Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2007
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Κατὰ τὴν θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, καὶ μάλιστα στὸ εἰσοδικό, δηλαδὴ στὸ τροπάριο ποὺ ψάλλεται κατὰ τὴν Μικρὰ Εἴσοδο τοῦ Ἱερέως μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, περιλαμβάνεται μιὰ ἁγιογραφικὴ φράση ποὺ ἀναφέρεται στὸν Χριστό: «σὺ εἰ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ».
Ὁ Μελχισεδέκ, ποὺ δηλώνει βασιλεὺς Σαλήμ, ἦταν ἕνας ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ξαφνικά, καὶ ὅταν συνάντησε τὸν Ἀβραὰμ «ἐξήνεγκεν ἄρτους καὶ οἶνον• ἢν δὲ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου». Στὴν συνέχεια, εὐλόγησε τὸν Ἀμβραὰμ (Γέν. ἰδ , 18-20).
Πρόκειται γιὰ ἕνα μυστηριῶδες πρόσωπο, τὸ ὁποῖο δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ἀλλοῦ στὴν Ἁγία Γραφή, παρουσιάζεται ἀποτόμως καὶ χάνεται ξαφνικά, δὲν ἀναφέρονται οὔτε οἱ γονεῖς του, οὔτε ἡ γέννησή του, οὔτε ὁ θανατός του, παρουσιάζεται χωρὶς νὰ ἔχη προκάτοχο καὶ διάδοχο, καὶ εἶναι βασιλεὺς καὶ ἱερεὺς ποὺ ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ παραμένει στοὺς αἰῶνες, ἀφοῦ ἡ ἱερωσύνη του δὲν προερχόταν ἀπὸ τὸν Ἀαρών. Συγχρόνως ὁ Μελχισεδὲκ προσφέρει ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄχι ἄλλα θυσιαστικὰ δῶρα, ὅπως προβλεπόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἐπὶ πλέον εὐλόγησε τὸν Ἀβραάμ, ὡς ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Μελχισεδὲκ ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν Δαυΐδ στοὺς ψαλμοὺς τοῦ (Ψάλμ. ρθ , 4).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του ἀναφέρεται σὲ αὐτὸν τὸν μυστηριώδη βασιλέα καὶ ἱερέα, ποὺ ἑρμηνεύεται βασιλεὺς εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης καὶ εἶναι «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων, ἀφωμοιωμένος δὲ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ, μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκὲς» (Ἔβρ. ζ , 1 καὶ ἐξ.) Ὁ Βασιλεὺς αὐτός, καὶ ἱερεύς, ὁ Μεχισεδέκ, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη του Ἀαρών, ποὺ μένει στὸν αἰῶνα καὶ δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν ἐμφάνισή του στὸν Ἀβραὰμ καὶ μὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔπραξε προτυπώθηκε τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄλλωστε ἡ Καινὴ Διαθήκη ἑρμηνεύει τὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί μέσα ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ κατανοοῦμε ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰνίγματα τῶν Προφητῶν καὶ τὰ δύσκολα γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρεται στὴν ἐμφάνιση τοῦ μυστηριώδους αὐτοῦ ἀνθρώπου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν συνδέει μὲ τὸν Χριστό, ἀφοῦ εἶναι τύπος του, καὶ μάλιστα λέγει ὅτι αὐτὸ ἀναφέρεται στὶς δύο γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ, θεία καὶ ἀνθρωπίνη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπάτωρ κατὰ τὴν κάτω γέννηση, ἀφοῦ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία, χωρὶς ἄνδρα, καὶ ἀμήτωρ, κατὰ τὴν ἄνω γέννηση, ἀφοῦ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα-Θεό χωρὶς μητέρα. Αὐτὸ ποὺ λέγεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγενεαλόγητος, ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο γεννήσεις, τὴν γέννηση στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γέννηση στὴν γῆ. Ἡ πρώτη γέννηση εἶναι «φρικτή», καὶ ἀσύλληπτη, ἀλλὰ καὶ ἡ κάτω γέννηση «μυστικωτάτη» καὶ «ἀκατάληπτος». Καὶ στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει ὅτι γνωρίζει ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, κατὰ τὴν θεία Τοῦ φύση, ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τὸν τρόπο, ἐπίσης γνωρίζει ὅτι γεννήθηκε κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν καταλαβαίνει τὸν τρόπο. Ὁμολογεῖται ἡ γέννηση κάθε φύσεως, ἀλλὰ σιωπᾶται ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως. Δὲν γνωρίζουμε, βέβαια, τὸν τρόπο τῶν γεννήσεων, ἀλλὰ δὲν ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὶς γεννήσεις.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέγει ὅτι μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπομακρύνεται ἡ σκια καὶ ἔρχεται ἡ ἀλήθεια, «ὁ Μελχισεδὲκ συνάγεται• ὁ ἀμήτωρ, ἀπάτωρ γίνεται• ἀμήτωρ τὸ πρότερον, ἀπάτωρ τὸ δεύτερον». Καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει ὅτι καθένας ποὺ νεκρώνει τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν σαρκικὴ ζωή, λόγῳ τῆς θείας Χάριτος, καὶ αὐτὸς γίνεται ἀπάτωρ, ἀμήτωρ καὶ ἀγενεαλόγητος, σύμφωνα μὲ τὸν μέγαν Μελχισεδέκ, καὶ λόγῳ τῆς συνάφειάς του μὲ τὸ Πνεῦμα.
Ἔτσι, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἱερεύς-Αρχιερεύς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, ἀμήτωρ κατὰ τὴν θεία Τοῦ γέννηση, ἀπάτωρ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη Τοῦ γέννηση καὶ ἀγενεάλογητος. Ἐπίσης, ἡ Ἱερωσύνη Του δὲν συνδέεται μὲ τὴν Ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι Ἱερεύς, ἀπὸ Αὐτὸν ἀρχίζει ἡ νέα Ἱερωσύνη τὴν ὁποία δίνει στὴν συνέχεια στοὺς Μαθητές Του, Αὐτὸς τελεῖ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλονται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, Αὐτὸς εὐλογεῖ τὸν λαό Του, καὶ παραμένει στὸν αἰῶνα Ἱερεὺς τελῶντας τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ εὐλογῶντας τὸν λαό Του, ποὺ συνδέεται μὲ Αὐτόν.
Ὁ Χριστὸς μετέδωσε τὴν Ἱερωσύνη Του στοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκεῖνοι στοὺς διαδόχους τους, τοὺς λεγομένους Ἀποστολικοὺς Πατέρας, καὶ στὴν συνέχεια, διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ἔφθασε μέχρις ἡμῶν, ὅπως μεταδίδεται ἡ φλόγα ἀπὸ μιὰ λαμπάδα στὴν ἄλλη λαμπάδα. Αὐτὴ ἡ Ἱερωσύνη, παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας, εἶναι μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, διότι δι’ αὐτῆς τελοῦνται τὰ ἅγια Μυστήρια, ἐξαιρέτως δὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦμε τὴν Γέννηση, τὴν Μεταμόρφωση, τὰ Πάθη, τὴν Σταύρωση, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ Μυστήριο τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς, ἀνάλογα μὲ τὴν προετοιμασία μας καὶ τὴν πνευματική μας κατάσταση.
Ἀλλὰ καὶ ὅλοι μας μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν πνευματικὴ Ἱερωσύνη ὅταν ἀγωνιζόμαστε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη, ὅταν προσευχόμαστε μέσα στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς μας, ὅταν δοξάζουμε τὸν Θεὸ στὴν ζωή μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ στὸν Χριστιανὸ ὅπου κι ἂν εὑρίσκεται νὰ προσεύχεται, γιατί ἔχει μαζί του τὸ θυσιαστήριο, δηλαδὴ τὴν καρδιά του, καὶ τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ἱερεῖο-θῦμα, γιατί ὁ ἴδιος εἶναι «καὶ Ἱερεύς, καὶ θυσιαστήριον καὶ ἱερεῖον». Ἡ πνευματικὴ ἱερωσύνη δὲν εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν μυστηριακὴ ἱερωσύνη, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο συνδέονται μὲ τὸν Χριστό, συνδέονται μεταξύ τους καὶ ἀλληλοσυμπληρώνονται πνευματικά.
Ὁ Χριστός, τοῦ Ὁποίου τὴν Γέννηση ἑορτάζουμε σήμερα εἶναι Ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα, γιατί Αὐτὸς ἐνεργεῖ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, Αὐτός μας ἁγιάζει, Αὐτός μας τροφοδοτεῖ μὲ τὸ Σῶμα Του, Αὐτός μας δίνει τὰ πάντα, Αὐτὸς τελεῖ τὰ ἅγια μυστήρια μέσα στὴν Ἐκκλησία Του, ἀλλὰ καὶ Αὐτὸς θὰ τροφοδοτῇ καὶ θὰ δοξάζη τοὺς ἁγίους στὴν Οὐράνια Βασιλεία. Ὁ Χριστὸς προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν θέωσε καὶ τὴν δόξασε αἰωνίως. Θέλει καὶ τὴν δική μας θέωση καὶ δόξα.
Κατὰ τὴν ἐτήσια ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων μας δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ δοξάσουμε αὐτὴν τὴν Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, τὴν πηγὴ ὅλων τῶν πνευματικῶν χαρίτων, καὶ νὰ γευόμαστε τὰ δῶρα καὶ τὰ ἀγαθά της. Αὐτὴ ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἡ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρωπότητα, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ συνδεόμαστε μαζί της. Συνεχῶς νὰ τὸν δοξάζουμε καὶ νὰ τοῦ λέμε «σὺ (Κύριε) εἰ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ».
Εὔχομαι σὲ ὅλους σας ἕνα καλὸ καὶ εὐλογημένο Δωδεκαήμερο.
Μὲ θερμὲς εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
- Προβολές: 3711