Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὀρθόδοξος καὶ δυτικὸς τρόπος ζωῆς (Β')
(Συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο: Ὀρθόδοξος καὶ δυτικὸς τρόπος ζωῆς (Α'))
3. Οἱ βασικὲς διαφορὲς μεταξὺ ὀρθοδόξου καὶ δυτικοῦ τρόπου ζωῆς
Ἡ σχέση μεταξὺ ἱστορίας καὶ θεολογίας ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους στὴν διαμόρφωση δύο παραδόσεων καὶ δύο τρόπων ζωῆς ποῦ φαίνονται στὶς δύο θεολογίες ποῦ ὑπάρχουν μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καὶ συγκεκριμένα μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ καθηγητὴς Μάριος Μπέγζος κωδικοποίησε τὶς πέντε διαφορὲς ποῦ ὑπάρχουν μεταξὺ λατινικῆς (φραγκολατινικὴς) Δύσης καὶ ἑλληνικῆς (ὀρθόδοξης) Ἀνατολῆς, οὐσιαστικὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ «βυζαντινοῦ καὶ μεσαιωνικοῦ κοσμοειδώλου». Θὰ τὶς ἀναφέρω κάνοντας συγχρόνως καὶ μερικὲς ἐνδιαφέρουσες προεκτάσεις.
Ἡ πρώτη διαφορὰ εἶναι μεταξὺ «λατινικῆς οὐσιοκρατίας καὶ ἑλληνικῆς προσωποκρατίας». Πρέπει νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ σχολαστικὴ θεολογία ταυτίζει τὴν οὐσία μὲ τὴν ἐνέργεια στὸν Θεὸ (actus purus) καὶ ὅταν ὁμιλῇ γιὰ πρόσωπο, τὸ ἐννοεῖ περσοναλιστικά, δηλαδὴ τὸ συνδέει μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὴν συνείδηση. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία γίνεται λόγος γιὰ τὸ πρόσωπο στὸν Θεό –Τρία Πρόσωπα– καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἄλλων Προσώπων, ὁπότε ὁ Πατὴρ κοινοποιεῖ τὴν οὐσία Τοῦ στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ στὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Πάντως, καὶ τὰ τρία Πρόσωπα κοινωνοῦν τῆς ἰδίας οὐσίας καὶ ἐνεργείας, ὄχι ὅμως τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων, ποῦ εἶναι τοῦ Πατρὸς τὸ ἀγέννητο, τοῦ Υἱοῦ τὸ γεννητὸ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ ἐκπορευτό. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, δὲν προτάσσουμε τὸ πρόσωπο ἔναντι τῆς οὐσίας, ἀφοῦ τὸ πρόσωπο ὁρίζεται ὡς ἡ οὐσία μὲ τὰ προσωπικὰ ἰδιώματα.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐντάξουμε καὶ τὰ περὶ μεθέξεως τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Του. Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι δημιουργική, συντηρητική, κυβερνητική, καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιός, καὶ δὲν μετέχει κάποιας κτιστῆς ἐνεργείας ποῦ δῆθεν ὑπάρχει στὸν Θεό. Ἀντίθετα, στὴν Δύση καλλιεργήθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχει κτιστῶν ἐνεργειῶν. Εἶναι γνωστὴ ἡ λατινικὴ ἄποψη γιὰ τὸ actus purus. Ὁ σχολαστικισμὸς ποῦ ἐκφράζει αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη, τὸν κορυφαῖο σχολαστικὸ θεολόγο τῆς Δύσεως, εἶναι αἵρεση, γιατί ἐκφράζει στὶς ἀπόψεις τοῦ Εὐνομίου, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν βούλησή Του, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποία κτίσθηκε ὁ κόσμος εἶναι παρεπομένη τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως εἶναι κτιστή.
Ἡ δεύτερη διαφορὰ εἶναι μεταξὺ «μεσαιωνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ βυζαντινοῦ ἀποφατισμοῦ». Ὀρθολογισμὸς εἶναι ἡ θεοποίηση τῆς λογικῆς, ἡ λατρεία τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ κυρίως ὅταν ὁ λόγος-λογικὴ τίθεται ὡς ὄργανο καὶ κέντρο γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο εἶναι ἡ λογικὴ καὶ ἄλλο ἡ λογικοκρατία, ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ ἄλλο ὁ ὀρθολογισμός. Ἡ λογικὴ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν διαμόρφωση τῶν σκέψεων καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν περιβάλλοντα κόσμο, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀποφατισμὸς δὲν εἶναι ἀγνωστικισμὸς οὔτε καὶ ἀφηρημένη θεολογία, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ θεωρήση τὴν λογικὴ ὡς ὄργανο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα ποῦ εἶναι ὁ νούς, ἡ νοερὰ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, ὁ ἀποφατισμὸς εἶναι ἡ μέθεξη τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Του, μέσα ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τοῦ φωτισμένου ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νοῦ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐντάξουμε καὶ τὴν διαφορὰ μεταξὺ σχολαστικισμοῦ καὶ ἡσυχασμοῦ. Ὁ σχολαστικισμὸς στηρίζεται κατ’ ἐξοχὴν στὴν λογική, γιατί θεωρεῖ ὅτι ἡ λογική, ὡς ἡ κυρίαρχη ἐνέργεια τῆς ἀΰλου ψυχῆς, ποῦ ἀνῆκε προηγουμένως στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, εἶναι τὸ κύριο ὄργανο γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία θεωρεῖ ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀνῆκε στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν οὔτε εἶναι ἀντίγραφό τους, γι’ αὐτὸ τὸ κύριο ὄργανο γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ νούς, ὅταν καθαρισθῇ καὶ φωτισθῇ ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ μέθοδος γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὁ σχολαστικισμός, ἀλλὰ ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία μὲ ὅλη τὴν σημασία τῆς λέξεως ποῦ ὁδηγεῖ στὴν θέα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ πῶς ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἑρμηνεύει τὸ ψαλμικὸ χωρίο «σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς» (Ψάλμ. 45, 53). Γράφει: «Ἔξ εἰσιν σχολαί, ἅστινας κατορθοῦντες Θεὸν ἐπιγνῶναι δυνάμεθα πρώτη ἡ τῆς ἁμαρτίας ἐνεργείας, δευτέρα ἡ τῆς ἐξαπτικὴς διαίτης, τρίτη ἡ τοῦ τόπου τῆς ἐπιμιξίας τῶν ἀφυλάκτως βιούντων, τετάρτη ἡ τοῦ ἀπροσφόρου ἐπιτηδεύματος τοῦ κατὰ Θεὸν βίου, πέμπτη ἡ τῆς ὑπάρξεως τῆς διαβεβλημένης καὶ εἰς πολλὰ περισπώσης τὸν νοῦν, ἕκτη τὸ μὴ ἔχειν καθόλου ἴδιον θέλημα. Καὶ τοῦτὸ ἐστι καὶ ἀποταγὴ καὶ ὑποταγὴ ἡ ἀληθινὴ καὶ κατὰ Θεόν».
Ἡ μετάφραση τοῦ χωρίου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἕξι εἶναι οἱ "σχόλες", ποῦ, ἂν τὶς κατορθώσωμε, μποροῦμε νὰ γνωρίζωμε τὸν Θεό. Πρώτη εἶναι ἡ σχόλη ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας, δεύτερη ἡ σχόλη ἀπὸ τὴν διεγερτικὴ διατροφή, τρίτη ἡ σχόλη ἀπὸ τὰ μέρη ὅπου συμφύρονται οἱ ἄνθρωποι χωρὶς χαλινό, τέταρτη ἡ σχόλη ἀπὸ ἐργασία ποῦ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὸν κατὰ Θεὸν βίο, πέμπτη ἡ σχόλη ἀπὸ τὴ διαβλητὴ ζωὴ ποῦ περισπᾶ τὸ νοῦ σὲ πολλά, καὶ ἕκτη τὸ νὰ μὴν ἔχεις καθόλου θέλημα δικό σου. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀποταγὴ καὶ ὑποταγὴ ποῦ ἐπιθυμεῖ ὁ Θεός».
Ἡ τρίτη διαφορὰ εἶναι μεταξὺ «τῆς νομικῆς καὶ τῆς ἰατρικῆς ἠθικῆς». Ὅπως ἔχουμε δὴ προηγουμένως, στὴν Δύση ἀναπτύχθηκε ἡ θεωρία περὶ τῆς ἐξιλεώσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ φεουδαλιστικοῦ συστήματος στὴν θεολογία. Ὁ σκοπὸς τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ στὸν Γολγοθᾶ, κατὰ τὴν σχολαστικὴ θεολογία, εἶναι ἡ ἐξιλέωση καὶ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης, γιατί ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐκλαμβάνεται ὡς νομικιστική, δικανικὴ ποῦ εἶναι εἰλημμένη ἀπὸ τὰ δικαστήρια τὰ ὁποία ἀποδίδουν τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Ἔτσι, γίνεται λόγος γιὰ ἐξιλέωση καὶ ὄχι γιὰ θέωση. Ἀντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερώση τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸν κάθε ἄνθρωπο προσωπικά. Ἔτσι, ὁ Θεὸς εἶναι ἰατρὸς καὶ ἦλθε γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν τραυματισμένη ἀνθρώπινη φύση, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ θεραπευτήριο καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἀποβλέπει στὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁπότε, τὸ κανονικὸ δίκαιο δὲν μπορεῖ νὰ ἐκληφθῇ ὡς μιὰ αὐτοβεβαίωση τῆς σωτηρίας, μιὰ ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει στοὺς σεσωσμένους, κατὰ τὸν ἀπόλυτο προορισμό, ἀλλὰ ὡς θεραπεία του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐλευθέρωσή του ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Ἄλλωστε, ἡ ἁμαρτία δὲν ἐκλαμβάνεται ὡς ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀσθένεια ποῦ πρέπει νὰ θεραπευθῇ.
Ἡ τέταρτη διαφορὰ εἶναι μεταξὺ «ρωμαϊκοῦ Παπισμοῦ καὶ ὀρθοδόξου συνοδικότητας». Στὴν παπικὴ παράδοση, κατ’ ἐπιρροὴ τοῦ φεουδαλιστικοῦ συστήματος τῶν Φράγκων ἡγεμόνων ἢ κατὰ ἀντιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ συστήματος, ἐπικρατεῖ αὐτὴ ἡ ἴδια νοοτροπία στὴν διοίκηση καὶ τὴν ὅλη χριστιανικὴ ζωή. Ὁ Πάπας εἶναι ὁ ἀπόλυτος κύριος, σὲ αὐτὸν ἀναφέρονται τὰ πάντα, αὐτὸς ἔχει τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ αὐτὸς ἔχει ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους ποῦ βρίσκονται στὰ καταχθόνια, τὰ ἐπίγεια, καὶ τὰ ἐπουράνια. Σὲ ἀντίδραση σὲ αὐτὴν τὴν παπικὴ ἀπολυταρχία, προῆλθε ὁ προτεσταντικὸς φιλελευθερισμός, ἀφοῦ καθένας μπορεῖ ἀπὸ μόνος του νὰ κρίνη, ὅπως θέλει, καὶ νὰ ἐρμηνεύη κατὰ τὸ δοκοῦν τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀντίθετα, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διασώζεται τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀπὸ τὶς διορθόδοξες Συνάξεις, μέχρι καὶ τὰ Συμβούλια τῶν Ἐνοριῶν καὶ τῶν Ἱερῶν Μονῶν. Ἔτσι, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως, ἀποφεύγεται τόσο ἡ ἀπολυταρχία ὅσο καὶ ἡ ἀναρχία καὶ διασώζεται τὸ ἀρχαῖο ἱεραρχικὸ πολίτευμα.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιλύονται τὰ δογματικά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ κανονικὰ ζητήματα. Στὸν Παπισμὸ ὁ Πάπας ὑπέρκειται τῶν Συνόδων, ἀκόμη καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν, καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἔχουν ἀξία ὅταν ἐπικυρωθοῦν ἀπὸ τὸν Πάπα, ἐνῷ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ ἀποφάσεις εἶναι συλλογικές, ἐπικρατεῖ ἡ λεγομένη «συνοδικὴ διαγνώμη» καὶ ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου εἶναι πρῶτος μεταξὺ ἴσων. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ ἐξισοῦται μὲ τὴν διαφορὰ μεταξὺ ἀπολυταρχίας καὶ συνοδικότητας. Ἐξ ἄλλου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μαζὶ μὲ τὴν συνοδικότητα, συνδέεται καὶ ἡ ἰεραρχικότητα, ποῦ δηλώνει τὴν ἱεράρχηση τῶν χαρισμάτων καί, βέβαια, αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν δημοκρατία ἢ καὶ ἀναρχία τοῦ προτεσταντισμοῦ.
Ἡ πέμπτη διαφορὰ εἶναι μεταξὺ «μεσαιωνικῆς φεουδαρχίας καὶ βυζαντινῆς πρόνοιας». Τὸ δυτικὸ φεουδαλιστικὸ σύστημα ὡς ἕνα «ἀπηρτισμένον οἰκονομικὸν καὶ πολιτικὸν σύστημα, ὡς ἱεραρχικῶς διηρθρωμένον κοινωνικὸν καθεστὼς» ἐπηρέασε τὴν δυτικὴ κοινωνία. Ἡ διάσταση μεταξὺ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπηκόων, οἱ πύργοι καὶ ἡ ζωὴ ποῦ κυριαρχοῦσε μέσα σὲ αὐτούς, ἡ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπηκόων, οἱ σταυροφόροι καὶ τὰ στρατεύματα κλπ. καθόρισαν τὴν δυτικὴ κοινωνία. Δὲν εἶναι ἄσκοπο νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἀστικές-κοινωνικὲς τάξεις ποῦ ἐπικρατοῦσαν στὴν δύση, γι' αὐτὸ καὶ ἐπικράτησαν οἱ ἐκφράσεις κλασσικὴ μουσική, κλασσικὸς χορός, κλασσικὸ μπαλέτο κλπ. Ἡ λέξη κλάση δείχνει τὴν κοινωνία τῶν τάξεων. Ἡ δυτικὴ κοινωνία εἶναι ταξικὴ κοινωνία. Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὶς ἐπαναστάσεις, ὅπως τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, ποῦ ἦταν ἡ προσπάθεια νὰ ἀποτιναχθῇ αὐτὸ τὸ ταξικὸ πολίτευμα, ἀκόμη καὶ ὅλες τὶς προσπάθειες γιὰ τὴν καθιέρωση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ἀντίθετα, στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ δὲν ὑφίσταται ἡ φεουδαρχία καὶ οἱ κοινωνικὲς τάξεις, «ὁλόκληρη ἡ βυζαντινὴ ἱστορία εἶναι σφραγισμένη ἀπὸ τὴν ἀτέρμονη πάλη τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας κατὰ τῶν μεγάλων γαιοκτημόνων», ἡ ἐξουσία στὸ βυζάντιο ἔχει «χαρακτῆρα φιλολαϊκὸ» καὶ ὑφίσταται «τὸ κράτος πρόνοιας». Ὁ αὐτοκράτορας δὲν εἶχε κληρονομικὸ δικαίωμα, ἀλλὰ ἐκλεγόταν ἀπὸ τὴν σύγκλητο, τὸν δῆμο καὶ τὸν στρατό.
Γενικά, συγκρίνοντας τὰ δύο διοικητικὰ συστήματα, Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως ἔχει σημειωθῇ, ὅτι «στὴν μεσαιωνικὴ Δύση ἐπικρατοῦσε κρατισμός, ἐνῷ στὴ βυζαντινὴ Ἀνατολὴ ἴσχυε ὁ κοινωνισμός. Ὑπέρτατη ἀξία γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο –ἦταν τὸ δίκαιο καὶ τὸ κράτος γιὰ τὸν βυζαντινὸ ἄνθρωπο ὅμως ὕψιστες πολιτικὲς ἀξίες ἦταν ἡ πρόνοια καὶ ἡ κοινωνία, ἐνῷ τὸ δίκαιο ἦταν μέσο στὴν ὑπηρεσία τῆς φιλανθρωπίας καὶ τὸ κράτος δὲν ἦταν ἄλλο παρὰ ἡ θωράκιση τῆς κοινωνίας ἔναντι τῶν διασπαστικῶν, κεντροφύγων δυνάμεων, εἴτε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς γαιοκτησίας εἴτε ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς συντεχνίας. Ὁ λαὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν οἱ δύο πόλοι μεταξὺ τῶν ὁποίων παρεμβαλλόταν ὁ αὐτοκράτορας γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς. Ἡ κρατικὴ ὑπόσταση ρυθμιζόταν ἀπὸ δύο στοιχεῖα: τὸ λαϊκὸ καὶ τὸ θρησκευτικό, τὸ κοινωνικὸ καὶ τὸ θεολογικό. Ἔτσι τὸ Βυζάντιο ἐνσάρκωνε τὴν ἔννοια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸ κράτος».
4. Οἱ πολιτιστικὲς καὶ θεολογικὲς ἐπιρροές
Ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω, οἱ διαφορὲς μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως δὲν εἶναι ἁπλῶς γεωγραφικὲς καὶ χρονικές, ἀλλὰ θεολογικὲς καὶ πολιτισμικές, ποῦ σημαίνει ὅτι παρατηροῦνται ἐπιρροὲς μεταξὺ τῶν δύο τύπων πολιτισμῶν, ὀρθοδόξου-ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ. Ἄλλωστε, οἱ μετακινήσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἰδίως τῶν διανοουμένων, ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ πρὸς τὴν Δύση καὶ ἀντιστρόφως, συνετέλεσαν στὴν μεταφορὰ σκέψεως καὶ νοοτροπίας καὶ στὶς δύο αὐτὲς παραδόσεις.
Κατ’ ἀρχὰς παρατηρεῖται ἐπιρροὴ τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ Δύση. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε μὲ τὴν προσπάθεια τῶν δυτικῶν νὰ κυριαρχήσουν στὴν Ἀνατολή. Εἶναι γνωστὲς οἱ Σταυροφορίες καὶ τελικὰ ἡ ὑποδούλωση τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους τῆς Δ’ Σταυροφορίας, ὅταν καταλήφθηκε καὶ ἡ Κωνταντινούπουλη τὸ 1204 καὶ ἄρχισε ἡ φραγκοκρατία στὶς περιοχὲς τῆς πρώην Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη ἀποικιοκρατία τῶν δυτικῶν στὴν Ἀνατολή.
Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυτικὲς διεισδύσεις οἱ ἀνατολικοὶ γνώρισαν τὸν σχολαστικισμὸ τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ὁ δὲ Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τὰ ἔργα του. Ἐπίσης, μεταφράσθηκαν ἔργα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἀπὸ τὸν Μάξιμο Πλανούδη, τὰ ὁποία συνιστοῦν ἕναν ἄλλο τρόπο θεολογικῆς σκέψεως, ὡς πρὸς τὸν τρόπο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, (νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία), ὡς πρὸς τὴν κληρονόμηση τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μὲ κτιστὲς πραγματικότητες κλπ. Ἐπίσης, εἰσέρρευσε στὴν Ἀνατολὴ ἡ θεωρία τοῦ Ἄνσελμου Καντερβουρίας περὶ ἐξιλεώσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, ποῦ εἶναι ἀντίθετη στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν νίκη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Οἱ Προτεστάντες μὲ διάφορες ἀποστολὲς μισιοναρίων πέρασαν στὸν ἀνατολικὸ χῶρο τὶς θεωρίες τους γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς μόνη πηγὴ τῆς πίστεως σὲ βάρος τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, καὶ πολλὰ ἄλλα. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἀναπτύχθηκε ἡ θεωρία τῆς μετακένωσης, ὅτι δηλαδὴ ἡ Δύση, κατὰ τὴν Ἀναγέννηση, ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Πλάτωνος, τοὺς ὁποίους γνώριζε ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, καὶ ἰδίως ἀπὸ τὸν Γεώργιο-Γεμιστό Πλήθωνα, ὅταν βρέθηκε στὸν δυτικὸ χῶρο γιὰ τὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, καὶ ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ παράδοση τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ ἐν συνεχείᾳ Διαφωτισμοῦ-ρομαντισμοῦ ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό.
Ἡ δημιουργία τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου, μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, εἶχε σαφῆ προσανατολισμὸ πρὸς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὴν Δύση, μὲ παράλληλη ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὥστε νὰ μὴ μπορῇ ξανὰ νὰ ἀνασυσταθῇ ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο. Ἡ νέα αὐτὴ ταυτότητα, ποῦ λέγεται νεοελληνική, στὴν πραγματικότητα ἄρχισε ἀπὸ τὴν Φραγκοκρατία τοῦ 1204 καὶ συνεχίσθηκε καὶ στοὺς μεταγενέστερους αἰῶνες.
Ἡ δυτικὴ ἐπιρροὴ στὴν ζωή μας φαίνεται ἀπὸ δύο παραδείγματα ποῦ θὰ ἀναφερθοῦν στὸ σημεῖο αὐτό.
Τὸ ἕνα παράδειγμα εἶναι ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ρώσου λογοτέχνη Ντοστογιέφσκι ποῦ φέρει τὸν τίτλο «Ἀδελφοὶ Καραμάζωφ». Τὰ τρία ἀδέλφια Καραμάζωφ ἐκφράζουν τρεὶς διαφορετικὲς παραδόσεις ποῦ ὑπῆρχαν τότε στὴν Ρωσικὴ κοινωνία. Ὁ Μίτια-Ντιμίτρι ἐκφράζει ἕνα πρωτογονισμό, τὶς παληὲς λαϊκὲς παγανιστικὲς παραδόσεις τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ καὶ βάσει αὐτῶν σκέπτεται καὶ συμπεριφέρεται. Ὁ Ἰβὰν ἔχει ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὶς διαφωτιστικὲς δυτικὲς παραδόσεις, ποῦ διαφέρουν σαφῶς ἀπὸ τὶς ὀρθόδοξες παραδόσεις, καὶ ὁ Ἀλεξέϊ-Αλιόσα βιώνει τὶς ἡσυχαστικὲς παραδόσεις, συνδέεται μὲ τὸν Στάρετς Ζωσιμά, ποῦ εἶναι πνευματικὰ ἀπόγονος τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Αὐτὲς τὶς τρεὶς παραδόσεις τὶς συναντᾶμε καὶ στὸν δικό μας χῶρο, δηλαδὴ τὸν ἑλλαδικό. Βεβαίως, τὴν διαφορὰ αὐτὴ μποροῦμε νὰ τὴν δοῦμε καὶ στὸν μεγάλο ἱεροεξεταστῆ, ὅπως θαυμάσια τὸν περιγράφει ὁ Ρῶσος αὐτὸς λογοτέχνης, ποῦ ἐκφράζει τὸν τύπο τοῦ ἡγέτου, ἀκόμη καὶ θρησκευτικοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ γιὰ τὴν δική του ἐξουσία καὶ τὴν αἰσθησιακὴ εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ, γι' αὐτὸ τίθεται ἐκεῖ τὸ ἐρώτημα: «ἐλευθερία ἢ εὐτυχία;».
Τὸ δεύτερο παράδειγμα προέρχεται ἀπὸ δύο δικούς μας λογοτέχνες, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καζαντζάκη. Βεβαίως, ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξύ τους, ἀλλὰ σὲ γενικὲς γραμμὲς πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη, ἁγιορείτικη καὶ φιλοκαλικὴ παράδοση, ἐνῷ ὁ Καζαντζάκης εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν πουριτανικὴ δυτικὴ ἀντίληψη. Αὐτὸ φαίνεται σὲ πολλὰ κείμενά του. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, βάσει μερικῶν ἠθικολογικῶν κριτηρίων, δὲν κρίνει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὶς ἠθικές τους παρεκτροπές, ἀλλὰ περιγράφει τὸ δρᾶμα τους καὶ τοὺς ἀφήνει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ φαίνεται στὸ διήγημά του Ἐξοχικὴ λαμπρὴ ὅπου περιγράφει δύο Ἱερεῖς, τὸν παπα-Κυριακὸ καὶ τὸν παπα-Θοδωρή, ποῦ μαλλώνουν γιὰ τὴν διανομὴ τῶν προσφόρων. Ὁ παπα-Κυριακὸς δυσανασχετεῖ ὅταν πληροφορῆται ὅτι ὁ συνεφημέριός του, παπα-Θοδωρής, τοῦ ἔκλεβε τὶς προσφορές, θυμώνει, σταματᾶ τὴν θεία Λειτουργία γιὰ νὰ μεταβῇ στὸν κεντρικὸ Ναὸ καὶ νὰ διαμαρτυρηθῇ, ἀλλὰ τελικὰ μετανοιώνει καὶ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἀντίθετα, ὁ Καζαντζάκης χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, ἐπαινεῖ τοὺς μὲν καὶ καυτηριάζει τοὺς δέ. Στὸ ἔργο τοῦ Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται παρουσιάζει δύο τύπους Ἱερέων, τὸν παπα-Γρηγόρη καὶ τὸν παπα-Φώτη, σκιαγραφεῖ καὶ ἐλέγχει τὸν ἕνα, χαρακτηρίζοντάς τον μὲ πολλὰ ἀρνητικὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα, ἐνῷ ἐπαινεῖ τὸν ἄλλο μὲ πολλὰ ἄλλα θετικὰ ἐπίθετα. Αὐτὴ ἡ τάση νὰ χωρίζουμε τοὺς ἀνθρώπους διαλεκτικὰ σὲ καλοὺς καὶ κακούς, μὲ βάση μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐνέργειές τους, χωρὶς νὰ βλέπουμε τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο, εἶναι καὶ λέγεται πουριτανισμός.
Σήμερα μὲ τὴν δυνατότητα ποῦ προσφέρουν τὰ Μέσα Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴν δυνατότητα τῶν μετακινήσεων, ὁ δυτικὸς πολιτισμός, ποῦ στηρίζεται στὴν λογικοκρατία, τὴν αἰσθησιοκρατία καὶ τὴν ἠδονοκρατία, ἔχει ἐπηρεάσει μεγάλο μέρος τῆς κοινωνίας μας, καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἔχουμε δυτικοποιηθὴ στὸν τρόπο σκέψεως, ζωῆς –ἀκόμη καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς– τῆς ψυχαγωγίας, τῆς παιδείας κλπ. Τελικά, μεγάλο μέρος τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι δυτικό. Αὐτὸ ὁδήγησε μερικοὺς νὰ ἰσχυρισθοῦν –ὄχι χωρὶς σοβαρὰ στοιχεῖα– ὅτι, ἐνῷ ὁ Βαρλαὰμ ποῦ ἐξέφραζε τὴν σχολαστικὴ δυτικὴ θεολογία, ἐξοβελίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐν τούτοις στὶς ἡμέρες μας ἐπανέρχεται ὁ βαρλααμισμὸς μὲ τὸ δυτικὸ πνεῦμα, ὁπότε ὁ Βαρλαὰμ πῆρε ρεβάνς.
Ὅμως, δὲν ἐπηρέασε μόνον ἡ Δύση τὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐπηρεάσθηκε καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Δύση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Δὲν ἐννοῶ τὴν μετάβαση στὴν Δύση τῶν Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν διανοουμένων, λίγο πρὶν καὶ μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιρροὴ τῆς δυτικῆς θεολογίας ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἔγινε ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν Ρώσων μεταναστῶν στὴν Δύση, ποῦ μετέδωσαν τὴν διδασκαλία τῶν νηπτικῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων, ὅπως τὴν καταλάβαιναν οἱ Ρῶσοι, καὶ ἀναπτύχθηκε, μὲ κέντρο τὸ Παρίσι, μιὰ κίνηση στὴν καρδιὰ τῆς Εὐρώπης. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια καὶ τὴν ἔκδοση διαφόρων πατερικῶν κειμένων, μὲ τὰ ὁποία ὑπῆρξε αἰτία νὰ γνωρίσουν οἱ δυτικοὶ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ ἐνταχθῇ καὶ ἡ προσπάθεια νὰ μεταφρασθοῦν σὲ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες τὰ πατερικὰ κείμενα, ἡ ἐκπόνηση διαφόρων διατριβῶν, ἀλλὰ καὶ μεταφράσεις ἔργων τῶν Ἑλλήνων θεολόγων ποῦ ἀναλύουν τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία ἐκδοτικὴ προσπάθεια προκαλεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν Δύση ὑπάρχουν σήμερα μοναστικὲς κοινότητες ποῦ ἀποτελοῦν κέντρα μελέτης καὶ βιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πολλοὶ ἄνθρωποι στὴν Δύση ἀνακαλύπτουν τὸν ἴδιο τὸν παλαιὸ ἑαυτό τους, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση ποῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν Καρλομάγνο καὶ γενικότερα τοὺς Φράγκους. Ἐπίσης, κατὰ καιροὺς διαβάζουμε διάφορα κείμενα καὶ βιβλία ποῦ περιγράφουν τὴν μεταστροφὴ πολλῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴν μελέτη νηπτικῶν καὶ ἡσυχαστικῶν βιβλίων, ὅπως οἱ «περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ», ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἀλλὰ καὶ ἡ Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἡσυχαστῶν.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille «Ἡ πορεία μοῦ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία». Σ’ αὐτὸ περιγράφεται ἡ Ὀρθόδοξη πατερικὴ Παράδοση ποῦ συνάντησε στὴν Δύση ἀπὸ τὴν πρώϊμη νεότητά του, ἡ μελέτη τῶν ἁγίων Πατέρων ἀπὸ ἐκδοθέντα βιβλία, ἡ διαφοροποίηση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας ποῦ συνάντησε σὲ ἔργα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, οἱ ἀλλαγὲς τῶν θεολόγων στὴν Δύση ὡς πρὸς τὴν ἑνιαία παράδοση μεταξὺ 11ου καὶ 13ου αἰῶνος, ἡ ἐντύπωση ποῦ τοῦ προκάλεσαν οἱ ἐπισκέψεις του σὲ Ὀρθόδοξα μοναστικὰ κέντρα κ.ἄ. Κάνει ἐντύπωση ὁ λόγος του γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. «Ἡ Ὀρθόδοξη αὐτὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ "ἀνατολικὴ" Ἐκκλησία, μιὰ ἀνατολικὴ ἔκφραση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παράδοσή της ὑπῆρξε ἡ κοινὴ παράδοση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πρώτων αἰώνων, κι ἐμεῖς ἐρχόμενοι σὲ κοινωνία μαζί της δὲν κάναμε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ αὐτὴν τὴν πηγή. Δὲν "ἀλλάξαμε Ἐκκλησία". Ἁπλῶς περάσαμε ἀπὸ ἕνα κλάδο ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν μία Ἐκκλησία, στὸ πλήρωμά της».
Σὲ ἐρώτηση ποῦ τοῦ ὑποβλήθηκε πῶς ἔγινε ὀρθόδοξος, ἀπάντησε: «Θὰ ἔλεγα πολὺ ἁπλὰ ὅτι αὐτὸ ποῦ μὲ ὁδήγησε στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ σπουδὴ τῶν ἴδιων τῶν πηγῶν τοῦ λατινικοῦ μοναχισμοῦ, μιὰ ζωὴ προσευχῆς καὶ συγχρόνως μελέτης θεμελιωμένης πάνω στοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴν μεγάλη Πατερικὴ παράδοση. Ἔτσι σιγά-σιγά ἀπόκτησα τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πράγματι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀληθινὴ καὶ αὐθεντικὴ σ’ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμά της».
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Frank Schaeffer «Ἀναζητῶντας τὴν ὀρθόδοξη πίστη στὸν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν». Πρόκειται γιὰ μιὰ παρουσίαση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Δύση, ἰδίως στὴν Ἀμερική, στὴν ὁποία μεγάλωσε καὶ ἀνδρώθηκε ὁ συγγραφέας καὶ δείχνει γιατί τελικὰ ἀπὸ Προτεστάντης ἔγινε Ὀρθόδοξος. Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν Ἀμερικὴ εἶναι μιὰ ἀνάμειξη «τοῦ ἀπογυμνωμένου ἀπὸ τὴν ἱστορία Εὐαγγελικοῦ Προτεσταντισμοῦ μὲ τὸν κοσμικὸ Διαφωτισμὸ καὶ τὸν ἐκκοσμικευμένο Ρωμαιοκαθολικισμό», εἶναι μιὰ θρησκεία «τῆς ὁποίας οἱ ἱστορικὲς ρίζες ξεκινοῦν ἀπὸ ἕνα κρᾶμα αἰσθηματικῆς οὐτοπίας διεφθαρμένου Χριστιανισμοῦ καὶ Δυτικοῦ ὀρθολογισμοῦ».
Ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, προλογίζοντας τὸ βιβλίο γράφει ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ «εἶναι μιὰ δημοσία ἐξομολόγηση (τοῦ Frank Schaeffer) ποῦ ἀποκαλύπτει στὸν ἑτερόδοξο Χριστιανὸ ποιός εἶναι ὁ δρόμος ποῦ θὰ τὸν ὀδηγήση στὴν πατρική του ἑστία. Εἶναι μία διεξοδικὴ κριτικὴ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Δύσεως καὶ ταυτόχρονα μία παρήγορη ἀντιπροσφορὰ τῆς αὐθεντικῆς, ἀποστολικῆς, ἁγιοπατερικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ».
Αὐτὰ δείχνουν ὅτι ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι ποῦ ἐκκοσμικεύονται καὶ οὐσιαστικὰ ἀγνοοῦν τὴν μεγάλη δύναμη τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ ἐκτιμοῦν τὴν δυτικὴ Παράδοση, καὶ ὑπάρχουν ἑτερόδοξοι δυτικοὶ ποῦ πραγματικὰ θαμπώνονται ἀπὸ τὸν πλούσιο θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Συμπέρασμα
Ὅλα ὅσα ἀναφέραμε μὲ συντομία δείχνουν τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ τρόπου ζωῆς, τόσο τοῦ δυτικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ἀνατολικοῦ τύπου ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί πρέπει νὰ μάθουμε τὴν παράδοσή μας, καὶ νὰ μὴν τὴν συγχέουμε μὲ ἄλλες παραδόσεις, νὰ μὴν τὴν περιφρονοῦμε ἢ τὴν περιθωριοποιοῦμε, καὶ πρὸ παντὸς νὰ μὴν τὴν ἀποδομοῦμε. Ἄλλωστε, αὐτὴ ἡ παράδοση δημιούργησε ἕναν λαμπρὸ πολιτισμό, ὅπως φαίνεται σὲ μελέτες ποῦ ἔγιναν γιὰ τὴν Ρωμαϊκὴ ἢ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ὁ ὁποῖος πολιτισμὸς παρήγαγε λαμπροὺς καρπούς, ὅπως φαίνεται στὴν θεολογία, τὴν ὑμνογραφία, στὴν ναοδομία, τὴν ἁγιογραφία, τὴν ἡσυχαστική, πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωή, καὶ ἐκτιμᾶται ἀπὸ πολλοὺς δυτικοὺς μελετητές. Ἀκόμη καὶ σήμερα γευόμαστε τοὺς θαυμαστοὺς αὐτοὺς καρποὺς τῆς ἔνδοξης καὶ πονεμένης Ρωμηοσύνης.
Ἔτσι, δὲν ἰσχύει αὐτὸ ποῦ γράφει ὁ Στέλλιος Ράμφος ὅτι ἐμεῖς μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καθηλωθήκαμε καὶ δὲν δημιουργήσαμε πολιτισμό. Ὁ πολιτισμὸς δὲν εἶναι ὑλικός, ἀλλὰ πνευματικός, εἶναι αὐτὸς ποῦ ἐπιλύει τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 μ.Χ. ποῦ καθιέρωσε τὸν ἡσυχασμό, ὁ ὁποῖος ἔχει κέντρο τὴν καρδιὰ καὶ τὴν νοερὰ ἐνέργεια, καὶ κατεδίκασε τὸν σχολαστικισμό, δὲν καθήλωσε τὸν πολιτισμό, ἀλλὰ δημιούργησε πολιτισμό, ἰδιαιτέρως ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ τὸν θεώνει. Ἡ Δύση ἔχει φθάσει σὲ ἀδιέξοδο μὲ τὸν τρόπο ζωῆς ποῦ ἐπέλεξε καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ διάφορα ρεύματα ποῦ παρουσιάσθηκαν, ὅπως ἡ ἀναγέννηση, ὁ διαφωτισμός, ὁ ρομαντισμός, ὁ μοντερνισμὸς καὶ ὁ μεταμοντερμισμός, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ θρησκευτικὲς διαμάχες, μεταξὺ Παπῶν καὶ Αὐτοκρατόρων, ποῦ ὁδήγησαν τοὺς Εὐρωπαίους ἀνθρώπους νὰ κρίνουν καὶ νὰ ἀπορρίψουν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ νὰ φθάσουν στὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα. Ἀκόμη καὶ ἡ σύγχρονη προκατάληψη ποῦ ὑπάρχει ἀπὸ πολλοὺς στὸν δυτικὸ κόσμο καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ συνδέεται μὲ τὴν μεταφυσικὴ ποῦ ἐπικράτησε στὸν δυτικὸ κόσμο, καὶ τὴν ἀποδόμησή της, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὶς ὑπερβάσεις τῶν Φραγκολατίνων καὶ τῶν Προτεσταντῶν.
Ἀπὸ ὅσα εἴπαμε διαπιστώνεται ὅτι ἡ διαφορὰ μεταξὺ ὀρθοδόξου καὶ δυτικοῦ τρόπου ζωῆς δὲν συνδέεται μὲ τὸν γεωγραφικὸ προσδιορισμό, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ζὴ κανεὶς μέσα σὲ ὀρθόδοξο χῶρο καὶ νὰ διαπνέεται ἀπὸ τὸν δυτικὸ τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως, καὶ ἀντίθετα μπορεῖ κανεὶς νὰ ζὴ στὴν Δύση καὶ νὰ ἐκφράζη ἕναν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως. Ἔχω συναντήσει πολλοὺς ἀνθρώπους ποῦ ζοὺν στὴν καθ’ ἡμᾶς ἀνατολή, ἀλλὰ ἔχουν δυτικὴ σκέψη καὶ προτεσταντικὴ νοοτροπία, ἔστω κι ἂν παρουσιάζονται ὡς ὑπερορθόδοξοι, καὶ ἄλλους ἀνθρώπους ποῦ ζοὺν στὴν δύση καὶ ἔχουν ὀρθόδοξη καρδιά. Ἔτσι, εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὴν οὐσία τῆς παραδόσεώς μας καὶ νὰ τὴν βιώνουμε καθημερινὰ μὲ τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, τὴν ἄσκηση, τὴν φιλανθρωπία, γιατί μιὰ τέτοια παράδοση ὄχι μόνον δὲν προκαλεῖ ἀδιέξοδα, ἀλλὰ καὶ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ καταθλιπτικὲς καὶ σκοτεινὲς καταστάσεις.–
- Προβολές: 3233