Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὀρθόδοξος καὶ δυτικὸς τρόπος ζωῆς (Α')
Ἡ αὐτοσυνειδησία στὸν ἄνθρωπο εἶναι πολὺ σημαντικὸ γεγονός, γιατί ἕνας ποῦ δὲν ἔχει συνείδηση ἢ δὲν γνωρίζει τί κάνει καὶ ἔχει τὸ ἀκαταλόγιστο δὲν εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Οἱ νεκροὶ δὲν ἔχουν ἐνεργὴ τὴν συνείδηση, ἀλλὰ καὶ ὅσοι πλησιάζουν πρὸς τὸν θάνατο ἔχουν ἀπώλεια συνειδητότητας. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίζη ἐπαρκῶς ποιός εἶναι, ἀπὸ ποῦ κατάγεται, ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ μὲ τὸ περιβάλλον, νὰ θέτη ὅρια μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποῦ τὸν περιβάλλουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκτᾶ γέφυρες ἐπικοινωνίας μὲ αὐτούς, χωρὶς νὰ ἀλλοτριώνεται, χωρὶς νὰ χάνη τὴν ταυτότητά του.
Αὐτὸ ἐπεκτείνεται καὶ στὸν κοινωνικό, πολιτισμικό, ἐθνικὸ καὶ χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ γνωρίζουμε ποιοί εἴμαστε ὡς ἔθνος, ποιά εἶναι τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ποῦ μᾶς διακρίνουν ἀπὸ ἄλλα ἔθνη καὶ ἄλλους πολιτισμούς, σὲ ποιά σημεῖα μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ ποιά σημεῖα εἶναι ἀναπαλλοτρίωτα καὶ ἀδιαπραγμάτευτα.
Αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί μὲ τοὺς πολιτισμοὺς συμβαίνουν πολλὰ στὸ θέμα τῆς ἀφομοίωσης καὶ τῆς ἐπίδρασης μεταξύ τους, ὅπως εἶναι ἡ «πολιτισμικὴ πρόσκτηση ἢ σύνθεση», ἡ πολιτισμικὴ μεταβολὴ καὶ ἡ λεγόμενη «ἀφομοίωση» καὶ ἡ πολιτισμικὴ ἀλλαγή, ὁ λεγόμενος «ἀποεκπολιτισμός». Ὁ τίτλος τοῦ θέματος ἔχει δύο κεντρικὰ σημεῖα, τὸ ἕνα «Ὀρθοδοξία καὶ Δύση», καὶ τὸ ἄλλο «ὁ τρόπος ζωῆς». Ἐνδιάμεσα θὰ δοῦμε καὶ τὴν διαφορὰ ποῦ ὑπάρχει μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο μεγάλων πολιτιστικῶν καὶ θρησκευτικῶν τρόπων ζωῆς.
1. Ὀρθοδοξία καὶ Δύση
Στὴν ἀρχὴ πρέπει νὰ προσδιορισθῇ ὅτι οἱ ἔννοιες Ὀρθοδοξία καὶ Δύση δὲν εἶναι ἀντίθετες, γιατί Ὀρθοδοξία ἔχουμε καὶ στὴν Δύση, ὅπως τὴν Δύση συναντᾶμε καὶ στὸν ὀρθόδοξο χῶρο. Μᾶλλον θὰ μπορούσαμε περισσότερο νὰ κάνουμε λόγο γιὰ Ρωμανία-Βυζάντιο καὶ λόγο γιὰ τὴν Δύση. Πάντως, ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν σχέση καὶ διαφορὰ μεταξὺ Ρωμανίας-Βυζαντίου καὶ Δύσης πρέπει νὰ τὴν προσδιορίσουμε ἀπὸ τρεῖς πλευρές.
- Ἡ πρώτη εἶναι ἡ γεωγραφική, ἀφοῦ Ἀνατολὴ εἶναι τὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς Εὐρώπης ἢ τοῦ κόσμου καὶ Δύση τὸ δυτικό. Μὲ τοὺς ὅρους αὐτοὺς παλαιότερα γινόταν λόγος γιὰ τὰ δύο τμήματα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ δυτικὸ καὶ τὸ ἀνατολικό. Ἔτσι, Δύση εἶναι ὁ Εὐρωπαϊκὸς χῶρος καὶ Ἀνατολὴ εἶναι ἡ Μικρὰ Ἀσία καὶ ἡ Μέση Ἀνατολή. Ἐπίσης, πρέπει νὰ προστεθοῦν ὁ Βορρᾶς καὶ ὁ Νότος.
- Ἡ δεύτερη προσδιοριστικὴ πλευρὰ εἶναι ἡ χρονική-ἱστορική, βάσει τῆς ὁποίας ἡ ἱστορία χωρίζεται σὲ ἀρχαίους, μέσους καὶ νεωτέρους χρόνους, ἀφοῦ κάθε χρονική-ἱστορικὴ περίοδος ἔχει τὶς ἰδιαιτερότητές της. Ἔτσι, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἐπικρατεῖ ἡ ἀρχαία κλασσικὴ φιλοσοφία, στοὺς μέσους χρόνους στὴν Δύση ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση διαφόρων ἄλλων λαῶν, ὅπως οἱ Βησιγότθοι, οἱ Ὀστρογότθοι, οἱ Βάνδαλοι, οἱ Λογγοβάρδοι, οἱ Φράγκοι, καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση ἄλλων λαῶν, ὅπως οἱ Ἄβαροι, οἱ Ἄραβες, οἱ Ὀθωμανοὶ κλπ. ποῦ ἄσκησαν διάφορες ἐπιδράσεις πάνω στοὺς χώρους αὐτούς.
- Ἡ τρίτη προσδιοριστικὴ πλευρὰ εἶναι ἡ πολιτισμική, ἀφοῦ στοὺς δύο αὐτοὺς γεωγραφικοὺς καὶ ἱστορικοὺς χώρους, ἀναπτύχθηκαν ἰδιαίτεροι πολιτισμικοὶ τρόποι ζωῆς, ποῦ εἶχαν διάφορες ἐπιδράσεις στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς λαούς. Ἔτσι, κάνουμε λόγο γιὰ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ἀντιμετώπιζαν τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο, τὴν κοινωνία, τὴν οἰκογένεια, τὴν παιδεία κλπ..
Ὅσα θὰ ποῦμε στὴν συνέχεια ἀναφέρονται κυρίως στὴν τρίτη αὐτὴ πλευρά, τὴν πολιτισμική, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, καὶ θὰ προστεθοῦν καὶ στοιχεῖα ἀπὸ τὶς ἄλλες πλευρές.
2. Ἱστορία καὶ θεολογία
Μεταξὺ δυτικοῦ καὶ ἀνατολικοῦ ἀνθρώπου πράγματι ὑπάρχουν σαφεῖς διαφορὲς στὸν τρόπο ζωῆς. Αὐτὸ φαίνεται στὸν τρόπο τῆς σκέψεως καὶ τῆς πράξεως, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διοργανώνει τὴν κοινωνική του ζωή, καὶ ἐπεκτείνεται καὶ σὲ ἄλλους χώρους, ὅπως τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὴν ψυχαγωγία κλπ. Γιὰ νὰ τὸ δοῦμε αὐτὸ καλύτερα πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τὴν σχέση μεταξὺ τῆς ἱστορίας καὶ τῆς θεολογίας. Συμβαδίζουν στενὰ ἡ ἱστορία μὲ τὴν θεολογία. Ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε μέσα στὴν ἱστορία, τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, προσέλαβε τὸ θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα, τὸ θέωσε καὶ τὸ ἀπάλλαξε καὶ ἀπὸ τὴν φθαρτότητα καὶ τὴν θνητότητα, μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ κινεῖται καὶ ἐργάζεται στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία.
Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὶς διαφορὲς μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς, ποῦ μᾶς ἐνδιαφέρει στὸ σημεῖο αὐτό. Στὸν χῶρο ποῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστιανισμός, δηλαδὴ στὴν Παλαιστίνη κατ’ ἀρχὰς καὶ στὴν συνέχεια στὸν ἑνιαῖο χῶρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὑπῆρχαν τρία ρεύματα, ἤτοι ἡ ἑβραϊκὴ σκέψη, ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ ρεύματα συναντήθηκαν μεταξύ τους καὶ ἀποτέλεσαν μιὰ ἑνότητα καὶ ἕναν πολιτισμό. Στὴν πραγματικότητα ἡ πρώτη συνάντηση ἔγινε μεταξὺ ἑλληνισμοῦ καὶ ρωμαϊκῆς σκέψεως, μάλιστα δὲ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μιλιόταν στὴν Ρώμη ἀπὸ τὸν 2ο αἰῶνα π.Χ., ὥστε δὲν ἦταν ἀναγκαία ἡ ὕπαρξη μεταφραστῶν στὴν Σύγκλητο. Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, μὲ τὴν ἐπέκτασή του πρὸς ἀνατολάς, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ διανοητὲς ποῦ εἶχαν ἐπηρεάσει τοὺς Λατίνους τῆς Δύσεως δημιούργησαν ἕναν κοινὸ πολιτισμικὸ τρόπο ζωῆς στὸν τότε γνωστὸ κόσμο, στὴν τότε οἰκουμένη. Μιλοῦσαν βασικὰ δύο γλῶσσες, τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν λατινική. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ γίνεται καὶ μιὰ ἄλλη σύνθεση μεταξὺ ἑβραϊκῆς καὶ ἑλληνιστικῆς σκέψεως, στὴν πραγματικότητα ὁ Χριστιανισμὸς ὀνομάσθηκε τὸ τρίτο γένος, τὸ ὁποῖο ἕνωσε τὴν ἑβραϊκὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Δὲν εἶναι ὁ χρόνος κατάλληλος γιὰ νὰ δοῦμε πῶς συνδέθηκαν τὰ τρία αὐτὰ ρεύματα, ὅπως φαίνεται στὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καὶ κυρίως τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἅς δοῦμε κατ’ ἀρχὰς πῶς διαμορφώθηκαν τὰ ἱστορικὰ δεδομένα στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ μετὰ πῶς ἐπηρέασαν τὰ δεδομένα αὐτὰ τὴν θεολογία, ὁπότε διαμορφώθηκε αὐτὸ τὸ ἰδιαίτερο ἦθος μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.
Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Μετὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, ὁ Χριστιανισμὸς ἀπέκτησε κῦρος μέσα στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἰδίως μάλιστα ὅταν ὁ Μ. Κωνσταντῖνος μετέφερε τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους στὴν πόλη τοῦ Βυζαντίου, τὴν ὁποῖα ὅμως μετονόμασε σὲ Νέα Ρώμη, καὶ ἀργότερα προσέλαβε τὴν ὀνομασία τοῦ ἱδρυτοῦ της καὶ ὀνομάσθηκε Κωνσταντινούπολη. Δὲν ὑπάρχει διαίρεση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἁπλῶς μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσάς της. Ἦταν ἑπόμενο ἡ νέα Πρωτεύουσα νὰ ἀποκτήση μεγάλη δόξα, ἐπειδὴ ἦταν ἕδρα τοῦ Αὐτοκράτορος καὶ τῆς Συγκλήτου καὶ γι’ αὐτὸ μὲ τὸν καιρὸ καὶ ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησε τὰ ἴσα πρεσβεία τιμῆς μὲ τὴν Παλαιὰ Ρώμη.
Ἡ μεταφορά, ὅμως, τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους στὴν Ἀνατολὴ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδυναμωθῇ τὸ δυτικὸ τμῆμα ἀπὸ πλευρᾶς πολιτικῆς. Βεβαίως ἀποστέλλονταν, ὅταν χρειαζόταν, στρατεύματα γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν διάφοροι εἰσβολεῖς, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν εὔκολο πάντοτε. Ἔτσι, κατέβαιναν ἀπὸ τὸ βορρᾶ διάφορα φῦλα, ὅπως οἱ Γότθοι, οἱ Βησιγότθοι, οἱ Ὀστρογότθοι, οἱ Βάνδαλοι, οἱ Λογγοβάρδοι καὶ τελικὰ οἱ Φράγκοι καὶ κατελάμβαναν διάφορα μέρη τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς ἑνιαίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὑπάρχουν πολλὰ ἱστορικὰ βιβλία ποῦ τὸ παρουσιάζουν αὐτό, ἁπλῶς θὰ ἀναφέρω τὰ ὅσα γράφει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ὁ Ζὰκ λὲ Γκόφ. Αὐτὸ φαίνεται ἀνάγλυφα καὶ στὸ βιβλίο «Διάλογοι» ποῦ ἔγραψε ὁ Πάπας Ρώμης ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ἐπονομαζόμενος Διάλογος.
Μετὰ ἀπὸ ἐπανειλημμένες εἰσβολὲς τῶν γερμανικῶν φύλων καὶ κατακτήσεις ἐδαφῶν, τελικὰ ὁ Καρλομάγνος κυρίευσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἵδρυσε τὴν Ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους. Βέβαια, καὶ ὁ Πάπας οἰκειοποιήθηκε τὴν πολιτικὴ ἐξουσία τοῦ δυτικοῦ τμήματος καὶ τελικὰ ξέσπασαν διαρκεῖς πόλεμοι μεταξὺ τῶν Παπῶν καὶ τῶν Φράγκων Βασιλέων γιὰ τὸ βαθμὸ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τοῦ καθενὸς στὰ μέρη ἐκεῖνα. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν στὴν Εὐρώπη τὸ φεουδαλιστικὸ σύστημα διοικήσεως. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Ρήγας χώρισε τὸ Βασίλειό του σὲ τμήματα καὶ τὰ ἔδωσε σὲ διαφόρους εὐγενεῖς, πολεμάρχους, δοῦκες, κόμητες, βαρώνους καὶ κατώτερους ἱππότες. Μὲ τὸν καιρὸ δὲ τὰ φέουδα αὐτὰ ἀναγνωρίζονταν ὡς «κληρονομικὰ οἰκογενειακὰ δικαιώματά» τους. Πρόκειται γιὰ προσωπικὲς σχέσεις ποῦ συνδέονταν μεταξύ τους ἱεραρχικά.
Τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τοῦ φεουδαλιστικοῦ συστήματος ἦταν δύο. Τὸ πρῶτον ἦταν τὸ συμβόλαιο τῆς ὑποτέλειας, ὅπως φαινόταν στὴν τελετὴ ποῦ γινόταν, κατὰ τὴν ὁποῖα ὁ ὑποτελὴς ἔδινε ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἀνήκη στὸν ἄρχοντα καὶ ἀνελάμβανε ὑποχρεώσεις «στὴν διοίκηση, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὸν στρατὸ τοῦ ἄρχοντα». Τὸ δεύτερο γνώρισμα ἦταν τὸ φέουδο, δηλαδὴ ἡ παραχώρηση ἑνὸς τμήματος γῆς καὶ αὐτὸ φαινόταν ἀπὸ τὴν προσφορὰ ἑνὸς ἀντικειμένου, ὅπως λάβαρο, σκῆπτρο, ράβδος, δαχτυλίδι, μαχαίρι, γάντι, κομμάτι ἄχυρο κλπ.. Βασικὲς δὲ ἀρχὲς τοῦ φεουδαλιστικοῦ συστήματος ἦταν ὁ σεβασμὸς στὴν δικαιοσύνη, ἡ τάξη στὴν δημιουργία καί, κατὰ συνέπεια, ἐκεῖνος ποῦ διαταράσσει τὴν τάξη προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ ἄρχοντος καὶ αὐτὸ ἀπαιτεῖ τὴν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης ποῦ γίνεται διὰ τῆς τιμωρίας, μὲ τὴν ὁποῖα ἱκανοποιεῖται ἡ δικαιοσύνη καὶ ἐπαναφέρεται ἡ τάξη στὴν δημιουργία. Οἱ Φράγκοι ἡγεμόνες μὲ τὶς στρατιωτικὲς ἐπιδρομὲς ἀπέκοψαν τὸ δυτικὸ τμῆμα ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, λάμβαναν τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Πάπα, σημαντικὴ δὲ ἦταν ἡ στέψη τοῦ Καρλομάγνου ὡς αὐτοκράτορα τὰ Χριστούγεννα τοῦ ἔτους 800 μ.Χ. Ἐπίσης, οἱ Φράγκοι χορήγησαν καὶ πολιτικὴ ἐξουσία στὸν Πάπα.
Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ σημειωθῇ εἶναι ὅτι στὴν ἐποχή μας τὰ πρῶτα Κράτη ποῦ ἀπετέλεσαν τὴν Ε.Ο.Κ. ἦταν τὰ βασικὰ κράτη ποῦ ἀποτελοῦσαν τὸ κράτος τοῦ Καρλομάγνου, τὴν ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους. Στὴν Εὐρώπη σήμερα ἔχουν ὡς πρότυπο τὸν Καρλομάγνο, ὡς προστάτη τῆς παιδείας τὸ κτήριο στὶς Βρυξέλλες ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Καρλομάγνου καὶ ὅσοι συντελοῦν στὴν ἑνότητα τῆς Εὐρώπης λαμβάνουν τὸ βραβεῖο τοῦ Καρλομάγνου.
Μετὰ τὴν σύντομη αὐτὴ ἱστορικὴ καὶ πολιτικὴ ἀνασκόπηση ἅς δοῦμε καὶ τὰ θεολογικὰ δεδομένα ποῦ διαμορφώθηκαν στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἀνύψωση τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Νέας Ρώμης στὰ ἴσα πρεσβεία τιμῆς μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης προκάλεσε τὸν Πάπα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν παρίσταται προσωπικὰ σὲ καμμιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποῦ γινόταν στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἀπέστελλε ἀντιπροσώπους. Ὡστόσο ὑπῆρχε ἀκόμη ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Ρώμης, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἡ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐπὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου.
Σὲ ὅλη τὴν Αὐτοκρατορία ὑπῆρχε ἑνότητα στὴν πίστη καὶ τὸν ἡσυχασμό, οἱ πολῖτες της ἦταν δίγλωσσοι, δηλαδὴ ἑλληνόφωνοι Ρωμαῖοι καὶ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι, ἀργότερα δὲ προστέθησαν καὶ οἱ ἀραβόφωνοι καὶ σλαυόφωνοι Ρωμαῖοι. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ὑπῆρχαν Πατέρες ποῦ μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ Πατέρες ποῦ μιλοῦσαν τὴν λατινικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ ἦταν ὀρθόδοξοι. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος δὲν ἐγνώριζε καθόλου τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, δὲν μποροῦσε νὰ παρακολουθήση τὶς συζητήσεις πάνω στὰ δογματικὰ θέματα ποῦ γίνονταν στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ γι’ αὐτό, καίτοι ἔκανε ἀγῶνες ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἐν τούτοις ἐξέφραζε καὶ μερικὲς ἀπόψεις ποῦ δὲν συντονίζονταν μὲ τὴν διδασκαλία τῶν ἑλληνόφωνων καὶ λατινόφωνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατολῆς καὶ δύσεως.
Οἱ Φράγκοι τὸν 8ο αἰῶνα, μετὰ τὴν πολιτικὴ κυριαρχία τους στὸ δυτικὸ τμῆμα, ἀπεφάσισαν νὰ διαφοροποιήσουν τὴν Εὐρώπη πολιτιστικὰ καὶ θεολογικά. Ἔτσι, υἱοθέτησαν τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τοῦ μόνου ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέως ποῦ δὲν γνώριζε ἑλληνικά, ἀλλὰ λατινικά, καὶ εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν νεοπλατωνισμό. Σημαντικὸ ὁρόσημο αὐτῆς τῆς διαφοροποίησης ἦταν ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περὶ τῆς θεολογίας τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ αὐτὴ Σύνοδος, στὴν ὁποῖα συμμετεῖχαν καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα, οἱ ὁποῖοι καὶ ὑπέγραψαν τὰ Πρακτικά, ἀπεφάσισε τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ὄχι τὴν λατρεία τους.
Ὁ Καρλομάγνος ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ στοὺς θεολόγους τοῦ ἐπιτελείου του (Ἀλκουΐνο καὶ Θεοδοῦλφο) νὰ ἀναιρέσουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἔτσι, ἐγράφησαν τὰ γνωστὰ Libri Carolini μὲ τὰ ὁποῖα ἐσκεμμένως κατηγοροῦσαν τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὡς αἱρετική. Στὴν συνέχεια ὁ Καρλομάγνος συνεκάλεσε στὴν Φραγκφούρτη τὸ 794 μ.Χ. Σύνοδο στὴν ὁποῖα συμμετεῖχαν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς ἐπικράτειάς του, ἀναγνώσθηκαν τὰ Libri Carolini καὶ καταδικάσθηκε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Εἶναι σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῷ στὰ Libri Carolini οἱ κάτοικοι τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὀνομάζονταν Ρωμαῖοι, στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης ὀνομάσθηκαν Γραικοί. Δηλαδή, μεταξὺ 787 καὶ 794 ἔγινε ἡ μεγαλύτερη πλαστογραφία στὴν ἱστορία ἐναντίον ἑνὸς ἔθνους. Μάλιστα δὲ οἱ Γραικοὶ ὀνομάσθηκαν αἱρετικοὶ ὡς Ἕλληνες-εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ δῆθεν λατρεύουν τὶς ἱερὲς εἰκόνες, καὶ στὴν συνέχεια ἐγράφησαν τὰ γνωστὰ συγγράμματα Contra errores Grecorum, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψή τους ὅτι οἱ Φράγκοι εἶναι Ρωμαῖοι καὶ Ὀρθόδοξοι. Βεβαίως, στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα ἐξοκολουθούσαν νὰ ἀποκαλοῦν τοὺς ἑαυτούς τους Ρωμαίους μέχρι τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸν 14ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὀνομάζει τοὺς ὀρθοδόξους κατοίκους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποῦ εἶχαν αἰχμαλωτισθῇ στοὺς Ὀθωμανούς, Ρωμαίους, ἐνῷ Βυζαντινοὶ χαρακτηρίσθηκαν τὸν 16ο αἰῶνα, μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ 1562, ἀπὸ τὸν φράγκο ἱστορικὸ Ἱερώνυμο Βόλφ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτό, στὴν Σύνοδο τοῦ Ἄαχεν τὸ 809, οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν τὸ Filioque, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαφοροποιηθῇ τελείως τὸ δυτικὸ τμῆμα, ὄχι μόνον πολιτικά, ἀλλὰ καὶ θεολογικά, ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, αὐτὸ ποῦ συνηθίσαμε νὰ ὀνομάζουμε Βυζάντιο. Ὁ 9ος αἰῶνας εἶναι μιὰ κρίσιμη ἐποχὴ ποῦ δείχνει ὅλες αὐτὲς τὶς ἀποσχιστικὲς τάσεις, καὶ κυρίως αὐτὸ φαίνεται ἔντονα τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Φωτίου. Τότε ἐκδηλώθηκαν φανερὰ ὅλες οἱ ἐπεκτατικὲς τάσεις τῶν Φράγκων ἡγεμόνων, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπερφίαλες ἀπόψεις τῶν Παπῶν καὶ πραγματικὰ ὁ Μέγας Φώτιος ὑπῆρξε μιὰ μεγάλη φυσιογνωμία ποῦ διέθετε ἐξυπνάδα, γνώση, διακριτικότητα καὶ μαχητικότητα. Ἀλλά, δυστυχῶς τὸ ρεῦμα τῆς ἱστορίας, ὅπως καθορίσθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἡγεμόνες, τὴν πολιτικὴ τῶν Παπῶν καὶ τὴν ἐξασθένηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ ἀνατολικοὺς ἐχθρούς, ὑπερέβαινε ὅλους.
Πάντως, στὴν ἀρχὴ ὁ Πάπας τῆς Ρώμης ἀντιδροῦσε ἐναντίον τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Καρλομάγνου γιὰ τὴν καταδίκη τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ ὁ Καρλομάγνος εἶχε μεγάλη πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη καὶ ἐπέβαλε τὶς ἀπόψεις του. Τελικά, ὕστερα ἀπὸ διάφορες ἀλλαγές, οἱ Φράγκοι ἐπέβαλαν φιλοφράγκους καὶ Φράγκους Πᾶπες στὸν θρόνο τῆς Ρώμης, οἱ ὁποῖοι εἰσήγαγαν τὸ 1009 τὸ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁπότε ἔχουμε τὴν θεολογικὴ ἀπόσχιση τοῦ δυτικοῦ τμήματος ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἀνατολικὸ τμῆμα, οὐσιαστικὰ τὴν ἀπόσχιση καὶ τὴν ἀκοινωνησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπὸ τὴν Νέα Ρώμη καὶ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς.
Ἑπομένως, ὅταν ἐξετάσουμε μὲ προσοχὴ ὅλη αὐτὴν τὴν πολιτικὴ καὶ θεολογικὴ διαφοροποίηση τῶν Φράγκων, παρατηροῦμε ὅτι στὴν ἀρχὴ ἔχουμε σχίσμα μέσα στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μεταξὺ Πάπα Ρώμης καὶ Φράγκων, καὶ στὴν συνέχεια ἔχουμε ὑποδούλωση τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας στοὺς Φράγκους ἡγεμόνες καὶ τὴν τελικὴ ἀπομάκρυνση τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπὸ τὴν Νέα Ρώμη. Ἡ πολιτικὴ ἀπόσχιση ὁδήγησε καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπόσχιση.
Οἱ Φράγκοι θεολόγοι, ποῦ βρίσκονταν στὸ περιβάλλον τοῦ Καρλομάγνου, υἱοθέτησαν, ὅπως ἀναφέρθηκε, τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ λεγόμενος σχολαστικισμός, ποῦ ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὶς σχολὲς ποῦ ἀναπτύχθηκαν τότε στὰ Πανεπιστήμια, καὶ εἶχε κέντρο τὴν λογική, τὸν ὀρθολογισμό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπέβαλαν τὸν ἡσυχασμό, ὡς μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ υἱοθέτησαν τὸν ὀρθολογισμό. Αὐτὸ καλλιεργήθηκε ἔντονα ἀπὸ τὸν 11ο ἕως τὸν 13ο αἰῶνα καὶ βασικοὶ σχολαστικοὶ θεολόγοι ἦταν ὁ Ἀνσελμος Καντερβουρίας, ὁ Ἀβαιλάρδος, ὁ Ἀλβέρτος ὁ Μέγας, ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, ὁ Δοὺνς ὁ Σκῶτος, ὁ Γουλιέλμος Ὄκκαμ.
Μαζὶ μὲ τὸν ὀρθολογισμό, ὡς μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἰσήχθηκε στὸν δυτικὸ Χριστιανισμὸ καὶ ὁ φεουδαλισμὸς στὴν θεολογία καὶ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τοὺς δύο θεολόγους, ποῦ ἀναφέραμε πρὸ ὀλίγου (Ἄνσελμο Καντερβουρίας καὶ Θωμᾶ Ἀκινάτη), ἡ θεωρία περὶ ἐξιλεώσεως τῆς θείας δικαιοσύνης. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν θεωρία ὁ Θεὸς ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ ἀπόλυτος καὶ μέγας φεουδάρχης ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὑψίστη δικαιοσύνη, δημιούργησε τὴν τάξη στὴν δημιουργία καὶ ἡ διατήρηση αὐτῆς τῆς τάξεως ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη δικαιοσύνη. Ὅμως, ἡ ἁμαρτία ἐπέφερε τὴν διατάραξη αὐτῆς τῆς τάξεως καὶ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐξοργίσθηκε γι’ αὐτὴν τὴν ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔπρεπε νὰ τιμωρήση τὸν ἄνθρωπο, ὁπότε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σταυρικὴ θυσία Του ἐξιλέωσε τὴν τρωθεῖσα θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπανέφερε τὴν τάξη στὴν δημιουργία.
Βεβαίως, αὐτὸ τὸ θεολογικὸ σύστημα εἶχε συνέπεια καὶ στὴν πρακτικὴ ζωὴ τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὶς θεωρίες αὐτὲς δικαιολογοῦνται οἱ τάξεις καὶ διακρίσεις στὴν κοινωνία –πλούσιοι καὶ πτωχοί– ὡς δοσμένες ἀπὸ τὸν Θεό, εἰσάγεται ὁ ἀπόλυτος προορισμός, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔχει προορίσει τὸν καθένα νὰ σωθῇ ἢ νὰ καταδικασθῇ, σύμφωνα μὲ τὸ προαιώνιο σχέδιό Του, καὶ θεσπίζεται ἡ θεωρία τῆς ἐξιλέωσης τῆς θείας δικαιοσύνης. Ὅλα αὐτὰ δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στὴν ζωὴ τῶν δυτικῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ δικαιολόγησαν διάφορες στυγνὲς δικτατορίες καὶ ἀπολυταρχίες. Ἔπειτα, ὁ καθένας δὲν ἀγωνιζόταν, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ὁδηγηθῇ ἀπὸ τὴν κάθαρση, στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀναζητοῦσε νὰ ἐξιλεωθῇ καὶ στὴν πραγματικότητα ἀγωνιζόταν μὲ τὴν αὐτοεξέταση νὰ καταλάβη ἂν ἦταν προορισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σωθῇ ἢ νὰ καταδικασθῇ, ὅπως ἀναλύει πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ Max Weber αὐτὴν τὴν διαστροφὴ στὴν θεολογία καὶ τὴν ζωή. Ἡ διαστροφὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, ἡ ρατσιστικὴ ἰδεολογία στὴν κοινωνία, ἡ ὕπαρξη τῶν δουλοπαροίκων ποῦ ὄφειλαν νὰ ἱκανοποιοῦν τὸν Θεό, εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς θεωρίας. Ἐπίσης, τὰ ὀρθολογιστικὰ καὶ ψυχολογικὰ συστήματα ποῦ ἀναπτύχθηκαν στὴν πορεία τοῦ χρόνου ἦταν ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας. Πρόκειται γιὰ πολιτική, θεολογικὴ καὶ πολιτιστικὴ διαφοροποίηση τῆς Δύσεως ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή.
Στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἐξακολουθεῖ, μέχρι σήμερα, νὰ παραμένη ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία ὡς μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἰσχύουν καὶ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως τὰ εἶχαν καθορίσει οἱ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, καὶ τὰ ἀνέλυσαν διεξοδικὰ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ συντονιζόταν μὲ τὴν ἀρχαία κοινὴ παράδοση τὴν ὁποῖα εἶχαν οἱ ἑλληνόφωνοι καὶ λατινόφωνοι Πατέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Πράγματι, στὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Διαλόγου, Πάπα Ρώμης, ποῦ φέρει τὸν τίτλο «Διάλογοι», φαίνεται καθαρὰ ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας ποῦ βίωναν οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ λαϊκοὶ στὴν Δύση, τοὐλάχιστον, μέχρι τὸν 7ον αἰῶνα. Ἐπίσης, φαίνονται οἱ καταστροφὲς καὶ οἱ βανδαλισμοὶ ποῦ ἔκαναν τὰ διάφορα γερμανικὰ φῦλα ποῦ κατέβαιναν ἀπὸ τὸν Βορρᾶ, ἤτοι οἱ Γότθοι, Βησιγότθοι, Ὀστρογότθοι, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι καὶ Φράγκοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ μὲν Φράγκοι ἦταν τυπικὰ ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ εἶχαν ἄγνοια τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἦταν Ἀρειανοί.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποῦ ἀπέκοψαν τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, λόγῳ τῶν ἀλλοιώσεων στὴν πίστη καὶ τὴν ζωή, δικαιώθηκαν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεγάλη ἐπανάσταση καὶ ἀπόσχιση ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ποῦ ἔγινε τὸν 16ο αἰῶνα, μὲ τοὺς Μεταρρυθμιστές, τοὺς Προτεστάντες. Οἱ ὁμάδες αὐτῶν τῶν Χριστιανῶν ἀντέδρασαν στὶς αὐθαιρεσίες τοῦ Πάπα καὶ ἀπέρριψαν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, τὰ Μυστήρια, τὰ δόγματα, τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὸν σχολαστικισμὸ τῶν Παπικῶν εἰσήχθη στὴν Δύση, μὲ τοὺς Προτεστάντες, καὶ ὁ ἠθικισμός.
Ὁ σχολαστικισμὸς ποῦ εἶχε κέντρο τὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὸ θέμα τοῦ Θεοῦ, ἀνέπτυξε τὴν φιλοσοφία, μὲ τὴν ἀπόρριψη τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀνέπτυξε ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα καὶ τὶς ἰδεολογίες ποῦ συναντᾶμε μέχρι σήμερα στὸν δυτικὸ κόσμο. Ὁ ἠθικισμὸς τῶν Προτεσταντῶν ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους σὲ μιὰ ὑποκριτικὴ συμπεριφορά, ἀφοῦ προφασίζονταν ὅτι εἶναι ἀναγεννημένοι, ἐνῷ μέσα τους ὀργίαζαν τὰ πάθη. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς τάσεις, μὲ τὸν ἰδιαίτερο ρόλο της ἡ κάθε μία, ὁδήγησε στὴν ἀνάπτυξη τῆς ψυχολογίας, τῆς ψυχανάλυσης καὶ τῆς ψυχοθεραπείας. Φυσικά, μαζὶ μὲ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ἠθικισμό, ὡς ἀντίδραση, ἀναπτύχθηκε ὁ οὑμανισμός, ἡ ἀναγέννηση, ὁ διαφωτισμός, ὁ ρομαντισμός, ὁ νεωτερισμός, ἡ μετανεωτερικότητα καὶ ἄλλα ρεύματα. Ἔτσι, στὸν δυτικὸ χῶρο ἐπικρατεῖ σήμερα μιὰ θρησκευτικότητα ποῦ στηρίζεται στὸν ὀρθὸ λόγο καὶ τὴν ἠθική, ἕνας οὑμανισμὸς ποῦ ἐκφράζεται μὲ τὸν τονισμὸ τῶν ἀνθρωποκεντρικῶν στοιχείων, ἕνας ἀγνωστικισμὸς ποῦ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀδιαφορία, μιὰ ἀθεΐα ποῦ ἀντιτίθεται σὲ ὅλα τὰ ρεύματα τὰ ὁποῖα ἐμποτίζονται ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο.
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ ἱστορία συμπλέκεται στενὰ μὲ τὴν θεολογία καὶ δημιουργεῖ ἕνα ἰδιαίτερο ποικιλόμορφο πολιτιστικὸ τοπίο καὶ ἰδιαίτερα κοινωνικὰ δεδομένα. Αὐτὰ ἐπηρεάζουν τὸν τρόπο σκέψεως τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δὴ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεδομένα.
(Συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο: Ὀρθόδοξος καὶ δυτικὸς τρόπος ζωῆς (Β'))
- Προβολές: 3055