Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ Κοσμήτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ἐκφράζω θερμότατες εὐχαριστίες στὴν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τὸν αἰδεσιμολογιώτατον ἐν Χριστῷ συναδελφὸν π. Θωμᾶ Βαμβίνη καὶ τὸν ἐποπτευόμενο ἀπὸ αὐτὸν «Σύνδεσμον Ἀγάπης» τῆς Ἐνορίας γιὰ τὴν τιμητικὴ πρόσκληση νὰ ὁμιλήσω ἐνώπιόν σας γιὰ τὸν σπουδαῖο ἐπίσκοπό σας, Δαμασκηνὸ Στουδίτη καὶ τὸ βιβλίο του «Θησαυρός», ποὺ τρέφει πνευματικὰ ἐπὶ σειρὰ αἰώνων τὸ Γένος μας. Ἡ ἔλευσή μου στὴν ὡραία Ναύπακτο ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μου Μητροπολίτου σας κ. Ἱεροθέου καὶ τὸν εὔχαριστὼ ἰδιαίτερα γι’ αὐτό, ὡς καὶ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ ἀπόψε σ’ αὐτὴ τὴν Αἴθουσα καὶ τὰ καλὰ λόγια ποὺ εἶχε τὴν καλωσύνη νὰ πῇ γιὰ τὴν ταπεινότητά μου. Εἶναι ἀμοιβαία αὐτὴ ἡ ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη. Ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου μὲ τιμᾶ μὲ τὴν φιλία του καὶ τοῦ εἶμαι εὐγνώμων γι’ αὐτό. Εἶσθε εὐλογημένοι ποὺ ἔχετε ἕναν Ἐπίσκοπο πατερικό, παραδοσιακό, πανάξιο. Εἶναι ἐκ τῶν θεολογικωτέρων, ἂν ὄχι ὁ θεολογικώτερος Ἱεράρχης μας στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἄριστος ἐπιστήμων καὶ συγγραφέας, διακεκριμένος στὸν χῶρο τῶν γραμμάτων, ποὺ τὰ ἔργα του τιμῶνται στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ Ἐξωτερικό. Ὁ Θεὸς νὰ τὸν χαριτώνη, νὰ τοῦ χαρίζη ὑγεία καὶ δύναμη, ὥστε ἐπὶ πολλὰ ἔτη νὰ ποιμαίνη θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ νὰ τιμᾶ παγκοσμίως τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Θεολογία μας.
Ἡ πρώτη μου γνωριμία μὲ τὸν Δαμασκηνὸ Στουδίτη ἔγινε στὰ δώδεκα χρόνια μου. Μαθητὴς Δημοτικοῦ ἀκόμη, βρῆκα στὴ μικρὴ βιβλιοθήκη μιᾶς ἀείμνηστης συγγενοῦς μας ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη τὸ βιβλίο «Θησαυρός», παληωμένο ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴ μακρὰ χρήση καὶ ἄρχισα νὰ τὸ διαβάζω. Ἦταν ἡ πρώτη, ἀτελὴς ὁπωσδήποτε, προσέγγισή του, ποὺ ἄναψε μέσα μου τὴν ἐπιθυμία κάποτε νὰ ἀσχοληθῶ σοβαρὰ μαζί του. Καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε, ὡς ἐρευνητὴς πλέον τῶν χρόνων τῆς δουλείας, νὰ μελετήσω συστηματικὰ τὸ ἔργο καὶ νὰ ἀποτιμήσω τὴν ἀξία του.
Ὁ «Θησαυρὸς» εἶναι σημαντικὸς μάρτυρας τῆς ἡσυχαστικῆς μας παραδόσεως, ὅπως συνεχίσθηκε στὰ χρόνια τῆς Ὀθωμανοκρατίας καὶ Λατινοκρατίας, ὁ δὲ συντάκτης του ἄριστος ἐκφραστής της. Καὶ ὁ συγγραφέας καὶ τὸ ἔργο του κινοῦνται μέσα στὴν πατερικότητα, τὴν αὐθεντικὴ ὀρθόδοξη παράδοση, τὴν παράδοση τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὁ ἡσυχασμός, ὅπως βιώνεται στοὺς αἰῶνες ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Ἁγίους, μὲ κορυφαῖον τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, εἶναι ἡ νηπτικὴ θεολόγηση. Συνιστᾶ τὴν πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θεμελιώνεται στὴν διάκριση κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου, τὴν διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ τὴν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ φθάση στὴ θέωση καὶ νὰ γίνη θεὸς «κατὰ χάριν», μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πορεία, ποὺ διασώζει ἡ μοναστική μας παράδοση: κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Ὅπως διαβάζουμε στὸ γνωστὸ ἀπὸ τὴν «Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως» οκτασύλλαβο ποίημα τοῦ Ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου: «Καὶ καθαίρεις, καὶ λαμπρύνεις, καὶ φωτὸς ποιεῖς μετόχους», εἶναι τὰ τρία στάδια τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἀνεπίγνωστα πολλὲς φορὲς ὁμολογοῦμε ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια. Ἡ Ὀρθοδοξία μιλεὶ γιὰ ἄκτιστη θεία χάρη καὶ ποτὲ κτιστὴ (GRATIA CREATA), ὅπως ὁ Παπισμός, καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν πορεία τῆς θεώσεως, τῆς σωτηρίας.
Αὐτὴ τὴν θεολογία εἰσήγαγε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Πανεπιστημιακὴ θεολογία ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος δογματολόγος τοῦ 20ου αἰῶνος, μαθητὲς τοῦ ὁποίου, πνευματικά, ὑπήρξαμε καὶ ὁ Σεβασμιώτατος καὶ ἐγώ, καὶ καυχώμεθα γι’ αὐτὸ ἐν Κυρίῳ. Ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλος τοῦ Γένους μας στὰ νεώτερα χρόνια, ὁ π. Ἰωάννης, ἔθρεψε μία σειρὰ θεολόγων μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση, συνεχίζοντας τοὺς μεγάλους διδασκάλους τῆς δουλείας, ὅπως ὁ Ἐπίσκοπος Δαμασκηνός.
Ὁ ἡσυχασμός, ὡς διδασκαλία καὶ ὡς πράξη, διέσωσε ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ Γένους ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα κυρίως, ὅταν πολιτικὰ ἀποδυναμωνόταν συνεχῶς καὶ προχωροῦσε ἡ ἐδαφικὴ συρρίκνωσή του. Ἐπρόκειτο, μάλιστα, γιὰ μιὰ ἱστορικὴ ἀντινομία: ἡ πολιτικὴ παρακμὴ ἔβαινε παράλληλα μὲ κατακόρυφη πνευματικὴ αὔξηση καὶ ἄνθιση. Οἱ ἀντοχὲς τοῦ Γένους ἐνισχύονταν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀκμή του. Ἔτσι μπόρεσε τὸ Γένος νὰ ἐπιβιώση στὴ μακρὰ δουλεία. Κατὰ τὸν μεγάλο ἁγιολόγο FR. HALKIN ἀπὸ τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἀναπτύχθηκε μία «Διεθνὴς τοῦ Ἡσυχασμοῦ», ποὺ ἀγκάλιασε καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, μεταδίδοντάς τους δύναμη καὶ ἀντοχή. Ἡ συνέχεια τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως στὴ δουλεία (μὲ τὶς μονές, τοὺς γέροντες, τὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν λατρεία, τὴν εὐχὴ κ.τ.ο.) ἔσωσε τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Γένους μας. Σημαντικὸς σταθμὸς αὐτῆς τῆς πορείας ὑπῆρξαν οἱ νεοησυχαστὲς Κολλυβάδες Πατέρες τοῦ 18ου-19ου αἰῶνα. Σ’ αὐτὴν τὴν παράδοση ἀνῆκε καὶ τὸ μεγάλο τέκνο της Ναυπάκτου, ὁ ἀείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης.
Ἂς δοῦμε ὅμως τὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου Δαμασκηνοῦ.
1. Ὁ Δαμασκηνὸς Στουδίτης, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, γεννήθηκε ἐκεῖ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐκάρη μοναχὸς στὴν ἱστορικὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου χειροθετήθηκε ἀργότερα ὑποδιάκονος καὶ ἄλλαξε τὸ κοσμικὸ ὄνομά του Διονύσιος σὲ Δαμασκηνός. Στὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία εἶχε διδάσκαλο τὸν περίφημο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρὰ (1543-1551). Ἀναδείχθηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λογιωτέρους κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του. Μαθητές του ὑπῆρξαν καὶ οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνης (1565-1572) καὶ Ἰερεμίας Β` ὁ Τρανὸς (1572-1579). Ὡς πρεσβύτερος στάλθηκε ὡς Ἔξαρχος Πατριαρχικὸς στὴ Ρωσία καὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἐκλέχθηκε ἐπίσκοπος Λιτῆς καὶ Ρενδίνης καὶ κατ’ ἄλλους Λιτζὰς καὶ Ἀγράφων. Τὸ 1574 εἶχε ἤδη καταστῇ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης. Πρέπει νὰ ἀπεβίωσε τὸ 1577 στὴ Ναύπακτο ἡ στὴν Ἄρτα, τὴν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως. Οἱ διασωθεῖσες ἐπιστολὲς τοῦ πρὸς διαφόρους φανερώνουν τὴν παιδεία του, ὅπως καὶ τὰ ἔργα του: Θρησκευτικὸ ποίημα στὴν Παναγία σὲ ἀρχαϊκὴ γλωσσικὴ μορφή, μὲ τὸν τίτλο: «Στίχοι ἠρωοελεγεῖοι εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου Μαρίας», «Φυσιολόγος», «Κατάλογος Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως», «Χρονογράφος» κ.α. (Βλ. Τάκη Χριστόπουλου ἄρθρο στὴν Θ.Μ.Ε.τ.Δ`(1964) στ. 507-8. G.PODSKALSKY (μετάφρ. π. Γ.Δ.Μεταλληνού), Ἡ Ἑλληνικὴ Θεολογία ἐπὶ Τουρκοκρατίας, 1453-1821, Ἀθήνα 2005, σ. 70-71 καὶ 148), Εὐαγγέλου Χρ. Δεληδήμου. (ΘΗΣΑΥΡΟΣ Δαμασκηνοῦ τοῦ Ὑποδιακόνου καὶ Στουδίτου τοῦ Θεσσαλονικέως, Θεσσαλονίκη Χ.Χρ. μὲ ἐκτενὴ εἰσαγωγὴ γιὰ τὰ βιογραφικὰ καὶ ἐργογραφικὰ τοῦ συγγραφέα)
Κατὰ τὸν Μ. Γεδεῶν ὁ Δαμασκηνὸς ὑπῆρξεν «ἐκ τῶν ἐπισημοτέρων Ἱεραρχῶν τῆς κατὰ τῶν κάτω χρόνων Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», διακεκριμένη θεολογικὴ μορφὴ τῆς ἐποχῆς του. Τὸ κύριο ἔργο του μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε εὐρύτερα γνωστός, ὁ «Θησαυρός», ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκδοσή του τὸ 1561, ἐγνώρισε τὴ μεγαλύτερη διάδοση καὶ ἐπηρέασε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῶν ὑποδούλων, τὰ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια τῶν ὁποίων ἦσαν τόσο εὐαίσθητα, ὥστε νὰ ἀναζητοῦν ἡσυχαστικῆς ταυτότητος ἔργα, ὅπως αὐτὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βέβαια, ἀκαδημαϊκὴ θεολόγοι καὶ μάλιστα δυτικοί, ὅπως ὁ μεγάλος κατὰ τὰ ἄλλα συγγραφέας GERHARD PODSKALSKY, τὸν θεωροῦν περισσότερο «ἱεροκήρυκα παρὰ θεολόγο» (παρὰ ἐπιστήμονα, ἐννοεῖται), μολονότι ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς εἶναι γιὰ ἕναν ὀρθόδοξο ὁ τιμητικότερος, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθῇ.
Τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ τοῦ ἔργου δείχνουν οἱ μεταφράσεις του στὰ ρωσικὰ (1656 καὶ 1715) στὰ σερβικὰ (πρὸ τοῦ 1580) καὶ στὰ τουρκικὰ (καραμανλίδικη γραφή, τὸ 1731), γιὰ τοὺς τουρκόφωνους Ρωμηοὺς (Ὀρθοδόξους). Τὸ βιβλίο αὐτό, ἐξ ἄλλου, ἐθεμελίωσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ λαϊκὴ φιλολογία τῶν χρόνων τῆς δουλείας. Ἰδιαίτερα, μάλιστα, διεδόθη στὴ Βουλγαρία, ἐπηρεάζοντας σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς βουλγαρικῆς φιλολογίας, ὡς τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα (πρβλ. τὶς Συλλογὲς Λόγων "DAMASKINITE", δηλαδὴ «Δαμασκηνάρια»). Τὴν ἐξάπλωσή του διευκόλυνε καὶ ἡ γλωσσικὴ μορφή του, ποὺ ἦταν ἡ δημοτικὴ ἑλληνικὴ τῆς ἐποχῆς. Ἡ Ἐθναρχία (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο) εἶχε λάβει μία ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἀπόφαση: ἡ λατρεία παραμένει στὴν καθιερωμένη γλωσσικὴ μορφή, (ἑλληνικά), ἐνῷ τὸ κήρυγμα γίνεται σὲ ἁπλούστερη γλωσσικὴ μορφὴ (ρωμαίϊκα).
Τὸ ἔργο πιστοποιεῖ τὴν ἐμμονὴ τοῦ συντάκτη του στὴν πατερικὴ παράδοση, ὡς συνέχεια ἄλλων θεολόγων, ὅπως ὁ Ζακύνθιος Παχώμιος Ρουσάνος (1558). Ὁ Δαμασκηνὸς δηλώνει ρητὰ ὅτι δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ θεολογήση. Αὐτὸ σημαίνει νὰ «πρωτοτυπήση». Ἐν τούτοις κινεῖται μὲ ἄνεση στὸν χῶρο τῆς πατερικῆς ἑρμηνευτικῆς, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ προσφορὰ θεολογίας. Ἡ Ὀρθοδοξία του, ὡς πατερική, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῇ ἀμφισβήτηση. Ἡ αὐτοσυνειδησία του ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τοῦ Ρουσάνου: «Καὶ λέγομεν.....όχι ἐδικά μας λόγια, ἀλλὰ τῆς Γραφῆς μας καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας». Ἀλλά, αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πατερικότητα: Ὄχι ἀναζήτηση ἐντυπωσιακῆς πρωτοτυπίας, ἀλλὰ ἐμμονῆς στὰ παραδεδομένα. Τὸ σημαντικότερο, μάλιστα, εἶναι ὅτι στὸ ἔργο ἀπουσιάζει τὸ ἠθικιστικὸ παραλήρημα τοῦ 19ου καὶ 20ου αἰῶνος, ἀποτέλεσμα τοῦ κοραϊκοῦ «εὐσεβισμοῦ». Ἡ «πίστη» εἶναι τὸ κυρίαρχο στὸ ἔργο στοιχεῖο.
Ὁ «Θησαυρὸς» ἔδωσε μεγάλη ὤθηση στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος. Ὁ ἄμβωνας στὴ δουλεία ἔχασε ἀρκετὸ μέρος ἀπὸ τὴ λαμπρότητά του, ἀλλὰ δὲν ἐσίγησε. Συχνὰ τὴν ἔλλειψη τοῦ προφορικοῦ-ζωντανοῦ κηρύγματος ἀναπλήρωσαν γραπτὲς «διδαχὲς» ἡ καὶ «κυριακοδρόμια», συντασσόμενα σποραδικὰ σὲ γλῶσσα ἁπλή, λαϊκή, καὶ ἀναγινωσκόμενα ἀπὸ τὸν λαό, ὅταν τοῦτο ἦταν δυνατό, ἀλλὰ κυρίως χρησιμοποιούμενα ὡς «ἐγχειρίδια» γιὰ τὴν κατάρτιση καὶ προετοιμασία τῶν κληρικῶν. Σ’ αὐτὸν τὸν τομέα προηγήθηκε ὁ Ἀλέξιος Ραρτοῦρος, Χαρτοφύλαξ Κερκύρας, μὲ τὸ ἔργο του «Διδαχαὶ» (1530, Βενετία). Οἱ συχνὲς ἐπανεκδόσεις (ὀρθότερα: ἀνατυπώσεις) ὁρισμένων ἀπὸ αὐτὰ βεβαιώνουν τὴν ἀναγνωσιμότητα καὶ χρησιμότητά τους. Τέτοια δὲ ἦσαν τὰ κηρυγματικὰ ἐκεῖνα βοηθήματα, ποὺ διέσωζαν πιστότερα τὴν πατερικὴ παράδοση καὶ ἐκκλησιαστικὴ θεολογία, ὅπως τὰ πράγματα ἀποδεικνύουν. Ἔτσι, ἀναβαπτιζόταν τὸ λαϊκὸ φρόνημα στὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ μόνιμη διαπάλη μὲ τὴν ποικιλώνυμη ἑτερόδοξη προπαγάνδα, ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν ἑνότητα τοῦ Γένους καὶ τὴ συνοχή του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱστορική του συνέχεια. Ὁ καθηγητὴς τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας Χριστόφ. Φιλητὰς (1789-1872) καταθέτει στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ σημαντικὴ μαρτυρία : «Οἱ λόγοι τοῦ ΘΗΣΑΥΡΟΥ....εἰς τὴν κατάληψιν τῶν κοινῶν ἁρμοσμένοι, δὲν ἐστάθησαν ὀλίγης ὠφελείας πρόξενοι, στηρίξαντες εἰς τὴν πίστιν πολλοὺς καὶ πολλοὺς ἐνισχύσαντες εἰς τὰς θλίψεις καὶ εἰς αὐτὸ τὸ μαρτύριον καθ’ ὅλην τὴν μακρὰν τῶν περασμένων χρόνων τῆς αἰχμαλωσίας περίοδον».
Θὰ ἤθελα ὅμως τώρα νὰ παρουσιάσω κάποια δείγματα ἀπὸ τὰ κηρύγματα τοῦ «Θησαυροῦ», ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὰ παραπάνω.
Λόγος εἰς τὴν Πεντηκοστήν
«Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἦτον ἐξ ἀρχῆς, καὶ εἶνε καὶ θέλει εἶσθαι, μήτε ἄρχισε μηδὲ θέλει παύσει ποτὲ ἀμὴ ἀείποτε μὲ τὸν Πατέρα καὶ Υἱὸν συμμετρεῖται καὶ συνδοξάζεται, ὡς θεὸς ὁποὺ εἶνε, διότι δὲν ἦτον πρέπον νὰ λείπη ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἡ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱὸν καθὼς ὁρίζει καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἰς τὸν σημερινὸν λόγον.
Ἦτον δὲ καὶ εἶνε μεταληπτὸν καὶ οὐ μεταληπτικὸν ἤγουν ἄλλοι μετέχουσι τοῦ Πνεύματος, ὡς λειψοί, αὐτὸ δὲ ἀπὸ κανένα δὲν μετέχει, ὅτι εἶνε τέλειον ἁγιάζει, καὶ δὲν ἁγιάζεται θεοποιει καὶ δὲν θεοποιεῖται Ἀείποτε τὸ αὐτὸ ὅμοιον εἶνε, τίποτε δὲν ἄλλαξεν ἄλλους κάμνει υἱοὺς Θεοῦ, καὶ αὐτὸ εἶνε θεός, εἶνε καὶ ἄναρχον, ὅτι ἀρχὴν δὲν ἔχει εἰνε ἀόρατον, ὅτι κανεὶς δὲν δύναται νὰ τὸ ἰδῇ εἰνε ἀχώρητον, ὅτι τόπος αἰσθητὸς δὲν εἶνε νὰ χωρέση, εἶνε ἀναλλοίωτον, ὅτι ποτὲ δὲν ἄλλαξεν ἀπότι ἦτον εἰνε ἄποιον, ὅτι ποιότητα δὲν ἔχει εἰνε ἄποσον, ὅτι μάκρος ἡ πλάτος, ἡ βάθος δὲν ἔχει εἰνε ἄνειδος, ὅτι εἶδος καὶ ὁμοίωμα ἄλλο δὲν ἔχει, εἶνε ἀφανές, ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ πιάση εἰνε αὐτοκίνητον, ὅτι μοναχὸν τοῦ κινεῖται εἰνε αὐτεξούσιον, ὅτι αὐθέντην δὲν ἔχει, εἶνε αὐτοδύναμον, ὅτι ἔχει τὴν ἰδίαν τοῦ δύναμιν εἰνε παντοδύναμον, ὅτι ὅλα τὰ δύναται ὡς θεὸς ὁποὺ εἶνε εἰνε ζωὴ καὶ δίδει ζωὴν εἰνε φῶς καὶ δίδει φῶς αὐτάγαθον, ὅτι αὐτὸ ἀφ’ ἑαυτοῦ του ἔχει τὸ ἀγαθὸν ρίζα καὶ ἀρχὴ εἶνε τῆς ἀγαθότητος. Πνεῦμα εἶνε ἴσον, ἐξουσιαστικόν, αὐθέντης, ἀποστέλλει, χαρίζει τὸ καλόν, ἁγιάζει τοὺς ναούς, τόπους ἑτοιμάζει εἰς κατοικίαν του, ἄλλους ὁδηγεῖ εἰς καλὸν καὶ αὐτὸ δὲν ὁδηγεῖται ἐνεργει ὡσὰν θέλει, μοιράζει ὅθεν βούλεται χαρίσματα. Πνεῦμα εἶνε σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, εὐσεβείας, βουλῆς, ἰσχύος, καὶ φόβου καὶ ἀπὸ αὐτὸ γνωρίζει ὁ Πατήρ, καὶ δοξάζεται ὁ Υἱὸς καὶ μόνον ἐξ αὐτῶν γινώσκεται μία δόξα, μία προσκύνησις, μία τελείωσις, μία λατρεία εἰς ἁγιασμὸς εἶνε τῆς ἁγίας Τριάδος τί νὰ λέγω τὰ περισσά; ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, ὅλα εἶνε τοῦ Υἱοῦ πλὴν ὅτι ὁ μὲν Πατὴρ εἶνε ἀγέννητος, ὁ δὲ Υἱὸς γεννητὸς ὀσα ἔχει ὁ Υἱός, ὅλα εἶνε τοῦ Πνεύματος, πλὴν ὅτι ὁ μὲν Υἱὸς γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκπορεύεται αὐτὸ ἐνεργεῖ εἰς τοὺς Προφήτας αὐτὸ πρῶτα μὲν καὶ ἀρχὴ εἰς τοὺς Ἀγγέλους ἐνέργα, ὅτι ἀπ’ ἄλλοθεν δὲν ἔχουσιν οἱ Ἄγγελοι τώρα τὴν ἀκινησίαν εἰς τὸ κακόν, πάρεξ τοῦ Πνεύματος (Εἰς τοὺς Ἀγγέλους, εἰς τοὺς Προφήτας, εἰς τοὺς Ἀποστόλους)...»
Ἡ ἐξάρτησή του ἀπὸ τὰ πατερικὰ κείμενα εἶναι ἔκδηλη. Αὐτὸ ἐννοοῦσε, ὅταν ἔλεγε τί δὲν θὰ θεολογήση.
Τῆ ΣΤ` Αὐγούστου εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν.
«Τῆς θεότητος εἶναι γνωρίσματα τὰ θαύματα: οἱ ἰατρείαις τῶν ἀσθενημένων, οἱ θεραπείαις τῶν ἀρρώστων, ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, οἱ ἰατρείαις τῶν δαιμονισμένων, αὐτὰ πάλιν εἶναι σημάδια τῆς Θεότητος. Ἀλλὰ καὶ ἡ σημερινὴ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς μας, εὐλογημένοι Χριστιανοί, καὶ αὐτὴ γνώρισμα καὶ σημεῖον τῆς Θεότητός του εἶναι, ὅτι καὶ τὸ φῶς ὅπου ἐδειξε σήμερον ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς τὸ δείχνει, διότι τὸ φῶς ἐκεῖνο δὲν ἦτο κτιστὸν ἡ ἐπίγειον φῶς ἡ ἀνθρώπινον, ἀλλὰ φῶς ἄϋλον καὶ ἄκτιστον ἦτον, καὶ διὰ τοῦτο ὡς Θεὸς μαρτυρεῖται παρὰ πάντων, διὰ τὸ γνώρισμα αὐτὸ τῆς Θεότητος καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Πατὴρ ἄνωθεν τὸν ἐμαρτύρησεν Υἱὸν Τοῦ ἠγαπημένον καθὼς τὸν ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν βαπτιζόμενον. Ἀλλά, ὦ Χριστιανοὶ θεόσωστοι, ἐπειδὴ δεσποτικὴ εἶναι ἡ ἑορτή μας, ἐπειδὴ καὶ θεϊκῆς φύσεως εἶναι γνώρισμα ἡ ὑπόθεσίς μας, ἀθροίσθητε καὶ δεσποτικῶς, καὶ ὡς ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἑορτάσωμεν. Ἂς ἀφήσωμεν πᾶν νόημα γεῶδες καὶ ὑλικόν. Πρὸς τὸ Θαβώρειον Ὅρος ἂς ἀναβοῦμεν διὰ νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὴν Ἁγίαν Τριάδα καθαρῶς, ἐκεῖ θέλομεν ἰδεῖ Υἱὸν μεταμορφούμενον, Πατέρα προσμαρτυρούντα, καὶ Πνεῦμα ὡς νεφέλην ἐπισκιάζουσαν» Ἐὰν οὗν καθαρισθῶμεν, καὶ ἑτοιμασθῶμεν, θέλομεν φωτισθῇ ἐὰν δὲ φωτισθῶμεν θέλομεν ἀκούσει καὶ τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἑορτῆς μας καθὼς εἶναι πρέπον καὶ δίκαιον, καὶ θέλομεν καταλάβει τὰ λεγόμενα καὶ ἐγὼ μὲν ὁποὺ διηγοῦμαι τὰ τοιαῦτα λόγια, θέλω ἀνταμειφθῇ ἐκ Θεοῦ, σεῖς δὲ ὅπου κοπιάζετε, θέλετε λάβη μισθὸν ἐκ Θεοῦ αἰώνιον....
(Λύσις τοῦ Δ` καὶ Ε`) Τέταρτον δὲ καὶ πέμπτον εἶνε, διατὶ δὲν ἐπῆρεν ὅλους τοὺς μαθητάς, ἀμὴ ἄφησε τοὺς ἐννέα, καὶ ἐπῆρε μόνον τοὺς τρεῖς; καὶ λέγομεν εἰς αὐτό, ὅτι ἂν ἔπαιρνεν ὅλους τοὺς Μαθητάς, ἀνάγκη ἦτον νὰ πάρη καὶ τὸν προδότην Ἰούδαν καὶ πάλιν ἐὰν ἔπαιρνε τοὺς ἕνδεκα, καὶ αὐτὸν νὰ ἀφήση, ἤθελεν ἔχει ἀφορμὴν καὶ λόγον, νὰ λέγη ὅτι διατὶ δὲν ἐπῆρε καὶ ἐμένα εἰς τὴν μεταμόρφωσίν του, διὰ τοῦτο τὸν ἐπρόδωκα ἐμένα μὲ ἔδωκε χάριν καὶ ἔκαμνα θαύματα ὡσὰν καὶ ὅλους τοὺς Μαθητὰς ἐμένα εἶχε πλέον ἐμπιστευμένον ἀπὸ τοὺς ἄλλους Μαθητάς, ἐμένα ἠγάπα περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους Μαθητὰς διατὶ δὲν ἐπῆρε καὶ ἐμένα νὰ ἰδῶ πὼς θέλει μεταμορφωθῆ; διατὶ δὲν μὲ ἀξίωσε νὰ ἰδῶ καὶ ἐγὼ τὴν λαμπρότητα τοῦ προσώπου του; ἀλλὰ καὶ ἐγὼ διὰ τοῦτο τὸν ἐπρόδωκα, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ διὰ τοῦτο τὸν παρέδωκα, εἰς ἄτιμον καὶ κακὸν θάνατον. Διὰ νὰ μὴ ἔχη γοὺν τοσαύτην πρόφασιν ὁ Ἰούδας, διὰ τοῦτο δὲν τὸν ἐπῆρε καὶ τὸν Ἰούδαν καὶ λέγομεν εἰς αὐτό, ὅτι δὲν ἦτον ἄξιος ὁ μιαρὸς Ἰούδας νὰ ἰδῇ τοιαύτην λάμψιν Θεοῦ, ὅτι ἡ ψυχή του ἦτον ὅλως διόλου πεπωρωμένη, καὶ δὲν ἔδύνετό νὰ καταλάβη τοιοῦτον θαῦμα. Ἐὰν οἱ Ἀπόστολοι ὁποὺ ἦσαν ἄξιοι καὶ καθαροί, καὶ πάλιν δὲν ἐδυνήθησαν νὰ ἰδοῦσι τὸ φῶς ἐκεῖνο, πόσον μᾶλλον ἐκεῖνος ὁ κακὸς προδότης καὶ φονεὺς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἴησοὺ Χριστοῦ...»
Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου μεταφράζει σήμερον εἰς ἕνα τροπάριον τῆς ἕκτης ὠδῆς καὶ λέγει. Ὁ στῦλος ὁ τοῦ πυρός, Χριστὸν τὸν μεταμορφούμενον, ὁ δὲ νεφέλη σαφῶς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, τὴν ἐπισκιάσασαν ἐν τῷ Θαβωρίω, προεδήλου ἐμφανέστατα. Εἰς αὐτὸ ὁ μιαρώτατος καὶ ἀσεβὴς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ἀναφέρεται στὸν 14ο αἰῶνα, πολλὰ ἐβλαστήμησε καὶ ἔλεγεν, ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνον ἦτον οὐσια τοῦ Θεοῦ. Ἄλλαις φοραῖς δὲ ἔλεγεν ὅτι ἦτο κτιστόν. Καὶ εἰς τὰς δύο ἐβλασφήμα ὁ θεοήλατος. Ὅτι ἂν ἦτον τὸ φῶς ἐκεῖνο οὐσία τοῦ Θεοῦ, πὼς τὸ ἤθελαν ἰδεῖ οἱ Ἀπόστολοι; οὐσίαν Θεοῦ δὲν δύνανται νὰ ἰδοῦσιν μηδὲ οἱ Ἄγγελοι καὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπων πὼς τὴν εἶδαν;και ἐὰν ἐφαίνετο ἡ οὔσίά του Θεοῦ, ἤθελεν εἶσθαι ὁ Θεὸς ὁρατὸς καὶ φαινόμενος καὶ διὰ τοῦτο ἐβλασφήμα εἰς αὐτὸ καὶ ἦταν αἱρετικὸς ὡσάν τους Μασαλιανούς, ὁποὺ ἔλεγαν καὶ ἐκεῖνοι, ὅτι δύναται ἄνθρωπος νὰ ἰδῇ τὸν Θεὸν κατὰ πὼς εἶνε πὼς δὲ ἔλεγεν ἄλλαις φοραῖς ὅτι ἦτο κτιστόν, ἐβλασφήμα ὡσάν τους Ἀρειανοὺς ὁποὺ ἔλεγαν κτιστὸν εἰς τὴν Θεότητα διότι κτιστὴ οὐσία ἔχει καὶ κτιστὴν ἐνέργειαν ὁρατὸν σῶμα ἔχει καὶ ὁρατὴν δύναμιν ὁ δὲ ἄκτιστος οὐσία ἔχει καὶ ἄκτιστον ἐνέργειαν ἤγουν ὁ ἥλιος ὅπου εἶναι κτιστὸς ἔχει καὶ κτιστὴν ἐνέργειαν. Τὸ λοιπὸν ὡς ἐν συντόμῳ λέγομεν, ἡ νεφέλη ἐκείνη ἡ φωτεινή, ὁποὺ ἐφάνη εἰς τὸ Θαβὼρ ὅρος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἦτον».
Ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν Ναύπακτο νὰ ἔχη ἐπίσκοπόν της τὸν μεγάλο αὐτὸν Ἱεράρχη. Αἰωνία του ἡ μνήμη!