Ἀφιέρωμα στὸν π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ἡ «Ἐμπειρικὴ Δογματική»
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω ἐκ καρδίας τοὺς τρεὶς διακεκριμένους εἰσηγητὰς τῆς σημερινῆς παρουσιάσεως τῶν δύο τόμων τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς, κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη», ποὺ μὲ τὸν λόγο τους ἔκαναν ἕνα μνημόσυνο στὸν μεγάλο αὐτὸν διδάσκαλο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς θεολογίας τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων.
Νὰ μνημονεύσω τὸν ἀγαπητὸ Πρωτοπρεσβύτερο καὶ Καθηγητὴ π. Γεώργιο Μεταλληνό, ποὺ συντόνισε τὴν σημερινὴ συνάντηση καὶ ὁμίλησε γιὰ τὸν πεφιλημένο διδάσκαλο μὲ καρδιακὰ αἰσθήματα, ὅπως καὶ τὸ κάνει ἐπανειλημμένως. Ὁ ἴδιος θεωρεῖ τιμὴ ποὺ τὸν ἀποκαλοῦν μαθητὴ τοῦ π. Ἰωάννου, ἂν καὶ δὲν διετέλεσε ποτὲ φοιτητής του. Νὰ εὐχαριστήσω τὸν Πρωτοπρεσβύτερο π. Στέφανο Ἀβραμίδη, μαθητὴ τοῦ π. Ἰωάννου στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, ὁ ὁποῖος πολλάκις τὸν ἀνέπαυσε καὶ τὸν βοήθησε ποικιλοτρόπως καὶ στὸ γραφεῖο τοῦ ὁποίου κατέφευγε πολλὲς φορὲς ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης. Ἐπίσης, νὰ εὐχαριστήσω τὸν καθηγητὴ κ. Λάμπρο Σιάσο, ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητής του στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ αὐτόν.
Εὐχαριστῶ καὶ τοὺς τρεῖς, γιατί δέχθηκαν νὰ παρουσιάσουν τὸ δίτομο αὐτὸ ἔργο, νὰ ὁμιλήσουν γιὰ τὸν μακαριστὸ διδάσκαλο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ νὰ ποῦν λόγο καρδιακὸ καὶ γιὰ τὴν ἐλαχιστότητά μου. Ἐξομολογούμενος θὰ ἤθελα νὰ πὼ ὅτι, παρὰ τὸ ὅτι ἐξέδωσα πολλὰ βιβλία στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐν τούτοις ἀρνήθηκα προτάσεις γιὰ δημόσια παρουσίαση γιὰ κάποιο ἀπὸ αὐτά. Ἐξαίρεση γίνεται γιὰ τὸ δίτομο αὐτὸ ἔργο τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς», γιατί θέλω νὰ προβληθῇ τὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἰδίως ἐφέτος ποὺ συμπληρώνεται δεκαετία ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
Θὰ ἤθελα κλείνοντας τὴν σημερινὴ ἐκδήλωση νὰ τονίσω τέσσερα «πῶς», δηλαδὴ τέσσερα σημεῖα ποὺ συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ μακαριστοῦ Διδασκάλου τῆς ὀρθοδόξου Πνευματικότητας.
1. ΠΩΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΟΝ Π.ΙΩΑΝΝΗ ΡΩΜΑΝΙΔΗ
Ἡ ἀνακάλυψη ἐκ μέρους μου τοῦ π. Ἰωάννου ἔγινε προοδευτικά. Τὸν γνώρισα, ὅπως περίπου γνωρίζει κανεὶς κάποιον καλλιτέχνη, ἀφοῦ πρῶτα ἀκούει γι’ αὐτόν, ἔπειτα θαυμάζει τὰ ἔργα του καὶ στὴν συνέχεια συναντᾶ καὶ τὸν ἴδιο προσωπικά.
Στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, ὅπου σπούδαζα (1964-1968) καὶ στὰ ἐπιλεγόμενα μαθήματα ἄκουσα γι’ αὐτόν, γιὰ πρώτη φορά, πρὶν ἔλθη στὴν Ἑλλάδα. Στὸ ἐπιλεγόμενο μάθημα τῆς Πατρολογίας, μὲ τὸν καθηγητὴ Παναγιώτη Χρήστου, ἔγινε κάποτε τὸ 1967 συζήτηση γιὰ ἕνα θεολογικὸ ζήτημα. Μερικοὶ μεταπτυχιακοὶ ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης Ἀμερικῆς ἀναφέρθησαν διεξοδικῶς στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο καὶ μετὰ σὲ ἄλλους Ἀποστολικοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ὁ καθηγητὴς Παναγιώτης Χρήστου εἶπε: «γνήσιοι μαθητὲς τοῦ Ρωμανίδη». Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ π. Ἰωάννης δίδασκε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Βοστώνης καὶ βέβαια ἠσχολεῖτο ἰδιαιτέρως μὲ τοὺς ἀγαπητούς του Ἀποστολικοὺς Πατέρας.
Στὸ τέλος τοῦ τετάρτου ἔτους τῶν σπουδῶν μου ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Καλογήρου, ποὺ μᾶς δίδασκε κατὰ ἀνάθεση τὸ μάθημα τῆς Δογματικῆς, ἀφοῦ ἡ ἕδρα ἦταν κενή, μᾶς ἀνήγγειλε, μὲ μεγάλη χαρὰ ὅτι ἐξελέγη νέος Καθηγητὴς γιὰ τὴν Δογματική, ἕνας μεγάλος θεολόγος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ θὰ ἄρχιζε τὰ μαθήματα τὴν ἑπομένη χρονιά. Βέβαια, ἀκούγαμε γι’ αὐτόν, γιὰ τὴν συζήτηση ποὺ προκάλεσε, πρὶν λίγα χρόνια στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, ἡ διδακτορική του διατριβὴ ποὺ εἶχε ὑποβληθῇ. Ὅμως, ἔλαβα τὸ πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, χωρὶς νὰ ἔχη ἀρχίσει τὴν παράδοση τῶν μαθημάτων του καὶ ἔτσι δὲν τὸν γνώρισα τότε προσωπικά. Ἄκουγα γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὰ πνευματικά μου παιδιὰ ποὺ σπούδαζαν στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὁμιλοῦσαν μὲ ἐνθουσιασμὸ γι’ αὐτόν. Μοῦ ἔφερναν νὰ ἀκούσω διάφορες μαγνητοφωνημένες κασέτες καὶ τὰ πρῶτα κείμενά του. Ἀγόρασα τὸ βιβλίο τῆς «Δογματικῆς» του καὶ ἄρχιζα νὰ τὴν διαβάζω μὲ ἱκανοποίηση καὶ ἐνθουσιασμό.
Ἀργότερα τὸν γνώρισα προσωπικὰ στὴν Ἀθήνα, μετὰ τὴν ἀναγκαστική, πλὴν ὅμως μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, μετακίνησή μου ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἐδεσσα, στὸ Γραφεῖο τοῦ δικηγόρου κ. Ἀθανασίου Σακαρέλλου, τὸν ὁποῖον ἀγαποῦσε πολύ, ὅπου παρέδιδε μαθήματα σὲ ἕναν κύκλο εἴκοσι μὲ τριάντα μαθητῶν, καὶ ἤμουν ἀκροατὴς διαφόρων παραδόσεών του στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνης Ἰλισίων. Θυμᾶμαι μιλοῦσε μὲ σταθερὸ καὶ αὐθεντικὸ τρόπο, χωρὶς νὰ ἔχη μπροστά του σημειώσεις καὶ συνέδεε στενὰ τὴν θεολογία μὲ τὴν ἱστορία. Στὴν παράδοσή του εἶχε στόχο. Μὲ τὸν καιρὸ γνωρισθήκαμε καλύτερα, τὸν ἐπισκεπτόμουν στὸ σπίτι του, συμφάγαμε σὲ διάφορα φιλικὰ σπίτια, πήγαμε μαζὶ στὸ Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ γιὰ νὰ παραδώσουμε μαθήματα γιὰ τρεὶς ἡμέρες σὲ εἰδικὸ σεμινάριο ποὺ διοργάνωσε ἡ Orthodox Church of America (OCA) καὶ εἴχαμε καθημερινὴ σχεδὸν τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία. Τελικά, μοῦ ζήτησε νὰ τὸν προσλάβω στὴν Ἱερὰ Μητρόπολή μου ὡς Ἱερέα, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ ἀπολυτήριο ποὺ ἐξεδόθη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς, χωρὶς βεβαίως νὰ ἐγγραφὴ στοὺς μισθολογικοὺς κατάλόγούς. Τὸν ἐκτιμοῦσα, τὸν ἀγαποῦσα καὶ τὸν σεβόμουν γιὰ τὴν θεολογία ποὺ δίδασκε, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὸ ταπεινὸ καὶ εὐγενικὸ τοῦ ὕφος. Δικά μου πνευματικὰ παιδιὰ τὸν βοηθοῦσαν σὲ διάφορες ἐργασίες του, ἀφιερώνοντας πολὺ χρόνο μαζί του, ἀκόμη καὶ τὶς νυκτερινὲς ὧρες.
2. ΠΩΣ ΕΞΕΤΙΜΗΣΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ
Εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶμαι φοιτητὴς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, μέσα στὸ κέντρο τῆς μελέτης τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἔτσι, διάβαζα γιὰ τὴν θεολογία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγιορείτου καὶ θεόπτου Πατρός, ὅπως ἐπίσης διάβαζα καὶ τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐπισκεπτόμουν τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ εἶχα ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐρημίτας πατέρας, τοὺς ὁποίους ρωτοῦσα γιὰ τὴν εὐχὴ καὶ γενικὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Στὴν Ἔδεσσα, ὁ ἀείμνηστος γέροντάς μου Μητροπολίτης Καλλίνικος μὲ προέτρεψε νὰ μελετῶ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, ἰδίως τὸ Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον καὶ τὸ Ἐορτοδρόμιον, καὶ τῶν ἄλλων φιλοκαλικῶν Πατέρων. Ἔπειτα, γνώρισα τὸν γέροντα Σωφρόνιο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὠφελήθηκα πολύ. Ἀργότερα διάβασα ὅλα τὰ ἐκδοθέντα κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου.
Εὑρισκόμενος μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα γνώρισα τὰ κείμενα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ τὰ ἐκτίμησα δεόντως. Κατάλαβα τὴν πνευματική τους συγγένεια μὲ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν πραγματικότητα ὁ π. Ἰωάννης συνδύαζε ἄριστα τὴν ἡσυχία μὲ τὴν θεολογία, τὴν ἄσκηση μὲ τὴν καθηγητικὴ ἕδρα, τὴν προσευχὴ μὲ τὴν θεολογικὴ ἔκφραση.
Ἔτσι, μπορῶ νὰ πὼ ὅτι δὲν διάβασα πρῶτα τὰ κείμενα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ στὴν συνέχεια ἀνέτρεξα στὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ πρῶτα εἶχα μελετήσει τὰ ἔργα ὅλων τῶν γνωστῶν καὶ μεγάλων ἡσυχαστῶν Πατέρων καὶ στὴν συνέχεια γνώρισα τὰ ἔργα τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ. Ἔνοιωσα ὅτι εἶχε καταλάβει τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων καὶ εἶχε συλλάβει τὴν πεμπτουσία τῆς διδασκαλίας τους. Καταλάβαινα ὅτι ἐξέφραζε τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μὲ ἕναν σύγχρονο τρόπο, χωρὶς ὅμως νὰ τὰ ἀλλοιώνη, χωρὶς νὰ εἶναι νεοπατερικὸς ἢ μεταπατερικὸς θεολόγος. Ὁ προφορικὸς λόγος του ἦταν μιὰ ζωντανὴ ἀφομοιωμένη τροφή. Ὁ ἴδιος εἶχε γνωρίσει τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ἠθικισμὸ τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν στὴν Ἀμερική, γνώρισε δὲ καὶ τὸν ἡσυχασμὸ σὲ διαφόρους ἁγιορεῖτες καὶ ἀσκητὲς καὶ γι' αὐτὸ ὁ λόγος του ἦταν αὐθεντικός, ὀρθόδοξος. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ ὅσα εἶπε σὲ μιὰ ὁμιλία του:
«Ἐγώ, ἐπειδὴ πέρασα τὰ στάδια τῆς σχολαστικῆς θεολογίας στὴν δική μου ζωή, ὅταν ἦλθα στὴν Ἑλλάδα μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση ὅταν ἔβλεπα τοὺς σημερινοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν νὰ ζητοῦν συγγνώμη ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, γιατί καὶ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε σχολαστικὴ θεολογία, ὅπως ἔχουν οἱ δυτικοὶ καὶ σταματήσαμε στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τὸν Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Ἰσίδωρο Σεβίλλης ἢ τὸν Μέγα Φώτιο».
Ἔτσι, μελετῶντας τὰ κείμενα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη διέκρινα τὸν καθαρό, ὀρθόδοξο, πατερικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἀπαντοῦσε σὲ ὅλες τὶς προκλήσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ τῆς δικῆς μας θεολογίας ποὺ εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία, δηλαδὴ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ ἠθικισμό. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, μὲ τὸν λόγο του καὶ τὰ γραπτά του, εἶχε ἕναν σημαντικὸ στόχο, παρουσίαζε τὴν καθαρὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἦταν ἡσυχαστικὴ καὶ θεωτική.
3. ΠΩΣ ΕΡΓΑΣΘΗΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ ΤΟ ΔΙΤΟΜΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ «ΕΜΠΕΙΡΙΚΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ»
Ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸ γράψιμο, ποὺ καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα χάρισμα τοῦ Θεοῦ καὶ μιὰ τέχνη, γνωρίζουν ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο ἔργο. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι στὴν πραγματικότητα καλλιτεχνικό, ὅπως ἡ ζωγραφικὴ καὶ ἄλλες τέχνες, ποῦ πολλὲς φορὲς κανεὶς δυσκολεύεται γιὰ νὰ συντονίση τὴν σκέψη καὶ τὸν σκοπὸ μὲ τὸν διατυπωμένο λόγο. Πολὺ περισσότερο τὸ ἐπιστημονικὸ ἔργο εἶναι δυσχερές, γιατί πρέπει κανεὶς νὰ συγκεντρώση πολὺ ὑλικὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ τὸ τιθασεύση καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸ συρράψη μὲ ἕναν βασικὸ σκοπό.
Αὐτὴν τὴν δυσκολία τὴν αἰσθάνθηκα κυρίως στὴν συγγραφὴ αὐτοῦ τοῦ ἔργου. Μὲ κούρασε περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο βιβλίο στὴν σύνθεση καὶ τὴν ὁλοκλήρωση. Βέβαια, μὲ βοήθησαν πολλὰ πνευματικά μου παιδιὰ σὲ διάφορες φάσεις τοῦ ἔργου, τοὺς ὁποίους εὐχαρίστησα στὸν πρόλογο τοῦ Α’ Τόμου, δηλαδὴ μὲ βοήθησαν στὴν συλλογὴ κασετῶν, στὴν ἀπομαγνητοφώνησή τους, στὸ πέρασμα τῶν ἀπομαγνητοφωνήσεων στὸν ὑπολογιστή, στὴν εὐρετηρίαση τῶν κειμένων. Στὴν συνέχεια ἐγὼ ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξω τὰ θεολογικὰ χωρία καὶ νὰ τὰ ξεχωρίσω μέσα ἀπὸ πληθώρα ἄλλων ἀναφορῶν. Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο συγκέντρωσα πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες μεγάλα ἢ μικρὰ χωρία ἀπὸ τὶς ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες ἢ παραδόσεις του.
Γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, σχεδὸν ἕναν χρόνο, μελετοῦσα γιὰ τὸ ποιά μορφὴ θὰ πάρη ἡ ἐπεξεργασία τοῦ θέματος καὶ πῶς θὰ παρουσιασθῇ ἡ «ἐμπειρικὴ δογματική». Ὅταν κατέληξα στὸ σχῆμα ποὺ ἔπρεπε νὰ λάβη, ἄρχισε ἡ δυσχέρεια τοῦ χωρισμοῦ τοῦ ὑλικοῦ κατὰ μεγάλες ἑνότητες, κεφάλαια, ὑποκεφάλαια, ὑποδιαιρέσεις. Καὶ στὴν συνέχεια ἀκολούθησε τὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολο ἔργο νὰ συνδέσω καὶ νὰ συρράψω τὰ χωρία, καθὼς ἐπίσης νὰ γεμίσω τυχὸν κενὰ μέσα ἀπὸ τὴν σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου, γιὰ νὰ μὴ ἀλλοιωθῇ ὁ λόγος του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀνέτρεξα καὶ διάβασα ὅλα τὰ γνωστὰ καὶ ἄγνωστα κείμενά του, γραμμένα κυρίως στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα καὶ τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν δημοσιευθῇ μεταφρασμένα στὰ ἑλληνικά. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης πέρασε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ στὴν ἔρευνα, παρὰ στὸ γράψιμο, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῶν ἐπιστημονικῶν του ἐρευνῶν εἶναι γραμμένο στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα καὶ εἶναι ἀκόμη ἀμετάφραστο.
Γιὰ τὴν συγγραφὴ διαφόρων κειμένων μου, χρησιμοποιῶ τρεὶς τρόπους, ἤτοι τὸν ὑπολογιστή, τὴν ὑπαγόρευση καὶ τὴν ἰδιόχειρη γραφή. Τὸ ἔργο αὐτὸ «Ἐμπειρικὴ Δογματική», ποὺ τελικὰ ὁλοκληρώθηκε σὲ 850 περίπου σελίδες, γράφηκε ὁλόκληρο ἰδιοχείρως, μὲ μολύβι, γιατί μὲ διευκόλυνε στὴν σύνθεση τῶν δεκάδων καὶ ἑκατοντάδων ἀποσπασμάτων τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ποὺ εἶχα ὑπ' ὄψιν μου.
Πάντως, δὲν γνωρίζω ἂν πέτυχα ἀπόλυτα αὐτὴν τὴν σύνδεση, πρᾶγμα ποὺ θὰ τὸ ποῦν οἱ ἀναγνῶστες. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἐπειδὴ ὁ π. Ἰωάννης ὁμιλοῦσε μὲ πυκνὸ λόγο καὶ τρόπο καὶ ἐπανελάμβανε τὶς ἴδιες ἀπόψεις, ἀφοῦ συνήθως δὲν εἶχε κατὰ τὴν ὁμιλία τοῦ ἕνα σχεδιάγραμμα, καὶ οἱ ὁμιλίες ποὺ εἶχα ὑπ’ ὄψη μου ἦταν ἀπὸ διαφορετικοὺς χρόνους καὶ ἀπὸ διαφορετικὰ ἀκροατήρια, γι’ αὐτὸ ἦταν ἑπόμενο νὰ δυσκολευθῶ στὴν ὀργάνωση καὶ τὸν διαχωρισμό, κατὰ ἑνότητες, τοῦ ὑλικοῦ ποὺ συγκέντρωσα. Ἐπίσης, πρέπει νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι κάθε τόμο τὸν δούλευσα μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ποὺ δὲν εἶναι κατάλληλη ἡ ὥρα νὰ ἀναλύσω.
Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη καταγραφή. Στὴν συνέχεια ἔπρεπε νὰ ξεκαθαρισθοῦν τὰ κεφάλαια ἀκόμη περισσότερο, νὰ εὑρεθοῦν τὰ ἐπαναλαμβανόμενα χωρία καὶ νὰ ἀποφασισθῇ ποιό θὰ παραμείνη καὶ ποιό θὰ ἀπομακρυνθῇ. Διάβασα κάθε τόμο προσεκτικὰ ὀκτὼ μὲ δέκα φορὲς καὶ κάθε φορὰ ἔκανα τὶς ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ τὸ διαβάζω δὲν τὸ χορταίνω, ἀλλὰ καὶ βρῆκα μερικὰ ὀρθογραφικὰ καὶ φραστικὰ λάθη, τὰ ὁποῖα θὰ διορθωθοῦν στὴν δεύτερη ἔκδοση.
Ἐπὶ πλέον, ἔδωσα αὐτὰ τὰ κείμενα καὶ σὲ διάφορα πνευματικά μου παιδιά, καθηγητὲς Πανεπιστημίων, Θεολόγους, Κληρικούς, μοναχούς, γιὰ νὰ διατυπώσουν τὶς κρίσεις τους. Σὲ πολλὰ σημεῖα οἱ παρατηρήσεις τους μὲ βοήθησαν νὰ βελτιώσω τὸ κείμενο καὶ ἔτσι ἔλαβαν οἱ δύο Τόμοι τὴν τελική τους μορφή. Ἐπίσης καὶ κυριολεκτικὰ τὴν τελευταία στιγμή, πρὶν νὰ ἀρχίση ἡ ἐκτύπωση, ἔκανα διορθώσεις. Τὴν μεγαλύτερη βοήθεια μοῦ προσέφερε ὁ Ἀρχιμ. Καλλίνικος Γεωργάτος, σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς συγγραφῆς καὶ τῆς ἐπεξεργασίας τοῦ ἔργου.
Πάντως, παρὰ τὸ ὅτι τὸ ἔργο ἦταν δυσχερὲς καὶ παρὰ τὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχε κάποια παρόμοια δογματικὴ γιὰ νὰ τὴν ἔχω ὡς πρότυπο, ὁπότε τὸ ἔργο εἶναι κατ' ἐξοχὴν πρωτότυπο, ἐν τούτοις τὸ ἔκανα μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ μπορῶ νὰ προσθέσω μὲ μεγάλη ἔμπνευση, ἀλλὰ καὶ προσευχή. Δὲν αἰσθανόμουν καθόλου κόπωση καίτοι ἔγραφα ἰδιοχείρως τὶς νυκτερινὲς καὶ πρωϊνὲς ὧρες. Ζοῦσα περίπου ὅπως ὁ καλλιτέχνης ὁ ὁποῖος καὶ ὅταν βρίσκεται μέσα σὲ πολυκοσμία δουλεύει ἐσωτερικὰ τὸ θέμα του καὶ βιάζεται νὰ ἐπιστρέψη στὸ σπίτι του γιὰ νὰ συνεχίση τὸ ἔργο του καὶ νὰ ἀποτυπώση τὴν ἔμπνευσή του. Καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς ὅταν ἐργάζεται πολλὲς ὧρες ἀπορροφᾶται τελείως ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο ποὺ συνθέτει ἢ ἐπεργάζεται. Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα κείμενα τοῦ Β’ τόμου, τὸ περὶ σταδίων τῆς πνευματικῆς τελειώσεως (κάθαρση, φωτισμός, θέωση) τὸ ἔγραψα κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Συνεδριάσεων τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου 2009, γιὰ πολλὲς ἡμέρες καὶ ὅμως μὲ εἶχε ἀπορροφήσει τελείως τὸ θέμα τοῦ βιβλίου, χωρὶς νὰ παύσω νὰ συμμετέχω ἐνεργῶς στὶς Συνεδριάσεις τῆς καὶ νὰ ἐνημερώνω τοὺς δημοσιογράφους ὡς ἐκπρόσωπος Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Δοξάζω τὸν Θεὸ γι’ αὐτὴν τὴν δωρεὰ καὶ τὴν ἔμπνευση ποὺ μοῦ ἔδωσε. Κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι, διαβάζοντας τὸ βιβλίο, αἰσθάνθηκε μιὰ αὔρα προσευχῆς. Αὐτὸ αἰσθανόμουν καὶ ἐγὼ συνθέτοντας καὶ ἑνοποιῶντας τὸν ζωντανὸ προφορικὸ λόγο τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.
4. ΠΩΣ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ ΤΟΝ Π. ΙΩΑΝΝΗ ΡΩΜΑΝΙΔΗ, ΚΥΡΙΩΣ ΟΣΟ ΔΟΥΛΕΥΑ ΜΕ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ
Στοὺς προλόγους, τὶς εἰσαγωγὲς καὶ τοὺς ἐπιλόγους καὶ τῶν δύο τόμων ἔχω γράψει μερικὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀνατρέξη σὲ αὐτά. Ἐδῶ κυρίως θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι αἰσθανόμουν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης εἶχε ἕνα εἶδος κατὰ Χριστὸν σαλότητος. Συμπεριφερόταν, μιλοῦσε, ἐπικοινωνοῦσε θεολογικὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, συμμετεῖχε στὰ Συνέδρια καὶ τοὺς διαλόγους ὡς ἕνας κατὰ Χριστὸν σαλός. Εἶχε καταλήξει στὴν αὐθεντικὴ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, κατάλαβε τί ἀλλοιώσεις ἐπέφερε ἡ σχολαστικὴ θεολογία καὶ ἡ Φραγκολατινικὴ παράδοση, καὶ ἦταν ἀπόλυτος στὸν λόγο του καὶ στὶς φράσεις του, σχεδὸν «τσεκουράτος».
Μεγάλωσε στὸ Μανχάταν τῆς Νέας Ὑόρκης, σὲ ἕνα ὅμως καππαδοκικὸ περιβάλλον, μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς τὶς ἔκανε σὲ παπικὸ Γυμνάσιο φοίτησε στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης ἔκανε εὐρύτερες σπουδὲς στὴν προτεσταντικὴ Σχολὴ τοῦ Γέϊλ κατὰ καιροὺς σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο Κολούμπια τῆς Νέας Ὑόρκης, στὴν Ρωσικὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου Νέας Ὑόρκης, στὴν Ρωσικὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, στὴν προτεσταντικὴ Σχολὴ τοῦ Μονάχου Γερμανίας καὶ μετὰ ἦλθε στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν ἐκπόνηση τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς. Ἔπειτα, ἔκανε διδακτορικὸ στὴν Σχολὴ Ἱστορίας καὶ Φιλοσοφίας τῆς Θρησκείας τοῦ Χάρβαρντ, δίδαξε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ στὴν Μπελεμέντειο Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Λιβάνου.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι μετὰ ἀπὸ τέτοιες σπουδὲς τὰ ἐγκατέλειψε ὅλα, ὅσα εἶχε μάθει, κυριολεκτικὰ τὰ ἀπαρνήθηκε, «τὰ ἔφτυσε», κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, καὶ μιλοῦσε συνέχεια γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ, τὴν προσευχή, τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν θεολογία τῶν ἡσυχαστῶν μοναχῶν καὶ τῶν Πατέρων, ποὺ τὴν θεωροῦσε ὡς τὴν βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.
Αὐτὸν τὸν θεολογικὸ λόγο, μαζὶ μὲ τὶς παρατηρήσεις του γιὰ τὴν Ρωμηοσύνη καὶ τὴν Φραγκοσύνη, τὸν περνοῦσε σὲ Συνέδρια, σὲ διαλόγους, σὲ μεγάλα ἀκροατήρια, χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἀκροατῶν του. Ἕνας ἁγιορείτης Ἡγούμενος ποὺ τὸν εἶχε ἀκούσει νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ εἰσηγῆται ἕνα θέμα σὲ συνάντηση Θεολογικῶν Σχολῶν μοῦ εἶπε ὅτι τὸν αἰσθάνθηκε «ὡς ταῦρον ἐν ὑαλοπωλείῳ». Αὐτὴν τὴν νοοτροπία του καὶ τὴν ἰσχυρὰ παρρησία του τὴν χαρακτηρίζω ὡς ἕνα εἶδος κατὰ Χριστὸν σαλότητος. Μιλοῦσε στὸν 20ο αἰῶνα μὲ τὴν νοοτροπία τοῦ 4ου αἰῶνος, μιλοῦσε ὡς ἕνας ἐρημίτης καὶ Πατέρας τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἀνθρώπων.
Στὴν περίπτωσή του ἰσχύει ἀναλογικὰ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ κατὰ Χριστὸν σαλοῦ, ὅταν πῆρε ἀπόφαση νὰ κατέβη στὴν πόλη καὶ νὰ κτυπήση τὴν ὑποκρισία καὶ τὸν φαρισαϊσμὸ τῶν ἀνθρώπων. Τότε εἶπε στὸν συνασκητή του: «Πίστευσον ἐγὼ οὐ μένω, ἀλλ' ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ ὑπάγω ἐμπαίζων τὼ κόσμῳ». Καὶ ὁ π. Ἰωάννης ἦταν ἕνας τέτοιος κατὰ Χριστὸν σαλὸς ποὺ ἐνέπαιζε τὴν ὑποκρισία, τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν εὐσεβισμὸ τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως τὸν δυτικὸ χριστιανισμὸ ποὺ ζοῦσαν στὴν πράξη.
Θεωρῶ σημαντικὴ τὴν σύμπτωση ποὺ γίνεται ἡ σημερινὴ παρουσίαση, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποῖα ἑορτάζουν ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ἕνας ἡσυχαστὴς Πατέρας ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἀτρόμητος αὐτὸς ὁμολογητὴς τῆς πίστεως, στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας. Καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε στοιχεῖα καὶ ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς ἁγίους, γι' αὐτὸ ἦταν διδάσκαλος τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ὁμολογητὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τόσο στὴν Ἑλλάδα, ὅσο καὶ ἀκτὸς αὐτῆς στὴν Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή.
Τὸ θέμα εἶναι πῶς ἔφθασε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ π. Ἰωάννης. Στὴν Ἀμερικὴ κατάλαβε καλὰ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι βρίσκονταν σὲ μιὰ σύγχυση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο παρατηρεῖ κανεὶς καὶ σὲ ἄλλους χώρους. Δηλαδή, ὅταν ἤθελαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς προτεστάντες χρησιμοποιοῦσαν ἐπιχειρήματα παπικά, καὶ ὅταν ἤθελαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς παπικοὺς χρησιμοποιοῦσαν ἐπιχειρήματα προτεσταντικά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶχαν δικό τους ὀρθόδοξο λόγο. Αὐτὸ παρατηροῦσε κανεὶς παλαιότερα, ἴσως καὶ τώρα, καὶ σὲ μερικοὺς δικούς μας θεολογικοὺς κύκλους.
Ἔχοντας αὐτὸ ὑπ’ ὄψη του ὁ π. Ἰωάννης προσπάθησε νὰ βρὴ τὸν αὐθεντικὸ ὀρθόδοξο λόγο. Γι’ αὐτὸ στράφηκε στὸ εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, τὶς προσευχές, τὶς εὐχὲς καὶ τὸν τρόπο τῶν Μυστηρίων, δηλαδὴ τὸ lex orandi τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἐπίσης ἐπιδόθηκε στὴν ἀνάγνωση τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν μεγάλων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν λεγομένων Φιλοκαλικῶν, δηλαδὴ τὸ lex credendi τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λέγει καὶ ὁ Andrew Sopko στὸ ἐξαιρετικὸ βιβλίο τοῦ Ὁ προφήτης τῆς Ρωμαϊκῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννου Ρωμανίδη. Γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του εἶναι ἀτόφια ὀρθόδοξος. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἦταν εὐφυὴς καὶ εἶχε ἔκτακτα διανοητικὰ χαρίσματα, τὰ διετύπωνε μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο. Ἡ δὲ ἔντονη καὶ βαθειὰ φωνή του, καθὼς ἐπίσης, ἡ ἠρεμία τοῦ λόγου του, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ ὁ παλμός του, ὅταν καυτηρίαζε αἱρετικὲς ἀποκλίσεις μερικῶν ὀρθοδόξων θεολόγων, ἐνθουσίαζε τοὺς ἀκροατές του καὶ μετέδιδε προσωπικὰ βιώματα καὶ ἔδινε ἔμπνευση.
Σὲ μερικοὺς ἔχει σχηματισθῇ ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν μονομανῇς καὶ ἐπιθετικὸς ἐναντίον τῶν Φραγκολατίνων καὶ τοῦ Αὐγουστίνου, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνοι ἐχρησιμοποίησαν γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς ἀπόψεις τους. Πράγματι, αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ μιὰ πρόχειρη καὶ ἐπιφανειακὴ ἀνάγνωση τῶν κειμένων τοῦ π. Ἰωάννη. Ὅμως, ἂν μελετήση κανεὶς στὸ βάθος τὴν θεολογική του σκέψη, ὅπως καταγράφεται κυρίως στοὺς δύο τόμους τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς» καὶ σὲ ἄλλα κείμενά του, θὰ διαπιστώση ὅτι τὸ ὅλο θεολογικό του ἔργο ἦταν ἔργο ἑνότητας καὶ ὁδηγοῦσε πρὸς τὴν ἑνότητα.
Ἤδη ἔχω ἀρχίσει νὰ μελετῶ αὐτὴν τὴν πλευρὰ τοῦ π. Ἰωάννη καὶ ἐπεξεργάζομαι τὸ θέμα τῆς ἑνότητας στὸ θεολογικό του ἔργο σὲ τέσσερα κυρίως σημεῖα, ἤτοι ἑνότητα μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, στὴν ἑνότητα μεταξὺ ἑβραϊκῆς σκέψης καὶ ἑλληνικῆς νοοτροπίας, στὴν ἑνότητα μεταξὺ ἑλληνοφώνων καὶ λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν ἑνότητα μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἄλλων Χριστιανῶν. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν νοοτροπία ἔβλεπε τὸ διασπαστικὸ ἔργο τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν Φράγκων, γι' αὐτὸ καὶ καταφερόταν ἐναντίον τους. Στὴν πραγματικότητα μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς τέσσερεις πλευρὲς ἔβλεπε τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Χριστιανῶν στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι τῆς παρούσης ὥρας.
Πρὶν περατώσω τὸν λόγο, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὴν Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου - Πελαγίας, τὴν Γερόντισσα Σιλουανὴ καὶ τὶς μοναχὲς ποὺ ἐξέδωσαν καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς τόμους, μὲ πολὺ μεγάλο ζῆλο, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστήσω καὶ τὸν Σέβ. Μητροπολίτη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Γεώργιον, ἀγαπητὸ ἐν Χριστῷ ἀδελφό, ποὺ εὐλογεῖ αὐτὴν τὴν προσπάθεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τὸ ἐργόχειρο τῶν μοναζουσῶν της. Ἐπίσης, νὰ εὐχαριστήσω θερμότατα τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, ὁ ὁποῖος ὡς Μητροπολίτης Θηβῶν καὶ Λεβαδείας προστάτευσε ἐμένα καὶ τὸ Μοναστήρι καὶ ὑπῆρξε ὁ κύριος αἴτιος ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ἀκόμη καὶ τοῦ ἐκδοτικοῦ.
Ὁπωσδήποτε, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω καὶ ὅλους ἐσᾶς ποὺ ἤλθατε σήμερα στὴν παρουσίαση αὐτή, ἰδιαιτέρως τοὺς τρεὶς εἰσηγητές, ἀλλὰ καὶ τὸν κ. Ἀθανάσιο Σακαρέλλο, ποὺ μοῦ ἔδωσε τὸ περισσότερο ὑλικὸ (κασέτες), μὲ τὴν προτροπὴ νὰ ἀξιοποιήσω τὴν διδασκαλία τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύση τὴν ψυχὴ τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τοῦ Θεολόγου καὶ «Προφήτου τῆς Ρωμηοσύνης» γιὰ τοὺς κόπους ποὺ κατέβαλε γιὰ νὰ διδάξη τὴν «ἐμπειρικὴ δογματικὴ» καί, φυσικά, μὲ τὴν ὑπόμνηση ὅτι ἔχουμε καθῆκον νὰ φροντίζουμε γιὰ τὸ πῶς τὸ δόγμα θὰ γίνη τροφὴ καὶ ζωή.
Θὰ τελειώσω μὲ ἕναν λόγο τοῦ Ρώσου θεολόγου Ἀλέξη Χομιακὼφ (1804-1860), συγχρόνου τοῦ μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ὁ ὁποῖος ἔγραψε σὲ μιὰ ἐπιστολή του: «Ὑπάρχει ἕνας νόμος, τὸν ὁποῖον δὲν θὰ βρῆτε σὲ ἱστορικὰ συγγράμματα, ἀλλὰ ἀσφαλῶς ἰσχύει στὴν πραγματικὴ ἱστορία: ἡγετικοὶ ἄνδρες δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἡγήτορες τῆς δικῆς τους ἐποχῆς αὐτοὶ ἡγοῦνται μόνον ἐκείνων ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦν, διότι οἱ σύγχρονοί τους δὲν εἶναι ἀκόμη ἕτοιμοι». Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας θεολόγος ἡγέτης, ποὺ ἄνοιξε δρόμους καὶ προοπτικές, ἐπηρέασε ὁπωσδήποτε πολλοὺς θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, ἂν καὶ ἡ πλειονότητα δὲν ἦταν ἀκόμη ἕτοιμη νὰ τὸν δεχθῇ, ἀλλὰ κυρίως θὰ ἐπηρεάση τὶς ἑπόμενες γενιὲς καὶ θὰ δημιουργήση μιὰ ἄλλη αἴσθηση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων.–
- Προβολές: 2956