Θεολογικό Συνέδριο, «Θέματα Ἐκκλησιολογίας» - Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Τό Χριστολογικό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας
Εἰσήγηση στό Θεολογικό Συνέδριο «Θέματα Ἐκκλησιολογίας», στήν Ναύπακτο, 1-10-2016
(βίντεο ἀπὸ τὴν εἰσήγηση: Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου Τό Χριστολογικό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας)
Τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἀπό τά σοβαρότερα θέματα πού πρέπει νά ἀπασχολοῦν τούς Χριστιανούς, μάλιστα δέ τούς Κληρικούς. Γιατί ἄν δέν ἔχουμε καθαρή εἰκόνα τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τότε δέν γνωρίζουμε οὔτε μποροῦμε νά προσδιορίσουμε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι τόσο ἡ ἀνθρωπολογία ὅσο καί ἡ Χριστολογία ἔχουν συνέπειες στήν Ἐκκλησιολογία.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας χῶρος ἁπλῆς φιλανθρωπίας καί κοινωνικῶν ἐκδηλώσεων, δέν εἶναι ἕνας χῶρος ὅπου ἱκανοποιοῦνται τά συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἕνας εὐλογημένος χῶρος στόν ὁποῖο ἐντάσσεται κανείς μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος. Μέσα στόν χῶρο αὐτόν ἀποκαλύπτονται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τρέφεται ὁ ἄνθρωπος μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέ τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνας χῶρος θεώσεως, δηλαδή μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἁγιασμοῦ καί θεώσεως.
Αὐτό τό θέμα θά ἀναλυθῆ στήν συνέχεια μέ ὅσο τό δυνατόν συνοπτικό τρόπο.
1. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ
Ὁ Χριστός διδάσκοντας γιά τήν σχέση Του μέ τούς Ἀποστόλους καί τούς Χριστιανούς ὁμίλησε γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς πνευματικό γάμο, ὡς σχέση Νυμφίου μέ τήν Νύμφη κ.ἄ. Ἡ θεολογική διδασκαλία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι οἱ Χριστιανοί πού συνδέονται μέ τόν Χριστό εἶναι μέλη τοῦ Σώματός Του, εἶναι διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἀπετέλεσε ἔκτοτε κεντρικό σημεῖο στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων καί διδασκάλων γιά τήν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στίς Ἐπιστολές του ἀναφέρεται στό σημαντικό αὐτό θέμα.
Στήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή του γράφει ὅτι ὁ Πατήρ Αὐτόν ἔδωκε κεφαλή στήν Ἐκκλησία. «Καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄, 22-23).
Στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή του γράφει ὅτι ὁ Λόγος εἶναι εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου διά τοῦ ὁποίου ἐκτίσθηκαν τά πάντα καί τελικά Αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας: «ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαί εἴτε ἐξουσίαι· τά πάντα δι᾿ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται· καί αὐτός ἐστι πρό πάντων, καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε, καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτός πρωτεύων, ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τό πλήρωμα κατοικῆσαι καί δι᾿ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τά πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ, δι᾿ αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Κολ. α΄, 15-20).
Ἐπίσης, στίς ἐπιστολές του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πολλές φορές γράφει ὅτι οἱ Χριστιανοί εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του γράφει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τά σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τά μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μή γένοιτο» (Α’ Κορ. στ΄, 15). «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α’ Κορ. ιβ΄, 27).
Ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό δοξασμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μιά διανοητική ἐφεύρεση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά εἶναι καρπός ἐμπειρίας πού ἀξιώθηκε νά ἔχη ὁ ἴδιος. Ὁ Χριστός πρό τῆς Δαμασκοῦ ἐμφανίσθηκε σέ αὐτόν καί τόν ἐρώτησε γιατί τόν διώκει (Πρ. θ΄, 4). Εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, στήν δόξα τῆς θεότητός Του καί ἔτσι κατάλαβε ἐμπειρικά ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί πού ἐντάσσονται στήν Ἐκκλησία μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα καί κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.
Ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι ταυτόσημη μέ τήν ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ τρεῖς Μαθητές στό ὄρος Θαβώρ, ὅταν εἶδαν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νά λάμπη ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του νά εἶναι λευκά ὅπως τό φῶς. Βέβαια, ὑφίσταται καί μιά σημαντική διαφορά, γιατί οἱ Μαθητές στό ὄρος Θαβώρ, πρό τῆς Πεντηκοστῆς, πρίν γίνουν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς θεώσεώς τους, ὅπως γινόταν καί στούς Προφῆτες, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς. Ἀντίθετα, μετά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ ἴδιοι Μαθητές ἔβλεπαν τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἀλλά ἦταν μέλη τοῦ Σώματός Του, δηλαδή ὁ Χριστός δέν ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς, ἀλλά μέσα τους, αὐτοί ζοῦσαν ἐν Χριστῷ, ἦταν ἑνωμένοι μαζί Του.
Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος κατά κοινή ὁμολογία εἶναι ὁ σημαντικότερος ἑρμηνευτής τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Σέ μιά ὁμιλία του, ἑρμηνεύοντας σχετικά χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέγει: «Τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Καί γάρ πλήρωμα κεφαλῆς σῶμα, καί πλήρωμα σώματος κεφαλή». Συνεχίζει γιά νά πῆ ὅτι τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε γίνεται τέλειο τό σῶμα, ὅταν ὅλοι μαζί εἴμαστε συνηνωμένοι καί συγκεκολλημένοι. Σέ ἄλλη ὁμιλία του κάνει μιά ἀντιστοιχία μεταξύ τῆς δημιουργίας τῆς Εὔας ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ καί τήν δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη». Καί ἐξηγεῖ: «Καί καθάπερ τοῦ Ἀδάμ καθεύδοντος ἡ γυνή κατεσκευάζετο, οὕτω τοῦ Χριστοῦ ἀποθανόντος Ἐκκλησία διεπλάττετο ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ».
Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος διέθετε μεγάλες θεοπτικές ἐμπειρίες καί στήν πραγματικότητα μέ ὅσα ἔλεγε καί ἔγραφε ἐξέφραζε τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἔχοντας τήν ἴδια μέ αὐτόν ἐμπειρία.
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος σέ μιά ὁμιλία του γράφει:
«Ἐπειδήπερ μέλη Χριστοῦ τοῦ ἐπί πάντων Θεοῦ ὄντως οἱ ἅγιοι χρηματίζουσι πάντες». Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι «ἐν αὐτῷ εἶναι κεκολλημένοι καί συνημμένοι ὀφείλουσι τῷ σώματι αὐτοῦ, ἵνα ἐκεῖνος μέν ᾗ ἐν αὐτοῖς κεφαλή, οἱ ἀπ’ αἰῶνος δέ καί μέχρις ἐσχάτης ἡμέρας ἅγιοι ᾦσι μέλη αὐτοῦ, ὅπως γένωνται οἱ πολλοί ἕν σῶμα Χριστοῦ, οἷα δή ἄνθρωπος εἷς». Στήν συνέχεια ἀναπτύσσει διά πολλῶν ὅτι «οἱ ἅγιοι πάντες μέλη ὄντες τοῦ Χριστοῦ εἰς ἕν γίνονται σῶμα αὐτοῦ, ἀλλά καί μέλλουσιν εἰσέτι γενέσθαι». Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔγινε μέ μᾶς συγγενής κατά σάρκα καί μᾶς ἔκανε «συμμετόχους αὐτοῦ τῆς θεότητος».
Σέ κάποια ποιήματά του βλέπουμε τήν καταγραφή τῆς ἐμπειρίας του ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ὁράσεως τοῦ Φωτός ἔβλεπε τά μέλη τοῦ σώματός του ὡς μέλη του Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Δέν ξεχώριζε, βέβαια, τόν Χριστό ἀπό τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ὅμως ἔβλεπε τά μέλη του ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, πού ἔλαμπαν κατά τήν διάρκεια τῆς θεοπτίας καί μετά ἀπό αὐτήν. Σέ ἕνα ποίημά του εὐχαριστεῖ τόν Χριστό γιά τό πῶς τόν ἀξίωσε νά γίνη μέλος τοῦ Σώματός Του μέ τήν θεία Κοινωνία, μέσα στήν προοπτική τῆς θεοπτίας. Γράφει:
«Πῶς ἠξίωσας μέλος σόν με γενέσθαι
τόν ἀκάθαρτον, τόν ἄσωτον, τόν πόρνον;
Πῶς ἐνέδυσας στολήν με λαμπροτάτην
ἀπαστράπτουσαν αἴγλην ἀθανασίας
καί φῶς ποιοῦσαν ἅπαντά μου τά μέλη;
Σῶμα γάρ τό σόν, τό ἄχραντον καί θεῖον
ἀπαστράπτει ὅλον πυρί θεότητός σου
ἀναφυραθέν καί συμμιγέν ἀρρήτως·
τοῦτο οὖν κἀμοί ἐδωρήσω, Θεέ μου.
Τό γάρ ῥυπαρόν καί φθαρτόν τοῦτο σκῆνος
τῷ παναχράντῳ ἑνωθέν σώματί σου
καί μιγέν τό αἷμα μου τῷ αἵματί σου
ἡνώθην, οἶδα, καί τῇ θεότητί σου
καί γέγονα σόν καθαρώτατον σῶμα,
μέλος τηλαυγές καί διαυγές καί λάμπον».
Ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ φαίνεται καθαρά καί στήν ἴδια τήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος. Στήν ἀκολουθία τῆς κατηχήσεως ὁ κατηχούμενος πού πρόκειται νά βαπτισθῆ καλεῖται νά ἀρνηθῆ τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους του, νά συνταχθῆ μέ τόν Χριστό καί νά πιστεύση σέ Αὐτόν. Τό βάπτισμα λέγεται εἰσαγωγικό μυστήριο, γιατί μᾶς εἰσάγει στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό Χρίσμα χρίονται ὅλα τά μέλη καί στήν συνέχεια ἔχουμε τήν δυνατότητα νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά καί οἱ ἱεροί Κανόνες τῶν Τοπικῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔχουν ἐκκλησιαστική δομή, ἀφοῦ ἀποβλέπουν στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν εἰσαγωγή τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτήν καί τήν παραμονή του σέ αὐτήν, στήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό καί τίς κατάλληλες προϋποθέσεις γιά νά κοινωνήση κανείς τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
2. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως»
Στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διευκρινίζει ὅτι εἶναι καί «κοινωνία θεώσεως». Δέν πρόκειται γιά δική του πρωτοτυπία, ἀλλά αὐτό φαίνεται σέ ὅλη τήν ἀνθρωπολογία, τήν Χριστολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, αὐτός εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός του, ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε γιά νά θεώση τό πρόσλημμα καί στήν συνέχεια νά ἐντάξη ὅλους τούς ἀνθρώπους διά τῶν Μυστηρίων καί τῆς ἀσκήσεώς τους στό Σῶμα Του, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στούς Μαθητές Του νά μαθητεύσουν τά ἔθνη «βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. κη΄, 19-20).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιά τούς τρεῖς σεισμούς πού ἔγιναν στήν ἱστορία, γράφει ὅτι ὁ πρῶτος σεισμός ἔγινε διά τοῦ Μωϋσέως, ὁπότε οἱ Ἑβραῖοι μετατέθησαν ἀπό τήν προσκύνηση τῶν εἰδώλων πρός τήν ἀμυδρά, ἀλλά ἀληθινή θεογνωσία. Ὁ δεύτερος σεισμός ἔγινε ἐπί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι μεταρρυθμίζονταν ἀπό τόν νόμο στό Εὐαγγέλιο. Καί ὁ τρίτος σεισμός ἔγινε ὅταν ὁ Χριστός διέβαινε διά τοῦ σταυροῦ στήν ἀληθινή ἔρημο καί τόν ἅδη καί ἡ γῆ ἐσείσθη καί αἰσθητῶς. Μιλώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά τόν δεύτερο σεισμό, γράφει: «μεταρρυθμιζομένων ἀπό τοῦ νόμου εἰς τό εὐαγγέλιον, παντός δέ ἔθνους καλουμένου πρός τήν εὐαγγελιζομένην κοινωνίαν τῆς θεώσεως».
Ἡ φράση «κοινωνία θεώσεως» στήν πραγματικότητα σημαίνει ὅτι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μετέχουν τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐν τῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ, καί διά τῆς ὁποίας Χάριτος οἱ ἄνθρωποι καθαρίζονται, φωτίζονται καί θεώνονται. Ὁπότε, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζεται, ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματά της, ὡς καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιός. Πρόκειται γιά τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι παραμένοντας μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν ἀναλόγως τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί λέγονται θεούμενοι. Αὐτό συνιστᾶ καί ἡ ὀνομασία «ἅγιοι», ὅτι, δηλαδή, μετέχουν τῆς ἁγιοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Τό τί εἶναι «κοινωνία θεώσεως» φαίνεται καθαρά στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, καί συγκεκριμένα στό σύγγραμμά του μέ τίτλο «περί ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας». Στό ἔργο του αὐτό ἐξετάζει τά τρία βασικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἤτοι τό βάπτισμα ἤ φωτισμό, τήν εὐχαριστία ἤ σύναξη ἤ τελείωση καί τό μύρο. Ἔπειτα ἐξετάζει τίς τρεῖς ἱερατικές τάξεις, ἤτοι τοῦ ἱεράρχη, τοῦ ἱερέως καί τοῦ λειτουργοῦ, δηλαδή τοῦ διακόνου. Καί στήν συνέχεια προχωρεῖ στίς τρεῖς τάξεις τῶν ἁγιαζομένων μέ ἀντίστροφη πορεία, δηλαδή τούς καθαιρουμένους (κατηχούμενοι, μετανοοῦντες, ἐνεργοῦντες), τούς πιστούς, καί τούς μοναχούς ἤ θεραπευτές.
Ἔτσι, ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης συνδέει τούς τρεῖς βαθμούς τῆς πνευματικῆς ἀνόδου στόν Θεό, ὡς καθάρσεως, φωτισμοῦ καί τελειώσεως, μέ τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ἤτοι τοῦ Διακόνου, τοῦ Πρεσβυτέρου καί τοῦ Ἐπισκόπου, καί μέ τά τρία Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Γράφει ὁ ἅγιος Διονύσιος γιά τά τρία αὐτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τό Βάπτισμα, τό Μύρο καί τήν θεία Εὐχαριστία:
«Ἡ ἁγιωτάτη τελεταρχία τῶν μυστηρίων ἔχει ὡς πρώτη δύναμι τήν ἱερή κάθαρσι τῶν ἀμυήτων, ὡς μέση τή φωτιστική μύησι, ὡς τελευταία δέ καί συγκεφαλεωτική τῶν προηγουμένων, τήν τελείωση τῶν μυηθέντων μέ τή γνώσι τῶν ἀντιστοίχων μυστηρίων».
Γιά τούς ἱερουργούς, δηλαδή τούς Διακόνους, τούς Ἱερεῖς καί Ἱεράρχες γράφει:
«Ἡ διακόσμησις τῶν ἱερουργῶν μέ τήν πρώτη δύναμι καθαρίζει διά τῶν τελετῶν τούς ἀμυήτους, μέ τή μέση φωταγωγεῖ τούς καθαρισμένους, μέ τήν τελευταία καί ἀκραία ἀποτελειώνει τούς μετάσχοντες στό θεῖο φῶς στήν τέλεια γνώσι τῶν ἐλλάμψεων πού ἐδέχθησαν».
Γιά τούς μυουμένους σέ αὐτήν τήν μυστηριακή καί ἐμπειρική γνώση, δηλαδή τούς Χριστιανούς γράφει:
«Τῶν μυουμένων δυνάμεις εἶναι, πρώτη μέν ἡ καθαιρομένη, μέση ἡ μετά τήν κάθαρσι φωτιζομένη, τελευταία δέ καί θειότερη ἀπό τίς ἄλλες ἡ ἐλλαμπόμενη τήν τελειωτική γνώσι τῶν ἱερῶν φωτισμῶν τῶν ὁποίων ἔγινε θεωρός».
Ὅλη αὐτή ἡ διδασκαλία εἶναι κατά βάση βιβλική καί προέρχεται ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά σέ μερικά σημεῖα γίνεται χρήση τῆς ὁρολογίας τῆς ἐποχῆς πού ἐγράφησαν τά συγγράμματα αὐτά.
Ἡ διδασκαλία αὐτή ἐκφράστηκε ἀπό ὅλους τούς ἐμπειρικούς θεολόγους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ὅσιο Νικήτα τόν Στηθάτο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ὅλους τούς ἡσυχαστές Πατέρες μέχρι τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
Αὐτή δέ ἡ διδασκαλία εἶναι βασικό σημεῖο τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας καί ζωῆς, γι’ αὐτό πέρασε καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τά τροπάρια πού ἀναφέρονται στούς ἁγίους Πατέρες κάνουν λόγο γιά τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Θά ἀρκεσθῶ ἐδῶ νά ἀναφέρω μερικές φράσεις ἀπό προσευχή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πρό τῆς θείας Κοινωνίας, πού δείχνουν πῶς ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τά μέλη της καί πῶς αὐτά προετοιμάζονται γιά τήν Μετάληψη τῆς θείας Κοινωνίας καί πῶς ἐνεργεῖ μέσα τους ἡ θεία Κοινωνία, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους κατάσταση:
«Ἴδε τήν ταπείνωσιν μου,
ἴδε μου τόν κόπον ὅσος,
καί τάς ἁμαρτίας πάσας
ἄφες μοι, Θεέ τῶν ὅλων·
ἵνα καθαρᾷ καρδίᾳ,
περιτρόμῳ διανοίᾳ
καί ψυχῇ συντετριμμένῃ
τῶν ἀχράντων σου μετάσχω
καί πανάγνων μυστηρίων,
οἷς ζωοῦται καί θεοῦται
πᾶς ὁ τρώγων σε καί πίνων
ἐξ εἰλικρινοῦς καρδίας».
Καί πιό κάτω γράφει:
«ἀλλ’ ἐλαίῳ συμπαθείας
τούς θερμῶς μετανοοῦντας
και καθαίρεις καί λαμπρύνεις
καί φωτός ποιεῖς μετόχους,
κοινωνούς Θεότητός σου
ἐργαζόμενος ἀφθόνως·
καί, τό ξένον καί ἀγγέλοις
καί ἀνθρώπων διανοίαις
ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις
ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις».
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο, ἀλλά εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί «κοινωνία θεώσεως», τά δέ μέλη της εἶναι κατά ποικίλους καί διαφόρους βαθμούς θεούμενοι.
Αὐτά σέ μερικούς μπορεῖ νά ἀκούγωνται παράδοξα, ἀλλά εὐτυχῶς ἡ Ἐκκλησία ἔχει χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Συμεών ὡς Νέο Θεόλογο καί τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη ἔχουν μεγάλη θέση στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, κυρίως τήν διδασκαλία καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ αὐτήν τήν διδασκαλία.
3. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά Σῶμα Χριστοῦ
Προηγουμένως ἀναφέρθηκε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Γιά νά μή νομισθῆ, ὅμως, ὅτι στήν Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ἕνας Χριστομονισμός, πρέπει νά λεχθῆ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὁ εἷς τῆς Τριάδος» καί τά πάντα στόν Τριαδικό Θεό εἶναι κοινά πλήν τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: «Ἕνα γάρ Θεόν γινώσκομεν, ἐν μόναις δέ ταῖς ἰδιότησι τῆς τε πατρότητος καί τῆς υἱότητος καί τῆς ἐκπορεύσεως κατά τε τό αἴτιον καί αἰτιατόν καί τό τέλειον τῆς ὑποστάσεως ἤτοι τόν τῆς ὑπάρξεως τρόπον διαφοράν ἐννοοῦμεν».
Ὅμως, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐνσαρκώθηκε μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐπειδή εἶναι πάντοτε ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, γι' αὐτό διά τοῦ Χριστοῦ δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό.
Ἑπομένως, ἄλλο εἶναι ὅτι διά τοῦ Χριστοῦ μετέχουμε τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὀρθόδοξη διδασκαλία, καί ἄλλο εἶναι νά λέγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού εἶναι κακόδοξη ἄποψη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει: «Ἀδύνατον γάρ εὑρεθῆναι ἐν τῇ κτίσει εἰκόνα ἀπαραλλάκτως ἐν ἑαυτῇ τόν τρόπον τῆς Ἁγίας Τριάδος παραδεικνύουσαν». Δέν μπορεῖ κανείς νά γνωρίση τά ἐνδότατα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά τά θεωρήση ὡς εἰκόνα τῶν κτιστῶν πραγμάτων, ἀκόμη καί εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ κείμενα συγχρόνων θεολόγων, πού πέρασαν καί σέ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἀλλά καί σέ ἄλλα κείμενα πού ἑτοιμάζονται, ἐκτός τοῦ ὅτι γράφεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, συγχρόνως προστίθεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό τό στηρίζουν στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καί συγκεκριμένα στό κείμενό του μέ τίτλο «Μυσταγωγία», ἀλλά νομίζω ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν παρερμηνεύουν τόν μεγάλο αὐτόν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας γιά λόγους πού θά δείξω στήν συνέχεια.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στήν «Μυσταγωγία» του γράφει:
«Τήν τοίνυν ἁγίαν Ἐκκλησίαν κατά τήν πρώτην θεωρίας ἐπιβολήν, τύπον καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ φέρειν, ἔλεγεν ὁ μακάριος γέρων, ὡς τήν αὐτήν αὐτῷ κατά μίμησιν καί τύπον ἐνέργειαν ἔχουσαν».
Ἡ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ μακάριος ἐκεῖνος γέροντας (προφανῶς ἐννοεῖ τόν ἅγιο Διονύσιο) μ’ ἕνα πρῶτο συμβολισμό τῆς θεωρίας του, ὅτι ἡ ἁγία Ἐκκλησία εἶναι τύπος κι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή μιμεῖται τήν ἴδια τήν ἐνέργεια ἐκείνου καί δανείζεται τόν τύπο της».
Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ χωρίου τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπό νεωτέρους θεολόγους γιά νά χαρακτηρισθῆ ἡ Ἐκκλησία εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος συνιστᾶ μιά παρερμηνεία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός. Στό κείμενό του αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος δέν ὁμιλεῖ γιά τίς ἐνδότατες σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἤτοι τόν τρόπο ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς «εἰκόνος» τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων στήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως ὁ Θεός δημιούργησε, συγκρατεῖ καί συνενώνει ὅλον τόν κόσμο, μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ἀνάμεσά μας, ἑνώνει τούς ἀνθρώπους ἀπό κάθε φυλή καί γένος. Ἀρχέτυπο εἶναι ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα Του.
Τό κρίσιμο σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τύπος καί εἰκών τοῦ Θεοῦ «ὡς τὴν αὐτὴν αὐτῷ κατὰ μίμησιν καὶ τύπον ἐνέργειαν ἔχουσαν». Τό σημεῖο πού ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ἡ λέξη «ἐνέργεια». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εἰκών τῶν ἐνδοτάτων σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του ἔφερε στήν ὕπαρξη τά ὄντα καί στήν συνέχεια «συνέχει καί συνάγει καί περιγράφει, καί ἀλλήλοις καί ἑαυτῷ προνοητικῶς ἐνδιασφίγγει∙ τά τe νοητά καί τά αἰσθητά».
Ὁ Θεός διατηρεῖ σέ μιά ἑνότητα τά πάντα, χωρίς νά ὑπάρχη σύγχυση, προνοεῖ γιά τά ὄντα καί μάλιστα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖ τούς πάντες στόν Χριστό μέ σκοπό τήν θέωσή τους. Αὐτό ἑρμηνεύεται θαυμάσια ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο στήν συνέχεια τοῦ κειμένου του γιά τό πῶς ἡ Ἐκκλησία συνέχει καί συγκρατεῖ τά πάντα σέ μιά ἑνότητα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος δέν ὁμιλεῖ γιά τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς εἰκόνος τῶν σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν ὑπάρχει καμμία πρόσβαση στίς σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἀνακεφαλαιώνοντας ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅλη τήν διδασκαλία περί τῆς Ἐκκλησίας γράφει ὅτι ἡ ἁγία Ἐκκλησία εἶναι «τύπος καί εἰκόνα πρῶτα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ἐκεῖνος τήν ἀσύγχυτη ἕνωση σχετικά μέ τίς ποικίλες οὐσίες τῶν ὄντων, πού πραγματοποιεῖ μέ τήν ἄπειρη δύναμη καί σοφία του, τή συνδέει μέ ἄκρο τρόπο μέ τόν ἑαυτό του σάν δημιουργός, ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία συνδέει τούς πιστούς σ’ ἑνότητα μεταξύ τους μέ τῆς πίστης τή μία χάρη καί τή μία κλήση∙ τούς πρακτικούς κι ἐνάρετους, μέ τήν ταυτότητα τῆς μιᾶς γνώμης∙ ὅσους ἔχουν δοθεῖ στή θεωρία καί τή γνώση, ἐκτός ἀπό τά παραπάνω καί μέ ὁμόνοια ἀράγιστη κι ἀδιάσπαστη».
Βεβαίως, δέν μένει σέ αὐτόν τόν τύπο ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀλλά προχωρεῖ γιά νά τονίση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «τύπος καί τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου∙ σύμβολο τοῦ νοητοῦ κόσμου ἔχει τό ἱερό βῆμα, καί τοῦ αἰσθητοῦ τό ναό». Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία «εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, γιατί μέ τό ἱερό βῆμα μιμεῖται τήν ψυχή καί μέ τό ναό προβάλλει τό σῶμα. Ἀλλά καί τῆς ψυχῆς, ὅταν νοηθεῖ καθεαυτή, εἶναι τύπος καί εἰκόνα, γιατί μέ τό ἱερό βῆμα παρουσιάζει τή λαμπρότητα τῆς θεωρίας καί μέ τό ναό τή σεμνότητα τῆς πράξης».
Ἔτσι, γιά τήν Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ πολλούς τύπους καί εἰκόνες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ Ἐκκλησία συνέχει τούς πάντας, ὅπως ὁ Θεός συνέχει καί προνοεῖ γιά ὅλα τά ὄντα, μέ τήν ἐνέργειά Του.
Ἑπομένως, τό νόημα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου σέ αὐτό τό θέμα εἶναι τελείως διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἀποδίδουν μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι συγχέουν τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό καί μεταφέρουν τήν περιχώρηση μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος στίς ἀνθρώπινες σχέσεις.
Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Μάξιμος σέ ὅλα τά κείμενά του κάνει λόγο γιά τόν Χριστό ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι διά τοῦ Χριστοῦ μετέχουμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός διά τῆς ἐνσαρκώσεως Του γίνεται τό μοναδικό κέντρο ὅλων τῶν αἰώνων καί πάσης αἰωνιότητος, ὁ Χριστός εἶναι «καί ἀρχή καί μεσότης καί τέλος πάντων τῶν αἰώνων, τῶν τε παρελθόντων καί τῶν ὄντων καί τῶν ἐσομένων». Μέχρι τήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου ἡ Ἐκκλησία δέν ὑφίστατο ὡς Σῶμα Χριστοῦ, διότι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄσαρκος. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε στήν προαιώνια βουλή τῆς τρισυποστάτου Θεότητος ὡς «μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον μέν ἀπό τῶν αἰώνων καί ἀπό τῶν γενεῶν, νῦν δέ φανερωθέν διά τῆς ἀληθοῦς καί τελείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ, τοῦ ἑνώσαντος ἑαυτῷ καθ’ ὑπόστασιν ἀδιαιρέτως τε καί ἀσυγχύτως τήν ἡμετέραν φύσιν». Μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ «καί μέλη καί σῶμα καί πλήρωμά ἐσμέν τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ... καθώς προωρίσθημεν πρό τῶν αἰώνων ἐν αὐτῷ εἶναι ὡς μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ».
Ἄλλωστε, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὡς γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ὡς σταύρωση, ἀνάσταση καί ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ δηλώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα Του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός.
Πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι, κατά τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας, ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύεται μέ βάση τήν Χριστολογία. Βεβαίως, ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι ἐκεῖνος πού δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὅλη ἡ δημιουργία ἔγινε ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου, ἐνῶ ὁ Λόγος, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι ἡ πραγματική εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου (Κολ. α΄, 15).
Στήν ἀρχή τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς ὑπάρχει ἕνας θαυμάσιος ὕμνος στόν Πατέρα ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔδωσε πνευματική εὐλογία διά τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἐξέλεξε νά γίνουμε δικοί Του καί παιδιά Του διά τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά Τόν ὑμνοῦμε μέ τόν ἀγαπημένο Υἱό Του. Αὐτός μᾶς λύτρωσε μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ Χριστοῦ μᾶς γνώρισε τό μυστήριο τοῦ θελήματός Του, Αὐτός ἕνωσε τά πάντα διά τοῦ Χριστοῦ, δι’ Αὐτοῦ ἀποκτήσαμε μερίδιο στήν κληρονομία τοῦ Θεοῦ καί ἐλπίζουμε στόν Χριστό γιά νά ἀνυμνοῦμε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. α΄, 3-12).
Ὁ Τριαδικός Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί Αὐτός τόν ἀναδημιούργησε, ἀλλά τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἐνηνθρώπησε γιά τήν σωτηρία του. Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως τόν ἑρμηνεύει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁλόκληρη ἡ οἰκονομία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται καί φανερώνεται ὡς «Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό «Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ». Στό «Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» φανερώνεται ὁ Τριαδικός Θεός, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό «Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ», μέσα στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καί τό «Μυστήριον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ». «Ἀπό τίς Θεαρχικές ὑποστάσεις "μόνος ὁ Υἱός αὐτουργός ἐγένετο τῆς σωτηρίας ἡμῶν καί δι’ ἑαυτοῦ τό πᾶν ἠργάσατο"», κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
Ἔτσι, «ὁ Χριστοκεντρισμός ὅλων ὅσα ὑπάρχουν καί ὅσα γίνονται εἶναι ἄρα βασικό σημεῖο στήν ὅλη διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τήν "Οἰκονομία τοῦ μυστηρίου", δηλ. τό Εὐαγγέλιο γιά τήν Ἐκκλησία ὡς "Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ"».
Ὁ Χριστός ὡς Θεός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, δέν εἶναι ποτέ χωρισμένος ἀπό τά ἄλλα δύο Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ὁ Χριστός εἶναι τό πρωτότυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἐνσαρκώθηκε, μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά ἀναπλάση τήν εἰκόνα Του. Ἑπομένως, ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς ’Εκκλησίας καί ὄχι ὁ Τριαδικός Θεός. Ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν Πατέρα διά τοῦ Χριστοῦ καί τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (Ἰω. ιδ΄, 9).
Εἶναι σημαντικό νά τονισθῆ ὅτι κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναλύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «τρία εὑρίσκονται ἐν τῷ Θεῷ, οὐσία, ὑποστάσεις καί ἐνέργεια∙ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἐξωτέρα, ἡ ὑπόσταση ἐνδοτέρα καί ἡ οὐσία ἐνδοτάτη». Ἔτσι, στόν Θεό ὑπάρχουν τρεῖς ἑνώσεις, ἤτοι ἡ κατ’ οὐσίαν ἕνωση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ καθ’ ὑπόστασιν ἕνωση τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στόν Χριστό καί ἡ κατ’ ἐνέργειαν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν Χριστῷ. Ἡ ὑποστατική ἕνωση θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως ἔγινε στόν Χριστό, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπέκτησε ὑπόσταση τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς δέν ἑνωνόμαστε μέ τόν Τριαδικό Θεό κατ’ οὐσίαν, οὔτε μέ τόν Χριστό καθ’ ὑπόσταση, ἀλλά κοινωνοῦμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (Ἰω. ιδ΄, 9).
Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ ἀκόμη καλύτερα ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι πρότυπο τῆς Ἐκκλησίας καλλιεργήθηκε καί ἀναπτύχθηκε ἀπό τήν ρωσική θεολογία τοῦ 19ου καί 20οῦ αἰώνα. Πρῶτος πού ἔκανε μιά ἀπόπειρα γιά νά συνδέση τήν Ἁγία Τριάδα μέ τήν ἀνθρώπινη κοινωνία στήν Ἐκκλησία ἦταν ὁ Ἀλέξη Χομιακώφ. Ἀπό τήν πρώτη αὐτή προσπάθεια ἀκολούθησαν ἄλλοι ρῶσοι θεολόγοι καί φιλόσοφοι οἱ ὁποῖοι ἐμβάθυναν ἀκόμη περισσότερο. Ὁ πρῶτος πού πρέπει νά ἀναφερθῆ εἶναι ὁ Ἀντώνιος Χραποβίτσκυ. Στήν συνέχεια πρωτότυπες ἑρμηνεῖες γιά τό τριαδικό πρότυπο ἔκαναν οἱ ρῶσοι θεολόγοι Μπουλγκάκωφ καί Φλωρένσκι. Ἀργότερα, ὁ Βλαδίμηρος Λόσσκυ συστηματοποίησε τήν ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς Τριάδας.
Ὁ Βλαδίμηρος Λόσσκυ γράφει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος» καί τονίζει ὅτι «οἱ Πατέρες δέν παύουν νά ἐπαναλαμβάνουν τοῦτο, οἱ κανόνες τό ἐπιβεβαιοῦν». Τήν μοναδική μαρτυρία πού κομίζει εἶναι ὁ 34ος ἀποστολικός κανόνας πού ὁρίζει τήν συνοδική διοίκηση τῶν μητροπολιτικῶν ἐπαρχιῶν: «καί δοξασθήσεται ὁ Θεός διά Κύριον, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι∙ ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Ὅμως, αὐτός ὁ κανόνας ἀναφέρεται στήν δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί δέν κάνει λόγο γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἴδιος ὁ Λόσσκυ λίγο πιό κάτω γράφει: «Κατά τόν ἅγιον Εἰρηναῖον μόνον ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ δύναται νά προσεγγίση τις τήν πηγήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἐπέμενε πολύ στήν Χριστολογική βάση τῆς Ἐκκλησίας. Σέ κείμενό του γράφει γιά τήν σύνδεση μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Χριστιανῶν. «Διά τοῦ Πνεύματος οἱ Χριστιανοί ἑνοῦνται μέ τόν Χριστόν, ἑνοῦνται ἐν Αὐτῷ, συνιστοῦν τό Σῶμα του». Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, «δέν πρόκειται περί τυχαίας εἰκόνος. Εἶναι μᾶλλον μιά σύνοψις πίστεως καί ἐμπειρίας». «Οἱ Χριστιανοί ἐνσωματοῦνται εἰς τόν Χριστόν καί ὁ Χριστός μένει ἐν αὐτοῖς, αὐτή δέ ἡ ἐσωτερική ἕνωσις συνιστᾶ τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας». Πρέπει νά προτιμοῦμε «χριστολογικόν προσανατολισμόν εἰς τήν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν πνευματολογικόν, διότι, ἐξ ἄλλου, ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολον ἔχει τό προσωπικόν της κέντρον μόνον εἰς τόν Χριστόν καί δέν ἀποτελεῖ ἐνσάρκωσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὔτε καί εἶναι ἁπλῶς μία κοινωνία-Πνεῦμα, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐνσαρκωθείς Κύριος. Αὐτό μᾶς σώζει ἀπό τό ἀπρόσωπον χωρίς νά μᾶς ἐκθέτη εἰς ἀνθρωπιστικάς προσωποποιήσεις».
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης συνέχισε αὐτήν τήν διδασκαλία του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, γι’ αὐτό σέ ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλε τοῦ ἔγραφε ὅτι δυστυχῶς οἱ σύγχρονοι θεολόγοι ἐπιμένουν νά ὁμιλοῦν γιά τήν Ἐκκλησία μέ τριαδολογική καί ὄχι χριστολογική βάση καί προοπτική: «Ἡ περιγραφή πού κάνετε τῆς ἐπιθυμίας κάποιων νὰ χρησιμοποιοῦν μιὰ Τριαδικὴ διατύπωση ἀντὶ γιὰ τὴν τρέχουσα Χριστολογικὴ εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς μυωπίας τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων πολυμαθῶν».
Τό ἐρώτημα, ὅμως, εἶναι γιατί οἱ σύγχρονοι θεολόγοι ἐπιλέγουν τήν τριαδολογική βάση τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή γιατί προτιμοῦν νά λένε ὅτι ἡ ’Εκκλησία εἶναι εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος; Νομίζω, τό κάνουν γιά δύο αἰτίες.
Ἡ πρώτη αἰτία εἶναι γιατί θέλουν μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος νά δικαιολογήσουν τό ἐκκλησιαστικό Πρωτεῖο. Ὅπως ὁ Πατήρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ διά τῆς γεννήσεως, καί αἰτία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τῆς ἐκπορεύσεως, ἔτσι ἐπιθυμοῦν νά δώσουν μιά θεολογική ἐξήγηση στήν πράξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Πρωτείου, ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς κανονικῆς διακονίας, ἀλλά βάσει τῆς τριαδολογικῆς θεολογίας. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τραγικό θεολογικό σφάλμα, γιατί ἀνάγουν τό θέμα τοῦ Πρωτείου ἀπό τήν κανονικότητα στήν θεολογία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκφράζοντας τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, πολλές φορές στά ἔργα του τονίζει τήν ἀλήθεια ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἀνευρίσκωνται ὁμοιότητες στόν κτιστό κόσμο γιά τήν σχέση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος μεταξύ τους.
Σέ ἕνα κείμενό του, μιλώντας γιά τήν ἕνωση, τήν διάκριση καί τήν περιχώρηση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, γράφει ὅτι οἱ ἰδιότητες κάθε ὑποστάσεως φυλλάσσονται ἀκίνητες ὄχι μόνο κατά τό ὅτι στήν μεταξύ τους μονή καί περιχώρηση διατηροῦνται ἀμιγεῖς καί ἀσύγχυτοι μεταξύ τους, ἀλλά καί κατά τό αἴτιο καί τό αἰτιατό, διότι μόνη ἀρχή καί πηγή καί ρίζα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ.
Στήν συνέχεια, σημειώνει ὅτι ὅλα αὐτά ἄν καί λέγονται, ὅμως «ὑπεράγνωστα καί ὑπεράρρητά ἐστι, καί τά τῆς οὐσιώδους ἑνώσεως, καί τά τῆς ὑποστατικῆς διακρίσεως καί τά τῆς ἀμιγοῦς παντάπασι καί ἀφύρτου συμφυΐας». Καί εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστα γιατί εἶναι τελείως ἀμέθεκτα. Καί καταλήγει: «Διό καί οὐδ’ ὑπόδειγμά ἐστι τούτων ἐπί τῆς κτίσεως εὑρεῖν».
Δέν ὑπάρχει καμμιά ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἑρμηνεύσουμε μέ κτιστά ρήματα τήν ἀποφατικότητα τῶν σχέσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μάλιστα γιά νά δικαιολογηθῆ θεολογικά κάποιο ἐκκλησιαστικό πρωτεῖο μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἡ δεύτερη αἰτία πού χρησιμοποιεῖται ἡ φράση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι γιατί μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι καί Κληρικοί θέλουν νά χρησιμοποιοῦν τήν ἄποψη αὐτή, γιά νά δικαιολογήσουν τόν διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους καί τίς ἄλλες προτεσταντικές Ὁμολογίες. Θέλουν, δηλαδή, νά τονίσουν ὅτι, ὅπως στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχει κοινή οὐσία, φύση καί ἐνέργεια, ἀλλά διαφορετικά ὑποστατικά ἰδιώματα, ἔτσι καί σέ ὅλο τόν Χριστιανικό κόσμο ὑπάρχουν κοινά, ὅπως τό βάπτισμα, ἀλλά καί ἰδιαίτερες παραδόσεις καί διδασκαλίες, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐξυπηρετεῖται ἡ οἰκουμενιστική καί συγκρητιστική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας.
Ἔτσι, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος χρησιμοποιεῖται στόν σύγχρονο οἰκουμενισμό γιά νά παρακάμψη ὅλη τήν πατερική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τίς συνέπειες πού ἔχει αὐτό τό θέμα στήν θεολογία τῆς «κοινωνίας θεώσεως». Συγχρόνως ὑποτιμοῦν καί παραθεωροῦν προσβλητικά ὅλη τήν θεολογία τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Αὐτό τό θεωρῶ ἄκρως ἐπικίνδυνο γιά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί γενικότερα γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Τίθεται καί αὐτό μέσα στήν σύγχρονη νοοτροπία τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ θεολογία περί τῆς τριαδικότητας τῆς ἐκκλησιολογίας ξεκίνησε ἀπό τήν ρωσική θεολογία, ἡ ὁποία παρουσιάσθηκε ὡς ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική καί τήν σχολαστική θεολογία.
Τό συμπέρασμα αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τά Μυστήρια καί τήν ἀσκητική ζωή ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό καί δι’ Αὐτοῦ μετέχουμε τῆς ποικίλης Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. γ΄ , 11).–