«ὁ Πατριάρχης Δημήτριος ἐν μνήμη»
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν προσφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὴν διάλεξη μὲ ἀφορμὴ τὴν συμπλήρωση εἴκοσι ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Δημητρίου, 2 Ὀκτωβρίου 1991.
Φανάρι, 5 Ὀκτωβρίου 2011
* * *
...Αἱ παρελθοῦσαι δύο αὗται δεκαετίαι οὐδόλως ἠδυνήθησαν νὰ ξεθωριάσουν τὴν ἱερὰν μορφὴν (τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου), τὸ γλυκὺ χαμόγελόν του, τὸ ἱλαρὸν βλέμμα του, τὸ γεμᾶτο ἀπὸ ἀγάπην καὶ καλωσύνην... Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος ἦτο ἡ προσωποποίησις τῆς ἁπλότητος, τῆς πραότητος, τῆς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς συγχωρητικότητος. Εἶχεν ὅλας αὐτὰς τὰς ἀρετὰς κατὰ τρόπον φυσικὸν καὶ ἀνεπιτήδευτον, αὐθεντικὸν καὶ γνήσιον. Καὶ μὲ αὐτὰς ἐκόσμησε κυριολεκτικῶς τὸν πάνσεπτον Οἰκουμενικὸν Θρόνον καὶ τὴν εἰκοσαετῆ Πατριαρχείαν του. Δι’όλα αὐτὰ καὶ ἔχαιρε τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ ὅλων ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν συνανεστράφησαν.
Ὁ ὁμιλῶν εἶχε τὸ μοναδικὸν προνόμιον νὰ ζήση καὶ νὰ διακονήση παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῦ Γαμαλιήλ, καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς πατριαρχείας του, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐδέχετο πάντοτε στοργὴν πατρικὴν καὶ ἀναγνώρισιν τῶν ταπεινῶν κόπων του ὑπὲρ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη ἡμῶν πρὸς αὐτὸν εἶναι ἀΐδιος καὶ δὲν σᾶς ἀποκρύπτομεν, ἀγαπητοὶ παρόντες, ὅτι πολὺ συχνὰ ζητοῦμεν τὴν εὐχὴν τοῦ ἀπὸ τοὺς οὐρανίους λειμῶνας ὅπου τώρα ἐνδιαιτάται, διὰ τὴν εὐόδωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου, διὰ τὴν ὑπέρβασιν τῶν ἑκάστοτε δυσκολιῶν αὐτοῦ, διὰ τὴν καλὴν πορείαν τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνίοτε συνομιλοῦμεν μαζί του ἀτενίζοντες τὴν φωτογραφίαν του εἰς τὰ ἰδιαίτερα ἡμῶν δώματα. Τὸ πνεῦμα του πλανᾶται ἐδῶ μέσα εἰς τὸν Πατριαρχικὸν Οἶκον, τὸν ὁποῖον ἠξιώθη νὰ ἐγκαινιάση καὶ νὰ παραδώση εἰς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ τὸ Γένος ὡς ἕν ἐπὶ πλέον δῶρον διὰ νὰ στεγάζη τὰς ὑπηρεσίας καὶ τοὺς διακόνους, τὰ ὁράματα καὶ τοὺς στεναγμούς, τὰς ἐλπίδας καὶ τὰς προσευχὰς τῆς Ἐκκλησίας τῶν τοῦ Χριστοῦ Πενήτων. Τὸν εὐχαριστοῦμεν καὶ δι’αυτό του τὸ δῶρον πρὸς ἡμᾶς πάντας.
Διὰ νὰ μὴ μακρηγορῶμεν, λέγομεν ἐν ἐπιτομῇ ὅτι θὰ ἐνθυμούμεθα ἐφ’ ὅσον χρόνον ζῶμεν τὸν σεμνὸν καὶ ἄκακον μακαριστὸν Πατριάρχην Δημήτριον, τὸν ὁποῖον Ἐκκλησία καὶ Γένος θὰ εὐγνωμονοῦν ἐς ἀεί. Διότι ἐστήριξεν ἀμφότερα εἰς δυσκόλους στιγμὰς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱστορίας μας ἐνταῦθα...
Ὁμιλία (ἀποσπάσματα)
Μητροπολίτου Σεβαστείας κ. Δημητρίου
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1964 τὸν καμάρωσα (τὸν τότε Ἀρχιμανδρίτη Δημήτριο) σὰν νέο παιδὶ νὰ χειροτονῆται Ἐπίσκοπος στὸν Ἅγιο Δημήτριο Ταταούλων. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1972 τὸν συνήντησα τὸ πρῶτον ὡς Πατριάρχη στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Τὸν διηκόνησα ἐπὶ δεκαπενταετία στὸ Φανάρι ὡς Διάκονος καὶ Ἀρχιδιάκονός του. Καὶ τὸν συνήντησα ὡς ὁ ὑπ αὐτοῦ χειροτονηθεὶς τελευταῖος Ἀρχιερεύς, ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς 2ας Ὀκτωβρίου 1991 μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολίτας Χαλκηδόνος, Μελιτηνῆς καὶ Φιλαδελφείας στὸ Ἀμερικανικὸ Νοσοκομεῖο γιὰ τελευταία φορά. Δέκα λεπτὰ ἀκριβῶς πρὸ τοῦ μεσονυκτίου τῆς αὐτῆς ἡμέρας ἔφυγε.
Κατὰ τὴν δική του πρὸς ἐμὲ ἐκμυστήρευσι, οἱ συνθῆκες τῶν πρώτων δέκα μηνῶν τῆς παρουσίας τοῦ ὡς Διακόνου στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ἐδέσσης (1937-1938), ὅπου ἐστερήθη καὶ τοῦ ἐπιουσίου ἀκόμη, ὑπῆρξαν ἀντιστρόφως ἀνάλογοι τῶν συνθηκῶν ἀσφαλοῦς μερίμνης καὶ στοργῆς τῆς τροφοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης. Εἶναι βεβαίως ἱστορικῶς γνωστόν, ὅτι οἱ τραγικὲς συνέπειες τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, ἐπηρέαζαν ἀκόμη ἀρνητικῶς τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία τῆς Ἑλλάδος καὶ μάλιστα τῶν προσφυγικῶν περιοχῶν τῶν Νέων Χωρῶν. Γι αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας τοῦ μακαριστὸς Παναγιώτης Παπαδόπουλος, πληροφορηθεῖς ἀπὸ τρίτους -τοῦ ἰδίου ὑπομένοντος- τὴν ἐνδεὰ κατάστασί του, ἐπέβαλε στὸ παιδί του νὰ ἐπιστρέψη στὴν Πόλι.
Ἐπανακάμψας εἰς τὰ ἴδια, ἡ Ἐκκλησία τὸν ὥρισε Διάκονο, καὶ μετὰ παρέλευσιν τετραετίας, ἀπὸ τῆς 29ης Μαρτίου 1942, Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ἱερέα καὶ ἐφημέριο τῆς Κοινότητος τῶν Ἁγίων Δώδεκα Ἀποστόλων Φερήκιοϊ, τὴν ὁποία εἰς τὴν συνέχειαν τῆς ζωῆς του καὶ μετὰ τὴν ἐνδιάμεσο πενταετῆ ἱερατικὴ παραμονή του στὴν Τεχεράνη, διηκόνησε ἐπὶ δεκατετραετία ὡς Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἱερατικός της Προϊστάμενος.
Κατὰ τὴν εἰρημένη πενταετία, μεταξὺ Ἰουνίου 1945 καὶ Ἰουλίου 1950, εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, διηκόνησε τοὺς ἑπτακοσίους τότε διαβιοῦντας στὴν Περσία Ἑλληνορθοδόξους, μεριμνήσας τὸ πρῶτον συστηματικῶς γιὰ τὴν κατὰ τὰ εἰωθότα ἐκκλησιαστικὴ τοὺς ὀργάνωσι. Εἰς τὰ πλαίσια αὐτῆς, ἀνεδείχθη Κοινοτικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ δυναμικὴ Φιλόπτωχος Ἀδελφότης Κυριῶν, ἱδρύθη δὲ καὶ Ἀστικὴ Σχολὴ μὲ εἴκοσι τακτικοὺς μαθητὰς καὶ εἴκοσι πέντε φοιτητάς, διδασκομένους ὑπ αὐτοῦ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι καὶ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα κατὰ τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες.
Σημειωτέον, ὅτι οἱ κατὰ καιροὺς δυσάρεστες ἔκτοτε πολιτειακὲς ἐξελίξεις στὴν Περσία καὶ ἡ ἐκ τούτων δυσχέρεια παραμονῆς εἰς αὐτὴν μονίμου καταλλήλου ἱερέως, συνέβαλαν εἰς τὴν σταδιακὴν παρακμὴν τῆς παροικίας.
Τὸ ἔτος 1950, ὅπως ἐλέχθη, ἀναλαμβάνει πλέον τὴν Ἱερατικὴ Προϊσταμενία τῆς ἀκμαζούσης τότε Κοινότητος Φερήκιοϊ, ποὺ ἀριθμοῦσε ἤδη ζωὴ καὶ δρᾶσι ἑνὸς περίπου αἰῶνος, ἱδρυθεῖσα τὸ 1868 ἐπὶ Γρηγορίου τοῦ 6ου, δὶς Πατριαρχεύσαντος.
Καὶ ἐρχόμεθα νοερῶς εἰς τὸν Αὔγουστο τοῦ 1964, κατὰ τὸν ὁποῖο μῆνα ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, ἐν ἐκτιμήσει τῆς πολυετοῦς ψυχωφελοῦς ἱερατικῆς προσφορᾶς του, τὸν ἀνύψωσε εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ Ἐπισκόπου ὑπὸ τὸν ψιλώνυμο τίτλο Ἐλαίας καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῆς Ἀρχιερατικῆς Προϊσταμενίας Ταταούλων, εἰς τὴν ὁποίαν τότε κατοικοῦσαν συνολικῶς εἴκοσι χιλιάδες Ρωμηοί, εἰς δὲ τὰ δύο βασικὰ Δημοτικὰ σχολεῖα της Ἁγίου Δημητρίου καὶ Δώδεκα Ἀποστόλων ἐσπούδαζαν περίπου χίλιοι μαθηταί.
Ὁ ἀοίδιμος διαπρεπὴς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας σὰν πρακτικὸ μέτρο τυχὸν περιορισμοῦ τῆς ἀσυγκράτητης φυγῆς τῶν Ρωμηών, ἀπηγόρευσε πρὸς καιρὸν τὴν ἔκδοσι οἰουδήτινος πιστοποιητικοῦ ποὺ ὡς ἀπαραίτητο δικαιολογητικὸ γιὰ τὶς Ἑλληνικὲς ἀρχὲς θὰ τὴν διηυκόλυνε. Οἱ βοηθοί του στὶς Κοινότητες ὤφειλαν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν ἐντολή του, χωρὶς βεβαίως νὰ προκαλοῦν τὴν ἀγανάκτησι τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον του.
Παρατηροῦσα, λοιπόν, κατὰ τὶς ἀτελείωτες ἔκρυθμες αὐτὲς ἡμέρες καὶ μῆνες τὴν ἀσύλληπτη πραότητά του ἔναντι τῆς ποικιλίας τῶν διαμαρτυριῶν. Ἔβλεπε κανεὶς στὴν πρᾶξι τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Εὐαγγελικῆς προτροπῆς «μάθετε ἀπ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμι καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία» (Μάτθ.11,29). Ἅς μοῦ ἐπιτραπῇ δὲ νὰ πώ, ὅτι θαρρεῖς καὶ τὸ εἶχε τάμα νὰ λυπῆται καὶ ὄχι νὰ λυπῇ!
Τὴν 16η Ἰουλίου 1972 ἐξελέγη ἀπροσδοκήτως Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, τοῦ κόσμου ἀποροῦντος καὶ τοῦ Θεοῦ ἐλεοῦντος διὰ τῆς Χάριτός Του. Ἡ Θεία Χάρις τοῦ προσέφερε «τὰ ἀδύνατα παρ ἀνθρώποις».
Εἰς τὸ σημεῖο αὐτό, αἰσθάνομαι τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη νὰ πώ, ὅτι ἡ Πατριαρχία Δημητρίου, ἐντὸς τῶν χρονικῶν ὁρίων τῆς ὁποίας ἠσκήθη καὶ ἔληξε ἡ Αὐλικὴ διακονία μας, παρῆλθε σὰν μία κατανυκτικὴ ἀγρυπνία, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα τὰ τελεσιουργηθέντα πραγματοποιήθηκαν ἀθορύβως ἀλλὰ καὶ ἐπαρκῶς. Ἀπὸ τὰ ἁπλούστερα μέχρι τὰ πλέον σύνθετα. Ἂν ἐπιτρέπεται δὲ ἡ παρομοίωσις, ἀπὸ τὸ ἄναμμα ἑνὸς κεριοῦ μέχρι τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων! Ὅ,τι δὲ μεσολαβοῦσε, ποὺ ἀσφαλῶς περιελάμβανε ποικίλα λάθη, πτωτικὲς κηλῖδες καὶ ἀτέλειες, ἐνίοτε σοβαρές, προσέκρουε στὴν μονίμως ἀγαθὴ προαίρεσι, τὴν ἀνεπηρέαστη ἐκ τρίτων βούλησι καὶ τὴν εἰρηνική του ψυχή.
Ἡ στάσις ζωῆς τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου ἐνσάρκωνε τὴν ἐν πνεύματι Θεοῦ ἀληθινὴ θεολογία, ποὺ λέγεται ἐν Χριστῷ ζωῇ -κατὰ τὸ ἀνθρωπίνως δυνατόν-, καὶ ἡ ὁποία μόνον ὑγιαίνει καὶ ὀμορφαίνει τὴν πολλάκις κατάξηρο ψυχή μας. Ἡ δική του ἦταν πάντοτε ἀνθισμένη. Τὴν διατηροῦσαν ἀνθοῦσα ἡ ὑποδειγματικὴ θεοφοβία, ἡ αὐθεντικὴ ταπείνωσις καὶ ἡ αὐτογνωσία του.
Μὲ τὴν ἴδια ἀπέραντη ὑπομονὴ καὶ πραότητα ἀντιμετώπισε στὴν ζωή του τὴν ἀδοξία καὶ τὴν δόξα, τὴν ὑποτίμηση καὶ τὴν τιμή, τὴν χλεύη καὶ τὸν κατὰ συνθήκην ἔπαινο. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο ὅτι οἱ ἐναλλαγὲς καὶ ἀντιθέσεις αὐτές, τὶς ὁποῖες εἰς τὸ ἔπακρον ἔζησε, δὲν δημιούργησαν ποτὲ πλέγματα στὴν ψυχή του, ποὺ καθιστοῦν συνήθως τὸν σημερινὸ ταραγμένο ἄνθρωπο εὐμετάβλητο καὶ σχιζοφρενικό.
Τὸν παρατηροῦσα ἐπισταμένως. Ἦταν ἀπολύτως ὁ ἴδιος σὲ σεμνὴ ἔκφρασι καὶ αὐθεντικότητα, ἀκόμη καὶ στὶς μεταξύ τους ἄκρως ἀντίθετες ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Καὶ ὅταν π.χ. καθημερινῶς προσευχόταν μόνον μὲ τὰ μέλη τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς στὸ ἰδιαίτερο Πατριαρχικὸ Παρεκκλήσιο, ἀλλὰ καὶ ὅταν παρακολουθοῦσε καὶ εὐλογοῦσε ἀπὸ τὸ Προεδρικὸ θεωρεῖο τοῦ Kennedy Center τῆς Washington D.C. τὴν ἐξ ἑκατοντάδων μελῶν Φιλαρμονικὴ Ὀρχήστρα τῆς Ἀμερικανικῆς Πρωτευούσης, ποὺ ἔψαλλε στὰ ἑλληνικὰ τὸν εἰδικὰ ἐνορχηστρωμένο Πολυχρονισμό του, ἐνῷ οἱ χιλιάδες παριστάμενοι τὸν χειροκροτοῦσαν ὄρθιοι.
Ἦταν ὁ ἴδιος, ὅταν «τὸν ζούσαμε» κατὰ τὴν καθημερινότητά του στὸ Φανάρι, ὁ ἴδιος καὶ ὅταν τὸν παρακολουθοῦσα στὸ Blair House, τὸν οἶκο φιλοξενίας Ἀρχηγῶν Κρατῶν τῶν ΗΠΑ, ποὺ τοῦ παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν Πρόεδρο Μπούς, ἢ στὴν σουΐτα τοῦ Στρατηγοῦ Γιαρουζέλσκυ στὰ Ἀνάκτορα τοῦ Otwock τῆς Βαρσοβίας. Ἦταν ἀπολύτως ὁ ἴδιος κατὰ τὴν ἐπίσκεψί του π.χ. στὴν μικρὰ Κοινότητα Ἁγίου Νικολάου Ὑψωμαθείων μὲ τοὺς ἐλαχίστους πιστούς, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν ἑσπερινὸ εἰς τὸν περικαλλῆ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἀχαρνῶν, μὲ χιλιάδες ἀνθρώπους νὰ τὸν χειροκροτοῦν αὐθόρμητα καὶ κυριολεκτικῶς ἀσταμάτητα κατὰ τὴν ἱστορικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ἐκείνη Πατριαρχικὴ ἐπίσκεψι στὴν Ἀθήνα τὸν Νοέμβριο τοῦ 1987.
Προσπαθοῦσα μέσα ἀπ αὐτὲς τὶς ἐναλλαγὲς νὰ διακρίνω κάποια δόσι, ἔστω, μεμψιμοιρίας ἀπὸ τὴν μιὰ καὶ σαρκασμοῦ καὶ ματαιοδοξίας ἀπὸ τὴν ἄλλη. Στάθηκε ἀδύνατο. Συγκίνησι μόνον διέβλεπα καὶ δοξολογία πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστίες πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστὰ τὸν διακονοῦσαν. Ψυχικὲς μεταπτώσεις, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ αὐτόματη ἀλλαγὴ συμπεριφορᾶς, δὲν παρατηρήθηκαν ποτὲ κατὰ τὴν Πατριαρχία του.
Γι αὐτὸ κατώρθωσε νὰ διατηρήση καὶ τὸ χάρισμα τῆς συνέσεως, ποὺ ἐπίσης διέθετε καὶ ποὺ οἱ ψυχικὲς ἐναλλαγὲς τὸ περιθωριοποιοῦν συνήθως, εἰς βάρος τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ἀνθρωπίνης συμπεριφορᾶς καὶ προσφορᾶς...
- Προβολές: 2775