1. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γιά τήν Theologia crucis καί Theologia gloriae
«Πιστεύεται κοινῶς ὅτι, ἐν ἀντιθέσει πρός, τή δυτική, ἡ ἀνατολική θεολογία ἐνδιαφέρεται κυρίως γιά τή σάρκωση καί τήν ἀνάσταση καί ὅτι ἡ «θεολογία τοῦ σταυροῦ», ἡ theologia crucis, δέν ἀναπτύχθηκε ἀρκετά στήν Ἀνατολή. Στήν πραγματικότητα, ἡ ὁρθόδοξη θεολογία εἶναι ἔντονα «θεολογία τῆς δόξης», theologia gloriae, ἀλλά μόνον ἐπειδή εἶναι πρωτίστως «θεολογία τοῦ σταυροῦ». Ὁ ἴδιος ὁ σταυρός εἶναι τό σημεῖον δόξης. Ὁ ἴδιος ὁ σταυρός θεωρεῖται ὄχι τόσον ὠς ἀποκορύφωση τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μᾶλλον ὡς φανέρωση τῆς θεϊκῆς δυνάμεως τῆς δόξης. «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ». Ἤ, μέ τίς λέξεις ἑνός κυριακάτικου ὕμνου «διά τοῦ σταυροῦ χαρά μεγάλη ἐλήλυθε τῷ κόσμῳ». Ἀφ’ ἑνός μέν, ἡ ὅλη οἰκονομία τῆς λυτρώσεως συνοψίζεται σέ μιά περιεκτική θέα: τή νίκη τῆς ζωῆς. Ἀφ’ ἑτέρου δέ, αὐτή ἡ οἰκονομία σχετίζεται μέ τό βασικό πρόβλημα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, μέ τήν ὑπαρξιακή του κατάσταση, πού κορυφώνεται στήν πραγματικότητα τῆς «θνητότητός» του, καί ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» ταυτίζεται συνεπῶς μέ τόν «θάνατο». Ἦταν αὐτός ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» πού νικήθηκε καί καταργήθηκε πάνω στό ξύλο τοῦ σταυροῦ, in ara crucis. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς ὄντως κατέβηκε στή σκοτεινή ἄβυσσο τοῦ θανάτου καί ὁ «θάνατος» καταλύθηκε ἀπό τίς ἀστραπές τῆς δόξης του. Αὐτό εἶναι τό κεντρικό μοτίβο τῆς θείας λειτουργίας τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ἡ ἴδια ἡ φράση εἶναι χαρακτηριστική: ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἴδιος μιά νίκη, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τή θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Κατά τούς Πατέρες, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀπλῶς μιά ἔνδοξη συνέχεια στή θλιβερή καταστροφή τῆς σταυρώσεως, μέ τήν ὁποία «ἡ ταπείνωση» μεταποιήθηκε, μέ θεϊκή παρέμβαση καί μεταξιώθηκε σέ «νίκη». Ὁ Χριστός ἦταν νικητής ἀκριβῶς πάνω στόν σταυρό. Ὁ ἴδιος ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν μιά φανέρωση τῆς ζωῆς. Ἡ Μεγάλη Παρασκευή στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡμέρα θρήνων. Βέβαια εἶναι μιά μέρα εὐλαβικῆς σιωπῆς καί ἡ Ἐκκλησία ἀπέχει ἀπό τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας κατ’ αὐτήν. Ὁ Χριστός ἀναπαύεται στό μνῆμα του. Ἀλλά εἶναι τό εὐλογημένο Σάββατο, requies Sabbati Magni, κατά τή φράση τοῦ ἁγ. Ἀμβροσίου. Ἤ, μέ τίς λέξεις ἑνός πασχαλινοῦ ὕμνου, «τοῦτο ἐστί τό εὐλογημένον Σάββατον, αὕτη ἐστίν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἴδιος ὁ σταυρός θεωρεῖται σάν ἕνα ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τό ἔργο τῆς δημιουργίας συμπληρώθηκε ἐπάνω στό σταυρό.
Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ἀποτελεσματικός ὄχι γιατί ἦταν θάνατος ἑνός ἀθώου, οὔτε μόνο γιατί ἦταν μιά ἀπόδειξη ἐγκαταλείψεως καί καρτερίας, οὔτε μόνο γιατί ἦταν μιά ἐπίδειξη ἀνθρώπινης ὑπακοῆς, ἀλλά πρωτίστως γιατί ἦταν ὁ θάνατος τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, γιατί ἦταν μιά ἀποκάλυψη τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τό λέγει θαυμάσια: «Τόν ὀνομάζω βασιλέα, γιατί τόν βλέπω ἐσταυρωμένον, γιατί ταιριάζει σ’ ἕνα βασιλέα νά πεθαίνη γιά τούς ὑπηκόους του» (Εἰς τόν Σταυρόν καί τόν Ληστήν, ὁμ. Ι). Ἤ, κατά τήν τολμηρή φράση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, «χρειαζόμασταν ἕνα σαρκωθέντα Θεό, χρειαζόμασταν Θεό νά θανατώσουμε, ὥστε νά μπορέσουμε ἐμεῖς νά ζήσουμε» ( Ὁμιλ. 45, 28). Δύο κινδύνους πρέπει μέ προσοχή ν’ ἀποφεύγουμε ὅταν ἑρμηνεύουμε τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ: τόν δοκητικό καί τόν κενωτικό. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ παράδοξη ἰσορροπία τοῦ ὁρισμοῦ τῆς Χαλκηδόνος ἀφανίζεται καί καταστρέφεται. Πραγματικά, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀληθινός θάνατος. Ὁ σαρκωθείς ἀληθινά ἔλυωσε καί ὑπέφερε στή Γεσθημανῆ καί στόν Γολγοθᾶ: «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν». Ἡ ὠμή πραγματικότητα τοῦ πάθους πρέπει δεόντως νά ἀναγνωρισθῆ καί νά τονισθῆ, μήπως ὁ σταυρός νομισθῆ ὡς κάτι τό φανταστικό: ut non evacuetur crux Christi (ἵνα μή κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ). Ἐν τούτοις, ἐκεῖνος πού πέθανε ἦταν ὁ Κύριος τῆς δημιουργίας, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ, «εἷς τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἡ ὑποστατική ἕνωση δέν καταστράφηκε, οὔτε κἄν μειώθηκε, μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ σωστά νά λεχθῆ ὅτι ὁ Θεός πέθανε πάνω στόν σταυρό, ἀλλά κατά την ἀνθρωπότητά του. «Ἰδού γάρ ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, καί τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται» (Λειτουργία τοῦ Μ. Σαββάτου, Κανών, Ὠδή ΙΧ). Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά ὁ θάνατος ἑνός ἀνθρώπου, κι ὅμως εἶναι θάνατος μέσα στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου. Καί γι’ αὐτό εἶναι ἕνας ἀναστάσιμος θάνατος , μιά φανέρωση τῆς ζωῆς.
Μόνο μέσα σ’ αὐτή τη σύνδεση μποροῦμε νά καταλάβουμε ἐπαρκῶς τήν ὅλη μυστηριακή ὑφή τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχίζοντας μέ τό Βάπτισμα: συνανίσταται κανείς μέ τόν Χριστό ἀπό τήν κολυμβήθρα ἀκριβῶς γιατί αὐτή ἡ κολυμβήθρα ἀντιπροσωπεύει τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, τόν «ζωηφόρο τάφο» του, ὅπως συνήθως χαρακτηρίζεται αὐτός ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ μπορεῖ νά κατανοηθῆ μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ὅλης χριστολογικῆς θεωρήσεως. Τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μπορεῖ νά κατανοηθῆ ἐπαρκῶς μόνο μέσα στήν προσπάθεια μιᾶς ἀκριβοῦς κατανοήσεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ: Ἕνα πρόσωπο σέ δυό φύσεις. Ἕνα πρόσωπο, καί ἑπομένως πρέπει κανείς νά ἀκολουθήση ἐπακριβῶς τό ὑπόδειγμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού κατῆλθε, ἐνηνθρώπησε, ἔπαθε καί ἀπέθανε, καί ἀνέστη πάλιν. Δέν ὑπάρχει παρά ἕνα μόνο θεῖο πρόσωπο πού ἐνεργεῖ στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας- ὅμως ἐνανθρωπῆσαν. Μόνο διά μέσου αὐτῆς τῆς θεωρήσεως τῆς Χαλκηδόνος μποροῦμε νά καταλάβουμε την πίστη καί τη λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας». (Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἔργα 4, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μετάφραση Παναγιώτου Κ. Παλλῆ, Ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 29-31).
2. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ
«Τό ἀπαραίτητον μέσον τῆς τελειώσεως τῶν θεουμένων ἀλλά καί τῶν μισθωτῶν καί τῶν δούλων εἶναι ἡ σταύρωσις τῶν ἐπιθυμιῶν καί ἡ δι' αὐτῆς ἐκρίζωσις τῆς φιλαυτίας διά τῆς ἐνδιαθέτου πίστεως καί τῆς ἄνευ ὅρων ὑπακοῆς εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ διά τῆς ὑπακοῆς τελείωσις ἰσχύει διά τούς ἀγγέλους πρό τῆς πτώσεως τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων, ἀφοῦ μετά τήν πτῶσιν δέν ὑπάρχει δι' αὐτούς μετάνοια. Διά τούς ἀνθρώπους ἡ ὑπακοή εἶναι τό μέσον τελειώσεως πρό καί μετά τήν πτῶσιν. Ἡ ὑπακοή, ὅμως, καθ' ἑαυτή δέν εἶναι σκοπός, ὥστε διά μιᾶς δουλοπρεποῦς καί συναλλαγματικῆς διαθέσεως νά ἀποκτήση κανείς μίαν στατικήν εὐδαίμονα κατάστασιν ὁδηγοῦσαν εἰς μονιμοποίησιν δουλικῆς ἤ ἰδιοτελοῦς πρός Θεόν σχέσεως. Εἰς τά στάδια τοῦ δούλου καί τοῦ μισθωτοῦ ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς τελειότητος τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐν Χριστῷ μεθέξεως τῆς καθαρτικῆς καί φωτιστικῆς χάριτος τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖον καθαρίζει τά πάθη καί τόν νοῦν καί φωτίζει, ἁγιάζει, δικαιοῖ καί ζωοποιεῖ ὅλον τόν ἄνθρωπον καί καθιστᾶ τῇ συνεργείᾳ τοῦ ἀνθρώπου δυνατήν τήν μέχρι θανάτου ὑπακοήν εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ὑπακοῆς ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μεταβάλλει αὐτήν ταύτην τήν ὑποτακτικήν ἰδιοτέλειαν εἰς ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην καί οὕτω θεοῦται ὁ ἄνθρωπος καί γίνεται φίλος καί συνεργός τοῦ Θεοῦ, ἀδελφός καί συμβασιλεύς κατά χάριν τοῦ Χριστοῦ, καί θετός υἱός τῆς Παρθένου.
Ἐκ τῶν λεχθέντων τούτων, ἀλλά καί ἀπό τό ὅλον ἔργον τοῦ Νύσσης περί τοῦ βίου Μωϋσέως ὡς καί ἀπό τήν γενικήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων φαίνεται σαφῶς πώς ἡ τελείωσις κατά Χριστόν ὑπάρχει εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ σαφῶς περί τῆς ὑπάρξεως δικαίων φίλων τοῦ Θεοῦ πρό τοῦ νόμου καί μετά τόν νόμον ὡς καί ἡ Καινή Διαθήκη πρό τῆς ἐν Γολγοθᾷ σταυρικῆς θυσίας. Τοῦτο διότι τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖον ἐνεργεῖ τήν καταλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου τῷ Θεῷ καί ποιεῖ αὐτόν φίλον τοῦ Θεοῦ, ναί μέν ταυτίζεται μέ τήν ἐν Γολγοθᾷ σταυρικήν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, συνεπείᾳ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καί τῆς ἐξ αὐτῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων, ἀλλά καί διακρίνεται αὐτῆς (τῆς ἐν Γολγοθᾷ θυσίας) διότι προϋπάρχει αὐτῆς καί ἐνεργεῖ τήν καταλλαγήν πρό αὐτῆς, πρό τῆς ἐνσαρκώσεως καί ἀκόμη πρό τοῦ νόμου Μωϋσέως.
Πρέπει νά τονισθῇ ὅτι ἡ δημιουργοῦσα τήν Ἱεράν Παράδοσιν δύναμις τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁ σταυρός, τόν ὁποῖον αἴρει ὁ κάθε θεούμενος καί πιστός. Δέν εἶναι ὅμως ὁ σταυρός οὗτος τά τυχόν προβλήματα, τά ὁποῖα συναντᾶ ὁ καθείς εἰς τήν ζωήν του, ὡς νομίζουν πολλοί. Ἀντιθέτως, ὁ σταυρός εἶναι ὁ ἑκούσιος ἀγών τόν ὁποῖον ἀναλαμβάνει ὁ πιστός διά νά ἀπελευθερωθῇ ἀπό τήν δουλείαν τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, διά τῆς τηρήσεως τῆς μέχρι θανάτου ὑπακοῆς εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας φθάνει μέσῳ τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ εἰς τήν θέωσιν. Ἡ σωτηρία καί θέωσις τῶν ἀνθρώπων, δέν συνίσταται ἁπλῶς εἰς τήν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων σταύρωσιν τοῦ Κυρίου καί εἰς τήν ἐπί τῶν προωρισμένων ἐνέργειαν μιᾶς δῆθεν ἐκ τοῦ Γολγοθᾶ ἐκπηγαζούσης ἀκαταγωνίστου χάριτος ἐνεργούσης τήν προσοικείωσιν τῶν καρπῶν (ἀξιομισθιῶν κατά τόν δυτικόν ὅρον) τῆς σταυρικῆς θυσίας πρός ἱκανοποίησιν εὐδαιμονιστικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἀντιθέτως, ἕκαστος πιστός πρέπει καί αὐτός νά σταυρωθῇ οὐχί κατά τύχην ἤ κατά τυφλόν ἤ ἀπόλυτον προορισμόν, ἀλλά ἑκουσίως τῇ ἰδίᾳ καί οἰκείᾳ βουλήσει, ὅπως ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, διότι μόνον δι' αὐτῆς τῆς ἑκουσίας σταυρώσεως ἐπιτελεῖται ἡ μέθεξις εἰς τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, ἥτις μεταμορφώνει τόν φίλαυτον ἄνθρωπον εἰς φίλον τοῦ Θεοῦ καί θεόν κατά χάριν. (σελ. 144-145)
Ἐπίσης οὐσιαστικόν μέρος τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ἡ ἐκ τῆς ἀνιδιοτελοῦς τῆς θεώσεως ἀγάπης καί μετά Θεοῦ φιλίας πηγάζουσα παρά τῷ Θεῷ παρρησία τῶν ἁγίων τῶν ἐντεῦθεν καί πέραν τοῦ τάφου ἐν Χριστῷ θεουμένων, καί εἰς αὐτήν τήν μετά Θεοῦ φιλίαν καί παρά Θεῷ παρρησίαν ἐλπίζει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπικαλεῖται τήν παρά τῷ Θεῷ πρεσβείαν τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων. Περί τῆς ἐπί τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, ἤτοι τῆς θεώσεως, βασιζομένης μετά τοῦ Θεοῦ φιλίας καί τῆς ἐξ αὐτῆς παρά τῷ Θεῷ παρρησίας καί πρεσβείας τῶν θεουμένων ὁ Χριστός σαφῶς διδάσκει, "μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ ... ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἅ ἤκουσα παρά τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν. Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καί ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε, καί ὁ καρπός ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἄν αἰτήσητε τόν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν. Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους".
Ὁ καρπός ἐδῶ δέν εἶναι τά κατά τούς Δυτικούς ἀξιόμισθα ἤ ἐξ ἀκαταγωνίστου δῆθεν χάριτος ἔργα, ἀλλά ἡ οὐ ζητοῦσα τά ἑαυτῆς ἀγάπη τῶν θεουμένων, ἥτις σταυροῦται ὡς ὁ Χριστός διά τόν πλησίον. Δέν εἶναι τά καλά ἔργα καθ' ἑαυτά ἱκανά νά ἑτοιμάσουν τόν ἄνθρωπον νά ἰδῇ τόν Θεόν ὡς φῶς καί νά ἔχῃ τοιαύτην παρρησίαν παρά τῷ Θεῷ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν του ὡς ὁ Μωϋσῆς καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἵτινες ηὔχοντο νά παραιτηθοῦν τῆς προσωπικῆς των σωτηρίας διά τήν σωτηρίαν τῶν ἄλλων. Ἡ τοιαύτη τῆς θεώσεως ἀγάπη τοῦ φίλου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία δύναται "στῆσαι κατά τῶν Ἰσραηλιτῶν τήν ὀργήν, τήν ἰδίαν τοῦ Θεοῦ κρίσιν παρατρέψαντος, ἵνα μή λυπήσῃ τόν φίλον". Αὐτά καθ’ ἑαυτά τά καλά ἔργα ἐκτός τῆς θεώσεως εἶναι τά φύλλα τῆς ξηρανθείσης συκῆς, τά ὁποῖα, ὅταν δέν φέρουν ὡς καρπόν τήν ἐν Χριστῷ τῆς θεώσεως ἀγάπην, δέν ὁδηγοῦν εἰς τήν μετά τοῦ Χριστοῦ καταλλαγήν καί φιλίαν τῆς οὐ ζητούσης τά ἑαυτῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία εἶναι ὁ καρπός ὁ ὁποῖος μένει, ὥστε, ὅστις ἔχει τοιοῦτον καρπόν καί αἰτήσει τι τόν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, δοθήσεται αὐτῷ.
Τά περί φίλων καί παρρησίας λεχθέντα γίνονται ἀντιληπτά, ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ἡ γενική διαίρεσις τῶν σταδίων τελειότητος, ὡς ἀνεφέρθη εἰς τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Ὁ δοῦλος ποιεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπό φόβον, ὁ μισθωτός ἐργάζεται ἐπί μισθῷ, ἐνῷ ὁ φίλος πάντα ποιεῖ ὡς ἔκφρασιν τοῦ καρποῦ τῆς ἀνιδιοτελοῦς τῆς θεώσεως ἀγάπης. Διά τῆς θεώσεως ἤ ἐλλάμψεως ἤ θεοπτίας ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ φθάνει πλησίον τῆς καταστάσεως τῆς ἀναμαρτησίας, καί τελικῶς ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ σώματός του φθάνει εἰς αὐτήν καί ἀναβαίνει ἀτελευτήτως τά ἄνω στάδια τῆς τελειότητος. Οὕτω πολύν καρπόν φέρει καί ὁ καρπός μένει. Ἐξ ἐπόψεως τῆς χρησιμοθηρίας τοῦ κόσμου, ὅμως ὁ καρπός αὐτός δύναται νά μείνῃ ἀπό τούς πολλούς κεκρυμμένος καί νά φανῇ ἄχρηστος, πρό πάντων ὅταν δέν συνοδεύεται ἀπό σπουδαῖα καί ἀγαθοεργά κατορθώματα ἀρεστά εἰς τήν κοινωνικήν ἰδιοτέλειαν τῶν πολλῶν. Οἱ ἀληθινοί πιστοί ὅμως γνωρίζουν τούς φίλους τοῦ Θεοῦ, προσκυνοῦν τά ἅγια λείψανα αὐτῶν, καί ζητοῦν τήν παρά Θεῷ παρρησίαν αὐτῶν, ὡς καί τήν ἡγεσίαν καί κατεύθυνσιν αὐτῶν εἰς τήν πνευματικήν των ζωήν.
Ὁ πολύς καρπός τῆς θεώσεως ἔχει τόν διπλοῦν χαρακτῆρα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀληθείας. Διά τοῦτο ὁ θεούμενος εἶναι ὁ ἀληθῶς ἀγαπῶν διά τῆς ἀγάπης τοῦ φίλου τοῦ Θεοῦ ὡς καί ὁ γνωρίζων διά τῆς ἀγάπης ταύτης τήν ἀλήθειαν. Ὁ πολύς ὅμως καρπός οὗτος δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης καί στοχαστικῆς καί διαλεκτικῆς εὐφυΐας, ἀλλά ἀποτέλεσμα ἀποκλειστικόν τῆς ὑπό τῶν θεουμένων μεθέξεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδή τῆς ἐν Χριστῷ δόξης καί βασιλείας. "Ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει, ἐάν δέ ἀποθάνῃ πολύν καρπόν φέρει. Ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπωλέσει αὐτήν, καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν".
Ὁ ἐπιτυγχάνων διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τήν κάθαρσιν τῶν παθῶν καί τοῦ νοός διά τῆς ἀπαλλαγῆς ἐκ τῶν δαιμονικῶν ἐνεργειῶν καί ὑπερβαίνων διά τῆς θεώσεως τόν φωτισμόν τοῦ βαπτίσματος γενόμενος φίλος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ κατ' ἐξοχήν θεολόγος καί πνευματικός πατήρ, ἀφοῦ ὑπό τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος τῆς Ἀληθείας ὁδηγηθῇ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, ὡς συνέβη εἰς τούς ἀποστόλους τήν Πεντηκοστήν. Ὅπως εἴδαμεν, ἡ διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ θέωσις ἤ θέα τῆς δόξης καί βασιλείας εἶναι ἡ πηγή καί ἡ βάσις τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ δογματικοῦ ἀλαθήτου τῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἁγίας Γραφῆς καί Ἱερᾶς Παραδόσεως καί εἶναι οὕτως ὁ φορεύς τῶν δογμάτων καί τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Περί τούτου ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διακηρύττει, "οὕτως ἡ ἐν Θεῷ θεωρία καί τό θεῖον τοῦ Σταυροῦ μυστήριον οὐ τά πονηρά πάθη μόνον καί τούς δημιουργούς τούτων δαίμονας ἀπελαύνει τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τάς κακοδόξους δόξας καί τούς ταύταις συνηγόρους ἐξελέγχει καί ἀπωθεῖται τῶν περιβόλων τῆς ἱερᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καθ' ἥν ἡμῖν ἐχωρίσθη νῦν ἑορτάζειν καί διατρανοῦν τήν τοῦ Σταυροῦ πρό τοῦ Σταυροῦ θείαν ἐν τοῖς πατράσι χάριν καί ἐνέργειαν".
Πρέπει νά τονισθῇ ὅτι οἱ προφῆται καί οἱ ἀπόστολοι δέν διακρίνουν ἁπλῶς τάς ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἐνεργείας ἤ πράξεις τοῦ Θεοῦ, ὡς διατείνονται σήμερον τινές τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν Βίβλον ἑρμηνευτῶν, ἀλλά βλέπουν καί ἀκούουν καί συνομιλοῦν μέ τάς ἀκτίστους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν δόξαν, φωτεινήν νεφέλην, στήλην πυρός, θεότητα, βασιλείαν καί χάριν τοῦ Θεοῦ καί δι' αὐτῶν μέ τόν ἐν αὐταῖς Θεόν, δι’ ὁράσεως ὑπέρ τήν ὅρασιν, δι' ἀκούσματος ὑπέρ τήν ἀκοήν, διά γεύσεως ὑπέρ τήν γεῦσιν, δι' ἁφῆς ὑπέρ τήν ἁφήν, δι’ ὀσφρήσεως ὑπέρ τήν ὄσφρησιν, διά γνώσεως ὑπέρ τήν γνῶσιν, διά νοήσεως ὑπέρ τήν νόησιν, δηλαδή ἀκούουν "ἄρρητα ρήματα".
Κατά ταῦτα ὁ θεούμενος γενόμενος εἰς τά περί Θεοῦ καί θεώσεως ἀλάθητος γνωρίζει σαφῶς καί ἀκριβῶς καί οὐχί στοχαστικῶς καί διαλεκτικῶς τήν διάκρισιν μεταξύ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν τῶν κτισμάτων, συμπεριλαμβανομένων ἐκείνων τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων καί οὕτως εἰς ὑπέρτατον βαθμόν διά τόν ἐντεῦθεν τοῦ τάφου ἄνθρωπον ἔχει τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, τό ὁποῖον εἶναι τό θεμέλιον τῆς δογματικῆς θεολογίας καί τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκτός τῆς κοινωνίας τῶν ἐχόντων τό χάρισμα τοῦτο τῶν θεουμένων αὐτομάτως ὁδηγοῦνται καί εἰς τήν αἵρεσιν καί εἰς ἐσφαλμένην καί πεπλανημένην πνευματικότητα. Ἵνα μή πλανηθοῦν δογματικῶς καί πνευματικῶς οἱ μή φθάσαντες ἀκόμη εἰς τήν θέωσιν, ἀλλά ἔχοντες καί διατηροῦντες τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος καί ἀνημμένας τάς λαμπάδας, ὑποτάσσονται εἰς τούς προφήτας, ἀποστόλους καί ἁγίους, ὡς εἰς κατά χάριν θεούς καί χριστούς καί κατά πνεῦμα πατέρας, καί ἀδιστάκτως δέχονται τά περί Θεοῦ καί καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως ρητά καί νοήματα αὐτῶν, ὡς τά κριτήρια τῆς δογματικῆς καί τῆς κατά Χριστόν πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Ἄν καί ἡ διά τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως θεοπτία εἶναι ὑπέρ τάς αἰσθήσεις καί τόν λόγον καί τόν νοῦν, παρά ταῦτα συμπεριλαμβάνει τόν νοῦν καί τόν λόγον καί τά πάθη καί τάς αἰσθήσεις, διότι ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος θεοῦται, δηλαδή δοξάζεται καί γίνεται κατά χάριν Θεός καί διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ βλέπει τόν Πατέρα. Ἡ εὐοσμία τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων εἶναι μετά τῶν ἐνεργουμένων δι' αὐτῶν θαυμάτων μία αἰσθητή μαρτυρία τῆς θεώσεως αὐτῶν, ὡς καί τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων κατά τήν συντέλειαν τῶν αἰώνων.
Ἐκ τούτων φαίνεται σαφῶς ὅτι ἡ περί τελειότητος καί θεώσεως διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μέ τήν ἀπάθειαν τῶν Στωϊκῶν καί τήν ἀπελευθέρωσιν ἐκ τοῦ σώματος καί τῶν παθῶν τῶν Πλατωνικῶν. Ἡ διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ νέκρωσις τῶν παθῶν δέν εἶναι ἡ ἐξ αὐτῶν ἀπελευθέρωσις τοῦ λογιστικοῦ ἤ τοῦ νοός, ἀλλ' ἀντιθέτως ἡ κάθαρσις καί θέωσις τῶν παθῶν. Ὁ Χριστός ὡς τέλειος ἄνθρωπος εἶχε καί ἔχει φύσει τεθεωμένα τά ἀδιάβλητα πάθη, ὡς ταῦτα ἀρχίζουν κατά χάριν νά ἔχουν οἱ θεούμενοι καί κατά χάριν θά ἔχουν οἱ τεθεωμένοι. (Πρωτοπ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Δογματικῆς καί Συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Τόμος Α΄, Τετάρτη ἔκδοσις, ἐκδόσεις Π.Σ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 143-148)
3. Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας γιά τόν Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ καί τήν θεία Εὐχαριστία
«Ὁ σκοπός τῆς Δημιουργίας εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἤθελε, δηλαδή, ὁ Πατήρ δημιουργώντας τόν κόσμο νά τόν μεταβάλλει σέ Ἐκκλησία. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτή ἡ ἐνσωμάτωση τῆς κτίσεως στόν Υἱό καί νά πραγματοποιηθεῖ ἡ Ἐκκλησία, θά ἔπρεπε νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἐκ μέρους τῆς φύσεως, ὡς τό μόνο ἐλεύθερο ὄν μέσα στή Δημιουργία, τήν ὑλική Δημιουργία, θά χρησιμοποιοῦνταν γιά νά μπορέσει νά ἀναφερθεῖ ἡ κτίση στό Θεό. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος συγκεφαλαιώνοντας τήν κτίση, ἀντί νά ἀναφερθεῖ τελικά στόν Θεό, θέλησε νά ἀναφερθεῖ στόν ἑαυτό του, θεοποίησε δηλαδή τόν ἑαυτό του. Γιά τόν λόγο αὐτό ὅλο τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά μετατροπή τοῦ κόσμου σέ Ἐκκλησία προσέκρουσε στήν ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου καί, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ἔπρεπε πλέον ὁ Θεός νά σκεφτεῖ ἄλλον τρόπο γιά νά σώσει τόν κόσμο καί νά τόν ἑνώσει μαζί του. Ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ μέσα στήν πεπτωκυῖα κτίση, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἔπρεπε ὁ Υἱός πλέον, καί ὁ ἄνθρωπος γενικά καί ἡ κτίση ὅλη νά περάσουν ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ θανάτου, γιά νά φθάσουν στήν ἕνωση, δηλαδή ἔπρεπε νά μεσολαβήσει ὁ Σταυρός. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία, πλέον, δέν μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ χωρίς νά περάσει ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ.
Παίρνει, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μιά νέα μορφή ἐν σχέσει μ’ ἐκείνη πού ὁ Θεός ἀρχικά εἶχε προβλέψει καί ἐπιθυμήσει. Ἀλλά ἐδῶ τώρα ὑπάρχει μιά λεπτή, ἀλλά πολύ σημαντική παρατήρηση. Παρά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καί ἡ Οἰκονομία, πῆρε ἕνα δρόμο πού περνάει ἀπό τό Σταυρό, τό τέρμα αὐτοῦ τοῦ δρόμου παραμένει τό ἴδιο μέ ἐκεῖνο πού ἦταν στήν ἀρχή, δηλαδή ἡ ἕνωση τοῦ κτιστοῦ μέ τόν ἄκτιστο Θεό. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά πραγματικότητα πού περνάει ἀπό τό Σταυρό καί παίρνει πάνω της περνώντας ὅλα τά χαρακτηριστικά τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά μέ σκοπό καί προορισμό νά μή σταματήσει ἐκεῖ. Αὐτά τά χαρακτηριστικά τοῦ Σταυροῦ πρέπει νά τά μετατρέψει σέ χαρακτηριστικά τῆς ἐσχατολογικῆς καταστάσεως.
Ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ ἐκκλησιολόγοι νά συναντοῦν δυσχέρειες. Διότι τό πέρασμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Σταυρό τῆς ἀφήνει τά σημάδια τοῦ Σταυροῦ πού εἶναι πλήγματα πού ἐπιφέρει τό κακό καί ἡ Ἱστορία στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ὑπάρχουν πολλοί πού σταματοῦν ἐκεῖ καί λένε: «αὐτή εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας». Ἕνα σῶμα, ἡ ἐνσωματωμένη κτίση στόν Υἱό, πού ὅμως εἶναι τραυματισμένη ἀπό τό κακό, ὅπως εἶναι ὁ Σταυρός. Σ’ αὐτή τή γραμμή τείνουν νά τοποθετηθοῦν οἱ δυτικοί κυρίως θεολόγοι, διότι ἔχουν τήν τάση νά ξεκινοῦν ἀπό τήν Ἱστορία καί νά σταματοῦν θά ἔλεγε κανείς μέ ὀντολογική διάθεση πάνω στό κακό, νά δίνουν στό κακό μιά τελική ὀντολογική σφραγίδα. Γι’ αὐτό καί ὅλη ἡ μουσική, ἡ λογοτεχνία, ἡ θεολογία τῆς Δύσεως ἐνέχουν μιά ἐνασχόληση μέ τά προβλήματα πού δημιουργεῖ τό κακό μέσα στόν κόσμο καί δέν προχωροῦν πέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτό. Ἔτσι μπορεῖ ἐδῶ νά δημιουργηθεῖ μιά Ἐκκλησιολογία, ὅπως καί δημιουργεῖται πραγματικά, πού ἔχει ὡς κέντρο τό Σταυρό, τό Γολγοθᾶ. Τά χαρακτηριστικά, ἑπομένως, αὐτῆς τῆς Ἐκκλησιολογίας εἶναι ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ σώματος ἐκείνου πού μέσα στήν Ἱστορία θυσιάζεται, πάσχει καί διακονεῖ τόν κόσμο. Εἶναι μιά πολύ ἑλκυστική Ἐκκλησιολογία πού ἀπευθύνεται πολύ στό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μιά Ἐκκλησιολογία πού ἐγκλωβίζει ὑπερβολικά τήν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο....».
«Γι’ αὐτό, γιά τήν δυτική Ἐκκλησιολογία τά μυστήρια καί κυρίως ἡ θεώρηση τῆς Εὐχαριστίας δέν εἶναι στήν οὐσία τίποτε ἄλλο παρά μιά συνέχιση καί ἐπανάληψη τοῦ Γολγοθᾶ, μιά διαρκής παρουσία του.
Ὁ Σταυρός εἶναι στημένος μέσα στό κέντρο τῆς Εὐχαριστίας, ὅπως εἶναι καί σέ πολλούς ὀρθοδόξους ναούς σήμερα, κάτι πού δέν ὑπῆρχε ἄλλοτε. Ἀλλά αὐτό συμβαίνει στή Δύση. Στήν Ἀνατολή δέν μπορεῖ κανείς νά σταματήσει εὔκολα στό Σταυρό, γιατί ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἔτσι διαμορφωμένη, ὥστε μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑπέρβαση τοῦ Σταυροῦ. Μᾶς φέρνει ἡ Εὐχαριστία μπροστά μας ὄχι τόν Γολγοθᾶ, ἀλλά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Φέρνει μπροστά μας τήν κοινωνία τῶν Ἁγίων, τή λάμψη, τό φῶς, τήν λαμπρότητα τῶν ἐσχάτων, μέ τήν εἰκονογραφία, τήν ἀμφίεση, τά λόγια, τήν ψαλμωδία, μέ ὅλα αὐτά πού περιέβαλε τή θεία Εὐχαριστία ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὅλα αὐτά δείχνουν πρός μιά ὑπέρβαση τοῦ Γολγοθᾶ. Καί γι’ αὐτό τό λόγο, ἡ δική μας Ἐκκλησιολογία ἐπανέρχεται σ’ αὐτήν τήν ἀρχική εὐδοκία τοῦ Πατρός νά ἑνώσει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο ὡς τελικό σκοπό τῆς Δημιουργίας καί τῆς Οἰκονομίας».
«Τό ἀσκητήρι, βεβαίως, εἶναι μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μοναχός πού φέρνει ἐπάνω του ἐμφανῆ τἀ ἴχνη τῆς μετοχῆς στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά, ὅταν αὐτός ὁ μοναχός ἤ κάποιος ἄλλος, (νά τό παραστήσω μ’ αὐτόν τόν δραματικό τρόπο), φορέσει τά χρυσοποίκιλτα ἄμφια τοῦ Πρωτάτου -δέν ξέρω ἄν πήγατε νά δεῑτε τί ἄμφια ἔχουν, περίτεχνα καί λαμπρότερα ἀπό τά δικά μας, τά ἔχουν γιά τήν ὥρα τῆς Εὐχαριστίας-ὅταν τά φορέσει αὐτά λοιπόν ὁ μοναχός, τότε πραγματώνεται ἡ Εὐχαριστία, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ Σταυροῦ μέ τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως πού συνιστᾶ τό Εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δέν εἶναι δυνατόν χωρίς τόν Σταυρό νά φθάσουμε στήν Ἀνάσταση. Αὐτό λέμε καί τό ξαναλέμε ὅλοι, ἀλλά πάρα πολλοί τό ξεχνᾶμε καί τείνουμε νά μιλήσουμε γιά Ἐκκλησία χωρίς τήν ἀναστάσιμη ἐμπειρία τῆς ὑπερβάσεως τοῦ Σταυροῦ, χωρίς τήν ἐμπειρία τῆς καινῆς κτίσεως, ἡ ὁποία λάμπει γεμάτη φῶς.
Θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ ὅτι ἡ καινή κτίση καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μποροῦν νά βρεθοῦν μόνο στό πρόσωπο ἑνός μοναχοῦ πού λάμπει ἀπό ἁγιότητα. Βεβαίως βρίσκεται καί ἐκεῖ, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πού πρέπει νά εἰκονίζει τήν μεταμόρφωση τοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Τήν μεταμόρφωση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καί κοινότητας. Ἑπομένως, μόνο ὅταν ἔχουμε κοινότητα, ἔχουμε Ἐκκλησία. Καί γι’αὐτό χρειάζεται καί ὁ μοναχός πού λάμπει τό πρόσωπό του ἀπό ἁγιότητα νά εἶναι μέτοχος αὐτῆς τῆς κοινότητας τῶν ἐσχάτων πού εἶναι ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, γιά νά ἐκκλησιοποιηθεῖ.
Καταλήγουμε, συνεπῶς, στό συμπέρασμα ὅτι ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός εἶναι νά γίνει ὁ κόσμος ὅλος, ἀκόμα καί ὁ ὑλικός, Ἐκκλησία, ἐν τῷ Υἱῷ, ὡς σῶμα τοῦ Υἱοῦ ὄχι μονάχα οἱ ἄνθρωποι, οὔτε ὁρισμένοι ἄνθρωποι καί ὅτι λόγῳ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου αὐτή ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ κόσμου μέ τόν Υἱό περνάει ἀπό τόν Σταυρό, ἀλλά δέν σταματάει στόν Σταυρό. Περνάει ἀπό τό ἀσκητήριο, ἀπό αὐτή τήν βαθειά καί συγκλονιστική ἐμπειρία τοῦ κακοῦ πού βιώνει ὀ ἀσκητής πού παλεύει μέ τό διάβολο (αὐτός εἶναι ὁ ἀσκητής καί ὄχι οἱ ρεμβάζοντες μοναχοί) σάν τόν Ἅγιο Ἀντώνιο, καί πού μετέχει στό Σταυρό καί στό πέρασμα τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός, στό πέρασμα ἀπό τήν στενή πύλη καί τήν ὀδό τῆς ἐμπειρίας τοῦ κακοῦ. Ἀλλά ὁ προορισμός του εἶναι νά βγεῖ ἀπό αὐτή τή στενή πύλη νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν ἐσχάτων. Καί ἡ Ἐκκλησία προχωρεῖ μέχρι ἐκεῖ, δέν σταματάει στό Σταυρό καί στήν στενή πύλη. Στή Βασιλεία ὁλοκληρώνεται καί πραγματώνεται. Ἑπομένως, οἱ δυτικοί στήν Ἐκκλησιολογία τους ἔχουν αὐτήν τήν μεγάλη ἀδυναμία νά ἐπικεντρώνονται στήν Ἱστορία, στόν Γολγοθᾶ, καί νά ἐπικεντρώνουν καί τήν Ἐκκλησία ἐκεῖ πάνω. Καί αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί Ἐκκλησιολογία μεταφράζεται σάν μία τάση νά θεωρηθεῖ ἠ πάλη μέ τό κακό, τό Σατανᾶ, πού ζεῖ κυρίως ὁ Μοναχισμός, ὡς τό ἀπώτατο στοιχεῖο, τό ὁποῖο κατ’ ἐξοχήν ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι ἑπομένως μιά μορφή δυτικῆς ἐπιδράσεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὅπου ὑπάρχει αὐτή ἡ τάση. Τό ὅτι τό ἐπισημαίνω αὐτό δέν θά μοῦ τό συγχωρήσουν ὁρισμένοι. Ἀντίθετα ὅπως εἶπα, ἡ ὑγιής Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι αὐτή πού ὁδηγεῖ τόν μοναχό καί τόν κοσμικό πού παλεύει μέ τό κακό, στή γεύση, στήν πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν θεία Εὐχαριστία, στήν ἐμπειρία τοῦ φωτός, στήν ἐμπειρία ἐκείνη ὅπου μιά κοινότητα ἀνθρώπων εἰκονίζει τόν κόσμο τοῦ μέλλοντος, τόν κόσμο τῆς μελλούσης κοινωνίας καί τόν κόσμο τῆς μελλούσης ὑλικῆς κτίσεως πού ἔχει ξεπεράσει τήν φθορά. Αὐτό ἔχει συνέπειες ὡς πρός τήν ἀντίληψη πού ἔχουμε γιά τήν πνευματική ζωή, γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, γιά τά Μυστήρια καί ὁποιαδήποτε συγκεκριμένη πλευρά τῆς Ἐκκλησιολογίας». (Ἰωάννου Ζηζιούλα Δογματική καί Θεολογία Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν Παραδόσεων Ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 1991-1992 σελ. 234-237).
Ετικέτες: Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ