Skip to main content

Μεγάλου Βασιλείου: Κατὰ Τοκιζόντων

Ἀπὸ τὸν πάντα ἐπίκαιρο λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Δημοσιεύουμε κατωτέρω αὐτούσιο τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ ἂν καὶ γράφηκε πρὶν 16 αἰῶνες παραμένει πάντα ἐπίκαιρος, εὔστοχος, ἐποικοδομητικὸς καὶ διδακτικὸς γιὰ πρόσωπα, οἰκογένειες, κοινωνίες καὶ κράτη.

***

Ἐπειδὴ ὁ προφήτης ἤθελε νὰ περιγράψη μὲ τὸν λόγο του, ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ βαδίση τὴν σταθερὴ ζωή, ἀπαρίθμησε μεταξὺ τῶν κατορθωμάτων καὶ τὸ ἑξῆς: "Νὰ μὴ δανείζη τὰ χρήματά του μὲ τόκο". Σὲ πολλὰ μέρη τῆς Γραφῆς κατηγορεῖται ἡ ἁμαρτία αὐτή. Καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ τοποθετεῖ μεταξὺ τῶν μεγάλων κακῶν τὸ νὰ παίρνη κανεὶς τόκο καὶ πλεόνασμα, καὶ ὁ νόμος ἀπαγορεύει κατηγορηματικά: "Οὐκ ἐκτοκιεὶς τὼ ἀδελφῷ σου καὶ τὼ πλησίον σου". Καὶ πάλι λέγει: "Δόλος ἐπὶ δόλῳ, καὶ τόκος ἐπὶ τόκῳ". Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πόλη ποὺ εἶναι πλούσια σὲ πλῆθος ἁμαρτιῶν τί λέει ὁ Ψαλμός; "Οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος". Καὶ τώρα ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου ὁ προφήτης θεώρησε αὐτὸ τὸ ἴδιο λέγοντας: "Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ". Πράγματι κρύβει ὑπερβολικὴ ἀπανθρωπιά, ὁ μὲν ἕνας νὰ στερῆται καὶ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ζωὴ καὶ νὰ ζητάη δάνειο γιὰ νὰ παρηγορηθῇ στὴν ζωή του, ὁ δὲ ἄλλος νὰ μὴν ἀρκῆται στὸ κεφάλαιο, ἀλλὰ νὰ ἐπινοῇ νέα κέρδη γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς συμφορὲς τοῦ φτωχοῦ καὶ νὰ συνάγη πλοῦτο. Ὁ Κύριος, λοιπόν, σαφέστατα μᾶς διατάσσει λέγοντας: "Καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι, μὴ ἀποστραφής".

Ὁ φιλάργυρος ὅμως ἐνῷ βλέπει κάποιον ἄνδρα νὰ λυγίζη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, νὰ τὸν ἰκετεύη μπροστὰ στὰ πόδια του, νὰ κάνη κάθε τι ταπεινό, νὰ λέγη τὸ πάν, δὲν τὸν ἐλεεῖ παρ' ὅλον ὅτι κάνει πράξεις ἀναξιοπρεπεῖς δὲν σκέπτεται τὴν φύση του, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς ἱκεσίες, ἀλλὰ παραμένει ἄκαμπτος καὶ ἀμείλικτος, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς παρακλήσεις, δὲν λυγίζει στὰ δάκρυα, ἐπιμένει στὴν ἄρνηση καὶ ὁρκίζεται καὶ καταριέται τὸν ἑαυτό του ὅτι βρίσκεται σὲ παντελῆ ἔλλειψη χρημάτων καὶ ψάχνει καὶ αὐτός, δῆθεν, μήπως βρὴ κάποιον ἀπὸ τοὺς δανειστὲς καὶ βεβαιώνει μὲ ὅρκους τὸ ψέμα του, ἀποκτῶντας ὡς πρόσθετο κακὸ ἐμπόρευμα τῆς ἀπανθρωπιᾶς τὴν ἐπιορκία. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος ποὺ ζητάει τὸ δάνειο ὑπενθυμίση τοὺς τόκους ποὺ θὰ πληρώση καὶ μιλήση γιὰ ὑποθῆκες, τότε ὁ δανειστὴς κατεβάζει τὰ φρύδια του καὶ χαμογελάει καὶ ἴσως τότε νὰ θυμηθῇ κάποια πατρικὴ φιλία καὶ νὰ ἀποκαλέση τὸν ἔχοντα τὴν ἀνάγκη γνώριμο καὶ φίλο. "Θὰ δοῦμε, λέει, ἐὰν ἔχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Ὑπάρχει κάποια παρακαταθήκη ἑνὸς φίλου μου ἄνδρα, ὁ ὁποῖος μοῦ τὴν παρέδωσε γιὰ νὰ τὴν τοκίσω. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, βέβαια, ὅρισε βαρεῖς τόκους γι' αὐτὸ ἐγὼ ὅμως θὰ τοὺς ἐλαττώσω κατὰ τί καὶ θὰ σοῦ τὰ δώσω μὲ χαμηλότερο τόκο".

Μὲ τέτοια φτιαχτὰ λόγια καὶ μὲ τέτοιες κολακεῖες ξεγελᾶ τὸν ταλαίπωρο, δεσμεύοντάς τον μὲ γραμμάτια, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φτώχεια ποὺ τὸν κατατυραννεῖ, ἀφοῦ ἀφαιρέσει ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνδρός, φεύγει. Διότι ἐκεῖνος ποὺ κατέστησε τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο σὲ τόκους τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ πληρώση, ἔγινε δοῦλος μὲ τὴν θέλησή του σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Πές μου, χρήματα καὶ κέρδη ζητᾶς ἀπὸ τὸν φτωχό; Ἀλλά, ἐὰν μποροῦσε νὰ σὲ κάνη πλουσιότερο, γιὰ ποιό λόγο νὰ ζητᾶ νὰ ἔρθη στὴν θύρα σου; Ἦρθε γιὰ νὰ βρὴ σύμμαχο καὶ βρῆκε ἐχθρό. Ζητοῦσε ἀντίδοτο καὶ πέτυχε δηλητήριο. Ἀφοῦ δὲ ὁ πτωχὸς λάβη τὰ δανεικὰ χρήματα, τὴν πρώτη μέρα εἶναι λαμπρὸς καὶ χαρούμενος, καὶ ἐπιχρισμένος μὲ ξένο μέταλλο φανερώνει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς του. Διότι τὸ τραπέζι εἶναι γεμᾶτο, τὸ ἔνδυμα πολυτελέστερο, οἱ δοῦλοι μὲ ἀλλαγμένη τὴν ἐμφάνιση πρὸς τὸ λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, ἀμέτρητοι κηφῆνες στὰ σπίτια.

Ὅμως καὶ τὰ χρήματα σιγά-σιγά φεύγουν, καὶ ὁ χρόνος προχωρεῖ καὶ αὐξάνει συγχρόνως τοὺς τόκους. Τότε δὲν τὸν ἀναπαύουν πλέον οὔτε οἱ νύκτες, οὔτε ἡ λαμπρὴ ἡμέρα, οὔτε ὁ εὐχάριστος ἥλιος, ἀλλὰ δυσανασχετεῖ γιὰ τὴν ζωή, μισεῖ τὶς ἡμέρες, διότι τὸν ὁδηγοῦν πρὸς τὴν προθεσμία, φοβᾶται τοὺς μῆνες, διότι εἶναι πατέρες τῶν τόκων. Καὶ ὅταν ἀκόμη κοιμᾶται, βλέπει στὸν ὕπνο τοῦ τὸν δανειστῆ νὰ στέκη πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του σὰν κακὸ ὄνειρο. "Πίνε ὕδατα ἀπὸ τῶν σὼν ἀγγείων", δηλαδή, τὶς δικές σου ἀφορμὲς νὰ ἐξετάζης, νὰ μὴ βαδίζης σὲ ξένες πηγές, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δικά σου λιβάδια νὰ παρηγορῇς τὸν ἑαυτό σου στὴν ζωή. Ἔχεις ἐργαλεῖα, ἔνδυμα, ζῶον, σκεύη παντὸς εἴδους; Αὐτὰ νὰ ἀποδώσης γιὰ νὰ ξεχρεώσης ὅλα νὰ προτιμήσης νὰ τὰ χάσης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλευθερία σου. Ἀλλά, λέει, ντρέπομαι νὰ τὰ βγάλω σὲ δημοπρασία. Τί, λοιπόν, θὰ κάνης, ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄλλος θὰ τὰ μεταφέρη καὶ θὰ τὰ ξεγράψη ἀπὸ σένα καὶ μπρὸς στὰ μάτια σου θὰ τὰ πουλήση σὲ φθηνὴ τιμή; Μὴν βαδίζης σὲ ξένες θύρες. Διότι πραγματικὰ "φρέαρ στενὸν τὸ ἀλλότριον".

Εἶναι καλύτερο νὰ παρηγορῇ κανεὶς τὴν ἀνάγκη τοῦ λίγο λίγο μὲ διάφορες ἐπινοήσεις, παρὰ ἀφοῦ ὑψωθῇ διὰ μιᾶς μὲ ξένα, ὕστερα νὰ ἀπογυμνωθῇ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Ἐάν, λοιπόν, ἔχης γιὰ νὰ τὰ ἐπιστρέψης, γιατί τότε δὲν ἱκανοποιεῖς τὴν παροῦσα ἀνάγκη μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχεις; Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχης πόρους γιὰ νὰ πληρώσης τὸ χρέος σου, θεραπεύεις τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό. Νὰ μὴν καταδεχθῇς νὰ σὲ πολιορκῇ δανειστής. Νὰ μὴν ἀνεχθῇς νὰ σὲ ἀναζητοῦν καὶ νὰ ψάχνουν τὰ ἴχνη σοῦ σὰν κάποιο ἄλλο θήραμα. Τὸ δάνειο εἶναι ἀρχὴ ψεύδους. Εἶναι ἀφορμὴ ἀχαριστίας, ἀγνωμοσύνης, ἐπιορκίας. Ἄλλα λέει ὁ δανειζόμενος καὶ ἄλλα ὁ δανειστής. Ἐάν, λοιπόν, εἶναι φίλος ὁ δανειστής, μὴ βλάψης τὴν φιλία ἐὰν εἶναι ἐχθρός, μὴν πέσης στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ἀφοῦ χαρῇς λίγο μὲ τὰ ξένα, ὕστερα θὰ χάσης καὶ τὰ πατρικά. Φτωχὸς εἶσαι τώρα, ἀλλὰ ἐλεύθερος. Μὲ τὸ νὰ δανεισθῇς ὄχι μόνο δὲν γίνεσαι πλούσιος, ἀλλὰ χάνεις καὶ τὴν ἐλευθερία σου. Δοῦλος τοῦ δανειστῆ εἶναι ὁ δανειζόμενος καὶ μάλιστα δοῦλος μισθωτὸς ποὺ φέρνει σὲ πέρας κατ' ἀνάγκην τὴν ὑπηρεσία του.

Διότι τὸ δάνειο δὲν σὲ ἀπαλλάσσει ἐντελῶς, ἀλλὰ δίνει μικρὴ ἀναβολὴ στὴν ἀμηχανία σου. Ἅς ὑποφέρουμε σήμερα τὶς δυσκολίες τῆς στέρησης καὶ μὴν τὶς φορτώσουμε στὸ αὔριο. Ἐὰν δὲν δανεισθῇς θὰ εἶσαι τὸ ἴδιο φτωχὸς καὶ σήμερα καὶ στὸ μέλλον ἐὰν ὅμως δανεισθῇς θὰ βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ὁ τόκος θὰ σοῦ αὐξήση τὴν φτώχεια. Καὶ τώρα μὲν κανεὶς δὲν σὲ κατηγορεῖ ποὺ εἶσαι φτωχός, διότι τὸ κακὸ ἦρθε χωρὶς τὴν θέλησή σου ἐὰν ὅμως καταστῇς ὑπεύθυνος γιὰ τόκους, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν θὰ σὲ κατηγορήση γιὰ τὴν ἀπερισκεψία σου. Δὲν προξενεῖ καμμιὰ ντροπὴ ἡ φτώχεια. Γιατί, λοιπόν, νὰ προσθέτουμε στοὺς ἑαυτούς μας τοὺς ὀνειδισμοὺς ἐξ αἰτίας τοῦ χρέους; Κανεὶς δὲν θεραπεύει τὰ τραύματα μὲ τραῦμα, οὔτε γιατρεύει τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό, οὔτε ἐπανορθώνει τὴν φτώχεια μὲ τοὺς τόκους.

Πλούσιος εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Φτωχὸς εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Διότι, ἐὰν εἶσαι εὐκατάστατος, δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τὸ δάνειο ἐὰν τίποτε δὲν ἔχης, δὲν θὰ ἐξοφλήσης τὸ δάνειο. Μὴν σκέπτεσαι γιὰ τὴν ζωὴ μὲ ὑστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσης τὶς πρὶν τὸ δάνειο ἡμέρες. Σὲ ἕνα πρᾶγμα διαφέρουμε οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους, στὴν ξεγνοιασιά. Καὶ τοὺς κοροϊδεύουμε, ὅταν ξαγρυπνοῦν, ἐνῷ οἱ ἴδιοι κοιμόμαστε. Καὶ ὅταν αὐτοὶ πιέζονται πάντοτε ἀπὸ μέριμνες καὶ φροντίδες, ἐμεῖς εἴμαστε ἀμέριμνοι καὶ ἥσυχοι. Διότι ἐκεῖνος ποὺ χρωστάει καὶ φτωχὸς εἶναι καὶ πολλὲς φροντίδες ἔχει ἄϋπνος εἶναι τὴν νύχτα, ἄϋπνος τὴν ἡμέρα, πάντοτε σκεπτικός. Ἐὰν κτυπήσης τὴν θύρα, ὁ χρεοφειλέτης κρύβεται κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Μπῆκε κάποιος ξαφνικά; Ἡ καρδιά του χτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ὁ σκύλος; Περιλούζεται ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ κοιτάζει ἀπὸ ποὺ νὰ φύγη. Ὅταν πλησιάζη ἡ προθεσμία, σκέπτεται τί ψέμα νὰ πῆ, μὲ ποιά πλαστὴ πρόφαση νὰ ἀποφύγη τὸν δανειστή. Διότι, ὅπως παρουσιάζεται ὁ πόνος σὲ ἐκείνη ποὺ πρόκειται νὰ γεννήση, ἔτσι παρουσιάζεται καὶ ἡ προθεσμία στὸν χρεοφειλέτη.

Τόκος ἐπάνω στὸν τόκο εἶναι πονηρὸ γέννημα πονηρῶν γονέων. Αὐτὰ νὰ λὲς γεννήματα ἐχιδνῶν, τὰ γεννήματα τῶν τόκων. Ἐλεύθερος βλέπεις τὸν ἥλιο. Γιατί φθονεῖς τὴν παρρησία τῆς ζωῆς σου; Κανένας πυγμάχος δὲν ἀποφεύγει τόσο τὰ κτυπήματα τοῦ ἀντιπάλου τοῦ ὅσο ὁ χρεοφειλέτης τὶς συναντήσεις τοῦ δανειστῆ, κρύβοντας τὴν κεφαλὴ στὴν σκιὰ τῶν κιόνων καὶ τῶν τοίχων. Πῶς, λοιπόν, λέγει, θὰ συντηρηθῶ; Ἔχεις χέρια, ἔχεις τέχνη, δούλευε ἐπὶ μισθῶ, νὰ διακονῇς. Πολλὰ μπορεῖς νὰ ἐπινοήσης στὴν ζωή, πολλὲς εὐκαιρίες ὑπάρχουν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἐργασθῇς; Ζητιάνευε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν. Ἀλλὰ εἶναι ντροπὴ νὰ ζητιανεύης; Ἀλλὰ εἶναι περισσότερο ντροπὴ νὰ μὴν ἐπιστρέφης τὸ δανεικό. Πάντως αὐτὰ τὰ λέω χωρὶς νὰ ἔχουν κῦρος νόμου, ἀλλὰ ὑποδεικνύω ὅτι ὅλα εἶναι πιὸ ὑποφερτὰ ἀπὸ τὸ δάνειο.

Καὶ ὅμως δανείζονται ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα (διότι δὲν τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη), ἀλλὰ δανείζονται ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπιδίδονται σὲ ἄσωτες δαπάνες καὶ ἀνωφελεῖς πολυτέλειες, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν δοῦλοι τῶν γυναικείων ἀπαιτήσεων. Ἐγώ, λέει, θέλω ἔνδυμα πολυτελὲς καὶ χρυσαφικά, τὰ παιδιὰ στολισμένα ἐνδύματα ὅπως πρέπει σὲ αὐτά, ἀλλὰ καὶ οἱ δοῦλοι μὲ λαμπρὲς καὶ ποικίλες στολές, τὸ τραπέζι μας πλούσιο. Αὐτὸς ποὺ ὑπηρετεῖ τέτοιες ἀπαιτήσεις τῆς γυναίκας ἔρχεται στὸν τραπεζίτη καὶ προτοῦ χρησιμοποιήση αὐτὰ ποὺ πῆρε, ἀλλάζει τὸν ἕναν δεσπότη κατόπιν τοῦ ἄλλου, καὶ ἀλλάζοντας πάντοτε τοὺς δανειστὲς μὲ τὴν συνέχιση τοῦ κακοῦ ἀποφεύγει τὸν ἔλεγχο τῆς φτώχειας.

Ὧ, πόσους κατέστρεψαν τὰ ξένα ἀγαθά; Πόσοι ἀφοῦ πλούτισαν στὸ ὄνειρο, ἀπόλαυσαν σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ τὴν δυστυχία; Ἀλλά, λέει, ὅτι πολλοὶ πλούτισαν ἀπὸ τὰ δάνεια. Νομίζω ὅμως ὅτι οἱ περισσότεροι κρεμάσθηκαν. Ἐσὺ βλέπεις μὲν ἐκείνους ποὺ πλούτισαν, δὲν μετρᾶς ὅμως ἐκείνους ποὺ αὐτοκτόνησαν, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ δὲν ὑπέφεραν τὴν ντροπὴ νὰ τοὺς ζητοῦν τὰ χρέη, προτίμησαν τὸν δι' ἀγχόνης θάνατο ἀπὸ μιὰ ζωὴ ντροπῆς. Ἐγὼ εἶδα ἀξιοθρήνητο θέαμα, παιδιὰ ἐλεύθερα νὰ σύρονται γιὰ νὰ πουληθοῦν πρὸς ἐξόφληση τῶν πατρικῶν χρεῶν. Δὲν ἔχεις χρήματα γιὰ νὰ ἀφήσης στὰ παιδιά σου; Μὴν τοὺς ἀφαιρῇς τὴν εὐγένεια. Ἕνα τοὐλάχιστον κράτησε γιὰ αὐτοὺς τὸ κτῆμα τῆς ἐλευθερίας, τὴν παρακαταθήκη ποὺ παρέλαβες ἀπὸ τοὺς γονεῖς σου. Κανεὶς δὲν κλήθηκε σὲ δικαστήριο γιὰ τὴν φτώχεια τοῦ πατέρα του χρέος ὅμως πατρικὸ ὁδηγεῖ σὲ φυλακή. Μὴν ἀφήσης γραμμάτιο τὸ ὁποῖο ὡς κατάρα πατρικὴ φτάνει μέχρι τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια.

Ἐὰν ὅμως ὑπακούατε στὸν Κύριο, ποιά ἡ ἀνάγκη τῶν λόγων αὐτῶν; Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ συμβουλὴ τοῦ Δεσπότου; "Δανείζετε παρ' ὧν οὐκ ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν". Καὶ τί δάνειο, λέει, εἶναι αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν συνδέεται ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς; Κατανόησε τὴν σημασία τοῦ ρητοῦ καὶ θὰ θαυμάσης τὴν φιλανθρωπία τοῦ νομοθέτη. Ὅταν πρόκειται νὰ δώσης χρήματα στὸν φτωχὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, αὐτὸ εἶναι συγχρόνως καὶ δῶρο καὶ δάνειο. Δῶρο μὲν διότι δὲν ἐλπίζεις στὴν ἐπιστροφή, δάνειο δὲ διότι ἡ μεγαλοδωρεὰ τοῦ Δεσπότη θὰ πληρώση τὸ χρέος ἀντὶ ἐκείνου αὐτός, ἐνῷ ἔλαβε λίγα διὰ μέσου τοῦ φτωχοῦ, θὰ σοῦ ἀποδώση πολλὰ ἀντὶ τῶν λίγων. Διότι, "ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ". Δὲν θέλεις νὰ ἔχης γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὑπόλογο τὸν Δεσπότη τῶν πάντων γιὰ τὴν ἐξόφληση; Ἢ γιατί, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς πλούσιους τῆς πόλης σοῦ ἐγγυηθῇ τὴν ἐξόφληση γιὰ ἄλλους, δέχεσαι τὴν ἐγγύησή του; Τὸν Θεὸ ὅμως, ποὺ πληρώνει μὲ τὸ παραπάνω γιὰ τοὺς φτωχούς, δὲν τὸν δέχεσαι ἐγγυητή.

Δῶσε τὸ χρῆμα σου ποὺ κάθεται ἄχρηστο, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβαρύνης μὲ τοὺς τόκους καὶ θὰ εἶναι ὠφέλιμο καὶ γιὰ τοὺς δύο.

(Ἐκδ. Μερετάκη, Ἐπιμέλεια Παναγ. Χρήστου, Μετάφραση Ψευτογκά, μεταφορὰ Ρ.Κ.)

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Α')

(Ὁμιλία στοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς πόλεως Ναυπάκτου τὴν 30η Ἰανουαρίου 2013 καὶ στὴν Ἱερατικὴ Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, τὴν 14 Φεβρουαρίου 2013 )

Μέρος Β: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Β')

Εὐχαριστῶ γιατί ἀνταποκριθήκατε στὴν πρόσκλησή μου νὰ ἔλθετε σήμερα στὴν ἐκδήλωση αὐτή, τὴν ὁποία καθιέρωσα ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τὴν πρώτη χρονιὰ τῆς ἐλεύσεώς μου στὴν Ναύπακτο. Κάθε χρόνο ἀναπτύσσω διάφορα θέματα σὲ σχέση μὲ τὴν ζωή, τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ προσπαθῶ νὰ θίξω πλευρὲς ποὺ ξεφεύγουν λίγο ἀπὸ τὰ τετριμμένα καὶ καθιερωμένα.

Τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μου εἶναι «Ὁ τέταρτος αἰῶνας (στὸν ὁποῖον ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες) ὡς ὁ "χρυσοῦς" αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἰς τὴν Νίκαια

Ο τέταρτος (4ος) αἰῶνας ἔχει χαρακτηρισθῇ ἀπὸ πολλοὺς θεολόγους καὶ μελετητὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὡς ὁ «χρυσοῦς αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ πολλοὺς παράγοντες. Πρῶτον, στὴν διοργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων. Δεύτερον, στὴν συνάντηση μεταξὺ μεγάλων θεολογικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἤτοι τῆς ἰουδαϊκῆς σκέψεως, τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως, τῆς γνωστικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Τρίτον, στὸν καθορισμὸ τῶν δογμάτων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, λόγῳ τῶν πολλῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισματικῶν καταστάσεων ποὺ παρατηρήθηκαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τέταρτον στὴν ἐμφάνιση μεγάλων Πατέρων στὴν Ἐκκλησία, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἀναλυτικότερα στὴν συνέχεια καὶ ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸν μεγάλο θησαυρὸ ποὺ μᾶς κληροδότησαν καὶ τὸ καθῆκον μας νὰ διατηρήσουμε γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές.

1. Τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων

Ὁ 4ος αἰῶνας ἄρχισε μὲ τοὺς μεγάλους καὶ σκληροὺς διωγμοὺς ποὺ εἶχε διατάξει ὁ Διοκλητιανός. Ἑκατομμύρια μάρτυρες θυσιάσθηκαν γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό. Τὸν διωγμὸ αὐτὸν τὸν ὑποκίνησε στὴν πραγματικότητα ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ Γαλέριος, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἐξέδωσε διάταγμα τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 311 στὴν Νικομήδεια ἢ στὴν Σαρδικὴ μὲ τὸ ὁποῖο ἔθεσε τέρμα στὸν διωγμό. Ὁ Γαλέριος ἐπέτρεψε τὴν χριστιανικὴ λατρεία, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους νὰ μὴ πράττουν οἱ Χριστιανοὶ κάτι ἔναντι τῶν νόμων τοῦ Κράτους, καὶ νὰ εὔχωνται γιὰ τὸν αὐτοκράτορα. Ἐπίσης, διέτασσε νὰ ἐπιστραφοῦν στοὺς Χριστιανοὺς οἱ κατασχεθέντες καὶ ἀπαλλοτριωθέντες τόποι προσευχῆς, ἔναντι ἀποζημιώσεως. Ἡ ἔκδοση τοῦ Διατάγματος αὐτοῦ ὀφειλόταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν θετικὴ ἐπίδραση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπάνω στὸν Γαλέριο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴν ἀσθένεια τοῦ Γαλερίου ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέθανε μετὰ ἀπὸ λίγο.

Δύο χρόνια μετά, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὸ ἔτος 313, ἐξεδόθη ἕνα Διάταγμα ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», διότι ὑπογράφηκε στὰ Μεδιόλανα, σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, κατόπιν συσκέψεως μεταξὺ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου. Ἐφέτος ἐνθυμούμαστε τὰ 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό.

Πρόκειται γιὰ δύο κείμενα τὰ ὁποία διαφέρουν μεταξύ τους. Τὸ ἕνα διασώζεται ἀπὸ τὸν Λακτάντιο, ὁ ὁποῖος ἀντέγραψε τὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν Νικομήδεια ἀπὸ τὸν Λικίνιο, μετὰ τὴν ἀπόσπαση τῆς Βιθυνίας (Μικρᾶς Ἀσίας) ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο. Τὸ ἄλλο κείμενο διασώζεται ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Τὰ δύο αὐτὰ ἔγγραφα τὰ ὁποία ἦταν ἕνα καὶ ἔφεραν τὰ ὀνόματα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου ὀνομάζονται Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Οἱ ἱστορικοὶ προσπαθοῦν νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴν τὴν διαφορὰ μεταξύ τους καὶ δίνουν διάφορες ἑρμηνεῖες ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἐδῶ.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων ἔδωσε πλήρη ἐλευθερία στοὺς πολῖτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ πλήρη ἐλευθερία τελέσεως τῆς λατρείας τους. Ἐπίσης, διέτασσε τὴν πλήρη ἐπιστροφὴ τῶν ἀπαλλοτριωθέντων ἢ δωρηθέντων τόπων τῆς προσευχῆς καὶ τῶν κοινοτικῶν κτημάτων, χωρὶς νὰ δοθῇ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀποζημίωση. Μὲ τὸ Διαταγμα αὐτὸ ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἐλεύθερος νὰ τελῇ τὴν λατρεία του καὶ νὰ δέχεται πιστούς, ἀλλὰ δὲν καθοριζόταν ὅτι ἦταν ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

Θὰ παραθέσω δύο φράσεις ἀπὸ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, ὅπως διασώθηκε ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἡ μία φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἤδη μὲν πάλαι σκοποῦντες τὴν ἐλευθερίαν τῆς θρησκείας οὐκ ἀρνητέαν εἶναι, ἀλλ’ ἑνὸς ἑκάστου τὴ διανοία καὶ τῇ βουλήσει ἐξουσίαν δοτέον τοῦ τὰ θεῖα πράγματα τημελεῖν κατὰ τὴν αὐτοῦ προαίρεσιν ἕκαστον, κεκελεύκειμεν τοῖς τε Χριστιανοῖς τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς θρησκείας ἑαυτῶν τὴν πίστιν φυλάττειν». Ἡ ἄλλη φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁπότε εὐτυχῶς ἐγὼ Κωνσταντῖνος ὁ Αὔγουστος καγὼ Λικίνιος ὁ Αὔγουστος ἐν Μεδιολάνῳ ἐληλύθειμεν καὶ πάντα ὅσα πρὸς τὸ λυσιτελὲς καὶ τὸ χρήσιμον τῷ κοινῷ διέφερεν, ἐν ζητήσει ἔσχομεν ταῦτα μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἅτινα ἐδόκει ἐν πολλοῖς ἄπασιν ἐπωφελὴ εἶναι, μᾶλλον δὲ ἐν πρώτοις διατάξαι ἐδογματίσαμεν, οἷς ἡ πρὸς τὸ θεῖον αἰδώς τε καὶ τὸ σέβας ἐνείχετο, τοῦτ’ ἔστιν, ὅπως δῶμεν καὶ τοῖς Χριστιανοῖς καὶ πᾶσιν ἐλευθέραν αἵρεσιν τοῦ ἀκολουθεῖν τῇ θρησκεία ἢ δ’ ἂν βουληθῶσιν...».

Πρόκειται γιὰ ἕνα Διάταγμα ποὺ καθόριζε τὴν λήξη τῶν διωγμῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔδινε ἐλευθερία στὸν Χριστιανισμὸ νὰ ἐπιτελῆ τὴν λατρεία του καὶ ἄνοιγε τὸν δρόμο γιὰ νὰ γίνη ἀργότερα ὁ Χριστιανισμὸς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

2. Ἡ συνάντηση τῶν μεγάλων θεολογικῶν ρευμάτων

Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴν ἐλευθερία ποὺ τοῦ δόθηκε ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται καὶ νὰ δέχεται νέα μέλη στοὺς κόλπους του, διὰ τοῦ βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, καὶ τελοῦσε ἐλεύθερα τὴν λατρεία του, ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄρχισε μιὰ ἀναζωογόνηση καὶ ἀνασυγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὕστερα ἀπὸ τὴν λαίλαπα τῶν διωγμῶν καὶ τῶν μαρτυρίων.

Ὅμως, ἡ ἐλευθερία δημιούργησε ἄλλους πειρασμούς, ὁ κυριότερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε νὰ δημιουργήση τοὺς χώρους τῆς λατρείας, δηλαδὴ τοὺς Ναούς, νὰ καθορίση τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ δεχθῇ τὰ νέα μέλη της, νὰ συγκροτήση τὸν τρόπο διοικήσεώς της καὶ φυσικὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σχισματικούς. Ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ 4ου αἰῶνος εἶναι ὅτι συναντήθηκαν μεγάλα φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τὰ ὁποία κυριαρχοῦσαν στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἰδιαιτέρως τὸν 2ο καὶ τὸν 3ο αἰῶνα. Θὰ γίνη μιὰ παρουσίαση αὐτῶν τῶν θρησκευτικῶν ρευμάτων γιὰ νὰ διαπιστωθῇ ἡ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς συναντήσεώς τους μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Τὸ βασικὸ θρησκευτικὸ ρεῦμα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἰδίως στὴν Παλαιστίνη, ἦταν ὁ Ἰουδαϊσμός. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναπτύχθηκε στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης καὶ στὴν συνέχεια ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ ὅριά της στὸν γνωστὸ τότε κόσμο. Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν καταγωγὴ καί, ὅπως ἦταν φυσικό, γνώριζαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ τὶς ἑρμηνευτικὲς διατάξεις, τὸ Ταλμούδ, δηλαδὴ γνώριζαν τὸν νόμο καὶ τὶς ἑρμηνεῖες του, ἀλλὰ τελικὰ δέχθηκαν καὶ τὴν νέα ἀποκάλυψη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.

Οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν ὅτι στοὺς Προφῆτες ἀποκαλυπτόταν ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος καὶ τοὺς φανέρωνε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν συνέχεια βρῆκαν τὸν Μεσσία, κατάλαβαν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους ὅτι ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Γιαχβὲ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Κύριος τῆς δόξης, ἔγινε ἄνθρωπος, βίωσαν τὴν ἄκτιστη δόξα Του στὸ ὅρος Θαβώρ, Τὸν εἶδαν ἀναστάντα καὶ ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του.

Εἶναι φυσικὸ ὅτι ἡ σκέψη τους καὶ ἡ φρασεολογία τους ἦταν καθαρὰ Παλαιοδιαθηκική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του ἔκανε λόγο γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, γιὰ τὸν σαρκικό, ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, γιὰ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κ.λ.π. Ἔτσι, ὅλη ἡ σκέψη καὶ ἡ φρασεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδὴ τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τους, εἶναι καθαρὰ ἑβραϊκή, ἀλλὰ μὲ νέα ἑρμηνεία, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ.

Βεβαίως, οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ δὲν δέχθηκαν τὸν Χριστὸ ἐξακολουθοῦσαν νὰ διαβάζουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πολεμοῦσαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ γενικὰ τοὺς Χριστιανούς. Ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν σύγχρονος τοῦ Χριστοῦ, προσέλαβε καὶ μερικὰ ἑλληνιστικὰ στοιχεῖα στὴν διδασκαλία του.

Κατὰ τὸν 2ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ἕνα ρεῦμα ποὺ ὀνομάσθηκε γνωστικισμός. Πρόκειται γιὰ ἕνα «φιλοσοφικό-πνευματιστικό-θρησκευτικό-μυστικιστικό-μαγικὸ πλέγμα διαφόρων ἀπόψεων, ποὺ διατυπώθηκαν στὴν διάρκεια τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων». Ὁ γνωστικισμὸς συνιστᾶ ἕνα θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στὴν διδασκαλία του συνυπάρχουν ἀναμεμειγμένα διάφορα «ἑτερόκλητα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν μυθολογία τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Βαβυλωνίων καὶ ἄλλων ἀνατολικῶν λαῶν, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ φιλοσοφία καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ θεολογία».

Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ γνωστικισμοῦ εἶναι ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς εἶναι ἕνα ὑπερβατικὸ ὃν ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν κόσμο, ἀντίθετα ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ κακὸς Θεός, ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ μὲ τὴν γνώση, ἡ ὁποία «ἀποτελεῖ μιὰ ἀνώτερη, πνευματική, ἐνορατικὴ θεία μορφὴ γνώσης ποὺ ἀντιδιαστέλλεται τόσο πρὸς τὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἔχει κοσμικὸ περιεχόμενο, ὅσο καὶ πρὸς τὴν θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ὁποία ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ δόγμα». Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ σπίθα, καὶ ὁ ἄνθρωπος σώζεται δι’ αὐτῆς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ὕψιστος ἄρχων, ὁ σωτῆρας ποὺ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἀναζωπυρώση τὶς σπίθες αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ βοηθήση στὴν ἀποκατάστασή τους.

Γνωστικιστὲς τῶν πρώτων αἰώνων ἔδρασαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι ὁ Βασιλείδης στὴν Αἴγυπτο, ὁ Βαρδησάνης στὴν Μεσοποταμία, ὁ Μαρκίων στὴν Σινώπη καὶ τὴν Ρώμη, ὁ Καρποκράτης στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὁ Μάνης στὴν Περσία ποὺ εἶναι καὶ ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μανιχαϊσμοῦ. Τὸν γνωστικισμὸ ἀντιμετώπισαν οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, κυρίως ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λυῶνος, ποὺ ἔγραψε τὸ βιβλίο «ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως». Ὁ γνωστικισμὸς θεωρήθηκε ὡς μιὰ ἀπειλὴ ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ γιατί ἀμφισβητοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὑπονόμευε τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθετε τὶς βάσεις γιὰ ἕναν θεολογικὸ καὶ φιλοσοφικὸ δυϊσμὸ (διάκριση μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ καὶ ὑπερτόνιζε τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ σπίθες τῆς γνώσεως, παραθεωρῶντας τὴν πίστη στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα ἄλλο ρεῦμα ποὺ κυριαρχοῦσε τὸν 3ο αἰῶνα ἦταν ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος τοῦ Ἀριστοτέλη, ἐκτὸς τῶν Ἀθηνῶν, καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ἐπηρέασε μερικοὺς Χριστιανοὺς θεολόγους. Ἐξακολουθοῦσαν νὰ λειτουργοῦν οἱ φιλοσοφικὲς σχολὲς στὶς ὁποῖες διδασκόταν ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, καὶ κυκλοφοροῦσαν τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων. Κυρίως ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἦταν μιὰ προσπάθεια ἀναβίωσης τοῦ ἀρχαίου πλατωνισμοῦ, μὲ νέα στοιχεῖα. Βασικὴ διδασκαλία τοῦ νεοπλατωνισμοῦ εἶναι ὅτι χωρίζεται ἡ πραγματικότητα σὲ τέσσερα ἐπίπεδα, ἤτοι τὸ ἕν ποὺ εἶναι ἡ οὐσία, ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, καὶ ὁ αἰσθητὸς κόσμος. Κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ προηγούμενο, διὰ τῆς ἀπορροῆς, καὶ μεταξύ τους ὑπάρχει ἡ λεγόμενη «ἁλυσίδα τοῦ ὄντος». Ἔτσι, ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ ἑνός –τῆς οὐσίας– δημιουργήθηκε διὰ τῆς ἀπορροῆς ὁ νοὺς ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ νοῦ δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ὁ αἰσθητὸς κόσμος.

Κατὰ τὸν νεοπλατωνισμὸ ἡ ψυχὴ διακρίνεται σὲ κοσμικὴ ψυχὴ «χάρη στὴν ὁποία ἡ ἀπροσδιόριστη ὕλη προσέλαβε μορφὴ» καὶ ἔτσι σχηματίζονται τὰ αἰσθητὰ πράγματα, καὶ στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ «ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ μορφὴ τοῦ σώματος τοῦ φορέα της». Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπανάκαμψη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σώματος στὸ ἀρχικὸ ἕν ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε. Ἔτσι γίνεται λόγος γιὰ τρία στάδια, ἤτοι τὴν μονή, τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἐπιστροφή.

Ὁ νεοπλατωνισμὸς διαμορφώθηκε σὲ διάφορες σχολὲς στὶς μεγάλες πόλεις καὶ περιοχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τὴν Ρώμη, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Συρία, τὴν Πέργαμο, τὴν Ἀθήνα κ.λ.π. καὶ ἐκφραστές τους ἦταν ὁ Πλωτῖνος, ὁ Πορφύριος, ὁ Ἰάβλιχος κ.ἄ. Ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸν 3ο αἰῶνα ἐπέζησε μὲ διάφορες μορφὲς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες, μέχρι τὴν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας.

Ἀποστέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἦταν ὅτι ἐπηρεάσθηκαν μερικοὶ Χριστιανοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν πάνω στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνέπτυξαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό. Πρόκειται γιὰ μερικοὺς θεολόγους οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία μέσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ Χριστιανοὶ θεολόγοι αὐτῆς τῆς κατηγορίας θεολογούσαν περισσότερο φιλοσοφικά, χωρὶς νὰ διαθέτουν προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι ἐξελλήνισαν τὸν Χριστιανισμό, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ κατέληξαν σὲ αἱρέσεις.

Στὴν κατηγορία αὐτὴν ὑπάγονται ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανὸς Ἀντιοχεύς, ὁ Σαβέλλιος, ὁ Ἄρειος καὶ οἱ Ἀρειανοί, ὁ Εὐνόμιος, τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ θεολογία, χρησιμοποιῶντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, στὰ θέματα σχέσεως μεταξὺ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, καὶ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα καὶ ὑπόσταση, γιὰ οὐσία καὶ ἐνέργειες, γιὰ μεταφυσικά, ἀμετάβλητα καὶ μεταβλητά, γιὰ ἐντελέχεια κλπ.

Τὰ φιλοσοφικά, θρησκευτικὰ καὶ θεολογικὰ αὐτὰ ρεύματα διαμόρφωσαν ἕνα κλίμα στὴν Ἐκκλησία τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων καὶ κυριαρχοῦσαν στὶς ἀπόψεις μερικῶν θεολόγων γύρω ἀπὸ τὰ θεολογικὰ θέματα. Αὐτὲς οἱ αἱρετικὲς ἀπόψεις ἐπηρέαζαν τοὺς Χριστιανούς, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ οἱ Ἐπίσκοποι προσπαθοῦσαν νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουν. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ νέα πρόκληση στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ἐνῷ στοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως ἡ ὁποία ἐκφραζόταν διὰ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀνέδειξε τοὺς μάρτυρες, κατὰ τὸν 3ο καὶ 4ο αἰῶνα, ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἀνέδειξε τοὺς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

3. Ἡ διαμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ζωῆς

Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα βρέθηκε μπροστὰ σὲ αὐτὲς τὶς προκλήσεις, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, τὸν γνωστικισμό, τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ κυρίως τὸν νεοπλατωνισμό. Χρειάσθηκε, ἑπομένως νὰ ἀντιμετωπίση ὅλα αὐτὰ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα καὶ νὰ ἐκφράση τὴν ἀποκαλυπτική της ἀλήθεια μέσα ἀπὸ τὴν νέα ὁρολογία. Ἔτσι, χωρὶς νὰ χάση καθόλου τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀποκαλύψεως υἱοθέτησε μιὰ νέα ὁρολογία. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀντιμετώπισε καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἐξέφραζαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό, καὶ οἱ ὁποῖοι μετέτρεπαν τὸν Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ μορφὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ, μὲ τὴν δική του φιλοσοφικὴ σκέψη.

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνάντηση, διὰ τῶν Πατέρων της, ἐξέφρασε τὸν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό, ὅπως τὸ χαρακτήριζε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι. Τὰ ἰδιαίτερα σημεῖα ποὺ διακρίνουν αὐτὴν τὴν προσπάθεια, ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἐργώδης, μποροῦν νὰ ἐντοπισθοῦν σὲ δύο ἐνδεικτικὲς χρονολογίες, ἤτοι τὸ ἔτος 325 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καὶ τὸ ἔτος 381 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ διάστημα ποὺ προηγήθηκε τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Α’ καὶ Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν πολὺ σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιατί τότε ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ διαμορφωθῇ ἡ νέα πραγματικότητα, νὰ ἐκφρασθῇ ἡ αὐθεντικὴ θεολογία μέσα ἀπὸ νέους ὅρους, οἱ ὁποῖοι θὰ παραμείνουν ἔκτοτε στὴν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Ὑπέρμαχος στὴν Ἂ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καὶ ἀκόμη ἔμμεσα ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶχε κοιμηθῇ πρὶν συνέλθη ἡ Σύνοδος (379 μ.Χ.) ἀλλὰ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του προετοίμασε ὅλη τὴν θεολογία τῆς Συνόδου αὐτῆς.

Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποία δείχνουν τὸ τί ἔγινε τὸν 4ο αἰῶνα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν καὶ τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ καὶ πῶς ἀντιμετώπισε τὴν πρόκληση τῶν αἱρέσεων πάνω στὸ θέμα αὐτό. Στὴν θεολογία, δηλαδὴ τὴν τριαδολογία, χρησιμοποιήθηκε μιὰ νέα ὁρολογία μέσα στὴν ὁποία διασώθηκε ὅλη ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἔτσι, ἐνῷ μέχρι τότε ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ τρισήλιο Φῶς, τὰ τρία Φῶτα –τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος– τώρα οἱ Μεγάλοι Πατέρες, χωρὶς νὰ ἀποδεσμευθοῦν καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βιβλικὴ ὁρολογία, ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα, οὐσία, ἐνέργεια, τρόπο ὑπάρξεως, προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν σχέση μεταξύ τους. Ὁ Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα-ὑποστάσεις, ὑπάρχει μιὰ κοινὴ οὐσία καὶ ἐνέργεια, τὸ κάθε πρόσωπο ἔχει τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ὑπάρξεώς του, τὸ λεγόμενο ὑποστατικὸ ἰδίωμα, ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Τοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπισαν ὅλες τὶς ἐμφανισθεῖσες αἱρέσεις καὶ διασώθηκε ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία. Αὐτὴ εἶναι ἡ λεγόμενη πολεμικὴ θεολογία. Τελικά, στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα, διασώθηκαν τόσο ἡ βιβλικὴ ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία.

Στὴν χριστολογία, οἱ Πατέρες, χρησιμοποιῶντας τοὺς ὅρους τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, ἔκαναν κάποια ἄλλη χρήση τους γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν καλύτερα. Ἐνῷ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν μία φύση καὶ ἐνέργεια στὰ Τρία Πρόσωπα, ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις καὶ ἐνέργειες, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, στὸ ἕνα πρόσωπό Του. Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα διασώθηκε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ τόσο ἡ βιβλικὴ θεολογία ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὸν Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελο, γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία, γιὰ τὶς δύο φύσεις, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, ποὺ ἑνώθηκαν στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου.

Στὴν ἐκκλησιολογία ἔγινε μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ κατοχυρωθῇ ἡ ἑνότητα τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν οἱ Πατέρες μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες στὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν τὰ χαρίσματα κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἐπισκοποκεντρικὴ θεώρησή της. Ἐπίσης, προσλήφθηκε τὸ διοικητικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὶς Ἐπαρχίες, τὶς Διοικήσεις - Ἐξαρχίες καὶ τὶς Ὑπαρχίες, γιὰ νὰ συγκροτηθῇ τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὴν τὴν ρύθμιση ὅρισαν τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θεσπίσθηκε τὸ ὑπερμητροπολιτικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο ἐξελίχθηκε σὲ Πατριαρχικὸ σύστημα διοικήσεως. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀντιμετωπίσθηκαν τὰ σχίσματα καὶ οἱ διαιρέσεις, καὶ διατηρήθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν εὐχαριστιολογία ἐπικεντρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ προσοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ δόγματα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Οἱ Κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ συνέρχονται στὴν θεία Εὐχαριστία γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, καὶ οἱ Τρεὶς Ἱεράρχες συνέταξαν εὐχὲς γιὰ τὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ ἔλαβαν καὶ τὸ ὄνομά τους.

Στὴν ἀνθρωπολογία ἔγινε προσπάθεια νὰ καθορισθῇ ἡ διδασκαλία τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιός τὸν δημιούργησε καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἀναπτύχθηκε ἰδιαίτερα ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑρμηνεύθηκαν οἱ ὅροι αὐτοὶ θεολογικά. Παρουσιάσθηκε ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ κακοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μηδενός, ἀλλὰ ποίημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προϋπῆρχε ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος οὔτε τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς.

Στὴν μοναχικὴ ζωὴ καθορίσθηκαν οἱ κανόνες καὶ οἱ ὅροι μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους μποροῦν οἱ μοναχοὶ νὰ ζήσουν ἐκκλησιαστικὰ καὶ εὐαγγελικά. Γιατί μετὰ τὴν λήξη τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἐπελθοῦσα ἐκκοσμίκευση στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀναπτύχθηκε στὸ ἔπακρο ὁ ἀναχωρητισμὸς ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξελιχθῆ σὲ ἕναν χριστιανικὸ ἀναρχισμό. Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν φωτισμένων Πατέρων καθόρισε τοὺς κανόνας βάσει τῶν ὁποίων θὰ ὀργανωθοῦν οἱ μοναχοὶ σὲ κοινόβια καὶ τὸ κυριότερο θὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν Ἐπισκόπων τῆς Πόλεως.

Στὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δόθηκε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νὰ παιδαγωγοῦνται γιὰ νὰ ζοὺν πραγματικὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὶς ὁμιλίες τῶν Πατέρων κατὰ τὶς λειτουργικὲς καὶ λατρευτικὲς συνάξεις, ποὺ ἀναφέρονται στὸ δόγμα καὶ τὴν ἄσκηση. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τὸν 4ο αἰῶνα, ἐργάσθηκε συστηματικὰ γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν ἀνάπτυξή της, ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία της. Ὁ 4ος αἰῶνας εἶναι ἕνας αἰῶνας πολὺ σημαντικὸς γιὰ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποὺ ἀντιμετώπισε δημιουργικὰ ὅλες τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Τὸ Β μέρος: ( Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Β') )