Skip to main content

Το Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων στὸν Παπαδιαμάντη (Α')

τού Κώστα Παπαδημητρίου

Πάνε αρκετά χρόνια από τότε. Στήν Ναύπακτο, ένα αρκετά ευκατάστατο ανδρόγυνο είχε φέρει από τήν Αγγλία νεαρή Αγγλίδα δασκάλα νά διδάσκη τά παιδιά του στήν αγγλική γλώσσα. Εκείνη θέλησε νά εκμεταλλευθή τήν ευκαιρία τής παραμονής της στήν Ελλάδα νά μάθη ελληνικά. Καί εκλήθη ο υποφαινόμενος μέ τά πάμπτωχα αγγλικά του νά τής διδάξη τά ελληνικά, μέ σχετικό αντιμίσθιο βέβαια.

Τό πρόγραμμα προχωρούσε κανονικά μέ αρκετές δυσκολίες συνεννόησης λόγω τής δικής μου γλωσσικής πενίας τών αγγλικών. Αλησμόνητος θά μού μείνη ο εξής διάλογος μαζί της. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων , θυμάμαι, καί μού είπε:

-Αύριο καί μεθαύριο δέν θά είμαι εδώ γιά νά γίνη τό μάθημα. Θά πάω στήν Πάτρα, όπου μέ άλλους συμπατριώτες μου καί Έλληνες φίλους, οι πιό πολλοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα.

-Καί πώς θά γιορτάσετε, τής έκανα τήν αδιάκριτη ερώτηση.

-Νά, θά μαζευτούμε σέ ένα φιλικό σπίτι καί θά πίνουμε ουΐσκι ή μπύρα.

-Καί πόση ώρα καί πόσο ποτό θά πιήτε, τήν ξαναρώτησα.

-Όλη τή νύχτα, ώσπου ο καθένας νά χάση τίς αισθήσεις του καί νά κοιμηθή όπου βρίσκεται. Εκεί θά μείνη ως τό απόγευμα. Ύστερα θά φάμε κάτι καί θά αρχίση πάλι τό ποτό.

Ωραία τιμή στόν εορταζόμενο Θεάνθρωπο, είπα μέσα μου, κι αμέσως θυμήθηκα τά δικά μας αγνά καί χαρούμενα Χριστούγεννα. Προπαντός εκείνα τά έθιμα πού ζούσαμε στά μικρά χωριά μας, μέ τά οποία νιώθαμε τή μεγάλη χαρά τής Γέννησης τού Χριστού. Καί σήμερα, λίγες μέρες πρίν από τή μεγάλη γιορτή, θυμάμαι εκείνον τόν διάλογο μέ τήν αγγλίδα καί ο νούς μου πετάει σέ κάποιες σελίδες τών διηγημάτων τού Αλ. Παπαδιαμάντη, πού αναφέρονται στόν εορτασμό τών Χριστουγέννων στήν ύπαιθρο.

Ο Παπαδιαμάντης έχει τήν τέχνη νά ανταποκρίνεται στίς ψυχικές ανάγκες τού Έλληνα. Προσφέρει στήν αγωνιώσα συνείδησή μας μιά ζωογόνο πηγή γαλήνης. Η προσφορά του γίνεται περισσότερο κατανοητή στό εορταστικό Δωδεκαήμερο τών Χριστουγέννων. Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε κομψοτεχνήματα λογοτεχνικά μέσα στά οποία αναδεύεται η ψυχή τού Έλληνα, μέ τά ωραία ήθη καί έθιμα, τή γεμάτη ευγένεια διάθεσή του, τό χιούμορ, τήν αξιοπρέπεια τού πόνου, τήν λατρευτική ανάταση, τόν αυθορμητισμό τών απλών ανθρώπων, γεμίζουν τίς σελίδες τών έργων του. Μέ τήν τέχνη του διαχέεται στίς ψυχές τών Χριστιανών τό σιωπηλό πάθος τής πίστης. Σέ κάνει νά γυρίζης πίσω σέ κάποια χρόνια μακρινά, πού τό εγώ σου τά γυρεύει μέ λαχτάρα. Αλλάζει ο άνθρωπος μέ τίς εποχές καί τήν ηλικία. Μέσα του όμως ο αλλαγμένος άνθρωπος κοντά στή σκέψη του καί τίς αδυναμίες του κρατάει κάτι από ό,τι έζησε στήν παιδική του ηλικία. Αυτό τό κάτι, τό παιδικό, τό λαχταριστό, τό περασμένο καί χαρούμενο, τό ξαναζωντανεύει ο Παπαδιαμάντης καί τό φέρνει ολόρθο μπροστά μας. Τό κοιτάς τότε καί νιώθεις πώς δέν ξέμαθες νά αισθάνεσαι, νά χαίρεσαι καί νά λαχταράς τήν απλότητα, τήν αγνή ομορφιά, τήν ημεράδα καί γλυκύτητα στήν πλάση, τήν καλοσύνη τών απλών ανθρώπων μέ τά πάθη τους, τίς μικροκακίες τους. Ζής κι εσύ τότε μιά ζωή φυσική, χειροπιαστή καί απλοϊκή, αυτή πού ταιριάζει στήν ιδιοσυγκρασία τού Έλληνα καί τής φύσης τής Ελλάδας.

Η γιορταστική επικαιρότητα τού Δωδεκαημέρου τών Χριστουγέννων διαχέεται στά διηγήματά του πανηγυρικά, θρησκευτικά, μέ λυρική έκσταση, μπροστά στό κάλλος τής φύσης καί εξοικείωση μέ τούς απλοϊκούς καί ανυποψίαστους συντοπίτες του, πού τούς αναβιώνει καί έξω από τό εορταστικό πλαίσιο.

Παραθέτουμε μερικά σχετικά αποσπάσματα.

Στό διήγημα του «Άνθος τού γιαλού» μέ γλώσσα απλή καί πυκνή, χωρίς περίτεχνα φτιασιδώματα, αναφέρεται στό ιστορικό τής μεγάλης γιορτής τών Χριστουγέννων.

«Έφτασε η μέρα πού ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία μέ αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε τό Βρέφος μές στή Σπηλιά, τό εσήκωσε, τό εσπαργάνωσε μέ χαρά, καί τόβαλε στό παχνί, γιά νά τό κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κι ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τά χνώτα τους στό παχνί κι εφυσούσαν μαλακά νά ζεστάνουν τό θείο Βρέφος. Νά, τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!

Ήρθαν οι βοσκοί, δυό γέροι μέ μακρυά άσπρα μαλλιά, μέ τίς μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο μέ τή φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τόν Άγγελον αστραπόμορφον, μέ χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ’ αγγελούδια πού έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»! Έμειναν γονατιστοί, μ’ εκστατικά μάτια, κάτω από τό παχνί, πολλήν ώρα, κι ελάτρευαν αχόρταγα τό θάμα τό ουράνιο. Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!

Έφτασαν κι οι τρείς Μάγοι, καβάλα στίς καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στό κεφάλι, κι εφορούσαν μακρυές γούνες μέ πορφύρα κατακόκκινη. Καί τ’ αστεράκι, κι ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε καί εκάθισε στή σκεπή τής Σπηλιάς, κι έλαμπε μέ γλυκό ουράνιο φώς, πού παραμέριζε τής νυχτός τό σκοτάδι. Οι τρείς βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ' τίς καμήλες τους, εμβήκαν στό Σπήλαιο, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό Παιδί. Άνοιξαν τά πλούσια τά δισάκκια τους, κι επρόσφεραν δώρα: χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν.

-Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!

(«Τό Άνθος τού γιαλού», Α` σελ. 392)

Στό έργο του «Ο Αμερικάνος» ο κεντρικός του ήρωας Ιωάννης Μοθωνιός γυρίζει στήν πατρίδα του, ύστερα από χρόνια απουσίας, γιά νά παντρευτή τήν αρραβωνιαστικιά του Μελαχροινή Κουμπουρτζή. Μήνες καί χρόνια εκείνη μέ τή μάνα της, τή θεια-Κυρατσώ, απελπισμένες τόν περίμεναν. Ούτε γιορτές, ούτε χαρές στό φτωχικό τους. Καί νά, μιά παραμονή Χριστουγέννων γυρίζει ο Αμερικάνος. Δέν τόν αναγνωρίζουν οι κάτοικοι. Αυτός περιέρχεται τά στενά δρομάκια τού χωριού γιά ν’ αναγνωρίση τό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του. Ακούει παιδικές φωνές. «Ίσως ήκουε τά διασταυρούμενα καί φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα τών παίδων τής γειτονίας, οίτινες επισκεπτόμενοι τάς οικίας, έψαλλον τά Χριστούγεννα. Εδώ μέν ηκούοντο οι στίχοι:

«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή τού χρόνου

εβγάτ’ ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται...», φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς καί ευθυμίας.

Πήγαν καί στό φτωχικό τής γριάς Κυρατσούς τά παιδιά. Χτυπάνε τήν πόρτα.

-Νά ρ’ θούμε νά τραγουδήσουμε, θειά;, ρωτάνε.

Βγαίνει στήν πόρτα μέ μαύρη μαντήλα η γριά Κυρατσώ καί μέ θλιμμένη φωνή τούς λέει:

-Όχι, παιδάκια μ’ , τί νά τραγ’δήστε από μάς; Έχουμε καί μείς κανένα; Καλή χρονίτσα νάχετε καί σύρτε αλλού νά τραγ’δήστε. Τούς έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις τήν χείραν καί κείνα έφυγαν ευτυχισμένα».

Τό βράδυ έφτασε στό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του ο Αμερικάνος καί:

«Όταν οι γείτονες τής θειά Κυρατσώς τής Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τά μεσάνυκτα διά νά υπάγουν εις τήν εκκλησίαν, τής οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες τήν οικίαν τής πτωχής χήρας, εκεί όπου δέν εδέχοντο τά παιδία νά τραγουδήσουν τά Χριστούγεννα, αλλά τά απέπεμπον μέ τάς φράσεις «δέν έχουμε κανένα» καί «τί θά τραγουδήστε από μάς;», κατάφωτον, μέ όλα τά παραθυρόφυλλα ανοικτά, μέ τάς υέλους απαστραπτούσας, μέ τήν θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, μέ δυό φανάρια ανηρτημένα εις τόν εξώστην, μέ ελαφρώς διερχομένας σκιάς, μέ χαρμοσύνους φωνάς καί θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δέν ήργησαν νά πληροφορηθώσιν. Όσοι δέν τό έμαθον εις τήν γειτονιάν, τό έμαθαν εις τήν εκκλησίαν.

Μετά τρείς ημέρας, τή Κυριακή μετά τήν Χριστού γέννησιν, ετελούντο εν πάση χαρά καί σεμνότητι οι γάμοι τού Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά τής Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.

Η θειά-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν επ' ολίγας στιγμάς τήν χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, διά ν’ ασπασθή τά στέφανα. Καί τήν παραμονήν τού Αγίου Βασιλείου, τό εσπέρας, ισταμένη εις τόν εξώστην, ηκούσθη φωνούσα πρός τούς διερχομένους ομίλους τών παίδων'

-Ελάτε, παιδιά, νά τραγ’δήστε.....» («Ο Αμερικάνος», τομ. Γ` σελ. 257-8).

(συνεχίζεται στό επόμενο)

  • Προβολές: 2495