλη συζήτηση γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὸν λεγόμενο χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Καὶ αὐτὸ βέβαια δὲν τὸ φοβᾶται ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἂν αὐτὴ ἡ ἀναθεώρηση γίνη βίαια, δυναμικά, χωρὶς σεβασμὸ στὴν παράδοση καὶ τὰ συμφωνηθέντα, τότε θὰ προκαλέση μεγάλη ἀναστάτωση στὸν λαό, θὰ εἶναι σὲ βάρος τῆς διαχρονικῆς παραδόσεως αὐτοῦ τοῦ τόπου, θὰ στερήση τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ ὑποδομὴ ποὺ διαθέτει πλούσια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ θὰ εἶναι ἀρχὴ νέων περιπετειῶν. Ἑπομένως, ἐὰν συνεχισθῇ αὐτὴ ἡ διένεξη τότε ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας δὲν θὰ γίνη ἁπλῶς πρὸς τὴν εἰρηνικὴ διευθέτηση τῆς κρίσεως, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἀναθεώρηση τῶν νομοθετικῶν σχέσεων ποὺ ἰσχύουν. Θὰ δοῦμε, γιὰ παράδειγμα, νὰ γίνονται κατ' ἀρχὰς τροποποιήσεις στὸν Καταστατικὸ Χάρτη, σὲ καιρὸ μάλιστα ἐκκλησιαστικῆς ἀδυναμίας, μὲ δυσμενὲς περιεχόμενο, καὶ στὴν συνέχεια θὰ δοῦμε νὰ ἀναθεωρῆται τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος σὲ βάρος τῶν καλῶν σχέσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κλπ. Δὲν προχωρῶ στὴν ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος σὲ αὐτὸ τὸ σύντομο σημείωμά μου.

Γιὰ τοὺς δύο αὐτοὺς βασικοὺς λόγους –ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ἄλλοι– θεωρῶ ὅτι πρέπει τὸ συντομότερο νὰ τερματισθῇ αὐτὴ ἡ ὀδυνηρὴ διένεξη μεταξὺ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη περιθώρια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος, ὥστε νὰ διαφυλαχθῇ τόσο τὸ κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ νὰ μὴ ὑπονομευθῇ ὁ οἰκουμενικὸς ἐνοποιητικός του ρόλος, ὅσο καὶ τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἑπομένως, πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ γίνη κάτι πρὸς ὄφελος τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ λαοῦ. Ἡ δὲ στενή, εἰλικρινὴς καὶ οὐσιαστικὴ συνεργασία τῶν δύο προσωπικοτήτων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, ποὺ διακρίνονται γιὰ πολλὰ καὶ μεγάλα χαρίσματα, θὰ συντελέση στὴν προβολὴ καὶ ἐπικράτηση τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, μακριὰ ἀπὸ διαφόρους ἐθνικισμοὺς ποὺ τὴν ἀπειλοῦν ἐπικίνδυνα. Εἶναι βέβαιον ὅτι μιὰ τέτοια συνεργασία θὰ ἔχη παγκόσμιες καὶ οἰκουμενικὲς διαστάσεις.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3461