Ἡ ἱερά ἡσυχία θεμελιωμένη στήν Ἁγία Γραφή
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὁμιλα στὀ Ι' Θεολογικὸ Συνέδριο Μητροπόλεως Ναυπάκτου
ἀνάπτυξη τῶν ἐννοιῶν πού περιλαμβάνει ὁ τίτλος θά μᾶς δώση ὅλο τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεως. Θά δοῦμε τί σημαίνει «ἱερά ἡσυχία» καί πῶς αὐτή θεμελιώνεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη.
Πρίν ἀπό τήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος πρέπει νά τονισθῆ ἡ μεγάλη σημασία πού ἔχει στίς μέρες μας ὁ λόγος περί τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, μέ τό περιεχόμενο πού τῆς δίνει ἡ ἀγιογραφική καί πατερική μας παράδοση. Θά ἐπισημανθοῦν δύο λόγοι:
Πρῶτος λόγος εἶναι ἡ ἐξάπλωση ἀσκητικῶν μεθόδων τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Πολλοί Ἕλληνες εἶναι πιό ἐξοικειωμένοι μέ τίς θεολογικές ὁρολογίες ἀνατολικῶν θρησκειῶν, παρά μέ τῆς δικῆς μας παραδόσεως πού ἔχει μεγάλου πλοῦτο καί μεγάλη θεραπευτική δύναμη.
Δεύτερος λόγος εἶναι ἡ ρευστοποίηση ὅλων τῶν ἐννοιῶν στήν σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη. Ἐνδεικτικός εἶναι ὁ ἱσχυρισμός ὅτι πρέπει νά καταστραφοῦν οἱ κλασικές διχοτομίες, ὅπως, ψυχή/σῶμα, νοητό/αἰσθητό, ἀνθρωπότητα/ζωϊκότητα, καλό/κακό κ.ἄ.. Ὅλα εἶναι ρευστά, ὅλα ἕνας χυλός. Τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται ἀνύπαρκτο. Ὁ «κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος» ἀγνοεῖται.
Μπαίνοντας στό θέμα μας εἶναι ἀπαραίτητες κάποιες διασαφήσεις. Τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ Καινή Διαθήκη, εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦλθε «πληρῶσαι τὸν νόμον καί τοὺς προφήτας». Στά νοήματα τῆς Καινῆς Διαθήκης μᾶς εἰσάγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί τελικά μᾶς δείχνουν πῶς ἡ Καινή Διαθήκη ἑρμηνεύει τήν Παλαιά. Καί στίς διδασκαλίες τῶν Πατέρων εἰσαγόμαστε ἀπό σύγχρονους ποιμένες καί συγγραφεῖς πού εἶναι συντονισμένοι μέ τό πνεῦμα τους.
Αὐτή ἡ ἑρμηνευτική ὁδός θά ἀκολουθηθῆ στήν συνέχεια. Τά κείμενα τοῦ Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου καί τοῦ μακαριστοῦ Ναυπάκτιου μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτη ἐξοικειώνουν τούς μελετητές τους μέ τήν ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τούς εἰσάγουν στό πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τους. Κείμενά τους θά εἶναι ἡ διάβαση σέ πατερικές ἑρμηνεῖες ἁγιογραφικῶν χωρίων, ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί κυρίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στίς ὁποῖες μέσα ἀπό λόγους καί πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης τεκμηριώνεται ἁγιογραφικά ἡ ἀσκητική ἀγωγή τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας.
Μιά ἀκόμη διασάφηση. Ἡ ἡσυχία δέν ἔχει ὡς φυσικό χαρακτηριστικό τήν ἱερότητα. Κάθε ἡσυχία δέν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ Ἱερά.
«Ὅταν κάνουμε λόγο γιά τήν ὀρθόδοξη ἡσυχία, [παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος] ἐννοεῖται ὅτι αὐτή διαφέρει σαφῶς ἀπό μιά οὐμανιστική ἡσυχία, μιά ἡσυχία πού κινεῖται μέσα σέ ἰνδουϊστικά καί βουδδιστικά πρότυπα. Πρόκειται γιά μιά ἡσυχία πού κινεῖται μέσα στά βασικά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως».
Στήν κοινή ἀντίληψη ἡσυχία εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου, πού τήν βρίσκει κανείς ἔξω ἀπό πόλεις, χωριά καί οἰκισμούς. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξωτερική ἤ σωματική ἡσυχία. Σημαντικότερη εἶναι ἡ ἐσωτερική ἤ ψυχική ἡσυχία, πού εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς, πού δημιουργοῦν θόρυβο στήν ψυχή, ἀκόμη καί στούς ἡσυχαστικότερους τόπους.
Ἡ ἱερά ἐξωτερική ἤ ἐσωτερική ἡσυχία ἔχουν ὀρθόδοξο ἀσκητικό περιεχόμενο μέ προοπτική τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος γράφει: «Μιλώντας γιά τήν ὀρθόδοξη νήψη ἐννοοῦμε τήν ἐγρήγορση καί τήν ἑτοιμότητα τοῦ ἀνθρώπου νά κρατᾶ τόν νοῦ του καθαρό ἀπό διαφόρους λογισμούς καί εἰκόνες πού νεκρώνουν τήν ἐσωτερική του ἐλευθερία καί καθαρότητα καί τόν ἀποσποῦν ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό πού συνιστᾶ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ νήψη αὐτή χαρακτηρίζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἱερά ἡσυχία».
***
Παρατίθενται στήν συνέχεια ἁγιογραφικά χωρία (λίγα ἀπό τά πολλά) πού ἀναφέρονται στήν ἱερά ἡσυχία καί τήν ἀξία τῆς ἐρήμου.
Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει ὅτι μετά τό βάπτισμα «ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου».
Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος παρουσιάζει τήν ἔρημο ὡς παλαίστρα μέ τά πνευματικά τῆς πονηρίας. Γράφει: «Ἀνάγεται [ὁ Χριστός] δέ εἰς ἔρημον, ἵνα δείξῃ ἡμῖν, ὅτι ὁ διάβολος τότε πειράζει ἡμᾶς, ὅταν ἴδη μεμονωμένους καί μή ὑπ’ ἀλλήλων βοηθουμένους». Ἡ ἔρημος, ἀλλά γενικά καί ἡ ἀπομόνωση, εἶναι γιά τούς ἰσχυρούς στήν πάλη μέ τά πνευματικά τῆς πονηρίας, γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει: «νά συναντιέστε μεταξύ σας συνεχῶς, ὥστε νά μήν εἶναι εὔκολο νά σᾶς καταλαμβάνη ὁ διάβολος». Ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Ἅγιος παραθεωρεῖ τήν ἀξία τῆς ἐρήμου καί τῆς ἡσυχίας. Μιλᾶ στόν λαό πού ἔχει ἀνάγκη τήν μετ’ ἀλλήλων ἐπικοινωνία καί ἐνίσχυση.
Τό πλέον χαρακτηριστικό χωρίο γιά τήν ἀξία τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀπομονώσεως γιά τήν προσευχή εἶναι τό ἀκόλουθο: «σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ». Δέν πρέπει οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ νά εἶναι «ὥσπερ οἱ ὑποκριταί», πού τούς ἀρέσει «ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις». Αὐτοί παίρνουν τόν μισθό τους ἀπό τούς ἀνθρώπους. Οἱ μαθητές Του πρέπει νά ἐπιθυμοῦν μισθό ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα. Ταμιεῖον ἀναγωγικά εἶναι τό σῶμα, θύρα οἱ αἰσθήσεις. Πρέπει νά κλείνουν οἱ αἰσθήσεις γιά νά προσεύχεται ὁ νοῦς ἀπερίσπαστα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δίνει μιά ἑρμηνεία πού μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε ἡσυχαστική. Γράφει: «Αὐτός πού πρόκειται νά ἱκετεύση τούς ἀφήνει ὅλους καί βλέπει μόνον αὐτόν πού ἔχει τήν δύναμη νά ἐκπληρώση τήν αἴτησή του. Ἄν τόν ἀφήσης αὐτόν καί περιπλανᾶσαι περιφέροντας παντοῦ ὁλόγυρα τά μάτια σου, θά φύγης μέ ἄδεια χέρια».
Θέτει ἐν συνεχείᾳ τό ἐρώτημα: Δηλαδή δέν πρέπει νά προσευχόμαστε στήν Ἐκκλησία; Ἀπαντᾶ, ὅτι πρέπει νά προσευχόμαστε στήν Ἐκκλησία, καί πάρα πολύ μάλιστα «ἀλλά μετά γνώμης τοιαύτης». Καί ἐξηγεῖ:
«Πανταχοῦ ὁ Θεός τόν σκοπόν ζητεῖ τῶν γινομένων». Σκοπός εἶναι τό «ὁρᾶν μόνον τόν Κύριον», Αὐτόν πού μπορεῖ νά ἱκανοποιήση τά θεοφιλῆ αἰτήματα. Καί σημειώνει ὅτι, κι ἄν κάποιος κλειστῆ στόν «ταμιεῖον» του, ἀλλά δέν προσηλωθῆ μόνον στόν Κύριο δέν θά τόν ὠφελήση ὁ ἐγκλεισμός του. Γράφει: «κι ἄν κλείσῃς τίς θύρες τοῦ ταμιείου σου, πρίν τό κάνεις αὐτό ὁ Χριστός θέλει τοῦτο νά κατορθώσης: νά κλείσης τίς θύρες τῆς διανοίας σου».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μιλᾶ πολύ καθαρά γιά τήν ἀξία τῆς ἐρήμου στήν ἑρμηνεία τοῦ ἀκόλουθου χωρίου ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ».
Γράφει: «Γιά ποιό λόγο ἀνεβαίνει στό ὄρος; Γιά νά μᾶς διδάξη ὅτι εἶναι καλό πράγμα ἡ ἐρημία καί ἡ μόνωση, ὅταν πρέπει νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καταφεύγει συχνά σέ ἐρήμους καί ἐκεῖ πολλές φορές διανυκτερεύει προσευχόμενος, γιά νά μᾶς διδάξη νά ἐπιδιώκουμε τήν ἀταραξία στήν προσευχή ἐπιλέγοντας τόν κατάλληλο τόπο καί χρόνο. Διότι ἡ ἔρημος εἶναι μητέρα τῆς ἡσυχίας καί τόπος γαλήνης καί λιμάνι πού μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό κάθε θόρυβο». Τήν ἴδια ἄποψη γιά τήν ἐπιλογή τοῦ κατάλληλου τὀπου γιά τήν προσευχή ἔχει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὅπως θά φανῆ παρακάτω. Εἶναι ἡ πείρα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, πού ξέρουν ὅτι πρέπει νά κυνηγᾶ ὁ ἐπιθυμητής τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό τόν κατάλληλο καιρό καί τόν κατάλληλο τόπο πού τοῦ ἐξασφαλίζουν τήν ἀταραξία «ἐν ταῖς εὐχαῖς».
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο: «Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ», γράφει:
«Πρέπει νά προσευχόμαστε λάθρα, κρυφά, χωρίς νά μᾶς βλέπη κανείς· γιατί αὐτό ὑποδηλώνει τό ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσεύχεται στό ὄρος μόνος του, χωρίς ἄλλη ἀπασχόληση... Πρέπει νά προσευχόμαστε ταπεινά καί νά ὑψώνουμε καθαρά τά χέρια μας, καί ὁ νοῦς μας νά ἀναπηδᾶ πρός τό ὕψος τῆς θεοπτίας, ἀπομακρυνόμενος ἀπό κάθε θόρυβο, καί ἀποφεύγοντας κάθε κοσμική μέριμνα. Καί αὐτό δέν πρέπει νά τό κάνουμε βιαστικά, οὔτε μέ ἀδρανῆ ὀλιγοψυχία, ἀλλά μᾶλλον μέ δύναμη ψυχῆς καί προθυμία καί ἀξιοθαύμαστη ὑπομονή». Στό κείμενο γράφει: «δεῖ δέ τοῦτο δρᾶν, οὔτε ἁψικόρως, οὔτε ἀδρανῆ ἔχοντας ὀλιγοψυχίαν». Κύρια σημασία τῆς λέξης «ἁψίκορος» εἶναι «ὁ ταχέως κορεννύμενος, ὁ ἅμα τῷ ἅψασθαι τῶν σιτίων κορεννύμενος». Δηλαδή, αὐτός πού χορταίνει γρήγορα μέ λίγη τροφή. Στήν προσευχή δέν πρέπει νά ἔχη κανείς τόν χαρακτήρα τοῦ ἁψικόρου, νά φθάνη εὔκολα σέ κορεσμό, νά τήν χορταίνη καί νά τήν ἀφήνη, οὔτε νά εἶναι ἀδρανής ἀπό ὀλιγοψυχία. Ἡ προσευχή χρειάζεται ἀνδρεία καί διαρκῆ δράση, δηλαδή ἄσκηση. Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ἡ προσευχή χρειάζεται θαυμαστή ὑπομονή μέσα σέ ἡσυχία καί ἀμεριμνία.
***
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τῆς ἐπιστήμης τῶν λογισμῶν, τῆς ἔγκαρπης ἱερᾶς ἡσυχίας, τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτός εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἀντιμετωπίζοντας τόν Βαρλαάμ καί τούς ἐπιγόνους του στήν αἵρεση τοῦ ἀντιησυχασμοῦ καί τῆς κτιστότητας τοῦ θείου φωτός, ἀνατρέχει σέ πρόσωπα καί γεγονότα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, τά ὁποῖα ἑρμηνεύει καί ἀποδεικνύει τό δυναμικό περιεχόμενο τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, τό νόημα τῶν τεχνικῶν μεθόδων τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, ἀλλά καί ὅλη τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό φῶς τοῦ Θεοῦ, πού περιλάμπει νοῦ, καρδιά, ψυχή καί σῶμα τῶν θεουμένων ἀσκητῶν. Στίς ἑρμηνεῖες παραθέτει γνῶμες καί ἄλλων Πατέρων.
Χρησιμοποιώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τήν ἱστορία καί τά ἔργα τοῦ Προφήτη Ἠλία μιλᾶ γιά τήν ἔρημο ὡς τόν κατάλληλο τόπο τῆς προσευχῆς, γιά τόν τρόπο καί τό σχῆμα τοῦ σώματος κατά τήν προσευχή, ἀλλά καί τόν καρπό της πού εἶναι ἡ θεοπτία. Μιλᾶ καί γιά τό πῶς βλέπει ὁ Προφήτης τό ἀόρατο φῶς.
Εἰδικά γιά τό σχῆμα τοῦ σώματος κατά τήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς, ρωτᾶ: «Πῶς θά ἦταν δική μας ἡ σάρκα μας; Πῶς δέν θά τήν ἀφήσουμε ἔκθετη στόν πονηρό; Πῶς θά ἀποκρούσουμε τήν ἄνοδο πρός αὐτήν τοῦ πονηροῦ, καί μάλιστα αὐτοί πού δέν γνωρίζουν νά ἀντιμετωπίζουν πνευματικά τά πνεύματα τῆς πονηρίας, ἐάν δέν ἀσκήσουμε τούς ἑαυτούς μας νά προσέχουν τόν ἑαυτό μας καί μέ τό ἔξω σχῆμα τοῦ σώματός μας; Τί τά λέω αὐτά γιά τούς τώρα εἰσερχομένους σ’ αὐτούς τούς ἀγῶνες, ὅταν ὑπάρχουν καί κάποιοι ἀπό τούς τελειότερους πού χρησιμοποίησαν τό σχῆμα αὐτό κατά τήν προσευχή καί βρῆκαν εὐήκοο τό Θεῖο, ὄχι μόνο ἀπό τούς μετά Χριστόν, ἀλλά καί ἀπό τούς πρό τῆς ἐπιδημίας τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ. Πράγματι καί ὁ τελειότατος στήν θεοπτία Ἠλίας, στηρίξας τήν κεφαλή του στά γόνατα, ἔτσι συγκέντρωσε φιλοπονότερα τόν νοῦ του στόν ἑαυτό του καί στόν Θεό καί ἔλυσε ἐκείνη τήν πολύχρονη ξηρασία».
Αὐτό τό ἐξωτερικό σχῆμα τῆς προσευχῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία περιγράφεται στό τρίτο βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, ὅπου λέγεται: «...Ἠλιοὺ ἀνέβη ἐπὶ τὸν Κάρμηλον καὶ ἔκυψεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔθηκε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀνὰ μέσον τῶν γονάτων αὐτοῦ». Μέ αὐτό τό σχῆμα προσευχήθηκε καί ἔλυσε τήν ἀνομβρία.
Σχετικά μέ τό πῶς «ὁρᾶται τό ἀόρατο φῶς», γράφει: «θά ποῦν αὐτοί πού ζοῦν καί βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα σ’ αὐτούς πού ρωτοῦν, πῶς βλέπετε τό ἀόρατο φῶς· ὅπως τό εἶδε καί ἐκεῖνος ὁ θεόπτης Ἠλίας· τό ὅτι ἐκεῖνος δέν τό εἶδε αἰσθητῶς (μέ τίς σωματικές του αἰσθήσεις) τό ἔδειξε ἡ μηλωτή πού ἔριξε στό πρόσωπό του· ὅτι εἶδε τόν Θεό σκεπάζοντας τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς του μέ τήν μηλωτή, μάρτυρας καί κήρυκας ἀξιόλογος εἶναι ἡ έπωνυμία του μέ τήν ὁποία εἶναι γνωστός σέ ὅλους· διότι ἀπό ὅλους ὀνομάζεται θεόπτης, μᾶλλον δέ καί μεθ’ ὑπερβολῆς θεοπτικότατος» Ἡ ὅραση τοῦ ἀοράτου φωτός γίνεται ὑπέρ αἴσθηση καί ὑπέρ νόηση μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Τό ὅτι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζονται ὅλες οἱ αἰσθήσεις, ὥστε μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά δῆ ὁ θεόπτης τό ἀόρατο ἄκτιστο φῶς, φαίνεται καθαρά στόν προφήτη καί νομοθέτη Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος ζώντας καί ἐργαζόμενος στήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου δέχθηκε μεγάλη ἀποκάλυψη μέ τήν ὁποία κλήθηκε νά ὁδηγήση τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔξοδο ἀπό τήν γῆ τῆς Αἰγύπτου. Παρατίθεται ἡ περιγραφή τοῦ γεγονότος ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
«Ἡ ζωή του ἦταν στό βουνό καί ἰδιάζουσα [ἥσυχη] ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε τύρβη τῆς ἀγορᾶς, ἀφοῦ ἰδιώτευε στήν ἔρημο φροντίζοντας τά πρόβατά του. Καί ἀφοῦ πέρασε ἀρκετός καιρός σ’ αὐτό τό εἶδος τῆς ζωῆς, μᾶς λέει ἡ ἱστορία, τοῦ συνέβη μιά φοβερή θεοφάνεια· ἐνῶ ἔλαμπε ἄπλετο τό μεσημεριανό φῶς, ἕνα ἄλλο φῶς δυνατότερο ἀπό τόν ἥλιο ἄστραψε στά μάτια του. Παραξενεύτηκε ἀπό τό ἀσυνήθιστο θέαμα καί κοίταξε πρός τό βουνό. Εἶδε ἕνα θάμνο ἀπό ὅπου ἔβγαινε ἡ λάμψη σάν γλῶσσες φωτιᾶς, ἐνῶ τά κλωνάρια τοῦ θάμνου φούντωναν μέσα στίς φλόγες σά νά ἦταν ἡ φλόγα δροσιά. Μονολογώντας εἶπε: “θά πάω νά δῶ αὐτό τό μεγάλο ὅραμα”. Κι ὅταν τό εἶπε δέν δέχθηκε μόνο στά μάτια τό θαῦμα τοῦ φωτός, ἀλλά μέ τίς ἀστραπές τῆς λάμψης φωτίστηκε καί ἡ ἀκοή του. Ἡ χάρη τοῦ φωτός μοιράστηκε καί στίς δύο αἰσθήσεις· τά μάτια τά καταφώτιζε μέ τίς ἀστραπές τῶν ἀκτίνων καί τήν ἀκοή τήν φωταγωγοῦσε μέ τά ἀθάνατα δόγματα. Ἡ φωνή λοιπόν ἐκείνου τοῦ φωτός ἀπαγόρευσε στόν Μωϋσῆ νά πατήση τό βουνό, ἐπειδή βαρυνόταν μέ ὑποδήματα ἀπό νεκρά δέρματα, καί τοῦ λέει νά βγάλη τά ὑποδήματά του καί ἔτσι νά ἀγγίξη ἐκείνη τή θεία γῆ, πού ἦταν πλημμυρισμένη ἀπό τό θεῖο φῶς».
Μέσα στήν ἔρημο ἡ ὁδός πρός τήν θεοπτία συνδέεται μέ τήν ἀποβολή τῶν παθῶν ἤ ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τῆς γήινης περιβολῆς μέ τά δέρματα πού μᾶς δόθηκε, «ὅταν μείναμε γυμνοί μέ τήν παρακοή μας στό θεῖο θέλημα».
Σχετικός μέ τό θέμα μας εἶναι ὁ σχολιασμός ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἑνός στίχου τοῦ Δευτερονομίου, τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ θεόπτης Μωϋσῆς. Μιλᾶ γιά τήν σημασία πού ἔχει τό νά τηρῆ κανείς τόν νοῦ του καθαρό. Γράφει: «“Πρόσεχε σεαυτῷ”... Διά τίνος; Τοῦ νοῦ πάντως. Μέ τίποτε ἄλλο δέν εἶναι δυνατόν νά προσέχη κανείς ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του. Αὐτή λοιπόν τήν ἐπιτήρηση νά ἐπιβάλης στήν ψυχή καί στό σῶμα·... διότι ἔτσι θά ὑποτάξης τήν σάρκα πού ἀφηνιάζει στό πνεῦμα καί “ρῆμα κρυπτόν ἐν τῇ καρδίᾳ σου οὐ μήποτε γένηται”». Αὐτή εἶναι ἡ ἀγωγή τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας πού εἶναι μέθοδος θεραπείας, μέ ἀποβολή τῶν νεκρῶν δερμάτων, τῶν παθῶν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
Στόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο δείχνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν καρπό τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας πού εἶναι ἡ θεοπτία καί θεολογεῖ γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ἀντιμετωπίζοντας τίς θεωρίες τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς παραθέτει ἀπόσπασμα ἀπό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιά τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο στό ὁποῖο γράφει: «[ὁ Στέφανος] δέν βλέπει τό θεῖο μένοντας στήν ἀνθρώπινη φύση καί δύναμη, ἀλλά ἀφοῦ ἀνακράθηκε μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι εἶναι μαρτυρημένο ἀπό τήν Γραφή ὅτι μέ τό ὅμοιο βλέπονται τά ὅμοια. Διότι ἄν σέ ἀνθρώπινη φύση καί δύναμη ἔχη καταστῆ χωρητή ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, αὐτός πού ἀποφάνθηκε ὅτι τό θέαμα αὐτῆς τῆς δόξας εἶναι ἀχώρητο εἶναι ψευδής· εἶναι ὅμως ἀποδεδειγμένο ὅτι οὔτε ἐκεῖνος ψεύδεται καί ἡ ἱστορία εἶναι ἀληθινή».
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ λόγου του ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει: «[ὁ Στέφανος] βλέπει τήν θεία δόξα καί τό ἀπαύγασμα τῆς δόξας· καί τῆς μέν δόξας τοῦ Πατρός κανένας χαρακτήρας δέν περιγράφεται μέ λόγο· τό δέ ἀπαύγασμα ὁ ἀθλητής τό βλέπει μέσα στό εἶδος πού ἐμφανίσθηκε στούς ἀνθρώπους, [στόν Θεάνθρωπο Χριστό]». Ὅραση τοῦ θείου φωτός καί συνομιλία μέ τούς ἀγγέλους, δόθηκε τήν νύχτα πού γεννήθηκε ὁ Χριστός καί στούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ «τῇ τῶν πολλῶν ἀναχωρήσει καί ἡσυχίᾳ κεκαθαρμένοις».
Μέ ἀφορμή τήν ἐμπειρία τους ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντιμετωπίζει μιά λανθασμένη ἑρμηνεία τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία (κατά τήν νεοπλατωνική ἀντίληψη) ὅλοι οἱ φωτισμοί καί οἱ ἀποκαλύψεις ἔρχονται σέ μᾶς μέσω τῶν ἀγγέλων. Τονίζει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι «ὑπάρχει ἕνωσή μας μέ τόν Θεό καί μετάδοση φωτός πού δέν μετέχεται μέσω τῶν ἀγγέλων ὡς διαμέσων». Γράφει, λοιπόν, γιά τήν ἐμπειρία τῶν ποιμένων: «φανερώνοντας [ὁ ἅγιος Διονύσιος] τήν αἰτία τῆς ἀγγελικῆς ἐπωνυμίας λέει ὅτι παρουσιάζονται διά τῶν ἀγγέλων σέ ἐμᾶς πολλές ὁράσεις, ἀλλά ὄχι καἰ ὅλες οἱ αὐτοφανεῖς ὁράσεις, οὔτε κάθε ἕνωση, οὔτε κάθε ἔλλαμψη λέει ὅτι γίνεται μέσω τῶν ἀγγέλων. Διότι, ἀφοῦ ἀνέφερε ὅτι ἡ πολυύμνητη ἐκείνη δοξολογία κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ παραδόθηκε στούς ποιμένες ἀπό πλῆθος οὐρανίου στρατιᾶς καί ὅτι ἄγγελος εὐαγγελίστηκε τήν εἴδηση αὐτή στούς ποιμένες, ὡς καθαρμένους λόγω τῆς ἀναχώρησης ἀπό τούς πολλούς καί τήν ἡσυχία, δέν εἶπε ὅτι ἠ δόξα πού τούς περιέλαμψε τούς δόθηκε διά τῶν ἀγγέλων». Ὁ Θεός, ὅταν ἐνεργῆ, δέν ὑποτάσσεται σέ νεοπλατωνικά σχήματα. Συνομιλεῖ, ὅταν θέλη, μέ τά λογικά κτίσματά Του χωρίς ἐνδιαμέσους.
***
Ὡς ἐπίλογος τῆς εἰσήγησης παρατίθεται μιά σημαντική παρατήρηση τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτη πού δείχνει πῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνέδεε τόν ἡσυχασμό μέ τήν θεολογία καί τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γράφει: «Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν κλασσικήν φιλοσοφίαν, τήν ποριζομένην τάς γνώσεις ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, ὁ Νεοπλατωνισμός, ὡς μυστικιστικός ἰδεαλισμός, ἐστρέφετο πρός τά ἔνδον τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἐκεῖθεν ἐπιτύχῃ τήν “θέαν τοῦ Θεοῦ”. Πιστεύων ὅτι ἡ ψυχή εἶναι πλάσμα Θεοῦ καί ἐπιποθεῖ μίαν “Θεοκρασίαν”, μίαν σύγχυσιν ἐντός τῆς ἀπροσώπου Θεότητος, ἐνόμιζεν ὅτι, στρεφομένη ἡ ψυχή πρός ἑαυτήν, ὡς πρός θείαν ἀρχήν, ἦτο ἀρκετόν διά νά ἴδῃ τήν θείαν εἰκόνα...
Ἐνώπιον τῶν ἰδεῶν τούτων, αἱ ὁποῖαι ἔτεινον νά προκαλέσουν σύγχυσιν ἐν τῇ περί τῆς θείας εἰκόνος διδασκαλίᾳ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεστήριξε δογματικῶς, ὅτι πᾶσα πρός τά ἔσω στροφή δέν δύναται νά ἀπολήξῃ εἰ μή εἰς τήν θεώρησιν τῆς διεφθαρμένης εἰκόνος, ἐφόσον ἡ ψυχή δέν ἀπεπλύθη διά λουτροῦ παλιγγενεσίας».
Μέ τήν πρός τά ἔσω στροφή στό πλαίσιο τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας ὁ ἀσκητής τῆς προσευχῆς συναντᾶ κατ’ ἀρχήν τό εἰδεχθές προσωπεῖο τῶν παθῶν, καί ἡ προσευχή του ἔχει τό ἦθος καί τό πνεῦμα τῆς προσευχῆς τοῦ Τελώνου. Ἀποστρέφεται τήν φαρισαϊκή προσευχή, ὅπως οἱ ἀντιησυχαστές ἀποστρέφονταν τό «σχῆμα τῆς δεδικαιωμένης τελωνικῆς εὐχῆς», ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἀπαξιοῦσαν οἱ ἀντιησυχαστές αὐτό τό σχῆμα τῆς προσευχῆς καί τούς ἄλλους πού προσεύχονταν τούς προέτρεπαν νά μή τό χρησιμοποιοῦν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θεμελιωμένος στόν εὐαγγελικό λόγο γράφει ἐμφαντικά γιά τόν Τελώνη: «ὁ Κύριος λέει στά εὐαγγέλια “ἐκεῖνος [ὁ Τελώνης] οὐκ ἤθελεν οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἆραι”». Καί συμπληρώνει: «τοῦτον δή ζηλοῦσιν οἱ ἑαυτοῖς ἐν τῷ εὔχεσθαι προσέχοντες τήν ὄψιν». Αὐτόν μέ ζῆλο μιμοῦνται αὐτοί πού προσηλώνουν τό βλέμμα στόν ἑαυτό τους κατά τήν προσευχή.
Τό σχῆμα καί τό πνεῦμα τῆς τελωνικῆς προσευχῆς μέσα στό κλίμα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, δείχνει τόν δυναμισμό τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, ἀλλά καί τά εὐαγγελικά θεμέλιά της, ἀφοῦ τήν τελωνική προσευχή, ὅπως καί τήν προσευχή στό ταμιεῖον ἤ στήν ἔρημο μᾶς τίς διδάσκει ὁ Χριστός μέ τόν λόγο τῶν Εὐαγγελιστῶν καί Ἀποστόλων Του.