Skip to main content

Εἰσαγωγή στο Δ΄Θεολογικό Συνέδριο

Ἀπό τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεο

Δοξάζω τόν Τριαδικό Θεό καί γιά τό νέο Θεολογικό Συνέδριο, τό Δ΄ κατά σειρά, μέ θέμα «Ἡ θεολογία στήν Τουρκοκρατία»Ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι μιά σκοτεινή, μαρτυρική καί ἔνδοξη περίοδος. Σκοτεινή λόγῳ τῆς δουλείας, μαρτυρική λόγῳ τῶν ποικιλοτρόπων μαρτυρίων, καί ἔνδοξη, γιατί ἐκφράσθηκε τό ἐλεύθερο πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, μέσα ἀπό τό σκοτάδι τῆς δουλείας. Ὁ Φώτης Κοντογλου ἔχει χαρακτηρίσει τήν περίοδο αὐτή ὡς «Πονεμένη Ρωμηοσύνη», δηλαδή ἡ δόξα τῆς Ρωμηοσύνης ἐκφράζεται μέσα ἀπό τόν πόνο, δηλαδή εἶναι μιά χαρμολύπη.

Στό Συνέδριο θά κάνουν Εἰσηγήσεις εἰδικοί ἐπιστήμονες πού ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα αὐτό ἀπό ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς καί θά φωτίσουν μέ τόν λόγο τους τήν ἄγνωστη ἐν πολλοῖς στόν κόσμο αὐτήν περίοδο. Θέλω νά τούς εὐχαριστήσω γιατί ἀποδέχθηκαν τήν πρόσκλησή μας καί ἦλθαν στήν Ναύπακτο γιά τόν σκοπό αὐτόν. Οἱ εὐχαριστίες μου ἀπευθύνονται καί πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο πού ἀπέστειλαν μηνύματα. Θέλω νά εὐχαριστήσω θερμότατα τούς παρευρισκομένους ἄρχοντες πού προσῆλθαν στό Συνέδριο καί θά ἀπευθύνουν χαιρετισμό. Ἀκόμη εὐχαριστῶ ὅλους ἐσᾶς πού προσήλθατε στό Συνέδριο μέ ζῆλο και πόθο γιά νά ἀκούσετε γιά τό πῶς ἐκφραζόταν ἡ θεολογία στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Θά ἦταν σοβαρή παράλειψη ἄν δέν εὐχαριστοῦσα τούς στενούς συνεργάτες μου, μέ πρῶτο τόν Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀρχιμ. Καλλίνικον Γεωργᾶτον, οἱ ὁποῖοι κοπίασαν γιά τήν διοργάνωση καί λειτουργία τοῦ παρόντος Συνεδρίου.

Ὅπως, ἐπίσης, καί τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως, τά ὁποῖα καλύπτουν τό Συνέδριό μας, καί ἰδιαιτέρως τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς, γιατί ἔδωσε τήν εὐλογία γιά τήν ἀπευθείας ἀναμετάδοση τοῦ Συνεδρίου ἀπό τόν Ραδιοφωνικό Σταθμό «Πειραϊκή Ἐκκλησία», καί τόν Μητροπολίτη Πατρῶν γιά τήν κάλυψη τοῦ Συνεδρίου ἀπό τόν τηλεοπτικό Σταθμό «Λύχνος».

Εὔχομαι καλή ἐπιτυχία.

Κύριο Θέμα: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία»

Δ  Θεολογικό Συνέδριo video

Τό Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018, στήν Ναύπακτο πραγματοποιήθηκε,  μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου, τό Δ' Θεολογικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, μέ γενικό θέμα «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία».

Δ' Θεολογικό Συνέδριο Ἱ.Μητροπόλεως Ναυπάκτου: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία»Στήν αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Μητροπόλεως πού παρά τίς ἔκτακτες καιρικές συνθῆκες ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Συνεδρίου, 9:00 πμ. μέχρι τό τέλος στίς 2:00 μμ., παρέστησαν οἱ Ἀρχές τοῦ τόπου, Κληρικοί, μοναχοί καί μοναχές καί πολλοί πιστοί.  Οἱ Εἰσηγητές καί τά θέματα πού ἀνέπτυξαν ἦταν ἐπιγραμματικά: –Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία». –Μαρίνα Κολοβοπούλου, Ἐπίκουρος Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α: –«Ἡ προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Γένος κατά τήν Τουρκοκρατία». –Ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος, Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: «Ἡ ἀλληλογραφία τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ μέ τούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης». Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμότιμος Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: –«Ὁ μύθος περί ξένων ἐπιδράσεων στά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου». –Λάμπρος Σιάσος, Καθηγητής Α.Π.Θ.: «Ὑπῆρξεν Μεθόδιος ὁ Ἀνθρακίτης «τέρας ἀποφώλιον»; Ζητήματα θεολογικῆς ἀκρισίας κατά τόν ΙΗ΄ αἰώνα».  –Γεώργιος Παναγόπουλος, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Α.Ε.Α. Βελλᾶς: «Ἡ Φιλοκαλία τῶν ἁγίων Μακαρίου καί Νικοδήμου ὡς συνέχεια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως». Τό Συνέδριο ἄρχισε μέ ἐπίκαιρους ὕμνους ἀπό χορό ἱεροψαλτῶν μέ χοράρχη τόν κ. Παντελῆ Ἀναστασόπουλο καί ἀμέσως μετά ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος κήρυξε τήν ἔναρξή του.

Δ' Θεολογικό Συνέδριο Ἱ.Μητροπόλεως Ναυπάκτου: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία»

*

Ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ἀβύδου κ. Κύριλλος ἀνέγνωσε τό Μήνυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρός τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου γιά τό Συνέδριο. Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ Παναγιώτατος ἔγραφε:

«Ἐπαινοῦμεν τήν χριστοτερπῆ μέριμναν ὑμῶν διά τήν ὀργάνωσιν θεολογικῶν συνεδρίων, τά ὁποῖα συνάγουν ἐπί τό αὐτό μύστας τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης, κληρικούς καί λαϊκούς θεολόγους, νέους ἀνθρώπους μέ πνευματικά ἐνδιαφέροντα καί ἄλλους πολλούς, πρός μελέτην καί συζήτησιν σημαντικωτάτων διά τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν αὐτοσυνειδησίαν θεμάτων, ὡς τό ἀντικείμενον τῆς παρούσης συνάξεως, ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ ὁποίου θά προσεγγισθῇ καί ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν ἑνότητα καί τήν ταυτότητα τοῦ Γένους κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας, διά τήν διατήρησιν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν αὐτοσυνειδησίας, καί γενικώτερον, διά τήν διάσωσιν καί ἀνάπτυξιν τοῦ ἡμετέρου πολιτισμοῦ....

Καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τουρκοκρατίας, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἦτο ὁ πνευματικός φάρος διά τό Γένος, ἡ ἀκένωτος πηγή ἐκ τῆς ὁποίας τοῦτο ἤντλει δύναμιν καί ἐλπίδα διά τήν ἐπιβίωσιν καί τήν διαφύλαξιν τῆς ἰδιοπροσωπίας του. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία προσέφερεν εἰς τό πλήρωμά της οὐχί ἁπλῶς “βοήθειαν”, ἀλλά “Ἀλήθειαν”, τόν προσανατολισμόν πρός τόν Χριστόν τήν “αὐτοαλήθειαν”, καί πρός τά σωτηριώδη ἀκατάλυτα διδάγματα αὐτοῦ, τήν ἀφοσίωσιν εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, τήν μετοχήν εἰς τήν λειτουργικήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἁπλότητα καί τήν ὀλιγάρκειαν, τήν εὐχαριστιακήν χρῆσιν τοῦ κόσμου,  τήν ἐλευθερίαν  “ἐκ καθαρᾶς καρδίας”. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας “ἐν τῷ κόσμῳ” ἦτο διά τούς πιστούς πρόγευσις τῆς «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» δόξης τῆς Βασιλείας, τῆς ἐσχατολογικῆς πληρώσεως τῆς Θείας Οἰκονομίας.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, θεωροῦμεν ἄτοπον κάθε μορφῆς ὑποτίμησιν τῆς πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς καταστάσεως τοῦ Γένους κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας.... Προσευχόμεθα καί εὐχόμεθα, ἡ νέα γενεά τῶν Ὀρθοδόξων νά κατανοήσῃ τήν ζωτικήν σημασίαν τῆς μελέτης καί τῆς οἰκειώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Παραδόσεως, νά ἐμπνευσθῇ ἐκ τῆς πίστεως καί τῆς ἀφοσιώσεως τῶν Πατέρων ἡμῶν εἰς Χριστόν, ὅτι  "οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία∙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς"...».

Ὁ Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ ἀνέγνωσε τό Μήνυμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος καί Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος μεταξύ ἄλλων τόνισε:

«Διαπιστώνει κανείς ὅτι σέ καιρούς ἐμπερίστατους γιά τόν Ἑλληνισμό, ὅπως οἱ χρόνοι τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ θλίψεις τῆς δουλείας δέν στάθηκαν ἱκανές νά ἀνακόψουν τό χάρισμα τῆς θεολογικῆς ἀναζητήσεως καί μελέτης. Καθώς σημειώνεται ἀπό ἕναν ἠπειρώτη λόγιο τῆς ἐποχῆς “ἡ ἡμετέρα διάλεκτος πολιτεύεται καί ἡ εὐσέβεια τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας κηρύττεται καί διδάσκαλοι σπουδαῖοι κοσμοῦσι τάς ὁμηγύρεις τῶν τε Ἀρχιερέων καί τῶν κληρικῶν καί ἀπ’ ἄμβωνος συνεχῶς κηρύττουσι λόγους”.  Ἡ Ὀρθοδοξία, εἴτε ὡς κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς θεολογική ἔκφραση εἴτε κυρίως ὡς βίωμα καί πράξη ζωῆς, δέν γνώρισε τήν ἅλωση, οὖσα ἐκείνη μάλιστα ἡ ὁποία προσέδιδε τό στοιχεῖο τῆς ταυτότητος πού ξεχώριζε τόν Ἕλληνα ἀπό τόν ἀλλόθρησκο ἥ τόν ἑτερόδοξο....  Ὀφείλονται εὐχαριστίες πρός ὑμᾶς, Σεβασμιώτατε, γιά ὅσα σοφῶς προσφέρετε μετ’ ἐπιστήμης, ὥστε τό εὖρος τῆς πνευματικῆς αὐτῆς κληρονομίας νά καρποφορεῖ ἀδιαλείπτως, νά ἀναπτερώνει καί νά φωτίζει τίς ψυχές στούς σημερινούς καιρούς...».

Στήν συνέχεια ὁ Βουλευτής Αἰτωλοακαρνανίας κ. Δημήτριος Κωνσταντόπουλος ἀπηύθυνε χαιρετισμό:

«...Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε, ὅτι μέσα ἀπό τή θεολογία διατηρήθηκε ἡ πίστη, ἡ γλώσσα καί ἡ ἑλληνικότητα στήν Τουρκοκρατία, κάτι πού ἀντίστοιχα δέ συνέβη σέ ἄλλες περιοχές ὅπου ἡ θεολογία δέν ἀναπτύχθηκε. Ἡ πίστη καί ἡ ἱστορία τοῦ λαοῦ μας εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένες. Οἱ ἡσυχαστές, νεομάρτυρες καί οἱ φιλοκαλικοί πατέρες μέ τό ἔργο τους διαφύλαξαν καί τίς δυό. Ἀκόμα καί κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί τῆς ὑποδούλωσης μάλιστα σέ ἀλλόθρησκους, ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία συνέχισε νά ἐπιτελῆ τό ἔργο της». Ἐπανέλαβε τόν λόγο τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας ὅτι «τό Βυζάντιο δέν ὑπῆρξε ποτέ μέρος τοῦ Μεσαίωνα» καί εἶπε ὅτι εἶναι μιά μεγάλη ἀλήθεια. «Τόσο κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους ὅσο καί ἀργότερα ἀκόμα καί ἐπί Τουρκοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε ρατσιστική, οὔτε σκοταδιστική. Ἀντίθετα, μέ ἐκπροσώπους της μέσα ἀπό τό λαό δίδαξε τήν ἀγάπη, τήν ἀλληλεγγύη, τήν πίστη, τήν παιδεία, τήν παράδοση.... Στό Σεβασμιώτατο νά εὐχηθῶ νά συνεχίση τό θεάρεστο πνευματικό του ἔργο, καθώς καί νά ἔχει ὑγεία καί δύναμη γιά συνέχεια στό πλούσιο συγγραφικό του ἔργο, ὅπου γιά ὅλους μας ἀποτελεῖ πηγή ἀπαντήσεων σέ ἀναζητήσεις τῶν θεολογικῶν προβληματισμῶν μας».

Ἀντιπεριφερειάρχης κ. Χριστίνα Σταρακᾶ στόν χαιρετισμό της ἀνέφερε:

«Εὐτυχῶς γιά τήν Ναυπακτία καί τήν Αἰτωλοακαρνανία τά θεολογικά συνέδρια πού διοργανώνει, ὡς θεσμό πιά μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ.κ. Ἱερόθεος, ἔχουν στεριώσει γιά τά καλά καί ἀποτελοῦν σπουδαῖο πνευματικό γεγονός γιά ὅλη τήν χώρα πλέον.... Πρόκειται γιά θέματα πού θά παρουσιάσουν κορυφαῖοι μελετητές καί καθηγητές καί οἱ ὁποῖοι τιμοῦν τό συνέδριο μέ τήν παρουσία τους. Τό ἔχω πεῖ πολλές φορές, γιατί τό πιστεύω ἀκράδαντα, πώς ὁ Μητροπολίτης μας ἐκτός ἀπό εὐρυμαθῆς, ἐρευνητής καί δάσκαλος, εἶναι κι ἕνας θρησκευτικός ἡγέτης πού χτίζει γέφυρες καί ἀνοίγει πνευματικούς ὁρίζοντες γιά ὅλους μας. Εἶμαι σίγουρη ὅτι οἱ συμπολίτες μας περιμένουν νά ἀκούσουν τίς ὁμιλίες καί τά συμπεράσματα τούτου τοῦ 4ου Θεολογικοῦ Συνεδρίου ἀπό ἀνθρώπους πού δίνουν νόημα στήν εἰλικρινῆ καί ἀδιάκοπη στό πέρασμα τῶν χρόνων σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Πολιτεία».

Ὁ Δήμαρχος Ναυπακτίας κ. Παναγιώτης Λουκόπουλος συνεχάρη τούς εἰσηγητές τοῦ Συνεδρίου πού τιμοῦν μέ τήν παρουσία τους καί τήν γνώση τους τήν πόλη μας, ὑπογράμμισε τήν σημασία τοῦ θέματος, πού ἀναφέρεται σέ μιά πολύ δύσκολη περίοδο, περίοδο ἀνάγκης γιά τήν Πατρίδα, πού ὡς γνωστόν τότε καί οἱ φίλοι «κλείνουν τήν πόρτα». Ἐκεῖνα τά χρόνια ἡ Ἐκκλησία στάθηκε δίπλα στόν λαό καί τόν βοήθησε.

Ὁ Πρόεδρος τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Μεσολογγίου καί Ναυπάκτου κ. Χρῆστος Παΐσιος, ὑπογράμμισε τήν σημασία καί τό βάθος τοῦ θέματος καί πρότεινε ὡς ἐπίσης σημαντικό θέμα νά μελετηθῆ κάποτε καί ἡ «Δικαιοσύνη στήν Τουρκοκρατία», ἀφοῦ τοὐλάχιστον τήν ἀπόδοση τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου τήν εἶχε ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία.

*

Στήν συνέχεια παρατίθενται οἱ περιλήψεις τῶν εἰσηγήσεων.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία».

Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Ὀθωμανούς διαμόρφωσε ἄλλες συνθῆκες γιά τήν ζωή τῶν ὑποδούλων Χριστιανῶν Ρωμηῶν καί τήν λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνέλαβε, ὡς Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, τήν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διαφύλαξη τῆς παραδόσεώς της. Ὅμως ἡ διάσπαση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Εὐρώπης καί ἡ ἔντονη πολεμική πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν δημιούργησε διάφορα προβλήματα καί στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, καί θεολογία κλήθηκε νά λάβη θέση ἔναντιν αὐτῶν. Βεβαίως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία πού ἀναπτύχθηκε τόν 14ο αἰώνα καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πέρασε καί στό ὑπόδουλο Γένος. Ὅμως, ὡς πρός τήν ὁρολογία δέχθηκε διάφορες ἐπιδράσεις. Τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἐγράφησαν ἀπό ὀρθοδόξους διάφορες «Ὁμολογίες», οἱ ὁποῖες σέ μερικά θέματα, ὅπως τό «προπατορικό ἁμάρτημα» καί τήν «μετουσίωση» στήν θεία Εὐχαριστία καί σέ ἄλλα σημεῖα, ἐπηρεάσθηκαν ἄλλοτε ἀπό τούς Λατίνους Ρωμαιοκαθολικούς, καί ἄλλοτε ἀπό τούς Προτεστάντες. Ὑπῆρξαν ὅμως καί ἰσχυρές ὀρθόδοξες θεολογικές ἀντιστάσεις, ὡς πρός τίς δυτικές ἐπιρροές. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία, μέ τόν πρωτεύοντα ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διατήρησε τήν αὐτοτέλεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοδιοίκησεώς της, ἀναπτύχθηκε ὁ μοναχισμός μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση, καί ἐμφανίσθηκαν οἱ νεομάρτυρες πού διαφύλαξαν τήν ὀρθόδοξη πίστη καί αὐτοσυνειδησία. Τελικά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, διαφύλαξε τήν πίστη καί τήν ζωή της, τόσο ἔναντι τῶν κατακτητῶν, ὅσον καί ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἰδεολογιῶν.

Μαρίνα Κολοβοπούλου, Ἐπίκουρος Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α: –«Ἡ προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Γένος κατά τήν Τουρκοκρατία».

Ἡ εἰσηγήτρια ἄρχισε τόν λόγο της ἀπό τό περιστατικό τοῦ Α' βιβλίου τῶν Βασιλειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν ὁ λαός ζήτησε ἀπό τόν Σαμουήλ βασιλιά, καί ἐνῶ ὁ Σαμουήλ τούς μετέφερε τά βαριά δικαιώματα πού θά εἶχε ὁ βασιλιάς ἐπάνω τους, αὐτοί ἐπέμεναν. Δέν ἤθελαν νά καθοδηγοῦνται ἀπό τήν προφητεία, ἀλλά ἀπό τήν βασιλεία. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναγκάσθηκε, μετά τήν Ἅλωση νά ἐξασκῆ καί τήν προφητεία-ἱερωσύνη καί τήν βασιλεία-διοίκηση. Καί ὅμως κάτω ἀπό τίς συνθῆκες αὐτές, βοηθοῦσε τούς Ρωμηούς νά βαστάζουν τά βάρη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ –τόνισε μάλιστα ὅτι τά λεγόμενα «προνόμια» πού δίνονταν στό Πατριαρχεῖο δέν σήμαιναν βεβαίως καλύτερη ἀντιμετώπισή του ἀπό ὅ,τι τούς Ὀθωμανούς, ἀλλά ἀποδεικνύουν ἀκριβῶς ὅτι ὑπῆρχε αὐτός ὁ ζυγός– καί προστάτευε τό πλήρωμα ἀπό τόν προσυλητισμό τῶν μισιοναρίων καί τῶν προτεσταντῶν. Ἡ διατήρηση τῆς ταυτότητος τοῦ Γένους, τῆς παραδόσεως καί τῆς γλώσσας του μέ τίς πρωτοβουλίες τοῦ Πατριαρχείου καί τόν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας, κυοφορήθηκε στό περιβάλλον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Καί αὐτή ἡ πολυποίκιλη προσφορά ἀποτυπώθηκε στά ἐπαναστατικά συντάγματα, καί στό παρόν Σύνταγμα τῆς πατρίδος μας, μέ τήν προμετωπίδα «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί ὁμοουσίου καί ἀδιαιτέρου Τριάδος». Κάλεσε δέ ἡ εἰσηγήτρια τούς πολιτικούς νά σεβασθοῦν καί νά διατηρήσουν αὐτήν τήν προσφορά.

Ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος, Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: «Ἡ ἀλληλογραφία τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ μέ τούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης».

Ὁ Θεοφιλέστατος παρουσίασε τήν ἀλληλογραφία τῶν Θεολόγων τῆς Τυβίγγης μέ τόν Πατριάρχη Ἱερεμία Β' τόν Τρανό, πάνω στήν Αὐγουστέα Ὁμολογία τοῦ Λούθηρου. Συζητήθηκαν θέματα ὅπως ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση, τό filioque, οἱ Ἅγιοι καί ἡ πρεσβεία τους, ἡ Χάρη καί τά ἔργα, τά Μυστήρια, ἰδιαιτέρως γιά τό ἅγιο Χρίσμα. Ὁ Πατριάρχης κατέγραψε τίς ἀπόψεις του, πού εἶναι κατά βάση ἀπόψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σέ τρεῖς ἐπιστολές ἐξαντλητικά. Καί βλέποντας τίς διαφορές τους καί ὅτι οἱ Θεολόγοι τῆς Τυβίγγης ἔμεναν ἀμετακίνητοι στίς ἀπόψεις τους καί ἐπανέρχονταν στά ἴδια θέματα, τούς ζήτησε εὐγενικά νά σταματήσουν τόν διάλογο.

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμότιμος Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: –«Ὁ μύθος περί ξένων ἐπιδράσεων στά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου».

Ὁ π. Γεώργιος, ἀναπτύσσοντας τό θέμα, ἀναφέρθηκε σέ 4 κυρίως βιβλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, γιά τά ὁποῖα κατηγορήθηκε ὅτι εἴτε εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν δυτική θεολογία (στά βιβλία Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν καί Ἐξομολογητάριον), εἴτε ὅτι τά εἶχε ἀντιγράψει μεταφράζοντάς τα ἀπό τά ἰταλικά (τά βιβλία Ἀόρατος πόλεμος καί Γυμνάσματα πνευματικά). Αὐτό τό συμπεραίνουν ἀπό τήν ὁρολογία καί τίς διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως γιά τήν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ μέ ἔργα μετανοίας, γιά τήν ὀργή ἤ προσβολή τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἁμαρτία, καθώς καί ἀπό τήν περιπτωσιολογία τῶν ἁμαρτημάτων κλπ. Ὁ π. Γεώργιος χαρακτήρισε τίς ἀπόψεις αὐτές ἀντιεπιστημονικές, γιατί δέν προϋποθέτουν καλή γνώση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Ὁ ἐρευνητής ὀφείλει νά διαβάζη τά ἴδια τά ἔργα καί νά κατανοῆ καλῶς τί ἐννοεῖ ὁ συγγραφέας. Ἔτσι, ὑποστήριξε, καί μέ βάση νεώτερες ἔρευνες, ὅτι τά ἔργα αὐτά εἶναι ἐντεταγμένα στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ δέ τυχόν χρήση ὅρων τῆς δυτικῆς θεολογίας, γίνεται μόνον καί μόνον γιατί «κάθε βιβλίο εἶναι παιδί τῆς ἐποχῆς του», δηλαδή ἐπηρεάζεται φραστικά ἀπό τήν ὁρολογία πού ἐπικρατεῖ. Γιά δέ τά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τά θεωρούμενα ὡς ἀντίγραφα ἀπό παρόμοια δυτικά ἐγχειρίδια, εἶπε ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος δέν γνώριζε ἰταλικά, ὁπότε δέν τά μετέφρασε αὐτός, ἀλλά ὅταν μεταφράσθηκαν ἀπό τά ἰταλικά στά ἑλληνικά, τοῦ τά ἔδωσε ὁ ἅγιος Μακάριος Κορίνθου προκειμένου νά συγγράψη ἀντίστοιχα ὀρθόδοξα βιβλία. Ὁ ἅγιος Νικόδημος πῆρε ἀπό τά βιβλία αὐτά τήν ἀφορμή γιά νά συγγράψη ἐξ ὑπαρχῆς ὀρθόδοξα βιβλία.

Λάμπρος Σιάσος, Καθηγητής Α.Π.Θ.: «Ὑπῆρξεν Μεθόδιος ὁ Ἀνθρακίτης «τέρας ἀποφώλιον»; Ζητήματα θεολογικῆς ἀκρισίας κατά τόν ΙΗ΄ αἰώνα».

Ὁ εἰσηγητής παίρνοντας, ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα, τήν περίπτωση τοῦ Μεθοδίου Ἀνθρακίτη, Κληρικοῦ καί δασκάλου τοῦ 18ου αἰῶνος, ὁ ὁποῖος κατηγορήθηκε ὅτι δίδασκε μαθήματα πού λυμαίνονταν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί καταδικάσθηκε, καθαιρέθηκε καί τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ ἄδεια διδασκαλίας, ἀναφέρθηκε σέ «θεολογικές ἀκρισίες», ὄχι μόνο τοῦ 18ου  αἰῶνος, ἀλλά ὅλων τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας, μέχρι καί τῶν ἡμερῶν μας. Τήν κριτική του ξεκινᾶ μέ τήν παράθεση ἀποσπάσματος ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀπάλλαξε τόν Ἀνθρακίτη, μετά δύο ἔτη, ἀπό τήν καταδίκη. Τό περιεχόμενό της τοῦ δίνει τήν ἀφορμή νά μιλήση, γιά τήν σταδιακή σύγκλιση, ἀπό τόν 15ο αἰώνα, τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας καί τῆς θύραθεν φιλοσοφίας, ἡ ὁποία σύγκλιση (μίξης τῶν ἀμμίκτων) ἐν συνεχεία παγιώθηκε, δημιουργώντας πολλές ἀλλοιώσεις στόν ἐκκλησιαστικό βίο καί τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτήν τήν μίξη τῶν ἀμμίκτων, ὡς παράδειγμα ἐκκλησιαστικῆς κριτικῆς πρός τήν θύραθεν φιλοσοφία παρουσιάζει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στήν ὁποία ἡ θύραθεν σοφία παρομοιάζεται μέ ἰοβόλο ὄφι, ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποκοπῆ ἡ κεφαλή καί ἡ οὐρά, δηλαδή ἡ πεπλανημένη περί θεῶν δόξαν καί ἡ ἐν τοῖς κτίσμασι μυθολογία, καί ἀπό τό ἐνδιάμεσο νά ληφθῆ (ὅ,τι εἶναι ἐπωφελές) ὡς μιά φυσική γνώση, ὡς «φύσεως δῶρον, οὐχί ἄνωθεν πεμφθέν». Μιλώντας γιά τήν σταδιακή ἐξάρτηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας ἀπό σχήματα τῆς θύραθεν φιλοσοφία, ἐπισημαίνει ὅτι «ὑπό αὐστηράν κριτικήν οἱ δουλεῖες τῆς σημερινῆς δημόσιας θεολογίας κρίνονται βαρύτερες ἐκείνων τῆς τουρκοκρατίας». Ἐν τέλει τό ἐρώτημα πού ἔθεσε στόν τίτλο τῆς εἰσήγησής του, δέν τό ἀπαντᾶ, ἀλλά τό ἀφήνει «ὡς κατ’ οἶκον καί ἐν τοῖς κελλίοις ἄσκησιν» τῶν ἀκροατῶν του.

Γεώργιος Παναγόπουλος, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Α.Ε.Α. Βελλᾶς: «Ἡ Φιλοκαλία τῶν ἁγίων Μακαρίου καί Νικοδήμου ὡς συνέχεια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως».

Ἡ εἰσήγηση διαιρεῖται σέ δύο μέρη. Στό πρῶτο παρουσιάζεται ἕνα ἁδρομερές περίγραμμα τῆς νηπτικῆς ἀγωγῆς τῆς Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τῆς γνωστῆς συλλογῆς πατερικῶν ἀσκητικῶν κειμένων, πού ἐκδόθηκε στό 1782 στήν Βενετία μέ ἐπιμέλεια τῶν ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου πρώην Μητροπολίτου Κορίνθου. Στό δεύτερο ἐπιχειρεῖται νά διαυγασθῆ τό προφητικό καί ἀποστολικό ὑπόβαθρο τῆς φιλοκαλικῆς πνευματικότητας, οὕτως ὥστε νά τεκμηριωθῆ ἡ θέση ὅτι ἡ Φιλοκαλία μαρτυρεῖ τήν ἐκκλησιαστική Παράδοση στήν αὐθεντικότερη ἐκδοχή της.

*

Τό Συνέδριο καλύφθηκε ἀπευθείας ἀπό τόν Ρ/Σ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, καί θά ἀναμεταδοθῆ μαγνητοσκοπημένο ἀπό τόν Τ/Σ Λύχνος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν, ἐπίσης μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου. Καί ἡ ἠχογράφηση καί ἡ τηλεοπτική λήψη θά ἀναρτηθοῦν στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου https://parembasis.grΜετά τίς εἰσηγήσεις ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ ἔκανε σύντομο σχόλιο τῶν ὅσων ἀκούσθηκαν καί ἀκολούθησε σοβαρή συζήτηση ἐπί τῶν θεμάτων τῶν εἰσηγήσεων, μέ ἐξίσου σημαντικές ἀπαντήσεις τῶν εἰσηγητῶν. Τό θέμα τοῦ Συνεδρίου εἶναι πολύ σημαντικό, καί ἔγινε πρόταση γιά μελλοντικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, μέ κάποια ἄλλη πτυχή του, ἐν ὄψει μάλιστα καί τῶν ἐκδηλώσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τόν ἑορτασμό τῶν διακοσίων (200) ἐτῶν ἀπό τήν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821.

Φωτογραφίες

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ θεολογία στήν Τουρκοκρατία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

«Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία» - 1η εἰσήγηση. Ναυπάκτου Ἱερόθεος. 29 Σεπ 2018

Ἡ θεολογία στήν ΤουρκοκρατίαΤό θέμα τό ὁποῖο θά ἀναπτύξω ἀναφέρεται στήν θεολογία κατά τήν Τουρκοκρατία. Βεβαίως, κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ρωμηῶν, ὁ λαός βρισκόταν σέ δύσκολη θέση νά μαθαίνη καί νά ἀναπτύσση θεολογία, ἀλλά ὅταν ὁμιλῶ γιά θεολογία στήν Τουρκοκρατία ἀναφέρομαι κυρίως στήν θεολογία ἀπό Συνοδικά κείμενα, τά ὁποῖα δημοσιεύθηκαν εἴτε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε ἀπό τά ἄλλα Πατριαρχεῖα καί ἀπό ἄλλες ἐκδόσεις καί ἀπό κείμενα καί ἀπό μεμονωμένους ἀνήσυχους ἀνθρώπους.

Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως –Πρωτεύουσας τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας– στούς Ὀθωμανούς, πού ἔγινε τήν 29η Μαΐου 1453, δέν ἦταν ἕνας κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ. Προηγήθηκε ἡ Φραγκοκρατία σέ πολλά τμήματα τῆς ἄλλοτε Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια νά περάσουν πολλά δυτικοθρησκευτικά ρεύματα στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή.

Δυό σημαντικές χρονολογίες δείχνουν ἔντονα αὐτό τό πρόβλημα. Ἡ μία εἶναι τό 1054, πού εἶναι ἡ ὁριστική ἀπομάκρυνση τῆς λατινικῆς Δύσεως ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἡ ἄλλη εἶναι τό 1071, πού ἔγινε ἡ περίφημη μάχη τοῦ Ματζικέρτ, ὅπου ἡττήθηκε ὁ Ρωμαϊκός (Βυζαντινός) στρατός τοῦ Ρωμανοῦ Διογένους καί ἔκτοτε ἡ Κωνσταντινούπολη δέν μποροῦσε νά ὑπερασπισθῆ τά σύνορα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στίς μεταγενέστερες ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων. Ἐπίσης, τό 1204 κυριεύθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Σταυροφόρους τῆς Δ΄ Σταυροφορίας καί ἔστω κι ἄν ἀνακτήθηκε πάλι τό ἔτος 1261, ἐν τούτοις ἦταν ἡ σκιά τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της.

Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) καί ἡ κατάληξή της ἄφησε τραύματα στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Στήν Σύνοδο αὐτή, ἀπό πλευρᾶς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας, ἐκφράσθηκαν τρία ρεύματα. Τό πρῶτον, ἐκφραζόταν ἀπό τόν Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, πού πρότεινε τήν συνεργασία μέ τήν Δύση γιά νά σωθῆ ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Τό δεύτερον, ἐκφραζόταν ἀπό τόν Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, ὁ ὁποῖος πρότεινε τήν σύνδεση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, ἄλλωστε ὁ ἴδιος ἦταν θιασώτης τοῦ Πλάτωνα, γι’ αὐτό συνετέλεσε μέ τίς διαλέξεις πού ἔδωσε στήν Φλωρεντία νά στραφῆ ἡ Ἀναγέννηση ἀπό τόν Ἀριστοτέλη στόν Πλάτωνα. Τό τρίτο ρεῦμα πού διατυπωνόταν ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Μάρκο Εὐγενικό καί τόν μαθητή του Γεώργιο-Γεννάδιο Σχολάριο πρότεινε νά στηριχθῆ τό Γένος στίς δικές του δυνάμεις, τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, πράγμα πού ἦταν καί ἡ πιό ρεαλιστική πρόταση, ἡ ὁποία δικαιώθηκε καί ἀπό τήν ἱστορία.

Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του μέ τίτλο «Τουρκοκρατία» καί ὑπότιτλο «Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμαντική Αὐτοκρατορία» παρουσιάζει μέ ὡραῖο καί συγκροτημένο τρόπο τό πῶς ἡ Ρωμανία ὑποδουλώθηκε στούς Ὀθωμανούς, πῶς ὁ ἑλληνισμός ἔζησε στήν νέα πραγματικότητα, πῶς ἐπιβίωσε μέσα στίς δύσκολες συνθῆκες καί πῶς πορεύθηκε πρός τήν ἐλευθερία της. Στό βιβλίο αὐτό περιγράφεται ἡ προσφορά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν θεολογία καί τήν ὅλη παράδοσή της, καί πῶς στήριξε τό ὑπόδουλο Ἔθνος, τό κράτησε ζωντανό καί τό ὁδήγησε στήν ἐλευθερία. Σημαντικό εἶναι τό δίτομο ἔργο, ἰδίως ὁ δεύτερος τόμος, τοῦ Στῆβεν Ράνσιμαν «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ», καθώς ἐπίσης σημαντικό εἶναι καί τό βιβλίο τοῦ Κώστα Σαρδελῆ «Ὁ θάνατος τῆς Αὐτοκρατορίας».

1. Δυτικές θεολογικές ἐπιδράσεις στούς ὑπόδουλους Ρωμηούς

Τόν 14ο αἰώνα στόν ἀνατολικό χῶρο παρατηρήθηκαν δυτικές ἐπιρροές ἀπό τήν Δύση. Αὐτό συνεχίσθηκε καί τόν 15ο αἰώνα. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τόν αἰώνα αὐτό, παραμονές τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παρατηρήθηκε ἡ ἐμφάνιση ὁρισμένων «παλαμιστῶν» πού ἐνῶ εἶχαν προσελκυσθῆ ἀπό τήν μέθοδο τῆς συστηματοποίησης τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἐν τούτοις ἔγραψαν ἐναντίον ὁρισμένων πλευρῶν τῆς θεολογίας του. Ἐπίσης, παρατηρήθηκε μιά τάση συνδυασμοῦ Θωμισμοῦ καί Παλαμισμοῦ. Αὐτό τό κίνημα προσωποποιήθηκε ἀπό τόν Γεννάδιο Σχολάριο, πού ἔγινε πρῶτος Πατριάρχης μετά τήν πτώση στούς Τούρκους.

Βεβαίως, διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι νοθεύθηκαν τά κείμενα τοῦ Γεωργίου-Γενναδίου Σχολαρίου, καί αὐτή ἡ νόθευση προκαλεῖ σύγχυση. Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἄν καί ἀποδεχόταν ἀπόψεις τοῦ Θωμιστικοῦ συστήματος, ἄλλωστε μετέφρασε ἔργα τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη ἀπό τήν λατινική στήν ἑλληνική, ἐν τούτοις ἀνέλαβε τήν διάσωση τοῦ Γένους κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί ἔτσι «προτύπωνε τό βασανιστικό μονοπάτι πού θά ἀκολουθοῦσε ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453».

Ἡ θεολογία στήν ΤουρκοκρατίαΠάντως, ἡ ἡσυχαστική ἀναζωπύρωση στήν θεολογία καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή, πού παρατηρήθηκε τόν 11ο ἕως τόν 14ο αἰώνα, ἦταν πραγματική εὐλογία γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἦταν περίοδος προετοιμασίας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν σκληρῶν χρόνων τῆς δουλείας στούς Τούρκους-Ὀθωμανούς. Ἡ ἡσυχαστική παράδοση ἔδωσε δυνάμεις στούς Χριστιανούς γιά νά κρατήσουν τήν πίστη καί ἦταν ἐνίσχυση τοῦ πνευματικοῦ ἀνοσολογικοῦ συστήματος τοῦ ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.

Ὡστόσο, ὅμως, ὑπῆρχε μιά διχοτομία μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί τῶν δυτικῶν παραδόσεων. Ἤδη τόν 16ο αἰώνα στήν Δύση ἔγινε ἕνα μεγάλο ρῆγμα στόν Χριστιανικό χῶρο, μέ τήν Μεταρρύθμιση, καί ἀποσπάσθηκε ἕνα μεγάλο τμῆμα ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Ὁ Πάπας μέ τήν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο (1545-1563) ἀντέδρασε στήν Μεταρρύθμιση μέ ἀποτέλεσμα νά ἔλθουν στήν ἐπικαιρότητα τά σχολαστικά ἐπιχειρήματα. Ὁπότε, «ἡ Μεταρρύθμιση καί ἡ Ἀντιμεταρρύθμιση πρόσθεσαν νέα σύγχυση στήν ἑρμηνεία τῆς Χριστιανικῆς Παραδόσεως, καθώς οἱ Ὀρθόδοξοι βρέθηκαν στήν μέση μιᾶς καταστάσεως ἡ ὁποία ὁλοένα καί περισσότερο περιοριζόταν στίς κατηγορίες "Ρώμη" καί "Μεταρρύθμιση"».

Φαίνεται ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀνάλογα μέ τίς σπουδές τους πού ἔκαναν σέ Χῶρες τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, ἄλλοτε ἐπηρεάζονταν ἀπό τούς Λατίνους, καί ἄλλοτε ἀπό τούς Προτεστάντες. Αὐτό ἐκδηλωνόταν σέ βασικά θέματα πίστεως, ὅπως στήν ἀποδοχή τῶν ὅρων γιά τό «προπατορικό ἁμάρτημα» καί τήν «μετουσίωση» στήν θεία Εὐχαριστία, στήν συνέχεια ὅμως ἐξελίχθηκε σέ ἀποδοχή τῆς δυτικῆς προοπτικῆς, τήν ὁποία ὑπέκρυπτε ἡ ὁρολογία αὐτή. Μάλιστα, χρησιμοποιοῦσαν ἐπιχειρήματα τῶν Παπικῶν ἐναντίον τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Προτεσταντῶν ἐναντίον τῶν Λατίνων. Συνεπῶς, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας συνέπεσε ἡ μεγάλη θεολογική κρίση στήν δυτική Εὐρώπη, ἀφοῦ μεγάλα τμήματα τῶν Χριστιανῶν, οἱ λεγόμενοι Μεταρρυθμιστές, ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Πάπα, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνονται διάλογοι μεταξύ Λατίνων καί Προτεσταντῶν γιά διάφορα θεολογικά ζητήματα. Νά ἀναφερθῆ ἐδῶ «ἡ Αὐγουσταία ὁμολογία» καί ἡ Σύνοδος τοῦ Τριδέντου, ἡ ὁποία ἔχει ἀποκληθῆ ὡς ἀντιμεταρρύθμιση. Εἶναι ἑπόμενο ἡ ὅλη ἀντιπαλότητα τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν νά ἐπηρεάση ἕνα μέρος, τοὐλάχιστον ἀπό πλευρᾶς ὁρολογίας, καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἔτσι μέ διαφόρους λόγους ἐξεδόθησαν διάφορες ὀρθόδοξες «Ὁμολογίες» γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν τά θέματα πού θίγονταν στόν διάλογο μεταξύ τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν.

Γιά παράδειγμα, μεταξύ τῆς φερομένης ὡς Λουκάρειας Ὁμολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό Καλβινιστικές ἀπόψεις, καί τίς ὁμολογίες τοῦ Πέτρου Μογγίλα καί τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό λατινικές ἀπόψεις, ἐνδιάμεση θέση κατέχει ἡ Ὁμολογία Πίστεως τοῦ Μητροφάνους Κριτοπούλου Πατριάρχη Ἱεροσολύμων τό 1625, ὁ ὁποῖος θεολόγησε ὄχι κατά τά λατινικά καί προτεσταντικά πρότυπα, ἀλλά βασιζόμενος στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν καί ἄλλα συνοδικά κείμενα, τά ὁποῖα ἐν πολλοῖς παρουσιάζουν τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὅμως σέ μερικά ἐπί μέρους σημεῖα, ὅπως στό «προπατορικό ἁμάρτημα», στόν ἀριθμό τῶν Μυστηρίων καί τήν λεγόμενη «μετουσίωση» τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου στήν θεία Εὐχαριστία, παρατηροῦναι δυτικές ἐπιδράσεις, ὡς πρός τήν ὁρολογία καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐννοίας τους.

Παρά τίς ἐπιδράσεις ἀπό τήν Δύση, κατά τόν 18ο αἰώνα ἐξεδόθησαν πολλά πατερικά κείμενα μέ ἀποκορύφωμα τήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη μέ τήν συνεργασία του μέ τόν Ἐπίσκοπο πρώην Κορίνθου Μακάριο Νοταρᾶ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος προωθοῦσε τήν ἡσυχαστική παράδοση σέ συνδυασμό ὅμως μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό ἔκανε λόγο τόσο γιά τήν προσευχή στήν καρδιά ὅσο καί γιά τήν συχνή θεία Κοινωνία. Μέ τά ἔργα του παρουσίαζε τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

2. Θεολογικές ἀντιστάσεις

Κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας οἱ Χριστιανοί τῆς πρώην Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πέρασαν μεγάλη δοκιμασία, ἀλλά ἔπρεπε νά προσαρμοσθοῦν στήν νέα σκληρή πραγματικότητα, γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά «πονεμένη Ρωμηοσύνη». Ἡ δουλεία εἶχε πολλές συνέπειες στούς ὑπόδουλους Ρωμηούς. Καίτοι ὑπάρχει τήν περίοδο αὐτή μιά διχοτομία μεταξύ τοῦ lex credendi (νόμος πίστεως) καί τοῦ lex orandi (νόμος προσευχῆς), ἀφοῦ οἱ ὁρολογίες τῆς πίστεως (lex credendi) πού διατυπώθηκαν κατά καιρούς εἶχαν δεχθῆ ἐπιρροές σέ μερικά σημεῖα ἀπό τόν δυτικό Χριστιανισμό, ὅπως αὐτό γινόταν καί στούς Σλαυικούς λαούς, ἐν τούτοις ἡ οὐσία τῆς παραδόσεως τῶν Μυστηρίων καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς (lex orandi) παρέμενε ἰσχυρή. Σέ αὐτό βοήθησε καί ἡ ἡσυχαστική κίνηση πού εἶχε προηγηθῆ τῆς δουλείας. Αὐτό θά τό δοῦμε σέ τρία σημεῖα.

α) Ἡ διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως

Στήν περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρχε μιά σχέση τοῦ Κράτους μέ τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ταυτίζονται, ἀλλά τό Ρωμαϊκό Κράτος (τό Βυζάντιο) ἦταν ὀρθόδοξο χριστιανικό. Μέ τήν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας ἡ Ἐκκλησία παρέμεινε καί ἐξασκοῦσε τό ἔργο της, καί ἐξακολουθοῦσε νά διατηρῆ ὅλες τίς παραδόσεις τῆς Ρωμηοσύνης, καί νά διαφυλάττη τόν πολιτισμό της. Ὑπάρχουν μερικοί πού ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ μοναχοί καί οἱ ἡσυχαστές συνετέλεσαν στήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι ὀρθό, ἀφοῦ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δέν ταυτίζεται μέ τό Κρατικό ἔργο. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ὡς ἡ Πρώτη τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀνέλαβε τήν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καί τήν εὐθύνη γιά τήν καλή λειτουργία της. Ἡ Ἐκκλησία, μέ πρωτεύοντα ρόλο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, στηρίζεται στίς πνευματικές της δυνάμεις καί λειτουργεῖ ὡς πνευματικό νοσοκομεῖο. καί ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι τά νοσοκομεῖα πού ἔχουν ἔργο νά θεραπεύουν τίς σωματικές ἀσθένειες, εὐθύνονται γιά τίς πολιτικές καί κοινωνικές καταστροφές, σφάλλουν, ὅπως τό ἴδιο σφάλλουν ὅσοι διατείνονται ὅτι εὐθύνεται ἡ Ἐκκλησία γιά τήν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅταν ἐξετάζουμε τό θέμα ἀπό καθαρά θεολογικῆς πλευρᾶς ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας δέν εἶναι περίοδος παρακμῆς, ἀλλά δόξας, ἀφοῦ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας δέν ταυτίζεται μέ τήν ἐπιτυχία ἤ τήν ἀποτυχία τοῦ Κράτους. Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ διωγμοί, κατά τούς ὁποίους ἀναδεικνύονται μάρτυρες, ἐνῶ πολλές φορές ἡ περίοδος ἐξωτερικῆς εὐημερίας εἶναι περίοδος παρακμῆς. Ἡ Ἐκκλησία κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τό Κράτος, ἀπέφυγε τούς κινδύνους τῆς σχολαστικοποιήσεως καί τοῦ ἐκπροτεσταντισμοῦ καί ἔζησε τόν πυρήνα τῆς παραδόσεώς της. Παρέμεινε στόν ρόλο της πού εἶναι θεραπευτικός, ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι πνευματικό νοσοκομεῖο, πράγμα τό ὁποῖο ξεχνιόταν τήν προηγούμενη περίοδο, ἀφοῦ ἦταν σάν νά ὑπῆρχε τό νοσοκομεῖο χωρίς νά ἔχη γιατρούς. Ἡ ἀναβίωση τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, πού ἔγινε μεταξύ 11ου καί 14ου αἰῶνος εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά εἰσέλθουν οἱ Ρωμηοί σέ αὐτήν τήν δύσκολη καί τραγική περίοδο τῆς ἱστορίας τους -δηλαδή τήν Τουρκοκρατία- μέ ἀκεραία τήν ὀρθόδοξη παράδοση.

β) Ἡ διατήρηση τοῦ μοναχισμοῦ καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς

Θεωρεῖται ἀπό πολλούς ἐρευνητές ὅτι ἡ ἀναβίωση τοῦ ἡσυχασμοῦ ὑπῆρξε εὐεργετική γιά τούς Ρωμηούς, κατά τήν πολύχρονη δουλεία στούς Ὀθωμανούς. Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός παρατηρεῖ:

«Ὁ Ἡσυχασμός ἀποδείχθηκε ἡ μεγαλύτερη πνευματική δύναμη γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Γένους. Τό "Βυζάντιο" πολιτικά προχωροῦσε στήν πτώση, πνευματικά ὅμως παρέμενε ἀκμαῖο καί ἀδούλωτο. Μετά τήν ἅλωση θά θιγεῖ μόνο τό πολιτικό μέρος τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, ὄχι ὅμως καί τό πνευματικό, ἀφοῦ "κέντρον τῆς Ρωμαιοσύνης εἶναι ὁ θεούμενος, ὅστις φθάνει εἰς τήν θέωσιν εἰς οἱανδήποτε ἐποχήν ἤ κατάστασιν, κρατικήν ἤ πολιτικήν" (π. Ἰ. Ρωμανίδης). Μόνον οἱ δυτικίζοντες -ἑνωτικοί ὁμόφρονες τοῦ Βαρλαάμ- θά θεωροῦν παρακμή τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἀνατολή δέν ἔχει σχολαστική Θεολογία καί θά φροντίσουν νά τήν εἰσαγάγουν στή ζωή τοῦ Γένους. Ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολή ὅμως τοῦ 14ου αἰώνα ἀπέρριψε τόν Βαρλαάμ καί τόν ἀνάγκασε νά φύγει, ἀπορρίπτοντας τήν παράδοσή του. Ὁ Βαρλαάμ ἔφυγε, διότι ἔνοιωσε κυριολεκτικά ξένος στήν Ἀνατολή. Οἱ ἀρχαιολάτρες-ἀντιησυχαστές θά ἐγκαταλείψουν ἀργότερα τό "Βυζάντιον", καθώς θά πλησιάζει ὁ τουρκικός κίνδυνος, ἤ θά μένουν στραμμένοι στή Δύση, ταυτισμένοι μαζί της».

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης παρατηρεῖ:

«Στήν ἐποχή τῆς καταστροφῆς τοῦ Βυζαντίου ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν μεγάλη. Ἦταν ἀκμαία ἡ Ἐκκλησία ὅταν ἔπεσε τό Κράτος. Παντοῦ τότε εἶχαν ἐπικρατήσει Ἐπίσκοποι πού εἶχαν νοερά προσευχή, γιατί εἶχε ἐπικρατήσει ὁ ἡσυχασμός. Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο σώθηκε τό ἔθνος. Διότι, ἄν στήν Τουρκοκρατία δέν ὑπῆρχαν οἱ ἡσυχαστές Ἐπίσκοποι, δέν θά ὑπῆρχε τόσο ἔντονο αὐτό τό φαινόμενο τῶν Νεομαρτύρων καί τῶν Μουσουλμάνων πού ἔγιναν Ὀρθόδοξοι καί ὕστερα πῆγαν καί μαρτύρησαν. Τώρα, θά ἤμασταν ὅλοι Μουσουλμάνοι, ὅπως ἔπαθαν οἱ Ὀρθόδοξοι στήν Μέση Ἀνατολή, πού ἔχουν μείνει μιά χούφτα μόνο. Στόν χῶρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού δέσποζε τό Ἅγιον Ὄρος, ἔμειναν πολλοί Ὀρθόδοξοι. Ὅλα τά Βαλκάνια εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἐκεῖνα τά χρόνια, ὅταν ἄλλαζε κανείς πίστη, ἄλλαζε καί ἐθνικότητα. Ὁ Ρωμαῖος ἦταν ὀρθόδοξος Χριστιανός καί ὁ Τοῦρκος ἦταν Μουσουλμάνος. Ὅταν ἕνας Ρωμηός ἄλλαζε θρησκεία, δέν λέγανε μουσουλμάνεψε ἤ λατίνεψε, λέγαν τούρκεψε ἤ φράγκεψε. Τό κριτήριο ἦταν τότε ἡ θρησκεία. Ἐάν δέν ὑπῆρχαν αὐτοί οἱ ἡσυχαστές, αὐτή ἡ παράδοση γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, θά ὑπῆρχε σήμερα ρωμηοσύνη; Δέν θά ὑπῆρχε. Ὁπότε ἔχουμε καί ἐθνολογικές ἐπιπτώσεις τῆς ἐπιτυχίας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποτυχημένη;».

Μέ τόν ὀρθόδοξο μοναχισμό καί ἡσυχασμό κρατήθηκε καί ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν στά Βαλκάνια, πράγμα πού δέν πρέπει νά παραθεωρηθῆ.

Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός παρατηρεῖ:

«Ὁ Ἡσυχασμός ὅμως θά παίξει σημαντικό ἑνωτικό ρόλο καί στά ταραγμένα πολιτικά καί διασπασμένα Βαλκάνια, στά ὁποῖα, ὅπως ἄλλωστε καί στή Ρωσία, ἦταν ἤδη γνωστός ὁ Ἡσυχασμός κυρίως μέσω τοῦ Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου. Οἱ Ἡσυχαστές θά μετακινοῦνται ἐλεύθερα σ’ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τόπο σέ τόπο, πάνω ἀπό σύνορα καί ἐθνικές διαφορές. Αὐτό τό γεγονός ἔκαμε τό μεγάλο ἁγιολόγο Fr. Halkin νά ὁμιλεῖ γιά μιά "Διεθνή τοῦ Ἡσυχασμοῦ". Ὅταν σήμερα γίνεται λόγος γιά "ὀρθόδοξο τόξο", ὡς προπύργιο κατά τοῦ "μουσουλμανικοῦ τόξου" τῆς Βαλκανικῆς, δέν πρέπει νά παραθεωρεῖται ἡ ἡσυχαστική πνευματικότητα, ἡ μόνη πού μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει ἀληθινή ἑνότητα στά ὅρια τῆς ὀρθόδοξης-ρωμαίικης ὑπερεθνικῆς καί ὑπερφυλετικῆς ὁμοψυχίας. Στήν ἡσυχαστική παράδοση θεμελιώνεται ἡ διαβαλκανική ἑνότητά μας».

γ. Ἡ προσφορά τῶν Νεομαρτύρων

Ἡ ἡσυχαστική παράδοση πού ἐπικρατοῦσε στήν Τουρκοκρατία εἶχε ἐπιπτώσεις στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία τούς ἔκανε δυνατούς νά ὑπομένουν τό μαρτύριο. Αὐτό ἦταν μεγάλο ἔργο τῶν μοναχῶν καί τῶν Μοναστηριῶν. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:

«Στήν ἐποχή (τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου) τό Ἅγιον Ὄρος ἦταν γεμᾶτο ἀπό τέτοιους ἀνθρώπους. Τότε τό Ἅγιον Ὄρος εἶχε περίπου 20.000 καλογήρους. Ἀπό τούς περιηγητές μαθαίνουμε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε καταποντισθῆ ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία μέσα στόν μοναχισμό. Ὑπάρχουν πολλές καρικατοῦρες τῶν ξένων γιά τήν Ὀρθοδοξία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅτι οἱ καλόγεροι ἦσαν ἀγράμματοι, ὅτι ἦσαν ἐτοῦτο, ἦσαν ἐκεῖνο κ.ο.κ. Καί διερωτᾶται κανείς: Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει τήν ἱκανότητα νά πάρη ἕναν Μουσουλμάνο πού ἔγινε Ὀρθόδοξος, νά τόν μάθη νοερά προσευχή, νά πάη στήν πλατεία νά κάνη δημόσια ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, νά περάση τέτοια βασανιστήρια καί μετά νά μήν ἀρνηθῆ τό Χριστό, αὐτός ὁ καλόγερος εἶναι ἀγράμματος;».

Νεομάρτυρες εἶναι ὅσοι Χριστιανοί δέν ἀρνήθηκαν τόν Χριστό καί ὑπέστησαν τά μαρτύρια, ὅσοι Μουσουλμάνοι ἔγιναν Χριστιανοί καί καταδικάστηκαν σέ θάνατο ἀπό τούς Μουσουλμάνους, καί ὅσοι ἀρνήθηκαν κατ’ ἀρχάς τόν Χριστό, ὕστερα ὅμως μετενόησαν μέ τήν βοήθεια καί τήν πνευματική ἀγωγή τῶν μοναχῶν καί πορεύθηκαν οἱ ἴδιοι στήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καί τό μαρτύριο. Οἱ βίοι τῶν Νεομαρτύρων εἶναι μιά μεγάλη ἀπόδειξη ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ἀληθινή, ἀφοῦ καθαρίζει καί φωτίζει τόν ἄνθρωπο καί μπορεῖ νά ἀντέξη ὅλα τά μαρτύρια. Ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἡσυχαστική της παράδοση, ὅπως ἐκφράζεται στήν ζωή τῶν Νεομαρτύρων, εἶναι ἀνεκτίμητη. Μέ αὐτήν οἱ Ὀρθόδοξοι παρέμεναν σταθεροί στήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία καί ἀπέφευγαν νά ἀλλαξοπιστήσουν, πού ἦταν τό μεγαλύτερο πρόβλημα κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας. Ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου ἑνός Νεομάρτυρος ἦταν ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά συγχρόνως καί ἐθνική ἑορτή, δηλαδή ἑορτή τῆς Ρωμηοσύνης, καί αὐτό δείχνει ὅτι ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς γιά τήν Ἐκκλησία ἦταν ὁ «χρυσοῦς αἰώνας» της. Ὅλα αὐτά φαίνονται καθαρά στό Νέον Μαρτυρολόγιο πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, καί στό ὁποῖο περιλαμβάνονται οἱ βίοι καί τά μαρτύρια τῶν Νεομαρτύρων. Στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκθέτει πέντε λόγους πού δείχνουν τήν μεγάλη ἀξία τῶν Νεομαρτύρων γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τούς ὑπόδουλους Ρωμηούς. Θά ἀναφερθοῦν, γιά νά φανῆ ἡ προσφορά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ὀρθοδόξου ἡσυχίας.

«Πρῶτον, οἱ νέοι Μάρτυρες εἶναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». «Δεύτερον, κάμνουν οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως». «Τρίτον, οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες εἶναι δόξα μέν, καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ τῶν κακοδόξων». «Τέταρτον, οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς, δι’ ὅλους τούς ὀρθοδόξους ὁπού τυραννοῦνται ὑποκάτω εἰς τόν ζυγόν τῆς αἰχμαλωσίας». «Πέμπτον δέ καί τελευταῖον· οἱ νέοι οὗτοι Μάρτυρες εἶναι θάρρος καί παρακίνησις, εἰς τό νά τούς μιμοῦνται διά τοῦ ἔργου καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί, ἐξαιρέτως δέ, οἱ πρότερον ἀρνηθέντες τόν Χριστόν». Ἡ ὅλη ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἄν διαβαστῆ προσεκτικά, ἀποδεικνύει τήν μεγάλη προσφορά καί ἀξία τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς, ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως πού μεγαλούργησε στήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά καί τήν ἀλλοίωσή της μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό. Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, πού ἐκφράζεται μέ τόν ἡσυχασμό καί τό μαρτύριο, ἔπαιξε σημαντικό ρόλο γιά τήν διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας.

π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: Ὁ Μῦθος περὶ ξένων ἐπιδράσεων σὲ ἔργα τοῦ Ἅγιου Νικοδήμου Ἁγιορείτου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Εἰσήγηση π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Ὁ Μῦθος περὶ ξένων ἐπιδράσεων σὲ ἔργα τοῦ Ἅγιου Νικοδήμου ἉγιορείτουὉ λόγος γιά τήν χρήση δυτικῶν πηγῶν ἀπό τόν ἃγιο Νικόδημο, παλαιότερα τουλάχιστον, ἦταν εὐρύτατος. Συνεχίζεται δέ καί σήμερα ἀπό ἐκείνους, πού δέν παρακολουθοῦν τήν πορεία τῆς ἐπιστημονικῆς ἒρευνας καί ἀγνοοῦν τά νεώτερα πορίσματά της. Ὑπάρχουν ὃμως καί ἐκεῖνοι, πού παρασύρονται ἀπό τήν γλώσσα τοῦ Ἁγίου καί καταλήγουν σέ ἀνέρειστα συμπεράσματα. Τό κρίσιμο ὃμως ἐρώτημα σ’ αὐτή τήν προβληματική εἶναι, πῶς ὁ συγγραφέας τοῦ «Συμβουλευτικοῦ Ἐγχειριδίου», τῆς «Νέας Κλίμακος» καί ἐκδότης τῆς «Φιλοκαλίας» ἦταν δυνατόν νά χρησιμοποιεῖ δυτικά πρότυπα. Δυτικές ἐπιδράσεις στόν ἃγιο Νικόδημο δέχθηκε καί ἓνας ἀπό τούς ἐγκυρότερους ἐρευνητές του, ὁ γερμανός ἰησουϊτης Gerhard Podskalky [1], ἀπό τόν ὁποῖο ἒχουν ἐπηρεαστεῖ καί Ἓλληνες συγγραφεῖς.

1. Γίνεται λόγος γιά ἒμμεσες ἐπιδράσεις στόν ἃγιο Νικόδημο, μέ ἀναφορά στά ἒργα του «Ἐξομολογητάριον» (1794) καί «Χρηστοήθεια» (1803)[2]. Στή διάρκεια τῆς δουλείας κυκλοφοροῦσαν διάφορα «Ἐξομολογητάρια» (Ὁδηγός Έξομολόγου καί Ἐξομολογουμένου), Ἑλληνικά καί Ξένα [3]. Στά δεύτερα ἀνῆκαν καί τά μεταφρασμένα ἀπό τά ἰταλικά ἒργα τοῦ Paolo Segneri «Ὁ Μετανοῶν διδασκόμενος» [4] καί «Ὁ Πνευματικός διδασκόμενος»[5], πού θεωρήθηκαν ὡς πηγή τοῦ Νικοδήμου. Ἀναδύεται ὃμως τό κρίσιμο ἐρώτημα: Τὀ «Ἐξομολογητάριον» συνετάχθη μετά τήν ἐνασχόληση τοῦ Νικοδήμου μέ τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου [6], ἂρα σέ κλίμα καθαρά ἡσυχαστικό-φιλοκαλικό, στό ὁποῖο μόνιμα ἐκινεῖτο ὁ Ἃγιος. Γιατί, λοιπόν, νά καταφύγει σέ παπικῆς προελεύσεως πηγές;

2. Γίνεται ὃμως λόγος καί γιά ἂμεσες ἐπιδρἀσεις, σχετικά με τά ἒργα τοῦ Νικοδήμου «Ἀόρατος Πόλεμος» (1795) [7] καί «Γυμνάσματα Πνευματικά» (1800) [8], πού θεωροῦνται ἀντιγραφή ὁμοτίτλων δυτικῶν προτύπων. Ἡ περί ἰταλικῶν προτύπων ἐκδοχή, τά ὁποῖα μάλιστα ἐπέλεξε ὁ ἲδιος ὁ Νικόδημος, ὁδήγησε σέ τερατώδεις ὑποθέσεις στό παρελθόν. Ἡ θέση ὃμως αὐτή ἒχει πιά ξεπεραστεῖ. Αὐτό δέ ὀφείλεται στήν ὁριακή παρέμβαση τοῦ ἒγκριτου ἱστορικοῦ-φιλολόγου κ. Ἐμμανουήλ Φραγκίσκου [9], ὁ ὁποῖος ἐξέτασε ἐκτενῶς τό πρόβλημα, καταλήγοντας στό συμπέρασμα, ὃτι «ἡ σχηματισμένη ὣς τώρα εἰκόνα γιά τή σχέση τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη μέ κείμενα τῶν Scupoli καί Pinamonti καί πέρα ἀπό αὐτό, γιά τήν ἐπίδραση τοῦ καθολικισμοῦ στό ἒργο του, ἒρχεται νἀ ἀλλάξει ριζικά. Εἶναι φανερό, ὃτι ἡ σχέση αὐτή ὑπῆρξε τελικά ἒμμεση [10]. Ἀλλά καί τό ἐπίθετο «ἒμμεση» ἒχει τήν ἐξήγησή του.

Πρῶτο σημαντικό δεδομένο εἶναι ὃτι ὁ Ἃγιος δέν γνώριζε ἰταλικά. Τά δύο ἰταλικά ἒργα μεταφράστηκαν στά ἑλληνικά ἀπό τόν «καγκελλάριο»-Γραμματέα τῆς Κοινότητας τῆς Πάτμου, Ἐμμανουήλ ἢ Μανουήλ Ρωμανίτη, κριτικῆς καταγωγῆς, πού πέθανε μετά τό 1758 ἢ 1762.Ὁ Ἃγιος Μακάριος (1741-1805), ἐκ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς Κολλυβαδικῆς Ὁμάδος καί «ἐργοδιώκτης» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, βρίσκοντας ἐνδιαφέροντα, ἀπό πλευρᾶς θεμάτων, τά ἒργα αὐτά, θεώρησε καλό νά δώσει ἀντίγραφα τῶν μεταφράσεων τοῦ Ρωμανίτη στόν Νικόδημο, ὡς ταλαντοῦχο Θεολόγο τοῦ Κολλυβαδικοῦ Κινήματος [11], γιά νά ἐμπνευσθεῖ ἀνάλογες συγγραφές γιά τό Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.

Ὁ Νικόδημος, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τίς μεταφράσεις τοῦ Ρωμανίτη, συνέγραψε τά ὁμότιτλα ἒργα του, κατά πολύ ἐκτενέστερα τῶν μεταφράσεων, καί τό σημαντικότερο προσφέροντας στή θέση ἐκείνων ἒργα ὀρθόδοξα. Ὃ,τι προσλαμβάνει ἀπό τόν Ρωμανίτη ὀρθοδοξοποιεῖται, φέροντας τήν σφραγίδα τῆς πατερικότητας, διότι πάντα καταφεύγει σέ πατερικές πηγές [12]. Τό «’Εξομολογητάριον» λ.χ. στηρίζεται ἰδιαίτερα στούς 38 Κανόνες τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου Δ΄ τοῦ Νηστευτοῦ (+595) [13] καί στά 17 Ἐπιτίμιά του, πού εἶχαν σωθεῖ σέ ἁγιορείτικα χειρόγραφα. Τὀ πολυσχολιαζόμενο ὃμως σχολαστικό ὓφος τοῦ ἒργου τοῦ Νικοδήμου δέν ὀφείλεται τόσο στή δυτική ἐπίδραση, κάτι πού ἦταν σύμπτωμα γενικότερα τῆς ἐποχῆς, ὃσο στό ἒργο τοῦ Ἰωάννου Νηστευτοῦ, πού ἐπηρέαζε τήν ὀρθόδοξη ποιμαντική πράξη, κυρίως δέ στή διάρκεια τῆς δουλείας.

3. Ἂς ἒλθουμε ὃμως εἰδικότερα στή γλώσσα τοῦ Νικοδήμου. Ἒχουν διατυπωθεῖ δύο θέσεις, ἡ μία τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη [14] καί ἡ ἂλλη τοῦ Καθηγητῆ Χρήστου Γιανναρᾶ [15], διαμετρικά ἀντίθετες μεταξύ τους. Γιά τόν ἁγιορείτη Μοναχό ὁ Νικόδημος εἶναι «ἐξομολόγος, οὗτινος τό τάλαντον σπανιώτατον», «δεινός ἑρμηνευτής Ἐπιτιμίων τῶν ἱερῶν Κανόνων, πατρικώτατος κῆρυξ τῆς μετανοίας, γλυκύς καί κατανυκτικός ἐν τῇ ἀναπτύξει τοῦ περί μετανοίας, ἐξομολογήσεως καί συγγνώμης μυστηρίου» [15]. Ὁ κ. Γιανναρᾶς, ἀντίθετα, ὑποστηρίζει ὃτι ὁ Ἃγιος συντελεῖ στό «νά διαρρηγνύει (πλῆθος ἀνθρώπων) τή σχέση του μέ τήν Ἐκκλησία, ὓστερα ἀπό μία καί μόνη ἒστω ἐμπειρία τραυματικῆς ἐξομολογήσεως μέ τίς προδιαγραφές τῆς δικανικῆς συναλλαγῆς». Ὁ Θεός τοῦ Αὐγουστίνου –συνεχίζει- τοῦ Ἀνσέλμου καί τοῦ Νικοδήμου, ὁ τρομοκράτης Θεός τῶν σαδιστικῶν ἀπαιτήσεων δικαιοσύνης δέν ἐνδιαφέρει τόν ἂνθρωπον» [16].

Ἡ γλώσσα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου χαρακτηρίζεται σχολαστική καί εὐσεβιστική, κάτι πού σέ μεγάλο βαθμό εἶναι αἰσθητό. Ὁ ἱστορικός ἀναχρονισμός ὃμως, ἡ ἀντιμετώπιση δηλαδή μέ σημερινά κριτήρια θεμάτων τοῦ παρελθόντος, δέν ὁδηγεῖ σέ ὀρθά συμπεράσματα. Τά ἒργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι καί αὐτά τέκνα τῆς ἐποχῆς τους, γλωσσικά καί ὑφολογικά. Δέν παύουν ὃμως νά εἶναι πνευματικά καί ποιμαντικά. Ὁ Ἃγιος καταφεύγει στόν Ἰωάννη Νηστευτή, πού ἒδωσε ἓνα νέο μέτρο στήν διαδικασία τῆς Μετανοίας, συντομεύοντας τήν διάρκεια τῆς ἀποχῆς ἀπό τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τονίζοντας περισσότερο τόν ἀσκητικό κανόνα.

Αὐτό προβάλλει καί ὁ Νικόδημος γιά νά βοηθήσει τούς πιστούς, ὣστε νά μή ἀπομακρυνθοῦν καί ἀποκοποῦν ἀπό τό Μυστήριο. Ἂλλες οἱ προϋποθέσεις τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητας μέ τίς τάξεις τῶν «μετανοούντων» καί «προσκλαιόντων», καί ἂλλες ἐκεῖνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Νικοδήμου. Προσφέρει, συνεπῶς τήν ποιμαντική τῆς πατερικῆς παράδοσης μέ τά μέσα τῆς ἐποχῆς του. Ἂλλωστε, ἀπευθύνεται στό εὐρύ λαϊκό στρῶμα, λαμβάνοντας ὑπόψει τήν δεκτικότητά του. Κάτι ἀναλογο γίνεται καί σήμερα. Ἡ άποκρουστική γιά κάποιους «περιπτωσιολογία» τοῦ Νηστευτῆ καί τοῦ Νικοδήμου βοηθεῖ τόν ἐλάχιστα κατηχημένο πιστό νά ἀντιληφθεῖ τίς διαστάσεις καί τήν δυναμική τῆς ἁμαρτίας. Αὐτό τό ἀντιμετωπίζουμε ὡς Κληρικοί καί σήμερα.

Ἡ πνευματική δέ κατάσταση τότε τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἦταν πολύ χαμηλή, ὃπως ἀναπτύσσει ὁ Ἃγιος στήν «Χρηστοήθεια». Δέν χάνεται ὃμως ἡ πατερική προοπτική στήν ποιμαντική τοῦ Νικοδήμου. Καί συγκεκριμένα: Ὁ ὃρος «ἱκανοποίηση» (Satisfactio τοῦ Ἀνσέλμου, +1109) [17] ἀπαντᾶ συχνά στόν Νικόδημο καί γι’ αὐτό παρασύρει σέ ἀκρισίες. Ἡ συστηματική ὃμως μελέτη τῶν κειμένων του ἀποδεικνύει, ὃτι ὁ ὃρος αὐτός δέν σημαίνει τήν «ἐκδικητική διάθεση κάποιου ἂτεγκτου Θεοῦ», ἀλλά συνδέεται μέ τόν «Κανόνα» τοῦ μετανοοῦντος καί τήν ἐκπλήρωσή του. Ὁ ὃρος «ἱκανοποίηση» δέν ἀναφέρεται σέ κάποια «σαδιστική αὐθεντία», ἀλλά δηλώνει τήν «εύαρέστηση» καί τήν «χαρά» τοῦ Θεοῦ ὡς «ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν» [18] γιά τήν λήψη τῶν πνευματικῶν φαρμάκων ἀπό τόν μετανοοῦντα. Τήν ἀποδοχή, δηλαδή, καί ἐκτέλεση τῆς συνταγῆς τοῦ θεράποντος ἰατροῦ του, τοῦ Πνευματικοῦ, καί στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ δυτική «Satisfactio» δηλώνει τήν ἐκδικητική καί τιμωρητική στάση τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στόν ἁμαρτωλό γιά τήν τρωθεῖσα ἀξιοπρέπειά του. Στόν Νικόδημο, ἀντίθετα, εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί εὐαρέστησής του γιά τή θεραπεία τοῦ τέκνου του. Ταυτίζεται, ἒτσι, μέ τούς ὃρους εὐαρεστεῖν καί εὐαρέστηση, κατά τό Ἑβρ. 11,5-6 [19]: «χωρίς τῆς πίστεως (τῆς πλήρους δηλαδή παραδόσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό) ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». (Πρβλ. Ρωμ. 14, 18). Ἡ Ἱκανοποίηση» δέ κατά τόν Νικόδημο εἶναι διπλῆ, σωματική καί πνευματική. Σωματική εἶναι ἡ νηστεία, οἱ γονυκλισίες, ἡ ἐλεημοσύνη. Πνευματική δέ ἡ «κατανυκτική προσευχή» (ἡ «Εὐχή»).

Ἡ σχέση, λοιπόν, τοῦ Νικοδήμου μέ τήν δυτική δικανική θεωρία εἶναι μόνο λεκτική καί αὐτό κατ’ ἀνάγκη, διότι οἱ ὃροι αὐτοί εἶχαν εἰσέλθει στό λεξιλόγιο τῶν Ἑλλήνων. Καί εἶναι γεγονός ὃτι στά κείμενά του ἀπαντοῦν φράσεις, ὃπως «ἂπειρος ὓβρις», «ἂπειρος πληρωμή», «ὀργή τοῦ Θεοῦ». Ἒχουν ὃμως ὀρθόδοξο νόημα. Ἂν ἀπομονωθοῦν, νοοῦνται δικανικά, ἀνατρέποντας τήν λειτουργία τῆς θείας ἀγάπης, κατά τά Ἰω. 3,16 καί Ρωμ. 5,8, τήν ὁποία ὃμως ὑπονοεῖ πάντοτε ὁ Νικόδημος. Ὁ Θεός τοῦ Νικοδήμου δέν εἶναι ἂτεγκτος κριτής, προβολή τῶν ἡγεμόνων τῆς φραγκικῆς φεουδαρχίας, ἀλλά Πατέρας πλήρης οἰκτιρμῶν καί φιλανθρωπίας. Ὁ στόχος τοῦ Νικοδήμου εἶναι νά μισήσει ὁ ἂνθρωπος καί νά σιχαθεῖ τήν ἁμαρτία, καί τό «μοτίβο» τῆς «προσβολῆς» τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ βοηθητικό σ’ αὐτή τήν κατεύθυνση. Ἡ χρήση, ἐξ ἂλλου, τῶν κανόνων τοῦ Νηστευτοῦ στοχεύει στό νά βοηθηθεῖ ὁ πιστός νά συλλάβει τήν ἒκταση καί πολυπλοκότητα τῆς ἁμαρτίας καί τήν βαρύτητά της ὡς ψυχικῆς ἀσθενείας. Ὁ Νηστευτής στά ἐπιτίμιά του εἶναι ἐπιεικέστερος καί λέγει ὁ Νικόδημος: «Σέ ἐκανόνισα κατά τόν συγκαταβατικόν Νηστευτήν», συμπληρώνοντας ὃμως: «Τόν ὁποῖον ἐδέχθη καί δέχεται ὃλη κοινῶς ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων». Τά ἐπιτίμια κατά τόν Νικόδημο εἶναι «φάρμακα» γιά τήν θεραπεία τοῦ πιστοῦ. Καί, ὃπως γράφει, οἱ Πνευματικοί εἶναι «οἱ ἰατροί ἐκεῖνοι καί πανδοχεῖς, τούς ὁποίους ἐκατάστησεν ὁ Θεός εἰς τό Πανδοχεῖον τῆς Ἐκκλησίας, διά νά ἐπιμελῶνται τούς ἀσθενεῖς, ἢτοι τούς ἁμαρτωλούς ἐκείνους, πού πληγώνονται ἀπό τούς νοητούς ληστάς, δαίμονας» [20].

Τό ἲδιο πνεῦμα διέπει καί τή χρήση καί τῶν ἂλλων σχολαστικῶν ὃρων. Ὁ ὃρος «ἐξιλέωσις» σημαίνει ὃτι καλεῖται ὁ ἂνθρωπος νά γίνει δεκτικός τοῦ θείου ἐλέους καί ἒτσι δεκτός ἀπό τόν Θεό μέ τόν πνευματικό του ἀγώνα. Τό πρόβλημα, συνεπῶς, βρίσκεται στόν ἂνθρωπο καί ὂχι στόν Θεό [21]. Ὁ Θεός τοῦ Νικοδήμου εἶναι πάντα ἳλεως, συγκαταβατικός καί σπλαγχνικός. Στόν δυτικό νομικισμό ὁ ἁμαρτωλός στέκεται «μόνος καί ἒνοχος ἀπέναντι σέ ἓναν ἀμείλικτο δικαιοκρίτη καί τιμωρό Θεό, πού διψάει ἀκόρεστα ἱκανοποίηση, τῆς προσβεβλημένης ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία δικαιοσύνης του» [22]. Ὁ Θεός ἐκεῖ ἀπαιτεῖ «τήν τιμωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ», κινούμενος ἀπό τή «σαδιστική ἀμετρία τοῦ πληγωμένου ἐγωϊσμοῦ του» [23]. Τά έπιτίμια, ἒτσι, εἶναι στή Δύση ποινές, τό λύτρο πού «πρέπει νά πληρώσει ὁ ἁμαρτωλός» [24].

Οὐδεμία σχέση ἒχει μ’ αὐτά ἡ ποιμαντική τοῦ Νικοδήμου. Ἡ γλώσσα τοῦ Ἐξομολογηταρίου εἶναι ἡ συνήθης γλώσσα τῆς ἐποχῆς, ἡ σημαντική της ὃμως εἶναι πατερική. Ὁ Νικόδημος, ὃπως πιστεύουμε, θέλει νά ἐντάξει στό ὀρθόδοξο πλαίσιο τίς ἐπικρατοῦσες στήν ἐποχή του ἀπόψεις, «συνδυάζοντας τίς ὑπάρχουσες τάσεις» [25]. Μερικά παραδείγματα: Λέγει ὁ Νικόδημος, ὃτι ἡ ἁμαρτία «βεβηλώνει» τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί «ὑβρίζει» τήν Χάρη Του. Ἀναπαράγει ὃμως τό Ἑβρ. 10,29: «Πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καί τό αἷμα τῆς διαθήκης κοινόν ἡγησάμενος καί τό πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας»; Γράφοντας γιά τήν ἁμαρτία, ὃτι συγχωρεῖται «μέ τήν ἂπειρον ἱκανοποίησιν» τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀποδίδει πιστά τό Τίτ. 3,5: «Οὐκ ἐξ ἒργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ, ἃ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλά κατά τό αὐτοῦ ἒλεος ἒσωσεν ἡμᾶς διά λουτροῦ παλιγγενεσίας». (Πρβλ. Α΄ Ἰω. 1,7).

Οἱ ὃροι ἐπίσης «τιμωρία», «ἐχθρός τοῦ Θεοῦ», «ὀργή τοῦ Θεοῦ», «ἒνοχος», εἶναι στόν Νικόδημο ἀπαλλαγμένοι ἀπό κάθε δικανική σημασία. Τό ὑπόβαθρό του εἶναι πάντα ἁγιογραφικό καί πατερικό. Παραπέμπει λ.χ. στόν ἃγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Ὣσπερ τόν μισθόν λήψεται, καθώς φησίν ὁ Ἀπόστολος (πρβλ.Α΄Κορ. 3,3), κατά τόν ἲδιον κόπον ἓκαστος, οὓτω πάντως καί τήν τιμωρίαν ἐπί τῶν κατά δύναμιν πόνων ὀλιγωρίᾳ» [26]. Ἀλλά καί ὁ ἱ. Χρυσόστομος διδάσκει: «Τούτους καί ἡμεῖς μάθωμεν τῆς φιλανθρωπίας τούς νόμους... Καί γάρ ἳππον, ἂν ἴδῃς κατά κρημνόν φερόμενον, χαλινόν ἐμβάλλεις, καί ἀναχαιτίζεις μετά σφοδρότητος, καί μαστίζεις πολλάκις, καίτοι γε τοῦτο κόλασίς ἐστιν. Ἀλλ’ ἡ κόλασις αὓτη σωτηρίας μήτηρ ἐστί. Οὓτω καί ἐπί τῶν ἁμαρτανόντων ποίησον’ δῆσον τόν πλημμελήσαντα, ἓως ἂν ἐξιλεώσῃ τόν Θεόν, μή ἀφῆς λελυμένον, ἳνα μή πλέον δεθῇ τῇ τοῦ Θεοῦ ὀργῇ... Μή ὠμότητος νόμιζε τό τοιοῦτο καί ἀπανθρωπίας, ἀλλά τῆς ἂκρας ἡμερότητος καί ἀρίστης ἰατρείας καί πολλῆς κηδεμονίας» [27]. Αὐτή εἶναι ἡ ποιμαντική θεραπευτική τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας, καί αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι φορέας καί ὁ Νικόδημος.

Δύο λόγια μόνο καί γιά τήν «Χρηστοήθεια» [28]. Ἀντιμετωπίσθηκε ὃπως τό Ἐξομολογητάριο, μέ βάση τά ἰσχύοντα στή σχολαστική Δύση. Καί στήν περίπτωση αὐτή πάλι συγκρούονται οἱ Φιλοσοφοῦντες καί Μεταφυσικοί μέ τούς ἐντεταγμένους στήν πατερική παράδοση τῆς ἂσκησης καί κάθαρσης.

Π.χ. ὁ Ἰησουΐτης Podskalsky [29] δείχνει τοὐλάχιστον ἒκπληξη, ὃταν λέγει ὁ Νικόδημος, ὃτι ὁ Χριστός «δέν ἐγέλασε ποτέ» [30]. Ὁ Νικόδημος ὃμως ἂλλα ἐννοεῖ. Ὁ Χριστός δέν ἐκάγχασε, διακωμωδώντας τόν συνάνθρωπο. Γράφει ὁ Νικόδημος: «Ἐντραπῆτε, ἀδελφοί, ἀπό τήν ζωήν καί τό παράδειγμα, ὃπου μᾶς ἀφῆκεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, διότι αὐτός εἰς ὃλην τήν περίοδον τῆς ἐπί γῆς αὐτοῦ πολιτείας δέν φαίνεται εἰς κανέν μέρος τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων γεγραμμένον ὃτι ἐγέλασε». Παραπέμπει ὃμως εἰς τόν Μ. Βασίλειον: «Κατά τόν Μέγαν Βασίλειον λέγοντα καί ὁ Κύριος, τά μέν ἀναγκαῖα (=ἀδιάβλητα) πάθη τῆς σαρκός ὑπομείνας φαίνεται..., γέλωτα δέ μηδαμοῦ παραδεξάμενος, ὃσον ἐκ τῆς τῶν Εὐαγγελίων ἱστορίας» [31]. Συνεχίζει δέ ὁ Νικόδημος: «Τούς δέ γελῶντας, ἐξ ἐναντίας, ἐταλάνισε καί ἐθρήνησεν εἰπών΄ οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὃτι πενθήσετε καί κλαύσετε» (Λουκ. 6,25). Ὁ Χριστός, συμπληρώνει, μολονότι ἀναμάρτητος, ἒκλαυσε, ἐνῶ ἡμεῖς πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί γελᾶμε».

«Εἰ δέ Χριστός, συνεχίζει, δέν ἐχοράτευεν, οὒτε ἐγέλασε ποτέ εἰς ὃλην του τήν ζωήν, πῶς ἐσεῖς ἀσύνετοι δέν ἐντρέπεσθε νά γελᾶτε καί νά χορατεύετε;». Πάλιν ὃμως παραπέμπει στόν Χρυσόστομο [32]. Οἱ γέλωτες πού καυτηριάζει ὁ Νικόδημος πατερικά, εἶναι ἡ «εὐτραπελία», οἱ «χορατάδες», κ.τ.λ.[33]. Eἶναι οἱ γέλωτες, πού προέρχονται ἀπό μία μή καθαρμένη καρδία. Προτρέπει ὃμως νά γελᾶ ὁ χρστιανός, ἀλλά χωρίς νά εὐτελίζει τόν ἂλλο. Γράφει: «Καί τοῦτο δέ τό χαμόγελο νά τό κάμνετε, γιά νά δείξετε μέ αὐτό τήν χαροποιάν διάθεσιν τῆς καρδίας σας καί νά πληρώσετε τό γεγραμμένον ἐκεῖνο, ὃτι ΄καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει΄» (Παρ. 15,14) [34].

Ὁ Νικόδημος θέλει νά δείξει, ὃτι ὃποιος δέν συμπεριφέρεται φυσικά καί ἀβίαστα κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀποδεικνύει ὃτι δέν ἒχει φθάσει ἀκόμη στό ἐν Χριστῷ ἦθος καί συνεπῶς καλεῖται νά συνειδητοποιήσει τό ἒλλειμμά του. Ἡ πατερικὀτητα τοῦ Νικοδήμου φαίνεται καί ἀπό τό ὃτι καταγράφει καί τήν πατερική ἑρμηνεία τῶν ὃρων «γέλως» καί «γελῶ», ἐπικαλούμενος τόν Μ. Βασίλειο: «Τά ὀνόματα ταῦτα δηλοῦσιν ὂχι τόν καγχασμόν τοῦτον καί ἀπαίδευτον γέλωτα, ἀλλά τήν χαράν τῆς ψυχῆς καί φαιδράν διάθεσιν» [35].

Ὃλα αὐτά ὃμως ἀποκαλύπτουν τό πόσο πρόχειρα καί ἐπιφανειακά ἀντιμετωπίζεται ὁ Ἃγιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος δέν προσφέρει ἠθικολογικές ἐντολές, ἀλλά προσπαθεῖ νά ὁδηγήσει στό ἐν Χριστῷ ἦθος, πού εἶναι ὁ καρπός τοῦ ἐνοικοῦντος στόν ἀληθινό Χριστιανό ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22).

(Σημείωση: Οἱ ὑποσημειώσεις θά δημοσιευθοῦν στά Πρακτικά).