Κώστα Παπαδημητρίου
Πᾶνε ἀρκετὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Στὴν Ναύπακτο, ἕνα ἀρκετὰ εὐκατάστατο ἀνδρόγυνο εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Ἀγγλία νεαρὴ Ἀγγλίδα δασκάλα νὰ διδάσκη τὰ παιδιά του στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα. Ἐκείνη θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὴν εὐκαιρία τῆς παραμονῆς της στὴν Ἑλλάδα νὰ μάθη ἑλληνικά. Καὶ ἐκλήθη ὁ ὑποφαινόμενος μὲ τὰ πάμπτωχα ἀγγλικά του νὰ τῆς διδάξη τὰ ἑλληνικά, μὲ σχετικὸ ἀντιμίσθιο βέβαια. Τὸ πρόγραμμα προχωροῦσε κανονικὰ μὲ ἀρκετὲς δυσκολίες συνεννόησης λόγῳ τῆς δικῆς μου γλωσσικῆς πενίας τῶν ἀγγλικῶν. Ἀλησμόνητος θὰ μοῦ μείνη ὁ ἑξῆς διάλογος μαζί της. Ἦταν παραμονὴ Χριστουγέννων , θυμᾶμαι, καὶ μοῦ εἶπε:
- -Αὔριο καὶ μεθαύριο δὲν θὰ εἶμαι ἐδῶ γιὰ νὰ γίνη τὸ μάθημα. Θὰ πάω στὴν Πάτρα, ὅπου μὲ ἄλλους συμπατριῶτες μου καὶ Ἕλληνες φίλους, οἱ πιὸ πολλοὶ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, θὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα.
- -Καὶ πῶς θὰ γιορτάσετε, τῆς ἔκανα τὴν ἀδιάκριτη ἐρώτηση.
- -Νά, θὰ μαζευτοῦμε σὲ ἕνα φιλικὸ σπίτι καὶ θὰ πίνουμε οὐΐσκι ἢ μπύρα.
- -Καὶ πόση ὥρα καὶ πόσο ποτὸ θὰ πιῆτε, τὴν ξαναρώτησα.
- -Ὅλη τὴ νύχτα, ὥσπου ὁ καθένας νὰ χάση τὶς αἰσθήσεις του καὶ νὰ κοιμηθῇ ὅπου βρίσκεται. Ἐκεῖ θὰ μείνη ὡς τὸ ἀπόγευμα. Ὕστερα θὰ φᾶμε κάτι καὶ θὰ ἀρχίση πάλι τὸ ποτό.
Ὡραία τιμὴ στὸν ἑορταζόμενο Θεάνθρωπο, εἶπα μέσα μου, κι ἀμέσως θυμήθηκα τὰ δικά μας ἁγνὰ καὶ χαρούμενα Χριστούγεννα. Προπαντὸς ἐκεῖνα τὰ ἔθιμα ποῦ ζούσαμε στὰ μικρὰ χωριά μας, μὲ τὰ ὁποῖα νιώθαμε τὴ μεγάλη χαρὰ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σήμερα, λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ μεγάλη γιορτή, θυμᾶμαι ἐκεῖνον τὸν διάλογο μὲ τὴν ἀγγλίδα καὶ ὁ νοὺς μοῦ πετάει σὲ κάποιες σελίδες τῶν διηγημάτων τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη, ποῦ ἀναφέρονται στὸν ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων στὴν ὕπαιθρο. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει τὴν τέχνη νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ψυχικὲς ἀνάγκες τοῦ Ἕλληνα. Προσφέρει στὴν ἀγωνιῶσα συνείδησή μας μιὰ ζωογόνο πηγὴ γαλήνης. Ἡ προσφορά του γίνεται περισσότερο κατανοητὴ στὸ ἑορταστικὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων. Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε κομψοτεχνήματα λογοτεχνικὰ μέσα στὰ ὁποῖα ἀναδεύεται ἡ ψυχὴ τοῦ Ἕλληνα, μὲ τὰ ὡραῖα ἤθη καὶ ἔθιμα, τὴ γεμάτη εὐγένεια διάθεσή του, τὸ χιοῦμορ, τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ πόνου, τὴν λατρευτικὴ ἀνάταση, τὸν αὐθορμητισμὸ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, γεμίζουν τὶς σελίδες τῶν ἔργων του. Μὲ τὴν τέχνη του διαχέεται στὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν τὸ σιωπηλὸ πάθος τῆς πίστης.
Σὲ κάνει νὰ γυρίζης πίσω σὲ κάποια χρόνια μακρινά, ποῦ τὸ ἐγώ σου τὰ γυρεύει μὲ λαχτάρα. Ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐποχὲς καὶ τὴν ἡλικία. Μέσα του ὅμως ὁ ἀλλαγμένος ἄνθρωπος κοντὰ στὴ σκέψη του καὶ τὶς ἀδυναμίες του κρατάει κάτι ἀπὸ ὅ,τι ἔζησε στὴν παιδική του ἡλικία. Αὐτὸ τὸ κάτι, τὸ παιδικό, τὸ λαχταριστό, τὸ περασμένο καὶ χαρούμενο, τὸ ξαναζωντανεύει ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τὸ φέρνει ὁλόρθο μπροστά μας. Τὸ κοιτᾶς τότε καὶ νιώθεις πῶς δὲν ξέμαθες νὰ αἰσθάνεσαι, νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ λαχταρᾶς τὴν ἁπλότητα, τὴν ἁγνὴ ὀμορφιά, τὴν ἠμεράδα καὶ γλυκύτητα στὴν πλάση, τὴν καλοσύνη τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων μὲ τὰ πάθη τους, τὶς μικροκακίες τους. Ζῆς κι ἐσὺ τότε μιὰ ζωὴ φυσική, χειροπιαστὴ καὶ ἁπλοϊκή, αὐτὴ ποὺ ταιριάζει στὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς φύσης τῆς Ἑλλάδας. Ἡ γιορταστικὴ ἐπικαιρότητα τοῦ Δωδεκαημέρου τῶν Χριστουγέννων διαχέεται στὰ διηγήματά του πανηγυρικά, θρησκευτικά, μὲ λυρικὴ ἔκσταση, μπροστὰ στὸ κάλλος τῆς φύσης καὶ ἐξοικείωση μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ ἀνυποψίαστους συντοπῖτες του, ποὺ τοὺς ἀναβιώνει καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ ἑορταστικὸ πλαίσιο. Παραθέτουμε μερικὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα.
Στὸ διήγημα τοῦ «Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ» μὲ γλῶσσα ἁπλὴ καὶ πυκνή, χωρὶς περίτεχνα φτιασιδώματα, ἀναφέρεται στὸ ἱστορικὸ τῆς μεγάλης γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων.
«Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τόβαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κι ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τους στὸ παχνὶ κι ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θάρθη τὸ βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴ Λουλούδω!
Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακρυὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι ἔπεσαν κι ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ’ ἀγγελούδια ποῦ ἔψαλλαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»! Ἔμειναν γονατιστοί, μ’ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κι ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θάρθη τὸ βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴ Λουλούδω!
Ἔφτασαν κι οἱ τρεὶς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κι ἐφοροῦσαν μακρυὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ’ ἀστεράκι, κι ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε καὶ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φώς, ποῦ παραμέριζε τῆς νυχτὸς τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεὶς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ' τὶς καμῆλες τους, ἐμβῆκαν στὸ Σπήλαιο, κι ἔπεσαν κι ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κι ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
-Νά! τώρα θάρθη τὸ βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴ Λουλούδω!» («Τὸ Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ», Α` σελ. 392)
Στὸ ἔργο τοῦ «Ὁ Ἀμερικάνος» ὁ κεντρικός του ἥρωας Ἰωάννης Μοθωνιὸς γυρίζει στὴν πατρίδα του, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἀπουσίας, γιὰ νὰ παντρευτῇ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του Μελαχροινὴ Κουμπουρτζῆ. Μῆνες καὶ χρόνια ἐκείνη μὲ τὴ μάνα της, τὴ θεια-Κυρατσώ, ἀπελπισμένες τὸν περίμεναν. Οὔτε γιορτές, οὔτε χαρὲς στὸ φτωχικό τους. Καὶ νά, μιὰ παραμονὴ Χριστουγέννων γυρίζει ὁ Ἀμερικάνος. Δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν οἱ κάτοικοι. Αὐτὸς περιέρχεται τὰ στενὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ γιὰ ν’ ἀναγνωρίση τὸ σπίτι τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς του. Ἀκούει παιδικὲς φωνές. «Ἴσως ἤκουε τὰ διασταυρούμενα καὶ φεύγοντα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ὡς λάλημα χειμερινῶν στρουθίων, ἄσματα τῶν παίδων τῆς γειτονίας, οἵτινες ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας, ἔψαλλον τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ μὲν ἠκούοντο οἱ στίχοι:
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου
ἐβγὰτ’ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται...», φωναὶ ἀθῶαι, ἄχροοι, χαρωπαί, φωναὶ παιδικῆς χαρᾶς καὶ εὐθυμίας.
Πῆγαν καὶ στὸ φτωχικὸ τῆς γριᾶς Κυρατσοὺς τὰ παιδιά. Χτυπᾶνε τὴν πόρτα.
-Νὰ ρ’ θοῦμε νὰ τραγουδήσουμε, θειά;, ρωτᾶνε.
Βγαίνει στὴν πόρτα μὲ μαύρη μαντήλα ἡ γριὰ Κυρατσὼ καὶ μὲ θλιμμένη φωνὴ τοὺς λέει:
-Ὄχι, παιδάκια μ’ , τί νὰ τρὰγ’δήστε ἀπὸ μᾶς; Ἔχουμε καὶ μεὶς κανένα; Καλὴ χρονίτσα νάχετε καὶ σῦρτε ἀλλοῦ νὰ τράγ’δήστε. Τοὺς ἔβαλε μίαν πενταρίτσαν εἰς τὴν χείραν καὶ κεῖνα ἔφυγαν εὐτυχισμένα».
Τὸ βράδυ ἔφτασε στὸ σπίτι τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς του ὁ Ἀμερικάνος καί:
«Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θειὰ Κυρατσὼς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζον θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις «δὲν ἔχουμε κανένα» καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ μᾶς;», κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτά, μὲ τὰς ὑέλους ἀπαστραπτούσας, μὲ τὴν θύραν συχνὰ ἀνοιγοκλειομένην, μὲ δυὸ φανάρια ἀνηρτημένα εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ ἐλαφρῶς διερχομένας σκιᾶς, μὲ χαρμοσύνους φωνὰς καὶ θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθῶσιν. Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθον εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Μετὰ τρεὶς ἡμέρας, τὴ Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ γέννησιν, ἐτελοῦντο ἐν πάσῃ χαρὰ καὶ σεμνότητι οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.
Ἡ θειά-Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν ἐπ' ὀλίγας στιγμὰς τὴν χρωματιστὴν «πολίτικην» μανδήλαν, διὰ ν’ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τὸ ἑσπέρας, ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην, ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων'
-Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τράγ’δήστε.....» («Ὁ Ἀμερικάνος», τόμ. Γ` σελ. 257-8).
Τὰ ἑπόμενα ἀποσπάσματα παρέχουν παραδείγματα ζωντανὰ πιστῶν στὴν ἀποστολή της ἱερέων, ποὺ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους πᾶνε σὲ ἀπόκρημνα μέρη μὲ ἄγριες καιρικὲς συνθῆκες, ὅπου βρίσκονται φτωχὰ ἐρημοκκλήσια, γιὰ νὰ λειτουργήσουν τὸ Δωδεκαήμερο καὶ νὰ νιώσουν καὶ οἱ ἀποκλεισμένοι ἐκεῖ ξωμάχοι τὴ χαρὰ τοῦ μεγάλου γεγονότος, τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ:
«Ἐπάνω στὸν βράχον τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας της Κατευοδότρας....Σαν ἦρθε ὁ Χριστὸς ν’ ἀγιάση τὰ νερά, γιὰ νὰ βαφτιστῇ ἡ πλάση, μιὰ Χριστιανὴ ἀρχόντισσα, ἡ Χατζηγιάνναινα, ποὺ εἶχαν σκαρώσει τὰ παιδιά της δυὸ καράβια, ἔταξε στὴν Παναγία. Κι ἔχτισε αὐτὸ τὸ παρεκκλήσι, γιὰ τὸ καλὸ κατευόδιο των παιδών της. Ἂς δώση ἡ Παναγία καὶ σήμερα νὰ’ ναὶ κατευόδιο στοὺς ἄνδρες σας, στ’ ἀδέρφια σας καὶ στοὺς γονιούς σας...
Ὅλον τὸν χειμῶνα παπᾶς δὲν ἤρχετο νὰ λειτουργήση. Ὁ βορρᾶς μαίνεται καὶ βρυχᾶται τὸ πέλαγος, τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κῦμα λυσσᾶ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Κι ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτην του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένο βαθιὰ στὴν γῆ, καὶ τὸ ἐρημοκκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλιὰ θαλασσαετοῦ, στεφανώνει τὴν κορυφήν του.
Ὅλον τὸν χρόνον παπᾶς δὲν ἐφαίνετο καὶ καλόγηρος δὲν ἤρχετο νὰ δοξολογήση. Μόνον τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων κατέβαινεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βραχώδους βουνοῦ, ἀπὸ τὸ λευκὸν μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, μὲ φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιὰ καὶ κυματίζοντα βαθιὰ γένεια, ἕνας γέρων ἱερεύς, «ὡς νεοττός της ἄνω καλιὰς τῶν Ἀγγέλων», διὰ νὰ λειτουργήση τὸ παλαιὸν λησμονημένον ἐρημοκκλήσι. Ἐκεῖ ἤρχοντο τρεῖς-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, ἀλειτούργητοι, ἀλιβάνιστοι, ἤρχοντο μὲ τὶς φαμίλιες των, τὶς ἀνέβγαλτες καὶ ἄπραχτες, μὲ τὰ βοσκόπουλά των, τ’ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα, ποὺ δὲν ἤξευραν νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, διὰ νὰ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ καὶ εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας ὁ γηραιὸς παπᾶς μὲ τοὺς πτερουγίζοντας βοστρύχους εἰς τὸ φύσημα τοῦ βορρᾶ, καὶ τὴν βαθεῖαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εἰς τὸν μέγαν ἀπλωτὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς ἀγρίους θαλασοπλήκτους βράχους, διὰ νὰ φωτίση κι ἀγιάση τ’ ἀφώτιστα κύματα....» «Τὸ ἀγνάντεμα» τόμ. Α` σέλ.362)
«Τῷ ὄντι ἡ γραῖα, ἀντὶ νὰ μείνη εἰς τὸ χωρίον νὰ κάμη Χριστούγεννα, μαθοῦσα ὅτι ὁ παπα-Κωνσταντὴς ὁ Μπρικόλας ἔμελλε ν’ ἀνέλθη τὸ πρωΐ, κατὰ πρόσκλησιν ποιμένων καὶ γεωργῶν τινων, εἰς τὸ βουνὸν νὰ λειτουργήση τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἠλία, ἐπροτίμησε νὰ ὑπάγη εἰς Κεχρεὰς τὸ ρέμα, νὰ πειθαναγκάση τὴν κόρην της καὶ τὰ ἐγγονάκια της νὰ σηκωθῶσι τὸ πρωΐ ν’ ἀνέλθωσιν εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, ἐπὶ ὀροπεδίου γείτονος τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, μίαν ὥραν ἀπὸ τὸ χωρίον καὶ μίαν ὥραν ἀπὸ Κεχρεάν, διὰ νὰ λειτουργηθοῦν καὶ μεταλάβουν, διὰ νὰ τοὺς ἀνθρωπέψη ὀλίγον, ἔλεγε, καθ' ὅσον ἔμενον ἐπὶ μῆνας ἀλειτούργητοι κάτω εἰς τὸ βαθὺ ρέμα...» («Ἀλαφροΐσκιωτος» τ. Β` σελ. 81-82).
Στὸ «Χριστὸ στὸ Κάστρο», ὁ παπα-Φραγκούλης δὲν μᾶς ἐκπλήσσει γιὰ τὶς θεολογικές του γνώσεις-ἂν εἶχε- ὅσο γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του στὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐνορῖτες του ἄφησαν παραδείγματα πιστῆς τήρησης τῆς παράδοσης συνδυασμένης μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο.
«Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη της Μυλωνοῦς τους ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπὰν’ στὸ Κάστρο στὴν πέρα πάντα στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο, τ’ ἀκούσατε;». Αὐτὰ εἶπε φωναχτὰ τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ὁ παπα-Φραγκούλης. Τὸν ἄκουσαν ἡ παπαδιὰ καὶ οἱ γειτόνοι καὶ ὅλοι ἔπεσαν σὲ ἀγωνία. «Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουμε; εἶπε ὁ Πανάγος, ὁ μαραγκός. Ἀπ’ τὴ στεριὰ ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι, κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά....»
«Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήση τὸ Χριστό, στὸ Κάστρο, ἐπανέλαβε ὁ ἱερεύς, θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. Πέρσι ποὺ ἦταν ἐλαφρότερος ὁ χειμῶνας δὲν πήγαμε...φέτος ποὺ εἶναι βαρύς....»
Καὶ στὶς φοβίες καὶ ἀντιρρήσεις του Πανάγου πρόσθεσε:
«Πανάγο, ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλὸ καὶ γιὰ τὴν εὐφορία τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγεία ἀκόμα. Ἀνάγκη δὲν ἔχει ὁ Χριστὸς νὰ πᾶνε νὰ τοῦ λειτουργήσουνε. Μὰ ὅπου εἶναι μερικὴ προαίρεσις καλή, κι ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώση, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, κι ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήση κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθὸς καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια....Εκεί ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα....»
Δὲν ἄργησαν ὅλοι νὰ συμφωνήσουν μὲ τὴ γνώμη του παπα-Φραγκούλη. Ἦταν συνολικὰ δεκαπέντε. «Εὐτυχῶς δὲν ἐχιόνιζεν, ἀλλ’ ὁ ἄνεμος ἦτο παγερός». Ἐπιβιβάστηκαν σὲ βάρκα καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφτασαν κάτω ἀπὸ τὸ Κάστρο. Ἄφησαν τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβηκαν στὸ Κάστρο. Ἐκεῖ συνάντησαν τὸν Ἀργύρη της Μυλωνοῦς καὶ τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη.
«Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσεν τὴν ψυχήν των, ὥστε, ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἐνύσταζον τινὲς αὐτῶν, ἠσθάνθησαν τόσον τὴν χαράν του νὰ ζῶσι καὶ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις».
Ὁ παπα-Φραγκούλης βγῆκε στὴν πύλη κι ἔψαλλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστὴρ» καὶ ὕστερα τὸ «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀπαύστως ἐκεῖ....Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες τῷ σήμερον τεχθέντι».
Ξαφνικὰ ἀκούστηκαν φωνὲς ἔξω ἀπ' τὸ ναό. Μερικοὶ πετάχτηκαν. Οἱ κραυγὲς ἔρχονταν ἀπὸ μιὰ βραχώδη ἀκτή. Ἕνα πλοῖο εἶχε προσαράξει στὰ βράχια καὶ οἱ ἐπιβαίνοντες βγῆκαν σῶοι. Ἔχασαν τὸν προσανατολισμό τους καὶ δὲν ἤξεραν πρὸς τὰ ποὺ νὰ προχωρήσουν. Ἡ σελήνη εἶχε δύσει. Κραυγὲς ἀγωνίας καὶ ταραχῆς ἀκούονταν «ὅμοιαι μὲ ἐκείνας τὰς ὁποίας ἐκχύνουσι κινδυνεύοντες ἄνθρωποι ἡ ναυαγοὶ σαστισμένοι»
Διέκριναν ὅμως τὰ φῶτα στὸ ναΐσκο καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Μπῆκαν ὅλοι μέσα νὰ παρακολουθήσουν τὴ λειτουργία ποὺ ἔφτανε στὸ τέλος της...
«Ἔφεξεν ὁ Θεὸς τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν, καὶ οἱ αἰπόλοι ἐφιλοτημήθησαν νὰ σφάξωσι καὶ ψήσωσι δύο τρυφερὰ ἐρίφια, ἐνῷ οἱ ὑλοτόμοι εἶχαν φέρει ἀπὸ τὸ βουνὸν πολλὰς δωδεκάδας κοσσύφια ἁλατισμένα καὶ ὁ καπετάν-Κωνσταντής ἀνεβίβασεν ἀπὸ τὸ γολεττί, τὸ ὁποῖον οὐδένα κίνδυνον διέτρεχεν, ὅπως ἦτο καθισμένον, ἂν δὲν ἔπνεε νότος ἀπὸ τῆς ξηρᾶς νὰ τὸ ἀπωθήση πρὸς τὸ πέλαγος, ἀνεβίβασε δύο ἀσκοὺς γενναίου οἴνου καὶ ἐν καλάθιον μὲ αὐγὰ καὶ κασκαβάλι της Αἴνου καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἠυφράνθησαν, ἑορτάσαντες τὰ Χριστούγεννα μετὰ σπανίας μεγαλοπρεπείας ἐπὶ τοῦ ἐρήμου ἐκείνου βράχου. Τὴν νύκτα ἐκοιμήθησαν ἐν μέσῳ ἀφθόνων πυρῶν, μὲ ἀρκετὰ δὲ σκεπάσματα καὶ καπότας, ὅσα καὶ οἱ ἐκ τῆς πολίχνης πανηγυρισταὶ εἶχαν φέρει μεθ’ ἑαυτῶν, καὶ οἱ αἰγοβοσκοὶ εἶχαν εἰς τὸ Κάστρον, καὶ ὁ ἐκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης ἐκόμισεν ἀπὸ τὸ πλοῖον του.
Τὴν ἐπαύριον ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, τὸ ψῦχος ἠλαττώθη πολὺ κι ἐπωφελούμενοι τὴν ἀνακωχὴν τοῦ χειμῶνος ἀπεφάσισαν ν’ ἀπέλθωσιν» («Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» τόμ. Γ` σελ. 279-280).
Μεταφέρθηκα νοερὰ στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους. Φαντάσθηκα τὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ γαλήνη ποὺ βίωσαν ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα. Γιόρτασαν τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου, σὲ συνδυασμὸ μὲ πράξη φιλαλληλίας καὶ ἀνθρωπισμοῦ. Τότε εἶναι ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς διπλῆ, ὅταν συνοδεύεται μὲ τὸ δόσιμο καὶ ὄχι μὲ τὸ πάρσιμο. «Ὅταν εἶναι νὰ βοηθήση κανεὶς ἀνθρώπους...», ποὺ εἶπε καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης.