Skip to main content

«Ὁ Πρόδρομος τῆς Ναυπακτίας»

Κυκλοφόρησε τὸ νέο ἱστορικό-λεύκωμα γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοὺς ὑπὸ τὸν τίτλο Ὁ Πρόδρομος τῆς Ναυπακτίας. Τὸ βιβλίο καταγράφει τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της, τὴν ἀρχιτεκτονική της, τὶς τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ καὶ τὰ κειμήλιά της. Ὅλα αὐτὰ συνοδεύονται μὲ καλῆς ποιότητας φωτογραφίες.

«Ο Πρόδρομος τής Ναυπακτίας»

Ἡ Ἱερὰ Μονή, ποῦ εἶναι πολὺ ἀγαπητὴ στοὺς Ναυπακτίους, ἔφθασε στὴν μεγαλύτερη ἀκμὴ τῆς στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος, καταργήθηκε μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Ὄθωνος τὸ 1833, μετατράπηκε τὸ 1940 σὲ γυναικεῖα καὶ σήμερα γνωρίζει ἄνθηση μὲ τὴν νέα ἀδελφότητα ποῦ ἔχει ἐγκατασταθῇ, καὶ ἡ ὁποία ἐξέδωσε τὸ πολὺ προσεγμένο αὐτὸ ἱστορικό-λεύκωμα, καὶ γιὰ τὴν πληροφόρηση τῶν προσκυνητῶν καὶ τῶν Ναυπακτίων καὶ γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς προσπάθειας συντήρησης τῆς ἀδελφότητος καὶ ἀνακαίνισης τοῦ «Ἀϊ-Γιάννη», τοῦ «Προδρόμου τῆς Ναυπακτίας».

Στὴν συνέχεια παραθέτουμε τὸν πρόλογο τοῦ Σεβασμιωτάτου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ μοναχικὴ πολιτεία εἶναι ἡ αὐθεντικὴ χριστιανικὴ ζωή, ὅπως τὴν συναντᾶμε στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ περιγράφεται στὸ βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων» καὶ στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Στὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» φαίνεται ὁ κοινοβιακὸς χαρακτῆρας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀφοῦ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ποῦ ζοῦσαν ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἶχαν φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία: «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἥν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τί τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ ἥν αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ» (Πράξ. δ', 32). Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν μιὰ καρδιὰ καὶ μιὰ ψυχὴ καὶ δὲν εἶχαν κάτι δικό τους, ἀλλὰ ὅλα ἦταν κοινά. Στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐκφράζεται ὁ τρόπος ζωῆς τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ποῦ διακρίνονταν ἀπὸ τὰ χαρίσματα τῆς θεολογίας, τῆς προφητείας, τῆς ἐσωτερικῆς καρδιακῆς προσευχῆς, γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», «τὸ Πνεῦμα μὴ σβέννυτε» (Α' Θέσ. ε', 17, 19) κλπ.

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ προφητική, ἀποστολικὴ καὶ μαρτυρικὴ ζωή, ὅπως γράφω στὸ βιβλίο Ὁ Μοναχισμὸς ὡς Προφητική, Ἀποστολικὴ καὶ Μαρτυρικὴ ζωή. Πράγματι, οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι συντονίζονται ὀρθὰ στὴν πατερικὴ παράδοση, μὲ ἀποδοχὴ ὅλου τοῦ εὐλογημένου θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπακοὴ στὴν κανονικὴ διάρθρωση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι συνεχιστὲς καὶ ἐκφραστὲς τοῦ χοροῦ τῶν Προφητῶν, ὅπως φαίνεται στὴν ζωὴ τοῦ Σαούλ: «καὶ ἔρχεται ἐκεῖθεν εἰς τὸν βουνόν, καὶ ἰδοὺ χορὸς προφητῶν ἐξεναντίας αὐτοῦ καὶ ἤλατο ἐπ αὐτὸν πνεῦμα Θεοῦ, καὶ προεφήτευσεν ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Α' Βασ. ἰ', 10). Ἐπίσης, εἶναι συνεχιστὲς τῶν Ἀποστόλων, ἀφοῦ ἐγκαταλείπουν τὰ πάντα καὶ ἀκολουθοῦν μὲ αὐταπάρνηση τὸν Χριστό. Ἀκόμη, οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοὶ δίνουν διαρκῶς τὴν μαρτυρία τῆς πίστεώς τους καὶ ὑφίστανται καθημερινὰ τὸ μαρτύριο τῆς προαιρέσεως στὸν πόλεμο τοῦ διαβόλου καὶ σταυρώνουν τὸν ἑαυτό τους συσταυρούμενοι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, πορευόμενοι τὸν δρόμο τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ πρὸς τὴν θέωση.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει τὰ Μοναστήρια ὡς «τὰ ἀφιερωμένα τὼ Θεῶ φροντιστήρια», ὅπου οἱ μοναχοὶ φοιτοῦν καὶ σπουδάζουν στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκπαιδεύονται ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ τὴν Γερόντισσα, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ τὸν κανονικὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, στὸ πῶς θὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ ὑπακοή, τὴν πνευματικὴ παρθενία καὶ τὴν πραγματικὴ ἀκτημοσύνη καὶ πῶς θὰ γίνουν ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στὸν ὁποῖον θὰ γίνεται ἀέναη λειτουργία.

Ἔτσι, καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοὺς εἶναι ἕνα «πνευματικὸ φροντιστήριο», ἕνας πνευματικὸς πνεύμονας τῆς περιοχῆς Ναυπακτίας, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, ποῦ στὴν διάρκεια τῶν αἰώνων ἐξέπεμπε καθαρὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο, ἦταν ἕνα παράθυρο τοῦ Παραδείσου στὸν κόσμο, προσέφερε πολλὰ στὴν κοινωνία, ὅπως ἱστορεῖται σὲ αὐτὸ τὸ σύντομο ἱστορικό. Οἱ μοναχοὶ καὶ μοναχὲς ποῦ ἔζησαν σὲ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ «φροντιστήριο» μαθήτευσαν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ ὅσα μᾶς ἄφησαν, κυρίως τὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τὸ ὁποῖο ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς. Οὐσιαστικὰ ὁ κόσμος σήμερα χρειάζεται νὰ βλέπη τέτοια πρότυπα μοναχῶν ποῦ ἐκφράζουν τὸν τύπο τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καὶ ὄχι τοῦ δυτικόφρονος ἀκτιβιστικοῦ μοναχισμοῦ μὲ μιὰ «vita activa».

Δοξάζω τὸν ἐν Τριάδι προσκυνούμενον Θεό, τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστή, οἱ ὁποῖοι διατήρησαν τὴν Ἱερὰ Μονὴ Βομβοκοὺς ἀνοικτή, ἀλλὰ καὶ στὶς ἡμέρες μου, ὅταν φάνηκε ὅτι θὰ ἔκλεινε, μετὰ τὴν κοίμηση τῶν τελευταίων εὐλαβέστατων μοναζουσῶν, ἀμέσως ἔστειλαν νέα Ἀδελφότητα καὶ ζοῦμε τὸ θαῦμα τῆς μοναχικῆς ἀνανεώσεως. Ἡ νέα Ἀδελφότητα ὑπὸ τὴν Γερόντισσα Εἰρήνη μοναχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ τοὺς Ἀρχιμ. π. Ζαχαρία Ζάχαρου, πολυφιλήτου ἀδελφοῦ, ποῦ γνωρίζει νὰ καθοδηγῇ ὀρθόδοξα τὰ πνευματικά του παιδιά, μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία ποῦ διαθέτει, συνεχίζει τὴν παράδοση τῆς χορείας εὐλογημένων μοναχῶν, μὲ τὴν λειτουργικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ μὲ ὑπακοὴ στὰ κανονικὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Μητροπόλεως αὐτῆς.

Οἱ Ναυπάκτιοι ἀγαποῦν τὴν Ἱερὰ Μονὴ Βομβοκούς, ἡ ὁποία τοὺς συμπαραστάθηκε καὶ συμπαρίσταται σὲ κάθε δύσκολη, ἰδίως πνευματική, κατάσταση, προστρέχουν τακτικὰ σὲ αὐτὴν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, νὰ λειτουργηθοῦν καὶ νὰ παρηγορηθοῦν, νὰ ἀναπαυθοῦν πνευματικά.

Ἡ ἔκδοση τοῦ ἱστορικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς θὰ βοηθήση τοὺς προσκυνητὲς καὶ ὅσους ἀγαποῦν τὸ Μοναστήρι αὐτὸ ποικιλοτρόπως καὶ γι' αὐτὸ ἐκφράζω τὴν χαρά μου. Εὐλογῶ τὴν ἔκδοση αὐτὴ καὶ εὔχομαι ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, νὰ εὐλογῇ τὴν Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, νὰ ζοὺν ὡς ἐν «πνευματικῷ φροντιστηρίῳ», νὰ μιμοῦνται τὴν ζωὴ τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν μὲ τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔντονα πνευματικὰ χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ νὰ ὁμοιάζουν μὲ τὸν «χορὸ» τῶν Προφητῶν, ὡς πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου: Ἡ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου

Ἡ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βαμβοκοὺς ἔχει μία μακρὰ ἱστορία, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τὸ 1695, ποῦ κατὰ τὴν κτιτορικὴ ἐπιγραφὴ εἶναι ἔτος ἀνακαίνισης. Εἶχε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τύχη μὲ πολλὲς ἄλλες Μονὲς ποῦ διαλύθηκαν μὲ τὸ ἐπάρατο διάταγμα τῆς 25-9-1833. Εἶχε τρεὶς μοναχοὺς καὶ ὄχι ἕξι, ποῦ προέβλεπε αὐτό. Οἱ τρεὶς μοναχοὶ Βενέδικτος, Ἡγούμενος, Νεόφυτος καὶ Ἰωαννίκιος, παρὰ τὴν ἐπιθυμία τους νὰ παραμείνουν στὴν Μονή, ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ αὐτὴν τὸ 1835. Ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ἕνας ἀγῶνας διατήρησης τῆς Μονῆς ποῦ ἔφτασε μέχρι τὸ 1850 καὶ πέραν αὐτοῦ. Πρωτοστάτες στὴν διεκδίκηση ἦταν ὁ Δῆμος Ναυπακτίδος, ἡ Ἐπαρχία, ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ λαὸς τῆς Ναυπακτίας.

Τὸ 1845 ἕξι ἐπιζῶντες μοναχοὶ τοῦ «Προδρόμου καὶ Φιλοθέου» ἐπικαλούμενοι τὸ πνεῦμα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ζητοῦν τὴν διατήρηση τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσουν σ’ αὐτήν. Εἶναι σπαρακτικὴ ἡ κραυγή τους: «Ἡμεῖς δὲ ἐνδεεῖς, γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι ἐγκαταλειφθέντες περιφερόμεθα ἔνθεν κακεῖθεν ὡς ἐπαῖται διὰ νὰ μὴν ἀποθάνωμεν τῆς πείνας, βλέποντες ἀπὸ μακρόθεν τοὺς ἱεροὺς ἐκείνους οἴκους, ἐν οἷς ὡρκίσθημεν ν’ ἀφήσωμεν τὰ κόκκαλά μας, ἐρήμους, τὰ δὲ φθαρτὰ κτήματά των, τὰ ὁποία καὶ ἰδίοις χερσὶν ἀνεγείραμεν καὶ ἐβελτιώσαμεν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, πάντα ἤδη σχεδὸν κατεστραμμένα καθὼς καὶ τὰ ἀκίνητα κλαίοντες θρηνοῦμεν ἀπαρηγόρητα, ὡς ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου».

Τὸ 1846 ὁ Δῆμος Ναυπακτίδος, θεωρῶντας ὅτι ἡ πολιτεία θὰ κάνη δεκτὸ τὸ πανναυπακτιακὸ αἴτημα, κάλεσε τὸν Ζακύνθιο μοναχὸ Κωνστάντιο Κλαυδιανὸ νὰ ἀναλάβη τὴν Ἠγουμενία ὡς ἐπί κεφαλῆς ἕξι ἀκόμα μοναχῶν. Ὁ Κωνστάντιος κατέθεσε 10.000 δραχμὲς στὸ ταμεῖο τῆς Μονῆς καὶ ἄρχισε ἡ συντήρηση τῶν κτιρίων καὶ ἡ καλλιέργεια τῶν ἀγρῶν της. Δυστυχῶς ὅμως ἡ ἄρνηση τῆς πολιτείας, χωρὶς νὰ λαμβάνη ὑπόψη τὸ κοινὸ αἴσθημα, ἦταν κατηγορηματική. Ὁ Κωνστάντιος μὲ ἀναφορὰ τοῦ (17.1.1850) κάνει ὕστατη ἔκκληση νὰ διατηρηθῇ ἡ Μονὴ καὶ νὰ ἐπιτραπῇ ἡ ἐπιστροφὴ τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθηκαν βιαίως ἀπὸ τὶς ἀρχές.

Στὶς 30 Νοεμβρίου 1850 τὸ Ἐπαρχιακὸ Συμβούλιο Ναυπακτίας ζητᾶ σὲ συνεδρίασή του τὴν διατήρηση τῶν Μονῶν τοῦ Προδρόμου καὶ Ἁγίου Δημητρίου Κουτουλιστίων (Κρυονερίων). Ὅμως ἡ Ὀθωνικὴ πολιτεία δὲν ἄκουγε. Παρὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τῶν ἁρμοδίων ἡ ἀγάπη τῶν Ναυπακτίων πρὸς τὸ μοναστήρι δὲν ἀνακόπηκε. Ὅρισαν Ἐκκλησιαστικὸ Συμβούλιο ποῦ φρόντιζε τὴν Μονὴ καθιστῶντας την πλέον παραθεριστικὸ θέρετρο. Ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ Σύλλογος «Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος», ποῦ διενεργοῦσε ἐράνους γιὰ τὴν συντήρηση τῆς Μονῆς.

Ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ τὸ μοναστήρι συνέχιζε νὰ εἶναι διαλυμένο.

Στὶς 18 Ὀκτωβρίου 1928 ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀμβρόσιος μὲ αἴτησή του στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ὕστερα ἀπὸ τὴν συνεδρίαση τῆς 30.10.1928, ζητεῖ «ὅπως ἐνεργηθῶσι τὰ δέοντα πρὸς ἔκδοσιν τοῦ σχετικοῦ διατάγματος περὶ συγκαταριθμήσεως αὐτῆς (τῆς Ι. Μονῆς Προδρόμου) μεταξὺ τῶν διατηρουμένων Ι. Μονῶν».

Τὴν 1 Νοεμβρίου 1928 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ τὴν συνεδρίαση τῆς 30.10.1928, ζητεῖ ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων νὰ ἐκδοθῇ τὸ σχετικὸ διάταγμα. Αὐτὸ ὅμως, φαίνεται, οὐδέποτε ἐκδόθηκε. Ποιοὶ εἶναι οἱ λόγοι, ἐὰν δὲν ἐπισημανθοῦν στὸ συνοδικὸ ἀρχεῖο τὰ σχετικὰ ἔγγραφα, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζουμε μὲ ἀκρίβεια. Πιθανολογοῦμε ὅμως ὅτι ἴσως δύο εἶναι οἱ λόγοι: α) Ἡ ἀλλαγὴ τῶν διαθέσεων τῆς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀφοῦ σὲ λίγους μῆνες ἄρχισαν μὲ πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νὰ ἐκδίδονται Διατάγματα συγχώνευσης Μονῶν, ὁπότε ἀναστελλόταν ἡ ἵδρυση νέων καὶ β) ἡ δυσχέρεια ἐξεύρεσης μοναχῶν ἢ ἡ ὑπαναχώρηση τῆς προτεινόμενης ἀδελφότητας.

Ἔτσι περνοῦν τὰ χρόνια, τὸ μοναστήρι συνεχίζει νὰ εἶναι διαλυμένο καὶ γύρω στὰ 1935 διαμένει σ’ αὐτὸ ἡ οἰκογένεια Πάνου Λάλου, ποῦ ἀσκοῦσε τὰ καθήκοντα τοῦ ἐπιστάτη ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου καὶ τοῦ Συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος». Μάλιστα διέμενε στὸ κελὶ τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα. Τὸ μοναστήρι συνέχιζε νὰ ἀποτελῇ θέρετρο γιὰ τοὺς Ναυπάκτιους.

Σὲ ἐπιστολὴ (19 Δεκεμβρίου 1939) τοῦ Ἡγουμένου τῆς Παναγίας Ἀμπελακιώτισσας, Ἠσαΐα, πρὸς τὸν Γεωργάκη Ἀλεξανδρόπουλο, τὸν κατοπινὸ Μητροπολίτη Χριστοφόρο, γίνεται ἀναφορὰ στὸ μοναστήρι τῆς Βομβοκούς: «Διὰ τοὺς δοκίμους ποῦ μοῦ εἶπε ὁ Διάκος (Πολύκαρπος Κατσαούνης, ἀδελφὸς τῆς Ἀμπελακιώτισσας) δὲν ἔχω ἀντίρρησιν, ἀλλὰ νὰ ἐξετάσωμεν πρῶτον τὰ πράγματα καὶ τὴν πολιτεία των γιὰ νὰ μὴν ἔχωμεν τὰ τοῦ Ἁγίου Ἡγουμένου Βομβοκούς».

Ἄρα τὸ 1939 ὑπῆρχε στὸ μοναστήρι Ἡγούμενος καὶ ἴσως καὶ μοναχοί. Μάλιστα κάτι συνέβη μὲ τοὺς δοκίμους, ποῦ ἔκανε καὶ τὸν Ἠσαΐα ἐπιφυλακτικό. Ποιός ἦταν ὁ Ἡγούμενος; Φαίνεται ὅτι ἦταν ὁ ἱερομόναχος Εὐθύμιος Καρακώστας, ἀδελφὸς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ἀμπελακιώτισσας, ποῦ γεννήθηκε στὴ Στάνου Βάλτου τὸ 1865. Ἐκάρη μοναχὸς στὴν Μονὴ Παντοκράτορος Ἀγγελοκάστρου τὸ 1909 καὶ προσῆλθε στὴν Ἀμπελακιώτισσα στὶς 29.12.1936. Ἀποχώρησε μὲ ἄδεια τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ Γκούμα στὶς 25.5.1940, προφανῶς γιὰ νὰ ἀναλάβη ἐπισήμως τὴν Ἠγουμενία τοῦ Προδρόμου. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀμπελακιώτισσα στὶς 23.5.1943 καὶ ἀπεβίωσε στὶς 30.10.1944.

Ὁ Γιάννης Βαρδακουλὰς στὸ βιβλίο τοῦ γιὰ τὸ μοναστήρι τοῦ Προδρόμου ἀναφέρεται στὸν Εὐθύμιο ἱστορῶντας μιὰ τραγικὴ πλευρὰ τῆς ζωῆς του καὶ μαρτυρεῖ ὅτι «ὑπηρέτησε πιστὰ πολλὰ χρόνια τὸ Μοναστήρι».

Παρακολουθῶντας τὸ ὁδοιπορικὸ τοῦ π. Εὐθυμίου, μποροῦμε νὰ πιθανολογήσουμε ὅτι ἡ Μητρόπολη Ναυπακτίας ἀποφάσισε νὰ κάνη τὶς δέουσες ἐνέργειες γιὰ νὰ λειτουργήση τὸ μοναστήρι. Ἔτσι τὸ 1939 τοποθέτησε ὡς Ἡγούμενο τὸν Εὐθύμιο γιὰ νὰ κάνη τὶς ἀναγκαῖες προετοιμασίες γιὰ τὴν ἐπαναλειτουργία τῆς Μονῆς. Στὶς 20.5.1940 δημοσιεύεται τὸ Διάταγμα τῆς ἀνασύστασης καὶ ὕστερα ἀπὸ πέντε ἡμέρες διαγράφεται ὁ Εὐθύμιος ἀπὸ τὸ Μοναχολόγιο τῆς Ἀμπελακιώτισσας, γιὰ νὰ ἐγγραφὴ στὸ μοναστήρι τῆς Βομβοκούς. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἐπανεγγράφεται στὴν Ἀμπελακιώτισσα. Ἴσως λόγῳ γήρατος καὶ ἔλλειψης ἄλλων μοναχῶν νὰ μὴν μποροῦσε νὰ ἀνταπεξέλθη στὰ καθήκοντά του.

Τὸ διάταγμα (ΦΕΚ 158/20.5.1940) εἶναι λιτό:

«Ἀνασυνιστῶμεν τὴν Ἱερὰν Μονὴν Προδρόμου κειμένην ἐν τῇ περιφερεία τῆς κοινότητος Βομβοκοῦς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐπιβαρύνσεως τοῦ ΟΔΕΠ».

Στὴν «Φωνὴ» τοῦ Θανάση Δράκου (64/15.5.1938) δημοσιεύεται Διακήρυξη τοῦ Συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος», ποῦ ὑπογράφει ἡ Ἐπιτροπὴ Κ. Μακρυγιάννης, Α. Δράκος καὶ Γ. Τριανταφύλλου, μὲ τὴν ὁποία ἀνακοινώνεται ἡ διενέργεια ἐράνου γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ καὶ δενδροφύτευση τῆς Μονῆς, γιὰ «νὰ ἐξελιχθῆ εἰς ὡραιότατον καὶ τερπνότατον θέρετρον τῶν συμπολιτῶν μας....». Ἡ ὅλη φρασεολογία δείχνει ὅτι ἀκόμα δὲν ἔχει ἐγκατασταθῇ μοναστικὴ ἀδελφότητα.

Στὶς 7 Ἰουλίου 1940 στὴν «Φωνὴ τῆς Ναυπακτίας», τοῦ Θανάση Δράκου, δημοσιεύεται ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἐκδρομικὰ Σημειώματα». Στὶς 14 Ἰουλίου 1940 τοῦτο ἐπαναδημοσιεύεται μὲ τίτλο: «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου». Καὶ τὰ δύο ἄρθρα ὑπογράφει ὁ Δ. (ράκος). Κατὰ τὸν Δράκο ἀνέκαθεν «ἡ Μονὴ αὕτη ἀποτελοῦσε τὸ θέρετρον τῆς Ναυπάκτου». Καὶ συνεχίζει: «Ἡ Μονὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου Βομβοκοὺς ἦτο διαλελυμένη Μονή. Τελευταίως διὰ Β.Δ. ἐτέθη πάλιν ἐν ἐνεργείᾳ καὶ θὰ διατηρῇ μοναχούς». Συνεχίζοντας ἐκφράζει τὴν γνώμη ὅτι ἡ ἐπανίδρυση τῆς Μονῆς δὲν πρέπει νὰ ἀκυρώση τὴν σημασία ποῦ ἔχει ὡς παραθεριστικὸ θέρετρο. Μάλιστα ἐπισημαίνει: «Ἡ ἰδέα νὰ περιφρουρηθῇ ὡς ἀποκλειστικὸς τόπος προσκυνήματος θεωρεῖται ἀπηρχαιωμένη». Ἡ φράση «θὰ διατηρῇ μοναχοὺς» εἶναι ἀσαφής. Δὲν ἀναφέρεται ὀνομαστικὰ στὸν Εὐθύμιο καὶ οὔτε σὲ ἄλλους μοναχούς. Ἡ ἔλλειψη ἀρχειακῶν ἐγγράφων δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε σαφέστερες ἀπαντήσεις.

Τὸ ἐρώτημα τῆς ἔρευνας μετὰ τὸν ἐντοπισμὸ τοῦ διατάγματος τοῦ 1940 γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς Μονῆς σὲ ἀνδρώα ἦταν πότε μετατράπηκε σὲ γυναικεία. Ἡ ἔρευνα μέχρι τὸ 1946 στὴν ἠλεκτρονικὴ σελίδα τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου δὲν ἀπέδωσε, γιατί τὸ σχετικὸ φύλλο τῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως δὲν ὑπῆρχε στὴν σειρά. Ἄρα χωρὶς τὸν ἀριθμὸ τοῦ φύλλου ἡ ἐπισήμανση θὰ ἦταν ἀδύνατη καὶ ἡ ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων λανθασμένη. Εὐτυχῶς ὅμως στὴν Μητρόπολη σώζεται τὸ παλαιὸ «Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκούς», ποῦ εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ ἀνακοινώση ὁ π. Καλλίνικος. Στὸ ἐξώφυλλο ὑπάρχει ἡ σημείωση: «Μετετράπη εἰς γυναικείαν δυνάμει τοῦ ἀπὸ 5.12.42 Ν.Δ. δημοσιευθέντος εἰς τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 324 φύλλον τῆς Ἐφημ. Κυβερνήσεως». Τὸ φύλλο ἀνεζήτησε ὁ συνεργάτης μου Σπύρος Σκαλτσὰς στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς, ὅπου τὸ ἐπεσήμανε.

Τὸ κατοχικὸ διάταγμα τὸ ὁποῖο ὑπογράφει ὁ Πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως ἐπὶ τῶν Θρησκευμάτων Ὑπουργὸς Κ. Λογοθετόπουλος ἀναφέρει:

«Μετατρέπομεν τὴν ἀνδρώαν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας εἰς γυναικείαν τοιαύτην, ἄνευ ἐπιβαρύνσεως τοῦ Ο.Δ.Ε.Π.».

Ὁ Εὐθύμιος ἐπιστρέφει στὶς 23.5.1943 στὴν Ἀμπελακιώτισσα, ἀφοῦ ἡ Μαρία Γκολιὰ ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστήρι στὶς 12.5.1943 καὶ ἐκάρη μοναχὴ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1946.

Ἡ ἀποχώρηση τοῦ Εὐθυμίου ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἡ ἐπανεγκατάστασή του στὴν Ἀμπελακιώτισσα συνδυάζεται μὲ τὴν ἐγκατάσταση στὸ μοναστήρι τῆς Μαρίας Παπαδούλα-Γκολιά, ποῦ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Μαριάνθη καὶ ἠγουμένευσε μέχρι τὸν θάνατό της τὸ 1960. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνέπνευσε τὸν Γ. Ἀθάνα, ἀνέκαθεν φίλο τοῦ μοναστηριοῦ: «Τὸ μοναστήρι τόκαμαν γυναικεῖο κι Ἠγουμένισσα ἔγινε ἡ ἀδελφὴ Μαριάμ. Τὴν «ἔκειρε» ὁ Δεσπότης κι ὅταν τὸ ράσο φόρεσε μὲ σέβας τὴν ἀτένισα: Τὸ ἀνάστημά της πιὸ ψηλό, πιὸ ἀχνὸ τὸ πρόσωπό της». Τὴν διαδέχθηκε ἡ Παρθενία Τυροπάνη (+1998). Ἀπὸ τὸ ἔτος 2004 ἐγκαταστάθηκε νέα ἀδελφότητα μὲ Ἡγουμένη τὴν μοναχὴ Εἰρήνη Κραβαρίτου.

Ἔτσι τὸ παλαίφατο μοναστήρι συνεχίζει τὴν ἱστορική του πορεία. Πάντα στὸ πλευρό του βρίσκεται ὁ «Σύλλογος Φίλων τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἀη-Γιάννη τοῦ Προδρόμου», ποῦ ἱδρύθηκε τὸ 1969.