Κώστα Παπαδημητρίου: Οἱ δύο Ἀλέξανδροι
Κώστα Παπαδημητρίου, σύντ. Ἐπιθεωρητοῦ Α'/θμιας Ἐκπαίδευσης
«Ὁ Θεὸς ἔπλασε δύο παράλληλα πρόσωπα ἐκεῖ στὸ ὄμορφο νησὶ τῆς Σκιάθου καὶ πῆρε μιὰ ψυχή, τὴ μοίρασε στὰ δύο καὶ φύτεψε τὴ μισὴ στὸν ἕναν καὶ τὴν ἄλλη μισὴ στὸν ἄλλον Ἀλέξανδρο. Κι ἔτσι ὅ,τι λείπει ἀπ' τὸν ἕναν Ἀλέξανδρο, τὸν Παπαδιαμάντη, τὸ συναντοῦμε στὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καὶ τὸ ἀντίστροφο», γράφει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. («Τὰ πρόσωπα καὶ τὰ κείμενα» τόμ. 12, σελ. 174). Ἔτσι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γράψη γιὰ τὸν ἕναν καὶ νὰ μὴν ἀναφερθῇ στὸν ἄλλον. Ἡ κοινὴ γνώμη τῶν Γραμμάτων τοὺς θεωρεῖ δίδυμους πνευματικούς, Διόσκουρους, μέσα στὴν λάμψη τοῦ ἴδιου λογοτεχνικοῦ φωτοστέφανου. Ἀλέξανδροι καὶ οἱ δύο, συμπατριῶτες, συνασκητές, συναθλητὲς τοῦ λόγου, ἀχώριστοι στὴν πίστη, στὴν πέννα καὶ στὸν πατσιά, ποῦ ἦταν στὴν ἐποχή τους «ἀκαδημία τῆς λογοτεχνικῆς μποεμίας», ὅπως χαριεντιζόμενος εἶπε ὁ Σπύρος Μελάς. (ἐφημ. «Ἐλεύθερον Βῆμα» (27-10-1929).
Γιὸς παπᾶ ὁ πρῶτος, ἐγγόνι ὁ δεύτερος, ξαδέρφια στενά, μὲ ἐπιρροὴ ἐκκλησιαστικῶν ἰδανικῶν πάνω τους, ποῦ πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἴδια βυζαντινὴ φλέβα, χριστιανοὶ ἀπὸ ἀνατροφὴ καὶ ἀπὸ ἰδιοσυγκρασία, κάνουν ἄρωμα τῆς χριστιανοσύνης τους τὸ ἐλαφρὸ καὶ τὸ χαρμόσυνο καὶ τὸ σκορπίζουν στὶς πλέον παγανιστικὲς γιορτὲς τῆς ἑλληνικῆς φύσης.
Μισοῦν τὰ εὔκολα καὶ δεινὰ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ οἱ δύο, συμφωνοῦν πῶς ὁ πλοῦτος εἶναι δυστυχία καὶ ἀσκήμια, ἂν δὲν διαχειρίζεται σωστά, ἡ φτώχεια εἶναι ὡραιότητα καὶ ἀρετή. Ἐξαίσιοι στὴν περιγραφὴ τῆς φτώχειας, ἀμείλικτοι στὴν ἰδιοκτησία, τὸ ἰδανικό τους ἡ ἁπλὴ ζωή. Ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ γεύση τῶν καρπῶν τῆς γῆς. Θέλουν τὴν ζωὴ χωρὶς τὴν ἀγωνία τῆς μεγάλης ἀπόλαυσης, θέλουν τὴν φυσικὴ κατάσταση. Εἶναι ἀπόκοσμοι. Θέλουν νὰ ἀγνοοῦν τὶς βιοτικὲς μέριμνες, μὲ τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη τους, μὲ τὶς μωρὲς φιλοδοξίες τους, μὲ τὰ θέλγητρα ποῦ αἰχμαλωτίζουν τὴν ζωή. Ἐπιζητοῦν τὴν μόνωση, τὴν ἐσωτερική. Τοὺς εἶπαν κάποιοι ἀκοινώνητους καὶ μισάνθρωπους, γιατί παρεξήγησαν τὶς ἐνοράσεις τους.
Εἶναι θαυμάσιοι ζωγράφοι τῆς φύσης καὶ τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς. «Ξέρουν», γράφει ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου, (ἐφημ. «Πατρὶς» 17-1-1921), «νὰ μᾶς ἠδονίζουν μέσα σὲ παρθένους θάμνους, νὰ μᾶς πηγαίνουν πίσω ἀπὸ κατσίκια πλανηθέντα εἰς τὴν κόψιν βράχων, νὰ μᾶς πλανοῦν εἰς ἀκρογιάλια καὶ ξηρονήσια, νὰ μᾶς κοιμίζουν ὑπὸ τὰ ἄστρα...».
Θαυμάσιο εἶναι τὸ διήγημα τοῦ Μωραϊτίδη μὲ τίτλο: «Μὲ τὰ πανιὰ τοῦ βοριᾶ», ὅπου ὁ συγγραφέας τραγουδᾶ τὴν θάλασσα. Ταξιδεύει ἐκεῖ μὲ μιὰ σκούνα. Ἄφθονες εἰκόνες θαυμαστές, βιβλικὲς καὶ μεθυστικὲς διηγήσεις φυσικῶν φαινομένων. Ἡ κίνηση τῆς θάλασσας γίνεται λυρικὸ τραγούδι, ἕνα τραγούδι φυσιολατρείας καὶ δράσης ἀπὸ τὴν Σκιάθο ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ ταξίδι καταλήγει σὲ μιὰ ἐκκλησιά. Ὁ καπετάνιος ἀλλάζει τὴν πατατούκα τοῦ μὲ τὸ ράσο τοῦ καλόγηρου. Ἐκεῖ ὁ συγγραφέας ἀρκεῖται νὰ βλέπη τὸ ἀργυρὸ μικρὸ ὁμοίωμα τῆς σκούνας του κρεμασμένο στὸν πολυέλαιο τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ προσεύχεται. Δηλαδὴ ἡ τρικυμία τῆς θάλασσας γίνεται προσευχή. Σ’ αὐτὸ τὸ διήγημα κρύβεται ὁλόκληρος ὁ Μωραϊτίδης.
Δυνατὴ ἀπεικονίζεται καὶ ἡ ἁπλὴ ζωὴ στὰ διηγήματά του «Καλικάντζαρος», «Κουκίτσα» κ.ἄ. κάτι παρόμοια μὲ «Τὸν Χριστὸ στὸ Κάστρο» τοῦ Παπαδιαμάντη.
Μᾶς παρουσιάζει τὸν ἱερέα καβάλα στὸ γαϊδουράκι του, χωμένο μέσα στὸ ζεστὸ σάλι ποῦ τὸν τύλιξε ἡ πρεσβυτέρα τοῦ, τριγυρισμένον ἀπὸ λίγους νησιῶτες, προπαντὸς εὐλαβικὲς γριοῦλες, νὰ πηγαίνουν στὰ ἐξωκκλήσια ἢ μισογκρεμισμένες ἐκκλησιές, νὰ λειτουργήσουν. Οἱ αἰσθήσεις τοὺς πάντα ἀνοιχτὲς καὶ ἄγρυπνες στὸ πανόραμα τῆς ἑλληνικῆς φύσης καὶ τῆς ἁπλῆς ζωῆς.
Στὸ διήγημά του «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου» γράφει καὶ τοῦτα: «Τὰ ἔθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅταν καταργῶνται, νεῦρον εὐαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν, ἥτις πονεῖ καὶ ὀδυνάται μεταδίδουσα τὸν πόνον εἰς ὅλον τὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος ὅστις δὲν ἔχει τὸ νεῦρον τοῦτο δὲν ἀνήκει εἰς ἔθνος. Εἶναι ἀλλότριος αὐτοῦ. Νομίζει πῶς εἶναι εἰς τὸν κόσμον ὅλον καὶ δὲν εἶναι πουθενά. Εἶναι εἰς τὸν ἀέρα, ἀεροβατεῖ...».
Ἀπόφευγαν καὶ οἱ δυὸ τὶς στενὲς γνωριμίες τοὺς μὲ ἄλλους λογοτέχνες. Μεταξύ τους εἶχαν στενὸ δεσμό. Στὰ μυστικά τους δεῖπνα μάλιστα, τὰ γενναῖα τους ἑλληνικὰ φαγοπότια, τὰ συντροφευμένα μὲ σιγαληνὰ ψαλμοτράγουδα καὶ χωρατά, ποῦ θυμίζανε θυμάρι μαζὶ καὶ λιβάνι, ἦταν πολὺ δυσκολότερα οἱ δυὸ φίλοι νὰ δεχτοῦνε συντροφιά. Μεγάλη ἦταν ἡ χάρη σου νὰ καθίσης νὰ φὰς μαζί τους τὰ παχιὰ λαδωμένα τους σαρακοστιανὰ καὶ νὰ τσουγκρίσης τὶς γιομᾶτες «καντῆλες ποῦ θύμιζαν τὶς ἀλησμόνητες καλογερικὲς "μακαριές". Ἅμα μάλιστᾳ τύχαινε», γράφει ὁ Γ. Βλαχογιάννης, «νὰ φτάση στὸν Πειραιᾶ σκιαθίτικο καράβι κι ἀριβάρανε στὴν ταβέρνα οἱ μεζέδες τοῦ νησιοῦ, ἀστακοουρὲς καὶ τέτοιες λιχουδιὲς λιαστές, μὰ δυσκολοχώνευτες, χωρὶς τῆς ρετσίνας τὸ μπόλικο κατάβρεγμα, τότε θά ‘σουνα πολὺ ἀδιάκριτος νὰ καλεστεὶς ἀδιάκριτα στὸ τραπέζι τους...» (ἐφημ. «Πολιτεία» 13-9-1925). Κι ἄλλες φορὲς πάλι, συγκεντρωμένοι, στοχαστικοί, ἀντάλλαζαν γνῶμες καὶ περνοῦσε τὶς πληροφορίες του ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μὲ κατάνυξη συνωμοτική.
Καὶ πολλὰ ἄλλα συνέδεαν τοὺς δυὸ αὐτοὺς μεγάλους διηγηματογράφους μας. Γεννήθηκαν καὶ οἱ δυὸ στὴ Σκιάθο κι ἔζησαν μὲ τὸ θλιβερὸ προαίσθημα καὶ οἱ δυὸ νὰ πεθάνουν περιστοιχιζόμενοι ἀπὸ τοὺς δικούς τους καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν γιὰ πάντα στὴν γῆ ποῦ τόσο ἀγάπησαν καὶ τραγούδησαν. Ἀπὸ Σκιαθίτες ἔγιναν μὲ τὸ ἔργο τους Πανελλήνιοι. «Κάθε καλλιεργημένη χώρα», γράφει ὁ Καμπούρογλου, («Νέα ἐφημερίς», 24-4-1891) «θὰ ἐθεώρει ἑαυτὴν εὐτυχῆ ἀνακαλύπτουσα μεταξὺ τῶν συγγραφέων της τοὺς δύο τούτους ἀστέρας, οἱ ὁποῖοι δύνανται ν’ ἀποβῶσι καύχημά της, ἐὰν συναθροισθῶσιν τὰ ἔργα τους... Τοιαῦται ἰδιοφυΐαι δὲν βγαίνουν ὡς μανιτάρια καθ’ ἑκάστην...».
Διέφεραν ὅμως καὶ σὲ πολλὰ οἱ δυὸ αὐτοὶ μεγάλοι τῆς Νεοελληνικῆς διηγηματογραφίας. «Ἔπαιξαν βέβαια στὴν ἴδια ὀρχήστρα, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὰ ὄργανα. Ὁ Παπαδιαμάντης κρατοῦσε τὸν γλυκύτερο αὐλὸ ποῦ ἔχει γνωρίσει ὁ νεώτερος πεζὸς λόγος. Ὁ Μωραϊτίδης κόντρα μπάσο» (Σ. Μελάς. ὅ.π). Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν πέρα γιὰ πέρα φύση καλλιτεχνική. Ἡ θρησκευτικὴ πίστη ἐνεργοῦσε σ’ αὐτὸν ὡς ζωντανὴ πηγὴ ἔμπνευσης. Ὁ Μωραϊτίδης ἦταν περισσότερο φύση ἀσκητική. Ἡ θρησκευτικότητά του σοβαρότερη καὶ αὐστηρότερη.
Καὶ φυσιογνωμικὰ διέφεραν. Ἔφεραν βέβαια καὶ οἱ δύο πλούσια καὶ κατάμαυρη γενειάδα, ἡ μορφὴ ὅμως τοῦ Μωραϊτίδη ἦταν πιὸ πλατειὰ καὶ πιὸ ἀνοιχτὴ ἀπὸ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ ἡ φορεσιά του «πιὸ εὐπρόσωπη». Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ μαῦρο μακρὺ παλτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ὁ Μωραϊτίδης δὲν ἀποχωριζόταν ποτὲ τὴν μαύρη στενὴ καὶ κοντὴ ζακέτα, τὸ μαῦρο παλτὸ καὶ τὸ ἠμίψηλο καπέλο.
Διαφορετικοὶ ἦταν καὶ στὸν χαρακτῆρα τους. Ὁ Παπαδιαμάντης, ποῦ οἱ συνθῆκες τῆς οἰκογενείας τοῦ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ περατώση τὶς σπουδές του, ἔβρισκε τὴν εὐτυχισμένη ὥρα του ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς καὶ καταφρονεμένους τῆς εἰδυλλιακῆς ζωῆς καὶ ἐθέλγετο ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος τῶν θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων. Ἐνδιαφέρετο περισσότερο γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τους. Ἔμεινε ἐκεῖνος ποῦ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἦταν ἕνα παιδὶ μὲ νούν, εἶπε κάποιος, πιὸ αἰσθαντικὸς καὶ πιὸ τρυφερός.
Ὁ Μωραϊτίδης εἶναι ὁ ἐπιστήμονας, ὁ λεπτολόγος, ὁ παρατηρητής, ὁ θρησκευτικὸς μαχητῆς, ἡ τραγωδία του βρίσκεται παροῦσα σὲ κάθε του κίνηση. Ἡ καρδία του εἶναι ἀσήκωτη ἀπὸ ἔγνοιες. Κινεῖται πάντα ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ ἀπόλυτου. Ἴσως λιγότερο προικισμένος ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ ἰδιόρρυθμος στὴν γλῶσσα του. Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ποῦ ἀφήνει πίσω κατὰ τί ὁ Παπαδιαμάντης τὸν Μωραϊτίδη εἶναι ποῦ ὁ πρῶτος μὲ προσωπική του συμμετοχὴ προσεγγίζει ὁ ἴδιος τὸ δρᾶμα τῶν ἡρώων του. Τὸν βλέπεις νὰ στέκεται μὲ ἄφωνη ἐγκαρτέρηση στὴν ἀναπόφευκτα ἐπερχόμενη σύγκρουση, ποῦ εἶναι ὡς ἕνα σημεῖο καὶ μοῖρα τοῦ συγγραφέα. Ἡ ζωὴ τῶν ἡρώων του εἰσχωρεῖ καὶ στὴν δική του. Καὶ ἡ γλῶσσα του ἔχει τὸ χάρισμα νὰ μεταγγίζη μέσα μας τὴν πιὸ διεισδυτικὴ θέρμη. Γι’ αὐτὸ τὸν ἐπεσκίασε ὁ θαλερὸς πλάτανος τοῦ διηγηματογράφου Παπαδιαμάντη. Εἶναι ἀσύγκριτες ὅμως οἱ σελίδες του, ὅσες κυρίως παρουσιάζουν ἀνθρώπινους χαρακτῆρες. Ἐκεῖνες ξεπέρασαν τὸ χρόνο καθὼς ἀποδίδουν καταστάσεις καὶ συμπεριφορὲς χαρακτηριστικὲς μιᾶς ἐποχῆς καὶ μιᾶς συγκεκριμένης κοινωνικῆς καὶ βιοτικῆς στάθμης.
Τὸν Παπαδιαμάντη τὸν γνωρίζει κανεὶς περισσότερο μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του, τὸν Μωραϊτίδη μέσα ἀπὸ τὴν ζωή του. Τὴν πίστη του ὁ Μωραϊτίδης δὲν τὴν ἐξαντλεῖ στὴν τυπολατρεία καὶ τὴν εὐλάβεια. Ἐξουσιαστής του εἶναι τὸ ἀπόλυτο. Τὸ δικό του δρᾶμα ἐξαντλεῖται σ’ ἕναν ἀπέραντο ἐσωτερικὸ μονόλογο ἢ σὲ ἕναν διάλογό του μὲ τὸν Δημιουργό. Κυριαρχεῖται ἀποκλειστικὰ σχεδὸν ἀπὸ τὸ συναίσθημα ὅτι πλησιάζει πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ αὐτὴ ἡ γραμμὴ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὰ ὑπερκόσμια δεσπόζει στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου του. Τὴν ἐπίγεια ζωὴ τὴν αἰσθάνεται σὰν ἔκτιση ποινῆς μὲ πόθο καὶ ὑπομονὴ ἀναμένοντας τὸ τέλος της. Ἐφάρμοζε πιστὰ τὴν παρακάτω συμβουλὴ τοῦ Μάρκου Αὐρήλιου:
«Μὴ λησμονεῖς, ἔλεγε πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁ ἀβάπτισος ἐκεῖνος χριστιανός, μὴ λησμονεῖς ὅτι εἶσαι ἁπλοὺς ταξιδιώτης. Τὸ πλοῖον ποῦ σὲ μεταφέρει εἰς τὴν πατρίδα σου προσορμίζεται εἰς ἕνα λιμένα, ἠμπορεῖς νὰ ἐξέλθης νὰ περιεργασθῇς τὴν πολυθόρυβον αὐτὴν πόλιν, νὰ ἴδης τὴν ἀγοράν της, τὰ ὑψηλά της κτίρια, τὰ καταστήματα, τὰ θέατρα, τὰς ἀσχολίας τῶν κατοίκων της. Ἠμπορεῖς ἀκόμη νὰ συνάψης συνομιλίας καὶ στιγμιαίας σχέσεις μὲ τοὺς κατοίκους της, τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς καπήλους, ἀλλὰ μὴ ἀπατηθῇς καὶ ἐπὶ μίαν στιγμὴν καὶ προσηλωθῇς εἰς τίποτε ἀπὸ αὐτά, τὰ παροδικά, τὰ ξένα, τὰ ἀδιάφορα. Ἔχε διαρκῶς τὴν προσοχὴν σοῦ εἰς τὸ πλοῖον σου, καὶ μὴ ἀπομακρυνθῇς πολὺ ἀπὸ τὸν λιμένα, διότι ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ὁ κυβερνήτης καλεῖ τοὺς ἐπιβάτας τοῦ διὰ τὸ τέρμα τοῦ ταξιδίου των».
Ἔζησε τὴν ζωὴ τοῦ καὶ ποτὲ δὲν ἐλησμόνησε πῶς ἦταν ἕνας παροδίτης καὶ ποτὲ δὲν πῆρε τὴν προσοχὴ τοῦ ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη πρόσκληση τοῦ κυβερνήτη. Συνέχεια φρόντιζε νὰ καθαρίζη τὴν ψυχή του καὶ σιγά-σιγά ἄρχισε νὰ ἀπαρνιέται τὰ ἐγκόσμια. Τώρα πιὰ δὲν εἶναι ὁ λογοτέχνης ποῦ δούλευε τὸν τρόπο τῆς ἔκφρασής του. Εἶναι ὁ πιστὸς ποῦ ἀναζητεῖ καὶ στὸν λόγο του μιὰ πρόσθετη λύτρωση. Παλεύει μέσα του ὁ τεχνίτης τοῦ λόγου μὲ τὸν πιστό. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν τὰ ἄλλα βιβλία καὶ ἄρθρα του, ὁ καημός του εἶναι νὰ τυπωθῇ ὁ τόμος τῶν 400 σελίδων ποῦ μὲ πλούσια σχόλια ἀφιέρωσε στὶς ὁμιλίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὶς ἀφιερωμένες στοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, καθὼς καὶ στὰ ἀφιερωμένα στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (Ναζιανζηνό) («Παρθενίας ἐγκώμιον» κ.ά). Ἀπομακρύνεται ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες μελέτες του καὶ ἀγκιστρώνεται στὰ Πατερικὰ κείμενα καὶ σὲ ὕμνους πρὸς τὸν Δημιουργό. Στὴν ἄκρη ἡ κλασσικὴ φιλολογία, ὅπου τὸ πὰν εἶναι ἐνσυνείδητο, τὸ πὰν ὑποβάλλεται κάτω ἀπὸ τὸ φὼς τῆς λογικῆς. Τὸν ἐνδιαφέρει ὁ θρησκευτικὸς ὕμνος, τὸ θυμίαμα, ἡ προσευχή, τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, ἡ «εἰς Κύριον ἀποδημία». Δυστυχῶς, ὁ θησαυρὸς τῶν ἔργων του, παράδεισος σωστός, ἔμεινε ἀθέατος ἀπὸ τοὺς πολλούς.
Ὡς καθηγητὴς στὸ Βαρβάκειο Γυμνάσιο μένει ὑποχρεωτικὰ στὴν Ἀθήνα. Ἡ μόνη ἀπόλαυσή του εἶναι νὰ ἐπισκέπτεται τὰ σκιαθίτικα καράβια στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Πατῶντας τὴν κουβέρτα τῶν καραβιῶν τῆς πατρίδας του, ἔχει τὴν συναίσθηση πῶς πατεῖ τὰ ἀγαπημένα χώματά της. Ἔτσι «Τοῦ βοριᾶ τὰ κύματα», ποῦ ἔγινε καὶ τίτλος τοῦ βιβλίου του, τοῦ φέρνουν τὰ χαιρετίσματα ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του νησί.
Ὁ ἔγγαμος βίος τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη
Τὸ 1900 φεύγει ἀπὸ τὴν δημόσια ὑπηρεσία. Στὴν οὐσία παύθηκε ἀπὸ τὸ Βαρβάκειο Γυμνάσιο, γιατί δὲν ὑπῆρχαν χρήματα νὰ πληρωθῇ. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ παντρεύτηκε μὲ τὴν Βασιλικὴ Φουλάκη, ποὺ τὴν γνώρισε στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου. Τὴν βαθειά του πίστη τὴν μεταβίβασε καὶ στὴν γυναῖκα του, ποὺ μαζί της πρὶν ἀκόμα παντρευτοῦν, γύριζαν μαζὶ στὶς ἐκκλησίες. Κι ὅταν παντρεύτηκαν στὸ σπίτι τους ἔβαλαν εἰκόνες καὶ κεριά, προσεύχονταν μαζί, ἔψελναν τὸν ἑσπερινό. Κάποτε μιὰ γρια Σκιαθίτισσα πῆγε στὴν Αἰδηψὸ γιὰ νὰ κάνη λουτρά. Ἔμαθε πὼς ἦταν ἐκεῖ ὁ κυρ-Αλέκος μὲ τὴν γυναῖκα του, νιόπαντροι, καὶ πῆγε νὰ τοὺς δή. Τοὺς βρῆκε νὰ κάθονται στὸ δωμάτιο ποὺ εἶχαν νοικιάσει τὴν ὥρα ποὺ ἔψελναν ἑσπερινό. Ξαφνιασμένη τοὺς ρώτησε: «Ὀσπιτεύετε ἡ καλογερεύετε;».
Λένε πὼς δὲν εἶχαν ἄλλο δεσμὸ μεταξύ τους ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶχαν συναναστροφὲς μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Μωραϊτίδης γλιστροῦσε ἀθόρυβα καὶ βιαστικὰ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, μὲ τὴν ἀπεριποίητη βιβλική του γενειάδα, γιὰ νὰ γίνη ἄφαντος νὰ χωθῇ γρήγορα στὸ ἱερὸ τοῦ σπιτιοῦ του μὲ τὰ μανουάλια καὶ τὰ ψαλτήρια, ὅπου ἱερουργοῦσε σὰν παπᾶς σὲ ἐρημοκκλήσι. Καὶ ἡ ἀγαπημένη τοῦ γυναῖκα δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ταπεινὴ ἐκκλησάρισσα στὸν μικρὸ ἐκεῖνο καὶ παράδοξο ναό. Τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχε ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανασία.
Ὁ θάνατος τῆς συμβίας του
Δὲν κράτησε ὅμως πολὺ ἡ συμβίωσή τους ἐκείνη. Ἡ γυναῖκα του, μοναχὴ Ἀθανασία, πεθαίνει καὶ αὐτὸ τὸν βυθίζει σὲ μεγάλο πένθος καὶ σὲ μεγαλύτερη σιωπή. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ μὲ ἡμερομηνία 30-10-1915, ἀπὸ τὴν Σκιάθο πρὸς τὴν Ἡγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ Κεχροβουνίου τῆς Τήνου, τὴν Θεοδώρα, μὲ τὴν ὁποία συνδέθηκε πνευματικά, θὰ γράψη ἀναφερόμενος στὸν θάνατο τῆς συζύγου του:
«Ὁ θάνατός της ὑπῆρξε κοίμησις, ἐλαφρὰ μετάστασις ἀπὸ μίαν ζωὴν εἰς τὴν ἄλλην. Δὲν μοῦ λέγεις πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολαύσω ἐγὼ αὐτὸ τὸ μακάριον τέλος. Διαβάζω ὡσὰν νὰ ἔχω στάδιον ἐμπρός μου, κάμνω σχέδια πάντοτε καὶ σκέψεις διαφόρους. Κι ἐκεῖ ὁποὺ διαβάζω, π.χ. πόσα ἔτη ταλαίπωροι σᾶς μένουν; Τί προσμένετε; Ἡ ζωή μας εἶναι 70 ἡ 80 τὸ πολὺ ἔτη. Τότε ἐξαφνιάζομαι ὡσὰν ἐξαφνιάζεται ἕνας εἰς τὸν ὕπνον του ἀπὸ ἕνα ράπισμα κατ’ ὄναρ.
Ἐξαφνιάζομαι καὶ βλέπω ὅτι 5 χρόνια μου μένουν, ἂν μοῦ μένουν καὶ αὐτά. Καὶ μένω ἄναυδος. Ἂλλ’ αὐτὸ πρέπει νὰ κάμνω; Νὰ μένω ἄναυδος; Πρέπει νὰ τρέξω, νὰ ἀρράξω εἰς ἕνα ἥσυχον λιμένα ὅπου τὰ 5 αὐτὰ χρόνια νὰ ἐπισκευάσω τὸ καράβι μου νὰ τὸ ἔχω ἕτοιμον διὰ τὸ ταξείδι τοῦ Ὠκεανοῦ. Ὁ νοῶν νοείτω....»
Σὲ ἄλλο οκτασέλιδο γράμμα γράφει:
«Νύκτα τῶν Χριστουγέννων 1915.
Ἀγαπητὴ ἐν Χριστῷ ἀδελφὴ κυρία Θεοδώρα.
«...Δὲν πρέπει νὰ παραξενεύεσθε διὰ τὴν ἀδυναμίαν μου τὴν σωματικήν, διότι τὸ πένθος ὡς εἶπας ἦτο, ναὶ ἦτο βαρύτατον. Καὶ μόνον ὁ θάνατος θὰ τὸ ἐξαλείψη μὲ σπαραγμόν. Βιάζομαι νὰ χωνεύω τὴν θλῖψιν, καὶ αὐτὸ φαίνεται βλάπτει σωματικῶς εἶναι ὅμως τώρα πολὺ ἐλαφρότερον, καὶ νὰ σοῦ τὸ παραστήσω κάπως αἰσθητῶς, φαντάζομαι ὅτι ἡ μακαρία Ἀθανασία μου κάπου ἀποδημεῖ καὶ μὲ περιμένει νὰ ὑπάγω καὶ ἐγώ».
Ὁ τραυματισμός του καὶ ἡ ἀντιμετώπισή του
Τὸ 1907 ἐπισκέπτεται τὸ Μέγα Σπήλαιο. Ἐκεῖ πέφτει καὶ χτυπᾶ τὸ πόδι του. Ὑποχρεώνεται ἀπὸ αὐτὸ νὰ μείνη ἀκίνητος ὡς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1908 στὴν κλινικὴ καὶ στὸ σπίτι του στὴν Σκιάθο. Οἱ συνθῆκες διαβίωσής του εἶναι τραγικές. Τὶς ἀπαριθμεῖ σὲ ἐπιστολές του πρὸς τὴν ἴδια Ἡγουμένη μὲ ἡμερομηνίες 8 καὶ 11-10-1916.
«Ἐν Σκιάθῳ τῇ 8ῃ Ὀκτωβρίου 1916
Θεοπεφιλημένη μου καὶ περιπόθητος ἀδελφὴ ἐν Χριστῷ.
Θύελλα καὶ ἀστραπαὶ καὶ κακοκαιρίαι καὶ βρονταὶ• ἡ στέγη τοῦ κελλίου μου σείεται διότι εἶναι ὑπὸ τὸ κωδωνοστάσιον τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας καὶ ἐν τῇ κορυφῇ τῆς πόλεως. Εἶναι 8 ἡ ὥρα περίπου τὸ βράδυ• μου ἔφεραν τὸ κατσαρολάκι μὲ ζωμὸν ἀπὸ πικραλίδας, οὕτω λέγουν ἐδῶ τὰ ραδίκια τοῦ βουνοῦ. Τὰ παράθυρα φεγγοβολοὺν ἀπὸ τὰς ἀστραπάς. Ἤρχισε βροχή. Καὶ ὡς φαίνεται θὰ διαρκέση ὄχι μόνο τὴν νύκτα ἀλλὰ καὶ ἡμέρας. Ἂλλ’ ὁ καιρὸς εἶναι νότιος θερμός. Ὅταν εἶναι κρύο καὶ βορρᾶς, καταβαίνω κάτω εἰς ἐν δωμάτιον (ὅπου καὶ κοιμῶμαι τώρα), τὸ ὁποῖον εἶναι σωστὸν σπήλαιον, φωτιζόμενον μόνον ἀπὸ τὴν κανδήλαν τῶν ἁγίων.
Ἐψάλαμεν ἀπόψε τὸν ἑσπερινὸν τῶν ὁσίων Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας. Ἔφερα μαζί μου καθὼς καὶ πέρυσι τὴν ἁγίαν εἰκόνα των καὶ τὴν ἐστόλισα μὲ ὡραῖα λουλούδια, κρίνα τῆς ἐρήμου κατὰ τὸ τροπάριον, πάλλευκα καὶ κάτι ἄλλα τῆς ἐποχῆς χρῶμα μέλιτος, βελούδινα μανιταράκια λέγομεν ἐδῶ. Θαῦμα τῶν ὁσίων. Διότι χωρὶς νὰ τὰ παραγγείλω, χωρὶς ἄλλην φορὰν νὰ μοῦ φέρουν, ἄγνωστος γυναῖκα μου τὰ ἔφερε χθὲς βράδυ ἀπὸ τὸ βουνὸ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντα παπα-Διονυσίου. Μοῦ τὰ ἔδωσε, λέγει, ἡ ἀδελφή σου, ὄχι αὐτὴ ποὺ συγκατοικῶ ἀλλ’ ἄλλη ἡ ὁποία δὲν γνωρίζει πὼς ἔχω τὴν πανήγυριν καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ὁσίων προφανῶς. Καὶ εἶναι κρίνα λευκὰ ποὺ εἰς τὸ χωρίον δὲν ἔχει κανείς. Καὶ ἦσαν πολλὰ κρίνα καὶ εὐωδίαζαν. Ἂν προφθάσω θὰ θέσω μέσα εἰς τὴν ἐπιστολὴν ἀπὸ τὴν ἁγίαν εἰκόνα.
Τὸ μεσημέρι μετὰ τὸ φαγητὸν μόνος μοῦ ἔπλεξα τὸ στέφανον καὶ εἰς τὰς 4 περίπου τὸ ἐπῆγα εἰς τὴν ἐκκλησίαν μετὰ τῆς εἰκόνος καὶ τὴν ἐτοποθέτησα καταλλήλως. Ὁ ἑσπερινὸς διήρκεσε 1,30 ὥρα• μέγας ἑσπερινός. Ἂν ὑπῆρχε ἀλεύρι θὰ ἔκαμνα ἀρτοκλασίαν, ἀλλὰ εἶναι νηστικοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ περιμένουν αὔριον τὸ ἀτμόπλοιον. Τώρα ὅπου γράφω οἰκονόμησα 50 δράμια πετρέλαιον μὲ παρακλήσεις πολλάς.
Βοήθειά μας οἱ ὅσιοι!»
Καὶ ἡ δεύτερη ἐπιστολή:
«Ἐν Σκιάθῳ τὴ 11 Ὀκτωβρίου 1916
Στεροῦμαι χειμερινοῦ οἰκήματος. Κοιμοῦμαι τώρα εἰς ὑγρὸν σπηλαιῶδες δωμάτιον καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ βλάπτει πολὺ ἡ ὑγρασία.
Πὼς ἐβάσταζαν οἱ Ὅσιοι εἰς τοὺς λάκους; Αὐτοὺς συλλογίζομαι καὶ ὁ νοῦς μου σαλεύεται. Διὰ νὰ ἵσταμαι ὀλίγον, διότι ἀπὸ τὸν καιρὸν τῶν καταγμάτων συνήθισα εἰς τὸ καθῆσθαι ἀείποτε, ἐπενόησα ἕναν κρεμαστήρα ὅπου τὸν ἔχω διὰ νὰ γυμνάζω τὴν θραυσμένην μου δεξιάν - τρία χρόνια παρημέλησα τώρα καὶ αἰσθάνομαι βάρος ὕποπτον καὶ ὡς ρευματικόν. Λοιπὸν κρεμῶμαι καὶ λέγω τὸ μεσονύκτιον, τὸν Ἑξάψαλμον, τὰς Ὠδὰς καὶ ὅσα γνωρίζω ἀπὸ στήθους...».
Ἡ βράβευσή του
Τὸ 1928 ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τὸν ἀνακηρύσσει ὁμόφωνα πρόσεδρο μέλος της. Ὁ Μωραϊτίδης οὔτε ποὺ πῆγε νὰ παραστῇ στὴν ἐκλογή του. Ἀρκέστηκε σὲ μιὰ εὐχαριστήρια ἐπιστολή του πρὸς τὸν πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας.
Ἡ μοναχική του κλίση
Ζοῦσε ἀποσυρμένος, παντελῶς ξένος πρὸς τὰ ἐγκόσμια. Ὁ ἀσκητισμός του ἦταν αὐστηρός. Συγγένευε μὲ ἐκείνων τῶν πρώτων ἀναχωρητῶν. Ἡ χριστιανικὴ ταπείνωση δὲν ἦταν ἄδεια λέξη γι’ αὐτόν. Τὴν εἶχε ντυθῇ κατάσαρκα ἡ ψυχή του. Καταδίκασε στὴν ψυχή του τὴν ἐγκόσμια ζωὴ γιὰ νὰ βρῇ λύτρωση στὴν σιωπὴ τῆς ἔκστασης, στὴν οὐρανοπολιτεία τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου θὰ ἀντάμωνε Ἐκεῖνον. Διψοῦσε γιὰ ἀλήθεια ἐσωτερική. Ἄκουε τὴν φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὴν Μάρθα ὅτι: «ἑνὸς ἐστὶ χρεία». Ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτὸ τὸ κάλεσμα, παίρνει τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάζεται Ἀνδρόνικος. Γιὰ μιὰ ἁπλὴ ἀλλαγὴ ρούχων πρόκειται, γιατί ὁ Μωραϊτίδης δὲν ἔγινε τότε μοναχός, ἦταν μοναχὸς καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀναφέρονται στὰ πιὸ αὐστηρὰ μοναστήρια. Ἁπλὰ ἔδωσε τὴν ἐξωτερικὴ φόρμα στὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς του.
Ἡ κουρά του ἔγινε στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες τῆς Σκιάθου. Μὲ μεγάλη χαρὰ ντύθηκε τὸ «Ἀγγελικὸ Σχῆμα» γιὰ νὰ εἰσέλθη στὸν νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα γράμμα του ποὺ ἔστειλε λίγες μέρες ἀργότερα σὲ μιὰ εὐλαβικὴ κυρία τῶν Ἀθηνῶν καὶ δημοσιεύθηκε στὴν «Ἑστία», νομίζει κανεὶς πὼς εἶναι γραμμένο ἀπὸ καθολικὴ παρθένα δεκατεσσάρων ἐτῶν, ποὺ ἔκαμε τὴν πρώτη μετάληψή της καὶ διηγεῖται σὲ μιὰ φιλενάδα της τὴν χερουβικὴ τελετή. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μωραϊτίδης μὲ ἕνα παρθενικὸ ὕφος μιλάει γιὰ τὰ ράσα του, ποὺ τοῦ στέκανε ὡραῖα, γιὰ τὶς καμπάνες τῆς ἐκκλησίας, ποὺ σήμαιναν χαρμόσυνα, γιὰ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ ἐκκλησιάσματος, ποὺ δὲν χόρταιναν νὰ τὸν καμαρώνουν μέσα στὸ «Ἀγγελικὸ Σχῆμα».
Καὶ στὴν παραπάνω Ἡγουμένη Θεοδώρα θὰ γράψη στὶς 16-9-1929:
«Σήμερον εἶχον τὴν μεγαλυτέραν ἑορτὴν τῆς ζωῆς μου. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπόθουν ἀπὸ τόσα χρόνια, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ ψυχή μου ἐμελετοῦσε νύκτας καὶ ἡμέρας, τὸ ἀπήλαυσα, τὸ ἀπέκτησα. Τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα. Δὲν εἶμαι πλέον ὁ Διδάσκαλος Ἀλέξανδρος, ὁ πρεσβύτης, ὁ πολυάσχολος μὲ τὰς μερίμνας τοῦ κόσμου. Εἶμαι ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος...».
Ὁ θάνατός του
Ὁ θάνατος τοῦ Ἀνδρόνικου-Αλέξανδρου Μωραϊτίδη ἦρθε τὸ 1929. Πέθανε σὰν τὸν Τολστόϊ σὲ ἕνα μοναστήρι. Μιὰ καλόγρια τοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια. Ἔτσι πέρασε στὴν γαλήνη τῆς αἰωνιότητας «εἰς προϋπάντησιν τοῦ Σωτῆρος», ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε.
- Προβολές: 2728