Διορθόδοξος Θεολογικός Διάλογος
Νέο βιβλίο μέ εἰσαγωγές καί ἐπιμέλεια τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου
Διορθόδοξος Θεολογικός Διάλογος - Γενική εἰσαγωγή
Τό ὑλικό πού δημοσιεύεται στό παρόν βιβλίο εἶχε συγκεντρωθῆ ἀπό τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὁ ὁποῖος ἔδωσε ὅλο τόν φάκελο στόν ἀείμνηστο Ἀθανάσιο Σακαρέλλο, συνεργάτη καί δικηγόρο του μέ τήν ἐντολή νά τόν δημοσιεύση καί ὁ τελευταῖος τόν ἔδωσε σέ μένα, μέ ἐπιστολή του, ὅπως ἀναφέρθηκε στήν προηγούμενη σελίδα.
Πρόκειται γιά ὑλικό πού ἀναφέρεται στήν προετοιμασία γιά τόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀγγλικανῶν ὁ ὁποῖος ἄρχισε οὐσιαστικά στό Βελιγράδι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1966 καί σέ ἑπόμενες Διορθόδοξες συναντήσεις καθορίσθηκαν δύο θέματα, ἤτοι «Τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς ἑρμηνεύς τοῦ Εὐαγγελίου καί Ζωοδότης τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας» καί «Τό Λυτρωτικόν Ἔργον τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Σταυρῷ καί τῇ Ἀναστάσει», καί τά ὁποῖα ἀνετέθησαν τό μέν πρῶτο στόν τότε Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως κ. Στυλιανό Χαρκιανάκη μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας, τό δέ δεύτερο στόν Πρωτοπρ. π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης.
Ἡ τετάρτη συνάντηση τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ἔγινε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1972. Στήν συνάντηση αὐτή ὑπῆρξαν ἔντονες διαφωνίες γιά τό περιεχόμενο τῶν δύο εἰσηγήσεων, καθώς ἐπίσης καί γιά τήν δεύτερη εἰσήγηση ἐπί τοῦ δευτέρου θέματος πού εἶχε συντάξει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βρυξελλῶν Βασίλειος Κριβοσέϊν.
Στό βιβλίο αὐτό παρατίθενται διάφορα κείμενα πού συνδέονται μέ τήν συνάντηση τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1972. Κατ’ ἀρχάς (Α´ μέρος) παρατίθενται οἱ τρεῖς εἰσηγήσεις, ἤτοι τοῦ Μητροπολίτου Μιλητουπόλεως Στυλιανοῦ, τοῦ Πρωτ. π. Ἰωάννου Ρωμανίδου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βρυξελλῶν Βασιλείου Κριβοσέϊν. Στήν συνέχεια, (Β´ μέρος) γίνεται μία ἀνάλυση τῆς Συνεδρίασης τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς στήν Γενεύη τό 1972. Ἀκολούθως, (Γ´ μέρος) παρατίθενται οἱ γνωμοδοτήσεις τριῶν Δογματολόγων, ἤτοι τοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα, τοῦ Καθηγητοῦ Ἰωάννου Καλογήρου καί τοῦ Καθηγητοῦ Ἰωάννου Καρμίρη, τίς ὁποῖες ζήτησε ἡ Ἱερά Σύνοδος, κατά παράκληση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Ἔπειτα (Δ´ μέρος) δημοσιεύεται ἕνα συνοπτικό κείμενο πού συνέταξε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στό ὁποῖο καταγράφονται τό ἱστορικό τῆς ὑποθέσεως καί ὅλα τά διατρέξαντα κατά τίς συζητήσεις. Στό τέλος προστίθεται ἕνα Ἐπίμετρον στό ὁποῖο δίνονται μερικά στοιχεῖα γιά τήν συνέχεια τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Ἀγγλικανούς.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά ὅλα αὐτά τά κείμενα τά ὁποῖα μέχρι τώρα ἦταν ἄγνωστα καί μετά ἀπό μισό αἰώνα ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια, καταλήγει σέ μερικές διαπιστώσεις.
Πρῶτον. Τά θέματα πού συζητήθηκαν τότε στήν Γενεύη τό ἔτος 1972 ἦταν σοβαρά, ἤτοι ἡ σημασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση. Πρόκειται γιά θέματα πού ἀναφέρονται στήν διαρκῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία καί, βέβαια, τό θέμα αὐτό ἔχει σχέση καί μέ τό Filioque πού εἶναι ἡ βασική διαφορά τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθώς ἐπίσης ἀναφέρονται στήν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει ἀναφορά καί στήν δυτική θεωρία περί ἐξιλεώσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, καί στήν σχέση μεταξύ Σταυροῦ καί Ἀναστάσεως. Εἶναι ἑπόμενο ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν ἔπρεπε νά γίνη μέ θεολογική ἐπάρκεια, βάσει τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ὅπως τήν συναντᾶμε στήν Ἁγία Γραφή, τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων της. Στήν συζήτηση αὐτή ἐνεπλάκησαν οἱ μεγαλύτεροι δογματικοί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Δεύτερον. Κατά τίς συζητήσεις φάνηκαν ἔντονα τά διάφορα ρεύματα πού ἐπικρατοῦν καί στήν σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία, κατ’ ἐπιρροή ἀπό τήν δυτική θεολογία. Φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ «ψευδομορφώσεις» προκαλοῦν μεγάλο πρόβλημα καί στούς ὀρθοδόξους θεολόγους καί δείχνουν τήν «βαβυλώνεια αἰχμαλωσία» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ὅπως ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Αὐτό γίνεται ἔκδηλο, κυρίως, στίς Ἀκαδημαϊκές κοινότητες, ὅπου οἱ ἐπιστήμονες θεολόγοι ἐκφράζουν δυναμικά τίς ἀπόψεις τους καί ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ ἄλλους πού ἔχουν διαφορετικές ἀντιλήψεις. Καί εἶναι λυπηρό ὅταν βλέπη κανείς ἐκπροσώπους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά προετοιμάζωνται νά κάνουν διάλογο μέ τούς Ἀγγλικανούς καί οἱ ἴδιοι δέν ἔχουν ξεκάθαρες θεολογικές θέσεις πάνω σέ σοβαρά θεολογικά θέματα.
Οἱ θεολόγοι πού ἐνεπλάκησαν στόν διάλογο αὐτόν ἐξέφραζαν ὅλα τά θεολογικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους, ἤτοι τήν γερμανική σκέψη, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τόν σχολαστικισμό, τήν βιβλική θεολογία, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τούς Μεταρρυθμιστές-Προτεστάντες, τήν Ρωσική θεολογία, ὅπως διαμορφώθηκε στό Παρίσι, ἀλλά καί τήν Πατερική θεολογία, κατά τήν διατύπωση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ.
Συγκεκριμένα, ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μεγάλης Βρετανίας Ἀθηναγόρας εἶχε τελειώσει τήν Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, στήν ὁποία ὑπέβαλε διατριβή μέ θέμα «Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης», ἀνδρώθηκε ἐκκλησιαστικά στήν Ἀμερική κάτω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καθοδήγηση τῶν Ἀρχιεπισκόπων Ἀμερικῆς, Μιχαήλ καί Ἀθηναγόρου, διετέλεσε Σχολάρχης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης τήν περίοδο 1954-1959, καί τό 1963 ἐξελέγη Μητροπολίτης Θυατείρων καί Μεγάλης Βρετανίας, ἐνῶ προήχθη σέ Ἀρχιεπίσκοπον τό 1968.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βρυξελλῶν Βασίλειος Κριβοσέϊν ἦταν Ρῶσος κατά τήν καταγωγή, ἐκάρη μοναχός στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦταν συμμοναστής τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ καί τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, χωρίς νά τούς καταλάβη, καί ὕστερα ἀπό διάφορες περιπέτειες, ἀφοῦ καταδικάσθηκε ἀπό τίς Ἑλληνικές ἀρχές ἐπειδή ἄσκησε ἀντεθνική δράση καί ἐξορίσθηκε, ἐξελέγη ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας Ἀρχιεπίσκοπος Βρυξελλῶν, καί τό ἐκπροσωποῦσε κατά τόν θεολογικό αὐτόν διάλογο.
Ὁ Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως Στυλιανός γεννήθηκε στό Ρέθυμνο τῆς Κρήτης, σπούδασε θεολογία στήν Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, ὁλοκλήρωσε τίς μεταπτυχιακές σπουδές του στήν συστηματική θεολογία καί τήν φιλοσοφία τῆς Θρησκείας στήν Βόννη τῆς Γερμανίας κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία Ρωμαιοκαθολικῶν Καθηγητῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων συμπεριλαμβανόταν ὁ Καρδινάλιος Ἰωσήφ Ράτσινγκερ (Joseph Ratzinger) πού ἀργότερα ἔγινε Πάπας μέ τό ὄνομα Βενέδικτος ΙΣΤ΄. Ἡ διατριβή πού ἐκπόνησε ἀναφερόταν στό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται μέ τήν συνοδικότητά της, γιά παράδειγμα στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ διατριβή ἔγινε στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν τό 1965. Ἦταν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Βλατάδων στήν Θεσσαλονίκη, Πρόεδρος τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἰνστιτούτου Πατερικῶν Μελετῶν στήν Μονή Βλατάδων καί ἀπό τό 1969 ἦταν Ὑφηγητής στήν ἕδρα τῆς συστηματικῆς θεολογίας στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἀργότερα, καί συγκεκριμένα τό 1975, τρία χρόνια μετά τήν συζήτηση πού δημοσιεύεται στόν τόμο αὐτόν, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας.
Ὁ Γεώργιος Γαλίτης γεννήθηκε στόν Βόλο, μετά τήν ἀποφοίτησή του ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν παρακολούθησε μαθήματα καί στήν Φιλοσοφική Σχολή Ἀθηνῶν, μεταπτυχιακές σπουδές στά Πανεπιστήμια τοῦ Μάρμπουργκ, τῆς Βόννης καί τοῦ Μάιντς, ἀναγορεύθηκε διδάκτορας στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τό 1959, διετέλεσε Ὑφηγητής καί ἐντεταλμένος Ὑφηγητής στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καί τό 1969 ἐξελέγη τακτικός Καθηγητής τῆς ἕδρας τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γεννήθηκε τό 1927 στόν Πειραιᾶ ἀπό πρόσφυγες Καππαδόκες γονεῖς, καί ἀμέσως μετανάστευσε στήν Ἀμερική στίς 15 Μαΐου 1927 καί μεγάλωσε στήν Νέα Ὑόρκη, στό Μανχάταν. Ἀπό μαθητής στό Γυμνάσιο εἰσήχθηκε στήν θεολογική σκέψη τοῦ σχολαστικοῦ θεολόγου Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ἀποφοίτησε ἀπό τό Ἑλληνικό Κολλέγιο Μπρούκλαϊν (Brookline) Μασσαχουσέτης, τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, σπούδασε τήν βιβλική θεολογία στό Πανεπιστήμιο Γέιλ (Yale) καί στό Κολούμπια, καί ὅταν γνώρισε τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ σπούδασε γιά ἕνα ἑξάμηνο στό Ρωσικό Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου Νέας Ὑόρκης, καθώς ἐπίσης καί στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι καί στό Μόναχο τῆς Γερμανίας. Ὑπέβαλε τήν διατριβή του τό 1957 γιά «τό Προπατορικό ἁμάρτημα» πού συνετέλεσε, μέ τήν μεγάλη συζήτηση πού ἔγινε μεταξύ τῶν Καθηγητῶν, στήν στροφή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς σχολαστικῆς Θεολογίας στήν πατερική ὀρθόδοξη θεολογία. Συνέχισε τίς μεταδιδακτορικές του σπουδές στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Χάρβαρντ, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ μέντορά του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Δίδαξε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1958 καί 1965 Δογματική στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης μαζί μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ὑπῆρξε βαθύς γνώστης τῆς θεολογίας τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλά καί τῶν συγχρόνων ἡσυχαστῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐξελέγη τακτικός Καθηγητής στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τόν Ἰούνιο τοῦ 1968, ἀλλά, ἐπειδή εἶχε κατηγορηθῆ ὡς κομμουνιστής, διορίσθηκε τό 1970.
Στόν διάλογο αὐτόν συμμετεῖχαν ὕστερα ἀπό πρόταση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τρεῖς Δογματολόγοι τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν, ἤτοι τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς Θεσσαλονίκης. Πρόκειται γιά τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα, ὁ ὁποῖος τήν ἐποχή ἐκείνη (1972) ἦταν Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν• τόν Ἰωάννη Καλογήρου πού ἦταν Καθηγητής τῆς Ἱστορίας Δογμάτων καί τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως• καί γιά τόν Ἰωάννη Καρμίρη πού ἦταν τακτικός Καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων καί τῆς Συμβολικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καί τήν ἐποχή ἐκείνη (1972) ἦταν Ὁμότιμος Καθηγητής, ἐνῶ τό 1974 ἐξελέγη τακτικό μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καί τό 1981 Πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.
Ἀπό τά βιογραφικά αὐτά φαίνεται καθαρά ὅτι στόν διάλογο αὐτόν πού ἔγινε τό 1972 στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἐκφράσθηκαν τά θεολογικά ρεύματα πού ἐπικρατοῦσαν τότε στήν Ἑλλάδα, γι’ αὐτό καί αὐτός ὁ θεολογικός διάλογος εἶναι πολύ σημαντικός.
Τρίτον. Καί ὁ πιό ἀντικειμενικός ἀναγνώστης διαπιστώνει ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε δογματική ἐπάρκεια στό νά συζητᾶ τέτοια σοβαρά θέματα. Ἦταν κάτοχος τῶν θεμάτων καί τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί δέν μποροῦσε νά ἀνεχθῆ παραχαράξεις στά δογματικά ζητήματα, ἀλλά γνώριζε ἐπαρκέστατα καί τήν νοοτροπία τῶν Ἀγγλικανῶν. Ὁ ἴδιος εἶχε σπουδάσει στήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία καί ἦταν ὁ κατάλληλος νά ἀντιμετωπίση τούς Ἀγγλικανούς. Τό μειονέκτημα, ὅμως, τῆς ὑποθέσεως ἦταν ὅτι, ἐπειδή εἶχε μεγαλώσει καί ἀνδρωθῆ στήν Ἀμερική, δέν γνώριζε ἐπαρκῶς τήν ἑλληνική πραγματικότητα, γι’ αὐτό καί ἐνεργοῦσε μέ τρόπο πού προκαλοῦσε τούς Ἕλληνες θεολόγους. Πάντως, ἀπό τόν διάλογο φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διέθετε ἰσχυρή προσωπικότητα καί δογματική ἐπάρκεια. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού δέν μποροῦσε νά ὑποχωρήση καί νά ἀνεχθῆ συμβιβασμούς στήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅπως ὁ ἴδιος τήν γνώρισε.
Μελετώντας κανείς ὅλα τά κείμενα τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Δογματολόγων Καθηγητῶν μπορεῖ νά καταλήξη στό συμπέρασμα ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶναι ἕνας ἀκραιφνής ὀρθόδοξος θεολόγος –καίτοι τότε βρισκόταν στήν ἡλικία τῶν 45 ἐτῶν– ἔχει θεολογικό χάρισμα καί δέν εἶναι ἕνας ἐπιστήμονας θεολόγος πού χρησιμοποιεῖ φύρδην-μίγδην ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία. Ἐπίσης, παρατηρεῖ ὅτι ὑπερέβαινε κατά πολύ τήν ἐποχή του.
Τέταρτον. Ἀπέναντι στήν ἀρίστη ὀρθόδοξη θεολογική γνώση καί τήν γνώση τῆς ἀγγλικῆς γλώσσης πού εἶχε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, δυστυχῶς, ὀρθώθηκαν ἄλλες θεολογικές παραδόσεις. Κάτω ἀπό τήν ὅλη συζήτηση μπορεῖ κανείς νά διακρίνη μιά ἀδυναμία ἀπό μερικούς κατανόησης τῆς πατερικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί μιά ἔκφραση προσωπικῶν διαφορῶν.
Ὅσοι παρακολουθοῦσαν τά θεολογικά πράγματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γνώριζαν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐξελέγη τακτικός Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἐνῶ ὑφηγητής στήν ἕδρα ἦταν ὁ Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως Στυλιανός. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δέν εἶχε δώσει τήν συγκατάθεση νά διδάξη στούς φοιτητές. Φαίνεται ὅτι αὐτή ἡ προσωπική πικρία ἐκδηλώθηκε στίς συζητήσεις στήν Γενεύη, ἐκτός ἀπό ἄλλες αἰτίες.
Πέμπτον. Θεωρῶ ὅτι ἡ θεολογική αὐτή συζήτηση καί ἡ ἀντίδραση ἦταν συνέχεια τῆς συζητήσεως πού ἔγινε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τό 1957, ὅταν ὑποβλήθηκε ἡ διατριβή τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη σχετικά μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἔτσι καί οἱ δύο αὐτές συζητήσεις ἔχουν σχέση μέ τόν ἐπηρεασμό τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας ἀπό τήν δυτική θεολογία, ἤτοι τόν παπικό σχολαστικισμό καί τόν προτεσταντικό ἠθικισμό, δηλαδή τόν θεολογικό οὑμανισμό. Πρόκειται, βεβαίως, γιά τήν ἐκκοσμίκευση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τό 1972 πού ἔγινε ἡ θεολογική αὐτή συζήτηση στήν Γενεύη ἦταν νέος Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης σέ ἡλικία 45 ἐτῶν, ὁπότε ὁ λόγος του καί ἡ θεολογία του προκαλοῦσαν. Ἀκόμη καί σήμερα προκαλεῖ ἡ θεολογία πού ἐξέφραζε, πού εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί εἶναι ἡ θεολογία τῶν μεγάλων Πατέρων καί τῶν νηπτικῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων. Καί μιά τέτοια θεολογία δημιουργεῖ ἀντιδράσεις, ὅπως τό βλέπουμε στήν ζωή τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί σέ συγχρόνους ἐκφραστές τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Ἕκτον. Θεωρῶ ὅτι ὅσα διατυπώνονται στό βιβλίο αὐτό ἀποτελοῦν κομβικό σημεῖο στήν θεολογική ἔκφραση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Μέχρι τό ἔτος 1972, πού διεξήχθηκε αὐτός ὁ διάλογος, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀσχολήθηκε μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά ζητήματα, πρό τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς καί μετά ἀπό αὐτήν. Σέ ὅλα αὐτά τά ἔργα του ἔχει μιά ἰδιαίτερη θεολογική ἔκφραση καί ὁρολογία.
Ἀπό τήν θεολογική συζήτηση πού ἔγινε στήν Γενεύη τό 1972, κατά τήν ὁποία ἀσχολήθηκε μέ τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν καταλλαγή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀρχίζει νά ὁμιλῆ ἀνοικτά γιά τούς φίλους τοῦ Θεοῦ, γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, γιά νά φθάση στό θέμα τῆς θεραπείας. Ἀντιλαμβάνεται πλέον ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευση στήν ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἀφορᾶ μόνον τό lex credendi (πίστη-δόγμα), ἀλλά καί τό lex orandi (προσευχή-λατρεία) καί τό lex vivendi (ἡσυχαστική ζωή).
Ἔτσι, τό βιβλίο αὐτό δείχνει τήν νέα ἀφετηρία τῆς σκέψης τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη πού ἐκφράσθηκε καθαρά τό 1976 στήν εἰσήγησή του «Κριτικός ἔλεγχος τῶν ἐφαρμογῶν τῆς θεολογίας», στό Συνέδριο τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στήν Ἀθήνα, καί ἀκόμη καθαρότερα στήν εἰσήγησή του «Ἰησοῦς Χριστός ἡ ζωή τοῦ κόσμου», πού ἔκανε στό Ὀρθόδοξο Συμβούλιο στήν Δαμασκό τόν Φεβρουάριο τοῦ 1982, κατά τήν διάρκεια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν. Στά τελευταῖα αὐτά κείμενα ἀναπτύσσει ἀκόμη περισσότερο τά ὅσα ἐθίγησαν τό 1972 στήν Γενεύη.
Ὁπότε, τό διάστημα 1972-1982 διαμορφώνονται γραπτῶς οἱ ἡσυχαστικές-θεραπευτικές θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μέ ἀφετηρία τήν Διορθόδοξη θεολογική συζήτηση στήν Γενεύη τό 1972. Γι’ αὐτό θεωρῶ τό παρόν βιβλίο ὡς ἐμβληματικό καί ἀφετηριακό.
Ἕβδομο. Ὅλο αὐτό τό ὑλικό τό δημοσιεύω κατά χρονολογική σειρά, δηλαδή κατά τόν χρόνο πού ἀπαρτίσθηκαν τά κείμενα. Δηλαδή, δημοσιεύω πρῶτα τίς εἰσηγήσεις, ὕστερα τόν διάλογο στήν Διορθόδοξη Ἐπιτροπή, τίς γνωμοδοτήσεις τριῶν Δογματολόγων Καθηγητῶν, τό κείμενο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί στό Ἐπίμετρον παρατίθενται στοιχεῖα γιά τήν συνέχιση τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας καί Ἀγγλικανῶν.
Διαβάζοντας κανείς ὅλο αὐτό τό ὑλικό, ἐκτός ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, καταλαβαίνει τούς ἀγῶνες πού ἔκανε ὁ ὁμολογητής τῆς πίστεως π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ ὁποῖος ἦταν ὥριμος δογματικός θεολόγος, ἀλλά ἀντιλαμβάνεται καί γιατί δέν μπόρεσε νά γράψη ὅλους τούς Τόμους Δογματικῆς πού εἶχε προαναγγείλει. Συμμετέχοντας σέ πολλούς θεολογικούς διαλόγους καί ἔχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σέ αὐτούς, κουράσθηκε πολύ καί κατανάλωσε ἀρκετό χρόνο στήν ἀντιμετώπιση τῶν σοβαρῶν αὐτῶν θεμάτων.
Ἐπίσης, καταλαβαίνει κανείς ὅτι, ἐνῶ ἦταν ἡσυχαστής θεολόγος, ὅπως φαίνεται στόν προφορικό του λόγο, πού διατυπώθηκε στήν Ἐμπειρική Δογματική , ἐν τούτοις ἦταν ὑποχρεωμένος νά συζητᾶ τά θέματα αὐτά μέ ἄλλους Ὀρθοδόξους Καθηγητές καί ἑτεροδόξους, ὁπότε ἔκανε ἀντιπάλους καί ἐχθρούς, πράγμα πού τοῦ δημιουργοῦσε πολλές δυσκολίες. Αὐτό μερικές φορές τόν ἔκανε ἐπιθετικό. Ἔφθασε μάλιστα στό τέλος τῆς ζωῆς του νά ἀποσυρθῆ ἀπό ὅλες τίς θεολογικές συζητήσεις καί ἦταν, σέ ἕναν βαθμό, ἀπογοητευμένος θεολογικά. Πάντως, οἱ κριτικές παρατηρήσεις του μέ τίτλο: «Ἐπιζήμιοι Προετοιμασίαι Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀγγλικανῶν», πού δημοσιεύεται στό Δ´ μέρος τοῦ βιβλίου δείχνει ὅτι εἶχε προβλέψει τό ἀτελέσφορο τοῦ διαλόγου αὐτοῦ.
Ἡ δημοσίευση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου τό ὁποῖο ἐπιμελήθηκα μέ ἰδιαίτερη χαρά καί ἔγραψα τίς εἰσαγωγές σέ κάθε ἑνότητα καί τό Ἐπίμετρον εἶναι ἕνα μνημόσυνο στήν μεγάλη αὐτήν θεολογική μορφή, πού ἔπαιξε καθοριστικό ρόλο στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί βοήθησε στήν ἐπανεύρεση τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας μας, πράγμα πού εἶχε συνέπειες σέ αὐτόν τόν ἴδιο. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ὄντως ἕνας μεγάλος πρωταγωνιστής στήν ἐποχή του, ἀλλά καί πολυπαθής, ἀφοῦ δοκίμασε πολλούς πειρασμούς στήν ζωή του, ἴσως λόγῳ τῆς πατερικῆς θεολογίας του. Ἡ μνήμη του νά εἶναι αἰωνία.
Ἔγραφα στό Μητροπολιτικό Οἴκημα τῆς Ναυπάκτου,
στίς 14 Σεπτεμβρίου 2024,
ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
Περιεχόμενα
Γενική εἰσαγωγή
Α΄ Εἰσηγήσεις
Εἰσαγωγικά
- Σεβ. Μητροπολίτου Μιλητουπόλεως κ. Στυλιανοῦ: Τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς ἑρμηνεύς τοῦ Εὐαγγελίου καί Ζωοδότης τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας
- Α. Ὁ ρόλος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἑρμηνέως τοῦ Εὐαγγελίου
- Β. Τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς ζωοδότης τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας
- Πρωτοπρεσβύτερου π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδη: Τό Λυτρωτικόν Ἔργον τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Σταυρῷ καί τῇ Ἀναστάσει
- Σεβ. Μητροπολίτου Βρυξελλῶν καί Βελγίου κ. Βασιλείου: Τό σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Σταυρῷ
καί τῇ Ἀναστάσει
Β΄ Πρακτικά
- Σύντομη περιγραφή τῶν Πρακτικῶν
- Ἰδιόχειρες Σημειώσεις π. Ἰωάννου Ρωμανίδη
Γ΄ Ἐκθέσεις τριῶν Δογματολόγων Καθηγητῶν
Εἰσαγωγικά
- Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας
- Α´ Προεισαγωγικά
- Β´ Τά προκαλέσαντα τήν παροῦσαν κρίσιν γεγονότα
- α) Ἡ ἐν Σαμπεζύ Σύσκεψις τῆς 1-7 Ὀκτωβρίου 1970
- Γ΄ Ἐπί τῶν πρακτικῶν τῆς ἐν Ἐλσίνκι συναντήσεως
- α) Ἐπί τοῦ πρώτου σεπτοῦ Συνοδικοῦ ἐρωτήματος
- β) Γενικαί Κρίσεις ἐπί τῶν Εἰσηγήσεων
- Δ΄ Τά ἐν τῇ διασκέψει Σαμπεζύ ἔτους 1972
- Καθηγητής Ἰωάννης Ὀρ. Καλογήρου
- Καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης
Δ΄ Γενικές παρατηρήσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη
Εἰσαγωγικά
Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου: Ἐπιζήμιοι Προετοιμασίαι Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀγγλικανῶν
- Α Ἱστορικά τινα
- Β Ἡ Ἀρνησικυρία τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδου κατά τῶν ἀποφάσεων τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς
- Γ Τά περί τῆς Εἰσηγήσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βρυξελλῶν Βασιλείου Κρίβοσεϊν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας
- Δ Ἡ Εἰσήγησις τοῦ Μητροπολίτου Μιλητουπόλεως Στυλιανοῦ
- Ε Ἡ Εἰσήγησις τοῦ π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου
- 1) Αἱ παρατηρήσεις τοῦ Μιλητουπόλεως Στυλιανοῦ
- 2) Αἱ παρατηρήσεις τοῦ Βρυξελλῶν Βασιλείου Κρίβοσεϊν καί τινες τοῦ κ. Γαλίτη
- α) κ. Γ. Γαλίτης
- β) Βρυξελλῶν
- γ) κ. Γ. Γαλίτης
- 3) Αἱ παρατηρήσεις τοῦ κ. Γαλίτη εἰδικώτερον
- Τά πρακτικά
- 4) Αἱ παρατηρήσεις τῶν ὑπολοίπων μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς
- ΣΤ΄ Ἡ Θεολογική Κατάστασις καί Προετοιμασία τῆς Ἐπιτροπῆς καί Ἡ μετά τῶν Ἀγγλικανῶν Σύσκεψις 12-14 Σεπτεμβρίου 1972
Γενικόν Συμπέρασμα
Ἐπιλεγόμενα
Ἐπίμετρον
Ἡ συνέχεια τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Ἀγγλικανούς
Μικρή σύνοψη
Σύντομος σχολιασμός