Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ «ἄληπτος λόγος καὶ ἑνωτικὸς» (Α )
Στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ποὺ ἄρχισε στὴν Φερράρα τὴν 9η Ἀπριλίου 1438, γιὰ τὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Ἡ Παλαιολόγος στὴν σύναξη τῆς ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας, προκειμένου νὰ τοὺς πείση ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν ἕνωση, ἀναφέρθηκε σὲ ἕναν λόγο ποὺ φέρεται νὰ τοῦ εἶπε ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
Σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπε ὁ αὐτοκράτωρ, ὁ Ἰωσήφ του εἶπε ὅτι, ἐὰν ποτὲ συνέλθη ἡ Σύνοδος «ἔχω τινὰ λόγον εἰπεῖν ἐκεῖσε, ὅστις ἀναμφιβόλως καὶ ἀναντιρρήτως ἑνώσει ἡμᾶς• ἔστι δὲ ἄληπτος». Καὶ πιὸ κάτω ὁ αὐτοκράτωρ, ἀναφερόμενος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα καὶ στὴν συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο στὸ κελλί του, ἐνῷ στὸ δοκάρι κρεμόταν «σφαιροειδὲς κάτοπτρον», δήλωσε ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος τοῦ εἶπε ὅτι ὅπως τὸ κάτοπτρο αὐτὸ εἶναι ἄληπτο, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ πιάση μὲ τὴν ἁφή του καὶ νὰ τὸ κρατήση «οὕτως ἐστὶ καὶ ὁ λόγος ἐκεῖνος ἄληπτος καὶ ἑνωτικός».
Ἀπὸ τὸν λόγο αὐτὸν φέρεται ὅτι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, κατὰ τὸν αὐτοκράτορα, ἦταν αἰσιόδοξος γιὰ τὴν ἕνωση, γιατί ὁ ἴδιος εἶχε τὸ μυστικὸ τῆς ἑνώσεως, ποὺ ἦταν ἕνας λόγος ἄληπτος, δηλαδὴ ἀπόκρυφος, ἀκατάλητπος, ἀκατανόητος ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ λόγος ἦταν καὶ ἑνωτικός. Καὶ ἂν θὰ βρισκόταν ὁ ἴδιος στὴν Σύνοδο, τότε, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ αὐτοκράτορος, θὰ ἔλεγε τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἔτσι εὐελπιστοῦσε ὅτι θὰ πραγματοποιόταν ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
Αὐτὴ ἡ μαρτυρία τοῦ αὐτοκράτορος κίνησε τὸ ἐνδιαφέρον πολλῶν ἐπιστημόνων-ἐρευνητῶν γιὰ νὰ διακριβώσουν ποιός τελικὰ ἦταν αὐτὸς ὁ ἄληπτος λόγος τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, ποὺ θὰ ἔφερνε τὴν πολυπόθητη ἕνωση, καὶ γιατί τελικὰ δὲν χρησιμοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ποὺ συνεκλήθη λίγο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου, τὸν ὁποῖο σέβονταν καὶ εὐλαβοῦνταν ὅλοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἦταν μιὰ ἐξέχουσα φυσιογνωμία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ προκαλοῦσε τὸν σεβασμὸ ὅλων. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτοι οἱ χαρακτηρισμοὶ ποὺ τοῦ προσδίδει ὁ ὁμολογητὴς τῆς πίστεως, ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος χρημάτισε μαθητής του, σὲ στίχους ποὺ ἐγράφησαν στὸ τάφο τοῦ διδασκάλου του. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο Εὐγενικὸ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἦταν «πυρίπνους», «θεηγόρος βρύσις», «ὁ τοῦ Λόγου πρόμαχος ἐνθέοις λόγοις», «ὁ στερρότατος τῆς ἀληθείας στῦλος», ὁ «φανότατος ὀρθοδοξίας λύχνος», «ὁ λαμπρότατος τῶν ἀγαθῶν ἐργάτης καὶ τερπνότατος τῶν καλῶν ἐπαινέτης, ὁ δογματιστὴς ἀκριβὴς πλανωμένοις». Καὶ καταλήγει: «Ἀλλ’ ὦ, Πάτερ μέγιστε, Πατέρων κλέος, μέμνησο καὶ νῦν τῶν ποθεινῶν σου τέκνων, Θεῶ παρεστηκώς, τὴ μεγάλη Τριάδι».
Μάλιστα δὲ ἐκπονήθηκε καὶ μιὰ διδακτορικὴ διατριβὴ ἀπὸ τὸν Ion Chivu μὲ τίτλο «Ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιον» στὴν ὁποία προσκομίζονται καὶ ἀναλύονται πολλὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα γιὰ τὴν ὅλη δράση του καὶ γιὰ τὶς προσπάθειές του γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
1. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἦταν μοναχὸς ποὺ διέθετε μεγάλη μόρφωση καὶ ἐξασκοῦσε ἐπιρροὴ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῆς Βασιλεύουσας, στὴν Κωνσταντινούπολη. Διάφοροι χαρακτηρισμοὶ ποὺ τοῦ ἀποδόθηκαν δείχνουν τὴν μεγάλη ἀξία του.
Μιὰ ἀνώνυμη μαρτυρία τὸν χαρακτηρίζει «πατέρα κοινὸν ἐν πᾶσι τῆς πίστεως», ἀφοῦ τὸν συμβουλεύονταν ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Ἡ’ Παλαιολόγος. Ἦταν «διδάσκαλος τῆς Ἱερᾶς τῶν χριστιανῶν θεολογίας.... καὶ διδάσκαλος τῶν Ἐπιστημῶν ἐκ Βασιλέως κεχειροτονημένος». Ἦταν ἐπίσημος ἱεροκῆρυξ τοῦ Πατριαρχείου. Διορίσθηκε «διδάσκαλος τῶν διδασκάλων», δηλαδὴ πρύτανις τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἦταν γνώστης τῆς ἑλληνικῆς καὶ ἰταλικῆς γλώσσης. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, πρῶτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὴν Ἅλωση, καὶ οἱ δύο ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, ἦταν μαθητές του.
Διαβάζοντας κανεὶς τὰ ἔργα του, ποὺ ἐκδόθηκαν σὲ τρεῖς τόμους ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Βασιλείου Ρηγοπούλου, παρατηρεῖ τὴν σοφία του, τὶς γνώσεις του, καθὼς ἐπίσης ὅτι ἡ διδασκαλία του εἶναι ἐπιτομὴ τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, περὶ τῶν θεολογικῶν καὶ ἡσυχαστικῶν θεμάτων.
Στὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐκδόσεως τῶν ἔργων του, ποὺ ἔγραψε ὁ Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Δεληδῆμος, φαίνεται ὅτι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος γεννήθηκε περὶ τὸ 1350 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε περὶ τὸ 1431, μόλις ἑπτὰ χρόνια πρὶν συνέλθη ἡ Σύνοδος στὴν Φερράρα γιὰ νὰ συζητήση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ὁ ἴδιος γνώριζε ἐπαρκῶς τὰ θέματα τῆς διαφορᾶς μεταξὺ Ρωμαίων καὶ Λατίνων, ὅπως φαίνεται στὰ κείμενά του, γιατί εἶχε συζητήσει μὲ τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν Λατίνων στὴν Κρήτη, ἀντιμετώπισε τὸ πρόβλημα ποὺ ἀνέκυψε στὴν Κύπρο, μὲ τὴν ὑποταγὴ τῶν Κυπρίων στὸν Πάπα καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀσχολῆται μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐπέλθη ἡ ἕνωση, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου ζοῦσε. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἦταν ὁμολογητὴς τῆς πίστεως καὶ αὐτὸς εἶπε τὸν γνωστὸ λόγο: «οὐκ ἀρνησόμεθά σε φίλη ὀρθοδοξία• οὐ ψευδόμεθά σέ, πατροπαράδοτον σέβας• οὐκ ἀφιστάμεθά σου, μῆτερ εὐσεβεία• ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα• εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπέρ σου τεθνηξόμεθα».
Γνώριζε τὶς διαφορὲς μεταξὺ Ρωμαίων καὶ Λατίνων, Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν καὶ εἶχε ἀκράδαντη πεποίθηση ὅτι ἡ ἕνωση μπορεῖ νὰ γίνη μόνον ὅταν στηριχθῇ στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, στὴν διαφύλαξη τῆς δογματικῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν δεχόταν ἕνωση στὸν τύπο τῆς οὐνίας, γιατί σὲ μιὰ τέτοια ἕνωση ὑπάρχει κίνδυνος «εἰς τὸ παντελῶς λατινίζειν αὐτούς τε καὶ ἄλλους μυρίους». Βεβαίως, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια, ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος χρησιμοποιοῦσε καὶ τὴν οἰκονομία προκειμένου νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ ἕνωση.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος συμμετεῖχε στὶς συζητήσεις ποὺ προηγήθηκαν τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καὶ ὑπεστήριξε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Σύνοδος γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἔπρεπε νὰ γίνη στὴν Βασιλεύουσα. Τὴν γνώμη αὐτὴν ἀσπάσθηκαν καὶ ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ στὴν συνεδρία ὁ αὐτοκράτωρ ὑπεχώρησε ὡς πρὸς τὸν τόπον τῆς συγκροτήσεως τῆς Συνόδου, ἀποδεχθεῖς τὶς ἀπόψεις τῶν Λατίνων.
Σὲ μυστικὴ σύσκεψη ποὺ ἔγινε τὸ 1430, στὴν ὁποία ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, λίγο πρὶν τὸν θάνατό του, ἐπικράτησε ἡ γνώμη τοῦ αὐτοκράτορος. Ὁ Ἰωσὴφ αἰσθάνθηκε μεγάλη πικρία, προβλέποντας τὰ δεινὰ ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ τὴν Σύνοδο ποὺ θὰ γίνη σὲ «χῶρο» τοῦ Πάπα, καὶ εἶπε: «Ἐγὼ γὰρ ἀφ’ οὗπερ ἤκουσα, ὅσα ἐν τῇ παλατινῇ ἀκήκοα, καὶ ἐπὶ τούτοις ἐκπληκτικὸν τί βοήσας, καὶ τὴν χεῖρα κατὰ τὸ στόμα θέμενος, ἔκτοτε ἔγνων... ὡς οὐδὲν τί ἀγαθὸν ἐνταῦθα γενήσεται• ἀντέστην γάρ... πρὸς ἐκεῖνο τὸ βούλευμα καθὼς ἠδυνάμην• ὡς δὲ εἶδον προβαῖνον καὶ τελειούμενον, εἶπον πρὸς ἐμαυτόν... ποιησάτωσαν ὡς βούλονται».
Ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας φαίνεται ὅτι δικαιώθηκε ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, καὶ αὐτὸ δείχνει τὴν σοφία του, ἀλλὰ καὶ τὴν διάκρισή του.
2. Ὁ «ἄληπτος καὶ ἑνωτικὸς λόγος»
Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὴν διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ τὴν δράση τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, βλέπει ὅτι ὁ διδάσκαλος δὲν ἦταν ἐναντίον τῆς ἑνώσεως, μάλιστα ἑτοιμάσθηκε ποικιλοτρόπως γιὰ τὸν διάλογο μὲ σκοπὸ τὴν ἕνωση, ἀλλὰ ἤθελε ἡ ἕνωση αὐτή, ὅποτε κι ἂν γινόταν, νὰ στηριζόταν σὲ ἀσφαλῆ καὶ γερὰ θεμέλια, στὴν δογματικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸν «πλοῦτο» της, ποὺ εἶναι «ἡ πατροπαράδοτος κληρονομιά». Αἰσθανόταν ὅτι κάθε ἄλλη ἕνωση δὲν θὰ ἦταν ἕνωση, ἀλλὰ μιὰ σαθρὰ συμφωνία.
Μάλιστα κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ εἴδαμε πιὸ πάνω, ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ὑποστήριζε ὅτι, ὅταν θὰ γινόταν ἡ Σύνοδος καὶ θὰ ἦταν παρών, θὰ εἶχε νὰ προσφέρη τὸν «ἄληπτον καὶ ἑνωτικὸν λόγον», δηλαδὴ τὸν ἀπόκρυφο, τὸν ἀκατάληπτο καὶ ἀκατανόητο λόγο στοὺς πολλούς, ἀλλὰ ὅμως καὶ ἑνωτικὸ λόγο. Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως ὁ Ἰωσὴφ εἶχε καταναλώσει ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸν ἀγῶνα αὐτόν, γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ καὶ τῶν Λατίνων καὶ ἑπομένως γνώριζε πὼς μποροῦσε νὰ χειρισθῇ τὰ θέματα, ἂν βέβαια θὰ συναντοῦσε εἰλικρίνεια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά.
Ποιός ἦταν αὐτὸς «ὁ ἄληπτος καὶ ἑνωτικὸς λόγος»;
Διάφοροι ἐπιστήμονες προσπάθησαν νὰ ἀνεύρουν αὐτὸν τὸν ἄληπτον καὶ ἑνωτικὸν λόγο τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου. Ὁ Ion Chivu στὴν διατριβή του ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὸ θέμα αὐτό. Σὲ ἕνα κεφάλαιό της καταγράφει τις τρεῖς ἐπικρατέστερες ἀπόψεις τῶν ἐρευνητῶν.
Κατὰ τὴν πρώτη ἄποψη δὲν ὑπῆρχε κάποιος ἄληπτος λόγος τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, οὔτε ποτὲ ὁ διδάσκαλος ὑπεστήριξε κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν ἐφεύρεση τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννη Ἡ’. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν προσπαθοῦσε νὰ πείση τοὺς Ὀρθοδόξους στὸ νὰ ψηφίσουν ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶχε συζητήσει τον θέμα μὲ τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο, ποὺ συμφωνοῦσε. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ ἐπιδιώξουν καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἕνωση, ἀφοῦ εἶχαν ἀπέραντο σεβασμὸ στὸν μεγάλο αὐτὸν διδάσκαλο.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ πείση, γιατί ἂν ὁ αὐτοκράτωρ ἔπλασε ἕναν τέτοιον μῦθο, τότε θὰ προκαλοῦσε τὶς διαμαρτυρίες τῶν παρόντων, ἰδίως τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ποὺ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου καὶ τὸν ὁποῖον σεβόταν ὑπερβολικά. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι ἐδέχθηκαν αὐτὴν τὴν ἐξιστόρηση τοῦ αὐτοκράτορος σημαίνει ὅτι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος εἶχε διατυπώσει τοὺς ἰσχυρισμούς του γιὰ τὸν ἄληπτο λόγο τῆς ἑνώσεως.
Κατὰ τὴν δεύτερη ἄποψη ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος κατεῖχε τὸν λόγο τῆς ἑνώσεως, ἀλλὰ δὲν τὸν διατύπωσε ποτέ, οὔτε ἔγραψε γιὰ τὸν τρόπο αὐτόν. Κατὰ συνέπεια, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄληπτος λόγος.
Ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ ἄποψη δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθῆ, διότι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ σταθερὲς βάσεις καὶ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις καὶ θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ μὴ εἶχε διατυπώσει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ γινόταν αὐτὴ ἡ ἕνωση. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος εἶχε πῇ: «ἐγὼ γὰρ καὶ πρὸ τοῦ ἀπελθεῖν μὲ προνοήσομαι ὅπως ἔχητε ὁ λέγω».
Κατὰ τὴν τρίτη ἄποψη ὁ λεγόμενος ἄληπτος καὶ ἑνωτικὸς λόγος τῆς ἑνώσεως τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου ὑπῆρχε καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν βρῇ μέσα στὰ κείμενά του. Ὁ Ion Chivu ὑποστηρίζει τὴν ἄποψη αὐτή.
Πράγματι, στὸν «λόγον Συμβουλευτικὸν περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν», ὁ ὁποῖος ἐλέχθη ἀπὸ τὸν μεγάλο διδάσκαλο στὸ Συνοδικό της τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τὸ ἔτος 1419, καθὼς ἀναμενόταν νὰ ἔλθη στὴν Βασιλεύουσα ἀπὸ τὴν Ρώμη «ὁ τοποτηρητής του Ρώμης καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν μεσίτης», ὁ Ἰωσὴφ ἀναφέρεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ γίνη ἡ συνάντηση καὶ τὰ ὅσα πρέπει νὰ λεχθοῦν κατ’ αὐτήν. Ἔπειτα, ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρουσιάζοντας τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Στὴν συνέχεια γιὰ ἐκείνους ποὺ συνηθίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν συλλογισμούς –«πρὸς τοὺς μέγα θαρροῦντας ἐπὶ τοῖς οἰκείοις συλλογισμοῖς»– προφανῶς ἀναφέρεται κυρίως στοὺς Λατίνους, ποὺ ἀρέσκονταν σὲ τέτοιες συλλογιστικὲς ἀποδείξεις, μὲ τὴν σχολαστικὴ θεολογία, παραθέτει ἕνα «τοιοῦτον θεώρημα» καὶ μίαν «ἀπόδειξιν» ποὺ συνέταξε «ὁ ἱερὸς Ἰερόθεος ὁ τοῦ ἐξ Ἀρείου Πάγου Διονυσίου διδάσκαλος». Προφανῶς ὅμως δὲν πρόκειται γιὰ τὸν Ἰερόθεο, πρῶτον Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἱερομόναχο Ἰερόθεο τὸν Κωνσταντινουπολίτη, ποὺ ἔζησε τὸ β μισὸ τοῦ ἰγ αἰῶνα καὶ ἀντέδρασε στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Λυὼν (1274). Ἡ ταύτιση μεταξὺ τῶν δύο Ἱεροθέων εἶναι λαθεμένη καὶ ἐνδεχομένως ὀφείλεται στὶς πηγὲς ποὺ εἶχε ὁ Ἰωσήφ, κυρίως στὰ τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου.
Τὸ «θεώρημα» αὐτὸ θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο «συγκεκροτημένον αὐτὸ καθ’ αὐτό, καὶ ἀήττητον• διὰ τοὶ τοῦτο καὶ τῶν θεολογικῶν πάντων θεωρημάτων θεώρημα ἔγωγε τοῦτο καλῶ». Διὰ τοῦ «θεωρήματος» αὐτοῦ παρουσιάζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο ἡ ἀλληλοενοίκηση, ἡ ἀλληλοσυσχέτιση καὶ ἡ ἀλληλεξάρτηση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἔτσι ἀπορρίπτεται τὸ δόγμα τῶν Λατίνων περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος θεωρεῖ ὅτι μὲ τὴν συλλογιστικὴ αὐτὴ ἀπόδειξη –«θεώρημα»– ἀποδεικνύεται ἡ ὀρθότητα τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τῆς σφαίρας ἡ τοῦ κύκλου γιὰ νὰ ἐξεικονίση τὴν σχέση τῶν ὑποστάσεων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος θεωρεῖ ὅτι ἡ θεολογία τῆς περιχωρήσεως, τῆς ἀεικινησίας καὶ τῆς ἰσότητος ἡ παραλληλισμοῦ τῶν σχέσεων τῶν θείων ὑποστάσεων, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὰ διαγράμματα τῶν κύκλων, ἀποτελεῖ τὸ «ἄληπτον» ἡ τέλειον, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος γράφει: «εἶπερ εὐδοκήσει ὁ Θεὸς συστῆναι σύνοδον, ἔχω τινα λόγον εἰπεῖν ἐκεῖσε, ὅστις ἀναμφιβόλως καὶ ἀναντιρρήτως ἑνώσει ἡμᾶς». Καὶ ὁ Ion Chivu διὰ μακρῶν ἀναλύει αὐτὸ τὸ «θεώρημα», σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία περὶ τῶν θείων ὑποστάσεων, ὅπως τὸ ἀναλύει στὰ ἔργα του ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος.
Ὁ Θεός, ὅμως, δὲν ἐπέτρεψε γιὰ τοὺς λόγους ποὺ Ἐκεῖνος γνωρίζει νὰ ζήση ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος μερικὰ ἀκόμη χρόνια ἡ νὰ γίνη νωρίτερα ἡ Σύνοδος ἐκείνη καὶ νὰ ἀκουσθῇ ὁ λόγος του ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συντελέση στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ ἀνήκει στὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦμε νὰ στοχασθοῦμε πάνω σὲ αὐτό, γιατί, δηλαδή, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γίνη ἡ Σύνοδος αὐτὴ χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου.
Τὸ ὅτι δὲν χρησιμοποιήθηκε ὁ συλλογισμὸς αὐτός, «ὁ ἄληπτος καὶ ἑνωτικὸς λόγος» τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου πιθανῶς ὀφείλεται, κατὰ τὸν Ion Chivu, στὸ ὅτι ἦταν πράγματι ἀκατανόητος καὶ ἀκατάληπτος γιὰ τοὺς θεολόγους ποὺ παρευρέθηκαν στὴν Σύνοδο ἐκείνη, διότι μὲ τὴν μορφὴ ποὺ παρουσιάσθηκε τὸ «θεώρημα» αὐτὸ δὲν ἦταν ἐπαρκῶς ἀνεπτυγμένο, ἀλλὰ ἦταν μιὰ σύντομη περίληψη τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο τεῦχος, μὲ τὸ κεφάλαιο «Ἡ ἄποψη τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου γιὰ τὴν ἕνωση».)
- Προβολές: 2964