Skip to main content

Γεγονός καὶ Σχόλιο: Χριστούγεννα ἐκκλησιαστικά

Παραμονὴ Χριστουγέννων ὁ γνωστὸς Σαράντος Καργάκος δημοσίευσε ἕνα ἄρθρο μὲ τίτλο «Χριστούγεννα μὲ τὸν Παπαδιαμάντη», ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὅπως, δυστυχῶς, τὴν ἑόρταζαν πολλοὶ Νεοέλληνες πρὶν ξεσπάση ἡ οἰκονομικὴ κρίση. Στὸ τέλος ὁ ἀρθρογράφος κατέληγε σὲ μιὰ συγκεκριμένη πρόταση.

Γράφει ὅτι δυστυχῶς «τὰ Χριστούγεννα κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχαν χάσει τὸν θρησκευτικὸ χαρακτῆρα, εἶχαν χάσει τὸ νόημά τους, εἶχαν πάψει νὰ εἶναι μιὰ οἰκογενειακὴ ἑορτὴ ἦταν ἑορτὴ σπατάλης, ἑορτὴ χλιδῆς. Ὁ κόσμος δὲν ξόδευε γιὰ νὰ χαρεῖ ξόδευε γιὰ νά... ξοδευτεῖ». Αὐτὰ γίνονταν στὰ «κοσμικὰ κέντρα» καὶ τὰ γνωστὰ «ρεβεγιόν».

Ὅλοι παρατηρούσαμε αὐτὰ τὰ γεγονότα τῆς ἀποϊεροποιήσεως τῶν ἑορτῶν, τὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις μέσα στὴν νεοπλουτίστικη νοοτροπία, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ δυαδικὴ σχέση μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης ἡ ὁποία δημιουργεῖ ἕναν φαῦλο κύκλο.

Μαζὶ μὲ τὴν διαπίστωση αὐτὴν ὁ ἀρθρογράφος ἐκφράζει καὶ τὴν αἰσιοδοξία του, ἀλλὰ καὶ προτείνει διέξοδο διαφυγῆς. Γράφει: «Θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι μποροῦμε τοῦτα τὰ Χριστούγεννα νὰ τὰ περάσουμε περισσότερο εὐφρόσυνα. Τὴν καλὴ γιορτὴ δὲν τὴν κάνει τὸ πλούσιο τραπέζι. Ἅς θυμηθοῦμε -κι ἅς μὴν εἴμαστε θρησκευόμενοι- ὅτι τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία κατ’ ἐξοχὴν θρησκευτικὴ ἑορτή, ποῦ ἑορτάζεται μὲ λαμπρότητα στὶς ἐκκλησίες. Ἡ εἴσοδος σ’ αὐτές, γιὰ ὅποιον δὲν ἔχει τὰ 20 λεπτὰ τοῦ κεριοῦ, εἶναι δωρεάν. Τὰ ὅσα θ’ ἀκούσει εἶναι "ἀνάκουστος κελαδησμός", γιὰ νὰ τὸ πὼ σολωμικά. Καὶ μετὰ τὸν ἐκκλησιασμό, τὸ ὅποιο φαγητὸ ἐπάνω στὸ τραπέζι θὰ τοῦ φανεῖ γεῦμα λουκούλλειο. Τίποτε δὲν θὰ κάνει πιὸ θερμὴ τὴ χριστουγεννιάτικη οἰκογενειακὴ ἑορτὴ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση ἑνὸς παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος. Στὰ παλιὰ ἀναγνωστικὰ εἴχαμε σὲ πιὸ ἁπλοποιημένη μορφὴ τὴ "Σταχομαζώχτρα" καὶ τὸ "Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο". Θὰ πρότεινα στοὺς ἀναγνῶστες μου καὶ τὸν "Ἀμερικάνο" ὡς μήνυμα αἰσιοδοξίας στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀπελπισίας».

Ἀκόμη, τώρα ποῦ περνᾶμε τὴν κρίση συνιστᾶ «καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ψυχοσωστικοῦ διηγήματος "Ὑπηρέτρα"», ὅπου ὁ μπάρμπα – Διόμας σώθηκε ἀπὸ τὸ ναυάγιο τὴν νύκτα τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ κόρη τοῦ Οὐρανιὼ δὲν ἀπήλαυσε τὰ ἀγαθὰ ποῦ εἶχε ἀγοράσει, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν πατέρα της «τὸ σκληραγωγημένον καὶ θαλασσόδαρτον ἄτομόν του καὶ τὰς δύο στιβαρᾶς καὶ χελωνοδέρμους χεῖρας του, δι’ ὧν ἠδύνατο ἀκόμη ἐπὶ τινα ἔτη νὰ ἐργάζεται δι’ ἑαυτὸν καὶ δι’ αὐτήν.

Καὶ σημειώνει ὁ ἀρθρογράφος: «Ὁ μπάρμπα - Διόμας δὲν εἶχε ἀνάγκη τῆς ἕκτης δόσης τοῦ δανείου. Εἶχε "τὰς δύο στιβαρᾶς καὶ χελωνοδέρμους χεῖρας του". "Αὐτὸ τὸ ξέρουν τὰ νέα παιδιά;"» (Ἑστία 23-12-2011).

Δὲν ξέρω πὼς πέρασαν ἐφέτος οἱ περισσότεροι τὰ Χριστούγεννα, μὲ «ρεβεγιὸν» ἢ μὲ Παπαδιαμάντη. Σίγουρα μποροῦν καὶ τώρα νὰ διαβάσουν τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη γιὰ νὰ γιορτάζουν πάντοτε ἐκκλησιαστικὰ Χριστούγεννα καὶ Πάσχα καὶ νὰ κάνουν τὸν χρόνο τῆς ζωῆς τους γιορτὴ καὶ πανηγύρι.

Ν.Ι.

Κώστα Παπαδημητρίου: Οἱ δύο Ἀλέξανδροι

Κώστα Παπαδημητρίου, σύντ. Ἐπιθεωρητοῦ Α'/θμιας Ἐκπαίδευσης

«Ὁ Θεὸς ἔπλασε δύο παράλληλα πρόσωπα ἐκεῖ στὸ ὄμορφο νησὶ τῆς Σκιάθου καὶ πῆρε μιὰ ψυχή, τὴ μοίρασε στὰ δύο καὶ φύτεψε τὴ μισὴ στὸν ἕναν καὶ τὴν ἄλλη μισὴ στὸν ἄλλον Ἀλέξανδρο. Κι ἔτσι ὅ,τι λείπει ἀπ' τὸν ἕναν Ἀλέξανδρο, τὸν Παπαδιαμάντη, τὸ συναντοῦμε στὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καὶ τὸ ἀντίστροφο», γράφει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. («Τὰ πρόσωπα καὶ τὰ κείμενα» τόμ. 12, σελ. 174). Ἔτσι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γράψη γιὰ τὸν ἕναν καὶ νὰ μὴν ἀναφερθῇ στὸν ἄλλον. Ἡ κοινὴ γνώμη τῶν Γραμμάτων τοὺς θεωρεῖ δίδυμους πνευματικούς, Διόσκουρους, μέσα στὴν λάμψη τοῦ ἴδιου λογοτεχνικοῦ φωτοστέφανου. Ἀλέξανδροι καὶ οἱ δύο, συμπατριῶτες, συνασκητές, συναθλητὲς τοῦ λόγου, ἀχώριστοι στὴν πίστη, στὴν πέννα καὶ στὸν πατσιά, ποῦ ἦταν στὴν ἐποχή τους «ἀκαδημία τῆς λογοτεχνικῆς μποεμίας», ὅπως χαριεντιζόμενος εἶπε ὁ Σπύρος Μελάς. (ἐφημ. «Ἐλεύθερον Βῆμα» (27-10-1929).

Οι δύο ΑλέξανδροιΓιὸς παπᾶ ὁ πρῶτος, ἐγγόνι ὁ δεύτερος, ξαδέρφια στενά, μὲ ἐπιρροὴ ἐκκλησιαστικῶν ἰδανικῶν πάνω τους, ποῦ πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἴδια βυζαντινὴ φλέβα, χριστιανοὶ ἀπὸ ἀνατροφὴ καὶ ἀπὸ ἰδιοσυγκρασία, κάνουν ἄρωμα τῆς χριστιανοσύνης τους τὸ ἐλαφρὸ καὶ τὸ χαρμόσυνο καὶ τὸ σκορπίζουν στὶς πλέον παγανιστικὲς γιορτὲς τῆς ἑλληνικῆς φύσης.

Μισοῦν τὰ εὔκολα καὶ δεινὰ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ οἱ δύο, συμφωνοῦν πῶς ὁ πλοῦτος εἶναι δυστυχία καὶ ἀσκήμια, ἂν δὲν διαχειρίζεται σωστά, ἡ φτώχεια εἶναι ὡραιότητα καὶ ἀρετή. Ἐξαίσιοι στὴν περιγραφὴ τῆς φτώχειας, ἀμείλικτοι στὴν ἰδιοκτησία, τὸ ἰδανικό τους ἡ ἁπλὴ ζωή. Ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ γεύση τῶν καρπῶν τῆς γῆς. Θέλουν τὴν ζωὴ χωρὶς τὴν ἀγωνία τῆς μεγάλης ἀπόλαυσης, θέλουν τὴν φυσικὴ κατάσταση. Εἶναι ἀπόκοσμοι. Θέλουν νὰ ἀγνοοῦν τὶς βιοτικὲς μέριμνες, μὲ τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη τους, μὲ τὶς μωρὲς φιλοδοξίες τους, μὲ τὰ θέλγητρα ποῦ αἰχμαλωτίζουν τὴν ζωή. Ἐπιζητοῦν τὴν μόνωση, τὴν ἐσωτερική. Τοὺς εἶπαν κάποιοι ἀκοινώνητους καὶ μισάνθρωπους, γιατί παρεξήγησαν τὶς ἐνοράσεις τους.

Εἶναι θαυμάσιοι ζωγράφοι τῆς φύσης καὶ τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς. «Ξέρουν», γράφει ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου, (ἐφημ. «Πατρὶς» 17-1-1921), «νὰ μᾶς ἠδονίζουν μέσα σὲ παρθένους θάμνους, νὰ μᾶς πηγαίνουν πίσω ἀπὸ κατσίκια πλανηθέντα εἰς τὴν κόψιν βράχων, νὰ μᾶς πλανοῦν εἰς ἀκρογιάλια καὶ ξηρονήσια, νὰ μᾶς κοιμίζουν ὑπὸ τὰ ἄστρα...».

Θαυμάσιο εἶναι τὸ διήγημα τοῦ Μωραϊτίδη μὲ τίτλο: «Μὲ τὰ πανιὰ τοῦ βοριᾶ», ὅπου ὁ συγγραφέας τραγουδᾶ τὴν θάλασσα. Ταξιδεύει ἐκεῖ μὲ μιὰ σκούνα. Ἄφθονες εἰκόνες θαυμαστές, βιβλικὲς καὶ μεθυστικὲς διηγήσεις φυσικῶν φαινομένων. Ἡ κίνηση τῆς θάλασσας γίνεται λυρικὸ τραγούδι, ἕνα τραγούδι φυσιολατρείας καὶ δράσης ἀπὸ τὴν Σκιάθο ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ ταξίδι καταλήγει σὲ μιὰ ἐκκλησιά. Ὁ καπετάνιος ἀλλάζει τὴν πατατούκα τοῦ μὲ τὸ ράσο τοῦ καλόγηρου. Ἐκεῖ ὁ συγγραφέας ἀρκεῖται νὰ βλέπη τὸ ἀργυρὸ μικρὸ ὁμοίωμα τῆς σκούνας του κρεμασμένο στὸν πολυέλαιο τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ προσεύχεται. Δηλαδὴ ἡ τρικυμία τῆς θάλασσας γίνεται προσευχή. Σ’ αὐτὸ τὸ διήγημα κρύβεται ὁλόκληρος ὁ Μωραϊτίδης.

Δυνατὴ ἀπεικονίζεται καὶ ἡ ἁπλὴ ζωὴ στὰ διηγήματά του «Καλικάντζαρος», «Κουκίτσα» κ.ἄ. κάτι παρόμοια μὲ «Τὸν Χριστὸ στὸ Κάστρο» τοῦ Παπαδιαμάντη.

Μᾶς παρουσιάζει τὸν ἱερέα καβάλα στὸ γαϊδουράκι του, χωμένο μέσα στὸ ζεστὸ σάλι ποῦ τὸν τύλιξε ἡ πρεσβυτέρα τοῦ, τριγυρισμένον ἀπὸ λίγους νησιῶτες, προπαντὸς εὐλαβικὲς γριοῦλες, νὰ πηγαίνουν στὰ ἐξωκκλήσια ἢ μισογκρεμισμένες ἐκκλησιές, νὰ λειτουργήσουν. Οἱ αἰσθήσεις τοὺς πάντα ἀνοιχτὲς καὶ ἄγρυπνες στὸ πανόραμα τῆς ἑλληνικῆς φύσης καὶ τῆς ἁπλῆς ζωῆς.

Στὸ διήγημά του «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου» γράφει καὶ τοῦτα: «Τὰ ἔθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅταν καταργῶνται, νεῦρον εὐαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν, ἥτις πονεῖ καὶ ὀδυνάται μεταδίδουσα τὸν πόνον εἰς ὅλον τὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος ὅστις δὲν ἔχει τὸ νεῦρον τοῦτο δὲν ἀνήκει εἰς ἔθνος. Εἶναι ἀλλότριος αὐτοῦ. Νομίζει πῶς εἶναι εἰς τὸν κόσμον ὅλον καὶ δὲν εἶναι πουθενά. Εἶναι εἰς τὸν ἀέρα, ἀεροβατεῖ...».

Ἀπόφευγαν καὶ οἱ δυὸ τὶς στενὲς γνωριμίες τοὺς μὲ ἄλλους λογοτέχνες. Μεταξύ τους εἶχαν στενὸ δεσμό. Στὰ μυστικά τους δεῖπνα μάλιστα, τὰ γενναῖα τους ἑλληνικὰ φαγοπότια, τὰ συντροφευμένα μὲ σιγαληνὰ ψαλμοτράγουδα καὶ χωρατά, ποῦ θυμίζανε θυμάρι μαζὶ καὶ λιβάνι, ἦταν πολὺ δυσκολότερα οἱ δυὸ φίλοι νὰ δεχτοῦνε συντροφιά. Μεγάλη ἦταν ἡ χάρη σου νὰ καθίσης νὰ φὰς μαζί τους τὰ παχιὰ λαδωμένα τους σαρακοστιανὰ καὶ νὰ τσουγκρίσης τὶς γιομᾶτες «καντῆλες ποῦ θύμιζαν τὶς ἀλησμόνητες καλογερικὲς "μακαριές". Ἅμα μάλιστᾳ τύχαινε», γράφει ὁ Γ. Βλαχογιάννης, «νὰ φτάση στὸν Πειραιᾶ σκιαθίτικο καράβι κι ἀριβάρανε στὴν ταβέρνα οἱ μεζέδες τοῦ νησιοῦ, ἀστακοουρὲς καὶ τέτοιες λιχουδιὲς λιαστές, μὰ δυσκολοχώνευτες, χωρὶς τῆς ρετσίνας τὸ μπόλικο κατάβρεγμα, τότε θά ‘σουνα πολὺ ἀδιάκριτος νὰ καλεστεὶς ἀδιάκριτα στὸ τραπέζι τους...» (ἐφημ. «Πολιτεία» 13-9-1925). Κι ἄλλες φορὲς πάλι, συγκεντρωμένοι, στοχαστικοί, ἀντάλλαζαν γνῶμες καὶ περνοῦσε τὶς πληροφορίες του ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μὲ κατάνυξη συνωμοτική.

Καὶ πολλὰ ἄλλα συνέδεαν τοὺς δυὸ αὐτοὺς μεγάλους διηγηματογράφους μας. Γεννήθηκαν καὶ οἱ δυὸ στὴ Σκιάθο κι ἔζησαν μὲ τὸ θλιβερὸ προαίσθημα καὶ οἱ δυὸ νὰ πεθάνουν περιστοιχιζόμενοι ἀπὸ τοὺς δικούς τους καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν γιὰ πάντα στὴν γῆ ποῦ τόσο ἀγάπησαν καὶ τραγούδησαν. Ἀπὸ Σκιαθίτες ἔγιναν μὲ τὸ ἔργο τους Πανελλήνιοι. «Κάθε καλλιεργημένη χώρα», γράφει ὁ Καμπούρογλου, («Νέα ἐφημερίς», 24-4-1891) «θὰ ἐθεώρει ἑαυτὴν εὐτυχῆ ἀνακαλύπτουσα μεταξὺ τῶν συγγραφέων της τοὺς δύο τούτους ἀστέρας, οἱ ὁποῖοι δύνανται ν’ ἀποβῶσι καύχημά της, ἐὰν συναθροισθῶσιν τὰ ἔργα τους... Τοιαῦται ἰδιοφυΐαι δὲν βγαίνουν ὡς μανιτάρια καθ’ ἑκάστην...».

Διέφεραν ὅμως καὶ σὲ πολλὰ οἱ δυὸ αὐτοὶ μεγάλοι τῆς Νεοελληνικῆς διηγηματογραφίας. «Ἔπαιξαν βέβαια στὴν ἴδια ὀρχήστρα, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὰ ὄργανα. Ὁ Παπαδιαμάντης κρατοῦσε τὸν γλυκύτερο αὐλὸ ποῦ ἔχει γνωρίσει ὁ νεώτερος πεζὸς λόγος. Ὁ Μωραϊτίδης κόντρα μπάσο» (Σ. Μελάς. ὅ.π). Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν πέρα γιὰ πέρα φύση καλλιτεχνική. Ἡ θρησκευτικὴ πίστη ἐνεργοῦσε σ’ αὐτὸν ὡς ζωντανὴ πηγὴ ἔμπνευσης. Ὁ Μωραϊτίδης ἦταν περισσότερο φύση ἀσκητική. Ἡ θρησκευτικότητά του σοβαρότερη καὶ αὐστηρότερη.

Καὶ φυσιογνωμικὰ διέφεραν. Ἔφεραν βέβαια καὶ οἱ δύο πλούσια καὶ κατάμαυρη γενειάδα, ἡ μορφὴ ὅμως τοῦ Μωραϊτίδη ἦταν πιὸ πλατειὰ καὶ πιὸ ἀνοιχτὴ ἀπὸ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ ἡ φορεσιά του «πιὸ εὐπρόσωπη». Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ μαῦρο μακρὺ παλτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ὁ Μωραϊτίδης δὲν ἀποχωριζόταν ποτὲ τὴν μαύρη στενὴ καὶ κοντὴ ζακέτα, τὸ μαῦρο παλτὸ καὶ τὸ ἠμίψηλο καπέλο.

Διαφορετικοὶ ἦταν καὶ στὸν χαρακτῆρα τους. Ὁ Παπαδιαμάντης, ποῦ οἱ συνθῆκες τῆς οἰκογενείας τοῦ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ περατώση τὶς σπουδές του, ἔβρισκε τὴν εὐτυχισμένη ὥρα του ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς καὶ καταφρονεμένους τῆς εἰδυλλιακῆς ζωῆς καὶ ἐθέλγετο ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος τῶν θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων. Ἐνδιαφέρετο περισσότερο γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τους. Ἔμεινε ἐκεῖνος ποῦ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἦταν ἕνα παιδὶ μὲ νούν, εἶπε κάποιος, πιὸ αἰσθαντικὸς καὶ πιὸ τρυφερός.

Οι δύο ΑλέξανδροιὉ Μωραϊτίδης εἶναι ὁ ἐπιστήμονας, ὁ λεπτολόγος, ὁ παρατηρητής, ὁ θρησκευτικὸς μαχητῆς, ἡ τραγωδία του βρίσκεται παροῦσα σὲ κάθε του κίνηση. Ἡ καρδία του εἶναι ἀσήκωτη ἀπὸ ἔγνοιες. Κινεῖται πάντα ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ ἀπόλυτου. Ἴσως λιγότερο προικισμένος ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ ἰδιόρρυθμος στὴν γλῶσσα του. Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ποῦ ἀφήνει πίσω κατὰ τί ὁ Παπαδιαμάντης τὸν Μωραϊτίδη εἶναι ποῦ ὁ πρῶτος μὲ προσωπική του συμμετοχὴ προσεγγίζει ὁ ἴδιος τὸ δρᾶμα τῶν ἡρώων του. Τὸν βλέπεις νὰ στέκεται μὲ ἄφωνη ἐγκαρτέρηση στὴν ἀναπόφευκτα ἐπερχόμενη σύγκρουση, ποῦ εἶναι ὡς ἕνα σημεῖο καὶ μοῖρα τοῦ συγγραφέα. Ἡ ζωὴ τῶν ἡρώων του εἰσχωρεῖ καὶ στὴν δική του. Καὶ ἡ γλῶσσα του ἔχει τὸ χάρισμα νὰ μεταγγίζη μέσα μας τὴν πιὸ διεισδυτικὴ θέρμη. Γι’ αὐτὸ τὸν ἐπεσκίασε ὁ θαλερὸς πλάτανος τοῦ διηγηματογράφου Παπαδιαμάντη. Εἶναι ἀσύγκριτες ὅμως οἱ σελίδες του, ὅσες κυρίως παρουσιάζουν ἀνθρώπινους χαρακτῆρες. Ἐκεῖνες ξεπέρασαν τὸ χρόνο καθὼς ἀποδίδουν καταστάσεις καὶ συμπεριφορὲς χαρακτηριστικὲς μιᾶς ἐποχῆς καὶ μιᾶς συγκεκριμένης κοινωνικῆς καὶ βιοτικῆς στάθμης.

Τὸν Παπαδιαμάντη τὸν γνωρίζει κανεὶς περισσότερο μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του, τὸν Μωραϊτίδη μέσα ἀπὸ τὴν ζωή του. Τὴν πίστη του ὁ Μωραϊτίδης δὲν τὴν ἐξαντλεῖ στὴν τυπολατρεία καὶ τὴν εὐλάβεια. Ἐξουσιαστής του εἶναι τὸ ἀπόλυτο. Τὸ δικό του δρᾶμα ἐξαντλεῖται σ’ ἕναν ἀπέραντο ἐσωτερικὸ μονόλογο ἢ σὲ ἕναν διάλογό του μὲ τὸν Δημιουργό. Κυριαρχεῖται ἀποκλειστικὰ σχεδὸν ἀπὸ τὸ συναίσθημα ὅτι πλησιάζει πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ αὐτὴ ἡ γραμμὴ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὰ ὑπερκόσμια δεσπόζει στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου του. Τὴν ἐπίγεια ζωὴ τὴν αἰσθάνεται σὰν ἔκτιση ποινῆς μὲ πόθο καὶ ὑπομονὴ ἀναμένοντας τὸ τέλος της. Ἐφάρμοζε πιστὰ τὴν παρακάτω συμβουλὴ τοῦ Μάρκου Αὐρήλιου:

«Μὴ λησμονεῖς, ἔλεγε πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁ ἀβάπτισος ἐκεῖνος χριστιανός, μὴ λησμονεῖς ὅτι εἶσαι ἁπλοὺς ταξιδιώτης. Τὸ πλοῖον ποῦ σὲ μεταφέρει εἰς τὴν πατρίδα σου προσορμίζεται εἰς ἕνα λιμένα, ἠμπορεῖς νὰ ἐξέλθης νὰ περιεργασθῇς τὴν πολυθόρυβον αὐτὴν πόλιν, νὰ ἴδης τὴν ἀγοράν της, τὰ ὑψηλά της κτίρια, τὰ καταστήματα, τὰ θέατρα, τὰς ἀσχολίας τῶν κατοίκων της. Ἠμπορεῖς ἀκόμη νὰ συνάψης συνομιλίας καὶ στιγμιαίας σχέσεις μὲ τοὺς κατοίκους της, τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς καπήλους, ἀλλὰ μὴ ἀπατηθῇς καὶ ἐπὶ μίαν στιγμὴν καὶ προσηλωθῇς εἰς τίποτε ἀπὸ αὐτά, τὰ παροδικά, τὰ ξένα, τὰ ἀδιάφορα. Ἔχε διαρκῶς τὴν προσοχὴν σοῦ εἰς τὸ πλοῖον σου, καὶ μὴ ἀπομακρυνθῇς πολὺ ἀπὸ τὸν λιμένα, διότι ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ὁ κυβερνήτης καλεῖ τοὺς ἐπιβάτας τοῦ διὰ τὸ τέρμα τοῦ ταξιδίου των».

Ἔζησε τὴν ζωὴ τοῦ καὶ ποτὲ δὲν ἐλησμόνησε πῶς ἦταν ἕνας παροδίτης καὶ ποτὲ δὲν πῆρε τὴν προσοχὴ τοῦ ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη πρόσκληση τοῦ κυβερνήτη. Συνέχεια φρόντιζε νὰ καθαρίζη τὴν ψυχή του καὶ σιγά-σιγά ἄρχισε νὰ ἀπαρνιέται τὰ ἐγκόσμια. Τώρα πιὰ δὲν εἶναι ὁ λογοτέχνης ποῦ δούλευε τὸν τρόπο τῆς ἔκφρασής του. Εἶναι ὁ πιστὸς ποῦ ἀναζητεῖ καὶ στὸν λόγο του μιὰ πρόσθετη λύτρωση. Παλεύει μέσα του ὁ τεχνίτης τοῦ λόγου μὲ τὸν πιστό. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν τὰ ἄλλα βιβλία καὶ ἄρθρα του, ὁ καημός του εἶναι νὰ τυπωθῇ ὁ τόμος τῶν 400 σελίδων ποῦ μὲ πλούσια σχόλια ἀφιέρωσε στὶς ὁμιλίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὶς ἀφιερωμένες στοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, καθὼς καὶ στὰ ἀφιερωμένα στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (Ναζιανζηνό) («Παρθενίας ἐγκώμιον» κ.ά). Ἀπομακρύνεται ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες μελέτες του καὶ ἀγκιστρώνεται στὰ Πατερικὰ κείμενα καὶ σὲ ὕμνους πρὸς τὸν Δημιουργό. Στὴν ἄκρη ἡ κλασσικὴ φιλολογία, ὅπου τὸ πὰν εἶναι ἐνσυνείδητο, τὸ πὰν ὑποβάλλεται κάτω ἀπὸ τὸ φὼς τῆς λογικῆς. Τὸν ἐνδιαφέρει ὁ θρησκευτικὸς ὕμνος, τὸ θυμίαμα, ἡ προσευχή, τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, ἡ «εἰς Κύριον ἀποδημία». Δυστυχῶς, ὁ θησαυρὸς τῶν ἔργων του, παράδεισος σωστός, ἔμεινε ἀθέατος ἀπὸ τοὺς πολλούς.

Ὡς καθηγητὴς στὸ Βαρβάκειο Γυμνάσιο μένει ὑποχρεωτικὰ στὴν Ἀθήνα. Ἡ μόνη ἀπόλαυσή του εἶναι νὰ ἐπισκέπτεται τὰ σκιαθίτικα καράβια στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Πατῶντας τὴν κουβέρτα τῶν καραβιῶν τῆς πατρίδας του, ἔχει τὴν συναίσθηση πῶς πατεῖ τὰ ἀγαπημένα χώματά της. Ἔτσι «Τοῦ βοριᾶ τὰ κύματα», ποῦ ἔγινε καὶ τίτλος τοῦ βιβλίου του, τοῦ φέρνουν τὰ χαιρετίσματα ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του νησί.

Ὁ ἔγγαμος βίος τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη

Τὸ 1900 φεύγει ἀπὸ τὴν δημόσια ὑπηρεσία. Στὴν οὐσία παύθηκε ἀπὸ τὸ Βαρβάκειο Γυμνάσιο, γιατί δὲν ὑπῆρχαν χρήματα νὰ πληρωθῇ. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ παντρεύτηκε μὲ τὴν Βασιλικὴ Φουλάκη, ποὺ τὴν γνώρισε στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου. Τὴν βαθειά του πίστη τὴν μεταβίβασε καὶ στὴν γυναῖκα του, ποὺ μαζί της πρὶν ἀκόμα παντρευτοῦν, γύριζαν μαζὶ στὶς ἐκκλησίες. Κι ὅταν παντρεύτηκαν στὸ σπίτι τους ἔβαλαν εἰκόνες καὶ κεριά, προσεύχονταν μαζί, ἔψελναν τὸν ἑσπερινό. Κάποτε μιὰ γρια Σκιαθίτισσα πῆγε στὴν Αἰδηψὸ γιὰ νὰ κάνη λουτρά. Ἔμαθε πὼς ἦταν ἐκεῖ ὁ κυρ-Αλέκος μὲ τὴν γυναῖκα του, νιόπαντροι, καὶ πῆγε νὰ τοὺς δή. Τοὺς βρῆκε νὰ κάθονται στὸ δωμάτιο ποὺ εἶχαν νοικιάσει τὴν ὥρα ποὺ ἔψελναν ἑσπερινό. Ξαφνιασμένη τοὺς ρώτησε: «Ὀσπιτεύετε ἡ καλογερεύετε;».

Λένε πὼς δὲν εἶχαν ἄλλο δεσμὸ μεταξύ τους ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶχαν συναναστροφὲς μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Μωραϊτίδης γλιστροῦσε ἀθόρυβα καὶ βιαστικὰ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, μὲ τὴν ἀπεριποίητη βιβλική του γενειάδα, γιὰ νὰ γίνη ἄφαντος νὰ χωθῇ γρήγορα στὸ ἱερὸ τοῦ σπιτιοῦ του μὲ τὰ μανουάλια καὶ τὰ ψαλτήρια, ὅπου ἱερουργοῦσε σὰν παπᾶς σὲ ἐρημοκκλήσι. Καὶ ἡ ἀγαπημένη τοῦ γυναῖκα δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ταπεινὴ ἐκκλησάρισσα στὸν μικρὸ ἐκεῖνο καὶ παράδοξο ναό. Τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχε ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανασία.

Ὁ θάνατος τῆς συμβίας του

Δὲν κράτησε ὅμως πολὺ ἡ συμβίωσή τους ἐκείνη. Ἡ γυναῖκα του, μοναχὴ Ἀθανασία, πεθαίνει καὶ αὐτὸ τὸν βυθίζει σὲ μεγάλο πένθος καὶ σὲ μεγαλύτερη σιωπή. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ μὲ ἡμερομηνία 30-10-1915, ἀπὸ τὴν Σκιάθο πρὸς τὴν Ἡγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ Κεχροβουνίου τῆς Τήνου, τὴν Θεοδώρα, μὲ τὴν ὁποία συνδέθηκε πνευματικά, θὰ γράψη ἀναφερόμενος στὸν θάνατο τῆς συζύγου του:

«Ὁ θάνατός της ὑπῆρξε κοίμησις, ἐλαφρὰ μετάστασις ἀπὸ μίαν ζωὴν εἰς τὴν ἄλλην. Δὲν μοῦ λέγεις πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολαύσω ἐγὼ αὐτὸ τὸ μακάριον τέλος. Διαβάζω ὡσὰν νὰ ἔχω στάδιον ἐμπρός μου, κάμνω σχέδια πάντοτε καὶ σκέψεις διαφόρους. Κι ἐκεῖ ὁποὺ διαβάζω, π.χ. πόσα ἔτη ταλαίπωροι σᾶς μένουν; Τί προσμένετε; Ἡ ζωή μας εἶναι 70 ἡ 80 τὸ πολὺ ἔτη. Τότε ἐξαφνιάζομαι ὡσὰν ἐξαφνιάζεται ἕνας εἰς τὸν ὕπνον του ἀπὸ ἕνα ράπισμα κατ’ ὄναρ.

Ἐξαφνιάζομαι καὶ βλέπω ὅτι 5 χρόνια μου μένουν, ἂν μοῦ μένουν καὶ αὐτά. Καὶ μένω ἄναυδος. Ἂλλ’ αὐτὸ πρέπει νὰ κάμνω; Νὰ μένω ἄναυδος; Πρέπει νὰ τρέξω, νὰ ἀρράξω εἰς ἕνα ἥσυχον λιμένα ὅπου τὰ 5 αὐτὰ χρόνια νὰ ἐπισκευάσω τὸ καράβι μου νὰ τὸ ἔχω ἕτοιμον διὰ τὸ ταξείδι τοῦ Ὠκεανοῦ. Ὁ νοῶν νοείτω....»

Σὲ ἄλλο οκτασέλιδο γράμμα γράφει:

«Νύκτα τῶν Χριστουγέννων 1915.

Ἀγαπητὴ ἐν Χριστῷ ἀδελφὴ κυρία Θεοδώρα.

«...Δὲν πρέπει νὰ παραξενεύεσθε διὰ τὴν ἀδυναμίαν μου τὴν σωματικήν, διότι τὸ πένθος ὡς εἶπας ἦτο, ναὶ ἦτο βαρύτατον. Καὶ μόνον ὁ θάνατος θὰ τὸ ἐξαλείψη μὲ σπαραγμόν. Βιάζομαι νὰ χωνεύω τὴν θλῖψιν, καὶ αὐτὸ φαίνεται βλάπτει σωματικῶς εἶναι ὅμως τώρα πολὺ ἐλαφρότερον, καὶ νὰ σοῦ τὸ παραστήσω κάπως αἰσθητῶς, φαντάζομαι ὅτι ἡ μακαρία Ἀθανασία μου κάπου ἀποδημεῖ καὶ μὲ περιμένει νὰ ὑπάγω καὶ ἐγώ».

Ὁ τραυματισμός του καὶ ἡ ἀντιμετώπισή του
Τὸ 1907 ἐπισκέπτεται τὸ Μέγα Σπήλαιο. Ἐκεῖ πέφτει καὶ χτυπᾶ τὸ πόδι του. Ὑποχρεώνεται ἀπὸ αὐτὸ νὰ μείνη ἀκίνητος ὡς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1908 στὴν κλινικὴ καὶ στὸ σπίτι του στὴν Σκιάθο. Οἱ συνθῆκες διαβίωσής του εἶναι τραγικές. Τὶς ἀπαριθμεῖ σὲ ἐπιστολές του πρὸς τὴν ἴδια Ἡγουμένη μὲ ἡμερομηνίες 8 καὶ 11-10-1916.

«Ἐν Σκιάθῳ τῇ 8ῃ Ὀκτωβρίου 1916

Θεοπεφιλημένη μου καὶ περιπόθητος ἀδελφὴ ἐν Χριστῷ.

Θύελλα καὶ ἀστραπαὶ καὶ κακοκαιρίαι καὶ βρονταὶ• ἡ στέγη τοῦ κελλίου μου σείεται διότι εἶναι ὑπὸ τὸ κωδωνοστάσιον τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας καὶ ἐν τῇ κορυφῇ τῆς πόλεως. Εἶναι 8 ἡ ὥρα περίπου τὸ βράδυ• μου ἔφεραν τὸ κατσαρολάκι μὲ ζωμὸν ἀπὸ πικραλίδας, οὕτω λέγουν ἐδῶ τὰ ραδίκια τοῦ βουνοῦ. Τὰ παράθυρα φεγγοβολοὺν ἀπὸ τὰς ἀστραπάς. Ἤρχισε βροχή. Καὶ ὡς φαίνεται θὰ διαρκέση ὄχι μόνο τὴν νύκτα ἀλλὰ καὶ ἡμέρας. Ἂλλ’ ὁ καιρὸς εἶναι νότιος θερμός. Ὅταν εἶναι κρύο καὶ βορρᾶς, καταβαίνω κάτω εἰς ἐν δωμάτιον (ὅπου καὶ κοιμῶμαι τώρα), τὸ ὁποῖον εἶναι σωστὸν σπήλαιον, φωτιζόμενον μόνον ἀπὸ τὴν κανδήλαν τῶν ἁγίων.

Ἐψάλαμεν ἀπόψε τὸν ἑσπερινὸν τῶν ὁσίων Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας. Ἔφερα μαζί μου καθὼς καὶ πέρυσι τὴν ἁγίαν εἰκόνα των καὶ τὴν ἐστόλισα μὲ ὡραῖα λουλούδια, κρίνα τῆς ἐρήμου κατὰ τὸ τροπάριον, πάλλευκα καὶ κάτι ἄλλα τῆς ἐποχῆς χρῶμα μέλιτος, βελούδινα μανιταράκια λέγομεν ἐδῶ. Θαῦμα τῶν ὁσίων. Διότι χωρὶς νὰ τὰ παραγγείλω, χωρὶς ἄλλην φορὰν νὰ μοῦ φέρουν, ἄγνωστος γυναῖκα μου τὰ ἔφερε χθὲς βράδυ ἀπὸ τὸ βουνὸ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντα παπα-Διονυσίου. Μοῦ τὰ ἔδωσε, λέγει, ἡ ἀδελφή σου, ὄχι αὐτὴ ποὺ συγκατοικῶ ἀλλ’ ἄλλη ἡ ὁποία δὲν γνωρίζει πὼς ἔχω τὴν πανήγυριν καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ὁσίων προφανῶς. Καὶ εἶναι κρίνα λευκὰ ποὺ εἰς τὸ χωρίον δὲν ἔχει κανείς. Καὶ ἦσαν πολλὰ κρίνα καὶ εὐωδίαζαν. Ἂν προφθάσω θὰ θέσω μέσα εἰς τὴν ἐπιστολὴν ἀπὸ τὴν ἁγίαν εἰκόνα.

Τὸ μεσημέρι μετὰ τὸ φαγητὸν μόνος μοῦ ἔπλεξα τὸ στέφανον καὶ εἰς τὰς 4 περίπου τὸ ἐπῆγα εἰς τὴν ἐκκλησίαν μετὰ τῆς εἰκόνος καὶ τὴν ἐτοποθέτησα καταλλήλως. Ὁ ἑσπερινὸς διήρκεσε 1,30 ὥρα• μέγας ἑσπερινός. Ἂν ὑπῆρχε ἀλεύρι θὰ ἔκαμνα ἀρτοκλασίαν, ἀλλὰ εἶναι νηστικοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ περιμένουν αὔριον τὸ ἀτμόπλοιον. Τώρα ὅπου γράφω οἰκονόμησα 50 δράμια πετρέλαιον μὲ παρακλήσεις πολλάς.

Βοήθειά μας οἱ ὅσιοι!»

Καὶ ἡ δεύτερη ἐπιστολή:

«Ἐν Σκιάθῳ τὴ 11 Ὀκτωβρίου 1916

Στεροῦμαι χειμερινοῦ οἰκήματος. Κοιμοῦμαι τώρα εἰς ὑγρὸν σπηλαιῶδες δωμάτιον καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ βλάπτει πολὺ ἡ ὑγρασία.

Πὼς ἐβάσταζαν οἱ Ὅσιοι εἰς τοὺς λάκους; Αὐτοὺς συλλογίζομαι καὶ ὁ νοῦς μου σαλεύεται. Διὰ νὰ ἵσταμαι ὀλίγον, διότι ἀπὸ τὸν καιρὸν τῶν καταγμάτων συνήθισα εἰς τὸ καθῆσθαι ἀείποτε, ἐπενόησα ἕναν κρεμαστήρα ὅπου τὸν ἔχω διὰ νὰ γυμνάζω τὴν θραυσμένην μου δεξιάν - τρία χρόνια παρημέλησα τώρα καὶ αἰσθάνομαι βάρος ὕποπτον καὶ ὡς ρευματικόν. Λοιπὸν κρεμῶμαι καὶ λέγω τὸ μεσονύκτιον, τὸν Ἑξάψαλμον, τὰς Ὠδὰς καὶ ὅσα γνωρίζω ἀπὸ στήθους...».

Ἡ βράβευσή του

Τὸ 1928 ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τὸν ἀνακηρύσσει ὁμόφωνα πρόσεδρο μέλος της. Ὁ Μωραϊτίδης οὔτε ποὺ πῆγε νὰ παραστῇ στὴν ἐκλογή του. Ἀρκέστηκε σὲ μιὰ εὐχαριστήρια ἐπιστολή του πρὸς τὸν πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας.

Ἡ μοναχική του κλίση

Ζοῦσε ἀποσυρμένος, παντελῶς ξένος πρὸς τὰ ἐγκόσμια. Ὁ ἀσκητισμός του ἦταν αὐστηρός. Συγγένευε μὲ ἐκείνων τῶν πρώτων ἀναχωρητῶν. Ἡ χριστιανικὴ ταπείνωση δὲν ἦταν ἄδεια λέξη γι’ αὐτόν. Τὴν εἶχε ντυθῇ κατάσαρκα ἡ ψυχή του. Καταδίκασε στὴν ψυχή του τὴν ἐγκόσμια ζωὴ γιὰ νὰ βρῇ λύτρωση στὴν σιωπὴ τῆς ἔκστασης, στὴν οὐρανοπολιτεία τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου θὰ ἀντάμωνε Ἐκεῖνον. Διψοῦσε γιὰ ἀλήθεια ἐσωτερική. Ἄκουε τὴν φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὴν Μάρθα ὅτι: «ἑνὸς ἐστὶ χρεία». Ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτὸ τὸ κάλεσμα, παίρνει τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάζεται Ἀνδρόνικος. Γιὰ μιὰ ἁπλὴ ἀλλαγὴ ρούχων πρόκειται, γιατί ὁ Μωραϊτίδης δὲν ἔγινε τότε μοναχός, ἦταν μοναχὸς καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀναφέρονται στὰ πιὸ αὐστηρὰ μοναστήρια. Ἁπλὰ ἔδωσε τὴν ἐξωτερικὴ φόρμα στὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς του.

Ἡ κουρά του ἔγινε στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες τῆς Σκιάθου. Μὲ μεγάλη χαρὰ ντύθηκε τὸ «Ἀγγελικὸ Σχῆμα» γιὰ νὰ εἰσέλθη στὸν νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα γράμμα του ποὺ ἔστειλε λίγες μέρες ἀργότερα σὲ μιὰ εὐλαβικὴ κυρία τῶν Ἀθηνῶν καὶ δημοσιεύθηκε στὴν «Ἑστία», νομίζει κανεὶς πὼς εἶναι γραμμένο ἀπὸ καθολικὴ παρθένα δεκατεσσάρων ἐτῶν, ποὺ ἔκαμε τὴν πρώτη μετάληψή της καὶ διηγεῖται σὲ μιὰ φιλενάδα της τὴν χερουβικὴ τελετή. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μωραϊτίδης μὲ ἕνα παρθενικὸ ὕφος μιλάει γιὰ τὰ ράσα του, ποὺ τοῦ στέκανε ὡραῖα, γιὰ τὶς καμπάνες τῆς ἐκκλησίας, ποὺ σήμαιναν χαρμόσυνα, γιὰ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ ἐκκλησιάσματος, ποὺ δὲν χόρταιναν νὰ τὸν καμαρώνουν μέσα στὸ «Ἀγγελικὸ Σχῆμα».

Καὶ στὴν παραπάνω Ἡγουμένη Θεοδώρα θὰ γράψη στὶς 16-9-1929:

«Σήμερον εἶχον τὴν μεγαλυτέραν ἑορτὴν τῆς ζωῆς μου. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπόθουν ἀπὸ τόσα χρόνια, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ ψυχή μου ἐμελετοῦσε νύκτας καὶ ἡμέρας, τὸ ἀπήλαυσα, τὸ ἀπέκτησα. Τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα. Δὲν εἶμαι πλέον ὁ Διδάσκαλος Ἀλέξανδρος, ὁ πρεσβύτης, ὁ πολυάσχολος μὲ τὰς μερίμνας τοῦ κόσμου. Εἶμαι ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος...».

Ὁ θάνατός του

Ὁ θάνατος τοῦ Ἀνδρόνικου-Αλέξανδρου Μωραϊτίδη ἦρθε τὸ 1929. Πέθανε σὰν τὸν Τολστόϊ σὲ ἕνα μοναστήρι. Μιὰ καλόγρια τοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια. Ἔτσι πέρασε στὴν γαλήνη τῆς αἰωνιότητας «εἰς προϋπάντησιν τοῦ Σωτῆρος», ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε.

 

Ὁ Σεβασμιώτατος γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη στὰ «Πρωτοκλήτεια 2011»

Τὴν 4η Νοεμβρίου ἐ.ἔ. στὴν Διακίδειο Σχολὴ Πατρῶν καὶ στὰ πλαίσια τῶν «Πρωτοκλητείων 2011» ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Πατρῶν πραγματοποιήθηκε ἐκδήλωση μνήμης γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ποὺ περιελάμβανε ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου καὶ ὕμνους καὶ τραγούδια ἀπὸ τὴν Πολυφωνικὴ Χορωδία Πατρῶν, μὲ χοράρχη τὸν κ. Ἰωάννη Κόττορο.

Τὴν ἐκδήλωση προλόγισε ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν κ. Χρυσόστομος, ἀναφέρομενος μὲ θερμὰ λόγια τόσο στὸ πρόσωπο τοῦ μεγάλου λογοτέχνη ὅσο καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ ὁμιλητοῦ.  Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰερόθεος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν οἰκεῖο Ποιμενάρχη καὶ ἐξῆρε τὴν καλὴ γειτονία τῶν δύο Μητροπόλεων, καὶ ὕστερα ἀπὸ μιὰ μικρὴ εἰσαγωγή, στὴν ὁποία παρουσίασε τὸ ὀρθόδοξο ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐπικέντρωσε τὴν προσοχὴ σὲ πέντε σημεῖα.

Στὸ πρῶτο περιέγραψε τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο γεννήθηκε καὶ ἔζησε ὁ Παπαδιαμάντης. Πρόκειται γιὰ τὴν μεταεπαναστατικὴ περίοδο, στὴν ὁποία γίνονταν διάφορες διεργασίες γιὰ τὸν ἀπογαλακτισμὸ τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴν ἕως τότε παράδοσή της καὶ τὴν προσάρτησή της στὴν Εὐρώπη, δηλαδὴ γινόταν ἕνας πολιτιστικὸς ἐκσυγχρονισμὸς τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὸ ὁ Σεβασμιώτατος τὸ στήριξε σὲ κείμενα τῆς Ἕλλης Σκοπετέα, τῆς Εὐθυμίας Μαυρομιχάλη, τοῦ Charles Frazee, τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, τοῦ Κωνσταντίνου Μανίκα κλπ. Μάλιστα, ὅταν ὁ καθολικὸς βασιλεὺς Ὄθων ἦλθε στὴν Ἑλλάδα, συνοδευόταν ἀπὸ μιὰ τριμελῆ (τρόϊκα) ἀντιβασιλεία, ποὺ ἦταν Προτεστάντες, γιὰ νὰ ὀργανώση τὸ κράτος μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο ὁ Παπαδιαμάντης δὲν ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὰ δυτικὰ ρεύματα καὶ παρέμεινε πιστὸς στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, γράφοντας γιὰ τὰ ἤθη καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ.

Στὸ δεύτερο σημεῖο ἀνέλυσε τὸ πὼς ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε καὶ ὁμιλοῦσε γιὰ τὸν Θεό. Δὲν ἦταν ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ὁ ἀπρόσιτος καὶ σκληρὸς οὔτε ὁ Θεὸς τοῦ Ἄνσελμου Καντερβουρίας ποῦ ἦταν ἕνας φεουδάρχης καὶ ζητοῦσε ἱκανοποίηση, ἀλλὰ ἦταν ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας, ὅπως τὸν γνώρισε ἀπὸ νηπτικοὺς πατέρες, ποῦ ὀνομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στὸ Ἅγιον Ὅρος ὅσο καὶ στὴν Σκιάθο. Εἶναι Θεὸς ἀγάπης, ποῦ συμπονεῖ τὸν ἄνθρωπο, ποῦ τὸν ἀγαπᾶ, ποῦ ἀγαπᾶ πιὸ πολὺ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποῦ συναισθάνονται τὴν πνευματική τους φτώχεια. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ ἔργο του.

Στὸ τρίτο σημεῖο παρουσίασε τὴν εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη, ποῦ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν καλβινιστικὸ πουριτανισμό, δὲν διακρίνεται ἀπὸ κάποια πουριτανικὴ ἠθική, ἀλλὰ εἶναι ἡ εὐσέβεια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἀπὸ τὸν δυτικὸ πουριτανισμὸ εἶχε ἐπηρεασθῇ ὁ Νῖκος Καζαντζάκης ποῦ χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἁγίους, σὲ ἠθικοὺς καὶ ἀνήθικους, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, μὲ βάση ἐξωτερικὰ κριτήρια. Ἀντίθετα ὁ Παπαδιαμάντης βλέπει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι κατ' εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένοι. Δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, ἀλλὰ σὲ ὅλους βλέπει ὅτι εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος, παρὰ τὴν πτώση του, διασώζει τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας, παραμένει μέσα του τὸ κατ εἰκόνα ἔστω καὶ ἀμαυρωμένο, μαζὶ μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες τῆς πτώσεως. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ ἔχη εὐαισθησία καρδιακὴ γιὰ νὰ βλέπη τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ δόξα μέσα στὴν κατὰ κόσμον ἀδοξία.

Στὸ τέταρτο σημεῖο ὑπογράμμισε τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτοῦ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καὶ δοξάζει καὶ ὑπακούει ταπεινὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.

Στὸ πέμπτο σημεῖο παρουσίασε τὸ φιλοκαλικὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅπως φαίνεται σὲ ὅλα τὰ ἔργα του. Εἶναι ἕνα ἦθος ποῦ ἔχει ἐπηρασθὴ ἀπὸ τοὺς φιλοκαλικούς-κολλυβάδες πατέρες τοὺς ὁποίους γνώρισε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ στὴν Σκιάθο. Αὐτὸ τὸ ἦθος διαπνέεται ἀπὸ τὴν προσευχή, τὴν λατρεία, τὴν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ, τὴν νηστεία, τὴν ταπείνωση, δηλαδὴ τὴν ἀποφασιστικὴ πλευρὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Καὶ στὸ ἕκτο σημεῖο παρουσίασε τὶς ἀπόψεις δύο Ἐπαχτιτὼν (Ναυπακτίων) γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, δηλαδὴ τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη καὶ τοῦ Σταμάτη Σταματίου, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ Στάμ-Στάμ.

Καὶ ὁ Σεβασμιώτατος κατέληξε:

«Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη ἐκφραζόταν ἀπὸ αὐτὸ ποῦ χαρακτηρίζουμε Ρωμηοσύνη, αἰσθανόταν τὸν Θεὸ ὡς ἀγάπη, ὁ ἴδιος ἀγαποῦσε τοὺς ἄλλους, ἀκόμη καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ὁποίους σκέπαζε μὲ τὴν φιλανθρωπία του, ζοῦσε ταπεινὰ καὶ ἁπλὰ μὲ ἀπόλυτη πτωχεία. Ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἕνα κερὶ ποῦ λυώνει, σὰν ἕνα λιβάνι ἁγιορείτικο ποῦ μοσχοβολᾶ τὸν κόσμο, σὰν τὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ ποῦ καίγεται καὶ ἀφήνει μιὰ εὐωδιά. Εἶχε μιὰ γλύκα στὰ μάτια: «κι' ἀπὸ τὰ μάτια του ἔσταζε μιὰ γλύκα». Ἔτσι καὶ ἔκλεισε τὴν ζωή του, ψάλλοντας «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου», προσευχόμενος στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τὸν πρόδρομο τῶν μοναχῶν. Ἡ μοσχοβολημένη ἀπὸ ἁγιορείτικο λιβάνι ὕπαρξή του, μοσχοβόλησε τὰ γραπτά του. Πέρασε στὰ κείμενά του, χωρὶς καμμιὰ ἰδιαίτερη προσπάθεια, ὅλο τὸν κόσμο τῆς λατρείας καὶ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Ὁμολογῶ ὅτι κάθε φορὰ ποῦ διαβάζω Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη λιβανίζομαι ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο θυμίαμα, μυρίζω τὸ ἁγιορείτικο ἁγιοκέρι καὶ χύνω δάκρυα προσευχῆς καὶ ἱκεσίας γιὰ τὸν μπαρμπα-Αλέξανδρο ποῦ τώρα τραγουδάει «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» μαζὶ μὲ τὴν Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου τοῦ τοῦ Νικόλα Μπούκη, ποῦ ἔγινε ἀγγελούδι τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ τὰ τραγουδάει μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τῆς νηφαλίου μέθης, αὐτὸς ὁ μεθύων ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο κρασὶ τῆς ἀγάπης τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ποτισμένος ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ μιὰ τέτοια μορφὴ χρειαζόμαστε σήμερα ὡς πρότυπο, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποῦ ἀσχολούμαστε μόνο μὲ τὰ οἰκονομικὰ ζητήματα καὶ ἀφήσαμε πεινασμένο τὸν ἐσωτερικό-ψυχικό μας κόσμο, ποῦ ἀσχολούμαστε μόνον γιὰ τὴν "μένουσαν πόλιν" καὶ ἐγκαταλείψαμε τὴν "μέλλουσαν πόλιν", τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός».

Τὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων στὸν Παπαδιαμάντη

Κώστα Παπαδημητρίου

Οἰκία Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ΣκιάθοςΠᾶνε ἀρκετὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Στὴν Ναύπακτο, ἕνα ἀρκετὰ εὐκατάστατο ἀνδρόγυνο εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Ἀγγλία νεαρὴ Ἀγγλίδα δασκάλα νὰ διδάσκη τὰ παιδιά του στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα. Ἐκείνη θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὴν εὐκαιρία τῆς παραμονῆς της στὴν Ἑλλάδα νὰ μάθη ἑλληνικά. Καὶ ἐκλήθη ὁ ὑποφαινόμενος μὲ τὰ πάμπτωχα ἀγγλικά του νὰ τῆς διδάξη τὰ ἑλληνικά, μὲ σχετικὸ ἀντιμίσθιο βέβαια. Τὸ πρόγραμμα προχωροῦσε κανονικὰ μὲ ἀρκετὲς δυσκολίες συνεννόησης λόγῳ τῆς δικῆς μου γλωσσικῆς πενίας τῶν ἀγγλικῶν. Ἀλησμόνητος θὰ μοῦ μείνη ὁ ἑξῆς διάλογος μαζί της. Ἦταν παραμονὴ Χριστουγέννων , θυμᾶμαι, καὶ μοῦ εἶπε:

-Αὔριο καὶ μεθαύριο δὲν θὰ εἶμαι ἐδῶ γιὰ νὰ γίνη τὸ μάθημα. Θὰ πάω στὴν Πάτρα, ὅπου μὲ ἄλλους συμπατριῶτες μου καὶ Ἕλληνες φίλους, οἱ πιὸ πολλοὶ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, θὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα.
-Καὶ πῶς θὰ γιορτάσετε, τῆς ἔκανα τὴν ἀδιάκριτη ἐρώτηση.
-Νά, θὰ μαζευτοῦμε σὲ ἕνα φιλικὸ σπίτι καὶ θὰ πίνουμε οὐΐσκι ἢ μπύρα.
-Καὶ πόση ὥρα καὶ πόσο ποτὸ θὰ πιῆτε, τὴν ξαναρώτησα.
-Ὅλη τὴ νύχτα, ὥσπου ὁ καθένας νὰ χάση τὶς αἰσθήσεις του καὶ νὰ κοιμηθῇ ὅπου βρίσκεται. Ἐκεῖ θὰ μείνη ὡς τὸ ἀπόγευμα. Ὕστερα θὰ φᾶμε κάτι καὶ θὰ ἀρχίση πάλι τὸ ποτό.

Ὡραία τιμὴ στὸν ἑορταζόμενο Θεάνθρωπο, εἶπα μέσα μου, κι ἀμέσως θυμήθηκα τὰ δικά μας ἁγνὰ καὶ χαρούμενα Χριστούγεννα. Προπαντὸς ἐκεῖνα τὰ ἔθιμα ποῦ ζούσαμε στὰ μικρὰ χωριά μας, μὲ τὰ ὁποῖα νιώθαμε τὴ μεγάλη χαρὰ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σήμερα, λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ μεγάλη γιορτή, θυμᾶμαι ἐκεῖνον τὸν διάλογο μὲ τὴν ἀγγλίδα καὶ ὁ νοὺς μοῦ πετάει σὲ κάποιες σελίδες τῶν διηγημάτων τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη, ποῦ ἀναφέρονται στὸν ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων στὴν ὕπαιθρο. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει τὴν τέχνη νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ψυχικὲς ἀνάγκες τοῦ Ἕλληνα. Προσφέρει στὴν ἀγωνιῶσα συνείδησή μας μιὰ ζωογόνο πηγὴ γαλήνης. Ἡ προσφορά του γίνεται περισσότερο κατανοητὴ στὸ ἑορταστικὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων. Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε κομψοτεχνήματα λογοτεχνικὰ μέσα στὰ ὁποῖα ἀναδεύεται ἡ ψυχὴ τοῦ Ἕλληνα, μὲ τὰ ὡραῖα ἤθη καὶ ἔθιμα, τὴ γεμάτη εὐγένεια διάθεσή του, τὸ χιοῦμορ, τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ πόνου, τὴν λατρευτικὴ ἀνάταση, τὸν αὐθορμητισμὸ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, γεμίζουν τὶς σελίδες τῶν ἔργων του. Μὲ τὴν τέχνη του διαχέεται στὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν τὸ σιωπηλὸ πάθος τῆς πίστης.

Σὲ κάνει νὰ γυρίζης πίσω σὲ κάποια χρόνια μακρινά, ποῦ τὸ ἐγώ σου τὰ γυρεύει μὲ λαχτάρα. Ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐποχὲς καὶ τὴν ἡλικία. Μέσα του ὅμως ὁ ἀλλαγμένος ἄνθρωπος κοντὰ στὴ σκέψη του καὶ τὶς ἀδυναμίες του κρατάει κάτι ἀπὸ ὅ,τι ἔζησε στὴν παιδική του ἡλικία. Αὐτὸ τὸ κάτι, τὸ παιδικό, τὸ λαχταριστό, τὸ περασμένο καὶ χαρούμενο, τὸ ξαναζωντανεύει ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τὸ φέρνει ὁλόρθο μπροστά μας. Τὸ κοιτᾶς τότε καὶ νιώθεις πῶς δὲν ξέμαθες νὰ αἰσθάνεσαι, νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ λαχταρᾶς τὴν ἁπλότητα, τὴν ἁγνὴ ὀμορφιά, τὴν ἠμεράδα καὶ γλυκύτητα στὴν πλάση, τὴν καλοσύνη τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων μὲ τὰ πάθη τους, τὶς μικροκακίες τους. Ζῆς κι ἐσὺ τότε μιὰ ζωὴ φυσική, χειροπιαστὴ καὶ ἁπλοϊκή, αὐτὴ ποὺ ταιριάζει στὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς φύσης τῆς Ἑλλάδας. Ἡ γιορταστικὴ ἐπικαιρότητα τοῦ Δωδεκαημέρου τῶν Χριστουγέννων διαχέεται στὰ διηγήματά του πανηγυρικά, θρησκευτικά, μὲ λυρικὴ ἔκσταση, μπροστὰ στὸ κάλλος τῆς φύσης καὶ ἐξοικείωση μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ ἀνυποψίαστους συντοπῖτες του, ποὺ τοὺς ἀναβιώνει καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ ἑορταστικὸ πλαίσιο. Παραθέτουμε μερικὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα.

Στὸ διήγημα τοῦ «Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ» μὲ γλῶσσα ἁπλὴ καὶ πυκνή, χωρὶς περίτεχνα φτιασιδώματα, ἀναφέρεται στὸ ἱστορικὸ τῆς μεγάλης γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

«Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τόβαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κι ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τους στὸ παχνὶ κι ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θάρθη τὸ βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴ Λουλούδω!

Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακρυὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι ἔπεσαν κι ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ’ ἀγγελούδια ποῦ ἔψαλλαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»! Ἔμειναν γονατιστοί, μ’ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κι ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θάρθη τὸ βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴ Λουλούδω!

Ἔφτασαν κι οἱ τρεὶς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κι ἐφοροῦσαν μακρυὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ’ ἀστεράκι, κι ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε καὶ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φώς, ποῦ παραμέριζε τῆς νυχτὸς τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεὶς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ' τὶς καμῆλες τους, ἐμβῆκαν στὸ Σπήλαιο, κι ἔπεσαν κι ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κι ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.

-Νά! τώρα θάρθη τὸ βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴ Λουλούδω!»    («Τὸ Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ», Α` σελ. 392)

Στὸ ἔργο τοῦ «Ὁ Ἀμερικάνος» ὁ κεντρικός του ἥρωας Ἰωάννης Μοθωνιὸς γυρίζει στὴν πατρίδα του, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἀπουσίας, γιὰ νὰ παντρευτῇ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του Μελαχροινὴ Κουμπουρτζῆ. Μῆνες καὶ χρόνια ἐκείνη μὲ τὴ μάνα της, τὴ θεια-Κυρατσώ, ἀπελπισμένες τὸν περίμεναν. Οὔτε γιορτές, οὔτε χαρὲς στὸ φτωχικό τους. Καὶ νά, μιὰ παραμονὴ Χριστουγέννων γυρίζει ὁ Ἀμερικάνος. Δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν οἱ κάτοικοι. Αὐτὸς περιέρχεται τὰ στενὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ γιὰ ν’ ἀναγνωρίση τὸ σπίτι τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς του. Ἀκούει παιδικὲς φωνές. «Ἴσως ἤκουε τὰ διασταυρούμενα καὶ φεύγοντα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ὡς λάλημα χειμερινῶν στρουθίων, ἄσματα τῶν παίδων τῆς γειτονίας, οἵτινες ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας, ἔψαλλον τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ μὲν ἠκούοντο οἱ στίχοι:

«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου

ἐβγὰτ’ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται...», φωναὶ ἀθῶαι, ἄχροοι, χαρωπαί, φωναὶ παιδικῆς χαρᾶς καὶ εὐθυμίας.

Πῆγαν καὶ στὸ φτωχικὸ τῆς γριᾶς Κυρατσοὺς τὰ παιδιά. Χτυπᾶνε τὴν πόρτα.

-Νὰ ρ’ θοῦμε νὰ τραγουδήσουμε, θειά;, ρωτᾶνε.

Βγαίνει στὴν πόρτα μὲ μαύρη μαντήλα ἡ γριὰ Κυρατσὼ καὶ μὲ θλιμμένη φωνὴ τοὺς λέει:

-Ὄχι, παιδάκια μ’ , τί νὰ τρὰγ’δήστε ἀπὸ μᾶς; Ἔχουμε καὶ μεὶς κανένα; Καλὴ χρονίτσα νάχετε καὶ σῦρτε ἀλλοῦ νὰ τράγ’δήστε. Τοὺς ἔβαλε μίαν πενταρίτσαν εἰς τὴν χείραν καὶ κεῖνα ἔφυγαν εὐτυχισμένα».

Τὸ βράδυ ἔφτασε στὸ σπίτι τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς του ὁ Ἀμερικάνος καί:

«Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θειὰ Κυρατσὼς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζον θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις «δὲν ἔχουμε κανένα» καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ μᾶς;», κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτά, μὲ τὰς ὑέλους ἀπαστραπτούσας, μὲ τὴν θύραν συχνὰ ἀνοιγοκλειομένην, μὲ δυὸ φανάρια ἀνηρτημένα εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ ἐλαφρῶς διερχομένας σκιᾶς, μὲ χαρμοσύνους φωνὰς καὶ θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθῶσιν. Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθον εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Μετὰ τρεὶς ἡμέρας, τὴ Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ γέννησιν, ἐτελοῦντο ἐν πάσῃ χαρὰ καὶ σεμνότητι οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.

Ἡ θειά-Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν ἐπ' ὀλίγας στιγμὰς τὴν χρωματιστὴν «πολίτικην» μανδήλαν, διὰ ν’ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τὸ ἑσπέρας, ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην, ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων'

-Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τράγ’δήστε.....»             («Ὁ Ἀμερικάνος», τόμ. Γ` σελ. 257-8).

Τὰ ἑπόμενα ἀποσπάσματα παρέχουν παραδείγματα ζωντανὰ πιστῶν στὴν ἀποστολή της ἱερέων, ποὺ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους πᾶνε σὲ ἀπόκρημνα μέρη μὲ ἄγριες καιρικὲς συνθῆκες, ὅπου βρίσκονται φτωχὰ ἐρημοκκλήσια, γιὰ νὰ λειτουργήσουν τὸ Δωδεκαήμερο καὶ νὰ νιώσουν καὶ οἱ ἀποκλεισμένοι ἐκεῖ ξωμάχοι τὴ χαρὰ τοῦ μεγάλου γεγονότος, τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ:

«Ἐπάνω στὸν βράχον τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας της Κατευοδότρας....Σαν ἦρθε ὁ Χριστὸς ν’ ἀγιάση τὰ νερά, γιὰ νὰ βαφτιστῇ ἡ πλάση, μιὰ Χριστιανὴ ἀρχόντισσα, ἡ Χατζηγιάνναινα, ποὺ εἶχαν σκαρώσει τὰ παιδιά της δυὸ καράβια, ἔταξε στὴν Παναγία. Κι ἔχτισε αὐτὸ τὸ παρεκκλήσι, γιὰ τὸ καλὸ κατευόδιο των παιδών της. Ἂς δώση ἡ Παναγία καὶ σήμερα νὰ’ ναὶ κατευόδιο στοὺς ἄνδρες σας, στ’ ἀδέρφια σας καὶ στοὺς γονιούς σας...

Ὅλον τὸν χειμῶνα παπᾶς δὲν ἤρχετο νὰ λειτουργήση. Ὁ βορρᾶς μαίνεται καὶ βρυχᾶται τὸ πέλαγος, τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κῦμα λυσσᾶ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Κι ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτην του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένο βαθιὰ στὴν γῆ, καὶ τὸ ἐρημοκκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλιὰ θαλασσαετοῦ, στεφανώνει τὴν κορυφήν του.

Ὅλον τὸν χρόνον παπᾶς δὲν ἐφαίνετο καὶ καλόγηρος δὲν ἤρχετο νὰ δοξολογήση. Μόνον τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων κατέβαινεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βραχώδους βουνοῦ, ἀπὸ τὸ λευκὸν μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, μὲ φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιὰ καὶ κυματίζοντα βαθιὰ γένεια, ἕνας γέρων ἱερεύς, «ὡς νεοττός της ἄνω καλιὰς τῶν Ἀγγέλων», διὰ νὰ λειτουργήση τὸ παλαιὸν λησμονημένον ἐρημοκκλήσι. Ἐκεῖ ἤρχοντο τρεῖς-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, ἀλειτούργητοι, ἀλιβάνιστοι, ἤρχοντο μὲ τὶς φαμίλιες των, τὶς ἀνέβγαλτες καὶ ἄπραχτες, μὲ τὰ βοσκόπουλά των, τ’ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα, ποὺ δὲν ἤξευραν νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, διὰ νὰ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ καὶ εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας ὁ γηραιὸς παπᾶς μὲ τοὺς πτερουγίζοντας βοστρύχους εἰς τὸ φύσημα τοῦ βορρᾶ, καὶ τὴν βαθεῖαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εἰς τὸν μέγαν ἀπλωτὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς ἀγρίους θαλασοπλήκτους βράχους, διὰ νὰ φωτίση κι ἀγιάση τ’ ἀφώτιστα κύματα....» «Τὸ ἀγνάντεμα» τόμ. Α` σέλ.362)

«Τῷ ὄντι ἡ γραῖα, ἀντὶ νὰ μείνη εἰς τὸ χωρίον νὰ κάμη Χριστούγεννα, μαθοῦσα ὅτι ὁ παπα-Κωνσταντὴς ὁ Μπρικόλας ἔμελλε ν’ ἀνέλθη τὸ πρωΐ, κατὰ πρόσκλησιν ποιμένων καὶ γεωργῶν τινων, εἰς τὸ βουνὸν νὰ λειτουργήση τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἠλία, ἐπροτίμησε νὰ ὑπάγη εἰς Κεχρεὰς τὸ ρέμα, νὰ πειθαναγκάση τὴν κόρην της καὶ τὰ ἐγγονάκια της νὰ σηκωθῶσι τὸ πρωΐ ν’ ἀνέλθωσιν εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, ἐπὶ ὀροπεδίου γείτονος τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, μίαν ὥραν ἀπὸ τὸ χωρίον καὶ μίαν ὥραν ἀπὸ Κεχρεάν, διὰ νὰ λειτουργηθοῦν καὶ μεταλάβουν, διὰ νὰ τοὺς ἀνθρωπέψη ὀλίγον, ἔλεγε, καθ' ὅσον ἔμενον ἐπὶ μῆνας ἀλειτούργητοι κάτω εἰς τὸ βαθὺ ρέμα...» («Ἀλαφροΐσκιωτος» τ. Β` σελ. 81-82).

Στὸ «Χριστὸ στὸ Κάστρο», ὁ παπα-Φραγκούλης δὲν μᾶς ἐκπλήσσει γιὰ τὶς θεολογικές του γνώσεις-ἂν εἶχε- ὅσο γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του στὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐνορῖτες του ἄφησαν παραδείγματα πιστῆς τήρησης τῆς παράδοσης συνδυασμένης μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο.

«Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη της Μυλωνοῦς τους ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπὰν’ στὸ Κάστρο στὴν πέρα πάντα στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο, τ’ ἀκούσατε;». Αὐτὰ εἶπε φωναχτὰ τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ὁ παπα-Φραγκούλης. Τὸν ἄκουσαν ἡ παπαδιὰ καὶ οἱ γειτόνοι καὶ ὅλοι ἔπεσαν σὲ ἀγωνία. «Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουμε; εἶπε ὁ Πανάγος, ὁ μαραγκός. Ἀπ’ τὴ στεριὰ ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι, κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά....»

«Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήση τὸ Χριστό, στὸ Κάστρο, ἐπανέλαβε ὁ ἱερεύς, θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. Πέρσι ποὺ ἦταν ἐλαφρότερος ὁ χειμῶνας δὲν πήγαμε...φέτος ποὺ εἶναι βαρύς....»

Καὶ στὶς φοβίες καὶ ἀντιρρήσεις του Πανάγου πρόσθεσε:

«Πανάγο, ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλὸ καὶ γιὰ τὴν εὐφορία τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγεία ἀκόμα. Ἀνάγκη δὲν ἔχει ὁ Χριστὸς νὰ πᾶνε νὰ τοῦ λειτουργήσουνε. Μὰ ὅπου εἶναι μερικὴ προαίρεσις καλή, κι ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώση, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, κι ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήση κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθὸς καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια....Εκεί ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα....»

Δὲν ἄργησαν ὅλοι νὰ συμφωνήσουν μὲ τὴ γνώμη του παπα-Φραγκούλη. Ἦταν συνολικὰ δεκαπέντε. «Εὐτυχῶς δὲν ἐχιόνιζεν, ἀλλ’ ὁ ἄνεμος ἦτο παγερός». Ἐπιβιβάστηκαν σὲ βάρκα καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφτασαν κάτω ἀπὸ τὸ Κάστρο. Ἄφησαν τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβηκαν στὸ Κάστρο. Ἐκεῖ συνάντησαν τὸν Ἀργύρη της Μυλωνοῦς καὶ τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη.

«Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσεν τὴν ψυχήν των, ὥστε, ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἐνύσταζον τινὲς αὐτῶν, ἠσθάνθησαν τόσον τὴν χαράν του νὰ ζῶσι καὶ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις».

Ὁ παπα-Φραγκούλης βγῆκε στὴν πύλη κι ἔψαλλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστὴρ» καὶ ὕστερα τὸ «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀπαύστως ἐκεῖ....Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες τῷ σήμερον τεχθέντι».

Ξαφνικὰ ἀκούστηκαν φωνὲς ἔξω ἀπ' τὸ ναό. Μερικοὶ πετάχτηκαν. Οἱ κραυγὲς ἔρχονταν ἀπὸ μιὰ βραχώδη ἀκτή. Ἕνα πλοῖο εἶχε προσαράξει στὰ βράχια καὶ οἱ ἐπιβαίνοντες βγῆκαν σῶοι. Ἔχασαν τὸν προσανατολισμό τους καὶ δὲν ἤξεραν πρὸς τὰ ποὺ νὰ προχωρήσουν. Ἡ σελήνη εἶχε δύσει. Κραυγὲς ἀγωνίας καὶ ταραχῆς ἀκούονταν «ὅμοιαι μὲ ἐκείνας τὰς ὁποίας ἐκχύνουσι κινδυνεύοντες ἄνθρωποι ἡ ναυαγοὶ σαστισμένοι»

Διέκριναν ὅμως τὰ φῶτα στὸ ναΐσκο καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Μπῆκαν ὅλοι μέσα νὰ παρακολουθήσουν τὴ λειτουργία ποὺ ἔφτανε στὸ τέλος της...

«Ἔφεξεν ὁ Θεὸς τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν, καὶ οἱ αἰπόλοι ἐφιλοτημήθησαν νὰ σφάξωσι καὶ ψήσωσι δύο τρυφερὰ ἐρίφια, ἐνῷ οἱ ὑλοτόμοι εἶχαν φέρει ἀπὸ τὸ βουνὸν πολλὰς δωδεκάδας κοσσύφια ἁλατισμένα καὶ ὁ καπετάν-Κωνσταντής ἀνεβίβασεν ἀπὸ τὸ γολεττί, τὸ ὁποῖον οὐδένα κίνδυνον διέτρεχεν, ὅπως ἦτο καθισμένον, ἂν δὲν ἔπνεε νότος ἀπὸ τῆς ξηρᾶς νὰ τὸ ἀπωθήση πρὸς τὸ πέλαγος, ἀνεβίβασε δύο ἀσκοὺς γενναίου οἴνου καὶ ἐν καλάθιον μὲ αὐγὰ καὶ κασκαβάλι της Αἴνου καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἠυφράνθησαν, ἑορτάσαντες τὰ Χριστούγεννα μετὰ σπανίας μεγαλοπρεπείας ἐπὶ τοῦ ἐρήμου ἐκείνου βράχου. Τὴν νύκτα ἐκοιμήθησαν ἐν μέσῳ ἀφθόνων πυρῶν, μὲ ἀρκετὰ δὲ σκεπάσματα καὶ καπότας, ὅσα καὶ οἱ ἐκ τῆς πολίχνης πανηγυρισταὶ εἶχαν φέρει μεθ’ ἑαυτῶν, καὶ οἱ αἰγοβοσκοὶ εἶχαν εἰς τὸ Κάστρον, καὶ ὁ ἐκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης ἐκόμισεν ἀπὸ τὸ πλοῖον του.

Τὴν ἐπαύριον ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, τὸ ψῦχος ἠλαττώθη πολὺ κι ἐπωφελούμενοι τὴν ἀνακωχὴν τοῦ χειμῶνος ἀπεφάσισαν ν’ ἀπέλθωσιν» («Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» τόμ. Γ` σελ. 279-280).

Μεταφέρθηκα νοερὰ στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους. Φαντάσθηκα τὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ γαλήνη ποὺ βίωσαν ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα. Γιόρτασαν τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου, σὲ συνδυασμὸ μὲ πράξη φιλαλληλίας καὶ ἀνθρωπισμοῦ. Τότε εἶναι ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς διπλῆ, ὅταν συνοδεύεται μὲ τὸ δόσιμο καὶ ὄχι μὲ τὸ πάρσιμο. «Ὅταν εἶναι νὰ βοηθήση κανεὶς ἀνθρώπους...», ποὺ εἶπε καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης.