Skip to main content

Τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κατὰ καιρούς, ἰδίως τελευταῖα, ἀσκεῖται μιὰ κριτικὴ στὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ διατυπώνονται διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὶς θεολογικὲς θέσεις του πάνω σὲ θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ ζητήματα. Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἀσκεῖται κριτικὴ μετὰ τὴν κοίμησή του, χωρὶς νὰ μπορῇ ὁ ἴδιος νὰ ἀπαντήση σὲ ἑρμηνεῖες ποὺ δίνονται γιὰ τὸ θεολογικό του ἔργο. Ἐπίσης, κρίνεται ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν γνώρισαν προσωπικὰ ἢ μελέτησαν ἀποσπασματικὰ τὸ ἔργο του, χωρὶς νὰ τὸ ἐντάξουν στὴν ὁλότητά του. Εἶναι φανερὸν ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ἀντιλαμβάνονται μερικὲς θεολογικὲς θέσεις του μέσα ἀπὸ τὶς δικές τους προϋποθέσεις καὶ τὶς παρερμηνεύουν. Πιθανὸν νὰ κρίνουν τὸ ἔργο ἑνὸς μεγάλου θεολόγου, γιὰ νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ «μεγάλοι».

Εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ νὰ τὸν γνωρίσω μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, κυρίως κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Ἀθήνα, καὶ νὰ ὁμιλοῦμε σχεδὸν καθημερινῶς γιὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ ζητήματα. Ἐπίσης, μοῦ ἀπέστελνε κείμενά του καὶ μοῦ ἀνέλυε, διὰ τοῦ τηλεφώνου, περισσότερο τὶς ἀπόψεις του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸν καθηγητὴ π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ τὸν θεολόγο κ. Ἀθανάσιο Σακαρέλλο. Πέρα ἀπὸ αὐτό, μὲ αἴτησή του μοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐγγράψω στοὺς ἱερατικοὺς καταλόγους τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου, χωρίς, βέβαια, νὰ λαμβάνη μισθό, ἀλλὰ γιατί ἤθελε νὰ ἔχη κάποια ἐκκλησιαστικὴ «στέγη», πρᾶγμα ποὺ ἔγινε μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ Ἀπολυτηρίου του ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς, ὅπως τὸ εἶχα ζητήσει. Ἑπομένως, εἶμαι ὁ τελευταῖος Ἐπίσκοπός του.

Ἔτσι γνώρισα, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὴν προσωπικότητά του καὶ τὶς θεολογικὲς θέσεις του. Μὲ ἐντυπωσίασε κάποια φορὰ ὁ π. Ἰωάννης, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκα στὸν θάλαμο ἐντατικῆς θεραπείας στὸ νοσοκομεῖο. Ἦταν διασωληνωμένος καὶ τὸν ρώτησα γιὰ τὴν ὑγεία του. Ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε καμμία σημασία, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ μοῦ ὁμιλῇ γιὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ θέματα. Αὐτὸ ἔδειχνε τὸ πόσο μεγάλη σημασία ἔδινε στὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραθεωροῦσε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑγεία του, ἀκόμη καὶ τὸν θάνατό του. Ἡ θεολογία ἦταν ὅλη ἡ ζωή του καὶ ἡ ἀναπνοή του.

Στὰ ὅσα κατὰ καιροὺς ἔχω γράψει καὶ ὅσα θὰ δημοσιευθοῦν ἀργότερα γιὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ σημειώσω τὶς δύο «φάσεις» τῆς θεολογικῆς του ἀναπτύξεως, ἂν μπορῇ κανεὶς νὰ ὀμιλήση γιὰ φάσεις μιᾶς τέτοιας διαδικασίας. Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς θεολογικῆς του παραγωγῆς, ποὺ ἔχει ἐπίκεντρο τὴν διατριβὴ τοῦ μὲ τίτλο Τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα, καὶ τὴν δεύτερη περίοδο ποὺ ἔχει ἐπίκεντρο τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Φυσικά, ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ δὲν θὰ μὲ ἀπασχολήση στὸ κείμενο αὐτὸ ἡ ἄποψή του γιὰ τὴν ἱστορία, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὴν θεολογία, ἂν καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ δύο αὐτὰ τὰ θεωροῦσε ἀλληλένδετα.

1. «ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ»

Ἡ ἐνασχόλησή του μὲ τὸ θέμα αὐτὸ εἶχε ἀφετηρία τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο βρέθηκε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης μεγάλωσε στὴν Ἀμερικὴ ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία, σπούδασε σὲ Παπικὰ καὶ Προτεσταντικὰ Κέντρα Σπουδῶν καὶ γνώρισε πολὺ καλὰ τὴν θεολογία τους, ὅπως τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ τῶν βασικῶν Προτεσταντῶν θεολόγων. Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνταν τὴν πατερικὴ παράδοση καὶ μελετοῦσαν μόνον τὴν Ἁγία Γραφή, οἱ δὲ Παπικοὶ θεολόγοι στηρίζονταν στὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη –ὁ ὁποῖος ἑρμήνευε τὸν Αὐγουστῖνο– ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους σχολαστικοὺς θεολόγους. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο Χριστιανικῶν παραδόσεων (Παπισμοῦ-Προτεσταντισμού) ἔκανε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη νὰ ἐνδιατρίψη περισσότερο στοὺς λεγομένους Ἀποστολικοὺς Πατέρες, δηλαδὴ τοὺς Πατέρες ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦταν διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ προηγήθηκαν τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος.

Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ εὐφυέστατη κίνηση, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διέγνωσε ὅτι οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνέδεε τοὺς Ἀποστόλους μὲ τοὺς μετέπειτα Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὸς ὁ κρίκος παρέμεινε ἄθραυστος. Διὰ τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων μεταφέρθηκε ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στὶς μετέπειτα γενιές. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ Ἀποστολικοὺς Πατέρες, ἐννοοῦμε τὸν ἅγιο Κλήμη Ρώμης, τοὺς συγγραφεῖς τῶν ἔργων: Ποιμὴν τοῦ Ἐρμὰ καὶ Ἡ ἐπιστολὴ Βαρνάβα, τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο Θεοφόρο, τὸν ἅγιο Πολύκαρπο Σμύρνης, τὸν Παπία Ἰεραπόλεως. Μὲ αὐτοὺς συνδέεται καὶ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος καὶ ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης.

Μελέτησε, ἑπομένως, ὅλους τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες μέσα στὸ «πνεῦμα» τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σὲ ἀντιβολὴ ἀφ' ἑνὸς μὲν μὲ τοὺς ὀρθοδόξους Πατέρες ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ τoὺς δυτικοὺς σχολαστικοὺς καὶ μεταρρυθμιστὲς θεολόγους. Ἡ ὅλη πορεία τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του φαίνεται στὸν ὑπότιτλο τῆς διατριβῆς του μὲ θέμα τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα.

Σὲ ἕνα ἰδιόχειρο τετράδιο, ποὺ ἔχω στὴν κατοχή μου καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς προετοιμασίας τοῦ θέματος, πρὶν καταγράψει τὶς θεολογικές του θέσεις στὴν γνωστὴ διατριβή του, ὁ τίτλος καὶ ὁ ὑπότιτλος τοῦ ἔργου ἔχουν καθορισθῇ ὡς ἑξῆς: «Τὸ Προπατορικὸν ἁμάρτημα, ἤτοι αἱ κοσμολογικαὶ καὶ ἀνθρωπολογικαὶ προϋποθέσεις αὐτοῦ ἐν τῇ ἀρχαία Ἐκκλησία συγκρινόμεναι πρὸς προϋποθέσεις τινας τῆς μεταγενεστέρας ἑλληνικῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας, κυρίως τοῦ Αὐγουστίνου, Ἀνσέλμου καὶ Ἀκινάτου». Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη σύλληψη τοῦ θέματος αὐτοῦ. Στὸ τετράδιο αὐτὸ ὑπάρχουν χωρία ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὰ ὁποῖα εἶχε συγκεντρώσει κατὰ θέματα, προφανῶς διαβάζοντας ὁλόκληρη τὴν Καινὴ Διαθήκη μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ θέματός τοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ πατερικὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος, ἤτοι τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καὶ ἄλλων Πατέρων, ὅπως καὶ τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κλπ.

Στὴν δακτυλογραφημένη διατριβή του, ποὺ περιῆλθε στὴν κατοχή μου καὶ στὴν ὁποῖα παρατηροῦνται ἰδιόχειρες διορθώσεις φράσεων καὶ παρεμβάσεις μὲ προσθῆκες στὸ κείμενο, σημειώσεις κλπ., –προφανῶς εἶναι τὸ κείμενο τῆς πρώτης καταγραφῆς– ὁ τίτλος καὶ ὁ ὑπότιλος τοῦ ἔργου του ἔχουν καθορισθῇ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὡς ἑξῆς: Μὲ τὴν γραφομηχανὴ σημειώνεται: «Τὸ Προπατορικὸν ἁμάρτημα, ἤτοι αἱ κοσμολογικαὶ καὶ ἀνθρωπολογικαὶ προϋποθέσεις Αὐτοῦ ἀπὸ τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου». Σὲ ἰδιόχειρη σημείωσή του τροποποιεῖ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου: «Συμβολαὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν περὶ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος, ἤτοι Αἱ προϋποθέσεις αὐτῆς ἐν τῇ μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου Ἀρχαία Ἐκκλησία ἐν ἀντιβολῇ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον καὶ Δυτικὴν μέχρι Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου Θεολογίαν».

Στὸ τελικὸ κείμενο τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πουρνάρα ὁ τίτλος καὶ ὁ ὑπότιτλος τῆς διατριβῆς του ἔχουν προσδιορισθῇ ὡς ἀκολούθως: «Τὸ Προπατορικὸν Ἁμάρτημα, ἤτοι Συμβολαὶ εἰς τὴν ἔρευναν τῶν προϋποθέσεων τῆς διδασκαλίας περὶ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος ἐν τῇ μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου Ἀρχαία Ἐκκλησία, ἐν ἀντιβολῇ πρὸς τὴν καθόλου κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Δυτικῆς μέχρι Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου Θεολογίας».

Ἀπὸ τὴν κατὰ καιροὺς διαμόρφωση τοῦ ὑπότιτλου τοῦ ἔργου τοῦ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα φαίνεται καθαρὰ ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡ προσπάθειά του νὰ ἐκφράση κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν διαφορὰ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τῶν σχολαστικῶν θεολόγων στὸ θέμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀφ' ἑτέρου δὲ ὅτι στηρίζεται πάντοτε στὴν Καινὴ Διαθήκη, στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες μέχρι τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του.

Ἔτσι, αὐτὴ ἡ πρώτη φάση τῆς ἐρευνητικῆς προσπάθειας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη κινεῖται μέσα στὰ κείμενα τόσο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅσο καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀντιβολὴ μὲ τὰ κείμενα τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν Σχολαστικῶν Θεολόγων. Ἡ ἔρευνα αὐτὴ δείχνει ἕναν σοβαρὸ ἐρευνητὴ ἐπιστήμονα ποὺ ἐνδιαφέρεται στὴν φάση αὐτὴ νὰ ἀναζητήση τὸ «πνεῦμα» τῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί, κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ φανὴ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ «ἱστορικὴ Ἐκκλησία», ἡ ὁποία διαφύλαξε τὴν ἀποστολικὴ παράδοση, ὅπως πέρασε αὐθεντικὰ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους στοὺς μετέπειτα Πατέρες, διὰ μέσου τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, ἐνῷ οἱ Λατῖνοι καὶ οἱ Προτεστάντες ὄχι μόνον τὴν παρερμήνευσαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀλλοίωσαν σημαντικά.

2. Ἡ ΝΗΠΤΙΚΗ-ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ

Μετὰ τὴν βασικὴ αὐτὴ ἔρευνα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προχώρησε βαθύτερα τὸ θέμα, ποὺ συνδέεται μὲ τὶς κοσμολογικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, γιὰ νὰ δὴ τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ σκοτασμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, καθὼς προχώρησε καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεὸ καὶ ἀποκτᾶ κοινωνία καὶ μέθεξη μαζί Του, δηλαδὴ πῶς ἀπὸ τὴν κάθαρση ὁδηγεῖται στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Σὲ αὐτὴν τὴν δεύτερη φάση τῆς δημιουργικῆς τοῦ ἐργασίας βοηθήθηκε σημαντικὰ ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῶν χωρίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τὴν ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ἤδη ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ θέματος «τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα», ὅπως φαίνεται σὲ ἰδιόχειρο τετράδιο ποὺ ἔχω στὴν διάθεσή μου, εἶχε συγκεντρώσει ὅλα τὰ καινοδιαθηκικὰ χωρία τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸν διάβολο, στὴν δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, στὸν πνευματικὸ θάνατο, στὴν «καρδίαν ὡς νοῦ» καὶ στὴν «καρδίαν ὡς κατοικίαν Θεοῦ», στὸ «πνεῦμα τῆς ζωῆς», στὸ «πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου», στὴν «δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ», στὴν «σωτηρίαν ἐκ θανάτου καὶ φθορᾶς», στὸ «ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως», στὴν κατὰ Χριστὸ σταύρωση κλπ. Δηλαδή, ἀπ' ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται κανείς, μελετῶντας τὴν συλλογὴ αὐτῶν τῶν χωρίων, κυρίως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης συνέλεξε ὅλα τὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς προϋπόθεση σωτηρίας. Ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποδομὴ τῆς σκέψεώς του γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ὡς ζωῆς τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.

Αὐτὴ ἡ μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τὸν βοήθησε ἀργότερα ἀποτελεσματικὰ στὶς συζητήσεις ποὺ εἶχε μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στοὺς διαλόγους μαζί τους.

Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔλεγε ὅτι οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὰ περὶ προσώπου, ὑποστάσεως, οὐσίας, ἐνεργείας στὸν Θεό, καὶ τὰ ὁποῖα θεωροῦν ὅτι εἶναι ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, μὲ τὴν ὁποῖα ἀλλοιώθηκε ἡ ἀποστολικὴ παράδοση. Μάλιστα μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ μεγάλος Προτεστάντης θεολόγος Χάρνακ ὑποστήριζε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία εἰδωλολατρικὴ μορφὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι, οἱ Προτεστάντες στοὺς διαλόγους, ὅταν ἄκουαν τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους νὰ ὁμιλοῦν μὲ ὅρους τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, δυσανασχετοῦσαν, δὲν καταλάβαιναν τίποτε καὶ ἀπέρριπταν ὅλη αὐτὴν τὴν διδασκαλία. Ἑπομένως, δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ὀμιλήση ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος μὲ τοὺς Προτεστάντες μὲ ὅρους τῆς πατερικῆς θεολογίας, ἐπειδὴ δὲν τοὺς καταλάβαιναν.

Αὐτὸ ἔκανε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη νὰ χρησιμοποιῇ κατὰ κόρο στοὺς διαλόγους ποὺ εἶχε μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων ἀπόψεων, χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως δὲ χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καὶ τοὺς ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση. Ἐπίσης, συζητώνας μὲ Ἑβραίους ἀνέπτυσσε χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἀσάρκου Λόγου, τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου, τοῦ Γιαχβέ, ἔχοντας ὁ ἴδιος ὑπ' ὄψη του τὴν πατερικὴ παράδοση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τοὺς δημιουργοῦσε ἔκπληξη.

Βεβαίως, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅταν χρησιμοποιοῦσε καὶ ἑρμήνευε χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δὲν ἔκανε αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες, ἀλλὰ εἶχε ὑπ' ὄψη του τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἀναφέρη, συνήθως, τὰ συγκεκριμένα πατερικὰ χωρία. Δηλαδή, γνώριζε τὸ «πνεῦμα» τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦσε περισσότερο χωρία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί, ἑπομένως, χρησιμοποιοῦσε καὶ τὴν ἀποστολικὴ ὁρολογία πάνω σὲ θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως γιὰ τὴν καρδιά, τὸν νοῦ, τὸν δοξασμό, τὴν τελείωση κλπ.

Ἐπειδὴ γνώρισα προσωπικὰ τὸν ἴδιο καὶ ἐπειδὴ μελέτησα ἐπισταμένως τὰ κείμενά του καί, κυρίως, μυήθηκα στὸν προφορικὸ λόγο τοῦ, θεωρῶ ὅτι τὴν ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δὲν τὴν ἔκανε αὐθαίρετα, ἀλλὰ τὴν ἔκανε μὲ βάση δύο σημαντικὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιά, δύο δηλαδὴ οὐσιαστικὲς παραδόσεις.

Ἡ μία παράδοση-ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὸν ὁποῖο γνώριζε πολὺ καλά, εἶχε μελετήσει ὅλη τὴν διδασκαλία τοῦ ἀπὸ πρωτότυπα κείμενα καὶ συσχέτιζε τὴν διδασκαλία τοῦ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἔχω μελετήσει ἐπισταμένως –καὶ ἔχω ἀποδελτιώσει– ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ ἔχω ἀντιληφθῇ αὐτὸν τὸν σύνδεσμο μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου. Πολλὲς φορὲς τὸ ἔλεγε φανερά, ἄλλες φορὲς ἁπλῶς φαινόταν αὐτὴ ἡ συσχέτιση. Κάποτε θὰ προσπαθήσω νὰ κάνω αὐτὸ τὸ ἔργο, δηλαδὴ νὰ συνδέσω τὴν ἑρμηνεία ποὺ κάνει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τῶν ἀποστολικῶν χωρίων μὲ βάση τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου.

Ἡ δεύτερη παράδοση-ἑρμηνευτικὸ κλειδί, μὲ τὴν ὁποῖα μελετοῦσε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦταν ἡ ζωντανὴ παράδοση τὴν ὁποῖα συνάντησε σὲ ἡσυχαστὲς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, μὲ τοὺς ὁποίους συζητοῦσε τὰ περὶ καθάρσεως τῆς καρδίας, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, δηλαδὴ τὴν νοερὰ προσευχή, καὶ τὴν θεωρία, ἤτοι τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ἐπίσης, τὸν ἐντυπωσίασε τὸ βιβλίο Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ, τὰ κείμενα τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου καί, βεβαίως, τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας.

Ἔτσι, ἡ νηπτική-ἡσυχαστικὴ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τῆς πείρας τῶν συγχρόνων ἡσυχαστῶν ποὺ γνώρισε ἐμμέσως ἢ ἀμέσως. Κατὰ τὴν γνώμη μου σὲ αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθῇ καὶ ἡ δική του προσωπικὴ πεῖρα, ἀλλὰ δὲν γνωρίζω σὲ τί βαθμὸ εἶχε φθάσει. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπιμένη σὲ μερικὰ θέματα, ἐὰν δὲν ἔχη προσωπικὴ πεῖρα. Κάποιος μακαριστός, ἔμπειρος Πνευματικὸς Πατέρας μοῦ εἶπε ὅτι τοῦ ἔκανε ἐντύπωση αὐτὴ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ π. Ἰωάννου σὲ μερικὰ ζητήματα καὶ γι' αὐτὸ πρόσεχε καὶ ἐκεῖνος αὐτὰ τὰ σημεῖα.

Σὲ αὐτὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ποὺ τὴν διέκρινε ἀπὸ τὴν Νεοπλατωνικὴ παράδοση μὲ δυνατὰ ἐπιχειρήματα, τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τῆς ὁποίας ἦταν μελετητὴς καὶ ἐγκρατὴς γνώστης καὶ τὴν ὁποῖα θεωροῦσε ὡς τὴν πεμπτουσία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Καππαδοκὼν Πατέρων, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐκαυχᾶτο, ὡς καταγόμενος καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν Καππαδοκία.

Ἡ ἐμμονὴ τοῦ στὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση συνδέεται μὲ τὸ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων, ὅπως ἀνευρίσκεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση (ἱεροὶ Κανόνες, ὑμνογραφία, πατερικὰ κείμενα, φιλοκαλία) καὶ ἀναδείχθηκε ἔντονα στὴν συζήτηση ποὺ ἔγινε μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαάμ, κατ' ἀρχάς, καὶ στὴν συνέχεια μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ Γρηγορά.

Ὁ π. Ἰωάννης ἔδωσε μεγάλη σημασία καὶ βαρύτητα στὴν νηπτικὴ παράδοση, γιατί ἐκεῖ ἐντοπίζεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δόγματα, ἡ διαφορὰ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως μὲ τὴν παράδοση τῶν Φραγκολατίνων καὶ τῶν Προτεσταντῶν. Μάλιστα αὐτὸ τὸ ἐντόπισε στοὺς ὅρους «analogia entis» (ἀναλογία τοῦ ὄντος) καὶ «analogia fidei» (ἀναλογία τῆς πίστεως) ποὺ συνίστανται σὲ διαφορετικοὺς τρόπους βιώσεως τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.

Ἡ analogia entis ἀναφέρεται στὸ ὅτι ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ ἀρχέτυπα εἴδη καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ψυχῆς στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν. Πρόκειται γιὰ τὴν κλασσικὴ μεταφυσική, ἀπὸ τὴν ὁποῖα ἐπηρεάσθηκε ἡ θεολογία τῶν Φραγκολατίνων. Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία αὐτή, μπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίση τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἐὰν γνωρίση τὴν οὐσία τῶν κτιστῶν ὄντων, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀνθρώπινη λογική. Αὐτὴν τὴν παράδοση ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀντέδρασε σὲ αὐτὴν τὴν λεγομένη «στοχαστικὴ ἀναλογία».

Ἡ analogia fidei ἀναφέρεται στὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς πίστεως, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ παράδοση αὐτὴ κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δὲν δίνεται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μελετῶντας κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφή, γνωρίζει τὸν Θεὸ καὶ ἔρχεται σὲ ἐπικοινωνία μαζί Του, διότι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἔχει κατατεθῇ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἰσχυριζόταν ὅτι αὐτὲς οἱ δύο παραδόσεις, (analogia entis - analogia fidei) χαρακτηρίζουν τὸν δυτικὸ Χριστιανισμὸ καὶ εἶναι ξένες πρὸς τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι γιὰ νὰ συναντήση κανεὶς τὸν Θεὸ στηρίζεται στὴν προσωπικὴ μέθεξη τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἡ νηπτική-ἠσυχαστκὴ παράδοση ποὺ εἶναι ἡ προϋπόθεση τῶν δογμάτων καὶ ὁ δρόμος γιὰ τὴν συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι, ἡ θεογνωσία δὲν συνδέεται μὲ τὴν φιλοσοφία, οὔτε ἁπλῶς μὲ τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία εἶναι σημαντική, διότι καταγράφει τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν βίωση τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

Αὐτὴν τὴν νηπτική-παράδοση ὁ π. Ἰωάννης τὴν χαρακτήριζε ὡς θεραπεία, ἕναν ὅρο ποὺ τὸν συναντᾶμε σὲ ὅλη τὴν βιβλικοπατερικὴ παράδοση, διότι μὲ τὴν κάθαρση καὶ τὸν φωτισμὸ ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὴν θέωση, τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρουσιάζει ὡς πρότυπο ἡσυχαστοῦ τὴν Παναγία ποὺ ἔζησε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ χρησιμοποίησε τὴν μέθοδο «τῆς καθ' ἡσυχίαν ἀγωγῆς». Γι' αὐτό, ὅπως γράφει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στὴν θέα τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτὴ «μόνη δεῖγμα τῆς ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς». Ἔτσι, «θεωρία ἐστι τῆς ὑγιαινούσης καρπὸς οἴόν τί τέλος οὖσα καὶ εἶδος θεουργοῦ». Συνεπῶς, θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, ὄχι διὰ «τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας», ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγωγῆς τῆς ἡσυχίας, μὲ τὴν ὁποῖα θεραπεύεται.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ παράδοση ἦταν ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ ἦταν πρακτικὴ συνέπεια τῆς θεολογικῆς του ἔρευνας γιὰ τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα. Γι' αὐτὸ ἰσχυριζόταν ὅτι ἂν κανεὶς δὲν καταλάβη καλὰ τὴν ἀπόκλιση τοῦ analogia entis καὶ analogia fidei ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῇ τὶς αἱρέσεις τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀξία τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

3. Ἡ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Π. ΙΩΑΝΝΟΥ

Οἱ δύο φάσεις αὐτῆς τῆς θεολογικῆς ἀναπτύξεώς του (τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα – νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας) δὲν εἶναι ἀνεξάρτητες μεταξύ τους, ἀλλὰ συνδέονται πολὺ στενά, ἀφοῦ ἡ δεύτερη, ἡ νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση εἶναι συνέχεια τῆς πρώτης γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ π. Ἰωάννης ξεκίνησε ὡς ἕνας ἐξαιρετικὸς φέρελπις θεολόγος, μὲ σημαντικὴ προσφορὰ στὴν θεολογία, ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἔχασε τὸν δρόμο τοῦ καὶ δὲν βοήθησε στὴν θεολογικὴ ἀναγέννηση τοῦ τόπου. Νομίζω ὅτι ὅσοι ἑρμηνεύουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν π. Ἰωάννη τὸν ἀδικοῦν, ὅπως ἐπίσης τὸ ἴδιο κάνουν ὅσοι τοῦ προσδίδουν ἐπηρεασμὸ εἴτε ἀπὸ Προτεστάντες εἴτε ἀπὸ Ὠριγενιστές.

Ὁ π. Ἰωάννης ἦταν ἕνας εὐφυὴς ἄνθρωπος, εἶχε ἐρευνητικὸ πνεῦμα, ἦταν σταθερὸς στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ἐξέφραζε τὴν αὐθεντικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Γνώριζε, βεβαίως, ὅλα τὰ θεολογικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του καὶ ἔδινε τὸν αὐθεντικὸ λόγο. Κάποιες λεκτικὲς ἐκφράσεις δὲν μποροῦν νὰ τὸν χαρακτηρίσουν ὅτι δῆθεν ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ ἄλλα ρεύματα. Ἄλλωστε, ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μελέτησαν τὸν Ὠριγένη, ἔκαναν συλλογὴ μερικῶν χωρίων τοῦ καὶ ἀποτέλεσαν τὴν λεγόμενη Φιλοκαλία –ὄχι αὐτὴν ποὺ ἀπαρτίσθηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Μακάριο Νοταρὰ καὶ Νικόδημο Ἁγιορείτη– χωρὶς νὰ τοὺς θεωροῦμε ὠριγενιστές.

Ὡς ἄνθρωπος καὶ ὁ π. Ἰωάννης θὰ ἔκανε μερικὰ λάθη στὴν ζωή του, ὅπως καὶ στὴν ἔκφραση καὶ τὴν ἑρμηνεία τῆς θεολογίας του, ἀλλὰ ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος θεολόγος καὶ δάσκαλος ποὺ βοήθησε πολὺ στὴν ἀναγέννηση τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως στὶς ἡμέρες μας καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγνοηθῇ ἢ νὰ παρερμηνευθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι χρησμοποιοῦν μερικὲς φράσεις του ἐπιλεκτικά, χωρὶς νὰ τὶς κατανοοῦν καὶ χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνωνται τὸ ὅλο «πνεῦμα» τῆς διδασκαλίας του. Ἕνας μεγάλος δάσκαλος ἑρμηνεύεται μόνον ἀπὸ ἕναν μεγάλο μαθητὴ ἢ ἀναγνώστη καὶ ὄχι ἀπὸ ἐπιπόλαιους ἀνθρώπους ποὺ ἐκφράζουν ἀσυνειδήτως κάποιες ἄλλες νοοτροπίες ποὺ τοὺς διακρίνουν.

Θεωρῶ πολὺ σημαντικὴ τὴν μαρτυρία καὶ ὁμολογία τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, κορυφαίου θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, εὐφυοῦς καὶ χαρισματούχου ἀνθρώπου καὶ ἀκάματου ἐρευνητῆ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποῖα ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἔτος 1973, ποὺ ἦταν μεταπτυχιακὸς σπουδαστὴς στὴν Κολωνία τῆς τότε Δυτικῆς Γερμανίας, ἔπεσε στὰ χέρια του ἡ πολυγραφημένη δογματικὴ τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τὴν θεώρησε «ὡς δῶρο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ» καὶ γράφει: «Παραμέρισα ἀμέσως ὅλα τὰ γερμανικά-παπικὰ καὶ προτεσταντικὰ ἐγχειρίδια καὶ συστηματικὰ θεολογικὰ ἔργα (ἀρκετὰ εἶχα καταγίνει σ' αὐτά!) καὶ ἄρχισα ἀδηφάγα νὰ μελετῶ τὴν ὄντως πατερικὴ Δογματικὴ τοῦ ἑλληνοαμερικανοῦ Κληρικοῦ-Καθηγητή, τὸν ὁποῖον δὲν εἶχα ἀκόμη τὴν εὐλογία νὰ γνωρίσω». Καὶ πιὸ κάτω γράφει ὅτι μετὰ τὴν μελέτη τοῦ ἔργου αὐτοῦ «διεπίστωσα ὅτι ὁ ἄγνωστός μου π. Ρωμανίδης εἶχε γίνει ὁ οὐσιαστικότερος δάσκαλός μου στὴν δογματικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία... ὥστε νὰ μπορῶ νὰ λέγομαι καὶ νὰ νιώθω μαθητής του καὶ νὰ χαίρω ἰδιαίτερα, ὅταν "κατηγοροῦμαι" ὅτι φέρω αἰσθητὰ τὴν ἐπίδρασή του». Καὶ στὸν ἐπικήδειο λόγο του σημειώνει ἐμφαντικά: «Θεωρῶντας τὸ θεολογικό του ἔργο διδακτικό, συγγραφικὸ καὶ ἀγωνιστικό, ἀναγκαζόμεθα ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἐποχὴ πρὸ καὶ μετὰ τὸν Ρωμανίδη. Διότι ἔφερε ἀληθινὴ τομὴ καὶ ρήξη μὲ τὸ σχολαστικὸ παρελθόν μας, ποὺ λειτουργοῦσε ὡς βαβυλώνειος αἰχμαλωσία τῆς θεολογίας μας».

Ὅπως προανέφερα, ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς εἶναι κορυφαῖος διδάσκαλος τῆς θεολογίας, ὑψηλῆς στάθμης ἐρευνητὴς καὶ ἐπιστήμων, Κληρικὸς μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια καί, κυρίως, γνήσιος καὶ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος, χωρὶς ἐσωτερικὰ συμπλέγματα, γι' αὐτὸ καὶ δὲν φθονεῖ, ἀλλὰ ἀναγνωρίζει τὸ ἔργο τῶν πρωτοπόρων στὴν θεολογία, ὅπως τὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἰωάννου. Ὁπότε, καὶ ἡ ὁμολογία-μαρτυρία του, κατὰ τὴν γνώμη μου, εἶναι σημαντικὴ καὶ ἔχει βαρύνουσα σημασία καί, ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθῇ.

Τελικά, ὅποιος θέλει νὰ δὴ τὴν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, πρέπει νὰ ἐντοπίση αὐτὲς τὶς δύο φάσεις τῆς διδασκαλίας του, ἤτοι τὴν συγγραφὴ τοῦ βιβλίου τοῦ γιὰ τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα, ποὺ στηριζόταν βασικὰ στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα ἔγραψε καὶ ἔλεγε γιὰ τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὴν ὁποῖα ἑρμήνευε μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ συσχετισμὸ πάντα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων ποὺ ὁ ἴδιος γνώρισε, ὅπως καὶ τῶν Καππαδοκὼν Πατέρων.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως κάθε σῶμα κρατᾶ τὴν τροφὴ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τραφοῦν τὰ μέλη τοῦ καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἀπορρίπτει, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὡς Θεανθρώπινο Σῶμα, διὰ μέσου τῶν αἰώνων διαφυλάσσει τὴν αὐθεντικὴ διδασκαλία καὶ ἀπορρίπτει ὅλες τὶς δηλητηριώδεις καὶ δύσπεπτες τροφές, ποὺ στηρίζονται στὸν στοχασμὸ καὶ τὴν «θεολογικὴ» φαντασία. Θεωρῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ κρατήση τὸ «πνεῦμα» τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἀκριβῶς γιατί αὐτὸ συντονίζεται στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, εἶναι τὸ βαθύτερο «πνεῦμα» τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση καὶ τὴν σωτηρία. Ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη δὲν εἶναι «σεσοφισμένοι μῦθοι» (Β' Πέτρ. α', 16), ἀλλὰ εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι αὐθεντικὴ καὶ ἀναπαύει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ

  • Προβολές: 3304