Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ποιόν Χριστό ἑορτάζουμε;

Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2022

Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου Ἱεροθέου

Ποιόν Χριστό ἑορτάζουμε;

Διανύουμε τίς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων καί αἰσθανόμαστε τήν μεγά­λη χαρά τῆς ἑορτῆς τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἀκριβέστατη, κατά τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί στόν Χριστό ὁμολογοῦμε δύο γεννήσεις, ἡ πρώτη γέννηση εἶναι κατά τήν θεία φύση Του ἀπό τόν Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώ­νων, καί ἡ δεύτερη γέννηση εἶναι κατά τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου.

Ἔτσι, ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες τήν κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί τό ὄνομα Χριστός εἶναι τῆς ὑποστάσεως, καί δέν λέγεται μόνον γιά μιά φύση, ἀλλά σημαίνει καί τίς δύο φύσεις. Γιατί ὁ Ἴδιος ἔχρισε τόν ἑαυτό Του, ὡς Θεός δίνοντας τό χρῖσμα στό σῶμα μέ τήν θεότητά Του, καί λαμβάνοντας τό χρῖσμα ὡς ἄνθρωπος, καί τό χρῖσμα τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ θεότητα, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμα­σκηνό. Εἶναι ὄντως μεγάλο μυστήριο, τό πῶς ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στόν Χριστό, θεία καί ἀνθρωπίνη σέ μιά ὑπόσταση, γι’ αὐτό τό ὄνομα Χριστός εἶναι ὄνομα τῆς ὑποστάσεως, καί ὄχι τῆς μίας ἀπό τίς δύο φύσεις.

Ἔτσι, τό ὄνομα Χριστός δηλώνει κυρίως τό συναμφότερον, δηλαδή τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τόν Θεάνθρωπο, μόνον τήν Θεότητα ἤ τήν ἀνθρωπότητα, πάντο­τε, ὅμως, δυνάμει τοῦ τρόπου τῆς ἀντιδόσεως.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριον, «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», καί, φυσικά, εἶναι μεγάλο δῶρο τό νά λεγόμαστε Χριστιανοί, ἀφοῦ μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ «διά τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ἐφ. γ΄, 17).

Αὐτήν τήν μεγάλη ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυ­ρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρίν διαβαστῆ τό ἀποστολικό κείμενο ἀπό τήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύ­λου, προ­τάσσεται ὁ ψαλμικός στίχος «πᾶσα ἡ γῆ προσκυ­νησάτωσάν σοι καί ψαλάτωσάν σοι» (Ψαλμ. 65, 4). Δηλαδή στρεφό­μαστε στόν Χριστό καί τοῦ λέμε, ὅτι ὅλη ἡ γῆ ἄς σέ προσκυνήση καί ἄς ψάλη γιά σένα ὕμνους. Καί συγχρόνως λέμε καί ἄλλο ψαλμικό χωρίο: «Ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ, πᾶσα ἡ γῆ» (Ψαλμ. 97, 4), δηλαδή, ἄς ἀναπέμπη ὅλη ἡ γῆ στόν Θεὀ ἀλαλαγμούς χαρᾶς.

Πράγματι, σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς ὑπάρχουν Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι αὐτές τίς ἡμέρες ἑορτάζουν τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέ ποικίλους τρόπους, μέ λατρευτικές συνάξεις καί ἄλλες ἑορτα­στικές ἐκδηλώ­σεις, καθώς ἐπίσης μέ ἰδιαίτερους τρόπους στά σπίτια τους. Λεγόμαστε ὅλοι Χρι­στιανοί, καί ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες τήν κατά σάρκα Γέν­νηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τό ἐρώτημα, ὅμως, πού ἀνακύπτει εἶναι: Ποιόν Χριστό ἑορτάζουμε; Ἑορ­τά­ζουμε τόν Χριστό ὅπως τόν διακηρύσσει τό Εὐαγγέλιο καί οἱ Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων, δηλαδή ἡ Καινή Διαθήκη, καί τόν ὁμολόγησαν οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνό­δων ἤ τόν Χριστό τῶν ἀπόψεών μας καί τῶν παθῶν μας; Καί τελικά ποιοί εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ Χριστιανοί καί τί πιστεύουν γιά τόν Χριστό;

Ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἑορτάζεται πανηγυρικά σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς, στήν δύση καί τήν ἀνατολή, τόν βορρᾶ καί τόν νότο, ἀλλά, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τά πράγ­ματα, θά διαπιστώσουμε ὅτι πολλῶν Χριστιανῶν ἡ θεολογία περί τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετική.

Ἄλλοι Χριστιανοί ἑορτάζουν μόνον τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή βλέπουν μόνον τήν Γέννησή Του στήν Βη­θλε­έμ τῆς Ἰουδαίας καί τόν αἰσθάνονται μόνον ὡς ἄνθρωπο, ἔχοντας μόνον τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἄλλοι Χριστιανοί ἑορτάζουν μόνον τήν θεία φύση Του, ἀφοῦ πιστεύουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορρο­φήθηκε ἀπό τήν θεία φύση. Καί ἄλλοι δυτικοί Χριστιανοί ἔχουν διάφορες ἀπόψεις γιά τόν Χριστό τήν διδασκαλία Του καί τό ἔργο Του. Ἀκόμη καί πολλοί Ὀρθό­δοξοι Χριστιανοί ἑορτά­ζουν τά Χριστού­γεννα, καί ὑμνοῦν τόν Χριστό, Τόν ὁποῖον ἐγκλείουν μέσα σέ ἐθνικι­σμούς καί τόν ἀναμειγνύουν σέ πολιτικές καί πο­λε­μικές σκοπι­μό­τητες.

Ὅμως, τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προτρέπουν αὐτές τίς ἡμέρες νά ἑορτάσουμε τόν Χριστό ὅπως ἀποφάσισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καταδι­κά­ζοντας ἄλλες ἀπο­σπασματικές καί ἀπομο­νωμένες αἱρετικές ἀπό­ψεις. Προτρεπόμαστε νά ἑορτάσουμε τόν Χριστό, ὡς τέλειο Θεό καί ὡς τέλειο ἄνθρωπο, πού ἔχει δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνωμένες στήν ὑπόστασή Του «ἀσυγχύτως, ἀτρέ­πτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως», καί ἔχει δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦν στήν μία ὑπόστασή Του. Αὐτό προσδιορίζεται μέ τήν λέξη Χρι­στός, πού συνιστᾶ μέγα μυστήριο.

Τελικά, τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι παγκόσμιο, παντοῦ ὑπάρ­χουν Χριστιανοί πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν τόν ἑορτάζουν πραγματικά, ἀφοῦ βλέπουν τόν Χριστό ἀποσπασματικά, αἱρετικά καί κατά τίς ἀτομικές τους ἀπόψεις, ἐκκοσμικευμένα, σύμφωνα μέ τά ἐθνικά τους φρο­νήματα καί τά πάθη τους. Ἔτσι, ὁ Χριστός μέ τήν θεία ἐναν­θρώπησή Του ἔσωσε τό γένος μας ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο, ἀλλά οἱ Χριστιανοί δέν σώζονται ὅλοι, ἄν καί Τόν ἑορτάζουν καί Τόν πανηγυρίζουν, ἀφοῦ ἔχουν ἀτομικές δικές τους ἀπόψεις γιά τόν Χριστό, οἱ ὁποῖες ἀπόψεις προσδιορίζονται ἀπό τίς αἱρέσεις τους, τίς ἰδεολογίες τους καί τά πάθη τους.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς κατά τήν Δευτέρα Του παρουσία θά τόν δοῦν μέσα στήν δόξα Του, ἐνῶ τώρα πολλοί Τόν πλάθουν μέ τήν φαντασία τους. Σέ ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς μᾶς δίνεται ἠ εὐκαιρία νά ἑορτάσουμε τήν κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό ἐπιτάσσει ἡ παράδοσή μας, ὅπως τό περιγράφουν οἱ Πατέρες μας στίς συνοδικές ἀποφάσεις τους καί στίς ὁμιλίες τους, ὅπως μᾶς προτρέπουν τά τροπάρια πού ψάλλουμε αὐτές τίς ἡμέρες, δηλαδή νά Τόν ἑορτάσουμε ὡς Χριστό, πού ἔχει δύο φύσεις καί δύο θελήσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἑνωμένες στήν ὑπόστασή Του, καί γι’ αὐτό λέγεται Χριστός.

Στήν ἐποχή μας ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι «ἕνα μεῖγμα ἀπό Χριστιανούς, πρώην Χριστιανούς καί μή Χριστιανούς», δηλαδή εἶναι «ἕνας κόσμος μετα­χριστιανικός», (π. Συμεών τοῦ Ἔσσεξ), ἀλλά καί προχριστιανικός, εἶναι ἕνας κόσμος πού διακρίνεται ἀπό τόν «σχετικισμό», ὅτι, δηλαδή, ὅλα εἶναι σχετικά, καί προσπαθοῦν νά ἐντάξουν καί τόν Χριστό μέσα σέ αὐτήν τήν σχετικότητά τους. Ἔτσι, ὁ Χριστός δέν ἑορτά­ζεται ἀληθινά, ἀλλά κίβδηλα.

Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά εἴμαστε πραγματικοί Ὀρθό­δοξοι Χριστιανοί, ὅπως τό ψάλλουμε στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας αὐτές τίς ἡμέρες, γιατί διαφορετικά θά ἑορτάζουμε «Χριστούγεννα χωρίς τόν ἀληθινό Χριστό» μέ αἰώνιες συνέπειες.

 

 

 

Mιά θαυμαστή εἰκόνα -«Βότρυς ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί»

Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στούς ἀνθρώπους σέ ὅλους τούς αἰῶνας, ἄλλαξε τόν ροῦ τῆς ἀνθρωπότητος, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι Τόν ἀγάπησαν καί θυσιάσθηκαν γι’ Αὐτόν. Ἐπίσης, ὑμνωδοί, ποιητές, ἁγιογράφοι, θεολόγοι, διδάσκαλοι, μουσικοί ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ καί συνέθεσαν διάφορα ἔργα, καί ἀκόμη συνθέτουν. Ἐκπλήσσεται κανείς ἀπό τούς ὕμνους καί τίς διδασκαλίες τῶν ἁγίων, πού προέρχονται ἀπό αὐτούς πού Τόν ἀγάπησαν πολύ.

Αὐτήν τήν ἁγιασμένη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων θά ἤθελα νά σᾶς παρουσιάσω μιά θαυμαστή εἰκόνα, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ καί ἀναπτύσσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἕνας μεγάλος Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.

Ἑρμηνεύει ἕναν στίχο ἀπό τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἆσμα Ἀσμάτων», στό ὁποῖο φαίνεται ἡ νύμφη νά λέγη στόν νυμφίο της: «Βότρυς τῆς κύπρου ἀδελφιδός μου ἐμοί, ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί» (Ἄσμα Ἀσμάτων, α΄, 14), πού σημαίνει «ὁ ἀγαπημένος μου εἶναι σταφύλι πού ἀνθίζει στόν ἀμπελώνα στό Ἐγγαδδί», δηλαδή στό εὔφορο χωράφι.

Στό χωρίο αὐτό γίνεται λόγος γιά ἀμπελῶνα καί γιά τσαμπί σταφυλῆς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρεται σέ ἄνθος, σέ σταφύλι καί σέ οἶνο-κρασί, τά ὁποῖα προσφέρονται ἀπό τόν Χριστό πού εἶναι ὁ Νυμφίος σέ κάθε ἄνθρωπο πού εἶναι νύμφη του.

Ἑρμηνεύει ὅτι διπλή εἶναι ἡ εὐχαρίστηση πού προέρχεται ἀπό τό σταφύλι. Ἡ μιά εὐχαρίστηση εἶναι αὐτή πού προέρχεται ἀπό τό ἄνθος, τό ὁποῖο χαροποιεῖ τήν ὄσφρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν εὐωδία, καί ἡ ἄλλη εἶναι ὁ ὥριμος καρπός, πού εὐχαριστεῖ τόν ἄνθρωπο εἴτε μέ τήν βρώση τοῦ σταφυλιοῦ εἴτε μέ τήν χαρά τοῦ οἴνου στά γεύματα.

Ἡ εἰκόνα αὐτή τῆς προσφορᾶς τοῦ σταφυλιοῦ, ὡς ἄνθους, ὡς καρποῦ καί ὡς οἴνου προσαρμόζεται ἄριστα στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, ὅπως ὁ Ἴδιος τό εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰω. ιε΄, 5). Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν ἐμφανίζεται τό ἴδιο σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ καθένας Τόν δέχεται μέ διαφορετικό τρόπο, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ἀποκαλύπτει στόν καθένα μέ διαφορετικό τρόπο τήν σοφία, τήν ἡλικία καί τήν Χάρη Του, ἀνάλογα μέ τήν διάθεσή του.

Ἔτσι, ὁ Χριστός φαίνεται στούς ἀνθρώπους «ἤ νηπιάζων ἤ προκόπτων ἤ τελειούμενος», δηλαδή ἀποκαλύπτεται ὡς νήπιος, ὡς ὥριμος καί ὡς τέλειος. Ὁ Χριστός ὅταν εὐωδιάζη ὡς ἄνθος μέ τήν Γέννησή Του, δίνει τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἀπολαύση ὁ ἄνθρωπος τό σταφύλι∙ καί ὅταν τρώγεται ὡς σταφύλι μέ τό Πάθος Του, ὑπόσχεται τήν μελλοντική ἀπόλαυση τοῦ οἴνου. Ἡ νύμφη, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, τοποθετεῖ στήν καρδιά του τό ἄρωμα πού θά φέρη καρπό, καί κατά τό πάθος, ὅταν θά ἀγωνισθῆ μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ἀναβλύση τόν οἶνο.

Τό Γαδί (Ἐγγαδδί), δηλαδή τό εὔφορο χωράφι πού ἀναπτύσσεται ἡ ἄμπελος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά εὔφορο χωράφι εἶναι καί ἐκεῖνος στόν ὁποῖο τό θέλημά του συμφωνεῖ μέ τόν νόμο τοῦ Κυρίου καί τόν μελετᾶ ἡμέρα καί νύκτα. Σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ὁ σπόρος γίνεται δένδρο ἀειθαλές καί δίνει καρπό στόν κατάλληλο καιρό. Καί αὐτό τό κλῆμα, ὁ Χριστός, φυτεύεται στό βάθος τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τόν κάνει νά ὀσφραίνεται τήν εὐωδία Του, νά γεύεται τήν βρώση Του καί νά μεθᾶ ἀπό τόν οἶνο.

Ἀπό ὅσα εἴπαμε καταλαβαίνουμε ὅτι, ὅπως στήν ἀνθρώπινη γνώση ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί, ἔτσι καί στήν θεία γνώση ὑπάρχουν διαδοχικοί βαθμοί. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τόν Χριστό ὡς εὐῶδες ἄνθος, ἔπειτα ὡς δυνατή καί εὐχάριστη βρώση πού τόν τρέφει καί ἔπειτα ὡς οἶνον πού τόν μεθᾶ πνευματικά. Ἑπομένως, ὡς Χριστιανοί πρέπει νά ἀναπτυσσόμαστε πνευματικά, νά αἰσθανόμαστε ποικιλοτρόπως τόν Χριστό. Νά μή μένουμε στήν γνώση τῆς νηπιακῆς καί παιδικῆς ἡλικίας, δηλαδή νά μήν εἴμαστε νήπιοι πνευματικά πού θά χαιρόμαστε μόνον μέ τήν εὐωδία τοῦ ἄνθους, ἀλλά νά προοδεύουμε μέχρι νά αἰσθανθοῦμε τόν Χριστό ὡς εὐχάριστο σταφύλι καί δυνατόν οἶνο, κατά τόν λόγο τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ «καί οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψαλμ. 103, 15).

Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά βλέπουμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν Γέννησή Του ὡς ἀνθρώπου, καί ἔτσι νά ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Ὁ Χριστός δέν προσφέρεται γιά νά μᾶς κάνη χαρούμενους γιά μιά ἤ λίγες ἡμέρες, οὔτε ἐνηνθρώπησε γιά νά θεσπίση μιά κοσμική ἑορτή, ἀλλά προσφέρεται σέ ὅλους μας γιά νά γίνη διαδοχικά εὐωδία τοῦ ἄνθους, εὔχυμο σταφύλι καί δυνατός οἶνος, γιά νά μᾶς μεθύση πνευματικά. Ἡ Ἐκκλησία θέλει Χριστιανούς πού νά φθάσουν μέχρι τήν πνευματική μέθη, δηλαδή τήν μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Χριστό.

Ἄν ζοῦμε ἔτσι, τότε ἡ ψυχή μας ὡς νύμφη τοῦ Οὐρανίου Νυμφίου θά τοῦ λέη: «Βότρυς τῆς κύπρου ἀδελφιδός μου ἐμοί, ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί».

Εὔχομαι εὐλογημένα καί εὐφρόσυνα Χριστούγεννα

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

Ἀπό τήν Πασχαλινή Ἐγκύκλιο: «Τό μυστήριο τῆς ἐπαφῆς»

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ

(Ἀπό τήν Πασχαλινή Ἐγκύκλιο γιά τήν Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου)

Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τό Πάσχα, εἶναι κεντρική ἑορτή σέ ὅλο τό ἐκκλησιαστικό ἔτος καί εἶναι τό τέλος τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀλλά καί ἀρχή μιᾶς ἄλλης περιόδου πού καταλήγει στήν μεγάλη ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτή τήν ἑορτή πανηγυρίζουμε σήμερα καί ὅλη τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀλλά καί κάθε Κυριακή, πού εἶναι ἀφιερωμένη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Πολλά γεγονότα ἔγιναν κατά τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Ὁ Χριστός ἐμφανιζόταν στούς Μαθητές Του, πού εἶχαν προετοιμασθῆ κατάλληλα γιά νά Τόν δοῦν Ἀναστάντα καί ἡ ἐμφάνιση αὐτή νά συντελέση στήν σωτηρία τους.

Τήν πρώτη ἡμέρα, ἀργά τό ἀπόγευμα, ὁ Ἀναστάς Χριστός ἐμφανίσθηκε στούς Μαθητές Του, ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς, καί τήν ἑπομένη Κυριακή ἐμφανίσθηκε πάλι στούς μαθητές Του, στό Ὑπερῶο, παρόντος τοῦ Θωμᾶ. Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἐπιθυμοῦσε νά βάλη τόν δάκτυλόν του στόν τύπο τῶν ἥλων καί τήν χεῖρα του στήν πλευρά Του γιά νά βεβαιωθῆ γιά τήν Ἀνάστασή Του. Εἶναι γνωστόν ὅτι τά καρφιά τῆς σταυρώσεως δημιούργησαν πληγές στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ λόγχη ἄνοιξε τήν πλευρά Του ἀπό τήν ὁποία ἔρρευσε αἷμα καί ὕδωρ. Τό νά δῆ ὁ Θωμᾶς τίς πληγές πού προξενήθηκαν ἀπό τόν Σταυρό καί νά τίς ψηλαφήση τό θεωροῦσε ὡς βεβαίωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός, μέ τήν ἐμφάνισή Του, μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες προσκάλεσε τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ νά ψηλαφήση τίς πληγές στό σῶμα Του καί στήν πλευρά Του. Αὐτή εἶναι ἡ ἄκρα ταπείνωση-κένωση τοῦ Χριστοῦ, τό νά δεχθῆ νά ψηλαφηθῆ, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη Του πρός τόν ἄνθρωπο μέ τό νά τοῦ ἱκανοποιῆ ὅλους τούς ἱερούς πόθους του. Γι’ αὐτό σέ ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας γράφεται: «Χαίρεις ἐρευνώμενος», δηλαδή ὁ Χριστός χαίρεται ὅταν ἐρευνᾶται. Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς μόλις εἶδε τόν Χριστό καί ἄκουσε τήν πρόσκλησή Του νά Τόν ψηλαφήση ἀνεφώνησε: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ΄, 19-29). Πρόκειται γιά τήν ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θέα τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου δέν ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ψηλάφησε τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μόνον καταγράφεται ἡ ὁμολογία του.

 

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ νά δῆ καί νά ψηλαφήση τίς πληγές στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀπιστία μέ τήν σημερινή ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά ἦταν ἐπιθυμία του νά περάση ἀπό τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς στήν πίστη ἐκ θεωρίας.

 

Στά τροπάρια, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας γράφεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ὁμολόγησε τόν Χριστό, ἀφοῦ προηγουμένως ψηλάφησε τίς πληγές τοῦ Σώματος πού δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Σταυρό. «Ὁ δέ ψηλαφήσας καί ἰδών ὡμολόγησέ σε εἶναι Θεόν οὐ γυμνόν καί ἄνθρωπον οὐ ψιλόν (ἁπλοῦν)». Σέ ἄλλο τροπάριο γράφεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς «ψηλαφήσας τήν πλευράν ἐθεολόγει τόν σαρκωθέντα», ἐγνώρισε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔπαθε στήν σάρκα καί ἐκήρυξε τόν ἀναστάντα Θεό. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία συνδέεται μέ τήν ὅραση καί τήν ψηλάφηση τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἄλλο τροπάριο γράφεται ὅτι ὁ Ἰωάννης, πού ἀνέπεσε στό στῆθος τοῦ Χριστοῦ, ἀνέλκυσε ἀπό ἐκεῖ τόν βυθό τῆς θεολογίας, ἐνῶ ὁ Θωμᾶς ἀξιώθηκε τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας ἀπό τήν ψηλάφηση, δηλαδή γνώρισε τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς μυσταγώγησε σέ αὐτό. Ἀκόμη, σέ ἄλλο τροπάριο γράφεται ὅτι ὁ Θωμᾶς τοποθετώντας τήν χεῖρα του στήν πύρινη πλευρά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν καταφλέχθηκε ἀπό τήν ψηλάφηση, ἀλλά μεταβλήθηκε ἡ δυσπιστία τῆς ψυχῆς του σέ εὐπιστία.

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ νά δῆ καί νά ψηλαφήση τίς πληγές στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀπιστία μέ τήν σημερινή ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά ἦταν ἐπιθυμία του νά περάση ἀπό τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς στήν πίστη ἐκ θεωρίας. Δέν ἤθελε μόνον νά ἀκούη ἀπό τούς Μαθητές ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀλλά ἤθελε νά Τόν δῆ καί νά διαπιστώση τήν Ἀνάσταση μέ τίς αἰσθήσεις του. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἐμπειρία, σχέση πνευματική, ψηλάφηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀφηρημένο σύστημα, ἀλλά ὁλόκληρη ζωή· ὁ Χριστός δέν εἶναι ἰδεατός, ἀλλά Θεάνθρωπος πού ἔχει ἀναστημένο Σῶμα, τό ὁποῖο λάμπει ἀπό τό Φῶς τῆς θεότητος καί ἔχουμε τήν δυνατότητα νά Τόν ψηλαφήσουμε. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού συνίσταται στά Μυστήρια, ἐκφράζεται ἀπό τά δόγματα καί τούς ἱερούς Κανόνες καί συγκροτεῖται σέ ἕνα συγκεκριμένο ἐκκλησιαστικό πολίτευμα. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐμπειρική, εἶναι «τό μυστήριο τῆς ἐπαφῆς». Κοινωνοῦμε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς δέ οἱ Κληρικοί ὅταν λειτουργοῦμε τό πιάνουμε στά χέρια μας, ἀσπαζόμαστε τόν Σταυρό, τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων, τίς ἱερές εἰκόνες. Καί ὅταν ὁ Χριστιανός προσεύχεται μέ δύναμη πνευματική, ἀγγίζει τήν αἰωνιότητα, συμμετέχει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ὁ Ἀναστάς Χριστός δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού ἔζησε κάποτε, ἀλλά εἶναι ὁ Θεάνθρωπος πού εἶναι πάντα μαζί μας. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα γεγονός τοῦ παρελθόντος, ἀλλά βιώνεται μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε κάποιοι ἄνθρωποι πού πιστεύουμε θεωρητικά στόν Θεό, ἀλλά εἴμαστε τά μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματός Του. Ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ νά Τόν ψηλαφήσουμε καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀνταποκρινόμαστε σέ αὐτήν τήν πρόσκληση. Αὐτό εἶναι «τό μυστήριο τῆς ἐπαφῆς», τό μυστήριο τῆς θείας ἐπικοινωνίας.
Εὔχομαι σέ ὅλους χρόνια πολλά καί ἀναφωνῶ: «Χριστός Ἀνέστη».

 

Ἐ­γκύ­κλιος Χριστουγέννων: Ἄς ἑορτάσουμε «τά τῆς ἰατρείας»

Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύ­κλιος Χριστούγεννα 2020 

 Ἱ­ε­ρό­θε­ος

ἐ­λέ­ῳ Θε­οῦ Ἐ­πί­σκο­πος καί Μη­τρο­πο­λί­της

τῆς Θε­ο­σώ­στου Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου

Πρός τούς Κλη­ρι­κούς, μοναχούς καί λα­ϊ­κούς

τῆς καθ᾿ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἡ σημερινή ἑορτή, πανή­γυ­ρη λαμπρά, ἀπό πλευρᾶς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως διασώζεται στίς ὁμιλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καί στούς ὕμνους τῶν ἁγίων ὑμνογράφων. Τί καί ἄν ὅλα τά ἐξωτερικά εἶναι θλιβερά; Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε «τά τῆς Θεοφανείας» καί τά τῆς δικῆς μας ἀνακλήσεως καί ἐπανόδου στόν Θεό. Ἐάν ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη τρέμη μπροστά στόν θάνατο ἀπό τήν πανδημία τοῦ ἰοῦ, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πανη­γυ­ρίζουμε βλέποντας τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λό­γου τοῦ Θεοῦ καί τίς συνέπειες πού ἔχει γιά τόν ἄνθρωπο.

Ἐπειδή ἡ σημερινή ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι διαποτισμένη ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία, γι’ αὐτό, συντονι­ζό­μενος μέ τήν ἱερά ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς, θά σᾶς προ­σφέρω ἕναν λόγο πνευματικῆς ἰάσεως ἀπό τόν μεγάλο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος σέ ὁμιλία του στά «Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος» παρουσιάζει ὅλο τό θεολογικό νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τόν λόγο αὐτόν θά ἀποσπάσω μερικά χωρία, τά ὁποῖα θά σᾶς τά παρουσιάσω ὡς ἕνα ἑόρτιο πανηγυρικό καί θεολογικό «γεῦμα», γιά νά ἀναθαρρήση ἡ ψυχή μας, ἀπό τίς θλίψεις ὅλων αὐτῶν τῶν ἡμερῶν.

Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἡ Εὔα στόν Παράδεισο «τῆς ἐντολῆς ἐπελάθετο τῆς δοθείσης καί ἡττή­θη τῆς μικρᾶς γεύσεως», δηλαδή ξέχασε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή φάγουν ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί νικήθηκε ἀπό τήν μικρή γεύση. Ἔτσι ἐξορίσθηκε ἀπό τόν Παράδεισο «καί τούς δερματίνους ἀμ­φιέννυται χιτῶνας», «ἴσως τήν παχυτέραν σάρκαν καί θνη­τήν καί ἀντίτυπον», δηλαδή ἐνδύθηκε τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού εἶναι ἡ πιό βαρειά σάρκα, ἡ φθαρτή καί ἀντί­θετη, καί ὁμολογεῖ: «φεῦ τῆς ἐμῆς ἀσθενείας». Ἀδυνάτησε, ἀσθένησε ἡ ἀνθρώπινη φύση καί μέσα σέ αὐ­τήν εἰσέρρευσε ὁ θάνατος ὡς μέγα θηρίον, γιά νά κατατρώγη τά πάντα.

Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά πολλά ἁμαρτή­ματα παιδεύτηκε μέ τόν νόμο, τούς Προφῆτες, τίς εὐεργεσίες, τίς ἀπειλές, τίς τιμωρίες, τίς πλημμύρες, τίς πυρκαϊές, τούς πολέμους, τίς νίκες, τίς ἧττες, τά σημεῖα ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τόν ἀέρα, τήν γῆ, τήν θάλασσα, μέ τίς ἀνέλπιστες μεταβολές ἀν­θρώπων, πόλεων καί λαῶν, τά ὁποῖα ἀποσκοποῦσαν στό νά ἐξαφανισθῆ ἡ κακία, τελικά «ἰσχυροτέρου δεῖται φαρμά­κου ἐπί δεινο­τέροις τοῖς ἀρρωστήμασιν», δηλαδή ὁ ἄνθρω­πος εἶχε ἀνάγκη ἀπό κάποιο ἰσχυρότατο φάρμακο γιά νά θεραπευθῆ. Καί ἕνα τέτοιο ἰσχυρότατο φάρμακο, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἦταν ἀπαραίτητο γιά τίς φοβερότερες ἀσθένειες, δηλαδή τίς ἀδελφοκτονίες, τίς μοι­χεῖες, τίς ἐπιορκίες, τίς ἀνώμαλες ἐπιθυμίες, καί τό χειρό­τερο καί μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά κακά, τήν εἰδωλολατρεία καί τήν μετατόπιση τῆς προσκυνήσεως ἀπό τόν Δημιουργό στά δημιουργήματα.

Αὐτό τό ἰσχυρότατο φάρμακο γιά τίς μεγάλες ἀσθέ­νειες εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ πρωταρχική μας εἰκόνα. Γι’ αὐτό ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός «ἐπί τήν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ», δηλαδή εἰσέρχεται στήν δική του εἰ­κόνα, τόν ἄνθρωπο, ἐνδύεται σάρκα πρός χάρη τῆς σαρκός καί μέ ψυχή πνευματική πρός χάρη τῆς ψυχῆς μας, καθαρίζοντας ἔτσι τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιό του, καί γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, ὅμοιος μέ ἐμᾶς, χωρίς τήν ἁμαρτία.

Ἔτσι, ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του γίνεται ἰατρός γιά τήν πεπτωκυῖα φύση μας, καί συγχρόνως γίνεται πνευματικό φάρμακο καί πνευματικό ἐμβόλιο. Προσέλαβε τήν φύση μας γιά νά τήν θεραπεύση, εἰσέρχεται μέσα μας γιά νά μᾶς ἀναπλάση, νά δώση ὑγεία στήν ἄρρωστη θνητή φύση μας, ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς.

Ὁ Χριστός, ὡς ἰατρός, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «συγκύπτει ἐπί τά πάθη, καί δυσωδίας ἀνέχεται, ἵνα δῷ τήν ὑγιείαν τοῖς κάμνουσι», δηλαδή σκύβει μέ κατανόηση ἐπάνω στίς πληγές μας καί ἀνέχεται τήν δυσωδία, γιά νά δώση τήν ὑγεία σέ ἐκείνους πού ἀσθενοῦν. Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιά νά πῆ ὅτι ὁ Χριστός σκύβει ἐπάνω στόν βόθρο γιά νά βγάλη τό ζῶο πού ἔχει πέσει μέσα σέ αὐτόν.

Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χρι­στου­γέννων. Ἑορτάζουμε τήν πνευματική μας ἀναγέν­νηση, τήν πνευματική μας ἀνάπλαση. Γι’ αὐτό συνιστᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ἑορτάσωμεν, μή πανηγυρι­κῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως· μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ Δεσπό­του! μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας· μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως». Δηλαδή νά ἑορτάσουμε ὄχι μέ δημόσιες πανηγύρεις, ἀλλά μέ τρόπο θεϊκό, ὄχι μέ τρόπο κοσμικό, ἀλλά μέ ὑπερκόσμιο, ὄχι τά δικά μας, ἀλλά τοῦ δικοῦ μας, τοῦ Δεσπότου μας, ὄχι τά σχετικά μέ τήν ἀσθένεια, ἀλλά τά σχετικά μέ τήν θεραπεία, ὄχι τά τῆς δημιουργίας μας, ἀλλά τά τῆς ἀναδημιουργίας μας.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὁ διάβολος στόν Παράδεισο πέταξε τόν δικό του δη­λη­τη­­ριώ­δη ἰό μέσα στήν ψυχή μας καί αὐτός ὁ ἰός ἀπό τότε κατατρώγει τήν ψυχή καί τό σῶμα μας. Ὅμως, δέν ὑπῆρχαν ἀποτε­λε­­σμα­τικά καί κατάλληλα πνευματικά φάρμακα καί πνευ­ματικά ἐμβόλια γιά νά ἀντιμετωπίσουν τό κατα­στρε­πτικό του ἔργο. Παντοῦ ἐπικρατοῦσαν οἱ συνέπειες τῆς ἀσθένειας αὐτῆς, πού εἶναι οἱ ἁμαρτίες, τά πάθη, ὁ θάνατος. Βασανι­ζόταν ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος.

Ὅταν ἔφθασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἦλθε ὁ πραγματικός Ἰατρός, ὁ Χριστός, πού εἶναι τό ἰσχυρότατο φάρμακο καί τό ἰσχυρό­τατο πνευματικό ἐμβόλιο, τό ὁποῖο λαμβάνουμε μέ τά Μυστήρια, ἰδιαιτέρως τό λαμβάνουμε κατά δόσεις μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Μεταλήψεως τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά νά νικήσουμε τόν θάνατο, τόν πνευ­ματικό καί σωματικό.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Πνευματικό Νοσοκομεῖο, ὅπου δρᾶ Αὐτός ὁ μεγάλος Ἰατρός, ὁ Χριστός, μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ πνευματικοί ἰατροί, τά πνευματικά φάρμακα καί τά πνευματικά ἐμβόλια γιά νά νικήσουμε τόν μεγα­λύτερο ἐχθρό μας πού εἶναι ὁ πνευματικός θάνατος. Εἶναι δέ πολύ ἐπικίνδυνο νά χωρίζη κανείς τήν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο καί ὡς κοινωνία θεώσεως, ἀπό τόν ἱερό θεσμό της. Ὅπως εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο νά χωρίζη κανείς ἕνα Νοσοκομεῖο, πού ἀσχολεῖται μέ τήν θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀπό τήν διοικητική του λει­τουρ­γία. Μπορεῖ σέ ἕνα Νοσοκομεῖο τά διοικητικά του ὄργανα νά κάνουν κάποιο λάθος, ἀκόμη καί κάποιος ἰατρός νά μή θεραπεύη σωστά, ἀλλά δέν καταργοῦμε τό Νοσοκομεῖο, οὔτε ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτό, οὔτε ἀναζητᾶμε θεραπεία ἐκτός τοῦ Νοσοκομείου.

Τήν περίοδο αὐτήν πού διερχόμαστε τούς περισ­σότερους ἀνθρώπους ἔχει καταλάβει θλίψη, ἀπελπι­σία, ἀπό­γνωση ἀπό τήν μεγάλη ὑγειονομική κρίση, καί ὅλοι ἀνα­μένουν κάποιο νέο φάρμακο καί κάποιο νέο ἐμβόλιο κατά τοῦ νέου ἰοῦ, καί εὐχόμαστε στόν Θεό καί γι’ αὐτό. Ἀλλά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει καί ἕνας χειρότερος ἰός, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία θεραπεύεται ἀπό τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἐνηνθρώπησε γιά νά γίνη γιά μᾶς φάρμακο καί ἐμβόλιο, τά ὁποῖα χορηγοῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά νικήσουμε καί ἐμεῖς ἐν Χριστῷ τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο.

Αὐτά ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες καί πρέπει νά πανηγυρίζουμε θεϊκῶς. Καί νά μή στενοχωρούμαστε γιά «τά τῆς ἀσθενείας», ἀλλά νά χαιρόμαστε γιά «τά τῆς ἰατρείας» ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τοῦ Ὁποίου τό ἄπειρο ἔλεος νά εἶναι μαζί σας.

Μέ πατρικές εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν ἐορτὴ τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου

'Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος ἀπέστειλε ἑορταστική ποιµαντορική ἐγκύκλιο γιά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού ἀναγνώσθηκε ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς σὲ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Μητροπόλεως. Παρά τό ὅτι ἔχει παρέλθει ἡ ἑορτή καὶ τά µεθέορτα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου δηµοσιεύουµε τήν Ἐγκύκλιο, γιατί ἡ τιµή τῆς Θεοτόκου δέν περιορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία µας µόνο στόν Δεκαπενταύγουστο, ἀλλά διαποτίζει ὅλο τό Ἐκκλησιαστικό ἔτος, ὅλο τό λειτουργικό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. 

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, 

Ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ύπεραγίας Θεοτόκου εἶναι µία µεγάλη θεοµητορική ἑορτή, ὁ δέ λαός µας τήν ἔχει χαρακτηρίσει ὡς τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Μέσα στό κέντρο τοῦ καλοκαιριοῦ, µέ τίς ζέστες καί πολλές φορές µέ τόν καύσωνα, ἡ ἑορτή αὐτή ἀποτελεῖ µιὰ πνευματική ἀναψυχή πού μᾶς παρηγορεῖ ὅλους. Λέγεται Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ γιατί, ἐπειδή ἡ Παναγία συνδέεται στενά µέ τόν Υἱό της και Θεό της, ἀφοῦ αὐτή ἔδωσε τήν σάρκα της στόν Λόγο τοῦ Θεοῦ γιά νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος, γι’ αὐτό καί ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό, κατά ἀναλογία, συνέβη καί µέ τήν Παναγία, τήν Μητέρα Του. Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦμε καί τήν δόξα τῆς Παναγίας πού εἶναι δόξα τοῦ Υἱοῦ της, ἐπειδή αὐτή ἔγινε Μητέρα Του. Ἡ ἴδια της ἔλαβε τήν Χάρη τοῦ Θεου, ἀνακαίνισε τόν ἑαυτό της, ἔδωσε τήν σάρκα της στόν Χριστό καί γι’ αὐτό ἔκανε τήν μεγαλύτερη Ἱεραποστολή στήν Οἰκουμένη. Καταλαβαίνουµε καλά ὅτι ἡ προσφορά στόν κόσµο, τούς ἀνθρώπους, τήν κοινωνία δέν εἶναι θέµα ἰδεολογίας, ἀλλά συνδέεται µέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ προσώπου. 

Ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως σέ µία ὁμιλία του λέγει ὅτι ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ οὐράνια σταγόνα ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν Παναγία, ἀνέδειξε τά µεγαλεῖα της σέ ἀχανές πέλαγος. Ἔτσι, τό πέλαγος των θαυµασίων τῆς Παναγίας ὀφείλεται στήν οὐράνια σταγόνα πού ἐδρόσισε ὁλόκληρο τόν κόσµο ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς, εὐρισκόµενοι µέσα στὸ πέλαγος τῶν θαυμασίων τῆς Παναγίας, δροσιζόµαστε, ξεκουραζόµαστε καί γενικά αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τονίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Γερμανός ὅτι πανηγυρίζοντας καί ψάλλοντας τά µεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου αἰσθανόμαστε ἀκόρεστη τήν πανδαισία τῆς πνευµατικῆς ἡδονῆς. 

Κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα ἑορτάζουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν νέκρωση τοῦ θανάτου. Ἀλλά καί κατά τήν σηµερινή ἑορτή πού εἶναι τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, ἑορτάζουμε τήν βίωση τῆς ἀναστάσεως, τήν νέκρωση τοῦ θανάτου στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας µας. Ἄλλωστε, ἡ Παναγία 
εἶναι ἡ πρώτη πού γεύθηκε τούς καρπούς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Μετά τόν Χριστό εἶναι τό μεγαλύτερο πρόσωπο µέσα στήν ἱστορία. Στὰ τροπάρια πού ψάλαμε σήµερα φαίνεται αὐτή ἡ µεγάλη δόξα τῆς Παναγίας µας. Σέ ἕνα τροπάριο ὁ ἱερός ὑμνογράφος λέγει: «Τῇ ἐνδόξῳ Κοιµήσει σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα, πᾶσα ἡ κτίσις, εὐφραίνεται ᾠδήν σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ Μητρί τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος». 

Σέ κάθε µία ἀπό τίς λέξεις τοῦ τροπαρίου φαίνεται ἡ δόξα τῆς Παναγίας καί ἡ Χαρά τῆς κτίσεως ὁλοκλήρου. 
Γίνεται λόγος γιά Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ὄχι γιά θάνατο, ἡ ἀνάσταση του Χριστοῦ κατήργησε τό κράτος τοῦ θανάτου καί ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν δυνατότητα τῆς ζωῆς. Τώρα ὁ θάνατος τῶν δικαίων εἶναι ἕνας ὕπνος. Ὅπως τό βράδυ κοιµόµαστε γιά νά ξεκουρασθοῦµε γιά λίγες ὥρες καί νά ξυπνήσουμε ξανά καί νά συνεχίσουμε τίς ἐργασίες µας, ἔτσι συµβαίνει καί µέ τόν θάνατο τῶν ἁγίων. Αὐτό πολύ περισσότερο γίνεται µέ τήν Παναγία. Γι’ αὐτό καί γίνεται λόγος γιά μετάσταση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀφοῦ, κατά τήν διδασκαλία πολλῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀναστήθηκε µετά τρεῖς ἡμέρες τό σῶμα τῆς Παναγίας, µέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καί µετέστη στόν οὐρανό. 

Ἡ Κοίµηση τῆς Θεοτόκου λέγεται καί εἶναι ἔνδοξη, γιατί τήν ὥρα ἐκείνη ἐμφανίστηκε ὁ Χριστός πού παρέλαβε τήν ψυχή της, ἦταν παρόντες οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, καί συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, µαζί µέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, τόν ἅγιο Τιμόθεο, τόν ἅγιο Ἱερόθεο καί τόν Ἅγιο Διονύσιο. Ὁλόκληρη ἡ οὐράνια καί ἐπίγεια ἱεραρχία ἦταν παροῦσα στήν κοίµηση τοῦ µεγαλυτέρου προσώπου τῆς Οἰκουμένης. Μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἀκόμη ἀγάλλονται, χαίρονται καί εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καί ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς κτίσεως, λογικές καί ἄλογες, ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη Κοίμηση τῆς Παναγίας µας. Νά λοιπόν, πού ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα σέ ἕναν ἄνθρωπο, αὐτό πού συνηθίσαµε νά ὀνομάζουμε θάνατο, εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως γιά ὁλόκληρη τήν κτίση. Ἕνα ἔνδοξο πρόσωπο συγκέντρωσε σάν μαγνήτης τήν προσοχή ὁλόκληρης τῆς φύσεως. 

Αἰῶνες τώρα τιμᾶται καί δοξάζεται τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας µας, αἰῶνες πανηγυρίζουµε µέ χαρά τήν Κοίµησή της. Αὐτή καθ’ αὐτή ἡ κοίµηση ἑνός ἀνθρώπου πού εἶναι γιά ὅλους ὑπόθεση λύπης καί στενοχώριας, στήν περίπτωση τῆς Παναγίας εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς. Ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη χαίρεται γιά τήν Κοίµηση τῆς Παναγίας, γιατί ἀκριβῶς στήν Κοίµησή της βλέπουµε καθαρά τήν ἀλλαγή πού ἔγινε στά πιό τραγικά γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνδέεται µέ τόν Χριστό πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή, ὅταν ζῆ µέσα στό ἀναστημένο σῶμα Του πού εἶναι ἡ Εκκλησία, τότε ἀλλάζει ἡ προοπτική τῆς ζωῆς του. Ὅλα ἀποκτοῦν καινούργιο νόηµα καί περιεχόµενο. Ὁ θάνατος μετατρέπεται σέ ἔνδοξη κοίµηση, ἡ βιολογική ζωή ἐμπνέεται ἀπό τήν αἰώνια ζωή, καί ὅλες οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς γίνονται αἰτία ἀνακαινίσεως καὶ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς ὑπάρξεως. Ὅλα μεταμορφώνονται καί ἀλλάζουν. Ἡ ζωή παύει νά εἶναι βασανιστική. Γεμίζει ἀπό τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρος ὁ ἀνθρώπινος βῖος γίνεται Πάσχα. 

Ἄς ζήσουμε αὐτό τό Πάσχα, ἀγαπητοί µου ἀδελφοί, στήν προσωπική μας ζωή, µέ τήν δύναμη τοῦ ἄρχοντος τῆς ζωῆς, τοῦ Χριστοῦ, καί τίς πρεσβεῖες τῆς Μητέρας τῆς ζωῆς, τῆς Παναγίας, µέσα στό ἀναστημένο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

ΙΕΡΟΘΕΟΣ 

Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν Κατήχηση

immab 250x250

Ἀγαπητοί µου ἀδελφοί,

Μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀρχίζει καί ἐφέτος ἡ Κατήχηση στούς µαθητές καί μαθήτριες, πού εἶναι σοβαρό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, µέ τό ὁποῖο οἱ νέοι ἄνθρωποι μυοῦνται στόν εὐλογημένο θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

Κανονικά, ἡ Κατήχηση προηγεῖται τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, διότι πρῶτα κανείς γνωρίζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὕστερα εἰσέρχεται σέ αὑτήν.

Ἐπειδή, ὅμως, µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου εἰσήχθηκε στήν Ἐκκλησία ὁ νηπιοβαπτισµός, δηλαδή βαπτίζεται ὁ ἄνθρωπος λίγο χρόνο µετά τήν γἐννησή του, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη νήπιο, γ’ αὐτό απὀ πολύ παλιά λειτούργησαν οἱ Κατηχητικές Σχολές καί γι’ αὐτούς πού προετοιµάζονταν νά βαπτισθοῦν, πού ἦταν σὲ ὥριμη ἡλικία, καὶ γιά τούς φωτισθέντες, δηλαδή γι’ αὐτούς πού εἶχαν βαπτισθῆ.

Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος δημιουργήθηκαν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τά Κατηχητικά Σχολεῖα, ἐπειδή οἱ νέες συνθῆκες ζωῆς ἐπέβαλαν τήν ἀνάγκη νά ἐνδιαφερθῆ ἡ Ἐκκλησία µας γιά τά παιδιά πού ἔχουν ἧδη βαπτισθῆ. Ἐπίσης, µέ τόν νηπιοβαπτισµό εἰσήχθηκε ὁ θεσμός τοῦ ἀναδόχου, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει νἁ κατηχήση τό παιδί πού βάπτισε. Ἀλλά λόγῳ τῆς ἐκκοσμίκευσης ὑποβαθμίσθηκε καί ὁ ρόλος τοῦ ἀναδόχου-νουνοῦ ἤ ἀναδόχου-νουνᾶς.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ Κατήχηση στά παιδιά εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἀναγκαία, καὶ πρέπει νά τεθῆ σὲ ὀρθόδοξα πλαίσια. Πεπειραµένοι, κατά βάση, Κατηχητές βοηθοῦν τά παιδιά νἁ γνωρίσουν ἀπό κοντά τήν Ἐκκλησία καί τήν ζωή της, νἁ ἀγαπήσουν τόν Χριστό πού ἔδειξε τήν µεγάλη ἀγάπη Του γιά μᾶς, θυσιαζὀµενος στὀν Σταυρό καί στήν συνέχεια ἀναστάς, νἁ μάθουν πῶς νἁ συμπεριφέρονται ὡς Χριστιανοί στἠν κοινωνία καί νά γίνουν καί χρηστοί πολίτες.

Πέρα ἀπό αὐτά, στἀ Κατηχητικά Σχολεῖα οἱ νέοι μαθαίνουν πῶς νά ἀντιμετωπίζουν τούς διαφόρους λογισμούς-σκέψεις, πῶς νά χειρίζονται τίς διάφορες προκλήσεις πού δέχονται ἤ θά δεχθοῦν στήν ζωή τους, πῶς νά καταρτίζουν τούς ἑαυτούς τους, ἀλλά καὶ πῶς νά γνωρίσουν τήν ἰδιαίτερη παράδοση τοῦ τόπου µας.

Τό κατηχητικὀ ἔργο εἶναι γεμάτο ὑγεία - ψυχική, πνευµατική - θά µποροῦσα νἁ προσθέσω καί ψυχολογική, Καὶ ἐπειδή ζοῦμε σέ µιά ἐποχή ἀνερµάτιστη πού οἱ ἄνθρωποι δέν μαθαίνουν πῶς νά αντιμετωπίζουν ὁριακές καταστάσεις τῆς ζωῆς τους, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιτυχίες καὶ ἀποτυχίες, οἱ άρνητικές καί θετικές προκλήσεις ἀπό τήν κοινωνία, τά σύγχρονα Φιλοσοφικά καί θρησκευτικά ρεύματα, ἀλλά καί τήν σύγχρονη τεχνολογική ἐξέλιξη, γι’ αὐτό ἡ συμμετοχή τῶν παιδιῶν στά Κατηχητικἁ Σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατά πάντα ὠφέλιμη.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο, ὡς Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως παρακαλῶ τούς γονεῖς, συγγενεῖς καὶ δασκάλους καθηγητές τῶν παιδιῶν νά τά προτρέψουν νὰ πλησιάσουν αὐτόν τόν χῶρο τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων πού λειτουργοῦν σέ κάθε Ἑνορία, ὥστε τά παιδιά τους µαζί μέ τήν σωματική καὶ διανοητική ἀνάπτυξη, νά ἀναπτυχθοῦν πνευματικά, κοινωνικά καί ἐκκλησιαστικά.

Στίς ἡμέρες µας περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ὅλοι µας καὶ οἱ νέοι μας, ἔχουμε ἀνάγη τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά διαθέτει καί µιά ἐκπληκτική ἱστορία καί πείρα, γιά νἁ μᾶς βοηθήση νά ἀγαπήσουμε πραγματικά τὀν Θεό καὶ τόν ἄνθρωπο καὶ νά γίνουμε τέλειοι κατἀ Χριστόν ἄνθρωποι.

Εὔχομαι καλή καί εὐλογημένη κατηχητική χρονιά.

Μέ πατρικὲς εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Ἐγκύκλιος γιὰ τὶς ἐκλογές

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 16

Πρός τούς Πανοσιολογιωτάτους Ιεροκήρυκας καί Αἰδεσιμωτάτους ᾿Εφημερίους τῆς καθ᾽ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

᾿Αγαπητοί Πατέρες καί ᾿Αδελφοί,

Ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους σας, σέ λίγες ἡμέρες θά γίνουν ἐθνικές ἐκλογές στήν Πατρίδα µας γιά τήν ἀνάδειξη τῆς Κυβέρνησης πού θά μᾶς κυβερνήση στήν ἐπομένη τετραετία, καὶ τῆς ἀντιπολίτευσης ποὺ θά ἀσκῆ τόν δηµοκρατικό ἔλεγχο, σύµφωνα µέ τό Σύνταγμα. Καί, βέβαια, μέ τίς ἐκλογές αὐτές θά ἀναδειχθοῦν καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Νομοῦ µας στήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων.

Ἤδη βρισκόμαστε σέ προεκλογική περίοδο καί γίνεται προσπάθεια ἀπό ὅλους γιά τήν ἐπιτυχία τῶν σκοπῶν τους. Βεβαίως, ἡ ἀτμόσφαιρα θά ἠλεκτρισθῆ ἀκόμα περισσότερο, καί εἶναι ἐπόμενο οἱ συζητήσεις γύρω ἀπό τό θέµα αὐτό νά ἐνταθοῦν.

Γνωρίζουμε καλά ὅτι ἡ ὅλη διαδικασία τῶν ἐκλογῶν βρίσκεται µέσα στά πλαίσια τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν καί κανείς δέν ἔχει τὸ δικαίωµα νά διατυπώση διαφορετική ἄποψη. Ὁ λαός ἔχει τήν ἀπόλυτη εὐθύνη γιά τήν ἐπιλογή καί πολλές φορές ἔχει ἁποδειχθῆ ὅτι εἶναι ἀρκετά ὥριμος κατά τήν διαδικασία ἐπιλογῆς, καὶ μάλιστα µέ τήν ψῆφο του στέλλει μηνύματα σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις.

Εἶναι ἐπόμενο ὅτι στίς ἐθνικές ἐκλογές συμμετέχουν Κόμματα τά ὁποῖα διεκδικοῦν τήν ἐξουσία. Ἡ ὕπαρξη τῶν Κομμάτων προβλέπεται ἀπό τό Σύνταγμα, καὶ κινοῦνται µέσα σέ συνταγματικά πλαίσια, ἔχοντας διαφορετικές ἰδεολογικές καὶ πολιτικές ἀρχές καί διατυπώνοντας διαφορετικά προγράµµατα. Βεβαίως, ἔχουν τήν εὐθύνη τους στό νά παρουσιάζουν αὐτές τίς ἀπόψεις, θέσεις καὶ σκοπούς µέ ὑπευθυνότητα, σοβαρότητα, χωρίς νά φανατίζουν καί νά διαιροῦν τόν λαό, µέ ἐπιχειρήματα καὶ ὄχι µέ νεφελώδη συνθήματα. Αλλά δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι πού θά καθορίσουμε τό πλαίσιο τοῦ προεκλογικοῦ τους ἀγώνα.

Γεγονός εἶναι ὅτι τά κόμματα ἔχουν τίς ἀντιπαραθέσεις τους, καί µέχρι ἐνός σηµείου αὐτό εἶναι ἐπιβελημένο, ἀλλά ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ρόλο ἑνοποιητικό. Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά συντηρῆ τήν διαίρεση, ἀλλά νά εἰσέρχεται στήν διηρηµένη Κοινωνία καί νά τήν ἑνοποιῆ, νά τήν ὁδηγῆ δηλαδή στήν ἑνότητα, τήν εἰρήνη καὶ τήν ἀγάπη.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ἐκκλησία δέν ἐννοοῦμε µόνο τούς Κληρικούς, ἀλλά τό σύνολο τῶν λαϊκῶν καί των Κληρικῶν, πού εἶναι βαπτισµένοι καί βεβαιόπιστοι, πού ζοῦν συνειδητά µέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία, ὄχι µόνο σήμερα, ἀλλά πάντοτε, πρέπει νά βοηθᾶ στήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνευση τῆς κοινωνίας.

Ὑπάρχει, ὅμως, θέµα γιά τήν στάση τῶν Κληρικῶν κατά τήν προεκλογικἠ περίοδο.  Νομίζω ὅτι τό θέµα αὐτό εἶναι ξεκαθαρισµένο, ὅταν δοῦμε τήν ὅλη θεολογική ἀτμόσφαιρα τῆς Ἑκκλησίας, τήν ἱστορία της, ἀλλά καί τό φιλανθρωπικό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ.

Ὁ Μητροπολίτης καί οἱ Κληρικοί τῆς κάθε Μητροπόλεως εἶναι πνευµατικοί Πατέρες ὅλων τῶν Χριστιανῶν, Μέσα ἀπό τό πρῖσμα αὐτό πρέπει νά κινοῦνται, νά συµπεριφέρονται καὶ νά ἐργάζονται. Ὁ πατέρας σέ µιά οἰκογένεια ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του, παρά τά λάθη τους καί τίς διαφορετικές ἐπιλογές, ἁκόμη δέ καὶ τίς πολιτικές θέσεις πού τυχόν ἔχουν. Ὁ ρόλος της πνευµατικῆς πατρότητος αἴρει τόν ἐγκλεισμό σέ κάθε σχετικότητά καὶ µερικοτήτα. Ἑπομένως, ὁ καλός Κληρικός κινεῖται πάνω ἀπό τίς διαιρέσεις τῆς κοινωνίας, ἐργάζεται πέρα ἀπό κάθε κομματικό σχηματισμό καὶ βεβαίως δέν διακρίνεται γιά τήν παραταξιακή συνείδηση.   Ἔτσι, διασώζεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. ᾽Αλλοίμονο ἄν χαθῇ αὑτό στίς ἡμέρες µας.

Ἀπό διάφορες ἔρευνες ἔχει διαπιστωθῆ ὅτι ὁ κόσμος ἐμπιστεύεται τήν Ἐκκλησία περισότερο ἀπό ἄλλους ὀργανισμούς παρά τὰ ὅποια λάθη της, ἀκριβῶς ἐπειδή ἐργάζεται µέ τό γενικό, οἰκουμενικό καί φιλάνθρωπο αὑτό πνεῦμα. Πράγματι, ὅπου ὑπάρχουν Κληρικοί, πού διακρίνονται ἀπό μιά τέτοια καθολική συνείδηση, ἀποσποῦν τήν ἀγάπη καί τήν προσοχή ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως ἰδεολογικῆς, κοµµατικῆς καί ἄλλης κοινωνικῆς προέλευσης.

Βεβαίως, ὁ Κληρικός ζῆ µέσα στήν κοινωνία, εἶναι ἕνα κοινωνικό, ἀλλά καὶ πολιτικό ὃν, μέ τήν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως, ἀφοῦ ζῆ σέ μιά πόλη, κοινωνία, καί συμμετέχει σέ ὅλες τίς δραστηριότητες τῆς κοινωνίας, τῆς πόλης, ἔχει ἀκόμη τήν δυνατότητα, ὡς ἐλεύθερος ἄνθρωπος, νά ἔχη τίς κομματικές του ἐπιλογές καὶ προτιμήσεις κατά τήν ἐξάσκηση τῶν ἀτομικῶν του δικαιωµάτων. Ὅμως, δέν ξεχνᾶ ποτέ ὅτι εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἱερεύς. Δηλαδή, στό πρόσωπό του συνδέονται δύο ἰδιότητες, ἡ µία τοῦ ἑλευθέρου πολίτου, πού ζῆ σὲ µιά δημοκρατική κοινωνία, καί ἡ ἄλλη τοῦ ἱερέως πού ἔχει ἕνα ἄλλο πολίτευμα καὶ εἶναι πατέρας ὅλων των Χριστιανῶν.

Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὁ Κληρικός, ὡς ἄνθρωπος, ἔχει τίς κομματικές του προτιμήσεις, ὅταν εὑρεθῆ ἑνώπιον τῆς κάλπης, ἀλλά ὡς ἱερεύς δέν ἔχει τό δικαίωµα νά ἀνήκη σέ µιά κομματική παράταξη καί ἔτσι νἁ τραυματίζη τήν ἑνότητα τῆς κοινωνίας καί τῆς Ἐκκλησίας. Γι αὐτό σᾱς προτρέπω πατρικἀ νά ἀπόσχετε ἀπό κάθε κομματική δραστηριότητα κατά τήν προεκλογική περίοδο, ἀλλά καί κατά ἤ µετά τίς ἐκλογές. Δέν πρέπει νά συμμετέχετε σέ κομματικές ἐκδηλώσεις, δέν πρέπει νά ἐκφράζετε δημοσίως τίς κομματικές σας προτιμήσεις, δέν πρέπει νά καταφέρεσθε κατά τοῦ ἀντιθέτου κόμματος, δέν πρέπει νά συμμετέχετε σέ διαπληκτισμούς καί σέ κομματικές συζητήσεις, καί γενικά δέν πρέπει νά προβαίνετε σέ καµµιά δηµόσια ἐνέργεια πού νά φανερώνη τήν κομματική σας προτίµηση. Ἐννοεῖται ὅτι δέν ἔχετε καί τό δικαίωµα νά καθοδηγῆτε καί κατευθύνετε τούς Χριστιανούς στό νά ψηφίσουν µιά κομματική παράταξη. Ὁ σκοπός τῆς δικῆς µας διαπαιδαγώγησης εἶναι νά καταρτίζουµε τούς Χριστιανούς στό νά ὠριμάζουν συναισθηµατικά, ψυχολογικά, πολιτικά καί ἐκκλησιαστικά, ὥστε οτήν συνέχεια νά εἶναι ἐλεύθεροι γά κάνουν τίς δικές τους ἐπιλογές.

Οἱ ἐκλογές πού περιμένουμε εἶναι εὐκαιρία νά δοκιμασθῆ ἡ ἐλευθερία καί ἡ ὑπευθυνότητα κάθε κομματικῆς παρατάξης, ἁλλά κυρίως νά βεβαιωθῆ ἡ σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα τῶν Κληρικῶν.

Σᾶς προτρέπω πατρικἀ, γιά ἄλλη µιά φορά, νά παραµείνετε ἔξω ἀπό τούς κομματικούς καί παραταξιακούς ἀγῶνες καί διαπληκτισμούς. Βέβαια, ἐννοεῖται ὅτι ὅποιος σᾶς καλέσει νά κάνετε ἁγιασμό, θά δεχθῆτε τήν πρόσκληση, χωρίς νά ἐξαιρέσετε κανένα, καί χωρίς νά ὁμιλήσετε καί ἐκφρασθῆτε δημοσίως γιά τήν συγκεκριµένη πολιτική παράταξη.

 

Εγκύκλιος γιά τίς τελευταίες Συνοδικές Αποφάσεις πού αφορούν τήν Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως

Ναύπακτος, 30 Οκτωβρίου 2012

Πρός τούς Κληρικούς τής Ιεράς Μητροπόλεως
Αγαπητοί Πατέρες,


Σάς ενημερώνω ότι πρόσφατα η Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος κατά τήν Συνεδρίαση τής 8ης Οκτωβρίου ε.έ. συνεζήτησε γιά μιά ακόμη φορά τό πρόβλημα πού έχει ανακύψει από πολλών χρόνων μέ τήν Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως τής Ιεράς Μητροπόλεώς μας, η οποία Μονή δέν υπακούει στίς Αποφάσεις Της, καί απεφάσισε:

  1. Νά καταργήση τήν αναστολή τού επιτιμίου τής ακοινωνησίας πού είχε χορηγηθή γιά λόγους επιεικείας σέ τρείς Ιερομονάχους τής Ιεράς Μονής, π. Ειρηναίο Κουτσογιάννη, π. Συμεών Τσιρώνη καί π. Ρωμανό Κατραούρα, προκειμένου νά επιλυθούν τά χρονίζοντα κανονικά, διοικητικά καί διαχειριστικά προβλήματα στήν Ιερά Μονή, οπότε όλη πλέον η Αδελφότητα τής Ιεράς Μονής θά τελή υπό τό πνευματικό επιτίμιο τής ακοινωνησίας, συμφώνως μέ τίς Συνοδικές Αποφάσεις τού Αυγούστου 2011, πού ισχύουν κατά πάντα.
  2. Νά παραγγείλη στόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου, νά διορίση Τριμελή Διοικητική καί Διαχειριστική Επιτροπή γιά νά διοική καί διαχειρίζεται τήν Ιερά Μονή, επειδή κανείς αδελφός τής Ιεράς Μονής δέν μπορεί νά συμμετάσχη στήν διοίκηση καί διαχείρισή της, λόγω τού επιτιμίου τής ακοινωνησίας.
  3. Νά διαγράψη από τό Μοναχολόγιο τής Ιεράς Μονής τόν Ιερομόναχο Ιγνάτιο Σταυρόπουλο καί τόν Ιεροδιάκονο Χρυσόστομο Τρομπούκη, γιά λόγους πνευματικούς, μέ τήν δυνατότητα απερχόμενοι από τήν Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως νά εγγραφούν σέ άλλη Ιερά Μονή τής Ιεράς Μητροπόλεως.

Ήδη οι αποφάσεις αυτές τής Ιεράς Συνόδου έχουν κοινοποιηθή στήν Ιερά Μονή.

Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα πολυχρονίου ανυπακοής τών αδελφών τής Ιεράς Μονής σέ πάνω από εξήντα (60) αποφάσεις τής Ιεράς Συνόδου καί αυτό δείχνει παντελή απουσία υπακοής στήν ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή, ήτοι τήν Ιερά Σύνοδο τής Εκκλησίας μας.  Η έννοια τής πνευματικής ποινής τής ακοινωνησίας, η οποία στηρίζεται στούς ιερούς Κανόνας τής Εκκλησίας, έχει προσδιορισθή από τήν Ιερά Σύνοδο τό έτος 2007, όταν επέβαλε τήν ποινή τής ακοινωνησίας στούς πρώτους τέσσερεις αδελφούς τής Μονής. Σύμφωνα μέ αυτήν τήν απόφαση δέν μπορούν νά τελούν τήν θεία Λειτουργία καί οποιαδήποτε ιεροπραξία καί τελετή καί δέν μπορούν νά μετέχουν στό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας.

Τό Συμβούλιο τής Επικρατείας, στό οποίο προσέφυγαν οι ίδιοι οι μοναχοί κατά τού επιτιμίου τής ακοινωνησίας, έχει αποφανθή ότι:
«Όπως έχει κριθεί, τό επιτίμιο τής ακοινωνησίας, πού επιβάλλεται από τήν Εκκλησία στούς λειτουργούς της, δέν προβλέπεται από πολιτειακό νόμο. Ανάγεται στήν εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας τής Ορθόδοξης Εκκλησίας μέ τούς λειτουργούς της, στή σχέση δέ αυτή οι τελευταίοι αυτοπροαιρέτως προσχωρούν διά τής ιερωσύνης. Τό επιτίμιο αυτό επιβάλλεται από τήν Εκκλησία ως πνευματικό οργανισμό καί προβλέπεται από ιερούς κανόνες πνευματικής φύσεως. [Κανών 5 Α' Οικουμενικής Συνόδου, Κανών 8 Δ' Οικουμενικής Συνόδου, Κανόνες 2 καί 17 Συνόδου Αντιοχείας, Κανόνες 29 (37) καί 79 (87) Συνόδου Καρθαγένης κ.ά.]. Η επιβολή δέ τού επιτιμίου τής ακοινωνησίας, ως πράξη πνευματικού περιεχομένου μή προβλεπομένη από πολιτειακό νόμο καί συνεπαγομένη τήν στέρηση τής μεταλήψεως τής θείας κοινωνίας, τήν αδυναμία μεταδόσεως τής θείας κοινωνίας στούς πιστούς, καθώς καί τήν απαγόρευση τελέσεως τής θείας λειτουργίας καί τών άλλων ιεροπραξιών, δέν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη... καί δέν υπόκειται στόν ακυρωτικό έλεγχο τού Συμβουλίου τής Επικρατείας» (Σ.τ.Ε. 685/2011).

Μάλιστα τό Σ.τ.Ε. στήν παρεμφερή απόφασή του στήν αίτηση τής Μονής γιά ακύρωση τής αποφάσεως τού Συνοδικού Δικαστηρίου περί εκπτώσεως τού πρώην Ηγουμένου εκ τής θέσεώς του, αποφαίνεται ότι η κανονική εκκλησιολογική σχέση τού πιστού-Κληρικού μέ τήν Εκκλησία του παύει νά υφίσταται εφ' όσον ισχύει τό επιτίμιο τής ακοινωνησίας, καί γι' αυτό δέν αναγνωρίζει στόν ακοινώνητο κάν τό έννομο συμφέρον:
«Η κτήση καί η διατήρηση τής θέσεως τού ηγουμένου, γιά τήν άσκηση τού διττού αυτού καθήκοντος, προϋποθέτει τήν εκκλησιολογική ικανότητά του νά ασκεί τά πνευματικά του καθήκοντα, η οποία όμως παύει νά υφίσταται σέ περίπτωση κατά τήν οποία αυτός καθίσταται ακοινώνητος λόγω επιβολής τού επιτιμίου τής ακοινωνησίας σέ βάρος του, πού έχει ως συνέπεια τήν αδυναμία του νά τελεί θεία λειτουργία καί κάθε άλλη ιεροπραξία καί νά μετέχει τού μυστηρίου τής θείας ευχαριστίας (πρβλ. ΣτΕ 2979/1996 Ολομ.). Εν προκειμένω, τό άμεσο καί προσωπικό έννομο συμφέρον τού πρώτου αιτούντος... δέν υφίσταται καί κατά τό χρόνο τής συζητήσεως τής υποθέσεως στό ακροατήριο τού Δικαστηρίου, κατά τόν οποίο ο ίδιος στερείται εκκλησιολογικής ικανότητας ασκήσεως πνευματικών καθηκόντων ηγουμένου Ιεράς Μονής λόγω διατηρήσεως, σύμφωνα μέ τά εκτεθέντα, τού επιτιμίου τής ακοινωνησίας...» (Σ.τ.Ε. 686/2011).

Κατόπιν όλων αυτών, θά πρέπει νά γνωρίζετε ότι η Τριμελής Διοικητική Επιτροπή πού θά διοική καί θά δαχειρίζεται τό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου τής Ιεράς Μονής ύστερα από σχετικό διορισμό, θά αποτελήται από τούς Κληρικούς τής Ιεράς Μητροπόλεώς μας Πρωτοπρ. π. Αθανάσιο Λαουρδέκη, Πρωτοπρ. π. Θεμιστοκλή Τσιτσιρίκη καί Πρεσβ. π. Ανδρέα Χασαπογιάννη, καί τό οποιοδήποτε έγγραφο πού προέρχεται από τήν παλαιά διοίκηση τής ως άνω Ιεράς Μονής ή τήν Αδελφότητά της είναι κανονικώς καί νομικώς άκυρο.

Επίσης, δέν θά έρχεσθε σέ εκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Ιερομονάχους καί μοναχούς τής Ιεράς αυτής Μονής είτε στήν Ιερά Μονή είτε στήν Ενορία σας, συγχρόνως δέ θά ενημερώσετε καί τούς Ενορίτες σας ότι οποιαδήποτε εκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ακοινωνήτους Κληρικούς καί μοναχούς τής Ιεράς Μονής θά έχη συνέπειες καί γι' αυτούς, κατά τό «ο κοινωνών ακοινωνήτω ακοινώνητος έσται».

Είναι λυπηρό πού τά πράγματα μέ τήν Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος έφθασαν στό σημείο αυτό, ύστερα από μακροχρόνια απείθεια τών αδελφών της καί πρός τήν Ιερά Μητρόπολη, αλλά καί πρός τήν Ιερά Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, όπως προαναφέρθηκε καί τό γνωρίζετε καλώς. Αλλά η ευθύνη βαρύνει εξ ολοκλήρου τούς εγκαταβιούντες καί μέχρι πρότινος υπευθύνους στήν Ιερά Μονή, διότι δόθηκαν πολλές ευκαιρίες γιά νά επανέλθουν στήν κανονική οδό καί τίς απέρριψαν.

Ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει στούς Χριστιανούς: «Πείθεσθε τοίς ηγουμένοις υμών καί υπείκετε αυτοί γάρ αγρυπνούσιν υπέρ τών ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες ίνα μετά χαράς τούτο ποιώσι καί μή στενάζοντες αλυσιτελές γάρ τούτο» (Εβρ. ιγ', 17). Στήν Εκκλησία όλα πρέπει νά γίνωνται «ευσχημόνως καί κατά τάξιν» (Α' Κορ. ιδ', 40), δέν ευνοοούνται αποσχιστικές καταστάσεις, αναρχικές ενέργειες, προτεσταντικές νοοτροπίες καί αδιαφανείς διαχειριστικές πράξεις.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Τάξις ούν τό πάν συνεστήσατο. Τάξις συνέχει καί τά επουράνια καί τά επίγεια τάξις εν νοητοίς, τάξις εν αισθητοίς... Τάξις τών όντων εστι μήτηρ καί ασφάλεια».

Μέ θερμές ευχές
Ο Μητροπολίτης
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἐγκύκλιος τοῦ Πάσχα - Τό σταυροαναστάσιμο Πάσχα

Ἡ πορεία μας μέσα από τό πέλαγος τής Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής μέ τίς ακολουθίες τής Εκκλησίας, τήν νηστεία καί τήν έντονη πνευματική ζωή, μέ τήν υπενθύμιση όλων τών πνευματικών νοημάτων κάθε Κυριακής, μάς οδήγησαν στήν Μεγάλη Εβδομάδα, όπου είδαμε τήν αγάπη τού Νυμφίου Χριστού καί φθάσαμε στήν μεγάλη εορτή τής Αναστάσεως τού Χριστού. Η Εκκλησία μας μέ αυτά τά γεγονότα χρωματίζει τήν ζωή μας καί τήν νοηματοδοτεί, κυρίως όμως μάς δίνει προοπτική καί μάς γεμίζει μέ τήν ζωή τού Χριστού. Καί αυτό γίνεται γιατί δέν είναι απλώς εξωτερικά γεγονότα, αλλά μυστηριακά καί μέσα από αυτά συναντώμαστε μέ τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς αγίους Του.

Αυτές τίς ημέρες κάνουμε λόγο γιά τό Πάσχα καί ψάλλουμε πολλά τροπάρια πού αναφέρουν αυτήν τήν γλυκειά καί ευλογημένη λέξη. Πάσχα στήν εβραϊκή γλώσσα σημαίνει διάβαση, καί δηλώνει τήν διάβαση τού Ισραηλιτικού λαού από τήν Αίγυπτο στήν Γή τής Επαγγελίας, διά τής διαβάσεως τής Ερυθράς Θαλάσσης. Η διάβαση τών Εβραίων διά τής Ερυθράς Θαλάσσης ήταν ένα μεγάλο καί θαυμαστό γεγονός. Ο Μωϋσής κτύπησε μέ τήν ράβδο του τήν Ερυθρά Θάλασσα, αυτή ανοίχτηκε στά δύο, σχηματίσθηκε ένα υδάτινο τείχος, ο αέρας ξήρανε τόν βυθό καί μέσα από εκεί πέρασε ένας ολόκληρος λαός. Στήν συνέχεια, μέ τήν επέμβαση τού Θεού διά τού Μωϋσέως έκλεισε η δίοδος αυτή καί καταποντίσθηκε ο αιγυπτιακός στρατός πού καταδίωκε τόν ισραηλιτικό λαό.

Αυτό τό γεγονός εόρταζαν οι Εβραίοι καί τό πανηγύριζαν λαμπρά κατά τήν διάρκεια τού δικού τους Πάσχα καί εξέφραζαν έτσι τήν ευγνωμοσύνη τους στόν Θεό γιά τήν σωτηρία τους. Σέ πολλά τροπάρια τής Εκκλησίας γίνεται λόγος γιά τό θέμα αυτό καί γιά τήν σημασία πού έχει γιά τήν χριστιανική περίοδο. Τώρα γιά μάς τούς Χριστιανούς τό Πάσχα είναι μιά άλλη διάβαση, είναι διάβαση από τήν ζωή τής αμαρτίας στήν ζωή τής αναγεννήσεως, διά τού μυστηρίου τού αγίου Βαπτίσματος, πού είναι η νέα θαυματουργική ερυθρά θάλασσα, ανώτερη από τήν πρώτη. Έτσι, μέ τήν εκκλησιαστική ζωή, τής οποίας αρχή είναι τό μυστήριο τού Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος, διαβαίνουμε καί εμείς από τόν θάνατο στήν ζωή, όπως ψάλλουμε: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, εκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί εκ γής πρός ουρανόν Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν επινίκιον άδοντας».

Όπως τό εβραϊκό Πάσχα έχει διπλή έννοια, ήτοι ελευθερία καί ζωή γιά τούς Εβραίους καί θάνατο γιά τούς Αιγυπτίους, έτσι καί τό Χριστιανικό Πάσχα είναι θάνατος τής αμαρτίας, τού θανάτου καί τού διαβόλου καί ζωή κατά Χριστόν, δηλαδή είναι ταυτόχρονα Σταυρός καί Ανάσταση. Η λέξη Πάσχα δέν έχει μόνον τό στοιχείο τής χαράς. Ο Απόστολος Παύλος τόνισε αυτήν τήν έννοια πρός τούς Κορινθίους: «καί γάρ τό πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (Α’ Κορ. ε’, 7), δηλαδή τό δικό μας Πάσχα, ο δικός μας πασχάλιος Αμνός είναι ο Χριστός πού θυσιάστηκε γιά μάς. Στό χωρίο αυτό συνδέεται η λέξη Πάσχα μέ τήν σταύρωση τού Χριστού καί, βεβαίως, χωρίς τόν Σταυρό δέν θά ακολουθούσε η Ανάσταση τού Χριστού. Έτσι, μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά σταυροαναστάσιμο Πάσχα. Η αληθινή χαρά έρχεται μέσα από τόν πόνο, τήν λύπη. Η χαρά πού δέν περνά από τόν σταυρό είναι απλώς ένα συναίσθημα καί η λύπη πού δέν οδηγεί στήν ανάσταση είναι απελπισία.

Μερικοί λένε ότι ο δυτικός Χριστιανισμός στηρίζεται περισσότερο στόν Σταυρό τού Χριστού, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία εμπνέεται από τήν Ανάσταση τού Χριστού, είναι η κατ’ εξοχήν Εκκλησία τής Αναστάσεως. Αυτό δέν αποδίδει τήν αλήθεια, γιατί δέν ξεχωρίζεται ο Σταυρός από τήν Ανάσταση τού Χριστού ούτε η Ανάσταση από τόν Σταυρό. Στήν θεολογία καί τήν ασκητική ζωή τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στήν Αγία Γραφή, τήν πατερική Παράδοση καί τήν υμνογραφία τής Εκκλησίας, είναι ενωμένα ο Σταυρός καί η Ανάσταση τού Χριστού. Στήν γνωστή προσευχή πού λέμε αυτήν τήν περίοδο καί αρχίζει μέ τά λόγια «Ανάστασιν Χριστού θεασαμένοι...», υπάρχει η φράση: «διά τού Σταυρού χαρά εν όλω τώ κόσμω».

Βέβαια, σταυρός είναι ο αγώνας πού γίνεται από μάς καί εμπνέεται από τήν Χάρη τού Θεού γιά νά σταυρώσουμε τόν παλαιό εαυτό μας, γιά νά μεταμορφώσουμε τά πάθη, γιά νά «νεκρώσουμε τά μέλη ημών τά επί τής γής» (Κολ. γ', 5), οπότε έρχεται η πνευματική αναγέννηση. Έτσι, η ορθόδοξη ζωή είναι σταυροαναστάσιμη.

Πάντως, τό ορθόδοξο βίωμα είναι σταυροαναστάσιμο καί γεμίζει ολόκληρη τήν εσωτερική μας ύπαρξη. Σταυρωνόμαστε μαζί μέ τόν Χριστό καί ανασταινόμαστε μαζί Του σέ μιά καινούρια ζωή. Αυτή είναι η πνευματική μας χαρά καί η αληθινή ευφροσύνη, τό πραγματικό Πάσχα. Δέν αναμένουμε μιά συναισθηματική χαρά πού προσφέρουν οι αισθήσεις καί η υλική ευμάρεια, αλλά προσδοκούμε εκείνη τήν χαρά τού Χριστού πού προέρχεται από τόν πόνο τής ασκήσεως. Τά εξωτερικά υλικά αγαθά, οι κοινωνικές επιτυχίες δέν παραμένουν γιά πολύ, αλλά εξαφανίζονται πολύ γρήγορα καί αφήνουν τόν άνθρωπο ανικανοποίητο.

Γι’ αυτό δέν πρέπει νά αφήνουμε κάποια εξωτερικά γεγονότα, κάποιες εξωτερικές καταστάσεις νά μάς απομακρύνουν από τήν χαρά πού δίνει ο Χριστός. Αντίθετα, πρέπει νά ξεπερνάμε όλες τίς δυσκολίες μέ τήν δύναμη τού Χριστού, νά περνάμε κάθε «ερυθρά θάλασσα» μέ τήν επέμβαση τού Χριστού. Στήν αρρώστια πρέπει νά δοξάζουμε τόν Θεό, στήν θλίψη νά Τόν ευγνωμονούμε, στίς δύσκολες κατάστασεις νά ελπίζουμε, στήν μοναξιά νά αγαπάμε. Τότε ο σταυρός μετατρέπεται σέ ανάσταση, η θλίψη σέ χαρά, ο τάφος γίνεται δοξασμένο καί πασχάλιο μνημείο. Έτσι, τό Πάσχα πού εορτάζουμε αυτές τίς ημέρες δηλώνει αφ’ ενός μέν τόν θρίαμβο τής ορθόδοξης ζωής καί πολιτείας, αφ’ ετέρου δέ τήν ήττα όλων τών αντιθέτων δυνάμεων καί καταστάσεων πού μάς στενοχωρούν καί μάς πιέζουν.

Μέ αυτές τίς σκέψεις εύχομαι σέ όλους σας καλό καί ευλογημένο σταυροαναστάσιμο Πάσχα.

Μέ θερμές αναστάσιμες ευχές

Ο Μητροπολιτης

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Εγκύκλιος Χριστουγέννων 2007

Αγαπητοί αδελφοί,

Κατά την θεία Λειτουργία της εορτής των Χριστουγέννων, και μάλιστα στο εισοδικό, δηλαδή στο τροπάριο που ψάλλεται κατά την Μικρά Είσοδο του Ιερέως με το Ευαγγέλιο, περιλαμβάνεται μια αγιογραφική φράση που αναφέρεται στον Χριστό: «συ ει ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».

Ο Μελχισεδέκ, που δηλώνει βασιλεύς Σαλήμ, ήταν ένας ιερεύς, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά, και όταν συνάντησε τον Αβραάμ «εξήνεγκεν άρτους και οίνον• ην δε ιερεύς του Θεού του υψίστου». Στην συνέχεια, ευλόγησε τον Αμβραάμ (Γεν. ιδ , 18-20).

Πρόκειται για ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στην Αγία Γραφή, παρουσιάζεται αποτόμως και χάνεται ξαφνικά, δεν αναφέρονται ούτε οι γονείς του, ούτε η γέννησή του, ούτε ο θανατός του, παρουσιάζεται χωρίς να έχη προκάτοχο και διάδοχο, και είναι βασιλεύς και ιερεύς που ορίσθηκε από τον Θεό και παραμένει στους αιώνες, αφού η ιερωσύνη του δεν προερχόταν από τον Ααρών. Συγχρόνως ο Μελχισεδέκ προσφέρει άρτον και οίνον και όχι άλλα θυσιαστικά δώρα, όπως προβλεπόταν στην Παλαιά Διαθήκη και επί πλέον ευλόγησε τον Αβραάμ, ως απεσταλμένος από τον Θεό. Η ύπαρξη του Μελχισεδέκ αναφέρεται και από τον Δαυΐδ στους ψαλμούς του (Ψαλμ. ρθ , 4).

Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του αναφέρεται σε αυτόν τον μυστηριώδη βασιλέα και ιερέα, που ερμηνεύεται βασιλεύς ειρήνης και δικαιοσύνης και είναι «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων, αφωμοιωμένος δε τω υιώ του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές» (Εβρ. ζ , 1 και εξ.) Ο Βασιλεύς αυτός, και ιερεύς, ο Μεχισεδέκ, που δεν προέρχεται από την ιερωσύνη του Ααρών, που μένει στον αιώνα και δεν έχει αρχή και τέλος, είναι τύπος του Χριστού. Με την εμφάνισή του στον Αβραάμ και με όλα εκείνα που έπραξε προτυπώθηκε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε η Καινή Διαθήκη ερμηνεύει τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, γιατί μέσα από την ενανθρώπηση του Χριστού κατανοούμε όλα εκείνα τα αινίγματα των Προφητών και τα δύσκολα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στην εμφάνιση του μυστηριώδους αυτού ανθρώπου στην Παλαιά Διαθήκη και τον συνδέει με τον Χριστό, αφού είναι τύπος του, και μάλιστα λέγει ότι αυτό αναφέρεται στις δύο γεννήσεις του Χριστού, θεία και ανθρωπίνη. Ο Χριστός είναι απάτωρ κατά την κάτω γέννηση, αφού γεννήθηκε από την Παναγία, χωρίς άνδρα, και αμήτωρ, κατά την άνω γέννηση, αφού γεννήθηκε από τον Πατέρα-Θεό χωρίς μητέρα. Αυτό που λέγεται ότι ο Χριστός είναι αγενεαλόγητος, αναφέρεται και στις δύο γεννήσεις, την γέννηση στον ουρανό και την γέννηση στην γη. Η πρώτη γέννηση είναι «φρικτή», και ασύλληπτη, αλλά και η κάτω γέννηση «μυστικωτάτη» και «ακατάληπτος». Και στην συνέχεια ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι γνωρίζει ότι ο Χριστός γεννήθηκε, κατά την θεία Του φύση, από τον Πατέρα, αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο, επίσης γνωρίζει ότι γεννήθηκε κατά την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνει τον τρόπο. Ομολογείται η γέννηση κάθε φύσεως, αλλά σιωπάται ο τρόπος της γεννήσεως. Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, τον τρόπο των γεννήσεων, αλλά δεν αμφιβάλλουμε για τις γεννήσεις.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέγει ότι με την γέννηση του Χριστού, κατά την ανθρώπινη φύση απομακρύνεται η σκια και έρχεται η αλήθεια, «ο Μελχισεδέκ συνάγεται• ο αμήτωρ, απάτωρ γίνεται• αμήτωρ το πρότερον, απάτωρ το δεύτερον». Και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι καθένας που νεκρώνει τα μέλη τα επί της γης και δεν έχει σχέση με την σαρκική ζωή, λόγω της θείας Χάριτος, και αυτός γίνεται απάτωρ, αμήτωρ και αγενεαλόγητος, σύμφωνα με τον μέγαν Μελχισεδέκ, και λόγω της συνάφειάς του με το Πνεύμα.

Έτσι, ο Χριστός είναι ο Ιερεύς-Αρχιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, αμήτωρ κατά την θεία Του γέννηση, απάτωρ κατά την ανθρωπίνη Του γέννηση και αγενεάλογητος. Επίσης, η Ιερωσύνη Του δεν συνδέεται με την Ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά Αυτός ο ίδιος είναι Ιερεύς, από Αυτόν αρχίζει η νέα Ιερωσύνη την οποία δίνει στην συνέχεια στους Μαθητές Του, Αυτός τελεί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όπου ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, Αυτός ευλογεί τον λαό Του, και παραμένει στον αιώνα Ιερεύς τελώντας το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και ευλογώντας τον λαό Του, που συνδέεται με Αυτόν.

Ο Χριστός μετέδωσε την Ιερωσύνη Του στους Αποστόλους και εκείνοι στους διαδόχους τους, τους λεγομένους Αποστολικούς Πατέρας, και στην συνέχεια, δια των αγίων Πατέρων η Ιερωσύνη του Χριστού έφθασε μέχρις ημών, όπως μεταδίδεται η φλόγα από μια λαμπάδα στην άλλη λαμπάδα. Αυτή η Ιερωσύνη, παρά την αναξιότητά μας, είναι μεγάλη δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, διότι δι’ αυτής τελούνται τα άγια Μυστήρια, εξαιρέτως δε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, μέσα στο οποίο ζούμε την Γέννηση, την Μεταμόρφωση, τα Πάθη, την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Χριστού, αλλά και το Μυστήριο της αγίας Πεντηκοστής, ανάλογα με την προετοιμασία μας και την πνευματική μας κατάσταση.

Αλλά και όλοι μας μπορούμε να έχουμε την πνευματική Ιερωσύνη όταν αγωνιζόμαστε να νικήσουμε τα πάθη, όταν προσευχόμαστε μέσα στο θυσιαστήριο της καρδιάς μας, όταν δοξάζουμε τον Θεό στην ζωή μας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά στον Χριστιανό όπου κι αν ευρίσκεται να προσεύχεται, γιατί έχει μαζί του το θυσιαστήριο, δηλαδή την καρδιά του, και το μαχαίρι και το ιερείο-θύμα, γιατί ο ίδιος είναι «και Ιερεύς, και θυσιαστήριον και ιερείον». Η πνευματική ιερωσύνη δεν είναι αντίθετη με την μυστηριακή ιερωσύνη, αλλά και οι δύο συνδέονται με τον Χριστό, συνδέονται μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται πνευματικά.

Ο Χριστός, του Οποίου την Γέννηση εορτάζουμε σήμερα είναι Ιερεύς εις τον αιώνα, γιατί Αυτός ενεργεί το μυστήριο της σωτηρίας μας, Αυτός μας αγιάζει, Αυτός μας τροφοδοτεί με το Σώμα Του, Αυτός μας δίνει τα πάντα, Αυτός τελεί τα άγια μυστήρια μέσα στην Εκκλησία Του, αλλά και Αυτός θα τροφοδοτή και θα δοξάζη τους αγίους στην Ουράνια Βασιλεία. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την θέωσε και την δόξασε αιωνίως. Θέλει και την δική μας θέωση και δόξα.

Κατά την ετήσια εορτή των Χριστουγέννων μας δίνεται η δυνατότητα να δοξάσουμε αυτήν την Αρχιερωσύνη του Χριστού, την πηγή όλων των πνευματικών χαρίτων, και να γευόμαστε τα δώρα και τα αγαθά της. Αυτή η Ιερωσύνη είναι η μεγάλη δωρεά του Χριστού στην ανθρωπότητα, γι’ αυτό πρέπει να συνδεόμαστε μαζί της. Συνεχώς να τον δοξάζουμε και να του λέμε «συ (Κύριε) ει ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».

Εύχομαι σε όλους σας ένα καλό και ευλογημένο Δωδεκαήμερο.

Με θερμές ευχές

Ο Μητροπολίτης

Ο Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

Ἐκκοσμικευμένα και Ἐκκλησιαστικά Χριστούγεννα

Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύ­κλιος Χριστουγέννων

 

Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Ἱ­ε­ροθέου

Εἶναι λαμπρά ἡ σημερινή ἑορτή. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοίμασε μέ ὅλη τήν ζωή της κατά τήν περίοδο τῶν σαράντα ἡμερῶν γιά νά ἑορτάσουμε τό γεγονός αὐτό μέ νηστεία, προσευχή καί μέ τήν θεολογία της. Ὅλα τά τροπάρια πού ψάλαμε ἀναφέρονται στήν ἑορτή καί αὐτά πού ψάλλουμε σήμερα παρουσιάζουν τήν θεολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

Παράλληλα, ὅμως, ὅλον αὐτόν τόν καιρό δεχόμασταν καται­γι­στικά μιά ἄλλη ἑρμηνεία τῆς ἑορτῆς τῶν Χρι­στου­γέννων, πού ἀπέχει πολύ ἀπό τό ἀληθινό θεολογικό νόημά της. Συμπλέκονταν τά δένδρα τῶν Χριστου­γέννων μέ τούς δυτικόφερτους «ἀϊβασίληδες», οἱ διακοπές μέ τούς κωμικούς τύπους τῆς παντομίμας ἤ τοῦ τσίρκου, τά ταξίδια μέ τίς διασκεδάσεις, δηλαδή συμπλέκονταν ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κοσμική νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων.

Καί διερωτᾶται κανείς: Τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά μέ τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Τί σχέση ἔχει ὁ Χριστός κάθε χριστια­νικῆς ἰδεολογίας μέ τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Τί σχέση ἔχει ὁ συναισθηματικός Χριστός τῶν ἐκκοσμικευμένων Χριστια­νῶν μέ τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας; Τί σχέση ἔχει ὁ Χριστός τῆς δεϊστικῆς νοοτροπίας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως τόν ὁμολογοῦν οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;

Δυστυχῶς, ἡ δυτική καί ἀνατολική παράδοση ἐπη­ρεάζουν σέ μερικά σημεῖα καί τήν δική μας Ὀρθόδοξη παράδοση. Καί παρατηρεῖται τό γεγονός ὅτι ἄλλο νόημα δίνουμε στόν Θεάνθρωπο Χριστό πού πανηγυρίζουμε μέσα στούς Ὀρθο­δό­ξους Ναούς καί ἄλλο νόημα δίνουμε στόν Χριστό τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων στά καταστήματα, τίς ἀγορές, τίς πλατεῖες, τά σπίτια μας. Ὁπότε, παρατηρεῖται μιά σύγχυση, πού συνιστᾶ μιά ἀλλοτριωμένη ζωή.

Δυστυχῶς, ὁ πλουραλισμός, ὁ συγκρητισμός, ἡ ἐκκο­σμίκευση, ἡ ἀλλοτρίωση, πού κυριαρχοῦν σέ ὅλη τήν σύγχρονη ζωή ἐπηρεάζουν καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστια­νούς.

Ὅλα ὅσα ἀνέφερα μέχρι τώρα δέν πρόκειται γιά κά­ποιες μελαγχολικές σκέψεις, ἀλλά γιά μιά καταγραφή τῆς πραγ­μα­τικότητας πού ζοῦμε ὅλοι μας στήν καθημερινή ζωή.

Ὅμως, ὁ Χριστός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ Χρι­στός τῆς Ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας, ὁ Χριστός τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν θέωσε ἀμέσως μετά τήν πρόσ­ληψή της, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», γιά νά δώση στόν ἄνθρωπο τό ἀληθινό φάρμακο τῆς ἀθανασίας, τό ἀντίδοτον «τοῦ μή ἀποθανεῖν», γιά νά νικήση τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο καί νά θεώση τόν ἄνθρωπο.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζουμε τά Χριστού­γεν­να μέ ἄλλη προοπτική, ἐντάσσουμε τήν ἑορτή μέσα στήν κατάβαση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στήν προοπτική τῆς ἐναν­θρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λό­γου τοῦ Θεοῦ καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώ­που. Καί αὐτό εἶναι μιά ἀντίδραση στό πνεῦμα τῆς ἐκκο­σμικεύσεως τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων πού δυστυχῶς ἐπικρατεῖ σήμερα στόν Χριστιανικό κόσμο.

Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυῶνος, τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ., σέ ἕνα χωρίο του δίνει τό νόημα τοῦ μυστηρίου τῆς θεώσεως τοῦ ἀν­θρώπου. Γράφει: «Δόξα Θεοῦ ζῶν ἄνθρω­πος, ζωή δέ ἀνθρώπου ὅρασις Θεοῦ». Δηλαδή, ἡ δόξα, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ φαίνεται στόν ζωντανό κατά Θεόν ἄνθρωπο, καί ἡ πραγματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ὡς ὅραση Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἅγιοι ἔχουν μιά ζωή πού συνίσταται ἀπό τήν ὅραση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί αὐτοί εἶναι οἱ φυσικοί ἄνθρωποι.

Αὐτή ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας γιά τά Χριστούγεννα, εἶναι μιά διαφο­ρετική γλώσσα ἀπό αὐτήν πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἀλλοτριωμένη γλώσσα τῆς δυτικῆς νοοτροπίας καί τῆς ἐμπορευματικῆς ἐκμετάλ­λευσης. Ἀλλά εἶναι ἡ πραγματική γλώσσα πού ἀναπαύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θά ἐξακολουθοῦμε νά θεολο­γοῦμε γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, σύμφωνα μέ τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, χρησιμοποιώντας τήν μητρική θεολο­γική μας γλώσσα πού ἀνταποκρίνεται στό μυστήριο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, γιατί κάθε ψεύτικο εἶναι ἀνυπόφορο, ἐνῶ κάθε ἀληθινό εἶναι αἰώνιο.

Εὔχομαι ἔτη πολλά μέσα στόν θεολογικό πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κύριο ἄρθρο: Ὑποδοχὴ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου στὴν Ναύπακτο

Agios Polykarpos a

 Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς

Τ έ κ ν α   ἐ ν  Κ υ ρ ί ῳ   ἀ γ α π η τ ά,

Σήμερα ἑορτάζουμε τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποία τό Ἅγιον Πνεῦμα κατῆλθε στούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς κατέστησε ἔνδοξα μέλη τοῦ Σώματός Του, καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι ὄντως μεγάλη αὐτή ἡ ἡμέρα, κατά τήν ὁποία ἑορτάζουμε τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Ὁ Τριαδικός Θεός, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν μία οὐσία μία ἐνέργεια, μία φύση, ἀλλά εἶναι Τρία Πρόσωπα. Στήν θεία Λειτουργία ψάλλουμε ὅτι προσκυνοῦμε «Πατέρα Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον».

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εὐλογοῦσαν τούς Χριστιανούς, τούς βάπτιζαν, μετέδιδαν σέ αὐτούς τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ πρός ἁγιασμό τους. Ἐπειδή, ὅμως, πληθύνονταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν ἄλλους Ἐπισκόπους, πού εἶναι οἱ διάδοχοί τους, ὥστε νά εὐλογοῦνται καί νά ἁγιάζονται οἱ Χριστιανοί.

Οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων λέγονται Ἀποστολικοί Πατέρες. Αὐτοί ἔλαβαν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἁγιάζουν τούς Χριστιανούς, καί αὐτοί μετέδωσαν τήν Ἀρχιερωσύνη στούς διαδόχους τους, ὥστε νά στηρίζεται καί νά αὐξάνεται τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό λέγεται ἀποστολική διαδοχή πού στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀδιάκοπη.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἀποστολική διαδοχή ἐννοοῦμε ἀφ’ ἑνός μέν τήν ὅλη ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἀδιάκοπη σειρά χειροτονιῶν μέχρι σήμερα. Αὐτά τά δύο γνωρίσματα ἰσχύουν γιά τούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους στήν ἐποχή μας. Φυσικά, ὅταν ἀμφισβητοῦνται αὐτά τά ὀρθόδοξα κριτήρια τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί διαδοχῆς, δέν ὑπάρχει μετάδοση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

Μεταξύ τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν διαδόχων τῶν Μαθητῶν καί Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ συγκαταλέγεται καί ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Ἐπίσκοπος Σμύρνης, ὁ ὁποῖος μαθήτευσε στούς Ἀποστόλους, εἰδικότερα στόν Ἀπόστολο καί Εὐαγγελιστή Ἰωάννη καί ἐγκαταστάθηκε Ἐπίσκοπος στήν Σμύρνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ πλούσια προσφορά στήν πρώτη Ἐκκλησία. Καί ὀνομάστηκε ὡς διδάσκαλος ὅλης τῆς Ἀσίας καί πατήρ τῶν Χριστιανῶν. Διασώζονται Ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου καί τό μαρτυρολόγιο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, στό ὁποῖο καταγράφεται τό μαρτύριό του καί ἡ δράση του ὡς Ἐπισκόπου.

Στήν Ἐπαρχία μας καί μάλιστα στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἀμπελακιώτισσας εἴχαμε τήν εὐλογία νά ἔχουμε τό δεξί χέρι τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου μέ τό ὁποῖο τελοῦσε τά ἅγια Μυστήρια, βάπτιζε, χειροτονοῦσε, τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τελοῦσε τά ἱερά Μυστήρια.

Ὅπως γνωρίζετε ἀνέκαθεν ὑπῆρχε ἔθιμο ἱερό καί εὐλογημένο νά μεταφέρουμε στήν Ναύπακτο τό ἱερό λείψανο τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, Ἐπισκόπου Σμύρνης. Αὐτό ἦταν ὑπόθεση χαρᾶς καί εὐλογίας γιά ὅλη τήν περιφέρεια τῆς Ναυπάκτου. Μάλιστα, οἱ παλαιότεροι διηγοῦντο πολλά περιστατικά ἰάσεων, θεραπειῶν καί ἐπεμβάσεων τῆς θείας Χάριτος διά τῆς ἁγίας χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.

Τά ἱερά λείψανα τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί γίνονται σεβαστά ἀπό τούς εὐλαβεῖς Χριαστιανούς, γιατί τά σώματα τῶν ἁγίων γίνονται ναοί τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἔμψυχα θυσιαστήρια τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς θείας Χάριτος πού κατοικεῖ σέ αὐτά. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ θαυματουργική ἐνέργειά τους. Δι’ αὐτῶν ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζῶν, ἀλλά καί Θεός ζώντων. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τό λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.

Ὅμως, ἀπό τό ἔτος 2013 (Τετάρτη 13 Μαρτίου) πού ἐκλάπη ἀπό τήν Ἱερά Μονή τό εὐλογημένο λείψανο τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου περιπέσαμε σέ μεγάλη λύπη καί στερηθήκαμε αὐτῆς τῆς εὐλογίας. Κινήθηκαν ὅλες οἱ διαδικασίες γιά νά εὑρεθοῦν αὐτοί πού ἐσύλησαν τό ἱερό λείψανο, καί νά ἐπανέλθη στόν τόπο τῆς κατοικήσεώς του. Ὕστερα ἀπό πολλές ἐνέργειες ἀνακαλύφθηκε μέν ποιοί τό ἔκλεψαν, ἀλλά δυστυχῶς ἀνεχώρησαν ἀπό τήν πατρίδα μας καί δέν συνελήφθησαν γιά νά ἐπιστρέψουν τόν μεγάλο αὐτόν θησαυρό, τόν ὁποῖον σεβάστηκαν αἰῶνες, ἀκόμη καί οἱ κατά καιρούς κατακτητές.

Οἱ προσευχές μας ἦταν θερμές πρός τόν Θεό γιά νά ἐπανέλθη τό ἱερό λείψανο στήν Ἱερά Μονή Ἀμπελακιωτίσσης, κάναμε δεήσεις καί ἰκεσίες στόν Θεό καί τόν Ἅγιό μας, συνετέθη καί ἀπολυτίκιο τό ὁποῖο ψαλλόταν σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς, ἀπό τήν θλιβερά ἐκείνη ἡμέρα τῆς συλήσεώς του καί μέχρι σήμερα ψάλεται, καί ἀναμένουμε νά ἐπανέλθη τό ἱερό θησαύρισμα αὐτό.

Ὅμως, ὁ Θεός μᾶς λυπήθηκε καί μᾶς ἔστειλε ἕνα ἀπότμημα τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ἀπό τίς κατά καιρούς ἀποσπάσεις τῶν τμημάτων τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, καί μέ ἰδιαίτερη χαρά ὅλης τῆς Ἐπαρχίας, καί ἰδιαίτερη ἀκολουθία ἐπανῆλθε στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης τήν Κυριακή 14 Ἰουλίου 2019.

Στήν συνέχεια, ὅμως, ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ δέν ἐπέτρεψε νά ἱκανοποιῆται πανδήμως ἡ μεταφορά τοῦ ἀποτμήματος τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου στήν Ναύπακτο. Γράφω πανδήμως, γιατί μενονωμένως μεταφερόταν κατά καιρούς τό ἅγιο λείψανο στήν Ἐπαρχία μας.

Ἐπειδή ἐπανῆλθε ἡ κανονικότητα στήν κοινωνική καί ἐκκλησιαστική ζωή, γι’ αὐτό καθορίσαμε ἐφέτος νά ἔλθη τό ἀπότμημα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου στήν Ναύπακτο μέ πάνδημη ὑποδοχή πρός εὐλογία ὅλων μας.

Αὐτό θά γίνη τό Σάββατο καί τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἤτοι τήν 11η Ἰουνίου ἐ.ἔ. Θά ὑποδεχθοῦμε τό ἱερό λείψανο τό Σάββατο 10 Ἰουνίου, ὥρα 18:30 στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, θά τελεσθῆ Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός, καί τήν ἑπομένη ἡμέρα, τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, θά γίνη τρισαρχιερατική θεία Λειτουργία γιά νά ὑμνήσουμε τόν Τριαδικό Θεό καί νά τιμήσουμε τόν Ἅγιό μας.

Τό πρόγραμμα ἔχει ἀναρτηθῆ στούς Ἱερούς Ναούς καί στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ὅσο καί στά τοπικά Μέσα Ἐνημερώσεως.

Παρακαλῶ ὅλοι νά προσέλθετε καί νά λάβετε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ διά πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου Ἐπισκόπου Σμύρνης, τοῦ Προστάτου ὅλης τῆς Ἐπαρχίας μας.

Εὔχομαι ἡ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, νά σᾶς φωτίζη εὐλογῆ καί ἁγιάζη. Ἔτη πολλά καί ἁγιασμένα.

 

Μέ πατρικές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: «Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν...»

Ἀ γ α π η τ ά   μ ο υ   τ έ κ ν α   ἐ ν   Κ υ ρ ί ῳ,

Στήν ἀρχή τῆς χρονιᾶς κάνουμε διάφορες σκέψεις γιά τόν χρόνο πού πέρασε καί γιά τόν χρόνο πού ἔρχεται. Οἱ σκέψεις εἶναι φιλοσοφικές, κοινωνικές, ἠθικές, οἰκονομικές καί γενικά σκέψεις γύρω ἀπό θέματα πού ἀπασχολοῦν κάθε ἄνθρωπο. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι τόσο τό παρελθόν ὅσο καί τό μέλλον ρίπτουν πολύ βάρος στό παρόν.

Αὐτήν τήν ἡμέρα εἶναι ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή: «Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. ε΄, 15-16). Ὁ ἴδιος λόγος ἐπαναλαμβάνεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή: «Ἐν σοφίᾳ περιπατεῖτε πρός τούς ἔξω, τόν καιρόν ἐξαγοραζόμενοι» (Κολ. δ΄, 5).

Ἡ λέξη καιρός χρησιμοποιεῖται πολλές φορές στήν Ἁγία Γραφή καί ἔχει πολλές σημασίες, ἰδιαιτέρως ἐπισημαίνεται ὁ χρόνος, καί δηλώνει τόν κατάλληλο χρόνο, ἀλλά καί τήν κατάλληλη περίσταση καί εὐκαιρία. Στήν προκειμένη περίπτωση μέ τήν λέξη καιρός ἐννοεῖται ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας.

Τό ρῆμα πού προσδιορίζει τόν καιρό-χρόνο στά χωρία πού ἀναφέρθηκαν εἶναι τό ἐξαγοράζω, καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά ἐξαγοράζουν τόν χρόνο τῆς ζωῆς τους. Μέ τό ρῆμα αὐτό συνιστᾶται νά ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας. Αὐτό γράφεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί σέ ἄλλη ἐπιστολή: «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. στ΄, 2). Ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας. Καί αὐτό πρέπει νά γίνεται, γιατί καί πάλι κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ὁ καιρός συνεσταλμένος ἐστιν» (Α΄ Κορ. ζ΄, 29), δηλαδή ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πολύ λίγος. Αὐτό τό γνωρίζουμε ἀπό τήν πείρα μας, γιατί ὅλοι ἀποροῦμε γιά τό πόσο γρήγορα περνᾶ ὁ χρόνος, ὅτι τελικά ἡ ζωή εἶναι μικρή καί δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε ὅλους τούς στόχους μας.

Ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά ἐξαγοράζουμε τόν χρόνο αἰτιολογεῖται ἀπό τό ὅτι «αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσίν». Βέβαια, οἱ ἡμέρες αὐτές καθ’ ἑαυτές δέν εἶναι καλές ἤ κακές, ἀγαθές ἤ πονηρές, οὔτε τά πράγματα εἶναι αὐτά καθ’ ἑαυτά ἀγαθά ἤ πονηρά, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τά καθιστᾶ ἀγαθά ἤ πονηρά. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος μέ τούς λογισμούς του, τίς ἐπιθυμίες του, τίς πράξεις του καθιστᾶ τίς ἡμέρες ἀγαθές ἤ πονηρές.

Βρισκόμαστε σέ καιρούς, σέ χρόνους, στούς ὁποίους οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές. Ἀκούγονται πολλά γιά τήν κατάσταση στήν Χώρα μας, γίνονται ἀναλύσεις πού φανερώνουν ὅτι τά οἰκονομικά, κοινωνικά καί ἐθνικά προβλήματα εἶναι αὐξημένα καί πρόκειται νά ἐπιδεινωθοῦν. Δέν ἀναφέρομαι μόνον στά οἰκονομικά προβλήματα, ἀλλά καί στά πολιτιστικά, τά ἐκκλησιαστικά, τά ἐθνικά. Μερικοί ἀπό αὐτούς πού διευθύνουν τά πράγματα τῆς Πατρίδας μας ἐνεργοῦν μέ ἐπιπολαιότητα καί ἀλλοιώνουν τόν πολιτισμό μας, τήν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας, ὑπονομεύουν θεσμούς καταξιωμένους μέσα στήν ἱστορία, ὅπως ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια, καί γενικά δημιουργοῦν προβλήματα στό ἴδιο τό Γένος μας.

Γιά ὅλα αὐτά, καί γιά τήν σωτηρία μας πρέπει νά ἐξαγοράζουμε τόν καιρό, πού σημαίνει νά εἴμαστε δημιουργικοί στήν θέση πού κατέχουμε, νά προσευχόμαστε στόν Θεό –γιατί τά περισσότερα ἀπό τά προβλήματα δέν λύνονται μέ ἀνθρώπινα μέσα– νά ἐλπίζουμε γιά τήν διόρθωση τῶν πραγμάτων, νά μετανοοῦμε γιά ὅσα διαπράξαμε στό παρελθόν καί νά λαμβάνουμε ἀποφάσεις γιά τήν ἀξιοποίηση τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος.

Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί πολλοί ἀπό τούς συνανθρώπους μας ἐνεργοῦν ὡς «ἄσοφοι», εἶναι ἀπερίσκεπτοι, ἀνόητοι, «παίζουν ἐν οὐ παικτοῖς», πειραματίζονται γιά ἀξίες πού δοκιμάσθηκαν αἰῶνες, πράγμα πού φαίνεται κυρίως σέ θεολογικά θέματα πού μᾶς ἀποκαλύφθηκαν ἀπό τόν Θεό, παραβαίνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πολλά ἄλλα. Γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποκτήσουμε πνευματική σοφία καί νά μή συμπεριφερόμαστε «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί».

Μέ τήν προτροπή νά ἐξαγοράζουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας, νά τόν ἀξιοποιοῦμε μέ τόν καταλληλότερο τρόπο γιά ὅλα τά θέματα, κυρίως γιά τά πνευματικά ζητήματα, νά μετανοοῦμε, σᾶς εὔχομαι ὁ νέος χρόνος νά εἶναι εὐλογημένος.

Μέ θερμές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ


+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς

 

Κύριο ἄρθρο: Ἀναβαθμοί

Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,

Μέ τήν παροῦσα ποιμαντορική Ἐγκύκλιο θά ἤθελα νά σᾶς ἐνημερώσω ἐπισήμως ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε τόν Πρωτο­σύγ­κελλο τῆς Ἱερᾶς Μητρο­πόλεως Ἀρχιμ. Καλλίνικο Γεωργᾶτο σέ Μητροπολίτη Κα­στορίας, μέ τίς ψήφους τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας καί χειροτονή­θηκε σέ Μητροπολίτη ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθη­νῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τούς Μητροπο­λίτας, τόσο ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ὅσο καί ἀπό τήν Ἱεραρ­χία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Δοξάζω τόν Θεό γι’ αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά πού μοῦ ἐπιφύλαξε. Τήν προηγούμενη χρονιά ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ Καλλινίκου Ἐπισκόπου Ἐδέσσης, πνευματικοῦ μου πατρός καί ἐφέτος ἀνεδείχθη Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης ὁ Πρωτοσύγκελλός μας, πού τὀν γνώριζε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία καί φέρει τό ὄνομά του.

Ἡ ἀνά­δειξη ἑνός Ἐπι­σκόπου καί Μητροπολίτου εἶναι μεγάλη δωρεά γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Θεός ἔδωκε στήν Ἐκκλησία «πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 28). Αὐτό στήν πραγματικότητα εἶναι τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἑνώνονται ἁρ­μο­νικά τά μυστήρια μέ τά χαρίσματα καί αὐτό γίνεται πρός δόξαν Θεοῦ.

Ὁ νέος Μητροπολίτης Καστορίας, ἐνῶ κατάγεται ἀπό τήν Ἔδεσσα, εἶναι πνευματικός καρπός τῆς Ἱερᾶς Μητρο­πόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, γιατί ἐδῶ γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε ἐκκλη­σιαστικά, δηλαδή ἐδῶ ὑπηρέτησε ὡς Διάκονος, Ἱερεύς, Ἱεροκήρυκας καί Πρωτοσύγ­κελλος. Μέσα στά πλαίσια τῶν καθη­κόντων του περιερχόταν ὅλες τίς Ἐνορίες καί τά Μονα­στήρια, ἀσχολήθηκε μέ τήν κατήχηση τῶν νέων, μέ τίς Κατασκη­νώσεις, μέ τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί ἔκανε μέ ἀπόλυτη ὑπακοή ὅ,τι τοῦ ἀνέθετα γιά τήν καλή λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Τόν γνωρίσατε καί ἐσεῖς ἀπό κοντά καί εἴδατε τά χαρίσματά του τά ὁποῖα διέθεσε στήν Ἐκκλησία, τό φιλακόλουθο, τόν ζῆλο γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀγόνων Ἐνοριῶν καί ὅλων τῶν Ἱερέων, τήν οὐσιαστική του ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία.

Ὡς Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως βεβαιῶ γιά τήν ἀγάπη του στόν Θεό, τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους, καί γιά τήν θυσιαστική του προσφορά. Αὐτό μέ ἔκανε νά τόν προτείνω στόν Μακα­ριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἀνάδειξή του σέ Μητροπολίτη. Καί πράγματι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τήν συντριπτική πλειοψηφία της τόν ἀνέδειξε Μητροπολίτη Καστορίας. Δοξάζω τόν Θεό γιά ὅλα αὐτά. Σέ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση.

Σέ μᾶς τώρα ἀπομένει νά προσευχόμαστε, ὥστε ὁ Θεός νά τόν ἐνδυναμώνη στήν νέα θέση πού τόν ἀνέδειξε, ὅπου θά ἐκδιπλώση ὅλα τά χαρίσματά του, γιά νά ποιμάνη τούς Κληρικούς καί λαϊ­κούς πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός διά τῆς Ἐκκλησίας Του μέ ὀρθόδοξη πίστη, ἐκκλησιαστικό φρόνημα, θυσιαστική ἀγάπη, ταπείνωση, καί πρό παντός διάκριση, πού εἶναι ἡ μεγα­λύτερη τῶν ἀρετῶν.

Ὅμως, γιά τήν Ἱερά Μητρόπολή μας καί εἰδικότερα γιά μέ­να ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ π. Καλλινίκου θά εἶναι στέρηση ἑνός ἱκανοῦ, χαρι­σματούχου Κληρικοῦ. Παρά ταῦτα ἡ πορεία μας συνεχίζεται, τά προβλήματα ἀναμένουν λύσεις, οἱ Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί θέλουν καθοδήγηση στά προβλήματα πού ἀναφύονται, καί γι’ αὐτό ὁ κάθε Μητροπολίτης χρειά­ζεται συνεργούς στό πολυυπεύθυνο αὐτό ἔργο.

Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο στήν θέση πού κατεῖχε μέχρι τώρα ὁ Ἀρχιμ. π. Καλλίνικος Γεωργᾶτος, διόρισα ὡς Γενικό Ἀρχιε­ρατικό Ἐπίτροπο τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Θωμᾶ Βαμβίνη, Ἐφη­μέριο τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, Κληρικό μέ πολλά φυσικά καί ἐπίκτητα προσόντα, πεπειραμένο στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, θεολογικά κατηρ­τισμένο καί ἱκανό στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα εἶχε τίς μισθολογικές καταστάσεις τῶν Ἐφημερίων καί Διακόνων καί κατεῖχε τήν θέση τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ναυπάκτου.

Ὁ Πρωτ. π. Θωμᾶς Βαμβίνης θά ἐνεργῆ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού τοῦ ἔθεσα, θά ὑπογράφη ἀντί ἐμοῦ ἔγγραφα, καί γενικῶς θά ἐνεργῆ μέσα στά ὅρια τῶν καθηκόντων πού τοῦ ἀνέθεσα. Ἐννοεῖται ὅτι θά τοῦ ἀποδίδεται ὁ ἁρμόζων σεβασμός καί τιμή καί ὡς Πρεσβύτερο Κληρικό καί ὡς ἐντολοδόχο μου, τόσο στίς λατρευτικές συνάξεις ὅσο καί στόν διοικητικό τομέα.

Εὔχομαι ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ καί νά σᾶς ἐνισχύη στό ἔργο πού ὁ καθένας ἔχει μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί φυσικά ὅλοι πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί «ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. ιγ΄, 17), ὥστε νά φανοῦμε καλοί διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, καί νά ἀκούσουμε ἀπό τόν Κύριο τοῦ Ἀμπελῶνος τό «εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. κε΄, 21).

Μέ διάπυρες εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασἰου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

Ποι­μα­ντορι­κή Ἐγκύκλιος 98

Κύριο ἄρθρο: Βασιλειάδα: «Ἡ νόσος φιλοσοφεῖται»

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Πρωτοχρονιᾶς 2021

Ἱερόθεος

ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης
τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου

Πρός τούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς
τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Στήν ἀρχή κάθε ἔτους βλέπουμε τό παρελθόν καί ἀτενίζουμε στό μέλλον, μετανοοῦμε γιά τά λάθη καί τίς ἁμαρτίες πού κάναμε τό προηγούμενο ἔτος καί ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τό νέον ἔτος, σκεπτόμαστε τά προβλήματα πού προέκυψαν τό προηγούμενο ἔτος, ἀναλογιζόμαστε καί τούς ἀποχωρισμούς ἀγαπητῶν μας ἀνθρώπων ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, κυρίως ἐξαιτίας τοῦ νέου ἰοῦ, ἀλλά καί προσευχόμαστε στόν Θεό νά φωτίση αὐτούς πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν σωματική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων νά βροῦν τά κατάλληλα φάρμακα γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματός μας.

Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος τῶν ἀνθρώπων καί εὔχεται καί γι’ αὐτήν, ὄχι γιατί αὐτό εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά γιά νά συντελῆ καί αὐτή πρός τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Πρέπει νά ἐπικρατῆ ὁ συντονισμός μεταξύ ὑγείας τοῦ σώματος καί ὑγείας τῆς ψυχῆς. Φυσικά, μεγαλύτερο ἀγαθό εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί ὑπερβαίνη τό ἄγχος καί τόν φόβο τοῦ θανάτου.

Σήμερα, τήν πρώτη Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, ἐκτός ἀπό τήν Περιτομή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού συνιστᾶ τήν ἄκρα ταπείνωση καί κένωση τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἱερά μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί συνεδύαζε πράξη καί θεωρία, θεολογία καί ποιμαντική, φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, πνευματική ἰατρική καί σωματική ἰατρική, κοινωνική δράση καί μοναχική παιδεία, διδασκαλική προσφορά καί λειτουργική πράξη. Γενικά, ἦταν ἕνας ὁλοκληρωμένος θεολόγος, πνευματικός πατέρας καί λειτουργός.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἵδρυσε ἕνα φιλανθρωπικό κέντρο, τήν λεγομένη «Βασιλειάδα», ἡ ὁποία προσέλαβε τό ὄνομά της ἀπό τόν ἱδρυτή της. Πρόκειται γιά μιά ὁλόκληρη πολιτεία, ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο καί παρηγοριά πολλοί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι, ὅπως πτωχοί, ἐγκαταλελειμμένοι γέροντες, διερχόμενοι, ἄστεγοι καί πολλοί πάσχοντες, καί μέσα σέ αὐτήν τήν φιλάνθρωπη πολιτεία κυρίαρχος καί πρωταγωνιστικός ἄνθρωπος ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος.

Περιγραφή αὐτῆς τῆς φιλάνθρωπης πολιτείας κάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Ἐπιτάφιο λόγο του στόν φίλο του Βασίλειο, ἀπό τόν ὁποῖον θά παρουσιάσω μερικά στοιχεῖα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀρχίζει μέ τήν φράση: «Καλόν φιλανθρωπία καί πτωχοτροφία, καί τό τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας βοήθημα», δηλαδή εἶναι καλό ἡ φιλανθρωπία καί ἡ διατροφή τῶν πτωχῶν καί ἡ βοήθεια στήν ἀνθρώπινη ἀσθένεια πρός τόν σκοπό αὐτόν. Παρουσίασε ὡς πρότυπο φιλανθρωπίας τήν «Βασιλειάδα», γι’ αὐτό προτρέπει τόν ἀκροατή νά βγῆ λίγο ἔξω ἀπό τήν πόλη καί νά δῆ «τήν καινήν πόλιν», δηλαδή τήν καινούρια πόλη, πού εἶναι, ὅπως γράφει, τό ταμεῖο τῆς εὐσέβειας, τό κοινό θησαύρισμα ὅσων εὐποροῦν, στό ὁποῖο ἀποθέτουν τά περισσεύματα τοῦ πλούτου τους καί τά ἀπαραίτητα, μέ τίς παραινέσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος παρακινοῦσε τούς πλουσίους καί ὅλους τούς Χριστιανούς νά καταθέτουν ἐκεῖ ἤ τά περισσεύματά τους ἤ τά ἀπαραίτητα ὑλικά ἀγαθά γιά νά βοηθηθοῦν ὅσοι τό εἶχαν ἀνάγκη.

Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει καί τόν τρόπο λειτουργίας τῆς «καινῆς αὐτῆς» πόλεως. Σέ αὐτήν «νόσος φιλοσοφεῖται, καί συμφορά μακαρίζεται, καί τό συμπαθές δοκιμάζεται», δηλαδή στήν «Βασιλειάδα» ἡ ἀσθένεια ἀντιμετωπίζεται φιλοσοφικά, ἐννοεῖται θεολογικά, ἡ συμφορά γίνεται ἀντικείμενο μακαρισμοῦ καί δοκιμάζεται ἡ συμπάθεια πρός τούς ἄλλους.

Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί ἡ ἀσθένεια δέν ἀντιμετωπίζεται μόνον μέ φάρμακα, ἀφοῦ ὁ κάθε ἄρρωστος δοκιμάζεται ἀπό ἐνοχές, θλίψεις, ἀπογοητεύσεις, ἀλλά καί τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὁπότε χρειάζεται μιά ὁλόκληρη ποιμαντική ἐπιστήμη γιά νά ἀντιμετωπίση τόν ἄνθρωπο ὅταν ἀσθενῆ. Γι’ αὐτό στό φιλανθρωπικό αὐτό ἵδρυμα τό πιό θαυμαστό ἀπό ὅλα ἦταν «ἡ σύντομος τῆς σωτηρίας ὁδός», ἡ εὐκολότατη «πρός οὐρανόν ἀνάβασις». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ «νόσος φιλοσοφεῖται καί ἡ συμφορά μακαρίζεται».

Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι στήν πόλη αὐτή ἔβλεπε κανείς ἕνα φοβερό καί θλιβερό θέαμα πού προερχόταν ἀπό τούς λεπρούς. Τότε ἡ λέπρα ἦταν ἀθεράπευτη. Γι’ αὐτό ἔβλεπε κανείς ἀνθρώπους πού ἐκδιώκονταν ἀπό τίς πολιτεῖες, τά σπίτια τους, τίς ἀγορές, τίς πηγές, ἀπό τούς ἀγαπητούς τους ἀνθρώπους. Αὐτούς τούς συγκέντρωνε ὁ Μέγας Βασίλειος στήν πόλη αὐτή. Καί ἔβλεπε κανείς αὐτό τό φοβερό θέαμα νά εἶναι ἄνθρωποι «νεκροί πρό θανάτου» καί πεθαμένοι στά περισσότερα μέρη τοῦ σώματος, πού τά κατέτρωγε ἡ λέπρα καί ἀναγνωρίζονταν περισσότερο ἀπό τά ὀνόματά τους, παρά ἀπό τά σώματά τους. Αὐτοί οὔτε μποροῦσαν νά συμμετέχουν σέ συναθροίσεις καί σέ συνάξεις, γιά νά τραγουδοῦν κατά ζεύγη, οὔτε νά συμπονοῦνται ἀπό τούς ἄλλους ἕνεκα τῆς νόσου, πού ἦταν μεταδοτική, ἀλλά περισσότερο νά μισοῦνται ἀπό τούς συνανθρώπους τους.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅμως, ἔπειθε ὅλους νά μή καταφρονοῦν τούς λεπρούς αὐτούς, οὔτε νά προσβάλλουν τόν Χριστό πού εἶναι ἡ κοινή κεφαλή ὅλων μέ τήν ἀπανθρωπία, ἀλλά νά βλέπουν τόν ἑαυτό τους στίς συμφορές τῶν ἄλλων.

Δέν δίδασκε μόνον τούς ἄλλους νά βοηθοῦν τούς λεπρούς, ἀλλά ὁ ἴδιος ἔδινε τό παράδειγμα. Καί ἐνῶ ἡ λέπρα τότε ἦταν ἀθεράπευτη καί μολυσματική ἀσθένεια, ὁ Μέγας Βασίλειος πού ἦταν εὐγενής καί καταγόταν ἀπό εὐγενεῖς ἀνθρώπους καί ἦταν «ὑπέρλαμπρος», δέν ἀπαξίωνε νά τιμᾶ τήν νόσο τῆς λέπρας μέ τά χείλη του, δηλαδή «ὡς ἀδελφός ἠσπάζετο» τούς λεπρούς, γιά νά δείξη τήν ἀγάπη του σέ αὐτούς.

Αὐτός ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος, κατά τήν περιγραφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἦταν ἀνυπέρβλητος καί ἀγαποῦσε τούς ἀρρώστους, ἀλλά περισσότερο ἀγαποῦσε τούς λεπρούς καί τούς φιλοῦσε, παρά τήν μολυσμαστική αὐτή ἀσθένεια, γιά νά τούς δείχνη τήν ἀγάπη του καί τήν φιλανθρωπία του. Γνώριζε ὅτι ὁ ἄρρωστος χρειάζεται τήν ἀγάπη μας καί τήν συμπαράστασή μας.

Δέν εἶναι εὔκολο νά μιμηθῆ κανείς τό παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅταν συγκρίνη τίς ἀνάλογες περιπτώσεις τῶν ἡμερῶν μας μέ τήν μολυσματική ἀσθένεια τοῦ κορωνοϊοῦ, πού ὁμοιάζει κάπως μέ τήν μολυσματική ἀσθένεια τῆς λέπρας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μᾶς καταλαμβάνει φόβος καί τρόμος μπροστά στόν θάνατο καί ἀποφεύγουμε τούς ἀρρώστους, κυρίως ὅσους προσβλήθηκαν ἀπό τήν ἀσθένεια αὐτή.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ζοῦμε σέ δύσκολη ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἡ ἀρρώστια καί ὁ θάνατος θερίζουν ἀγαπητούς μας ἀνθρώπους, συγγενεῖς καί φίλους. Θά πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό νά φωτίση τούς ἁρμοδίους στό νά βρεθοῦν κατάλληλες θεραπεῖες, καί κυρίως νά μή χάσουμε τήν ἀνθρωπιά μας. Πάνω ἀπό ὅλα νά μή ἀπολυτοποιοῦμε τήν ζωή μας ἐδῶ στήν γῆ, ἀφοῦ ἐδῶ εἴμαστε προσωρινοί καί ὁδεύουμε πρός τήν οὐράνια πατρίδα μας, κατά τό ἀποστολικό «οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄, 14). Νομίζω, αὐτήν τήν περίοδο εἶναι κατάλληλη ἡ προσευχή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἁγιορείτου:

«Χάρισαί μοι, Κύριε, τοῦ γνῶναι τήν ἀλήθειάν Σου πρό τοῦ ἀπελθεῖν με ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης. Παράτεινον τάς ἡμέρας μου, ἕως ἄν προσφέρω Σοι μετάνοιαν ἀληθινήν. Μή ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου, καί ὅταν εὐδοκήσῃς θεῖναι πέρας τῇ ζωῇ μου προγνώρισόν μοι τόν θάνατόν μου, ἵνα ἡ ψυχή μου ἑτοιμασθῇ πρός συνάντησίν Σου. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τῇ μεγάλῃ καί ἱερᾷ δι’ ἐμέ, γενοῦ μετ’ ἐμοῦ Κύριε, καί ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου. Καθάρισόν με ἀπό παντός ἁμαρτήματος φανεροῦ ἤ κρυφίου, ἀπό πάσης ἀνομίας κεκρυμμένης ἐν ἐμοί, καί ἀξίωσόν με προσφέρειν σοι καλήν ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματός Σου».

Ὁ Μέγας Βασίλειος νά μᾶς φωτίζη καί νά μᾶς ἐμπνέη, ποιμένες καί ποιμαινομένους.

Μέ πατρικές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ - Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων

Ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων εἶναι μιά ζεστή εὐλογημένη ἡμέρα, γιατί αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιά νά μᾶς συναντήση, ὕστερα ἀπό τήν ἀποστασία μας καί τήν ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Παράδεισο.

Ἤμασταν πληγωμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί Αὐτός ἦλθε ὡς ἰατρός νά μᾶς θεραπεύση, ἤμασταν στήν ἐξορία καί Αὐτός ἦλθε ὡς φίλος στόν τόπο μας, ἤμασταν ἀπελπισμένοι καί Αὐτός μᾶς ἔφερε ἐλπίδα, εἴχαμε βαθύτατο πόνο ψυχικό καί σωματικό καί Αὐτός μᾶς ἔδωσε χαρά. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀγαπήση ἕναν τέτοιον Θεό πού ἀγαπᾶ, πού γεννιέται ὡς ἄνθρωπος σέ ἕνα σπήλαιο, πού περνᾶ μέσα ἀπό τήν κακία τῶν ἀνθρώπων, πού ἐξαναγκάζεται νά ζήση ὡς μετανάστης στήν Αἴγυπτο, νά βιώση ὅλες τίς τραγικές συνθῆκες ζωῆς πού ζοῦσε ὁ ἄνθρωπος καί τελικά θυσιάζεται γιά νά μᾶς σώση;

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας αἰσθάνονται μέσα τους τήν μεγάλη, τρυφερή, ἐκστατική, θυσιαστική καί γνήσια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό τούς ἀπελευθερώνει ἀπό κάθε ὑποδούλωση, θλίψη, ἀπελπισία, δυσκολία. Ὅταν κανείς ξέρη ὅτι κάποιος τόν ἀγαπᾶ πραγματικά, δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ τίς ἐξωτερικές στενοχώριες, τά ἐξωτερικά προβλήματα. Αὐτό τό βλέπουμε στούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας πού ψάλλουμε αὐτές τίς ἡμέρες, αὐτό τό διαβάζουμε σέ ὅλα τά κείμενα τῶν ἁγίων.

Πρόσφατα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπεφάσισε τήν ἁγιοκατάταξη ἑνός εὐλογημένου ἱερομονάχου, τοῦ π. Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του ἦταν γιά ἕνα μικρό διάστημα μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος καί τελικά κοιμήθηκε στό Ἅγιον Ὄρος τό ἔτος 1991. Στό ἐνδιάμεσο διάστημα ἔζησε τόν περισσότερο καιρό στήν Ἀθήνα καί τήν Ἀττική, ὑπηρέτησε ὡς Ἱερέας στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν, πλησίον τῆς πλατείας Ὁμονοίας καί γνώρισε τόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀλλά τά ἀντιμετώπιζε ὅλα αὐτά μέ τήν βαθειά ἀγάπη πρός τόν Χριστό, συγχρόνως αἰσθανόταν καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Θά ἤθελα αὐτήν τήν εὐλογημένη ἡμέρα νά σᾶς παρουσιάσω μερικούς λόγους του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος:

«Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, τό φῶς τό ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Αὐτός εἶναι ἡ ἀγάπη μας, αὐτός ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό κεῖ πηγάζει ἡ χαρά.

Ἡ χαρά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μιά χαρά, πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιά πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῷ. Σέ μεθάει σάν τό κρασί τό ἀνόθευτο, αὐτό τό κρασί τό πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: "Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεί κράτιστον". Ὁ πνευματικός οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολύ δυνατός κι ὅταν τόν πίνεις, σέ μεθάει. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού δίνεται στούς "καθαρούς τῇ καρδίᾳ"....

Ὁ Χριστός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν, τό ἄκρον ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο. Ὅλα τά αἰσθητά ἔχουν κόρο, ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο. Αὐτός εἶναι τό πᾶν. Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν. Καμμιά ἄλλη χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτε δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ μ' Αὐτόν. Τί ἄλλο ἀπό τό ἀνώτατον;

Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι ἄλλος ἔρως. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει... Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν' ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά-σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σ' ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρωτας, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μιά ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τή βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.

Μόνο σ' ἕνα σημεῖο σταματᾶ ὁ κορεσμός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν' ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά φτάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό. Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει ὅτι ἔφτασε ἤδη σ' αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ δέν τό νιώθει ὅτι τόν γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται, ὅτι τό ζεῖ. Αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα, αὐτήν τήν θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκητές. Μεθοῦν μέ τή θεία μέθη. Μ' αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ....

Τόν Χριστό νά Τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: "Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ...". Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζουμε καί νά Τόν πλησιάζουμε. Πέφτουμε; Ἁμαρτάνουμε; Μέ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχουμε κοντά Του, ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίνει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νά Τοῦ ποῦμε: "Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με". Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ. Νά μή μᾶς χωρίζει ἀπ' τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύουμε πώς μᾶς ἀγαπάει καί Τόν ἀγαπᾶμε, δέν αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ' Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἔχουμε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει.

Ἄν ἀγαπᾶμε τόν Χριστό πραγματικά, δέν ὑπάρχει φόβος νά χάσουμε τόν σεβασμό μας σ' Ἐκεῖνον».

Αὐτά πού ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης εἶναι τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς ἑνός ὑγιοῦς καί αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ πόθος ἑνός ἁγίου καί μέ αὐτόν ξεπερνιοῦνται ὅλα τά προβλήματα, εἶναι τό ἀληθινό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἄς ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μέ ὅλη μας τήν καρδιά, ἄς αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη Του, ἄς προσευχόμαστε σέ Αὐτόν, ἄς ἀνταποκριθοῦμε ἔστω καί στό ἐλάχιστον στήν δική Του ἀγάπη, καί τότε θά ἑορτάζουμε Χριστούγεννα στήν καρδιά μας αἰώνια.

Με θερμές ευχές και ευλογίες

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα 2022
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχω τήν µεγάλη χαρά νά ἀπευθυνθῶ σὲ ὅλους ἐσᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς µας καί νά σᾶς ἀπευθύνω τάν θριαμβευτικό χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη». 
 
Αὐτός ὁ χαιρετισμός δείχνει  ὅτι ἐάν ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν κάποιο θνητό ἀρχηγό καί ἱδρυτή, ὁ Χριστιανισμός πού δέν εἶναι µιά ἁπλή θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία, ἔχει κεφαλή τόν Ἀναστάντα Χριστό πού μένει στὀν αἰῶνα ζῶν καί ζωογονεῖ τά µέλη τοῦ ἐνδόξου Σὠματός Του. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει: «Μή φοβοῦ' ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ἄδου» (Ἀπ. α’, 17-18). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὑμνοῦμε καί δοξάζουµε τόν Ἀναστάντα Χριστό σέ ὅλη τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀλλά καί κάθε Κυριακή πού εἶναι τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα. 
 
Αὐτό αἰσθανόμαστε κυρίως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, γιατί εἵμαστε µέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού διατηρεῖ τήν ὀρθή πίστη καί τήν ὀρθή ζωή, ἔχει τήν ἀλήθεια, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ ὁ Σεσαρκωµένος Λόγος στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης.
 
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν εἶναι ἁπλῶς πάνω ἀπό κάθε θρησκεία, ἀλλά εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καί µέσα σἐ αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα τελοῦνται ὅλα τά ἅγια Μυστήρια, µέ ἀποκορύφωμα τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή δέν εἶναι µιά συναισθηματική ζωή, δέν εἶναι κάποια ἤθη καὶ ἔθιμα, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική καὶ ἀναστάσιμη ζωή. Μέσα στἠν Ἐκκλησία ἀποβάλλουμε τήν ἀπελπισία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, τήν θλίψη καί τήν κατήφεια, τόν ἀτομισμό καί τήν φιλαυτία, καὶ γεµίζουµε ἀπό πίστη, ἀγάπη, ἐλπίδα καὶ ζωή. 
 
Ἔπειτα, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι φιλοσοφική, ἀλλά ἐμπειρική, σταυροναστάσιµη. Ἐνῶ ἡ φιλοσοφία ἱκανοποιεῖ τήν φαντασία καί τόν ἀνθρώπινο στοχασμό, ἡ θεολογία εἶναι ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί γι αὐτό ἁγιάζει ὅλον τόν ἄνθρωπο. Κάθε φιλόσοφος προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύση τό γιατί ὑπάρχει ὁ κόσµος, ποῦ ὀφείλεται τό κακό πού ὑπάρχει σέ αὐτόν, γιατί νά κυριαρχῆ ὁ θάνατος µέσα στήν φύση καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, καί ὅπως εἶναι φυσικό δίνονται πολλές ἀπαντήσεις, ὅσοι εἶναι καί οἱ φιλόσοφοι καὶ φιλοσοφοῦντες. Ὅμως, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ζοῦν µέσα στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διακατέχονται ἀπό τήν δύναμη τῆς ζωῆς καί τῆς ἀναστάσεως καί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐλπίδα, ζοῦν τό ὅτι ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί µεταγγίζει αὐτήν τήν ἀναστάσιμη ζωή στούς φίλους Του. 
 
Οἱ ἄνθρωποι πού κλείνονται στὀν ἑαυτό τους διακατέχονται ἀπό τήν ἀπελπισία καὶ τὀν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος δέν εἶναι µόνο ἕνα συνταρακτικό γεγονός πού ἔρχεται στὁ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀλλά ὑφίσταται µέσα στήν ὕπαρξή µας ἀπό τήν πρώτη στιγµή τῆς συλλήψεώς µας µέ τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τῆς φθορᾶς, τῶν ἀσθενειῶν καί τοῦ θανάτου. Ἀκόμη πολλοί ἄνθρωποι αἰσθάνονται σάν νά βρίσκονται µέσα σὲ ἕναν προσωπικό ἄδη, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ θλίψη, ὁ πόνος, τό σκοτάδι τῆς ἐρήμωσης, ἡ μοναξιά, ἡ ἀπόγνωση καί ἀπελπισία. 
 
Ὅμως, ὅσοι πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦν ἐν Χριστῷ τήν ἀναστάσιμη ζωή µέσα στἠν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἀποδιώκουν τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἀπομακρύνουν τήν θλίψη καί τήν ἀπελπισία καί εἶναι φωτεινοί ἄνθρωποι, δυνατοί ἀκόμη καί στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς τους. Αὐτό γίνεται γιατί ἐπικαλοῦνται τόν Ἀναστάντα Χριστό καί Ἐκεῖνος ἔρχεται µέσα στόν προσωπικό τους ἄδη καί τούς γεμίζει μέ φῶς καὶ εἰρήνη. 
 
Σήµερα, αὐτή τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅλα εἶναι πλημμυρισμένα στὸ οὐράνιο Φῶς, ὅλα εἶναι χαρούμενα. Πρέπει, ὅμως, νά εὐχόμαστε αὐτή ἡ πνευματική χαρά νά µήν εἶναι πρόσκαιρη, νά µή συνδέεται μέ μερικές ἡμέρες τὀν χρὀνο, ἀλλά νά συνοδεύη πάντα τήν ζωή µας, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νά μεταμορφώση ὅλη τήν ζωή µας σὲ µιά ἀναστάσιμη ἑορτή. Πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς ἀρρώστιες, τίς πτώσεις, τήν στέρηση τῶν ἀγαπητῶν µας ἀνθρώπων, τά οἰκογενειακά καί οἰκονομικά ζητήµατα μὲ τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. 
 
Εὔχομαι σὲ ὅλους τούς ἀγαπητούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς µας νά ἔχουν σωματική ὑγεία, ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλά κυρίως νά εἶναι γεμάτοι ἀπό τό Φῶς καί τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τότε δέν θά διακατέχονται ἀπό τήν ἀπελπισία καί τόν πόνο, ἀπό τά προβλήματα καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Τότε, ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά εἶναι µιά κοινωνική, ἐποχιακή καί συναισθηματική ἑορτή, ἀλλά θά εἶναι ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τῆς ἀκαταλύτου, ἑορτή ἐλπίδας, ἀγάπης καί ἰσχυροῦ νοήματος γιά τήν ζωή, θά εἶναι τό αἰώνιο Πάσχα. 
 
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί. 
 
Μὲ ἀναστάσιμες εὐχὲς
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
 
Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα
 

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ἐν Χριστῶ ἀθανασία

Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Δεκαπενταυγούστου

Κύριο ἄρθρο:  Ἡ ἐν Χριστῶ ἀθανασία

Καί πάλιν στό μέσον τοῦ Καλοκαιριοῦ μέ τίς ζέστες καί τούς καύσωνες ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τοῦ βιολογικοῦ θανάτου τῆς Παναγίας μας, ἀλλά καί τήν μετάστασή της στούς οὐρανούς, καθώς ἐπίσης καί τήν διαρκῆ παρουσία της ἀνάμεσά μας. Ψάλλουμε στό Κοντάκιο μέ ἑορταστική καί λαμπρά φωνή: «Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν∙ ὡς γάρ ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν». Εἶναι Μητέρα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός καί μετέστη πρός τήν ζωή, δέν μπόρεσε νά τήν κρατήση ὁ τάφος καί ἡ νέκρωση.

Σέ ἄλλο τροπάριο, στόν Εἱρμό τῆς ἐνάτης Ὠδῆς ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπάρχει ζωντανή, ὅτι ἔχουν νικηθῆ σέ αὐτήν οἱ ὅροι τῆς φύσεως καί εἶναι «μετά θάνατον ζῶσα», καί γι’ αὐτό, ὅπως ψάλλουμε σέ ἄλλο Κοντάκιο εἶναι ἡ ἀκαταίσχυντη «προστασία τῶν Χριστιανῶν».

Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσή μας ἀναγνωρίζει τήν ζωντανή παρουσία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν ζωή μας, ὅτι αὐτή ἀκούει τίς προσευχές μας, ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματά μας, μᾶς ξεκουράζει ἀπό τούς διαρκεῖς πόνους μας, καί μερικές φορές, ἰδίως σέ ἁγίους ἀνθρώπους, ἐμφανίζεται καί τούς ἐνισχύει. Ὡς δυνατό παράδειγμα εἶναι οἱ ἐμφανίσεις της, μέ πολλούς τρόπους, στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης καί μέ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ἔδειχνε ὅτι τόν προστατεύει. Αὐτό τό ξέρουν οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί καί γι’ αὐτό τήν ἐπικαλοῦνται καί σέ δύσκολες περιπτώσεις τῆς ζωῆς τους τήν φωνάζουν «Παναγία μου, σῶσε με»!

Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλές δυσκολίες, πολλές φοβίες καί τό βάθος ὅλων αὐτῶν τῶν φόβων εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ θανάτου πού θεωρεῖται ὡς μιά ἀποχώρησή μας καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά καί ἀπό τήν ζωή τῶν ἀγαπημένων μας ἀνθρώπων. Φοβόμαστε κάθε ἀποχωρισμό, ἰδιαιτέρως τόν ἀποχωρισμό μέ τόν θάνατο.

Αὐτό ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους. Ἄν ἀναζητήσουμε καί ἐρευνήσουμε ὅλες τίς φοβίες μας, θά διαπιστώσουμε ὅτι στό βάθος τους κρύβεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου, πού θεωρεῖται ὡς τέλειος ἀποχωρισμός. Καί, βέβαια, πέρα ἀπό τόν βιολογικό θάνατο εἶναι καί ὁ λεγόμενος «ψυχογενής θάνατος» πού δέν συνδέεται μέ τήν βλάβη τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀλλά μέ τήν πλήρη ἔλλειψη ἐλπίδας γιά τήν ζωή, καί αὐτό ἐκφράζεται μέ τήν θλίψη, τήν ἀπελπισία, τήν ἀκηδία, τήν ἀπόγνωση.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεχωρίζει ἀπό τούς ἄλλους ὀργανισμούς ἀπό τό ὅτι, ἐνῶ γνωρίζει τό ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου, προσπαθεῖ μέ διαφόρους τρόπους νά τόν ὐπερβῆ ἤ νά τόν ξεχάση ἤ νά τόν ξεπεράση μέ τήν κοινωνική δημιουργικότητα. Τά ζῶα, ἐνῶ καί αὐτά εἶναι κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, δέν ἔχουν τήν αἴσθησή του, καί τό κυριότερο, δέν ἔχουν συνείδηση γιά νά τόν ὑπερβοῦν.

Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν συνείδηση τοῦ θανάτου καί τό κυριότερο πού μπορεῖ νά ἀποφασίση τό πῶς θέλει νά πεθάνη, προσπαθεῖ νά βρῆ τρόπους νά τόν ξεχάση, νά τόν ἀπωθήση. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ θάνατος εἶναι ἕνα «δεδομένο τῆς ὕπαρξής μας», ἀφοῦ συμπλέκεται ἡ ζωή μέ τόν θάνατο, τό θεωροῦμε «ὡς πρόβλημα πού χρειάζεται νά λύσουμε» καί μάλιστα νά τό λύσουμε ὄχι μέ τόν Θεό, ἀλλά μέ τήν ἐπιστήμη. Αὐτό ἐκφράζεται μέ τό νά ἐπιμηκύνουμε ἤ νά παρατείνουμε τήν ζωή καί μέ τό νά ζῆ κανείς ἠδονιστικά καί εὐδαιμονιστικά. Αὐτό τό ἐξέφρασαν καί τό ἐκφράζουν διάφορα φιλοσοφικά συστήματα.

Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πολλοί ἐκπρόσωποι τῆς σύγχρονης τεχνολογίας ὀνειρεύονται μιά «ψηφιακή ἀθανασία» καί σύνθημά τους εἶναι «νά σκοτώσουμε τόν θάνατο». Καί αὐτό τό ἐπιχειροῦν μέ τήν λεγόμενη «τεχνητή νοημοσύνη ἤ τεχνητή εὐφυΐα». Ἔτσι, κάνουν λόγο γιά τήν «ψηφιακή ἀθανασία», καί τό ἐννοοῦν αὐτό μέ τό νά μπορεῖ κανείς νά ζῆ γιά πάντα ἔχοντας μεταφέρει τίς σκέψεις του στόν ὑπολογιστή, καί ἔτσι νά ἐξακολουθῆ ὁ ἄνθρωπος μετά θάνατον νά ἐπικοινωνῆ μέ ἀγαπημένους του ἀνθρώπους.

Αὐτή, ὅμως, ἡ προσπάθεια ἐγκυμονεῖ πολλούς κινδύνους ἀπό πλευρᾶς ἠθικῆς, ψυχολογικῆς, νομικῆς καί ἀνθρωπίνης, ἀλλά κυρίως θεολογικῆς, γιατί ἐπιχειρεῖται νά κατασκευασθῆ ὁ «ὑπεράνθρωπος ἄνθρωπος» πού θά ζῆ χωρίς Θεό.

Ὅμως, στήν Ἐκκλησία ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἀθανασία, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἀνθρώπους πού τόν ἀγαποῦν∙ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», ζώντων καί κεκοιμημένων∙ οἱ ἅγιοι ζοῦν «ἐν χώρᾳ ζώντων» καί ἔχουμε διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τήν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πανηγυρίζει καί ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καί κριτῇ Θεῷ πάντων, καί πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων» (Ἑβρ. ιβ΄, 23). Στήν Ἐκκλησία ζοῦμε σέ μιά μεγάλη οἰκογένεια, τῆς ὁποίας τά πρωτότοκα καί μεγαλύτερα ἀδέλφια μας εἶναι στήν οὐράνια θεία Λειτουργία καί ἔχουμε πνευματική ἐπικοινωνία μαζί τους.

Πέραν τούτου στήν Ἐκκλησία μέ τόν ἀγώνα πού κάνουμε παλεύουμε μέ κάθε θάνατο, ψυχικό, πνευματικό καί βιολογικό, ἀποβάλλουμε τόν φόβο τοῦ θανάτου, καί ἔτσι τόν θάνατο τόν θεωροῦμε ὡς πνευματική ἀναγέννηση, βίωση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί αὐτό ἀκριβῶς συνιστᾶ τήν θεραπεία μας.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Στήν Ἐκκλησία, μέ τίς ἑορτές τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἀθανασία καί γι’ αὐτό δέν χρειαζόμαστε κάποια «ψηφιακή ἀθανασία». Γνωρίζουμε, ὅπως ψάλλουμε στήν σημερινή ἑορτή, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κοίμηση, ὕπνος, καί δέν εἶναι τραγικός, ἀλλά ἔνδοξη κοίμηση.

Εὔχομαι χρόνια πολλά, γεμάτα ἀπό ἀναστάσιμη ζωή.

Μέ πατρικές εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος



Κύριο ἄρθρο: Ἡ Νέκρωση τοῦ θανάτου

 
 
Ἐγκύκλιος Πάσχα
Ἑορτάζουμε καί ἐφέτος τό μεγάλο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο, τό ὁποῖο δείχνει ὅτι ὁ θάνατος νικήθηκε, ὁ Ἅδης νεκρώθηκε, ἡ ζωή ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο. Ὅλα τά ἀναστάσιμα τροπάρια ὁμιλοῦν γι’ αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἑορτάζουμε τό Πάσχα, ὅπως ψάλλουμε: «Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Χριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασε».
 
Ὅμως, ὅλοι μας ἐξακολουθοῦμε νά εἴμαστε, κατά διαφόρους βαθμούς, κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, τοῦ πνευματικοῦ καί σωματικοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἄλλοι ἄνθρωποι ζοῦν χωρίς τόν Ἀναστάντα Χριστό, μέσα στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, καί γενικά ὅλοι μας ὅταν θά ἔλθη ἡ ὥρα πεθαίνουμε, καί γι’ αὐτό κλαῖμε γιά τόν θάνατο τῶν ἀγαπητῶν μας ἀνθρώπων, ἀλλά καί ζοῦμε μέ τόν φόβο τοῦ δικοῦ μας θανάτου. Τό ἐρώτημα εἶναι πῶς ἐξηγεῖται νά ἑορτάζουμε τόν Χριστό ὡς νικητή τοῦ θανάτου καί ὁ θάνατος νά ἐξακολουθῆ νά ὑπάρχη καί νά μᾶς βασανίζη;
 
Πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάστασή Του οἱ ἄνθρωποι ἀπέθνησκαν καί ἡ ψυχή τους κατέβαινε στόν Ἅδη, τήν χώρα τοῦ θανάτου, ἀκόμη καί οἱ δίκαιοι. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐλογία νά ζοῦμε στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί τά μυστήρια στήν Ἐκκλησία, ἐξακολουθεῖ μέν νά ἐπικρατῆ ὁ σωματικός θάνατος, ἀλλά δημιουργήθηκαν διαφορετικές ἄλλες δυνατότητες. Πρῶτον, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ δέν φοβᾶται τόν θάνατο, δηλαδή ἀπαλλάσσεται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου· δεύτερον ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού συνδέεται μέ τόν Χριστό δέν πηγαίνει στό σκότος τοῦ Ἅδη, ἀλλά «ἐν χώρα ζώντων», «ἐν σκηναῖς δικαίων», στήν οὐράνια θεία Λειτουργία, ὅπως περιγράφεται στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου· καί τρίτον ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεως καί αὐτῶν τῶν σωμάτων πού βρίσκονται τώρα ἐνταφιασμένα στήν γῆ, γιά νά ζήση ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Χριστό.
 
Αὐτό εἶναι τό νόημα τοῦ θριαμβευτικοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι γεμάτο ὄχι ἀπό ἐλπίδα ζωῆς, ἀλλά ἀπό βεβαιότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τώρα καί θά συνεχισθῆ γιά νά ὁλοκληρωθῆ στόν μέλλοντα αἰώνα.
 
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνει μιά ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό. Γράφει ὅτι μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ «φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ’ ἐκείνους πού κάθονται στό σκοτάδι καί τήν σκιά τοῦ θανάτου» καί μέ τό ὅλο ἔργο Του «συνέθλιψε, δηλαδή τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στήν γῆ». 
 
Συνεχίζοντας ἀπαντᾶ σέ ἐκείνους πού ἔλεγαν: «Πῶς γίνεται αὐτό, ἀφοῦ ἐξακολουθοῦν καί σήμερα νά γίνονται φόνοι καί κλοπές, ἁμαρτίες καί χειρότερα κακουργήματα;». Θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε πῶς νικήθηκε ὁ θάνατος, ἐνῶ βλέπουμε γύρω μας τήν σκιά τοῦ θανάτου καί ζοῦμε μέ τήν ἐπίγνωση ὅτι θά ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνουμε;
 
Χρησιμοποιώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἕνα παράδειγμα λέγει ὅτι «ὅταν σκοτώνουμε κάποιο ἑρπετό, βλέπουμε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τόν θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθῆ τήν ζωτική δύναμη».
 
Αὐτό ἔκανε καί ὁ Χριστός. Νίκησε τόν διάβολο-τόν δράκοντα, τοῦ συνέτριψε τήν κεφαλή, «τήν δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά», ἀλλά «ἐπιτρέπει νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο, ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενεστέρους». Δηλαδή, ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν ὕπαρξη τοῦ θανάτου γιά νά δώση σέ μᾶς τήν δυνατότητα νά ἀγωνισθοῦμε μέ τήν δύναμη τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.
 
Ἐξηγεῖ στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης:
 
«Αὐτός, λοιπόν, ὁ Χριστός πού κατέλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, συνέτριψε τήν δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέγει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στήν ζωή τοῦ ἀνθρὠπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τήν ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δυναμή του, βέβαια, εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν, ὅμως περάσει ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τήν συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθῆ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θά ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στό πῦρ τῆς γεέννης».
 
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
 
Ὁ θαυμάσιος αὐτός λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, πού ἐκφράζει ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει καθαρά, ὅτι μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νικήθηκε ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος, νεκρώθηκε ἡ κεφαλή του. Ἀκόμη, ὅμως, ὁ θάνατος κινεῖται μεταξύ μας. Καί ὅσο ἐμεῖς ζοῦμε μυστηριακά καί ἀσκητικά στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, μποροῦμε ἀπό τώρα νά νικήσουμε τόν διάβολο καί τόν θάνατο πού προέρχεται ἀπό αὐτόν, ἔχοντας ὅμως τήν βεβαιότητα τῆς συμμετοχῆς μας στόν ὁλοκληρωτικό θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
 
Μέ αὐτές τίς ἀναστάσιμες σκέψεις, ἑορτάζοντας τήν νέκρωση τῆς κεφαλῆς τοῦ ὄφεως ἀπό τόν Ἀναστάντα Χριστό καί ἀναμένοντας τήν τελική ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀναφωνῶ: «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».
Χριστός Ἀνέστη τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά.
 
Ποιμαντορικὴ ἐγκύκλιος Πάσχα
 

Κύριο ἄρθρο: Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Πάσχα 

Ἱερόθεος 

ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καὶ Μητροπολίτης

τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου 

 

Πρός τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί μου, 
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐκτός τοῦ ὃτι εἶναι ἕνα μεγάλο ἱστορικό γεγονός, ταυτόχρονα ἔχει καί µεγάλες ἀνθρωπολογικές, κοσµολογικές καί παγκόσμιες διαστάσεις. Ὁ Χριστός µέ τήν Ἀνάστασή Του νίκησε ὀντολογικά τόν θάνατο καί ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἔτσι καταλαβαίνουµε ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἕνα τραγικό στοιχεῖο στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἕνα ἁπλό συµβάν, ὅπως καί ἡ νύχτα δέν εἶναι µιά µόνιµη κατάσταση, ἀλλά ἕνα παροδικό γεγονός, ἀφοῦ τήν διαδέχεται ἡ ἡμέρα. 

Ἑπομένως μέ τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ χριστιανός ἔχει τήν δυνατότητα νά ὁμολογήση: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Αὐτή ἡ ὁμολογία εἶναι ἡ μοναδική µας ἐλπίδα, ἡ ἰαχή τοῦ θριάµβου τῆς νίκης καί τῆς δόξῃς. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑορτή τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανηγύρι ζωῆς, Λαμπρή, Πάσχα, διάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». 

Ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι ἡ πιό ἐπίκαιρη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐτή πού σκορπᾶ ἐλπίδα καί αἰσιοδοξία. Καί αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι σήµερα οἱ πόλεμοι, οἱ ἀκαταστασίες, οἱ ποικίλες ἀσθένειες τοῦ αἰῶνος µας, οἱ ἀνασφάλειες, ὁ ποικιλότροπος εὐτελισμός τῆς ζωῆς δημιουργοῦν στόν ἄνθρωπο τεράστια προβλήµατα. Ἐπίσης, ὑπάρχουν πολλά συστήµατα πού ἀρνοῦνται τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, πράγμα τό ὁποῖο τραυματίζει ἀκόμη περισσότερο τόν σύγχρονο πονεµένο καί βασανισµένο ἄνθρωπο, ἀφοῦ περιορίζουν ὅλη τήν προσοχή του στό ἐνθάδε. 

᾿Αρχαῖα καί σύγχρονα Φιλοσοφικά καὶ θρησκευτικά συστήµατα, πού κατακλύζουν καί σήµερα τἠν Πατρίδα µας, κάνουν διάκριση µεταξύ τῆς «φύσει ἀθανάτου ψυχῆς» καί τοῦ «φύσει θνητοῦ σώματος», δηλαδή ὁμιλοῦν γιά ἐκ φύσεως ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐπιστρέψη στόν ἀγέννητο κόσµο τῶν ἰδεῶν, ἀπό τόν ὁποῖο προῇλθε, καὶ γιά ἐκ φύσεως θνητό σῶμα, τό ὁποῖο πρέπει νά ἐξαφανισθῆ. Μέ τέτοιες θεωρίες τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται ὡς φυλακή τῆς ψυχῆς καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο δικαιολογοῦνται ὅλοι οἱ ἀφύσικοι τρόποι γιά τήν ἐλευθέρωση τὴς ψυχῆς ἀπό αὐτό. 

Μεταξύ τῶν συστηµάτων αὐτῶν εἶναι ἐκεῖνα πού κάνουν λόγο γιά τήν μετενσάρκωση ἢ μετεμψύχωση, σύμφωνα µέ τήν ὁποία ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου προσλαμβάνει διαδοχικά διάφορες µορφές σωμάτων γιά νά ἐπιτύχη τήν κάθαρσή της, ὅπως ἐπίσης ὅσα ὁμιλοῦν γιά τήν εὐθανασία, δηλαδή τήν διακοπή τῆς ζωῆς µέ βίαιο τρόπο, ὥστε ν᾿ ἀπαλλαγῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν πόνο, καθώς καί ὅσα ἀναφέρονται στήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ ἀποτέφρωση εἶναι συνδυασμένη µέ τήν ἄρνηση καί παραθεώρηση τῆς ζωῆς µετά τόν θάνατο. 

Ὅλες αὐτές καί πολλές ἄλλες παρόμοιες ἀπόψεις βρίσκονται σέ πλήρη ἀντίθεση πρός τήν βασική διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ὑπαρξή του, καθώς ἐπίσης καί πρός τό κεντρικό µήνυµα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. 

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τό σῶμα του εἶναι ὁλοκληρωμένη καί ἀνταποκρίνεται στίς βασικότερες καί οὐσιαστικότερες ἀναζητήσεις του. Σύµφωνα µέ αὐτήν τό σῶμα δέν εἶναι ἁπλῶς τό ἔνδυμα καί ἡ Φυλακή τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά πού συγκροτοῦν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἔπειτα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία κάνει λόγο γιά ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἐννοεῖ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀφοῦ µέ τήν δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καί αὐτά θά ἀναστηθοῦν κατά τήν Δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Τό σῶμα δέν εἶναι κακό καί ἀπόβλητο, ἀλλά κακό εἶναι τό Φρόνημα τῆς σαρκός. Ἀκόμη, ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ζωῆς, ἀλλά ἡ τελείωση τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα μυστήριο µπροστά στό ὁποῖο στεκόµαστε µέ σεβασµό καί ἀγάπη. Ἑπομένως, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά γίνη ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό δέν πρέπει να θεωρῆται ὡς κόστος καί ὡς ἐπένδυση, δέν πρέπει νά στεκόµαστε ἀπέναντί του χρησιµοθηρικά. 

Ὁ Χριστός µέ τήν Ἀνάστασή Του ἔγινε «ἀπαρχή τῆς ἀναμορφουµένης κτίσεως». Πράγματι, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι «τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀνανέωσις» καί τοῦ πεπτωκότος ᾿Αδάµ «ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί πρός ζωήν ἀθάνατον ἐπανέλευσις». Αὐτό ἀκριβῶς τό ζῆ κανείς µέσα στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. 

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στόν Κατηχητικό του λόγο διαβεβαιώνει: «Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί µνήµατος». Καὶ στόν θριαµβευτικό παιάνα τῆς νίκης ψάλλουμε: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θᾳνάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς µνήµασιν ζωήν χαρισάµενος». Αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο εἶναι ἕνας προσωρινός χωρισμός τῆς Ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, εἶναι ἕνας ὕπνος, ἀφοῦ µέ τήν δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ τά σώματα θά ἀναστηθοῦν πάλι καί θά γίνουν «ἄτρεπτα, ἀπαθῆ, λεπτά». 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κηρύσσοντας καί βιώνοντας τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δίδει ἕνα μήνυμα ζωῆς στό σύγχρονο βασανισμένο͵ τραυματισµένο καί πληγωµένο ἄνθρωπο. Μέ τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν δέν προσφέρει ἕνα ἀναλγητικό καί ἠρεμιστικό, γιά νά ἁπαλύνη τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας», γιά νά μεταμορφώση τήν ζωή του καί νά κάνη ἀνθρωπινότερο τόν βίο του. 

Μέ τήν βεβαιότητα τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου δεχθῆτε τήν ἀποστολική εὐλογία: «Ἡ Χάρις τοῦ ᾿Αναστάντος Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη µετά πάντων ὑμῶν». 

Μέ θερµές εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου βλασίου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ