Οἱ ἐπίσημες προσπάθειες γιὰ τὴν εἰρηνικὴ διευθέτηση τῶν προβλημάτων τῆς πρώην Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου
24 Ἰανουαρίου 2013
Οἱ διενέξεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μὲ τοὺς Μητροπολῖτες ἀνάγονται ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της, ἤτοι ἀπὸ τὸ 1980, καὶ ὑπῆρχαν πάντοτε προβλήματα μὲ τοὺς Μητροπολῖτες Δαμασκηνό, Ἀλέξανδρο, Νικόδημο καὶ τὸν νῦν Μητροπολίτη Ἱερόθεο.
Ὁ νῦν Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου μὲ τὴν ἐνθρόνισή του βρῆκε ἀνοικτὸ πρόβλημα διένεξης καὶ προσπάθησε νὰ τὸ ἐπιλύση. Ὅμως κάποια στιγμὴ τὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖο ὑπέβοσκε ἐκδηλώθηκε. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ ἡ ὁποία ἐπιλήφθηκε τοῦ θέματος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, προσπάθησε μὲ διάφορες Συνοδικὲς Ἐπιτροπὲς νὰ τὸ ἐπιλύση.
Στὴν συνέχεια θὰ γίνη ἀναφορὰ στὶς προσπάθειες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ θέματος καὶ στὴν ἄρνηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς νὰ προβῇ στὶς κατάλληλες ἐνέργειες γιὰ νὰ ἐπανέλθη στὴν κανονικὴ καὶ νόμιμη πορεία.
Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ γίνεται κατὰ χρονολογικὴ σειρά.
1. Προσπάθεια τοῦ ἀειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη (Μάρτιος 1998)
Ὁ διαπρεπὴς καὶ λόγιος Ναυπάκτιος Ἁγιορείτης Μοναχὸς ἀείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης ἀπὸ πολὺ νωρὶς διέβλεψε τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα θὰ ἀναφυούν, μὲ ἀφορμὴ κάποια κοινωνικὰ γεγονότα στὴν Ναύπακτο, τὸν Μάρτιο τοῦ 1998, κατὰ τὰ ὁποῖα ἡ Ἱερὰ Μονὴ διεχώρισε τὴν θέση της ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη καὶ ἐμφανίσθηκε ὡς μιὰ δεύτερη θρησκευτικὴ ἀρχὴ στὴν πόλη. Ὁ Γέροντας Θεόκλητος, ποὺ λίγους μῆνες πρὶν εἶχε ἐπισκεφθῇ την Ναύπακτο, ἀπέστειλε στὴν Μονὴ γράμμα δηλώνοντας ὅτι εἶναι στὴν διάθεση τοῦ Ἡγουμένου νὰ ἔλθη στὴν Ναύπακτο γιὰ νὰ βοηθήση στὸ νὰ μὴν ἐπεκταθῇ μιὰ νέα σύγκρουση μεταξὺ Μονῆς καὶ Μητροπόλεως, ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς προηγουμένους Μητροπολῖτες. Τὸ γράμμα ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Σεβαστὲ καὶ ἀγαπητέ μου ἅγιε Καθηγούμενε κ. Σπυρίδων.
Προσφάτως περιῆλθαν εἰς γνῶσιν μου οἱ τρεῖς ἐπιστολές: Τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου, ἡ ἰδική σας καὶ τοῦ «συνδικάτου... ». Τὶς ἀνέγνωσα μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀγάπην μου πρὸς τὴν πανοσιολογιότητά Σας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξ ἴσου ἀγάπην μου πρὸς τὸν Ἀρχιερέα τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς τοὺς ἐπιγείους συμπολίτας μου Ἐπαχτίτες, πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ σᾶς γράψω τὶς σκέψεις μου, ὄχι ὡς ὑποκειμενικὲς κρίσεις, ἀλλὰ ὡς προσπάθεια ἑρμηνείας τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους, ποὺ περιλαμβάνεται καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς:
Προκύπτει ὅτι ὑπάρχουν δύο Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες Ἐκκλησιαστικές. Ὁπότε ἡ σύγκρουση εἶναι ἀναπόφευκτη σὲ κάθε περίπτωση καί, φυσικά, ὁ σκανδαλισμὸς τῶν χριστιανῶν πολύς, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν πραγμάτων. Ἐκτὸς αὐτοῦ. Τὰ Μοναστήρια εἶναι αὐτόνομα καὶ λειτουργοῦν ἀνεξαρτήτως τῆς ποιμαινούσης Ἐκκλησίας; Τὸ πρόβλημα λύουν οἱ 7 Ἱεροὶ Κανόνες τῆς ΑΒ Συνόδου.
Ὅσον καὶ ἂν ἀναγνωρίζει κανεὶς τὴν εὐαισθησίαν τῶν μοναχικῶν συνειδήσεων σὲ θέματα πίστεως, ὅμως ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει εἶναι τὰ ὅρια δικαιοδοσίας των καὶ ἡ ἐπιλογὴ τρόπων ἀντιδράσεως. Καὶ ὡς πρὸς τὸ πρῶτον, ἁμαρτάνομεν μὲ τὴν παράκαμψη τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, προαρπάζοντες τὴν συνετὴν ἀντιμετώπισή του καὶ ἐμφανιζόμενοι ὡς ὑπερεξουσία καὶ ὡς συνεξουσία. Ὡς δὲ πρὸς τὸ δεύτερον, ἐμφανίζομεν στοιχεῖα ἀκραίου ψυχικοῦ φανατισμοῦ...
Σεβαστέ μου Γέροντα, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς κουράσω. Ἐλπίζω στὴν σύνεσή σας νὰ ἀντιληφθῆτε ὅτι, αἱ διατυπωθεῖσαι ἀπόψεις σας στὴν ἐν λόγῳ ἐπιστολήν σας, ἄγουν ἀναποδράστως σὲ ἀντιπαραθέσεις μετὰ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ψυγωμένης τῆς πολυτίμου ἀγάπης, ἄνευ τῆς ὁποίας μεταβαλλόμεθα σὲ κύμβαλα ἀλαλάζοντα, καὶ σκανδαλιζομένων τῶν χριστιανῶν. Δι' ὃ καὶ σᾶς ἱκετεύω, ὡς γέρων ταπεινὸς μοναχός, ὅπως ἀναθεωρήσετε τὴν στάση τῆς ἱερᾶς Μονῆς σας ἔναντι τῶν ἑκάστοτε Ἐπισκόπων τοῦ Τόπου, ἐπειδὴ ἐμφανιζόμενη ὡς διοικητικὴ καὶ πνευματικὴ Ἀρχή, ἐγκυμονεῖ ἀπροσδοκήτους περιπετείας, διασυρομένου καὶ τοῦ σεμνοῦ τάγματος τοῦ Μοναχισμοῦ...
Ἅγιε Γέροντα, ἡ Ναύπακτος εἶναι πολὺ μικρὴ γιὰ νὰ κρύψει τὶς ψυχοφθόρες τριβὲς μεταξὺ τοῦ Μητροπολίτου καὶ τῶν μοναχῶν τοῦ μοναδικοῦ ἐν αὐτῇ μοναστηρίου. Δι' ὃ καὶ σᾶς ἱκετεύω νὰ φροντίσετε ὥστε νὰ ἀρθοῦν τὰ αἴτια τῶν τριβῶν αὐτῶν, ποὺ βλάπτουν ὅλους καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς καλοὺς ὑποτακτικούς σας. Δόξα τὼ Θεῶ ὁ νέος Μητροπολίτης τῆς Ἐπαρχίας σας ἔχει δώσει πολλὰ τεκμήρια τῆς Ὀρθοδοξίας του καὶ τοῦ ἀναλόγου ἤθους, ὥστε νὰ μὴ δικαιολογεῖται καμμία πρόφαση ἐναντιότητος. Θὰ σᾶς συνιστοῦσα νὰ ἐπαναμελετήσετε μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης καὶ χριστιανικῆς ἀγάπης τὸ περιεχόμενον τῶν τριῶν ἐπιστολῶν καὶ ἐλπίζω νὰ ἀνακαλύψετε κάποιες ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις καὶ ἐπιλογές σας.
Θὰ εὑρίσκομαι στὴν Ἀθήνα 4-5 ἡμέρες ἀκόμη καὶ εἶμαι πρόθυμος νὰ βοηθήσω, σὺν Θεῶ στὴν ἐξομάλυνση τοῦ προβλήματος, ποὺ ἄνευ λόγου προέκυψεν.
Μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καὶ πολλῆς τιμῆς
Ὁ φίλος σας Θεόκλητος Μοναχὸς Διονυσιάτης».
Ὁ π. Σπυρίδων οὐδέποτε ἀπάντησε στὸν ἀείμνηστο Γέροντα, ὁ ὁποῖος, ὅπως προαναφέρθηκε, λίγους μῆνες πρωτύτερα, κατὰ τὴν ὀλιγοήμερη παραμονή του στὴν πατρίδα του την Ναύπακτο, εἶχε ἐπισκεφθῇ τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ εἶχε μιλήσει σὲ σύναξη «φίλων» της.
2. Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν Ζητημάτων (Ὄκτ. 1998)
Ἡ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν Ζητημάτων μελέτησε πρώτη τὸ θέμα, μετὰ ἀπὸ γνωμοδοτήσεις ποὺ ἔλαβε ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἀπὸ καθηγητὲς Πανεπιστημίου –γιὰ νὰ καθιερώση τὴν νέα πολιτειοκρατικὴ ἀντίληψη ποὺ ἔχει γιὰ τὸν μοναχισμό, δηλαδὴ τὴν οὐσιαστικὴ αὐτονόμηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο– καὶ τὴν ἐκ τούτου ἀναφορὰ τοῦ Μητροπολίτου πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, καὶ ἐξέδωσε τὴν ἀκόλουθη ἀπόφαση (2442/16-10-1998) τὴν ὁποία ἀπεδέχθη ἡ Ἱερὰ Σύνοδος:
«Πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ' ἀριθμ. 2442/3720/1281/7-9-1998 Συνοδικοῦ ἐγγράφου πρὸς τὴν καθ' ἡμᾶς Ἐπιτροπὴν Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν Ζητημάτων, διαβιβαστικοῦ πρὸς ἡμᾶς των ὑπ' ἀριθμ. 335/9-6-1998, 451/10-8-1998 καὶ 522/10-9-1998 ἐγγράφων τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου κ. Ἱεροθέου καὶ τῶν ἐπισυναπτομένων εἰς ταῦτα, διὰ τῶν ὁποίων αἰτεῖται ἀπόφασις τῆς ἡμετέρας Ἐπιτροπῆς ἐπὶ ζητημάτων λειτουργίας, διοικήσεως καὶ διαχειρίσεως Ἱερῶν Μονῶν (συγκεκριμένως δὲ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος - Ναυπάκτου) ἀναφέρομεν ὅτι διεξελθοῦσα ἡ Ἐπιτροπὴ τὸν φάκελλον τῆς ὑποθέσεως παρατηρεῖ τα κάτωθι: ἀπὸ τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἔχει ἀποφασισθῇ ἡ πλήρης ὑπαγωγὴ τῆς Μοναχικῆς Τάξεως ὑπὸ τὴν Κανονικὴν ρύθμισιν τῶν κατ' αὐτήν, τόσον τοῦ δικαιώματος τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Μοναχικοῦ βίου, ὅσον καὶ τοῦ τρόπου τῆς προσκτήσεως τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος καὶ τῆς ἀσκήσεως τοῦ μοναχικοῦ βίου, ὑπὸ τὴν Ἐπισκοπικὴν πάντοτε ἐξουσίαν ὑπαγομένης τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητος. (Κἄν. Γ', Δ', Ζ', Ἡ', ΙΣΤ', ΙΗ' τῆς Χαλκηδόνος) πρβλ. Παν. Παναγιωτάκου. Ἡ ἐν Χαλκηδόνι Δ' Ὄικουμ. Σύνοδος, ἐν Α.Ε.Κ.Δ. Τ. ΣΤ', 1951, σελ. 187 ἐπ.
Παραλλήλως δὲ καὶ διὰ τῶν ὁριζομένων ὑπὸ τῶν ἄρθρων 3 παρ. 1 καὶ 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος 1975/1986, (τὰ ὁποῖα ἐναρμονίζονται πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας), εἰς τὰς Κανονικὰς δικαιοδοσίας τοῦ Ἐπισκόπου ἀνήκει ἡ ἐποπτεία ἐπὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου καθόλου (βλ. ἄρθρον 39 παρ. 6 τοῦ Ν. 590/1977 "Περὶ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος". Τὴν ἀνωτέρω Κανονικὴν δικαιοδοσίαν τῶν Ἐπισκόπων δὲν δύναται νὰ φαλκιδεύση ὁ κοινὸς νομοθέτης χωρὶς νὰ παραβιάση τὸ Σύνταγμα. Ὁ Ἐπισκοποκεντρικὸς χαρακτὴρ τῆς Ὀρθοδόξου κατ' Ἀνατολὰς Ἐκκλησίας ἀνάγεται εἰς τὸ δόγμα καὶ κατοχυροῦται διὰ τοῦ Συντάγματος.
Ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἀνωτέρω πληθύνεται συνεχῶς ἡ παραγνώρισις τῶν Ἐπισκόπων, εἰς τὰς Μητροπόλεις τῶν ὁποίων λειτουργοῦν αὐθαιρετοῦντὰ τινα Μοναστήρια, κατὰ παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Οὕτως παραβιάζεται ἡ κανονικὴ διάταξις, καθ' ἥν: "Τοὺς καθ' ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τὼ Ἐπισκόπω, καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ προσέχειν μόνη τὴ νηστεία, καὶ τὴ προσευχὴ ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες, μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεὶν πράγμασιν, ἢ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντες τὰ ἴδια μοναστήρια" καὶ "Τὸν Ἐπίσκοπον ἐξουσίαν ἔχειν τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων... ὥστε κατὰ τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν πάντα διακεῖσθαι... μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πάσης εὐλαβείας" (Κανόνες Δ' τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ' Ὄικουμ. Συνόδου καὶ ΜΑ' τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, Ράλλη - Ποτλῆ. Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων, Τόμος Β' σελ. 57 καὶ 225 ἀπ.).
Συγκεκριμένως εἰς τὴν κρινομένην ὑπόθεσιν, ὁ Ἡγούμενος καὶ ἡ μοναστικὴ ἀδελφότης τῆς διαληφθείσης Ἱερᾶς Μονῆς, καταγγέλλονται ὑπὸ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ὡς ἀθετοῦντες τὴν Κανονικὴν αὐτοῦ ἁρμοδιότητα καὶ ἐξουσίαν, καὶ ἐνεργοῦντες αὐτοδικαίως (ἀκριβέστερον εἰπεῖν αὐθαιρέτως) εἰς πλείστας περιπτώσεις. Τὰ ἔγγραφα τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου ἀναφέρονται ἐνδεικτικῶς εἰς δέκα (10) τοιαύτας περιπτώσεις καταφρονήσεως τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, ἐκ τῶν ὁποίων προκύπτει τάσις καὶ διάθεσις χειραφετήσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἀποστασιοποιήσεως ἐκ τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου (βλ. ἔγγραφον αὐτοῦ ὑπ' ἀριθμ. 335/9-6-1998). Αἱ τάσεις αὗται δὲν εὐνοοῦνται ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ἡ δὲ ἐπίκλησις παρερμηνευομένων νομικῶν διατάξεων, πρὸς στήριξιν τῶν ἐν λόγῳ αὐτοβούλων ἐνεργειῶν τῶν διοικούντων την εἰρημένην Ἱερὰν Μονήν, ἐλέγχεται ἀβάσιμος, καθ' ὅσον καὶ εἰς περιπτώσεις διαφοροποιήσεως τυχὸν τῶν νόμων ἔναντι τῶν Ἱερῶν Κανόνων, κατισχύουσιν καὶ συνταγματικῶς οἱ Ἱεροὶ Κανόνες.
Κατὰ ταῦτα, ἡ Ἐπιτροπὴ ἡμῶν ἀποφαίνεται ὅτι αἱ ἁρμοδιότητες τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου τυγχάνουσιν ἀδιαμφισβητήτως ἰσχυραὶ κατὰ πάντα. Ἐνέργειαι δὲ τῆς μοναστικῆς Ἀδελφότητος γενόμεναι ἐν ἀγνοίᾳ, καὶ ἔτι μᾶλλον ἐπὶ ἀγνοήσει, τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, εἶναι κανονικῶς ἀθεμελίωτοι καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτοι καὶ κατακριτέαι.
Ὅθεν ἀπόκειται εἰς τὸν οἰκεῖον Μητροπολίτην, ὅπως παραγγείλη τοὶς παραβάταις πλήρη συμμόρφωσιν πρὸς τὰς ἐντολὰς καὶ ἀποφάσεις αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ὑπὸ κρίσιν ζητημάτων ἐν παρακοῇ δὲ τῶν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀνακαλέση τούτους εἰς τὴν κανονικὴν τάξιν καὶ ἀσκήση κατ' αὐτῶν την κατὰ νόμον πειθαρχικὴν ἐξουσίαν.
Πρὸς δὲ τούτοις, ἡ Ἐπιτροπὴ ἡμῶν εὐλαβῶς εἰσηγεῖται τὴ Ἱερὰ Συνόδω, ὅπως δι' ἐγκυκλίου Αὐτῆς πρὸς ἀποφυγὴν παρομοίων περιστατικῶν ἐν τὼ μέλλοντι, γνωρίση εἰς τὰς Ἱερὰς Μητροπόλεις, καὶ δι' αὐτῶν εἰς τὰ ἁρμόδια Ἠγουμενοσυμβούλια τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τὴν κανονικὴν ταύτην, διὰ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ἔγκρισιν τῶν πράξεων καὶ τῶν ἐκτελουμένων ἐκκλησιαστικῶν ἔργων, ὡς καὶ πᾶσα ἄλλην δραστηριότητα τῶν ἀποφασιζομένων ὑπό των Ἠγουμενοσυμβουλίων.
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός
Ὁ Πρόεδρος
+Ὁ ΠΑΤΡΩΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ».
Ἡ ὡς ἄνω ἀπόφαση τῆς Συνοδικῆς αὐτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο μὲ δική της ἀπόφαση καὶ ἐστάλη στὸν Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος καὶ τὴν διεβίβασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ πρὸς γνώση καὶ ἐφαρμογή.
Ἐπίσης,η Ἱερὰ Σύνοδος ἀπέστειλε Παραινετικὴ Ἐγκύκλιο πρὸς τοὺς Μοναχοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
3. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐκδίδει εἰδικὴ Παραινετικὴ Ἐγκύκλιος (Δεκέμβριος 1998)
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, μὲ τὴν ἴδια ἀφορμὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως, ἐξέδωσε εἰδικὴ παραινετικὴ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιο (2670/5337/16-12-1998), ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Πρὸς τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Καθηγουμένους καὶ Ὀσιωτάτας Καθηγουμένας καὶ τὰς Συνοδείας αὐτῶν, τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ὀσιώτατοι Πατέρες καὶ Ὀσιώταται Μητέρες, τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ λίαν προσφιλῆ καὶ περισπούδαστα, «χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν» (Τίτ. 1,4).
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ἱερὰν ἐγκαύχησιν χαιρετίζει ὑμᾶς «ἀξιοπόθητοι εἰς τὸν Θεὸν μονάζοντες» (Σεραπίωνος Θμούεως, Πρὸς Μονάζοντας, PG. 40,933), διότι «ἡ μοναχικὴ πολιτεία εἶναι καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» (Ἰσαάκ του Σύρου, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, ἔκδ. Θεοτόκη, σελ. 43), ὡς ἀποτελοῦσα συνέχειαν τῆς μαρτυρικῆς στρατείας καὶ ὁμολογίας τῶν πρώτων αἰώνων, ἤτοι τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος διὰ τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως ἐν ὁλοψύχῳ διὰ Χριστὸν αὐταπαρνήσει. Ἀσπάζεται μὲ ἀγάπην ἐν Κυρίῳ πάντοτε τὴν ὁσιότητα ὑμῶν την ἀφιερωμένην εἰς τὴν ὁλοτελῆ ἀγάπησιν τοῦ Θεοῦ, καθὼς «ἐπιθυμεῖτε πάντοτε νὰ εἶσθε παραστάτες τοῦ Χριστοῦ» (Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικὴ προδιατύπωσις, PG. 31, 621). Καθ’ ὑπαγόρευσιν τοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡρισμένου ποιμαντορικοῦ της χρέους, γηθοσύνως ἐπικοινωνεῖ μεθ’ ὑμῶν καὶ προσαγορεύει την ὑπείκουσαν προθυμίαν της χριστονοίας ὑμῶν.
α) Οἱ πάντες πιστεύομεν καὶ ὁμολογοῦμεν, ὅτι ἡ Μήτηρ καὶ τροφὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία εὑρίσκεται εἰς ἀδιάσπαστον ἑνότητα μὲ τὸν Θεάνθρωπον Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, «δι’ Οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τη πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ἢ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». (Ρώμ. 5,2). Εἰς τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητα αὐτὴν θεμελιώνεται καὶ ἐποικοδομεῖται ἡ ἑνότης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ των «ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ», ὡς δώρημα τέλειον ἄνωθεν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄθλημα ἄριστον. Αὐτὴν τὴν ἑνότητα ὁ μὲν Κύριος ἀπήτησε ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς Τοῦ λέγων: «..καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». (Ἰωάν.13, 34-35) Καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καὶ φωτιστῇς ἡμῶν Παῦλος, στόμα Χριστοῦ, ἐκκλησιολογὼν διὰ τὴν ἑνότητα αὐτὴν εἰς τὴν Α` πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν του γράφει: «Ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους», (Α` Κόρ. 12,17) καὶ εἰς τὴν (κατ’ ἐξοχὴν ἐκκλησιολογικὴν ἐπιστολήν του) πρὸς Ἐφεσίους συμπληρώνει: «Ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, Ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ Οὗ πὰν τὸ σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον....τήν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (Ἔφεσ.4,15-16)
β) Ἡ μυστηριακὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ ἑνότης τῶν πιστῶν μὲ τὸν Κύριον καὶ μεταξύ των, συμφώνως πρὸς τὴν ἐκκλησιολογίαν τῶν Θεοφόρων Πατέρων, καθίσταται ἐνεργὸς καὶ ἀσφαλὴς διὰ μέσου τοῦ ὑψίστου ἐκκλησιαστικοῦ χαρίσματος τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἵσταται ἐν μέσῳ τῶν πιστῶν εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, κατὰ τὸν Θεοφόρον Ἰγνάτιον. Ὁ Ἐπίσκοπος, φορεὺς τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ διδασκαλίας, ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸν κέντρον τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ το μόνον ἀμετάθετον ἐκκλησιολογικὸν θεμέλιον τῆς ἑνότητος αὐτῆς. Τοιουτοτρόπως, κατὰ τὸν αὐτὸν Ἀποστολικὸν Πατέρα, «ἀσφαλὴς λειτουργία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία τελεῖται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον ἢ ὅποιον ἐκεῖνος ἐπιτρέψει νὰ τὴν τελέση» καὶ «ὅπου φανὴ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ νὰ προστρέχη καὶ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν, ὅπως ἀκριβῶς ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖ παρευρίσκεται ὅλη ἡ στρατιὰ τῶν οὐρανῶν». (Πρὸς Σμυρναίους,8). Περισσότερα περὶ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος θεολογεῖ ἐκκλησιολογικῶς ὁ ὄντως Θεοφόρος Ἰγνάτιος εἰς τὴν προμνησθεῖσαν Ἐπιστολήν του πρὸς τοὺς Σμυρναίους. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἀπροσωπόληπτος ἑνότης μὲ τὸν Ἐπίσκοπον δηλώνει τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Θεόν, ἐνῷ ἡ διάσπασις τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπον συνεπάγεται ἀναποφεύκτως τὴν ἄρνησιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀποκοπὴν ἀπ’ Αὐτῆς καὶ τὴν ἀπώλειαν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ὅπως «τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνη ἐν τῇ ἀμπέλῳ» (Ἰωάν.15,4), τοιουτοτρόπως καὶ κάθε πιστὸς ἀπολέσας τὴν μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου ἑνότητα, δὲν δύναται νὰ ὑφίσταται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε νὰ ἀπολαμβάνη τῆς σωζούσης Χάριτος, δεδομένου ὅτι ἡ σωτηρία δὲν ἀποτελεῖ κάποιαν ἀτομικὴν ἐξασφάλισιν ἁγιωσύνης, ἀλλὰ πλήρη μυστηριακὴν καὶ πνευματικὴν ἐνσωμάτωσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ χωρὶς τὸν Ἐπίσκοπον «Ἐκκλησία οὐ καλεῖται».
γ) Ἡ σωτήριος αὕτη διδασκαλία εἶναι εἰς τὴν ἐποχήν μας ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρος. Διότι, ἐξ αἰτίας τῆς περιρρεούσης ἀποστασίας, παρατηρεῖται ἄμβλυνσις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ ἐκκλησιολογικοῦ φρονήματος τῶν Χριστιανῶν, σύγχυσις διὰ τὰ πλέον σημαντικὰ τῆς ἀμωμήτου πίστεως καὶ χριστοζωής, σφαλερὰ ἀντίληψις, ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξη θεοσέβεια ἐντὸς εὐσεβῶν ὁμάδων παραλλήλως ἢ ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὀλεθρία χαλάρωσις τοῦ συνδέσμου πολλῶν Χριστιανῶν μὲ τὸ ἕν καὶ ἀδιαίρετον Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον προβάλλει ἀναπόδραστον καὶ κατεπεῖγον τὸ χρέος ἡμῶν διὰ τὴν κατήχησιν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πρὸς μετάνοιαν καὶ ἑδραίωσίν του εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν καὶ εἰς τὴν πιστότητα πρὸς τὸ θεοΐδρυτον καὶ θεόσωστον σύστημα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν συναίσθησιν τῆς τοιαύτης μεγίστης εὐθύνης ἡμῶν, προσβλέπομεν πρὸς τοὺς Κληρικοὺς συνεργάτας ἡμῶν εἰς τὴν διαποίμανσιν τῆς ἁγίας Ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὑμᾶς, τοὺς ἐνδυθέντας τὸ ἅγιον ἀγγελικὸν σχῆμα, οἱ ὁποῖοι ἐπιμελεῖσθε την ἔκκαυσιν τῆς πρὸς Χριστὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπης κατὰ τὴν θεοφιλῆ ἄσκησιν τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ γίγνεσθε φὼς τῶν ἐν τὼ κόσμῳ πιστῶν, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου του Σιναΐτου «Φὼς μὲν μοναχοῖς, ἄγγελοι. Φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων, μοναχικὴ πολιτεία». (Κλῖμαξ, 26,23.)
δ) Διὰ τοῦτο πατρικῶς παρακαλοῦμεν καὶ προτρεπόμεθα: Τηρήσατε ἀσάλευτον τὴν μετὰ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου ἑνότητα καὶ ὑπερμαχήσατε αὐτῆς, ἐν τὼ συνδέσμῳ τῆς διὰ Χριστὸν ὑιοπρεποὺς πρὸς αὐτὸν ἀγάπης, ἐμπιστοσύνης καὶ ὑπακοῆς, δεχόμενοι ἐν τὼ προσώπῳ αὐτοῦ τὸν διάδοχον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποσταλέντα εἰς ὑμᾶς, καὶ αὐτὸ διδάξατε εἰς τοὺς πρὸς ὑμᾶς προσερχομένους. Ὑμεῖς καλλίτερον παντὸς ἄλλου γνωρίζετε, ὅτι τὸ κύριον τοῦ Μοναχισμοῦ συστατικὸν εἶναι ἡ ὑπακοή, τὸ ἀντίδοτον τῆς ὀλεθροτόκου ἀνηκοΐας τῶν Πρωτοπλάστων καὶ σωτήριον μίμημα τῆς ἄκρας μέχρι θανάτου ὑπακοῆς τοῦ Δεσπότου ἡμῶν. Καὶ ἡ ἄσκησις τῆς ὑπακοῆς -εἰς τὰ ἐκτὸς τῶν μοναστικῶν καθηκόντων ὑμῶν- ἐποφείλεται πρωτίστως πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία "ναὸς Θεοῦ ἐστι καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ" ἐν αὐτῇ (Α' Κόρ. 3, 16). Τοιουτοτρόπως, καὶ εἰς τοῦτο τὸ κεφαλαιῶδες κήρυγμα τῆς ἐκκλησιολογίας διὰ τῶν ἔργων τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐπειθείας καὶ τῶν λόγων τῆς ἐκκλησιολογικῆς ὑπακοῆς καὶ τῶν ἐκτενῶν προσευχῶν ὑμῶν θὰ φωτίσητε τοὺς ἐν τὼ κόσμῳ ἀδελφοὺς ὑμῶν.
ε) Ὅλα αὐτὰ μὲ περίσσειαν πατρικῆς φροντίδος καὶ ποιμαντικῆς ἀγωνίας ἐκ συνοχῆς καρδίας γράφομεν πρὸς ὑμᾶς, ἐπειδὴ ἐπληροφορήθημεν ἀπὸ τοὺς ἐκασταχοῦ ἁγίους Ἱεράρχας διὰ περιπτώσεις μοναζόντων ἐκ τοῦ ἱεροῦ σας καταλόγου "ἀτάκτως περιπατούντων" (Β' Θέσ. 3, 6), παρὰ τὰ ὑπὸ τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς τε Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ὁριζόμενα. Αὐτοὶ πάσχουν βεβαίως κάποιο ἀνθρώπινον πάθος, ἀλλὰ ἀστοχοῦν ὡς πρὸς τὸν κατὰ Θεὸν σκοπὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. "'Ἐπαίρονται ὑπὲρ τοὺς ἑαυτῶν ὅρους" καὶ ἀθετοῦν τὴν γνώμην τοῦ πνευματικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς κυριάρχου Ποιμένος, μὴ πειθαρχοῦντες ἐσωτερικῶς πρὸς τὰς ἐντολάς του, μερικὰς δὲ φορᾶς ἰδιοποιούμενοι τὴν θεόσδοτον ἐξουσίαν του. 'Ἐκ τῆς πνευματικῆς των διακονίας, τὴν ὁποίαν ἐπιτελοῦν μᾶλλον "ψιλῷ μόνῳ ὀνόματι" τοῦ Ποιμενάρχου τῶν, γίνονται περιφανεῖς κατὰ κόσμον καὶ ἀκολούθως αὐθαιρέτως ὑποδύονται τοὺς αὐτογνώμονας καὶ αὐτοκεφάλους Ποιμένας, μὴ παραμένοντες "εἰς τοὺς ἑαυτῶν ὅρους" καὶ "ἐφ' ὧ ἐτάχθησαν" διὰ τῆς χριστομιμήτου ταπεινώσεως. Μάλιστα, διὰ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων τῆς κεκρυμμένης ἀνηκοΐας ἑαυτῶν προκαλοῦν ἀναστάτωσιν καὶ σύγχυσιν εἰς τὰς συνειδήσεις τῶν εὐπίστων ἀνθρώπων, περὶ τοῦ ἐκκλησιαστικῶς ὀρθοῦ καὶ πρακτέου, "φθείροντες τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ" (βλ. Α' Κόρ. 3, 17).
στ) Παλαιὸν τὸ πάθος, καὶ ἀρχαῖος ὁ ὑποκινῶν πτερνιστής. Διὰ τὴν διόρθωσιν τῶν τοιούτων δεινῶν, ἡ Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, διά των δ' καὶ ἡ' Κανόνων αὐτῆς, ὥρισεν ἅπαξ διὰ παντός τα ἀφορῶντα εἰς τὴν κανονικὴν σχέσιν τῶν Μοναχῶν μετὰ τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου:
- "Τοὺς δὲ καθ' ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας ὑποτετάχθαι τὼ Ἐπισκόπω, καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ προσέχειν μόνη τὴ νηστεία καὶ τὴ προσευχή, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες, μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεὶν πράγμασιν, ἢ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντες τὰ ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖεν διὰ χρείαν ἀναγκαίαν ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως Ἐπισκόπου.
- "Οἱ κληρικοὶ τῶν ...μοναστηρίων ...ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει Ἐπισκόπων, κατὰ τὴν τῶν Ἁγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν, καὶ μὴ κατὰ αὐθάδειαν ἀφηνιάτωσαν τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου. Οἱ δὲ τολμῶντες ἀνατρέπειν τὴν τοιαύτην διατύπωσιν, καθ' οἷον δήποτε τρόπον, καὶ μὴ ὑποταττόμενοι τὼ ἰδίῳ Ἐπισκόπω, εἰ μὲν εἶεν Κληρικοί, τοὶς τῶν Κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις, εἰ δὲ μονάζοντες ἢ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι".
Φρικταὶ αἱ ἐπαπειλούμεναι ποιναί, ἀλλ', ὅπως συμπεραίνομεν ἐκ τῆς μελέτης τῶν Κανόνων, φρικτότερα τὰ οὕτω τιμωρούμενα ἀδικήματα κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸν τελευταῖον Κανόνα ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ τονίζει σαφέστερα: "Διατὶ δὲ ἀνωτέρω εἰπὼν ὁ Κανῶν, Κληρικοὺς καὶ Μοναχοὺς μόνον, κάτωθεν λέγει καὶ λαϊκούς; διὰ νὰ φανερώση τοὺς λαϊκους ἐκείνους, εἰς τὸ θάρρος τῶν ὁποίων καὶ τὴν ὑπεράσπισιν ἐπιστηριζόμενοι οἱ Κληρικοὶ καὶ Μοναχοί, αὐθαδιάζουσι κατὰ τοῦ Ἀρχιερέως, καὶ δὲν ὑποτάσσονται εἰς αὐτὸν" (Πηδάλιον, ἔκδ. Ἀστέρος, σελ. 191). Τοιουτοτρόπως, οἱ μὲν ἀνυπάκουοι πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Μοναχοὶ ἀφέντες τὸν Χριστὸν ἐστηρίζοντο εἰς τοὺς λαϊκοὺς ὀπαδούς, οἱ δὲ λαϊκοὶ ὀπαδοὶ ἀφέντες τὴν Ἐκκλησίαν ἀνηγόρευον τοὺς αὐτοκλήτους σωτῆρας ὡς ποιμένας των, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν φθορὰν καὶ τὴν ἀπώλειαν τῶν ψυχῶν ἀμφοτέρων.
ζ) Διὰ τοῦτο, πρὸς προτροπὴν τῶν ὀλεθροτόκων αὐτῶν δεινῶν, παρακαλοῦμεν πατρικῶς ὑμᾶς νὰ ἔχητε φιλόθεον ἡσυχίαν καὶ φιλόχριστον ὑπακοὴν πρὸς τὸν οἰκεῖον Ἐπίσκοπον, κατὰ τὰ ὁριζόμενα ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας. "Ὑμεῖς γὰρ οὐκ ἐγένεσθε ζωγρήματα τοῦ διαβόλου, ἀλλ' ἐσαγηνεύθητε τὴ σαγήνη τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς ἁλμυρᾶς τοῦ κόσμου ἀκαταστασίας" (Σεραπίωνος Θμούεως, ἔνθ. ἄν.). Καὶ πάλιν, ὑπενθυμίζομεν ὑμῖν τὰ ἱερὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα διασφαλίζουν τὴν πνευματικὴν ὑγείαν τῆς κατὰ Χριστὸν πολιτείας ὑμῶν: "Αἱ... τῶν Μοναχῶν συνθῆκαι ὑποταγῆς λόγον ἐπέχουσι καὶ μαθητείας, ἀλλ' οὐχὶ διδασκαλίας ἢ προεδρίας, οὐδὲ ποιμαίνειν ἄλλους, ἀλλὰ ποιμαίνεσθαι ἐπαγγέλλονται" (Β' Κανῶν τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ Συνόδου). Ἄλλωστε, "οἷς ὁ βίος ἡσύχιος καὶ μονότροπος, ὁ συνταξάμενος Κυρίω τὼ Θεῶ ζυγὸν μονήρη ἆραι, καθίσεται κατὰ μόνας καὶ σιωπήσει" (κβ' Κανῶν τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Αὐτὸ ἀκριβῶς συνιστᾶ τὴν οὐσίαν τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος, ἡ ἡσυχαστικὴ τήρησις τοῦ νοὸς ἡ ἀδιαλείπτως τὼ Χριστῷ προσομιλοῦσα καὶ ἡ τῆς καρδίας κάθαρσις μνηστευθείσης τὼ ἀθανάτῳ Νυμφίω καὶ ἡ ἀκατάπαυστος καὶ ἰσάγγελος νοερὰ ἀδολεσχία της προσευχητικῆς θεοκοινωνίας, ἡ ὁποία ἀπεργάζεται οὐρανὸν τὴν καρδίαν του θεόφρονος καὶ ἐσοικίζει τὸν Χριστὸν καὶ Τὸν ἐξιλεώνει διὰ τῆς προσευχῆς ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. "Μοναχὸς ἐστιν ὁ πάντων ἀποστὰς καὶ πᾶσι συνημμένος" δι' ἐμπόνου προσευχῆς καὶ οὐχὶ ὁ πᾶσι συνημμένος καὶ τῆς ἀληθοῦς ἡσυχίας ἀποστάς. Ἡ δυτικόπληκτος καὶ κοσμικόρφων ἐκδοχὴ περὶ Μοναχισμοῦ, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς "εὐκόλου ὁδοῦ" τῆς διακονίας των ἐν κόσμῳ διὰ τῶν συγχρόνων ποιμαντικῶν μεθόδων, αἱ ὁποῖαι ἁρμόζουν εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν καὶ τὰς Ἐνορίας, οὐσιαστικῶς ἀφαιρεῖ κάτι ἢ καὶ περισσότερα στοιχεῖα ἀπὸ τὸ μοναστικὸν ἡσυχαστικὸν ἦθος καὶ τὸν βίον, πρὸς ζημίαν τοῦ ἑνὸς "οὗ ἐστι χρεία", ἐφ' ὅσον ἀσκεῖται ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς εὐλογίας. Ἐὰν οἱ τόποι τῆς ἀσκήσεως μεταβάλλονται εἰς Ἐνορίας καὶ Ἐπισκοπάς, καὶ μάλιστα μὲ ψυχωλέτηρα ὑπέρβασιν τῶν μοναχικῶν ὁρίων, μήπως τελικῶς ἡ τοῦ κόσμου ἀκαταστασία λυμαίνεται τὴν τοῦ Μοναχισμοῦ εὐκοσμίαν καὶ ἀφήνει μόνον τὸ ὄνομα; "Ἐὰν δὲ καὶ τὸ ἅλας (τῆς γνησίας καὶ πατροπαραδότου ὀρθοδόξου ἀσκήσεως) μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀρτυθήσεται;". (βλ. Λούκ. 14, 34).
η) Γνωρίζομεν, ὅτι ἐνίοτε τὰ τοιαῦτα ἔσωθεν πάθη κρύπτονται ὑπὸ τὸ προσωπεῖον τοῦ ἀδιακρίτου καὶ ἀφωτίστου ζήλου ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ ἀναζητοῦν ἐρείσματα εἰς τὸ παράδειγμα Θεοφόρων Ὁσίων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἠγωνίσθησαν ὄχι διὰ τὴν ἰδικήν των κοσμικόφρονα δόξαν καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, ἀλλὰ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς ὀρθοδόξους Ποιμένας Της, μὲ αὐταπάρνησιν. Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ διαβεβαιοῦμεν ὑμᾶς ὡς πρὸς γνήσια τέκνα ἐν Κυρίῳ, ὅτι καὶ τὴν ἰδικήν μας ἐσχάτην λογοδοσίαν ἀναλογιζόμεθα ἀνυστάκτως καὶ τὴν ἰδικήν σας ἀγωνίαν ἐνωτιζόμεθα πατρικῶς. "'Ἑστήκαμεν καὶ κρατοῦμεν τὰς παραδόσεις" καὶ ἱστάμεθα πάντοτε ἐπὶ τῶν ὅρων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὰς διορθοδόξους διαβουλεύσεις περὶ τῆς πορείας τῶν Διαλόγων μὲ τὰς ἄλλας Χριστιανικὰς Ὁμολογίας. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ μὲν εὐαισθησία ὑμῶν εἶναι θεμιτὴ καὶ εὐλογητή, ἡ ὑποβολιμαία ὅμως ἀμφιβολία μερικῶν πρέπει νὰ διορθωθῇ. Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου, ὑπενθυμίζομεν ὑμῖν ἐπὶ πλέον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οὖσα Καθολικὴ καὶ Ὀρθόδοξος, κατὰ τὴν ἱστορικὴν Τῆς πορείαν ἐτέλει, ὑπὸ προϋποθέσεις, ἐν διαλόγῳ μεθ' αἱρετικῶν, μὲ τὴν προσδοκίαν τῆς μετανοίας των καὶ τῆς ἐπιστροφῆς. Καθὼς οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἠγωνίσθησαν πρὸς διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τὰ ἔθνη, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ Μεγάλοι Πατέρες ἡμῶν, ἐν οἷς Ἀθανάσιος καὶ Βασίλειος οἱ Μεγάλοι, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ Γρηγόριος Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς, ἀνέλαβον πολὺν ἀγῶνα πρὸς μαρτυρίαν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἐπαναγωγὴν τῶν πεπλανημένων. Διὰ τὸ ἔργον τῶν αὐτὸ ἐσυκοφαντήθησαν πολλάκις ὡς αἱρετικοὶ ἢ αἰρετίζοντες ἀπὸ μερικοὺς πιστοὺς μὴ δυναμένους νὰ κατανοήσουν τὸ μυστήριον τῆς ἀγάπης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ ὁποία περιπτύσσεται τὸν σύμπαντα κόσμον καὶ θέλει "πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν". (Α' Τίμ. 2, 4).
θ) Κατακλείοντες, παρακαλοῦμεν πατρικῶς καὶ πάλιν ὑμᾶς, "τοὺς ἐν ἀνθρώποις καὶ ὑπὲρ τὰ ἀνθρώπινα" (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, κατὰ Ἰουλιανοῦ στηλιτευτικὸς Α', P.G. 35, 593), νὰ διατηρήσετε διὰ τῆς χριστομιμήτου ὑπακοῆς καὶ ὁλοτελοῦς ἐσωτερικῆς εὐπειθείας ἀσάλευτον τὴν ἑνότητα πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον, ἀναγνωρίζοντες, ὅτι εἰς αὐτὴν ἔγκειται τὸ συμφέρον ὑμῶν καὶ ὅλων τῶν πιστῶν, ἐφ' ὅσον ἡ πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον διὰ Χριστὸν ὑπακοὴ διαβαίνει εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἰς τὴν τοιαύτην ἑνότητα προσκαλεῖ πάντας, καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς ὑφ' ἡμᾶς, τὸν ἱερὸν Κλῆρον καὶ τὸν φιλόχριστον Λαὸν καὶ τὴν ἁγίαν παρεμβολὴν τῶν Μοναχῶν, ὁ Θεὸς καὶ Σωτὴρ ἡμῶν, "τὸ Ἄ, καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος. Μακάριοι οἱ ποιοῦντες τὰς ἐντολὰς Αὐτοῦ, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, καὶ τοὶς πυλώσιν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν πόλιν" (Ἄποκ. 22, 13-14). Τοῦτο πατρικῶς ἐπευχόμεθα ὑπὲρ τῆς ταπεινόφρονος καὶ εὐπειθοῦς θεοφιλίας ὑμῶν. Ἀμήν!
Ὁ Ἀθηνῶν ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Πρόεδρος,
Ὁ Σταγῶν καὶ Μετεώρων ΣΕΡΑΦΕΙΜ,
Ὁ Καισαριανής, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ ΓΕΩΡΓΙΟΣ,
Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΣ,
Ὁ Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ,
Ὁ Χαλκίδος ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ,
Ὁ Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων ΚΛΕΟΠΑΣ,
Ὁ Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καὶ Πλωμαρίου ΙΑΚΩΒΟΣ,
Ὁ Λήμνου καὶ Ἁγίου Εὐστρατίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ,
Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καὶ Πολυκάστρου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ,
Ὁ Βεροίας καὶ Ναούσης ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ,
Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανὴς καὶ Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ,
Ὁ Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ».
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς, Ἄρχιμ. Δανιὴλ Πουρτσουκλῆς».
4. Ἡ πρώτη Τριμελὴς Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ἐξ Ἀρχιερέων (Δέκ. 1998 - Ἴαν. 1999)
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος δὲν ἀρκέσθηκε στὴν ἔκδοση τῆς Συνοδικῆς Ἀποφάσεως καὶ τῆς παραινετικῆς Ἐγκυκλίου, ἀλλὰ ὅρισε καὶ Τριμελῆ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Μητροπολῖτες Σταγῶν καὶ Μετεώρων κ. Σεραφείμ, Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανὴς καὶ Κονίτσης κ. Ἀνδρέα, Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονα. Ἡ Ἐπιτροπὴ ὕστερα ἀπὸ συζήτηση μὲ τὰ δύο μέρη καὶ ἀπὸ ἔρευνα κατέληξε σὲ συγκεκριμένα συμπεράσματα, ποὺ ἀποτυπώθηκαν:
- α) Σὲ Συνοδικὴ Ἀπόφαση (263/19-1-1999) καὶ
- β) ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλαν οἱ ὡς ἄνω Ἀρχιερεῖς στὸν Μητροπολίτη:
α) Συνοδικὴ Ἀπόφαση
«Πρὸς τὸν Πανοσιολογιώτατον Ἀρχιμανδρίτην κ. Σπυρίδωνα Λογοθέτην
Ἱεροκήρυκα - Ἡγούμενον Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος
(Διὰ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου)
Ἐκ Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 19-1-1999, γνωρίζομεν ὑμῖν τα ὡς κάτωθι:
Ἀπὸ ἀρκετοῦ ἤδη χρόνου, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος παρακολουθεῖ μὲ ἀνησυχίαν καὶ ὀδύνην τὴν ὕπαρξιν σοβαροῦ ζητήματος εἰς τὰς σχέσεις ὑμῶν μετὰ τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχου ὑμῶν, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, γεγονὸς ὅπερ ἐπ' ἐσχάτων, ἔχει λάβει -ὡς μὴ ὤφελεν- ἀνεπιτρέπτους διαστάσεις. Καὶ τοῦτο, παρὰ τὸ ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συνέστησεν εἰδικὴν ἐξ Ἀρχιερέων Ἐπιτροπὴν εἰς τὴν ὁποίαν ἀνετέθη μεσολάβησις διὰ τὴν ἐξεύρεσιν λύσεως, ἡ ὁποία ἦλθεν ἤδη εἰς ἐπαφὴν καὶ μεθ' ὑμῶν, συστήσασα, ὡς ἔδει εἰς ὑμᾶς σύνεσιν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸν Ἐπιχώριον Ἱεράρχην, ἐνεργήσασα δὲ μετὰ πολλῆς της ἀγάπης πρὸς ὑμᾶς καὶ τὴν ὑφ' ὑμᾶς Μοναστικὴν Ἀδελφότητα, ὑμᾶς, οἵτινες ἀποταξάμενοι τὸν κόσμον ἐτάξατε ἑαυτοὺς εἰς τὴν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ.
Ἐπειδὴ ὅμως, κατὰ τὴν ἐκτίμησιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ αὐτόθι κατάστασις ἔχει ὁπωσδήποτε ἐκτραπεῖ ἔκ τε τῆς εὐαγγελικῆς καὶ τῆς κανονικῆς ὁδοῦ, ἐπὶ δεινῷ σκανδαλισμῷ καὶ τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καὶ τοῦ χριστωνύμου Λαοῦ τῆς εἰρημένης Ἱερᾶς Μητροπόλεως, διὰ τοῦτο ἐντελλόμεθα ὑμῖν, πατρικῶς, ὅπως ἐφ' ἑξῆς:
α) Ὑποτάσσησθε καὶ ὑπακούητε εἰς τὸν οἰκεῖον Ἐπίσκοπον, Ὅστις κατὰ τὴν κανονικὴν ἐκκλησιαστικὴν τάξιν, "ἐξουσίαν ἔχειν τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων... ὥστε κατὰ τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν πάντα, διακεῖσθαι... μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πάσης εὐλαβείας". (βλ. Κἄν. Δ' τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ' Ὄικουμ. Συνόδου καὶ ΜΑ' τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων). Ἡ ὑπακοὴ ὑμῶν αὕτη θεμελιοῦται, ὡς εἰκός, ἐπὶ τῆς ἀβιάστου καὶ ἑκουσίας ὑποταγῆς τοῦ ἰδίου ὑμῶν θελήματος καὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἰδιότητος τοῦ ὑμετέρου Ποιμενάρχου ὡς ὑπάτου ὑμῶν Πνευματικοῦ Πατρὸς καὶ Δεσπότου. Ἐκδηλοῦται δὲ ἐν τοὶς πράγμασι διὰ τῆς συνειδητῆς μὲν ἀναφορᾶς πρὸς αὐτὸν διὰ πὰν ζήτημα ἀφορῶν εἰς τὰς δραστηριότητας τῆς Ἀδελφότητος καὶ ἐξασφαλίσεως τῆς εὐλογίας αὐτοῦ διὰ τὴν ἄσκησιν αὐτῶν κατὰ τὸ Κανονικὸν (διὰ τὰς ἁγιοπνευματικὰς) καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸν (διὰ τὰς ὑπολοίπους) Δίκαιον, διὰ τῆς ἐπιμελοῦς ἀποφυγῆς δὲ ἀπὸ μέρους ὑμῶν πάσης ἐνεργείας ὑποφαινούσης λανθάνουσαν ἢ καὶ μαρτυρουμένην διάστασιν μεταξὺ ὑμῶν καὶ ἐκείνου πρὸς μείζονα σκανδαλισμὸν τοῦ λαοῦ, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐκκλησιαστικὴν τρόπον τινα διαρχίαν ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων κατακρινομένην.
β) Τηρῆτε ἀπαρεγκλίτως τὰ νόμιμα, τὰ ἰσχύοντα διὰ τὰς Ἱερὰς Μονάς, αἱ ὁποῖαι ὡς Ν.Π.Δ.Δ ὑποχρεοῦνται εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν διὰ αὐτας ἐκ τῶν Νόμων καὶ Κανονισμῶν τῆς Ἐκκλησίας προβλεπομένων διαδικασιῶν, ἵνα πάντα τὰ ἔργα ὑμῶν φέρωσι τὴν σφραγῖδα οὐ μόνον τῆς κανονικότητος ἀλλὰ καὶ τῆς νομιμότητος, πρὸς ἀποφυγὴν δυσαρέστων ἐπιπτώσεων.
Ταῦτα γνωρίζουσα ὑμῖν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος εὐελπιστεῖ, ὅτι θὰ συμμορφωθῆτε πλήρως, μὴ παρέχοντες πράγματα οὔτε εἰς τὸν Σεβασμιώτατον Ποιμενάρχην ὑμῶν, οὔτε γενικώτερον εἰς τὴν Ἁγίαν ἡμῶν Ἐκκλησίαν, Ἥτις κατὰ τὴν βεβαίωσιν τοῦ Πνεύματος, εἶναι "στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας" (Α' Τίμ. γ' 15), ἀγωνιζομένη δι' ὅλων αὐτῆς τῶν δυνάμεων διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν τῶν χριστιανῶν, "ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε" (Ρώμ. ε' 8).
Ἡ Α. Μ. ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος ἀνέλαβεν τη παρακλήσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως συστήση τα δέοντα πρὸς τὸν Σέβ. Μητροπολίτην ὑμῶν κ. Ἰερόθεον προκειμένου, ἵνα καὶ οὗτος, τὰ ἑαυτοῦ πατρικὰ σπλάγχνα ὑπανοίγων ἔτι καὶ ἔτι πρὸς ὑμᾶς, συντελέση τὸ ἐπ' αὐτῷ εἰς τὴν ὁμαλὴν ἐξέλιξιν τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἐπ' ἀγαθῷ τῆς ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας.
Ἐπὶ δὲ τούτοις εὐχόμεθα ὑμῖν τὰ βέλτιστα παρὰ Κυρίου.
Ἐντολὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς Ἄρχιμ. Δανιὴλ Πουρτσουκλής»
Ἐπειδή, ὅμως, οἱ ἰθύνοντες τὴν Ἱερὰ Μονὴ διέδιδαν προφορικῶς καὶ γραπτῶς ὅτι ἡ Τριμελὴς ἐξ Ἀρχιερέων Ἐπιτροπὴ ἐνέκρινε τὶς ἐνέργειές της, ὁ Μητροπολίτης ζήτησε τὸ γραπτὸ Πόρισμα τῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἀπέστειλε τὴν παρακάτω ἐπιστολή:
β) Ἡ Ἐπιστολὴ τῆς πρώτης Τριμελοῦς ἐξ Ἀρχιερέων Ἐπιτροπῆς (6-11-2000)
«Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ.κ. ΙΕΡΟΘΕΟΝ, Εἰς Ναύπακτον
Σεβασμιώτατε,
Εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ' ἀριθμ. 646/16-10-2000 ὑμετέρου ἐγγράφου σχετικῶς μὲ τὸ πρόβλημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου, σᾶς γνωρίζομεν τὰ ἑξῆς:
1. Ἡ ὁρισθεῖσα ὑπὸ τῆς Δ.Ι.Σ. ἐξ Ἀρχιερέων τριμελὴς ἐπιτροπή, εἶχεν ὡς ἀποστολὴν καὶ μόνον νὰ διερευνήση τὴν δυνατότητα συνδιαλλαγῆς καὶ εἰρηνεύσεως μεταξὺ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ὡς προϊσταμένης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, καὶ τῆς ἀναφερομένης Ἱερᾶς Μονῆς. Δὲν εἶχεν ἐντολὴν νὰ διερευνήση τὰ τῆς διαχειρίσεως καὶ τὰ οἰκονομικὰ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
2. Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς κατὰ τὴν συνάντησιν ἡμῶν μετά του Ἠγουμενοσυμβουλίου, διεπιστώθησαν βασικαί, ἀντικανονικαὶ καὶ ἀντιεκκλησιολογικαὶ ἐνέργειαι αὐτοῦ, ὅπως:
- α. Ἡ ἀνυπαρξία ἐγκρίσεως ὑπὸ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου διὰ τὰς δαπάνας τῶν διαφόρων ἔργων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὅπως καὶ ἡ ὑποβολὴ τῶν σχεδίων διὰ τὰ ἔργα αὐτά. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἐνήργει ἐρήμην τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὡς ἀνεξάρτητος, ὅπερ ἀπαράδεκτον καὶ ἀντίθετον πρὸς τὰ προβλεπόμενα ὑπὸ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Νομοθεσίας. Τοῦτο δεόντως καὶ διὰ πολλῶν ὑπεγραμμίσθη ὑπὸ τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν πρὸς τὸ Ἠγουμενοσυμβούλιον καὶ ἐζητήθη νὰ μὴ συνεχισθῇ πλέον, ἡ ἀπάδουσα πρὸς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν τάξιν, αὐτὴ ἡ τακτική.
- β. Ἡ ὕπαρξις καὶ λειτουργία Ἀστικῆς Ἑταιρείας μὲ μέλη μοναχοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, οἵτινες -ὅπως μᾶς ἐβεβαίωσαν οἱ ἴδιοι- φέρονται ὡς μέλη αὐτῆς καὶ μὲ τὰ κοσμικά των ὀνόματα. Τοῦτο τὸ γεγονός μας ἐξένισεν, ἦτο πρωτάκουστον καὶ ἅπαντες ἐψέξαμεν αὐτὴν τὴν κατάστασιν, τὴν ὁποίαν ἐθεωρήσαμεν ξένην πρὸς τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια καὶ βεβαίως ἀσυμβίβαστον πρὸς τὴν μοναχικὴν ἰδιότητα. Ἀπαιτήσαμεν δέ, τὴν ἄμεσον τακτοποίησιν αὐτῆς τῆς ἀντικανονικῆς πράξεως καὶ ἐλάβομεν τὴν διαβεβαίωσιν τῶν δι' αὐτό.
- γ. Κατελογίσαμεν εὐθύνας, διότι εἰς αὐτὴν τὴν Ἑταιρείαν συμμετέσχον καὶ λαϊκὰ μέλη, φίλοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, γεγονὸς τὸ ὁποῖον βαρύνει ἔτι περισσότερον τὸ Ἠγουμενοσυμβούλιον, διότι ὑπεισέρχονται ἄλλαι κοσμικαὶ ἐνέργειαι, ἄγνωστοι εἰς τὰς Μοναστικὰς Ἀδελφότητας καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν τάξιν.
- δ. Ὑπεδείχθη εἰς τὸ Ἠγουμενοσυμβούλιον ὡς λάθος καὶ ἀντιεκκλησιαστικὴ ἐνέργεια αἱ δαπάναι δι' ἔργα εὐποιΐας καὶ φιλανθρωπίας (κατασκηνώσεις, οἰκοτροφεῖα, Γηροκομεῖον κλπ.) νὰ γίνωνται ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος διακρίνεται καὶ διὰ τὴν εὐγένειάν Του καὶ διὰ τὴν ἀγάπην Του, τόσον διὰ τὰ ἔργα προνοίας, ὅσον καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰν Μονήν, ἀφοῦ ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, ἐπραγματοποίησεν ἀρκετὰς χειροθεσίας καὶ χειροτονίας Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς.
3. Ἑπομένως ἐκ τῶν ἀνωτέρω σαφῶς διαφαίνεται, ὅτι ἡ τριμελὴς ἐξ Ἀρχιερέων Ἐπιτροπή, διεπίστωσεν ἀμέσως τὰς ἀταξίας καὶ ἐκκρεμότητας τοῦ Ἠγουμενοσυμβουλίου καὶ ἐζήτησεν τὴν ἄμεσον ἀποκατάστασιν αὐτῶν διὰ κανονικῶν ἐνεργειῶν, τὴν κατάργησιν τῆς Ἑταιρείας καὶ τὴν ἐπανασύνδεσιν, ἐν ἀγάπῃ, τῶν σχέσεών των μετὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου.
4. Ταῦτα ἐλέχθησαν καὶ ἐν Συνόδῳ καὶ ἀνεγράφησαν εἰς τὸ σημείωμα, τὸ ὁποῖον συνετάχθη καὶ ἐδόθη εἰς τὸν Μακαριώτατον διὰ νὰ συνταχθῇ τὸ ἔγγραφον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εἰς τὸ ὁποῖον σαφῶς διαφαίνεται ἡ ἄποψις τῆς Ἐπιτροπῆς: (ἔγγραφον 263/109/19-1-1999 Ἱερᾶς Συνόδου). Τὰ αὐτὰ ἐπαναλαμβάνονται, εἰς ἐντονώτερον ὕφος καὶ εἰς τὸ ἔγγραφον 680/448/24-2-2000 τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸ ὁποῖον καὶ ἐγένετο τὴ εἰσηγήσει τῆς Ἐπιτροπῆς.
Σεβασμιώτατε, ὅπως καὶ ἐν ἀρχῇ τονίζομεν, ἡ τριμελὴς Ἐπιτροπὴ δὲν ἀνέλαβεν ἔργον ἐλέγχου, ἀλλὰ προσεπάθησεν νὰ συμβάλη, ἵνα ὑπάρξη εἰλικρινὴς προσέγγισις καὶ νὰ ἐνώση τα διεστώτα. Ἡ ἀποκάλυψις τῶν ὅσων ἀναφέρομεν, μᾶς ἠνάγκασαν νὰ ἐπιστήσωμεν τὴν προσοχὴν καὶ νὰ ἐπιμείνωμεν εἰς τὴν ἀλλαγὴν τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν. Οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν ἠυλόγησεν τὰς ἀντικανονικὰς ταύτας ἐνεργείας. Ἀνεγνωρίσθη ὑφ' ὅλων ἡμῶν τὸ ἔργον τὸ πνευματικὸν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἡ ὕπαρξις τόσων νέων μοναχῶν μὲ πολλὰς καὶ ἐνδιαφερούσας διὰ τὴν Ἐκκλησίαν μας δρατηριότητας καὶ ἠυχήθημεν ὅπως συνεχισθῇ αὐτὴ ἡ προσφορὰ διὰ τῆς ἀγαστῆς συνεργασίας μετὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, ἐν πνεύματι σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης, μὲ τὴν εὐλογίαν Αὐτοῦ καὶ τὴν πνευματικὴν καθοδήγησίν Του.
Εἴχομεν τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ πρόβλημα θὰ ἐλύετο, ἀλλὰ διεψεύθημεν. Προσευχόμεθα διὰ τὴν ἐπίλυσίν του τὸ ταχύτερον δυνατόν.
Μετ' ἀδελφικῶν ἀσπασμῶν καὶ ἀγάπης
ὁ Σταγῶν καὶ Μετεώρων Σεραφείμ
ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανὴς καὶ Κονίτσης Ἀνδρέας
ὁ Ξάνθης Παντελεήμων».
5. Συζήτηση Μητροπολίτου μετὰ Ἡγουμένου καὶ κατάρτιση μνημονίου ἐκκλησιολογικῆς, κανονικῆς καὶ νομίμου ἐπικοινωνίας (Μάρτιος 1999)
Μετὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες Συνοδικὲς Ἀποφάσεις καὶ σὲ ἐφαρμογὴ αὐτῶν, ὁ Μητροπολίτης κάλεσε τὸν τότε Ἡγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη γιὰ νὰ ἐπιλύσουν διὰ τῆς συζητήσεως καὶ συνεννοήσεως τὰ ἐκκρεμῆ θέματα καὶ προβλήματα τῆς Μονῆς. Ἡ συνάντηση ἔγινε τὴν 1-3-1999 στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ ὕστερα ἀπὸ πολύωρη συζήτηση καταρτίσθηκε ἕνα μνημόνιο σχέσεων Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ Ἱερᾶς Μονῆς, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν τηρήθηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονή.
Τὸ συνοδευτικὸ κείμενο τοῦ Μνημονίου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Τὴν Δευτέρα 1 Μαρτίου 1999 ἔγινε συνάντηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μὲ τὸν Πανοσ. Ἄρχιμ. Σπυρίδωνα Λογοθέτη, Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, παρουσία τοῦ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Πρώτ. π. Ἀθανασίου Λαουρδέκη, γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὰ κανονικά, ἐκκλησιολογικὰ καὶ νομικὰ θέματα ποὺ ἀνέκυψαν.
Ἡ συζήτηση ἔγινε μὲ σκοπὸ τὴν ὑλοποίηση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, κατόπιν τῶν ἐρωτημάτων ποὺ ἔθεσε ὁ Μητροπολίτης καὶ τῶν γνωμοδοτήσεων ποὺ κατέθεσε ἡ Ἱερὰ Μονή.
Συμφωνήθηκε ὅτι ἡ σχέση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μὲ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη πρέπει νὰ κινῆται μέσα στὰ κανονικὰ καὶ νομικὰ πλαίσια, ὅπως διαγράφονται στοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἰσχύουσα Νομοθεσία.
Ὁ Μητροπολίτης ἔθεσε διάφορα σημεῖα ἐκκλησιολογικῆς, κανονικῆς καὶ νομικῆς ἐπικοινωνίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως πρὸς τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη.
Ὁ Ἡγούμενος ἔθεσε τὸ ἐρώτημα πῶς θὰ εἶναι δυνατόν, λογιστικὰ καὶ νομικά, νὰ ἑνοποιηθοῦν τὰ διάφορα Ταμεῖα ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ἱερὰ Μονή.
Ὁ Μητροπολίτης, χωρὶς νὰ δεσμευθῇ, ἔδωσε μερικὲς δυνατότητες. Τὸ Ταμεῖο τοῦ Σωματείου τῆς Ἀδελφότητας, μετὰ τὴν διάλυση, μπορεῖ νὰ συγχωνευθῇ μὲ τὸ Ταμεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Γιὰ τὴν Ἑταιρεία Περιωρισμένης Εὐθύνης, ἕως ὅτου δημιουργηθοῦν οἱ προϋποθέσεις μὴ ὑπάρξεώς της (λόγῳ ἀνειλημμένων ὑποχρεώσεών της στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση), ἡ λύση μπορεῖ νὰ εἶναι ὅτι ὅλα τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδά της νὰ περνοῦν στὸν προϋπολογισμὸ καὶ ἀπολογισμὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Γιὰ τὴν ἐπιχορήγηση ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς γράφονται σχετικὰ στὸ ἐπισυναπτόμενο μνημόνιο.
Διαπιστώθηκε ὅτι στὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν τεσσάρων αὐτῶν ζητημάτων (Σωματεῖα, Ἑταιρεία, ἐπιχορηγήσεις, ἀνέγερση Ἱεροῦ Ναοῦ) χρειάζεται ἕνας χειρισμὸς ἀπὸ εἰδικούς. Αὐτὸ τὸ ἔργο μπορεῖ νὰ τὸ κάνη, καθ ὑπόδειξη τοῦ Ἡγουμένου, ὁ κ. Διονύσιος Πελέκης, ὡς Ναυπάκτιος Νομικός. Εἶναι ἕνα θέμα ποὺ ἀφορᾶ τὴν Ἱερὰ Μονή.
Ἐπισυνάπτεται τὸ κείμενο τῶν συγκεκριμένων σημείων, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε ἀντικείμενο πολυώρου συζητήσεως, ἔχει δὲ ἐνημερωτικὸ καὶ προσωπικὸ χαρακτῆρα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι δημοσιεύσιμο ἢ ἀνακοινώσιμο ἢ ἀντικείμενο νέας ἀλληλογραφίας, ἀλλὰ χρήζει ἐφαρμογῆς».
Καὶ τὸ σχέδιο συμφωνίας ποὺ καταρτίσθηκε ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Σημεῖα ἐκκλησιολογικῆς, κανονικῆς καὶ νομίμου ἐπικοινωνίας» Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως πρὸς τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη
Α. Γενικά
1. Πρέπει νὰ ἐφαρμοσθοῦν οἱ ὑπ ἀριθμ. Πρώτ. 2442, 3720, 4052/19-11-1998 καὶ 263/19-1-1999 ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἦσαν ἀποτέλεσμα τόσο τῆς εἰσηγήσεως τῆς Μονίμου Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν ζητημάτων, ὅσο καὶ τῆς εἰσηγήσεως τῆς τριμελοῦς ἐξ Ἀρχιερέων Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς.
Στὶς Συνοδικὲς αὐτὲς ἀποφάσεις μεταξὺ ἄλλων διαφαίνονται καὶ τὰ ἀκόλουθα:
- α) Μελετήθηκε σοβαρῶς τὸ θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς πρὸς τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη: «διεξελθοῦσα ἡ ἐπιτροπὴ τὸν φάκελλον της ὑποθέσως», «Συνεκροτήθη ἐξ Ἀρχιερέων Ἐπιτροπή...», «Συγκεκριμένως εἰς τὴν κρινουμένην ὑπόθεσιν».
- β) Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔκανε τὶς ἀπαραίτητες διαπιστώσεις: «... ἐκ τῶν ὁποίων προκύπτει τάσις καὶ διάθεσις χειραφετήσεως τῆς ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἀποστασιοποιήσεως ἐκ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου», «ἀποφαίνεται», «παρακολουθεῖ μὲ ἀνησυχίαν καὶ ὀδύνην τὴν ὕπαρξιν σοβαροῦ ζητήματος εἰς τὰς σχέσεις ὑμῶν μετὰ τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχου ὑμῶν», «ἔχει λάβει –ὡς μὴ ὤφελεν– ἀνεπιτρέπτους διαστάσεις», «κατὰ τὴν ἐκτίμησιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ αὐτόθι κατάστασις ἔχει ὁπωσδήποτε ἐκτραπεῖ ἔκ τε τῆς εὐαγγελικῆς καὶ τῆς κανονικῆς ὁδοῦ ἐπὶ δεινῷ σκανδαλισμῷ...», «ἀπόκειται εἰς τὸν οἰκεῖον Μητροπολίτην, ὅπως παραγγείλη τοὶς παραβάταις... ἐν παρακοῇ δέ... ἀνακαλέση τούτους εἰς τὴν κανονικὴν τάξιν καὶ ἀσκήση κατ αὐτῶν την κατὰ νόμον πειθαρχικὴν ἐξουσίαν», «ἐντελλόμεθα ὑμῖν πατρικῶς».
- γ) Παρουσιάζεται ὁ ἐπισκοποκεντρικὸς χαρακτῆρας τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ: «πλήρης ὑπαγωγὴ τῆς Μοναχικῆς Τάξεως ὑπὸ τὴν Κανονικὴν ρύθμισιν τῶν κατ αὐτήν... ὑπὸ τὴν Ἐπισκοπικὴν πάντοτε ἐξουσίαν ὑπαγομένης τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητος», «εἰς τὰς κανονικὰς δικαιοδοσίας τοῦ Ἐπισκόπου ἀνήκει ἡ ἐποπτεία ἐπὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου καθόλου», «ὁ ἐπισκοποκεντρικὸς χαρακτὴρ τῆς Ὀρθοδόξου κατ Ἀνατολὰς Ἐκκλησίας ἀνάγεται εἰς τὸ δόγμα καὶ κατοχυροῦται διὰ τοῦ Συντάγματος», «ἐνέργειαι δὲ τῆς μοναστικῆς Ἀδελφότητος γενόμεναι ἐν ἀγνοίᾳ, ἔτι μᾶλλον ἐπὶ ἀγνοήσει τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, εἶναι κανονικῶς ἀθεμελίωτοι καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτοι καὶ κατακριτέαι», «ἡ ὑπακοὴ ὑμῶν αὕτη θεμελιοῦται, ὡς εἰκός, ἐπὶ τῆς ἀβιάστου καὶ ἑκουσίας ὑποταγῆς τοῦ ἰδίου ὑμῶν θελήματος καὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἰδιότητος τοῦ ἡμετέρου Ποιμενάρχου ὡς ὑπάτου ὑμῶν Πνευματικοῦ Πατρὸς καὶ Δεσπότου... συνειδητοὺς ἀναφορᾶς πρὸς αὐτὸν διὰ πὰν ζήτημα... ἐξασφαλίσεως τῆς εὐλογίας αὐτοῦ... ἐπιμελοῦς ἀποφυγῆς δὲ ἀπὸ μέρους ὑμῶν πάσης ἐνεργείας ὑποφαινούσης λανθάνουσαν ἢ καὶ μαρτυρουμένην διάστασιν μεταξὺ ὑμῶν καὶ ἐκείνου πρὸς μείζονα σκανδαλισμὸν τοῦ λαοῦ, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐκκλησιαστικὴν τρόπον τινὰ διαρχίαν ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων κατακρινομένην», «αἱ ἀρμοδιότηται τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου τυγχάνουσιν ἀδιαμφισβήτως ἰσχυραὶ κατὰ πάντα».
- δ) Πρέπει νὰ τηροῦνται οἱ ἱεροὶ Κανόνες ποὺ διέπουν τὴν μοναχικὴ πολιτεία. Ὑπενθυμίζονται ὁ δ' τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὁ μά' τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
- ε) Πρέπει νὰ τηρῆται καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία, ἡ ὁποία στηρίζεται στοὺς ἱεροὺς Κανόνες. «Τηρῆτε ἀπαρεγκλίτως τὰ νόμιμα, τὰ ἰσχύοντα διὰ τὰς ἱερὰς Μονάς... ἵνα πάντα τὰ ἔργα ὑμῶν φέρωσι τὴν σφραγῖδα οὐ μόνον τῆς κανονικότητος ἀλλὰ καὶ τῆς νομιμότητος...», «Ἡ δὲ ἐπίκλησις παρερμηνευομένων νομικῶν διατάξεων, πρὸς στήριξιν τῶν ἐν λόγῳ αὐτοβούλων ἐνεργειῶν τῶν διοικούντων την εἰρημένην Ἱερὰν Μονήν, ἐλέγχεται ἀβάσιμος, καθ ὅσον καὶ εἰς περιπτώσεις διαφοροποιήσεως τυχὸν τῶν νόμων ἔναντι τῶν Ἱερῶν κανόνων, κατισχύουσιν καὶ συνταγματικῶς οἱ Ἱεροὶ Κανόνες», «τὴν ἀνωτέρω κανονικὴν δικαιοδοσίαν τῶν Ἐπισκόπων δὲν δύναται νὰ φαλκιδεύση ὁ κοινὸς νομοθέτης χωρὶς νὰ παραβιάση τὸ Σύνταγμα».
2. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἱερομονάχων καὶ μοναχῶν πρὸς τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη πρέπει νὰ εἶναι ἡ δέουσα, ἡ διαγραφομένη στοὺς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη (ὑπακοή - εἰλικρίνεια - εὐπρέπεια - σεβασμός).
3. Γιὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν Ἱερὰ Μονὴ θὰ γίνεται εἰσήγηση μόνον ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο.
4. Νὰ ἀποφεύγωνται ἐνέργειες ποὺ ὑποδηλώνουν ἐμφανῶς ἢ συγκεκαλυμμένως τάσεις διαρχίας, διαστάσεως καὶ διασπάσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη, καθὼς ἐπίσης, δημιουργοῦν προβλήματα στοὺς λαϊκούς.
5. Νὰ ζητηθῇ συγγνώμη γιὰ ἄστοχες ἐνέργειες.
Β. Εἰδικότερα θέματα
1. Νὰ θεωροῦν κέντρον τῆς δραστηριότητός τους τὸν Ἐπίσκοπο καὶ ὄχι τὸ Πρωτοδικεῖο καὶ τὸ Συμβολαιογραφεῖο. Δὲν δεχόμαστε τὴν ὕπαρξη Σωματείων, Ἑταιρειῶν στὰ ὁποῖα μέλη εἶναι οἱ Ἱερομόναχοι καὶ μοναχοὶ καὶ ἔχουν ἰδιαίτερα ταμεῖα καὶ προϋπολογισμούς - ἀπολογισμούς, γιατί αὐτὸ ἀντιβαίνει στοὺς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο. Μεταξὺ ἄλλων νὰ ὑπομνησθῇ ὁ Κανονισμὸς 5/1978 «περὶ Κώδικος Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων» εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάγονται καὶ οἱ Ἱεροκήρυκες (ἄρθ. 1, παρ. 2). «Ἀπαγορεύεται ἡ συμμετοχὴ ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων εἰς Ἑταιρείας Περιωρισμένης Εὐθύνης» (ἄρθ. 36, παρ. 1).
2. Δὲν υἱοθετοῦμε τὴν ἵδρυση Συλλόγων «φίλοι τῆς Μονῆς», ὅταν λειτουργοῦν πέριξ τῆς Μονῆς προστατευτικῶς, δημιουργοῦντες τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀποτελοῦν τὸ ποίμνιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, μὲ σαφῆ καταστρατήγηση τῆς ἐκκλησιολογίας.
3. Γιὰ τὸν νέο Σύλλογο μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἀδελφότητα Παναγία ἡ Ναυπακτιώτισσα», τοῦ ὁποίου ἀναγγείλατε τὴν ἵδρυση, ἐπιφυλάσσομαι παντὸς νομίμου δικαιώματος, ὡς ἐπιχώριος Μητροπολίτης, ποὺ θὰ ἀσκήσω ἀμέσως μόλις λάβω γνώση τοῦ καταστατικοῦ του, τὸ ὁποῖο ἀναμένω νὰ μοῦ ἀποστείλετε, ὅπως ἐζήτησα.
4. Ὅλα τὰ ἔσοδα καὶ τὰ ἔξοδα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς νὰ ἐγγράφωνται στὸν προϋπολογισμὸ καὶ τὸν ἀπολογισμό, καὶ νὰ ἀποστέλλωνται τὰ πρωτότυπα παραστατικὰ πρὸς ἔγκριση. Νὰ περιλαμβάνωνται ὅλες οἱ δωρεὲς καὶ ἐπιταγές, τῶν ὁποίων ἡ συνολικὴ παράθεση θὰ ἀναβιβάση τὸν προϋπολογισμὸ στὸ πραγματικὸ καὶ κοινῶς γνωστὸ ὕψος του.
5. Γιὰ ὅλα τὰ Συνέδρια πρέπει νὰ ἐνημερώνεται ὁ Μητροπολίτης καὶ νὰ προσκαλεῖται.
6. Νὰ ἐγκρίνη τὸ Μητροπολιτικὸ Συμβούλιο ἢ ὁ Μητροπολίτης τὶς δημοπρασίες καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς γιὰ τὰ ἐκτελούμενα ἔργα, ὅπως προβλέπει ἡ ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία.
7. Νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὶς Δημόσιες Ὑπηρεσίες διὰ μέσου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὅπως προβλέπει Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
8. Ἡ ἀλληλογραφία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μὲ τὴν Μητρόπολη νὰ γίνεται προσωπικὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν ὑπηρεσία Ταχυμεταφορῶν ἢ τὸ Ταχυδρομεῖο. Καὶ αὐτὸ νὰ γίνεται καὶ γιὰ τὶς ἄδειες ποὺ λαμβάνουν. Νὰ τὶς ζητοῦν προσωπικὰ καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν εὐχὴ τοῦ Μητροπολίτου. Διαφορετικὰ θεωρεῖται περιφρόνηση πρὸς τὸν Μητροπολίτη καὶ τὴν Μητρόπολη.
9. Νὰ διορθωθῇ τὸ Κτηματολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Νὰ ἐγγράφεται σὲ αὐτὸ καὶ ἡ περιουσία ποὺ εἶναι στὸ ὄνομα τῶν Μοναχῶν. Δηλαδὴ ἀναλυτικότερα δὲν ἐπιτρέπεται οἱ ἀγοραπωλήσεις τῶν κτημάτων καὶ αὐτοκινήτων νὰ γίνωνται στὰ ὀνόματα τῶν Μοναχῶν καὶ τῶν Ἱερομονάχων, κατὰ τὸν στ' Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου: «Οἱ Μοναχοὶ οὐδὲν ἴδιον ὀφείλουσιν ἔχει. Πάντα δὲ τὰ αὐτῶν προσκυροῦσθαι τὼ Μοναστηρίω... Δι' ὃ τοὶς ἐθέλουσι μονάζειν, ἄδεια δίδοται περὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς διατίθεσθαι πρότερον, καὶ οἷς βούλοιντο προσώποις, μὴ κεκωλυμένοις δηλονότι παρὰ τοῦ νόμου, τὰ αὐτῶν παραπέμπεσθαι. Μετὰ γὰρ τοὶ τὸ μονάσαι, τῶν προσόντων αὐτοῖς ἁπάντων, τὸ Μοναστήριον ἔχει τὴν κυριότητα καὶ οὐδὲν περὶ τῶν οἰκείων φροντίζειν, ἢ διατίθεσθαι, τούτοις παρακεχώρηται. Εἰ δὲ τὶς φωραθείη κτῆσὶν τινα, ἥτις οὐ κατεκληρώθη τὼ Μοναστηρίω, ἰδιοποιούμενος, καὶ φιλοκτησίας πάθει δουλούμενος, ταύτην μὲν παρὰ τοῦ Ἡγουμένου ἢ τοῦ Ἐπισκόπου ἀναλαμβάνεσθαι, καὶ πολλῶν παρουσία πιπρασκομένην, πτωχοῖς καὶ ἀπόροις διανέμεσθαι».
10. Τὸ Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς νὰ εἶναι ἀκριβές. Δηλαδὴ νὰ μὴ εἶναι διπλογραμμένοι καὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως καὶ στὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
11. Νὰ καθορισθῇ ἡ σχέση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μὲ τὸ ἁγιορείτικο Κελλὶ ἀπὸ πλευρᾶς μοναχολογίου καὶ οἰκονομικῶν. Προμήθειες πάσης φύσεως γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ νὰ μὴ γίνωνται στὸ ὄνομα τοῦ Κελλίου ἢ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὅπου βρίσκεται τὸ Κελλί.
12. Οἱ ἐπιχορηγήσεις ἀπὸ τὸ Κράτος, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ ἔξοδα ποὺ γίνωνται ἀπὸ τὴν Μονὴ σὲ σχέση μὲ τὰ ἐκτελούμενα ἔργα στὰ ὁποῖα ἀναφέρονται οἱ ἐπιχορηγήσεις νὰ ἐγγράφωνται στὸν προϋπολογισμό - ἀπολογισμὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
13. Σχετικὰ μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς θὰ ἰσχύση τὸ ἑξῆς: Γιὰ ὅ,τι ἐκτελέστηκε μέχρι τώρα, χωρὶς δημοπρασίες καὶ χωρὶς ἐγκρίσεις, ἀφ ἑνὸς μὲν νὰ ζητηθῇ ἐγγράφως συγγνώμη γιὰ τὴν μὴ ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Μητροπολίτου, ἀφ ἑτέρου δὲ νὰ ἐλεγχθοῦν τοὐλάχιστον τὰ ἔξοδα μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τοῦ ἀπολογισμοῦ. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν τώρα νὰ ἐγκριθοῦν οἱ πρὸ ἔτους γενόμενες δημοπρασίες - προσφορές. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ὁπωσδήποτε κάθε ἐκτελούμενο ἔργο θὰ γίνεται μὲ ἔγκριση προσφορῶν ἢ δημοπρασιῶν, ὅπως ἐπιτάσσει ὁ Νόμος.
14. Γιὰ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ θὰ ζητηθῇ ἄδεια λειτουργίας ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, διὰ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
15. Οἱ Ἱεροκήρυκες καὶ οἱ Κληρικοὶ ποὺ ὑπηρετοῦν σὲ Ἐνορίες θὰ κάνουν ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο ὡς πρὸς τὸ ἱεραποστολικό, λατρευτικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἔργο. Νὰ συμμετέχουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἤτοι στὰ ἑσπερινὰ Κηρύγματα, τὶς ἱερατικὲς Συνάξεις, τὶς ἐπίσημες λατρευτικὲς Συνάξεις, τὶς διάφορες ἄλλες ἐργασίες γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ δοθῇ ἐντολή.
16. Ὁ Ἡγούμενος σχετικὰ μὲ τὸν Μανδύα καὶ τὴν Πατερίτσα θὰ ἐφαρμόση ὅ,τι γίνεται στὰ Μοναστήρια ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἤτοι τὰ Μετέωρα καὶ τὶς Μονὲς τῆς Ἁγίας Λαύρας καὶ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Διονυσίου Ὀλύμπου κλπ.
17. Νὰ μὴ ἀναμειγνύεται ἡ Ἱερὰ Μονὴ μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ καὶ πρόσχημα στὶς δημοτικὲς καὶ ἐθνικὲς ἐκλογές. Ἡ Ἐκκλησία, κυρίως ὁ ἀποταξάμενος τοῦ κόσμου μοναχός, δὲν πολιτεύεται καὶ πολὺ περισσότερο δὲν κομματίζεται».
Αὐτὸ τὸ σχέδιο συμφωνίας ποτὲ δὲν ἐφαρμόσθηκε.
6. Πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀρσενίου Κομπούγια
Ὁ πρ. Πνευματικός τοῦ π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη μακαριστὸς Ἀρχιμανδρίτης π. Ἀρσένιος Κομπούγιας, ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ἐκδήλωσης τῆς κρίσης, ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν π. Σπυρίδωνα, μὲ τὴν ὁποία τὸν παρακαλοῦσε νὰ δείξη ὑπακοὴ στὸν Μητροπολίτη. Ἡ ἐπιστολὴ ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ἐπιστολὴ π. Ἀρσενίου Κομπούγια (1999)
«Ἀγαπητὲ μοὶ π. Σπυρίδων, ὁ Κύριος Παρῶν
Ἀδελφέ, πίστεψόν μοὶ ὅτι καὶ ἐγὼ ζὼ μέσα εἰς τὴν ὀδύνην τῶν θλίψεών σου. Ἠθέλησα νὰ παρακολουθήσω ἀμφοτέρας τὰς θέσεις καὶ ἀντιθέσεις, ὡς καὶ τὰς τελευταίας ἐνεργείας σου, ὡς καὶ τοῦ Ἐπισκόπου ἀκόμη καὶ τὰς ἀπαντήσεις τῆς Ι. Συνόδου ὡς τὴν πρὸ ἡμερῶν.
Πονᾶ ἡ ψυχή μου, ἀδελφέ, καὶ θὰ ἤθελα νὰ φύγη ἐκ μέσου ὑμῶν καὶ τοῦ Ἐπισκόπου ὁ σατανᾶς. Θὰ ἐρχόμουν ἐπάνω νὰ σὲ ἰδῶ, πλὴν φοβοῦμαι μήπως τύχω τῆς ἰδίας μεταχειρίσεως πρὸ ἐτῶν. Ἐπειδὴ αἰσθάνομαι ἁμαρτωλὸς στοὺς ὀφθαλμούς σου, γι αὐτὸ ζητῶ τὴν μακροθυμίαν σου καὶ τὴν συγχώρησιν. Καὶ πάλιν τώρα δι’ ἐπιστολῆς παρακαλῶ τὴν καλωσύνην σου, ἔλα κάτω νὰ συζητήσωμε μὲ τὴν μηδενότητά μου, ἢ ἄλλως, ἐὰν προτιμᾶς πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν στὸν Ἐπίσκοπον καὶ ὕστερα ἀπὸ μίαν συγγνώμην, συζητῆστε ἐν προσευχῇ καὶ ταπεινώσει, τὰ κεντρκὰ σημεῖα τῶν ἀντιπαραθέσεων καὶ νὰ εἶσθε βέβαιος ὅτι θὰ φύγη ὁ σατανᾶς. Ὁ Ἐπίσκοπος θὰ δείξη ἀγάπην καὶ κατανόησιν. Ταῦτα γράφω ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Ἐπισκόπου ἐλπίζων στὴν δικήν σου κατανόησιν ἐν Κυρίῳ καὶ σύνεσιν. Παρακαλῶ τὴν καλωσύνην σου μὴν δίδης πίστιν σὲ δημοσίευμα. Εἶναι ψευδέστατον καὶ ὁ Ἀκαρνανίας (σ. Θεόκλητος) ἔστειλε αὐστηρὰν διάψευσιν στὴν ἐφημερίδα καὶ ἡ Ι. Σύνοδος δὲν εἶχε ἰδέαν. Οὔτε νὰ ἀναζητήσης λύσεις ποὺ μᾶλλον θὰ ἐξυπηρετήσουν τὸν ἐχθρόν. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερόθεος καθὼς ἐξ ἀρχῆς διακήρυξε δημοσίως εἶναι ὁ αὐτός. Εἶναι ὁ εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος καὶ φιλομόναχος καὶ δὲν στενοχωρεῖται ὀλιγώτερον ἀπὸ σέ. Ἐγὼ πιστεύω ἀπὸ σὲ ἐξαρτῶνται ὅλα μὲ λίγην ταπείνωσιν ἐν φόβῳ Θεοῦ, συνεξήγησιν μὲ βάσιν τὸν εἰρηνοποιὸν Χριστόν, τὸ δίκαιον, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἐν Χριστῷ τακτοποίησιν.
Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς διέκρινα σᾶς ἀγαπᾶ πολὺ καὶ θὰ σᾶς ἀγαπήση πιὸ πολύ, ἐὰν καὶ σεὶς δείξετε κατανόησιν καὶ ὑπακοήν. Ἂς γίνη καὶ κάποια θυσία στὶς πολυδιάστατες ἐνέργειες τῆς Μονῆς διὰ τὸν Χριστόν μας. Ἐνῷ περὶ χρημάτων δὲν εἶναι λόγος ὡς εἰς ἄλλα μοναστήρια.
Συγχώρησόν μοὶ τὼ ἁμαρτωλῷ μήπως κάπου στὴν ἐπιστολὴ σὲ ἐλύπησα.
Μὲ ἀγάπη Χριστοῦ καὶ ἐλπίδα
Ὁ τάλας Ἀρσένιος
Υ.Γ. Ἔγραφον νύκτα κατὰ τὴν ἀκολουθίαν κάτω ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένον στὸ Ἱερό».
7. Πρόταση γιὰ συνάντηση σὲ ἐφαρμογὴ σχετικῆς Συνοδικῆς Ἀποφάσεως καὶ παρέμβαση τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χριστοδούλου, πρὸς ἐπίλυση τῶν θεμάτων (Φεβρουάριος-Μάρτιος 2000).
Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2000, ὕστερα ἀπὸ ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τὸ ὑπ' ἀριθμ. Πρώτ. 132/21-2-2000 ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτου πρὸς τὴν Ἱερὰ Μονή, προγραμματίσθηκε συνάντηση γιὰ τὴν Δευτέρα 6 Μαρτίου στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, μεταξὺ ἀφ' ἑνὸς μὲν τοῦ Μητροπολίτου, τοῦ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου καὶ τοῦ Λογιστοῦ-Διαχειριστοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀφ' ἑτέρου δὲ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τῶν μελῶν του Ἠγουμενοσυμβουλίου. Στὴν συζήτηση θὰ παρευρίσκονταν καὶ οἱ δύο νομικοὶ σύμβουλοι, ἕνας ἀπὸ κάθε πλευρά, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ νομικὰ προβλήματα.
Ὁ Μητροπολίτης καθόριζε μὲ ἔγγραφό του τὰ πλαίσια στὰ ὁποῖα θὰ γίνη ἡ συζήτηση γιὰ νὰ λυθοῦν ὅλα τὰ θέματα καὶ νὰ μὴν εἶναι μιὰ συζήτηση νεφελώδης. Στὸ ἔγγραφό του αὐτὸ κατάληγε:
«Προσευχήθηκα θερμὰ στὴν Παναγία την Ἀμπελακιώτισσα, στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Της, ὅπου ἐλειτούργησα σήμερα, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ θαυματουργικὸ χέρι τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ καὶ προστάτου τῆς Ἐπαρχίας μας, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει σήμερα, νὰ πρεσβεύουν ὥστε ἡ συνάντηση αὐτὴ νὰ εὐδοκιμήση, νὰ λυθοῦν κατὰ τὸν κανονικὸ τρόπο τὰ ἐκκρεμούντα ζητήματα, γιὰ νὰ παύσουν νὰ ὑφίστανται ὅλες οἱ ἀντικανονικὲς ἐνέργειες πρὸς μεγάλη χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ καταισχύνη τοῦ πονηροῦ, τοῦ ὁποίου ἔργο εἶναι οἱ διαιρέσεις τῶν Χριστιανῶν».
Ἀλλὰ ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἀπήντησε μὲ ἔγγραφο τὸ ὁποῖο στὴν οὐσία ὑπονόμευε τὴν ὁποιαδήποτε συζήτηση. Κατόπιν τούτου ἀνεβλήθη ἡ ὁποιαδήποτε συνάντηση γιὰ τὸ μέλλον, ὅταν θὰ ὑπῆρχε τὸ κατάλληλο κλίμα.
Τὸ τρία ἔγγραφα τὰ ὁποῖα ἀντηλλάγησαν εἶναι πάρα πολὺ ἐνδεικτικά:
Α) Μητροπολίτου πρὸς Ἡγούμενο (140/23-2-2000)
«Σᾶς γράφω μετὰ τὴν τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία ποὺ εἴχατε μαζί μου καὶ τὴν ἐπιθυμία σας νὰ συναντηθοῦμε γιὰ νὰ λυθοῦν τὰ ἐκκλησιολογικά, κανονικὰ καὶ νομικὰ θέματα τὰ ὁποῖα ἀνεφύησαν, κυρίως τὰ δύο τελευταῖα χρόνια, ὄχι βέβαια ἀπὸ ὑπαιτιότητά μου. Καὶ προφανῶς ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπικοινωνίας αὐτῆς προῆλθε ἀπὸ τὸ ὑπ ἀριθμ. Πρώτ. 685/1-2-2000 ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τὸ ὑπ ἀριθμ. Πρώτ. 132/21-2-2000 ἔγγραφό μου, στὸ ὁποῖο μεταξὺ ἄλλων γραφόταν: «Διατηροῦμε μιὰ ἐλπίδα ὅτι τὴν ὑστάτη αὐτὴ στιγμὴ θὰ ἀποκαταστήσετε τὴν διασαλευθεῖσα ἐπικοινωνία μὲ τὸν Μητροπολίτη σας καὶ θὰ ἐφαρμόσετε τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, τὴν ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μὲ εὐπείθεια, ὑπακοὴ καὶ εἰλικρίνεια».
Ἡ προοπτικὴ τῆς συναντήσεως αὐτῆς μὲ χαροποιεῖ ἰδιαιτέρως καὶ διατηρῶ τὴν ἐλπίδα, τοὐλάχιστον ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πλευρά μου, νὰ ἀποκατασταθοῦν οἱ σχέσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς πρὸς τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη, γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ ποιμνίου καὶ βεβαίως τὴν δική σας, ἀφοῦ ἀποτελεῖτε μέρος τοῦ ποιμνίου τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως. Μένει ὅμως νὰ καθορισθῇ ἐπακριβῶς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον θὰ γίνη ἡ συνάντηση αὐτή, ὥστε νὰ ἔχουμε ἀγαθὰ ἀποτελέσματα καὶ ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι κατὰ τὸ δυνατὸν ἀδιατάρακτη καὶ διαχρονική.
Μελετῶντας τὸ θέμα αὐτὸ κατέληξα στὸ ὅτι ἡ συνάντηση αὐτὴ πρέπει νὰ γίνη μέσα στὰ ἑξῆς πλαίσια:
1. Πρὶν τὴν ἡμέρα τῆς συναντήσεώς μας πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀπαντήσετε στὰ ὑπ ἀριθμ. 113/15-2-2000, 114/15-2-2000 καὶ 115/15-2-2000 ἔγγραφα τὰ ὁποῖα σᾶς ἀπέστειλα, γιατί εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συγκεκριμένων θεμάτων, κατὰ τὴν συζήτηση. Ἤδη ἔχει παρέλθει ἡ προθεσμία ἀπαντήσεως, καὶ ἔχετε δείξει ὀλιγωρία.
2. Ἡ συνάντηση θὰ γίνη στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, παρόντων ὁλοκλήρου του Ἠγουμενοσυμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἤτοι ὑμῶν, τοῦ Ἄρχιμ. Ἱερωνύμου Δελημάρη καὶ τοῦ Ἄρχιμ. Νεκταρίου Γκολιοπούλου, οἱ ὁποῖοι φέρονται ὡς μέλη του Ἠγουμενοσυμβουλίου –ἂν καὶ δὲν ἔχει ἐνημερωθῇ ὁ Μητροπολίτης γιὰ νὰ παρέξη τὴν εὐλογία του– καθὼς ἐπίσης καὶ τοῦ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πρώτ. Ἀθανασίου Λαουρδέκη καὶ τοῦ Πρώτ. Θεμιστοκλῆ Τσιτσιρίκη, διαχειριστοῦ καὶ λογιστοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἐπὶ πλέον στὴν συνάντηση αὐτὴ θὰ παρευρίσκωνται καὶ δύο Νομικοὶ Σύμβουλοι, ἕνας ἀπὸ κάθε πλευρά, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία θὰ εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν νομικῶν προβλημάτων. Βεβαίως, ἡ βαρύτητα θὰ δοθῇ στὴν κανονικότητα καὶ δευτερευόντως στὴν νομιμότητα.
3. Ἡ θεματολογία τῆς συναντήσεως πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἑξῆς:
- α) Θὰ διαβαστοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πάνω στὰ θέματα αὐτά, ὥστε νὰ τεθοῦν τὰ ἐκκλησιολογικὰ πλαίσια τῆς συζητήσεως. Δὲν πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς Συνοδικὲς ἀποφάσεις καὶ τὶς γνωμοδοτήσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων. Ὡς γνωστὸν οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς στηρίζονται πάνω στὸ κανονικὸ καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας.
- β) Μεταξύ των δυό μας (Μητροπολίτου καὶ Ἡγουμένου) θὰ γίνη ἀνασκόπηση γιὰ τὴν περίοδο μετὰ τὴν πρώτη συζήτηση (1 Μαρτίου 1999). Ἀφοῦ διαβαστῇ τὸ σχετικὸ μνημόνιο, θὰ ἐρευνηθοῦν τὰ αἴτια γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐτηρήθησαν τὰ συμφωνηθέντα.
- γ) Θὰ γίνη ἀνάλυση κάθε ἐπὶ μέρους θέματος, ἤτοι προϋπολογισμῶν - ἀπολογισμῶν, ἀνεγέρσεως τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, Ἐπενδύσεως ἀπὸ τὸ Κράτος, Ἀδελφότητας, Ἑταιρείας Περιωρισμένης Εὐθύνης, Ἐπιστροφῆς Φ.Π.Α., Κτηματολογίου, Κελλίου Ἅγιος Ἐλευθέριος Ἁγίου Ὅρους κλπ. Ἡ συζήτηση δὲν θὰ γίνη ἀπὸ μηδενικὴ βάση, ἀλλὰ μὲ βάση τὶς ἀρχὲς ποὺ ἐτέθησαν στὴν συνάντηση τῆς 1-3-1999, καὶ βεβαίως θὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ νέα θέματα ποὺ ἀνεφύησαν.
- δ) Μετὰ τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων αὐτῶν θὰ συζητηθοῦν μεταξὺ τῶν δύο μας τὰ προσωπικὰ προβλήματα ποὺ δημιουργήθηκαν.
4. Ὁ χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ πραγματοποιηθῇ ἡ συνάντηση πρέπει νὰ εἶναι μετὰ τὴν ἐπιστροφή μου ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἤτοι τὴν Δευτέρα 6 Μαρτίου ε. ἔ. καὶ ὥρα 10 π. μ., ἀφοῦ ἐν τὼ μεταξὺ ἀποστείλετε τὶς ἀπαντήσεις στὰ ὡς ἄνω ἀναγραφόμενα ἔγγραφά μου.
Προσευχήθηκα θερμὰ στὴν Παναγία την Ἀμπελακιώτισσα, στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Της, ὅπου ἐλειτούργησα σήμερα, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ θαυματουργικὸ χέρι τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ καὶ προστάτου τῆς Ἐπαρχίας μας, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει σήμερα, νὰ πρεσβεύουν ὥστε ἡ συνάντηση αὐτὴ νὰ εὐδοκιμήση, νὰ λυθοῦν κατὰ τὸν κανονικὸ τρόπο τὰ ἐκκρεμούντα ζητήματα, γιὰ νὰ παύσουν νὰ ὑφίστανται ὅλες οἱ ἀντικανονικὲς ἐνέργειες πρὸς μεγάλη χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ καταισχύνη τοῦ πονηροῦ, τοῦ ὁποίου ἔργο εἶναι οἱ διαιρέσεις τῶν Χριστιανῶν».
Β) Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως πρὸς Μητροπολίτη (31/29-2-2000)
«Διὰ τοῦ παρόντος καὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 140/23-2-200 ἐγγράφου Σας, προαγόμεθα νὰ Σᾶς ἀναφέρωμεν τὰ ἑξῆς:
Ἀποδεχόμεθα τὴν πρόσκλησίν Σας καὶ θὰ ἔλθωμεν ὁπωσδήποτε εἰς συνάντησίν Σας, τὴν Δευτέραν 6-3-1999. Ὅμως, μετὰ σεβασμοῦ καὶ ταπεινώσεως ἀπαντῶμεν εἰς τὰς κατηγορίας τοῦ ἐγγράφου Σας, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ὅρους τῆς μελλοντικῆς μας συναντήσεως:
- Δὲν Σᾶς ἐζητήσαμεν ἐμεῖς συνάντησιν.
- Δὲν ὑπάρχουν προβλήματα εἰς τὰς σχέσεις μας ἐξ ὑπαιτιότητός μας.
- Δὲν διεσαλεύσαμεν ἐμεῖς τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Μητροπολίτην μας.
- Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πλευράν μας ἡ ἀποκατάστασις τῶν σχέσεών μας.
- Δὲν ὑπῆρξαν τὴν 1-3-1999 «συμφωνηθέντα» μεταξὺ Ἡγουμένου καὶ Μητροπολίτου. Τὸν Ἀπρίλιον ἢ Μάϊον 1999, ὑποκύψας ὁ Ἡγούμενος εἰς πιέσεις, ὑπεσχέθη ὅτι θὰ προσπαθήση νὰ πείση τοὺς πάντας καὶ νὰ παραμερισθοῦν τὰ ἐμπόδια διὰ νὰ ἐφαρμοσθοῦν μέχρι τέλους 1999, αἱ ἐντολαὶ τοῦ ἐγγράφου, ἐπικαλουμένου «μνημονίου». Ἐφηρμόσθησαν ὅλαι πλὴν ἐλαχίστων, αἱ ὁποῖαι εἶναι πρακτικῶς ἀδύνατον νὰ ἐφαρμοσθοῦν τώρα. Θὰ ἐφαρμοσθοῦν ἀργότερα, παρ’ ὅλον του ὅτι οὐδεὶς Νόμος ἐπιβάλλει τὴν ἐφαρμογή τους.
- Δὲν δεχόμεθα τὰς κατηγορίας τοῦ ὡς ἄνω ἐγγράφου.
- Δὲν δύναται νὰ γίνη καλὴ συζήτησις ὑπὸ ἐκβιαστικοὺς ὅρους.
- Δὲν ἔχουν τίποτε νέον νὰ εἰποῦν οἱ Νομικοί μας Σύμβουλοι. Ἤδη ἐξεφράσθησαν.
- Δὲν τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτησιν ἡ νομιμότης καὶ ἡ κανονικότης τῆς Μονῆς.
- Ἔχομεν ἤδη συζητήσει, δι’ ὅλα τὰ θέματα τοῦ θεματολογίου Σας.
- Μία συζήτησις διὰ τὰ προσωπικὰ Σας μὲ τὸν Καθηγούμενον, ἅς γίνη κατ’ ἰδίαν, ἄλλοτε.
- Δὲν μᾶς προσφέρει τίποτε μία προσευχή, ὅταν μέσα εἰς αὐτήν μᾶς κατακρίνετε.
- Οἱ ὅροι καὶ τὸ σχέδιον τῆς συναντήσεως, δὲν πρόκειται νὰ ὁδηγήσουν εἰς αἴσιον τέλος.
- Μὲ πνευματικὸν σχέδιον καὶ μὲ πνευματικὰς προϋποθέσεις, ἴσως ὑπάρξη ἐπιτυχία.
Ἐν ἀναμονῇ τῆς συναντήσεώς μας, διὰ «νὰ ἀποκατασταθοῦν αἱ σχέσεις», διατελοῦμεν...»
Γ) Μητροπολίτου πρὸς τὸ Ἠγουμενοσυμβούλιο (156/4-3-2000)
«Ἔλαβα τὸ ὑπ ἀριθμ. Πρώτ. 31/29-2-2000 ἔγγραφόν σας καὶ αἰσθάνθηκα βαθειὰ θλίψη, τόσο γιὰ τὸ περιεχόμενο ὅσο καὶ γιὰ τὸ ὕφος του.
Σὲ ἀπάντηση ἔχω νὰ ὑπογραμμίσω τὰ ἀκόλουθα.
1. Ἀποδεικνύεται σαφῶς ἀπὸ τὸ κείμενό σας ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖτε τὴν συνάντηση ἡ ὁποία εἶχε ὁρισθῇ γιὰ τὴν Δευτέρα 6 Μαρτίου ε.έ., παρ ὅτι ὁ Ἡγούμενος τὴν ζήτησε μὲ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία ποὺ εἶχε μαζί μου τὴν ἑσπέρα τῆς Τρίτης 22 Φεβρουαρίου ἐ.ἔ. καὶ μάλιστα δύο φορές, τὴν δὲ δευτέρα φορά μου ἀνέφερε ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε νὰ εἶναι παρὸν ὁλόκληρο τὸ Ἠγουμενοσυμβούλιο κατὰ τὴν συνάντηση!! Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι φοβᾶσθε τὴν συνάντηση αὐτή.
2. Ἐπιστρέφεται ὡς ἀπαράδεκτον τὸ ὡς ἄνω ἔγγραφόν σας, καθὼς ἐπίσης ἐπιστρέφονται ὡς ἀπαράδεκτα καὶ τὰ ὑπ ἀριθμ. Πρώτ. 20/14-2-2000 21/14-2-2000 καὶ 22/14-2-2000 ἔγγραφά σας. Κρατῶ ὅμως φωτοτυπίες τους γιὰ ὑπόμνηση καὶ ἀπόδειξη τοῦ φαρισαϊκοῦ πνεύματος καὶ τοῦ ἀντιεκκλησιαστικοῦ φρονήματος ποὺ σᾶς διακρίνει.
3. Ὑπάρχουν τεράστια ἐκκλησιολογικά, κανονικὰ καὶ νομικὰ θέματα στὴν Ἱερὰ Μονή, ὅπως ἀποδεικνύεται σαφῶς ἀπὸ τὴν ἀπὸ 16ης Ὀκτωβρίου 1998 γνωμοδότηση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν Ζητημάτων, τὴν ὁποία ἀποδέχθηκε ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀπὸ 5ης Νοεμβρίου 1998 ἀπόφασή της (ἀριθμ. Πρώτ. 2442, 3720, 4052/19ης Νοεμβρίου 1998), καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπ ἀριθμ. Πρώτ. 263/19-1-1999, 680/24-2-1999 καὶ 685/1-2-2000, καθὼς καὶ τὴν ὑπ ἀριθμ. 2670/16-12-1998 Ἐγκύκλιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἐπίσης, μὲ πρόσφατη ἀπόφασή της ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, σὲ ἀπάντηση ἐρωτημάτων μου σχετικὰ μὲ τὰ θέματα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς σας, υἱοθέτησε πλήρως τὶς ἀπόψεις τοῦ διαπρεποῦς Νομικοῦ, Ἀντιπροέδρου τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας κ. Ἀναστασίου Μαρίνου, ὁ ὁποῖος ἔθεσε καὶ ἔλυσε ὀρθῶς τὰ θέματα. Ἀκόμη σημαντικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ εἶναι καὶ ἡ γνωμοδότηση τοῦ κ. Σπύρου Τρωϊάνου, ἡ ὁποία ἀπεστάλη στὴν Ἐπιστημονικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Νομικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὕστερα ἀπὸ ἐρώτημα ποὺ ὑπέβαλε στὴν Ἐπιτροπὴ ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος καὶ δημοσιεύθηκε στὸ Περιοδικὸ «Ἐκκλησία». Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀπὸ 16-10-1998 γνωμοδότηση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν Ζητημάτων διατυπώθηκε μετὰ ἀπὸ πολύωρη συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἐμελέτησε τὰ σχετικὰ κείμενα μαζὶ μὲ τὶς γνωμοδοτήσεις τῶν δικῶν σας νομικῶν συμβούλων, ἤτοι τοῦ κ. Σπύρου Τρωϊάνου καὶ κ. Ἰωάννου Παναγοπούλου, ἡ ὑπ ἀριθμ. Πρώτ. 263/19-1-1999 ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶχε ὑπ ὄψη της τὴν γνωμοδότηση τοῦ κ. Ἰωάννου Κονιδάρη, τὴν ὁποία δὲν ἀποδέχθηκε, καὶ ἡ μελέτη τοῦ κ. Ἀναστασίου Μαρίνου τὴν ὁποία υἱοθέτησε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀντιμετώπισε νομοκανονικῶς καὶ τὶς τρεῖς προηγούμενες γνωμοδοτήσεις καὶ τὸ ὅλο θέμα.
4. Καλλιεργεῖτε ἔντονα καὶ ἀναπτύσσετε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ δυνάμει σχίσμα στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου μὲ συνταρακτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν σωτηρία σας.
5. Ἡ διαγωγή σας αὐτή, ὅπως ἐκδηλώνεται καθημερινῶς μὲ αὐξανόμενο ρυθμό, μὲ ἀπασχολεῖ ἔντονα καὶ θὰ λάβω τὰ δέοντα κανονικὰ μέτρα.
Ἑπομένως, ἐφ ὅσον τὰ δεκατέσσερα (14) σημεῖα τοῦ ἀποσταλέντος ἐγγράφου σας ἔρχονται σὲ ἀντίφαση καὶ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκδηλωθεῖσα ἐπιθυμία σας γιὰ συνάντηση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι στὴν οὐσία δὲν ἐπιθυμεῖτε τὴν πραγματοποίησή της γιὰ τὴν λύση τῶν ἀναφυέντων προβλημάτων, τῶν ὁποίων τὴν ὕπαρξη ὑποκριτικῶς ἀρνεῖσθε μὲ τὰ ὡς ἄνω ἔγγραφά σας, γι αὐτὸ μὲ τὶς συνθῆκες αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ συνάντηση τὴν ὁρισθεῖσα ἡμέρα καὶ ὥρα. Μπορεῖ νὰ γίνη στὸ μέλλον ὅταν ἐπιδείξετε πνεῦμα ταπεινώσεως, ὑπακοῆς, μετανοίας, αὐτομεμψίας καὶ ἐκδηλώσετε στὴν πράξη τὸν σεβασμὸ στὸ ἱεραρχικὸ πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ στὶς ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, οἱ ὁποῖες εἶναι σαφεῖς καὶ ἐκπλήττομαι διότι δὲν θέλετε νὰ τὸ ἀντιληφθῆτε.
Εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι ὁ Θεὸς «ὁ μείζων τῆς καρδίας ἡμῶν» (Ἂ( Ἰω. γ», 20) γνωρίζει ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὰ αἴτια, τὶς σκοπιμότητες, τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις καὶ τὶς ἐπιδιώξεις σας.
Ἡ συνείδησή μου δὲν μὲ ἐνοχλεῖ καθόλου στὸ θέμα αὐτό, μᾶλλον ἔχω ἐνοχλήσεις, ἐπειδὴ ἀντιλήφθηκα πολὺ ἀργὰ τὴν ὅλη κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἱερὰ Μονή σας, ἀφοῦ ἐν τὼ μεταξύ σας εὐεργέτησα γιὰ τρία χρόνια ποικιλοτρόπως. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δείχνει τὶς ἀγαθὲς προθέσεις μου ἀπέναντί σας»
8. Ἡ δεύτερη Τριμελὴς Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ἐξ Ἡγουμένων (Μάϊος - Αὔγουστος 2000)
Ἐπειδὴ ἡ παρέμβαση τῆς πρώτης Τριμελοῦς Ἐπιτροπῆς ἐξ Ἀρχιερέων δὲν ἔφερε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα, ὁ Μητροπολίτης ζήτησε ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο νὰ προτείνη στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τὸν σχηματισμὸ Ἐπιτροπῆς ἐξ Ἡγουμένων, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχη ἡ προκατάληψη ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Μονῆς καὶ ἡ ὑποψία περὶ μεροληψίας.
Πράγματι, μὲ Συνοδικὴ Ἀπόφαση (2326/18-5-2000) ὁρίσθηκε Τριμελὴς Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐξ Ἡγουμένων ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν Μεγάλου Μετεώρου π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Παρακλήτου π. Τιμόθεο Σακκὰ καὶ Ἁγίου Διονυσίου του ἐν Ὀλύμπῳ π. Μάξιμο Κυρίτση.
Ἡ Ἐπιτροπὴ ἐξ Ἡγουμένων, μετὰ τὴν περάτωση τῆς ἔρευνάς της, κατέθεσε δύο ὑπομνήματα στὴν Ἱερὰ Σύνοδο στὰ ὁποῖα, πέρα ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἐκτιμήσεις ἑνὸς ἀπὸ αὐτά, συμφωνοῦσαν σὲ δύο συγκεκριμένα σημεῖα:
Πρῶτον. Ὅλες οἱ ἐνέργειες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς νὰ ἱδρύουν Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες καὶ Ἑταιρεῖες Περιωρισμένης Εὐθύνης εἶναι ἀντικανονικές, ἀντιεκκλησιαστικὲς καὶ παράνομες.
Γιὰ τὴν Ἀστικὴ Ἑταιρεία γράφεται:
«Διὰ τοῦ Καταστατικοῦ τούτου πάνυ ἀντικανονικῶς τίθεται ὑπὸ κηδεμονίαν ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου καὶ διαπλέκεται καὶ ἐμπλέκεται μὲ σωματεῖα κοσμικὰ "παρὰ γνώμην" τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου παρὰ πᾶσαν Κανονικήν, Ἐκκλησιαστικὴν Παράδοσιν καὶ τάξιν».
Ἐπίσης, γιὰ τὴν ἴδια Ἑταιρεία γράφεται:
«Οὐσιαστικὰ πρόκειται περὶ συστάσεως Κοινοβίου (Ἱερὰς Μονῆς), μὲ διαδικασίες ὅμως ποὺ εἶναι ἀντικανονικές, ἀντιεκκλησιαστικὲς καὶ ἀντιπαραδοσιακές».
Ἡ σύσταση Ἀδελφότητος μὲ τὴν ἐπωνυμία "Ἀδελφότης Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος" καὶ ἕδρα τὴν Ναύπακτον «συνιστᾶ τὸ μὲν ἀντικανονικὴν ἐνέργειαν, τὸ δὲ μὴ νόμιμον ἐνέργειαν, ἐφ' ὅσον μὲ αὐτὴν ἐπιχειρεῖται κατάρτισις (πολυμελοῦς) δικαιοπραξίας ἀπολύτως ἀκύρου, ποὺ ἔγινεν ἀπὸ πρόσωπα στερούμενα τοιαύτου δικαιώματος... Ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἀκυρότητος μπορεῖ νὰ γίνη μετὰ ἀπὸ ἀγωγὴ ὁποιουδήποτε, ὁ ὁποῖος ἔχει ἔννομον συμφέρον καὶ ὁπωσδήποτε ὑπὸ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, τὸ ἔννομον συμφέρον τοῦ ὁποίου εἶναι πρόδηλον, ἐφ' ὅσον εἰς τὴν ἐπισκοπικήν του δικαιοδοσίαν περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς κανονικότητος τῶν ἐνεργειῶν τῶν Μοναχῶν καὶ τῶν Μονῶν τῆς Ἐπαρχίας του».
Γιὰ τὴν ΕΠΕ λέγεται:
«Οἱ κοινοβιάται Μοναχοὶ δὲν δύνανται νὰ συμμετέχουν εἰς ἐμπορικὰς ἑταιρείας... Οἱ πέντε Μοναχοὶ μέτοχοι, ἐξ ἀντικειμένου παρεβίασαν, καὶ μόνον μὲ τὴν ἐνέργειάν των αὐτὴν τῆς συστάσεως τῆς ΕΠΕ, τοὺς ἱεροὺς Κανόνας». «Λόγῳ τοῦ ἀσυμβιβάστου τῶν Μοναχῶν νὰ ἱδρύσουν ἐμπορικὴν ἑταιρείαν, ἡ ἐν λόγῳ ΕΠΕ εἶναι ἄκυρος».
Γιὰ ὅλα τὰ Σωματεῖα καὶ τὶς Ἑταιρεῖες γράφεται:
«Ἡ παράπλευρος λειτουργία τῶν ἀνωτέρων νομικῶν προσώπων ἔγινε διὰ τὴν οὐσιαστικὴν ἀναίρεσιν ἀσκήσεως ἐκ μέρους τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου τοῦ ἐλέγχου τῆς κανονικότητος τῶν ἐνεργειῶν των, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐλέγχου νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῆς Μονῆς των... Διὰ μικροοικονομικοὺς σκοποὺς καὶ ἐπιδιώξεις ἀποδυναμοῦται ἡ Ἱερὰ Μονή, Ἱερὸν καὶ πνευματικὸν καθίδρυμα, καθηγιασμένον καὶ προωρισμένον εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ δημιουργοῦν περιουσιακὰ στοιχεῖα τὰ παράκεντρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σωματεῖα, Σύλλογοι κλπ. συσταθέντα κατὰ τοὺς κοσμικοὺς νόμους καὶ δὴ κατὰ παράβασιν τούτων, ὡς προελέχθη, ἡ διάλυσις τῶν ὁποίων εἶναι δυνατὴ ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν».
Γιὰ τὴν ἐπένδυση ἐκ πολλῶν ἑκατομμυρίων ὑπὸ τοῦ Κράτους γράφεται:
«Ἡ μὴ ἐμφάνισις αὐτῶν τῶν ἑκατομμυρίων (τῆς ἐπενδύσεως) εἰς τὴν κυρίαν Διαχείρισιν τῆς Μονῆς εἶναι ἀπαράδεκτος, μὴ σύννομος καὶ ἀκατανόητος», διότι ἡ ἐπένδυση «εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν δὲν ἀποβλέπει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιδιώκη τὴν διάσπασιν τοῦ 'Ἑνιαίου τῆς διαχειρίσεως τῆς Μονῆς».
Γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ Φόρων ΦΠΑ ποὺ δὲν κατεγράφη στοὺς ἀπολογισμοὺς τῆς Μονῆς γράφεται:
«Δεδομένου ὅτι τὸ προϊὸν αὐτῶν τῶν ἐπιστροφῶν δὲν ἐμφανίζεται εἰς τὸ βιβλίον Ταμείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, χωρὶς νὰ εἶναι γνωστὸν ποὺ διοχετεύεται, ὅτι λείπουν στοιχεῖα καὶ διατυπώσεις ποὺ τὰς καλύπτουν, γεννᾶται μεῖζον θέμα, ἐφ' ὅσον ἀποδειχθοῦν τα καταγγελλόμενα, τὰ ὁποῖα ἐγγίζουν εὐθέως ἀκόμη καὶ τῆς ποινικῆς εὐθύνης».
Δεύτερον. Οἱ καταγγελίες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὅτι ὁ Μητροπολίτης ἐπιζητοῦσε ἢ ἐπεδίωκε ὑψηλὸ ποσοστὸ ἀπὸ τὶς εἰσπράξεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς γιὰ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη ἀποδείχθηκε ψευδὴς καὶ συκοφαντική. Γι' αὐτὸ στὰ ὑπομνήματα γράφεται:
Μὲ τὴν μὴ ἀπόδοση τῶν διαφόρων εἰσφορῶν διαπιστώνεται πρόθεση ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς «ἐνσυνειδήτου ζημιώσεως τῶν νομίμων δικαιωμάτων Τρίτων καὶ τοῦ Δημοσίου. Μία τακτικὴ ποὺ συνθέτει πλῆθος ποινικῶν ἀδικημάτων, ὅπως τῆς παραβάσεως καθήκοντος, τῆς ἀποκρύψεως Ἐσόδων - Δαπανῶν, τῆς ἀλλοιώσεως Ταμείου, τῆς πλαστότητος στοιχείων, τῆς περιφρονήσεως διατάξεων Νόμων καὶ Κανονισμῶν, τὴν πρόκλησιν οἰκονομικῆς ζημίας εἰς τρίτους καὶ τὸ Δημόσιον... Ὅσον ἀφορᾶ τὴν εἰσφορὰν 10% ἐπὶ τῶν εἰσπράξεων τῆς Μονῆς ὑπὲρ τῆς Μητροπόλεως, τὴν ὁποίαν ἐπιζητεῖ καὶ ἐπιδιώκει δῆθεν ὁ Ἐπίσκοπος, ὅπως κατὰ κόρον προβάλλεται ὑπὸ τῆς Μονῆς, γεγονὸς ποὺ τὴν ὑποχρεώνει νὰ ἀποκρύπτη ἔσοδά της, ἀδικεῖ ἰδιαιτέρως τὸν Ἐπίσκοπον καὶ ἐκθέτει ἐντόνως τὴν Μονήν. Εἰς την προκειμένην ὅμως περίπτωσιν οἱ ἰσχυρισμοὶ εἶναι ἀβάσιμοι, ἀστήρικτοι καὶ ἀλλοῦ προφανῶς ἀποσκοποῦν... Ἑπομένως αἱ ἐπίμονοι, ἔντονοι καὶ πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν διαδόσεις, ὅτι τὸ κύριον σημεῖον τριβῆς, διαφορᾶς καὶ ἀντιδράσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς εἶναι αἱ δῆθεν ἄνομοι εἰσπρακτικαὶ διαθέσεις τοῦ Ἐπισκόπου εἰς βάρος της, κρίνεται ἀστήρικτον καὶ ἀναληθές. Ἡ ὅλη δὲ ἀκολουθηθεῖσα τακτικὴ ἐνέχει σαφῆ στοιχεῖα ἠθελημένου καὶ μεθοδευμένου διασυρμοῦ τοῦ Ἐπισκόπου».
«Ὅσον ἀφορᾶ τὴν εἰσφορὰ 10%, ὁ Μητροπολίτης δήλωσε καὶ στὴν ἐπιτροπὴ ἀλλὰ καὶ ἐγγράφως, ὅτι δὲν ἐπιδιώκει νὰ τὴν εἰσπράξη,... Εἶναι ἑπομένως ἀδικαιολόγητη ἡ περαιτέρω ἐπιμονὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς νὰ αἰτιᾶται τὸν Μητροπολίτη γιὰ τὸ θέμα αὐτό».
Ὅμως, παρὰ τὸ σαφὲς πόρισμα τῆς Ἐπιτροπῆς τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὰ δύο αὐτὰ ζητήματα, ἡ Ἱερὰ Μονὴ μέχρι καὶ τὴν ἡμερομηνία τῆς ἐκδόσεως τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος περὶ διαλύσεως τοῦ νομικοῦ της προσώπου δὲν ἔκανε κανένα βῆμα πίσω, ἀφοῦ τὰ Σωματεῖα καὶ οἱ Ἑταιρεῖες συνεχίζουν νὰ λειτουργοῦν καὶ μάλιστα ἀνέλεγκτα καὶ κάτω ἀπὸ καθεστὼς ἀδιαφάνειας, καὶ τὸ κυριώτερο «ὅπλο» τῆς Μονῆς στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν αὐτονόμησή της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία συνέχιζε νὰ παραμένη ἡ συκοφαντία κατὰ τοῦ Μητροπολίτου περὶ δῆθεν ἐκζητήσεως χρημάτων.
9. Ἐπίσκεψη τοῦ π. Ἀρσενίου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως μὲ ἀποκλειστικῶς δική του πρωτοβουλία καὶ συζήτηση μὲ τὸν τότε Ἡγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη (Ὀκτώβριος 2001)
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2001, ὁ π. Ἀρσένιος Κομπούγιας –ποῦ ὅπως προαναφέρθηκε διετέλεσε ἐπὶ ἕνδεκα ἔτη Πνευματικὸς τοῦ πρώην Ἡγουμένου π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη– μὲ δική του ἀποκλειστικὰ πρωτοβουλία ἐπισκέφθηκε τὸν πρώην Ἡγούμενο στὴν Μονή, προκειμένου νὰ διαμεσολαβήση καὶ νὰ τὸν πείση νὰ ζητήση συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο. Τὸ περιεχόμενο τῆς ὅλης συζητήσεως ὁ π. Ἀρσένιος τὸ κατέγραψε ἀργότερα σὲ κείμενο τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Φοβερὸν ἐπεισόδιον στὴ ζωή μου
Τὴν 29/10/2001, μετὰ τὴν ἐκ τῆς πρωϊνῆς ἀκολουθίας ἐπιστροφὴν εἰς τὸ δωμάτιόν μου, μὲ πῆρε λίγο ὁ ὕπνος, εἶδα ὄνειρον ὅτι ἤμουν στὴν Ἀθήνα σ ἕνα δρόμο καὶ συνήντησα τὸ π. Σπυρίδωνα Λογοθέτην. Μὲ ἀσπάσθηκε καὶ τοῦ εἶπα, θὰ ἀνέβω στὸ μοναστήρι νὰ σὲ ἰδῶ, νὰ ἔλθης μοῦ εἶπε.
Παρασυρθεὶς ἀπὸ τὸ ὄνειρο καὶ πολὺ μὲ βασάνισε ἡ σκέψις ἐὰν πρέπει νὰ ὑπάγω. Προσευχήθηκα στὸν Κύριο καὶ στὴν Παναγία νὰ μὲ φωτίση νὰ πάω ἢ νὰ μὴν πάω. Τελικῶς ἀπεφάσισα νὰ ἀνέβω στὴ μονή. Εἰδοποίησα μὲ φιλικὸ πρόσωπο τῆς μονῆς ἐὰν μὲ δέχονται καὶ ἐδέχθη ὁ π. Σπυρίδων νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Εἶχον ἀπόφαση νὰ τοῦ μιλήσω μὲ ἀγάπη, διὰ νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν Μητροπολίτη, νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ, νὰ ζητήση συγγνώμην καὶ νὰ πειθαρχίση σὲ ὅ,τι τοῦ εἴπη ὁ ἐπίσκοπος, διὰ νὰ ἀποφευχθῇ ἴσως κάτι κακὸν ποὺ θὰ προέκυπτε ὕστερα ἀπὸ τὴν ὁλομελῆ ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας διὰ νὰ γίνουν ἀνακρίσεις εἰς βάρος του.
Τελικῶς ἀνέβηκα στὴ μονή, μὲ πέρασε ἕνας μοναχὸς στὴ μεγάλη αἴθουσα. Σὲ λίγο ἔρχεται ὁ π. Σπυρίδων μὲ κατακίτρινο καὶ ἀγριεμένο πρόσωπο. Αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ φύγω τάχιστα. Ἐν τέλει καθίσαμε, μὲ χαιρέτησε ψυχρά. Συζητήσαμε 3 ὧρες. Τοῦ ἔθεσα πρῶτον γραπτῶς τὰ πιθανὰ ἐμπόδια καὶ λόγους ποὺ διαιωνίζεται ἡ κατάστασις αὐτὴ ἐπὶ πολλὰ χρόνια, λόγῳ προπαντὸς τοῦ πρωτοτύπου καὶ πολυδιαστάτου ἔργου τῆς μονῆς μπροστὰ στὴ μύτη τοῦ ἐπισκόπου, ποὺ ἀφεύκτως δημιουργεῖ σχίσμα, διαίρεσιν τῶν Χριστιανῶν μὲ τοὺς διαφόρους Συλλόγους καὶ ἐμφανίζεται κάποια διαρχία, ὡς καὶ μερικὰ ἀκόμη ὡς ὑποθέτω ἐμπόδια.
Ἄρχισε ἕνα πρὸς ἕνα νὰ τὰ διαψεύδη, στηριζόμενος ὅτι ὁ Μητροπολίτης του ἦταν ὅλα γνωστά, ἐξ ἀρχῆς τὰ ἐπικύρωνε καὶ τὰ εὐλογοῦσε, ἐπὶ ἐνάμισυ καὶ δύο ἔτη. Ὅλα τὰ ἔβλεπε καλῶς καὶ ἑπομένως δὲν τὸ θεώρησε ἀπαραίτητον νὰ ζητήση συγγνώμην. Ὡς το μόνον τρόπον διορθώσεως ἐπέμεινε στὴν προσωπικήν μου θέσιν (βέβαια καὶ τῆς μονῆς μου) τὴν ταχεῖαν ἀπομάκρυνσίν μου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτην καὶ νὰ ταχθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς μονῆς του.
Ἐγώ του εἶπον ὅτι, τὸ μέτρον αὐτὸ θὰ ἐπιδεινώση τὸ πρᾶγμα καὶ ὅτι ἐγὼ ἐὰν εἶμαι μὲ τὸν κάθε Μητροπολίτην, ὁ περισσότερος λόγος εἶναι ὅτι δὲν υἱοθετῶ τὴν πρωτοτυπίαν καὶ τὸ ἔργον του, ποὺ διασπᾶ τὴν ἑνότητα Μονῆς καὶ Ἐπισκόπου. Ἐν τέλει λίγα ἀκόμη ποὺ εἴπαμε, χωρὶς νὰ δείξη κάτι τὸ ὕποπτον, σηκώθηκε βιαίως, προχώρησε μερικὰ βήματα καὶ ἄλλα πιὸ πέρα συνεχῶς ὡς δαιμονισθεῖς μὲ φωνὲς ποὺ τάραξε τὴν αἴθουσα, μὲ ὕβρεις στὸ πρόσωπόν μου, ἔξαλλος τινάζοντας συνεχῶς τὰς χεῖρας καὶ πόδας ἀφρίζων καὶ μαινόμενος, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ὅλον θέμα τῆς συζητήσεως καὶ περιορίσθηκε στὸ θέμα ποὺ ἀνέγραψε σὲ βιβλιαράκι ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι: «μόνο ὁ π.Αρσένιος διαπιστώσας τὰ ψεύδη του π. Σπυρίδωνος τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησιν». (Καὶ ὄντως τὸ θέμα ποὺ τὸν ἀπεμάκρυνα ὄντως ἦτο ποὺ ἀπεκάλεσε τὸ Μητροπολίτην Δαμασκηνὸν Νικολέττα, τὴν κατάρα τοῦ Δαμασκηνοῦ ὡς καὶ τὴν κατάρα του π. Σπυρίδωνος πρὸς αὐτόν, καὶ ὅτι κατηγόρησε σὲ μένα τον Πρωτοσύγκελο π. Ἱερόθεο, ὅτι τάχα πηγαίνοντας πρὸς τὸ προάστιο Ξηροπήγαδο κατηράσθη καὶ φασκέλωσε τὸ μοναστήρι του. Ἐνῷ μετὰ ἐρώτησα τὸ π. Ἱερόθεο στὴν ἐξομολόγησιν ἐὰν συνέβη τοιοῦτον τί, σήκωσε τὰ μάτια του ψηλὰ δάκρυσε καὶ μοῦ εἶπε οὐδέποτε ἔγινεν ἕν τοιοῦτον). Ἐπαναλαμβάνω: Περιορίσθη στὸ θέμα αὐτὸ φωνάζοντάς με: Ντροπή σου ψεύτη, ἀπατεῶνα, ντροπή σου ἐλεεινέ, ντροπὴ σοῦ ἐσχατόγερε, ντροπή σου ποὺ εἶσαι μέσα στὴν Κόλαση, ντροπὴ σοῦ γεροκολασμένε, ντροπή σου, ντροπή σου, ντροπή σου, ἔφευγε φωνάζοντας συνεχῶς τινάζοντας χεῖρας, πόδας, μὲ τὰ μαλλιὰ πεταμένα δεξιὰ ἀριστερά.
Ἐνώπιον ὅλης τῆς συζητήσεως παρευρίσκετο ὁ π. Ἱερώνυμος. Βλέποντας ταῦτα ἔμεινε ἄναυδος μοῦ εἶπε, τί νὰ γίνη, μόνο μὴν εἴπης αὐτὰ πουθενά. Ἔφυγα μόνος μου καὶ εἶπον, ὄντως δὲν μὲ ἔστειλε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ὁ σατανᾶς. Κρῖμα ἔχασα τὸν καιρόν μου καὶ κόλασα τὸν ἀδελφόν μου, συγχώρησόν με Κύριε.
Πίστευσα ὅτι τάχα κάτι θὰ ἐπιτύχω. Κύριε ἐλέησόν ἐμὲ τὸν δοῦλον Σου Ἀρσένιον.
(29/10/2001) Ἄρχιμ. Ἀρσένιος Κομπούγιας».
10. Προσωπικὴ παρέμβαση τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου (Νοέμβριος 2001)
Ὅταν ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος ὁ μακαριστὸς Χριστόδουλος, ὁ π. Σπυρίδων Λογοθέτης τὸν ἐπήνεσε ὑπερβαλλόντως ὡς τὸν πρῶτο Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἐξέλεγε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ π. Σπυρίδων στὰ κηρύγματά του ἀπ' ἄμβωνος καὶ ἀπὸ ραδιοφώνου:
«Ὅμως νά! Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦλθε ἡ ὥρα καὶ τὸ ζήσαμε ὅλοι μας καὶ τὸ χαρήκαμε καὶ τὸ πανηγυρίσαμε ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐλεύθερα πλέον ἦλθε προσκεκλημένο στὴν Ἱερά μας Σύνοδο πρὶν ἀπὸ ἕνα μῆνα καὶ κάτι ἀκόμη, καὶ ἀνέδειξε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν Ἀρχιεπίσκοπον τὸν ὁποῖο ἤθελε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ὄχι οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς. Καὶ ποιόν ἀνέδειξεν; Ἀνέδειξε ἕναν ἄνθρωπο ἅγιον! Αὐτὸ τὰ λέει ὅλα! Ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ!» (Κήρυγμα Πεντηκοστῆς 1998).
Ἐπίσης, σὲ ἄρθρο του σὲ Ἐφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας ἔγραψε:
«Εἶναι ἀδιανόητο νὰ τὸν ἀφήσουμε (τὸν Ἀρχιεπίσκοπο) νὰ ξανοιχθῇ μόνος καὶ ἀβοήθητος. Ἔτσι, πιστεύουμε ὅτι ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται ἀρχικὰ εἶναι ἡ προσωπικὴ πνευματικὴ ἄνοδος τοῦ καθενός μας, ὥστε ὅλοι νὰ πλησιάσουμε, ὅσο εἶναι δυνατόν, στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τοῦ "ἐπὶ κεφαλῆς", ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ὑπάρξη ἀλληλοκατανόησις καὶ συνεννόησις, ποὺ εἶναι βάσις τῆς ἀλληλοβοηθείας καὶ συνεργασίας. Ἔπειτα πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη ταυτίσεως τῆς πίστεως ὅλων μας, ὥστε νὰ ἐπιτευχθῇ ἑνότητα καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη. Νὰ ἑνωθοῦμε στὴν ἴδια πίστι καὶ νὰ καταλύσουμε, τώρα ἀμέσως, τὶς μικροδιαφορές, ποὺ διχάζουν καὶ χωρίζουν. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι ἤδη στὴ θέσι του, στὴν ἔπαλξί του, στὸ μετερίζι του, πανέτοιμος νὰ ἀρχίση τὴν ἀναγεννητική του προσπάθεια, γιὰ μία νέα ἐκκλησιαστικὴ κατάστασι. Καὶ ἀσφαλῶς, περιμένει νὰ συσπειρωθοῦν γύρω του ὅλες οἱ ἄξιες δυνάμεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Ἡ συσπείρωσίς μας κοντά σου, σὲ μία ἰσχυρὴ ἑνότητα, μὲ μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά, θὰ φέρη τὰ ποθητὰ ἀποτελέσματα ποὺ περιμένουν ὅλοι ὅσοι χαίρονται γιὰ τὴν ἐκλογή του καὶ ἐλπίζουν στὴν ἀναγέννησι τῆς Ἐκκλησίας» (Ἀκρόπολις, 5-7-1998).
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δὲν ἦταν καθόλου προκατειλημμένος ἔναντι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως καὶ τοῦ τότε Ἡγουμένου αὐτῆς. Ἀντίθετα, φαίνεται εἶχε καλῆ ἄποψη. Ἀντιμετωπίζοντας ὅμως τὴν κατάσταση ἀπὸ τὴν ὑπεύθυνη θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ λαμβάνοντας ἄμεση γνώση τῆς ὅλης συμπεριφορᾶς του π. Σπυρίδωνος καὶ τῶν μοναχῶν του καὶ τῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς τους στάσης, ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ ὅλη κατάσταση φθάνει σὲ ἕνα ἀδιέξοδο, ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀνυποχώρητο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, καὶ κατόπιν τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου 2001, καὶ ἀπέστειλε στὸν τότε Ἡγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ (8-11-2001), ἡ ὁποία ἔγραφε τὰ ἀκόλουθα:
«Ἀγαπητὲ π. Σπυρίδων,
Ἔχω λάβει τὰ κατὰ καιροὺς ἀποστελλόμενα πρὸς μὲ κείμενά σας, ὡς καὶ τὸ τελευταῖον ποὺ εἶναι ἔκκλησις παρεμβάσεώς μου πρὸς ἐπίλυσιν τοῦ φοβεροῦ προβλήματος ποὺ φέρει τὴν Ι. Μονήν σας ἔκθετον ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας μας. Σήμερα ἔλαβα καὶ τὴν ἐκ σελίδων 8 ἀπάντησιν τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου σας, εἰς παρομοίαν ἔκκλησιν ποὺ τοῦ ἀπηυθύνατε. Μέχρι στιγμῆς σας ἔχω συμπεριφερθεῖ μὲ ἀγάπην ἀλλὰ καὶ μὲ εἰλικρίνειαν, ἐπιθυμῶν νὰ ἐπανεντροχιασθῆτε εἰς τὸ κανονικῶς δέον ἀποκαθιστῶντες τὶς σχέσεις σας μὲ τὸν Ἐπίσκοπόν σας. Ἡ διαμάχη αὐτὴ κανένα δὲν ὠφελεῖ. Μόνον ὁ διάβολος χαίρει. Τώρα ποὺ εὑρίσκεσθε εἰς τὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς, διότι ἐπίκειται, μετὰ τὴν ἀποτυχίαν ὅλων τῶν κατευναστικῶν προσπαθειῶν τὶς ὁποῖες μετῆλθεν ἡ Ι. Σύνοδος, ἡ ἐπιβολὴ κυρώσεων, ποὺ θὰ σᾶς στενοχωρήσουν, παρακαλῶ ἀμέσως νὰ συνέλθετε καὶ νὰ ἐπιδιώξετε, μακρὰν ἐγωϊσμὼν καὶ διεκδικήσεων, ἀλλὰ μὲ ταπείνωσιν, νὰ συνεννοηθῆτε μὲ τὸν Σέβ. Μητοπολίτην σας, εἰς ὅλα ὅσα σᾶς ὑποδεικνύει, ἐγκαταλείποντες τὴν ἀνταρσίαν καὶ ἀνυπακοήν. Γράφω ταῦτα ἐπειδὴ σᾶς ἀγαπῶ καὶ ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς ἴδω ὁμονοοῦντας καὶ δοξάζοντας τὸν Θεόν.
Μετ' ἀγάπης καὶ εὐχῶν
Ὁ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ»
Δυστυχῶς, ὁ π. Σπυρίδων Λογοθέτης, ὁ ὁποῖος ἔλεγε καὶ ἔγραφε ὅσα εἴδαμε ἀνωτέρω γιὰ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο, δὲν ἄκουσε τὴν πατρικὴ πλὴν σαφέστατη αὐτὴ παραίνεση, ποὺ τοῦ δόθηκε πέντε χρόνια πρὶν τὴν ἔκπτωσή του ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου, ἕξι χρόνια πρὶν τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀκοινωνησίας καὶ ἕνδεκα χρόνια πρὶν τὴν ἔκδοση τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος περὶ διαλύσεως τοῦ νομικοῦ προσώπου τῆς Μονῆς.
11. Σχέδιο συμφωνίας Νομικοῦ Συμβούλου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καθηγητοῦ Παν. Μπερνίτσα, τοῦ μέλους τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐξ Ἡγουμένων καὶ ἐκπροσώπου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς (Νοέμβριος 2001)
Τὸ ἔτος 2001 καταρτίσθηκε σχέδιο ἐπιλύσεως τῶν προβλημάτων ποὺ ἀνέκυψαν, ὕστερα ἀπὸ συνεργασία τῶν δικηγόρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καθηγητοῦ Παναγιώτη Μπερνίτσα, τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τοῦ μέλους τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐξ Ἡγουμένων. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ σοβαρὴ ἐνέργεια, ποὺ ἦταν ἀρχὴ ἐπιλύσεως τῶν θεμάτων, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Μητροπολίτης, ὅταν τέθηκε ὑπ' ὄψη του, κατὰ βάση συμφώνησε.
Τὸ σχέδιο αὐτὸ καταγράφηκε σὲ ἐπιστολὴ (28-11-2001) ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν καθηγητὴ Π. Μπερνίτσα, ὡς ἑξῆς:
«Ἅγιοι Πατέρες, Ἀθανάσιε καὶ Ἰγνάτιε,
Μετὰ τὴ χθεσινή μας ἐποικοδομητικὴ συζήτηση ἐνημέρωσα μὲ τηλεφωνικὸ μήνυμα τὸν Ἅγιο Φιλίππων καὶ συνομίλησα μὲ τὸν κ. Μάρη τὸν ὁποῖον παρακάλεσα γιὰ μιὰ ἀναβολὴ τοῦ θέματος τῆς Μονῆς Ναυπάκτου μέχρι τὴ διευθέτησή του καθὼς καὶ γιὰ τὴν μὴ ἐπιμονή του στὴ διεξαγωγὴ τοῦ ἐλέγχου ἐν ὄψει τῆς δυνατότητας φιλικῆς διευθετήσεως τῆς διαφορᾶς ποὺ ἀνέκυψε. Διαβεβαίωσα τὸν κ. Μάρη ὅτι οἱ προτάσεις ποὺ θὰ διατυπωθοῦν θὰ τύχουν τῆς ἐγκρίσεως τοῦ κ. Τσιουλάκη καὶ τοῦ ἰδίου.
Ὅπως ὑποσχέθηκα Σᾶς ὑποβάλλω ἐγγράφως τὰ ὅσα διατυπώθηκαν κατὰ τὴ χθεσινή μας συζήτηση τὰ ὁποῖα βεβαίως θὰ χρειασθοῦν καὶ περαιτέρω ἐπεξεργασία. Ἐὰν παρέλειψα κάτι αὐτὸ ὀφείλεται μόνο σὲ ἀβλεψία ἢ σὲ κόπωση.
Μὲ ἄπειρες εὐχαριστίες καὶ εὐχές, εὐλογεῖτε
Παναγιώτης Μ. Μπερνίτσας
ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΤΟ ΥΠΑΡΧΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ Ἢ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΑΥΤΗ ΜΟΝΗ
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ΕΠΕ ἡ ὁποία ἱδρύθηκε μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάπτυξη μονάδας ἰχθυοκαλλιέργειας, μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της καὶ τὴν ἐπὶ μὴ ἐμπορικὰ κερδοφόρου βάσεως ὀργάνωσή της αὐτὴ κατέστη ἀνενεργὸς καὶ κατέθεσε τὰ βιβλία της στὴν οἰκεία Δ.Ο.Υ. Πρότεινα νὰ ἀντικαστασθὴ ὁ π. Ἰγνάτιος ἀπὸ διαχειριστῆς καὶ ἐφόσον αὐτὸ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὴν ἐγκριτικὴ τῆς ἐπένδυσης πράξη νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ λαϊκοὺς καὶ οἱ λοιποὶ ἑταῖροι. Ἐπίσης πρότεινα, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἀπαραίτητη ἔγκριση, νὰ πωληθεῖ ἡ ἄδεια καὶ νὰ εἰσφερθεῖ τὸ ἐκ τῆς πωλήσεως ἔσοδο στὴν Μονή.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ἀδελφότητα Μεταμορφώσεως Ἀθηνῶν ὁ Πατὴρ Ἰγνάτιος μᾶς βεβαίωσε ὅτι αὐτὴ ἔχει διαλυθεῖ. Συμφωνήθηκε νὰ προσκομισθοῦν τὰ ἔγγραφα ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτει ἡ λύση της.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ἀδελφότητα Παναγία Ναυπακτιώτισσα ἡ ὁποία ἔχει ἱδρυθεῖ ἐδῶ καὶ δύο ἔτη καὶ προεδρεύεται ἀπὸ τὸν Ἐπίτιμο Εἰσαγγελέα Ἐφετῶν κ. Γ. Κουβέλη μὲ σκοπὸ τὴν προβολὴ τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας καὶ τὴν χρηματοδότηση τῆς ἀνέγερσης τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ σημειώθηκε ὅτι συγκεντρώνει ποσὰ περίπου τριάντα ἑκατομμυρίων (30.000.000) κατ' ἔτος. Πρότεινα, ἂν καὶ φάνηκε νὰ μὴ θεωρεῖται θέμα μείζονος σημασίας, νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ αὐτὴν οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ Σύλλογο Φίλων ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ποὺ ἱδρύθηκε πρόσφατα καὶ προεδρεύεται ἀπὸ τὸν κ. Νῖκο Χωραφᾶ μὲ σκοπὸ τὴν διοργάνωση γιορτῶν καὶ ἐκδηλώσεων δὲν φαίνεται νὰ τίθενται ζητήματα.
Ὅσον ἀφορᾶ κυρίως τὸ ἀναγνωρισμένο Σωματεῖο Ἀδελφότης Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου τὸ ὁποῖο ἔχει εἰκοσαετῆ δραστηριότητα, δέχεται ὅλες τὶς δωρεές, ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ τοῦ Σωματείου, ἔχει ἐκδοτικὸ ἔργο, διαθέτει ραδιοφωνικὸ σταθμό, κλπ. καὶ τὸ ὁποῖο κατηγορεῖται ὅτι πραγματοποιεῖ ὅλα τὰ ἔργα στὸ χῶρο τῆς Μονῆς κατὰ τρόπο ὥστε νὰ ἀλλοιώνει τὴν εἰκόνα τοῦ προϋπολογισμοῦ καὶ ἀπολογισμοῦ τῆς Μονῆς πρότεινα τὰ ἀκόλουθα:
α) πρὸς ἀποφυγὴ τῆς δημιουργίας ὁποιασδήποτε συγχύσεως νὰ προστεθεῖ παντοῦ "Σωματεῖο Ἀναγνωρισμένο" βάσει της ... ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοδικείου ...
β) νὰ ἀποχωρήσουν οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Σωματείου καὶ ἐνδεχομένως ἐὰν αὐτὸ ζητηθεῖ, νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ μέλη τοῦ Σωματείου. Ἡ ἀντικατάσταση τῶν μοναχῶν ἀπὸ λαϊκοὺς στὴ διοίκηση τοῦ Σωματείου συναντᾶ δυσκολίες λόγῳ τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὸ δάνειο ποὺ ἐλήφθη ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Τράπεζα.
γ) νὰ ἐρευνηθεῖ ὁ τρόπος σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο μέρος τῶν ἐσόδων τοῦ Σωματείου θὰ περιέρχεται στὴ Μονὴ εἴτε μέσῳ δωρεῶν μετὰ τὴ διερεύνηση τοῦ φορολογικοῦ καθεστῶτος τῶν δωρεῶν αὐτῶν εἴτε μέσῳ ἀναλήψεως τῆς ἐκδόσεως τοῦ περιοδικοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια τήν Μονή, ἐφόσον δὲν θέτει σὲ κίνδυνο τὴν ἀποπληρωμὴ τοῦ δανείου καὶ δὲν ἐκθέτει τοὺς λαϊκοὺς οἱ ὁποῖοι διστάζουν νὰ ἀναλάβουν τὴ διαχείριση τοῦ Σωματείου λόγῳ τοῦ ὕψους τοῦ ληφθέντος δανείου.
δ) νὰ ἐρευνηθεῖ τρόπος ἀναδιαπραγμάτευσης τοῦ ὕψους τοῦ ἐπιτοκίου τοῦ δανείου τῆς Ἐθνικῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδας διακοσίων ἑκατομμυρίων (200.000.000) ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχουν ἐκταμιευθεῖ ἑκατὸν εἴκοσι ἑκατομμύρια (120.000.000) δραχμές. Ὅπως σημείωσε ὁ Πατὴρ Ἀθανάσιος ἡ βέλτιστη λύση ἂν καὶ μᾶλλον δυσχερὴς θὰ ἦταν ἂν εὑρίσκετο χορηγὸς ὁ ὁποῖος εἴτε νὰ ἀναλάβει τὴν ἄμεση ἀποπληρωμὴ τοῦ δανείου εἴτε τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἀποπληρωμῆς του. Μιὰ τέτοια λύση θὰ μποροῦσε ἄμεσα νὰ ὁδηγήσει στὴν ἄρση τῶν ἐπιφυλάξεων τῶν λαϊκῶν νὰ ἀναλάβουν τὴ διοίκηση τοῦ Σωματείου. Διευκρινίστηκε ὅτι μοναχοὶ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Πατέρας Ἰγνάτιος ὑπέγραψαν ὡς ἐγγυητὲς καὶ προσημείωσαν οἰκογενειακὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα περιῆλθαν στὴν κυριότητά τους. Ἡ δυνατότητα ἀποπληρωμῆς τοῦ δανείου σύμφωνα μὲ τοὺς συμβατικοὺς ὅρους ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη παράμετρο ποὺ πρέπει νὰ ληφθεῖ ὑπόψη καὶ τὸ Σωματεῖο πρέπει νὰ διαθέτει πόρους γιὰ τὸ λόγο αὐτό.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν αὔξηση τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς ὁ Ἐπίσκοπος διαφαίνεται ὅτι δὲν ζητεῖ τὴν κατάργηση κάθε δραστηριότητος τῶν Συλλόγων καὶ Σωματείων ποὺ παρέχουν συνδρομὴ στὴ Μονὴ ἀλλὰ τὴν ἔλλογη αὔξηση τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς καὶ τὴν ἔστω μερικὴ ἐξισορρόπηση μεταξὺ ἐκτελουμένων ἔργων καὶ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς.
Τὰ παραπάνω ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξετασθοῦν ἄμεσα καὶ χωρὶς χρονοτριβὴ ὥστε νὰ ληφθοῦν ὁρισμένα μέτρα ἑκατέρωθεν (δὲν θὰ ἔχουν ὡς βάση τὴ νομιμότητα ἢ μὴ τῆς δραστηριότητας τῆς Μονῆς καὶ τῶν Συλλόγων καὶ Σωματείων ποὺ τὴν ἐνισχύουν ἐπὶ τῶν ὁποίων οἱ δυὸ πλευρὲς φαίνεται νὰ διατηροῦν τους (τὶς) διιστάμενες θέσεις τους) καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ Μητροπόλεως καὶ Ἱερᾶς Μονῆς.
Ἐφόσον ἐπέλθει μιὰ κατ’ ἀρχὴν συμφωνία καὶ ἀκολούθως τὰ μέρη ἀναλάβουν νὰ τηρήσουν τὰ συμφωνηθέντα θὰ πρέπει νὰ παραιτηθοῦν ἀμφότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔνδικα μέσα καὶ νὰ μὴν ἐπαναφέρουν γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους νέες ἔνδικες προσφυγές. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ πρότεινα νὰ ἐξουσιοδοτηθῶ προσωπικὰ νὰ διαχειρισθῶ τὸ θέμα τῆς Αἰτήσεως Ἀκυρώσεως κατὰ τῆς πράξεως τῆς ΕΚΥΟ καὶ νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ αὐτήν, ἐφόσον ὅλα θὰ βαίνουν κατ’ εὐχήν. Ἐπιθυμία ὅλων θὰ ἦταν χωρὶς τὴν ἐκδίκαση τῆς προσφυγῆς τοῦ Πατέρα Ἰγνάτιου νὰ ἀποκατασταθεῖ στὴν θέση τοῦ ἱεροκήρυκα ἀπὸ τὴν ὁποία καθαιρέθη.
Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι θὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη τοῦ κ. Τσιουλάκη καὶ τοῦ κ. Μάρη γιὰ τὴν ἐφεξῆς διαχείριση τῆς Μονῆς κατὰ τρόπο ὥστε νὰ μὴν ἀνακύψει ἐκ νέου ἀντικείμενο ἔριδος καὶ νὰ ἀρθεῖ ἡ πράξη «τιμωρητικοῦ» ἐλέγχου τῆς Μονῆς, ὅπως τὸν αἰσθάνονται οἱ μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
Ἡ εὐχὴ ὅλων εἶναι μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις καὶ ἐξηγήσεις νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ χριστιανικὴ ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, νὰ μὴν αἰσθάνεται ὁποιαδήποτε πλευρὰ ἀμφισβητούμενη, συκοφαντούμενη ἢ μειούμενη, νὰ μὴ ἀποβεῖ ἡ διαδικασία αὐτὴ αἰτία ἐκδικητικῆς δικαιώσεως τῶν θέσεων ὁποιασδήποτε πλευρᾶς καὶ νὰ ἀναλάβουν ἀμφότερες οἱ πλευρὲς μὲ ψυχικὴ γαλήνη τὴν προώθηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ μοναστικοῦ ἔργου τους. Οἱ παραστάντες στὴ συνάντηση τῆς 27/11/2001 θὰ ἀπεδέχοντο εὐχαρίστως νὰ εἶναι οἱ ἐγγυητὲς τῆς ὁποιασδήποτε συμφωνηθησόμενης λύσεως».
Ὅμως τελικά, ἡ Ἱερὰ Μονὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὸ σχέδιο ἐκεῖνο, ἦρε τὴν ἐξουσιοδότησή της ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο δικό της νομικὸ σύμβουλο, ἀνέθεσε τὶς ὑποθέσεις της σὲ ἄλλα δικηγορικὰ γραφεῖα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσουν οἱ προσφυγές, οἱ ἀγωγὲς κλπ. ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
12. Ἡ τρίτη Τριμελὴς Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ἐξ Ἀρχιερέων (2002)
Ἡ τρίτη Τριμελὴς Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ἐξ Ἀρχιερέων, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Σέβ. Μητροπολῖτες Ἀλεξανδρουπόλεως, νῦν Θεσσαλονίκης, Ἄνθιμο, Θηβῶν καὶ Λεβαδείας, νῦν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καὶ Γρεβενῶν κ. Σέργιο, ἐργάσθηκε ἐπὶ μῆνες.
Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ Δελτία Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς περιόδου ἐκείνης:
α) Δελτίον Τύπου Ἱερᾶς Συνόδου (8-3-2002)
«Στὴν συνέχεια, Ἐπιτροπὴ ἐκ τῶν Συνοδικῶν Μητροπολιτῶν Ἀλεξανδρουπόλεως, Γρεβενῶν καὶ Θηβῶν, συνηργάσθη μετὰ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου, Ἀρχιμανδρίτου π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη καὶ τριῶν Μοναχῶν συνεργατῶν του, προκειμένου νὰ ἐξευρεθοῦν οἱ προϋποθέσεις διευθετήσεως τῶν προβλημάτων ποὺ ἔχουν ἀνακύψει μεταξὺ τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου. Ἡ Ἐπιτροπὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, λαβοῦσα ὑπ' ὄψει καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, τὶς ὁποῖες ἔχει ἐκθέσει ἐγγράφως καὶ αὐτοπροσώπως, κατέληξε σὲ μία μορφὴ συμφωνίας, ἡ ὁποία θὰ ἀρχίσει ἄμεσα, μὲ τὴν συνάντηση τοῦ Ἡγουμένου καὶ τῶν Μοναχῶν μετὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Βασικὴ ἀρχὴ τῆς ἐπιδιωκομένης διευθετήσεως τῶν διαφορῶν, ὑπῆρξε ἡ πατροπαράδοτη καὶ κανονικὴ καὶ κατὰ νόμον τηρουμένη Τάξη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἔκφραση σεβασμοῦ τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ τῶν Μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων πρὸς τὸν Πνευματικὸ καὶ Διοικητικὸ Προϊστάμενο τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁ οἰκεῖος Ἐπίσκοπος καὶ ὁ ὁποῖος πατρικῶς μεριμνᾶ περὶ αὐτῶν. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος θὰ παρακολουθήσει τὴν ἐξέλιξη τῆς προσπαθείας αὐτῆς καὶ εὔχεται ὅπως ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης ἐμπνεύσει τὸ καλύτερο ἀποτέλεσμα».
β) Δελτίον Τύπου Ἱερᾶς Συνόδου (5-4-2002)
«Σχετικὰ μὲ τὸ πρόβλημα τῆς διαφορᾶς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου, ἡ Ἐπιτροπὴ ἡ ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος, ἀποτελουμένη ἀπὸ τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολῖτες Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμον, Γρεβενῶν κ. Σέργιον καὶ Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμον, ἐνημέρωσε τὴν Δ.Ι.Σ. γιὰ τὶς καταβαλλόμενες ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς προσπάθειες εὑρέσεως λύσεως καὶ κοινοῦ σημείου ἀποδοχῆς. Τὸ θέμα εὑρίσκεται σὲ ἐξέλιξη καὶ θὰ συζητηθῇ ἐκ νέου στὴ Σύνοδο τοῦ Μαΐου».
Τελικά, μετὰ ἀπὸ ἐπαφὲς μὲ κάθε πλευρά, ἀπὸ συναντήσεις τῶν Μοναχῶν μὲ τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, τόσο στὴν Σύνοδο ὅσο καὶ στὶς ἕδρες τῶν Μητροπόλεών τους, μετὰ ἀπὸ ἀνταλλαγὴ ἐγγράφων καὶ ἀπόψεων, ἡ Ἐπιτροπὴ κατέληξε στὸ νὰ συντάξη ἕνα κείμενο τὸ ὁποῖο ὕστερα ἀπὸ ἐπεξεργασία ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Νομικοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὑπεγράφη ἀπὸ τὸν τότε Ἡγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη ἐνώπιον τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου.
Τὸ κείμενο ποὺ ὑπέγραψε ὁ π. Σπυρίδων Λογοθέτης ὡς Ἡγούμενος τότε τῆς Μονῆς ἔχει ὡς ἀκολούθως:
γ) Δήλωση π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη (4-10-2002)
«Πρὸς τὴν Διαρκῆ Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἐν Ναυπάκτῳ, τὴν 4ην Ὀκτωβρίου 2002
Μὲ κύριο γνώμονα τὸ πνευματικὸ συμφέρον τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας τῆς Ναυπάκτου καὶ στοιχῶν στὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ Ποιμένων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐφήρμοσαν στὸν ἔμπρακτο βίο τους τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ γιὰ τὴν ταπείνωση, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη, προβαίνω ἐνυπογράφως στὴν παροῦσα δήλωση, ἐπικαλούμενος τὰς εὐχὰς καὶ τὴν συναντίληψη τοῦ Μακαριωτάτου Προέδρου καὶ τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν, τῶν συγκροτούντων τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἱεροθέου.
1. Ἡ ταπεινότης μου ὡς Ἡγούμενος καὶ Ἱεροκῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, σέβομαι τὸν Μητροπολίτη μου κ. Ἰερόθεο καὶ ἀναγνωρίζω ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό.
2. Ἡ ἀπὸ 25-5-2000 ἐπιστολή μου πρὸς τὸν Ἄρχιμ. Ἀρσένιο Κομπούγια καὶ τὸ ἀπὸ 15-6-2000 ἔγγραφό μου πρὸς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, καὶ τὸ ἀπὸ 23-8-2000 ἔγγραφό μου πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἴσως ἔδωσαν ἀφορμὴ νὰ διαδοθῇ καὶ νὰ γραφοῦν σὲ διάφορα κείμενα, ὅτι ὁ Μητροπολίτης ζήτησε 200.000.000 ἑκατ. δρχ. Αὐτὸ εἶναι ἀνακριβές, ἀναληθές, διότι οὐδέποτε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεος μᾶς ἐζήτησε νὰ καταβάλουμε πρὸς αὐτὸν ἢ τὴν Μητρόπολη ποσοστὸ 10% ἐπὶ τῶν ἐσόδων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀνερχόμενο (μαζὶ μὲ ἄλλα 6% σὲ διάφορα ἄλλα ταμεῖα), στὸ ποσὸ τῶν διακοσίων ἑκατομμυρίων (200.000.000) δραχμῶν, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐζήτησε ποτὲ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ νὰ καταβάλη στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη οἱοδήποτε ποσό, ἀρνηθεῖς πολλάκις νὰ λάβη καὶ ὅσα κατὰ καιρούς τοῦ προσέφερε ἡ Ἱερὰ Μονὴ μὲ ἰδία προαίρεση. Ζητοῦμε συγγνώμη ἐὰν παρὰ τὴ δεδηλωμένη θέλησή μας περὶ τοῦ ἀντιθέτου, τὰ ὡς ἄνω ἔγγραφα ἔδωσαν τὴν δυνατότητα παρερμηνείας ἢ ἀφορμὴ γιὰ τὴ διάδοση οἱωνδήποτε ἀνακριβῶν πληροφοριῶν.
3. Ἀνακαλοῦμε τὸ ἀπὸ 23-8-2000 ἔγγραφό μας, ποὺ ἀπεστάλη πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, καθ ὃ μέτρο παρὰ τὴν περὶ τοῦ ἀντιθέτου σαφῆ πρόθεσή μας ἤθελε τυχὸν παρερμηνευθεῖ ὡς συκοφαντικὸ καὶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό του καὶ ὡς πρὸς τὸ ὕφος εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι γραμμένο.
4. Πρὸς ἐπίρρωση τῆς εἰλικρινείας τῆς παρούσης Δηλώσεως, ἡ ταπεινότης μου καὶ οἱ περὶ ἐμὲ ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας προσεπιδηλοῦμε ὅτι θὰ ἐφαρμόσουμε ἀπαρεγκλίτως μὲ συνέπεια καὶ συνέχεια τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 13-12-2001, ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦμε τὶς κοινὲς ἀποφάσεις τῶν νομικῶν συμβούλων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς δι ὅλα τὰ ἐκκρεμῆ θέματα, περιλαμβανομένου τοῦ θέματος τοῦ οἰκονομικοῦ ἐλέγχου, ἐνῷ εἶναι ἤδη Ὑμῖν γνωστὸν ὅτι ὑπακούοντες στὴν ἀπὸ 13-12-2001 ἀπόφαση διευκολύναμε τὸν ὑφ Ὑμῶν ἐνταλθέντα Οἰκονομικὸν Ἐπιθεωρητὴν κ. Στέφανον Περπινιὰν εἰς τὸν ἔλεγχο τῶν βιβλίων καὶ στοιχείων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὅστις ὁδήγησε στὸ ὑπ αὐτοῦ κλείσιμο τῶν βιβλίων της. Πάντα ταῦτα πρὸς εἰρήνευση πάντων ἡμῶν, πρὸς οἰκοδομὴ τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἐν τῇ Ἱερὰ Μονῇ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναύπακτου
Ὁ Καθηγούμενος Ἄρχιμ. Σπυρίδων
καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί».
Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ὡς ἄνω κειμένου στὰ Γραφεῖα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἐνημέρωσε τὸν Μητροπολίτη γιὰ τὸ θέμα καὶ τοῦ εἶπε ὅτι παρεκάλεσε τὸν π. Σπυρίδωνα νὰ ἔλθη στὴν Ναύπακτο νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου ποὺ ἑόρταζε, νὰ τοῦ εὐχηθῇ καὶ νὰ ἀρχίση μιὰ περίοδος καταλλαγῆς. Ὅμως, ὁ π. Σπυρίδων ποτὲ δὲν ἐπισκέφθηκε τὸν Μητροπολίτη, ὁ δὲ Ἀρχιεπίσκοπος ἐξεπλάγη γι' αὐτὴν τὴν συμπεριφορά του.
Μετὰ τρεῖς σχεδὸν μῆνες ὁ π. Σπυρίδων Λογοθέτης, δὲν ἀνεκάλεσε μὲν εὐθέως τὸ κείμενο αὐτὸ καὶ τὴν ὑπογραφή του, ἀλλὰ κατηγόρησε τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο μακαριστὸ Χριστόδουλο ὅτι δῆθεν τὸν ἐπίεσε γιὰ νὰ τὸ ὑπογράψη. Ἔγραψε ὁ π. Σπυρίδων στὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο ἀναφερόμενος στὴν ὡς ἄνω δήλωση:
«...Τὴν ὁποίαν ὑπογράψαμεν μὲ τὸν γνωστὸν Σας τρόπον, παρὰ τὴν θέλησίν μας, κάτω ἀπὸ ψυχολογικὴν καὶ πνευματικὴν βίαν» (44/6-4-2003).
«Πάντοτε θὰ πιστεύωμεν τὴν ἀλήθειαν καὶ αὐτὴν καταθέτωμεν... ὅτι ἐξηναγκάσθημεν νὰ ὑπογράψωμεν τὴν περιβόητον "Δήλωσιν"... τὴν ὑπεγράψαμεν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ψυχολογικῆς βίας... Τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν μοῦ ἔδωσαν τὸν στυλὸν διὰ νὰ θέσω τὴν ὑπογραφὴν μου εἰς τὴν "Δήλωσιν", ἐνώπιόν Σας» (64/26-5-2003).
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δυσαρεστήθηκε γι' αὐτὴν τὴν τροπὴ τῶν πραγμάτων, ἔφερε τὸ θέμα στὴν Σύνοδο, καὶ μὲ ἀπόφασή Της, ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀνετέθη σὲ Συνοδικὸ Ἀρχιερέα νὰ προβῇ σὲ ἔνορκη διοικητικὴ ἐξέταση γιὰ τὴν διαγραφή του π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ἐκλογίμων πρὸς ἀρχιερατεία, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀπεστάλη ἔγγραφο στὸν Μητροπολίτη γιὰ νὰ ἐπισπεύση τὶς κανονικὲς ἀνακρίσεις οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀρχίσει ἐναντίον τοῦ Ἡγουμένου.
Πάντως, ὅπως προαναφέρθηκε σὲ ἄλλο σημεῖο, μέχρι σήμερα τὸ κύριο «ὅπλο» τῆς Μονῆς ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου συνεχίζει νὰ εἶναι ἡ συκοφαντία περὶ χρημάτων, γιὰ τὴν ὁποία ὁ π. Σπυρίδων εἶχε ὑπογράψει τὴν Δήλωση συγγνώμης τοῦ 2002!
13. Ἡ Τριμελὴς Ἐπιτροπὴ ἀπὸ Ἁγιορεῖτες Ἡγουμένους, τῶν Ἱερῶν Μονῶν Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου καὶ Σιμωνόπετρας
Ἡ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐπειδὴ ἡ Μονὴ τότε διέθετε ἕνα Κελλὶ στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ὑπῆρξε παρέμβαση ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, συγκρότησε Τριμελῆ Ἐπιτροπὴ ἀπὸ τοὺς Ἡγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου καὶ Σιμωνόπετρας γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν Ναύπακτο καὶ νὰ βροῦν τρόπους ἐπικοινωνίας καὶ ἐπιλύσεως τῶν προβλημάτων.
Ὁ Μητροπολίτης δέχθηκε τὴν ἀπόφαση, ὅρισε ἡμέρα καὶ ὥρα συνάντησης. Τελικὰ εἰδοποιήθηκε μὲ φὰξ γιὰ τὴν ἀναβολή-ματαίωση τῆς συνάντησης. Ἀργότερα ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἐνημέρωσε τὸν Μητροπολίτη ὅτι ὁ τότε ἡγούμενος π. Σπυρίδων Λογοθέτης ἀρνήθηκε τὴν διαμεσολάβηση.
14. Ἡ διακοπὴ κάθε διαμεσολαβητικῆς προσπάθειας καὶ ἡ ἐκδήλωση τῆς δικομανίας τῆς πρώην Ἱερᾶς Μονῆς (2002 καὶ ἐντεῦθεν)
Ἀπὸ τὸ 2002 μέχρι καὶ τὸ 2011, δηλαδὴ γιὰ ἐννέα ὁλόκληρα χρόνια, ἔπαυσε, μὲ εὐθύνη τῶν ἰθυνόντων τὴν Ἱερὰ Μονή, κάθε προσπάθεια προσέγγισης, ἀφοῦ διέκοψαν ἀκόμη καὶ τὴν προφορικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη καὶ ἀνέθεσαν στοὺς δικηγόρους τους, τοὺς δικαστικοὺς κλητῆρες καὶ στὰ Γραφεῖα ταχυμεταφορῶν τὴν ἀλληλογραφία τους μὲ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχές!
Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἐνσυνειδήτως μετέθεσε τὴν ἀναφορά της καὶ τὴν ἐλπίδα της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς στοὺς δικηγόρους καὶ τοὺς νομικούς της. Καὶ ἄρχισαν οἱ μηνύσεις, οἱ ἀγωγές, οἱ προσφυγές, οἱ καταγγελίες τὰ δικαστήρια ἐν γένει καὶ ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ ἐξαναγκάσουν διὰ τῆς κοσμικῆς δικαιοσύνης τὸν Μητροπολίτη νὰ προβῇ σὲ χειροτονίες καὶ σὲ διορισμοὺς Ἱερέων!
Αὐτὴ ἡ ἀντιεκκλησιαστικὴ νοοτροπία τους καὶ δικομανία τοὺς ἀποτυπώθηκε καὶ γραπτῶς ἀπὸ τὸν τότε Ἡγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη σὲ ἔγγραφό του πρὸς τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο:
«Τὸ μόνον καταφύγιόν μας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ἡ Δικαιοσύνη. Καὶ ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῆς Δικαιοσύνης, μᾶς ἐπροστάτευσεν μέχρις στιγμῆς, πολλάκις... Τώρα, δὲν ἀπομένει παρὰ καὶ πάλιν νὰ μᾶς προστατεύση ὁ Θεὸς διὰ τῆς Δικαιοσύνης... Ἐὰν εἴχομεν τὴν προστασίαν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, δὲν ὑπῆρχε οὐδεὶς λόγος νὰ καταφύγωμεν εἰς τὴν Δικαιοσύνην».
Καὶ κατέληγε μὲ τὸν ἐκβιασμό:
«Ἐὰν σταματήση ὁ διωγμὸς» (ἔτσι ὀνόμαζε ὁ πρ. ἡγούμενος τὴν προσπάθεια ἐλέγχου καὶ ἐκκλησιοποιήσεως τῆς Μονῆς) «τότε δὲν θὰ ζητήσωμεν καταφύγιον εἰς τὴν Δικαιοσύνην» (44/6-4-2003).
Τὰ ἀνωτέρω παρενθετικὰ γράφηκαν γιὰ νὰ ἐξηγηθῇ τὸ κενὸ διαμεσολαβητικῶν προσπαθειῶν ἀπὸ τὸ 2002 μέχρι τὸ 2011.
15. Συζήτηση μὲ πενταμελῆ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἀδελφότητος, ἐκζήτηση συγγνώμης καὶ προσπάθεια ἐξεύρεσης λύσεως μετὰ τὴν Συνοδικὴ Ἀπόφαση τοῦ Αὐγούστου 2011
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2011, μετὰ τὴν ἀνακοίνωση τῶν Συνοδικῶν Ἀποφάσεων περὶ ἀκοινωνησίας καὶ περὶ διαλύσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, μία ἀντιπροσωπεία πέντε ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἐκ μέρους ὅλης τῆς Ἀδελφότητος, ἐπισκέφθηκε τὸν Μητροπολίτη, παρουσία τοῦ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου καὶ κάποιων ἄλλων Κληρικῶν, γιὰ νὰ ζητήση τὴν συγγνώμη τοῦ ἰδίου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ νὰ συζητήση τρόπους ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ ἀδελφοὶ αὐτοὶ τῆς Μονῆς εἶχαν ἐπίγνωση τῆς καθυστέρησής τους γιὰ τὴν κίνηση αὐτή, ὅπως κατὰ λέξη εἰπώθηκε: «Βρισκόμαστε, Σεβασμιώτατε, ὄχι ἁπλῶς στὸ παρὰ πέντε ἀλλὰ στὸ καὶ πέντε». Ἡ συζήτηση διήρκησε μιάμιση ὥρα.
Τὸ προϊὸν τῆς συζητήσεως ἐκφράσθηκε γραπτῶς μὲ ἕνα ὀλιγόλογο ἔγγραφο τῆς Ἀδελφότητος πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο:
«Ἡ Ἀδελφότης τῆς Ἱερᾶς μας Μονῆς, διὰ τοῦ παρόντος, ἀπευθύνεται εἰς τὴν ἀγάπην Σας, μὲ ὑιϊκὸν σεβασμὸν καὶ ὑπακοή, διὰ νὰ Σᾶς καταθέσει: α) τὴν αἴτησίν της διὰ τὴν ἐπιείκειαν καὶ συγνώμην (sic) τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου. β) τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἀπόφασίν της νὰ πράξη τα κατ' αὐτὴν διὰ νὰ λυθοῦν τὰ ὑπάρχοντα προβλήματα».
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀνέστειλε τὰ ἐπιτίμια τριῶν Ἱερομονάχων καὶ ἔθεσε δύο ὅρους γιὰ τὴν λύση τοῦ προβλήματος: Νὰ ἀναλάβη την ἡγουμενεῖα ὁ ἐκλεγεὶς Ἡγούμενος π. Εἰρηναῖος Κουτσογιάννης καὶ νὰ ὑπογραφῆ ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Εἰδικὸ Ἄρθρο ποὺ θὰ ἐπροστίθετο στὸν Ἐσωτερικὸ Κανονισμὸ τῆς Μονῆς πρὸς ἐπίλυση τῶν προβλημάτων.
Ὅμως, μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος, ὄχι μόνον δὲν ἐφάρμοσαν τὴν Συνοδικὴ Ἀπόφαση, ὄχι μόνον δὲν συνέχισαν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη, ἀλλὰ προέβησαν σὲ ἐνέργειες ποὺ ἐπιβάρυναν ἀκόμη περισσότερο τὸ κλίμα, φθάνοντας μέχρι τὸ σημεῖο νὰ μὴ παραλαμβάνουν κὰν τὰ ἔγγραφα ποὺ τοὺς ἀπέστελλε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος καὶ ὁ Μητροπολίτης. Ἔτσι, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ἑπομένης περιόδου ἀναγκάσθηκε νὰ λάβη ἀκόμη αὐστηρότερα μέτρα.
16. Συνάντηση μὲ ἀντιπροσωπεία γυναικῶν «φίλων» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς (Νοέμβριος 2011)
Στὶς 25 Νοεμβρίου 2011, μιὰ ἀντιπροσωπεία γυναικῶν «φίλων» τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν καὶ μητέρες μοναχῶν, ὕστερα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἱερωνύμου, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐπισκεφθῇ, προσῆλθαν στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ συζήτησαν μὲ τὸν Μητροπολίτη, παρουσία Κληρικῶν τῶν Γραφείων, τὸ πρόβλημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
Ὁ Σεβασμιώτατος τὶς ἐνημέρωσε καὶ τὶς διαβεβαίωσε ὅτι τὰ προβλήματα θὰ λύνονταν ἂν ἀναλάμβανε ὁ ἐκλεγμένος ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα ὡς Ἡγούμενος π. Εἰρηναῖος Κουτσογιάννης καὶ γινόταν τὶς προσεχεῖς ἡμέρες ἡ ἐνθρόνισή του, καὶ ἂν προσκομίζονταν τὰ ἔγγραφα ὅτι πράγματι ἔχουν ἐπιλυθῇ τὰ θέματα μὲ τὰ Σωματεῖα, ὅπως οἱ ἴδιες ὑποστήριζαν. Συγχρόνως τὶς διαβεβαίωσε ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴν ἐνθρόνιση θὰ ἀπέστελλε ἔγγραφο στὴν Ἱερὰ Σύνοδο γιὰ τὴν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας.
Αὐτὸ ὅμως δὲν ἔγινε ποτέ. Φαίνεται ὅτι οἱ ἰθύνοντες τὴν Ἱερὰ Μονὴ εἶχαν ἄλλους σκοπούς, καί, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ διακόψουν ἀκόμη καὶ τὴν γραπτὴ ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο.
17. Ἐκκλήσεις γιὰ προσέγγιση
Τὸ τελευταῖο δὲ ἔτος ἔγιναν πολλὲς ἐκκλήσεις ἀπὸ διαφόρους, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, νὰ ζητήση συγγνώμη ἡ Ἀδελφότητα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη καὶ νὰ συζητήση τὶς δυνατότητες ἐπίλυσης τοῦ θέματος μὲ ἐκκλησιαστικὸ τρόπο, ἀλλὰ δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες τὴν Μονή.
18. Δέκα χρόνια Συνοδικὴ προειδοποίηση!
Οἱ πάνω ἀπὸ ἑξῆντα Συνοδικὲς Ἀποφάσεις δεικνύουν ὄχι ἀδυναμία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως πιθανῶς ἑρμηνεύεται ἀπὸ μερικούς, ἀλλὰ ὡς μεγάλη μακροθυμία της, ποὺ πάντα ἔδιδε μεγάλες εὐκαιρίες διαλόγου καὶ εἰρηνικῆς ἐπιλύσεως τῶν θεμάτων.
Τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ὅτι τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας ποὺ ἐπιβλήθηκε στοὺς Μοναχοὺς τῆς Μονῆς προτάθηκε τὸ πρῶτον στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2001. Ἐπιβλήθηκε δὲ κατ' ἀρχὰς τὸ 2007 καὶ ἐπεκτάθηκε διαδοχικὰ μέχρι τὸ 2011, δηλαδὴ δέκα ὁλόκληρα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα δόθηκαν ὅλες οἱ εὐκαιρίες διευθέτησης τοῦ προβλήματος.
19. Ἄλλες Συνοδικὲς ἐκκλήσεις πρὶν τὴν λήψη τῶν Συνοδικῶν Ἀποφάσεων
Συγχρόνως ὑπάρχουν πολλὲς Συνοδικὲς Ἀποφάσεις ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος πολλὲς φορὲς ἀνέβαλε νὰ λάβη τὰ ἀπαραίτητα μέτρα καὶ καλοῦσε τὴν Ἱερὰ Μονὴ νὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὶς Ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν κατὰ καιροὺς Δ.Ι.Σ. «διὰ τελευταίαν φοράν». Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ «τελευταία φορὰ» ποτὲ δὲν ἦταν τελευταῖα, λόγῳ τῆς μακροθυμίας καὶ φιλανθρωπίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας:
«Τώρα ποὺ εὑρίσκεσθε εἰς τὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς, διότι ἐπίκειται, μετὰ τὴν ἀποτυχίαν ὅλων τῶν κατευναστικῶν προσπαθειῶν τὶς ὁποῖες μετῆλθεν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ἡ ἐπιβολὴ κυρώσεων, ποὺ θὰ σᾶς στενοχωρήσουν, παρακαλῶ ἀμέσως νὰ συνέλθετε καὶ νὰ ἐπιδιώξετε, μακρὰν ἐγωϊσμὼν καὶ διεκδικήσεων, ἀλλὰ μὲ ταπείνωσιν, νὰ συνεννοηθῆτε μὲ τὸν Σέβ. Μητοπολίτην σας, εἰς ὅλα ὅσα σᾶς ὑποδεικνύει, ἐγκαταλείποντες τὴν ἀνταρσίαν καὶ ἀνυπακοὴν» (Ἡ ἀπὸ 8-11-2001 χειρόγραφη ἐπιστολὴ τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου πρὸς τὸν Ἴερομ. Σπυρίδωνα Λογοθέτη).
«Ἐὰν δὲ παρ ἐλπίδα, θελήσητε νὰ συνεχίσητε τὴν ἰδίαν τακτικὴν ἔναντι τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου ὑμῶν καὶ τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν, παραβαίνοντες τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Νομοθεσίαν, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος προτίθεται ἵνα λάβη αὐστηρότερα μέτρα, συμφώνως πρὸς τὰ προταθέντα ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἠλεῖας κ. Γερμανοῦ, κατὰ τὰς Συνεδριάσεις τῆς προσφάτου Ἱεραρχίας» (4388/19-12-2001).
«Πεποιθότες ὅτι ποιοῦντες τὴν ἐσχάτην ἔκκλησιν πρὸς ὑμᾶς θὰ συμμορφωθῆτε πάραυτα εἰς τὰ ἐν τῇ ἐκτενεῖ ταύτη ἐπιστολὴ διαλαμβανόμενα» (1634/9-5-2003).
«Ὑπογραμμίση ὅτι ἐν ἢ περιπτώσει παραταθῇ περαιτέρω τόσον ἡ ἀνεπίτρεπτος αὕτη διαγωγὴ ὑμῶν, δηλονότι αἱ συνεχεῖς προσφυγαὶ εἰς τὴν κοσμικὴν Δικαιοσύνην, διὰ τῶν ὁποίων προστίθενται πληγαὶ εἰς τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον καὶ ἡ ἀπειθαρχία ὑμῶν εἰς τὰς Ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος θὰ προβῇ εἰς ἐπιβολὴν ἑτέρων μέτρων, καθ' ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διατηρῆται πολυχρονίως ἡ ἀντικανονικὴ αὕτη κατάστασις καὶ ἀντιεκκλησιαστικὴ νοοτροπία, ἐπὶ βλάβη καὶ ζημία τόσον ὑμῶν προσωπικῶς καὶ τῆς καθ' ὑμᾶς ἀδελφότητος, ὅσον καὶ τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν» (2599/1-9-2004).
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος «ἀπεφάσισεν ὠσαύτως ὅπως δι' ὑστάτην φορὰν ἐπισημάνη ὑμῖν ὅτι δέον ὅπως προβῆτε εἰς τὴν οἴόν τε τάχιον ἐκλογὴν νέου Ἡγουμένου» (4736/19-12-2007).
«Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴν εἰς ἅπαντα τὰ μέλη τῆς Ἀδελφότητος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Ναυπάκτου, ἵνα ἀφ' ἑνὸς μὲν τηρήσωσιν ἐπακριβῶς τὰς ὡς ἄνω μνημονευθείσας Συνοδικὰς Ἀποφάσεις (3519/6-9-2007, 4736/19-12-2007) ἀφ' ἑτέρου δὲ μὴ προβαίνουσιν εἰς τὰς αὐτὰς ἀντικανονικὰς πράξεις, μὴ σεβόμενα τὰς Ἀποφάσεις τῆς Ἀνωτάτης Ἀρχῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δυναμένας νὰ ἐπιφέρουσι δυσαρέστους Κανονικὰς συνεπείας» (111/15-1-2009).
«Δι' ὃ καὶ καλεῖσθε, εἷς ἕκαστος ἐξ ὑμῶν, δι' ὑστάτην φοράν, ἵνα λάβητε προσωπικὴν θέσιν ἐπὶ τοῦ σοβαροῦ τούτου ζητήματος καὶ ἀποφασίσητε συλλογικῶς... ὅπως προβῆτε εἰς τὴν ἐκλογὴν νέου Ἡγουμένου καὶ Ἠγουμενοσυμβουλίου... Ἐὰν παρ' ἐλπίδα καὶ παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν ἀπειθαρχήσητε καὶ εἰς τοῦτο τὸ ὕστατον παραινετικὸν ἡμῶν Γράμμα, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος θὰ ἐνεργοποιήση τὰς ληφθείσας Ἀποφάσεις Αὐτῆς, διὰ τὴν ἐπαναφορᾶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς εἰς τὴν κανονικὴν καὶ νόμιμον τάξιν, δι' αὐστηροτέρων μέτρων» (3039/27-8-2009).
«Πᾶσα περαιτέρω ἀπειθαρχία καὶ ἀνταρσία θὰ ἐπισωρεύση "ἄνθρακας πυρὸς ἐπὶ τὴν κεφαλὴν" ὑμῶν... Ὁ ἡ' ἱερὸς Κανῶν τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτάσσει καὶ σαφῶς προειδοποιεῖ: "...εἰ μὲν εἶεν Κληρικοί, τοὶς τῶν Κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις, εἰ δὲ μονάζοντες ἢ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι"» (3663/30-10-2009).
20. Διάφορες ἀκόμη προσπάθειες
Οἱ ἀνωτέρω ἦταν οἱ ἐπίσημες, θὰ λέγαμε, προσπάθειες συνδιαλλαγῆς. Κατὰ καιροὺς παρενέβησαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι πρὸς τὴν Ἱερὰ Μονὴ γιὰ ἐπίλυση τῶν θεμάτων ἀλλὰ συναντοῦσαν τὴν ἄρνηση ἢ τὴν ἀπροθυμία τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἢ τὴν κατ' ἐπίφαση προθυμία της καὶ τὴν ἐν πράγμασι ἄρνησή της.
Ἐπίσης καὶ ἡ Μητρόπολη καὶ εἰδικὰ ὁ Μητροπολίτης πολλὲς φορὲς συζήτησε μὲ τὸν Ἡγούμενο καὶ τοὺς Μοναχοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς γιὰ νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ θέματα, ἀλλὰ παρατηροῦντο παλινωδίες. Ὑπάρχουν πολλὰ ἔγγραφα ποὺ τὸ ἐπιβεβαιώνουν.
Βεβαίως, ὁμιλοῦμε γιὰ καλοπροαίρετες καὶ ὑπεύθυνες προσπάθειες καὶ ὄχι γιὰ προσχηματικὲς καὶ ὑστερόβουλες, ποὺ γίνονταν εἴτε γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἄλλοθι εἴτε γιὰ νὰ φανοῦν ὡς εἰρηνοποιοὶ διάφορα ἀνεύθυνα καὶ ταραχοποιὰ στοιχεῖα ποὺ γιὰ δικούς τους λόγους ἤθελαν νὰ ἔχουν ἐξέχοντα ρόλο στὴν ὑπόθεση αὐτή. Τέτοιες περιπτώσεις καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο μὲ συγκεκριμένες Ἀποφάσεις της ὡς «ἀπαράδεκτες» καὶ «ἐμπαικτικές».
Ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνωτέρω φαίνεται ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς πρ. Ἱερὰς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου, γιὰ λόγους ποὺ ἐκεῖνοι γνωρίζουν καὶ πιθανὸν νὰ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα της ἠγουμενίας καὶ τὴν ὕπαρξη τῶν Συλλόγων καὶ τῶν Σωματείων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἐπεδίωκαν τὰ πράγματα νὰ φθάσουν στὰ ἄκρα καὶ νὰ μὴ βρεθοῦν συμβιβαστικὲς λύσεις.
Συνεπῶς, οἱ σχετικὲς Ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι δίκαιες. Ἐξαντλήθηκαν ὅλα τὰ περιθώρια συνεννόησης, οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἀρνήθηκαν κάθε προσπάθεια γιὰ τὴν εὕρεση λύσης καὶ εὐθύνονται ἐξ ὁλοκλήρου γιὰ τὴν διάλυση τοῦ νομικοῦ προσώπου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
Ἂς τὸ καταλάβουν αὐτὸ ἐπὶ τέλους ὅσοι διαμαρτύρονται καὶ ἅς ἀναζητήσουν τὶς εὐθύνες ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους της πρώην Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως.–
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως