Γραπτά Κηρύγματα: 18 Αυγούστου - «Μή ή εν υμίν σχίσματα» (Α' Κορ. α', 10)
Η Εκκλησία είναι τό ευλογημένο Σώμα τού Χριστού, οι Χριστιανοί πρέπει νά είναι γεμάτοι από τά χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος, ήτοι νά έχουν χαρίσματα θεολογίας, προσευχής, αγάπης κλπ., νά συνέρχωνται στήν θεία Ευχαριστία καί τήν λατρεία, αλλά νά θεωρούν κεφαλή τους τόν Επίσκοπο «εις τύπον καί τόπον» τού Χριστού.
Η Εκκλησία τής Κορίνθου, τήν οποία ίδρυσε ο Απόστολος Παύλος, ήταν μιά ευλογημένη Εκκλησία, όπως φαίνεται από τίς δύο επιστολές πού απέστειλε ο Απόστολος Παύλος σέ αυτήν, στήν οποία ήταν πλούσια καί έκδηλα τά χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος. Μεταξύ τών χαρισμάτων ήταν η προφητεία, η σοφία, η γνώση, η διάκριση τών πνευμάτων, τά χαρίσματα τών ιαμάτων, τών δυνάμεων, τής γλωσσολαλιάς. Μέσα από τούς χαρισματούχους καί τά χαρίσματα εκδηλωνόταν πολυτρόπως τό Άγιον Πνεύμα πού υπήρχε πλουσίως στήν Εκκλησία, τό Σώμα τό ευλογημένο τού Χριστού. Ήταν μιά πραγματική «θεολογική Σχολή τής πρώτης Εκκλησίας».
Συγχρόνως, όλοι αυτοί οι χαρισματούχοι συγκεντρώνονταν γιά νά τελέσουν τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας, νά δοξάσουν τόν Σταυρωθέντα καί Αναστάντα Χριστό, νά ομολογήσουν τήν πίστη τους σέ Αυτόν, νά Τόν ευχαριστήσουν γιά τήν δωρεά πού τούς έκανε νά νικήση τόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο, καί νά κοινωνήσουν τού Σώματος καί τού Αίματός Του. Όμως, κατά τίς συνάξεις τους, λόγω τών ποικίλων χαρισμάτων πού διέθεταν τά μέλη τής Εκκλησίας, υπήρξε κάποια αταξία γιά τό ποιό ήταν τό μεγαλύτερο χάρισμα. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος εξαναγκάζεται σέ επιστολή πού τούς απέστειλε, νά βάλη μιά τάξη γιά τό πώς θά εκδηλώνονταν τά χαρίσματα. Όπως σήμερα στήν Εκκλησία έχουμε τό τυπικό πού καθορίζει πώς νά γίνωνται οι ακολουθίες, ποιά τροπάρια νά ψάλλωνται καί πώς νά εναλάσσωνται οι ψάλτες στήν ψαλμωδία, έτσι στήν πρώτη Εκκλησία τής Κορίνθου ο Απόστολος Παύλος καθόρισε ένα τυπικό γιά τό ποιά σειρά πρέπει νά τηρούν οι χαρισματούχοι κατά τίς συνάξεις τους.
Διαβάζοντας τήν πρώτη Επιστολή πού έστειλε ο Απόστολος Παύλος στήν Εκκλησία τής Κορίνθου βλέπουμε καθαρά τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, τήν ύπαρξη πολλών χαρισματούχων κατά τήν τέλεση τής θείας Ευχαριστίας. Η Εκκλησία συνερχόταν γιά νά τελέση τήν θεία Ευχαριστία, καί σέ αυτήν συμμετείχαν Χριστιανοί μέ ποικιλία χαρισμάτων, ήτοι θεολογίας, προφητείας, ιαμάτων, γλωσσολαλιάς, ερμηνείας τών γλωσσών κλπ.
Όμως, στήν πρώτη αυτή Εκκλησία παρατηρούνταν καί σχίσματα, όχι μέ τήν σημερινή έννοια τού όρου ότι απομακρύνονταν από τήν Εκκλησία καί συγκροτούσαν άλλες Εκκλησίες, αλλά μέ τήν έννοια ότι κάθε ομάδα Χριστιανών υπερεκτιμούσαν κάποιον διαφορετικό Απόστολο. Έτσι, άλλοι θεωρούσαν ως αρχηγό τους τόν Παύλο, άλλοι τόν Πέτρο, άλλοι τόν Απολλώ, υπήρχαν καί άλλοι πού έλεγαν ότι ανήκαν στόν Χριστό. Ο Απόστολος Παύλος τούς επιτιμά γιά τήν διαγωγή αυτή καί τούς ζητά στό όνομα τού Ιησού Χριστού νά λέγουν όλοι τό ίδιο, νά μήν υπάρχουν μεταξύ τους διαιρέσεις καί νά είναι όλοι ενωμένοι «εν τώ αυτώ νοΐ καί εν τή αυτή γνώμη».
Γίνεται φανερόν ότι, παρά τήν τέλεση τής θείας Ευχαριστίας καί τήν παρουσία σέ αυτήν χαρισματούχων Χριστιανών, ήταν ανάγκη νά υπάρχη καί μιά ενότητα μεταξύ τους. Μέ τήν πορεία τού χρόνου καί τήν ανάπτυξη τής Εκκλησίας δημιουργήθηκε ο θεσμός τών Επισκόπων, στόν οποίο έπρεπε νά υπακούουν όλοι οι χαρισματούχοι Χριστιανοί, μέ τήν μνημόνευση τού οποίου νά τελήται τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας, νά συγκροτήται η Εκκλησία καί αυτός νά βρίσκεται «εις τύπον καί τόπον» τής κεφαλής τής Εκκλησίας, δηλαδή τού Χριστού, καθώς επίσης νά υπάρχη καί η ενότητα μεταξύ τών Επισκόπων.
Είναι σημαντικό στό σημείο αυτό τί λέγει τό βιβλίο πού τιτλοφορείται «Διαταγαί τών Αποστόλων». Φαίνεται ότι όσο αναπτυσσόταν η Εκκλησία καί επεκτεινόταν σέ ολόκληρο τόν κόσμο, τόσο καί χρειαζόταν μιά ορατή ενότητα καί ένα κέντρο ενότητας. Αυτό τό κέντρο ενότητας ήταν ο Επίσκοπος καί όχι ο προφήτης.
Στό βιβλίο αυτό, αφού αναφέρονται όλοι οι χαρισματούχοι Χριστιανοί, έπειτα λέγεται: «ο δέ τούτων πάντων ανώτερος ο αρχιερεύς εστίν, ο επίσκοπος». Αυτός είναι διάκονος τού λόγου, φύλακας τής γνώσεως, μεσίτης Θεού καί Χριστιανών κατά τήν διάρκεια τής λατρείας πρός τόν Θεό, αυτός είναι διδάσκαλος τής ευσέβειας, αυτός είναι πατέρας τών Χριστιανών μετά τόν Θεό, αυτός είναι άρχοντας καί ηγούμενος τών Χριστιανών, βασιλεύς καί εξουσιαστής, αυτός είναι «επίγειος θεός μετά θεόν», τόν οποίον πρέπει νά τιμούν. Ο Επίσκοπος πρέπει νά προκαθέζεται όλων τών Χριστιανών «ως θεού αξία τετιμημένος», πρέπει νά εξουσιάζη τού Κλήρου καί νά άρχη όλου τού λαού. Φθάνει μάλιστα τό βιβλίο τών «Διαταγών τών Αποστόλων» νά γράψη ότι ο Επίσκοπος είναι κεφαλή καί γι’ αυτό δέν είναι δίκαιον νά προσέχη τήν ουρά, δηλαδή τόν λαϊκό άνθρωπο πού στασιάζει καί έτσι νά οδηγήται καί αυτός στήν απώλεια τού άλλου, αλλά νά προσέχη «θεώ μόνω». Γιατί ο Επίσκοπος πρέπει νά άρχη όλων τών υπηκόων καί όχι νά άρχεται καί νά καθοδηγήται από αυτούς. Βεβαίως, καί ο Επίσκοπος πρέπει νά έχη τά χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος.
Φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία είναι τό ευλογημένο Σώμα τού Χριστού, οι Χριστιανοί πρέπει νά είναι γεμάτοι από τά χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος, ήτοι νά έχουν χαρίσματα θεολογίας, προσευχής, αγάπης κλπ., νά συνέρχωνται στήν θεία Ευχαριστία καί τήν λατρεία, αλλά νά θεωρούν κεφαλή τους τόν Επίσκοπο «εις τύπον καί τόπον» τού Χριστού. Η ενότητα τής Εκκλησίας καί τών Χριστιανών συγκροτείται από τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας καί τόν Επίσκοπο. Αυτό είναι τό εκκλησιαστικό ήθος καί τό εκκλησιαστικό φρόνημα, καί έξω από αυτό υπάρχουν σχίσματα τά οποία οδηγούν στήν απώλεια.
Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
- Προβολές: 3936