Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα: «Δεῦτε λάβετε φῶς...»
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, πρίν ἀρχίση ἡ ἀναστάσιμη Ἀκολουθία μέ τό Εὐαγγέλιο καί τό «Χριστός Ἀνέστη», ψάλλεται στόν Ναό – ὅπου ὑπάρχει ἡμίφως, ἐπειδή κλείνουν τά φῶτα – ὁ Κανόνας πού ἀρχίζει μέ τό Τροπάριο «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», πού εἶναι συνθετικό ἔργο τῆς μοναχῆς Κασσιανῆς, τοῦ Μάρκου Ἐπισκόπου Ἱδροῦντος καί τοῦ Ἱεράρχου Κοσμᾶ.
Στήν συνέχεια ἐξέρχεται ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς στήν Ὡραία Πύλη, κρατώντας μιά ἀναμμένη λαμπάδα, καί καλεῖ τούς πιστούς νά λάβουν τό φῶς. Ψάλλει ὁ ἴδιος κατ’ ἀρχάς καί μετά οἱ Ἱεροψάλτες σέ πανηγυρικό ἦχο πλάγιον τοῦ πρώτου: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Δηλαδή, ἐλᾶτε, πιστοί Χριστιανοί, νά λάβετε τό φῶς πού δέν δύει ποτέ καί δοξάστε τόν Χριστό πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς.
Ἡ λειτουργική αὐτή κίνηση εἶναι συμβολική, πού παραπέμπει ὅμως σέ ἕνα πραγματικό καί ἔνδοξο γεγονός.
Κατ’ ἀρχάς τό φῶς αὐτό, πού μᾶς καλεῖ ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς νά λάβουμε ἀπό τήν λαμπάδα του, εἶναι κτιστό, πού σημαίνει ἄναψε ἀπό κάπου ἀλλοῦ, δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, καί ὅταν λιώση ἡ λαμπάδα, πού καί αὐτή εἶναι κτιστή, ἤ ὅταν τό σβήσουμε ἐμεῖς θά σταματήση νά ὑπάρχη. Ἀκόμη καί τό φῶς τοῦ ἡλίου εἶναι κτιστό, πού φαίνεται τό πρωί καί δύει τό ἑσπέρας, τό ἀπόγευμα, καί κάποτε ὁ ἥλιος θά παύση νά στέλλη τό φῶς του.
Ὅμως, ταυτόχρονα ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς μέ τήν προτροπή νά λάβουμε αὐτό τό κτιστό φῶς ἀπό τήν λαμπάδα, ἀνάγει τήν πρόσκλησή του αὐτή σέ μιά ἄλλη πραγματικότητα, δηλαδή στό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό Φῶς τῆς Θεότητος καί εἶναι ἄκτιστο, δηλαδή δέν ἔχει ἀρχή, δέν ἔχει φθορά, δέν ἔχει τέλος, δέν δύει ποτέ.
Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας Προφήτης, ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ἕνας ἀρχηγός μιᾶς θρησκείας, ἀλλά ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού ἔγινε ἄνθρωπος, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὡς Θεάνθρωπος ὁ Χριστός προσφέρεται σέ ὅλους ἐμᾶς τούς φθαρτούς, τούς θνητούς καί τούς σκοτισμένους ἀπό τήν ἁμαρτία γιά νά ζήσουμε, νά δοῦμε τό φῶς πού διαλύει τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, νά ἀναστηθοῦμε ἀπό τήν πνευματική νέκρωση καί ἔτσι νά δοξάσουμε τόν Ἀναστάντα Χριστό.
Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. η΄, 12). Αὐτός εἶναι τό ἀληθινό Φῶς, ὄχι τό κτιστό, τό ἠθικό, τό συναισθηματικό, τό συμβολικό, ἀλλά τό θεῖο ἄκτιστο Φῶς. Καί ἐκεῖνος πού θά ἀκολουθῆ τόν Χριστό συνεχῶς δέν θά περπατᾶ στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχη τό φῶς τῆς ζωῆς, ὁπότε θά ζῆ πραγματικά καί θά ὁδηγῆται στήν ζωή.
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ἐπιβεβαιώθηκε κατά τόν καλύτερο τρόπο στό ὄρος Θαβώρ, ὅταν ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Αὐτό εἶναι τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἔτσι Τόν εἶδαν οἱ Μαθητές «ἐν ἑτέρᾳ μορφῆββ» (Μάρ. ιστ΄, 12). Αὐτό τό Φῶς εἶδε ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος στό Συνέδριο, αὐτό τό Φῶς εἶδε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος πρός τήν Δαμασκό, αὐτό ἐπιβεβαιώνουν συνεχῶς οἱ Εὐαγγελιστές στά Εὐαγγέλιά τους καί οἱ Ἀπόστολοι στίς Ἐπιστολές τους.
Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε στούς συγχρόνους Του καί δι’ αὐτῶν καί σέ μᾶς: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γένησθε» (Ἰω. ιβ΄, 36). Ὅσο ζοῦμε πρέπει νά πιστεύουμε στόν Χριστό, γιά νά γίνουμε παιδιά τοῦ Φωτός.
Ἑπομένως, καθώς τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως ἀκοῦμε τήν προτροπή τοῦ Ἀρχιερέως ἤ τοῦ Ἱερέως νά λάβουμε τό φῶς ἀπό τήν λαμπάδα, σκεπτόμαστε ὅλη αὐτήν τήν θεολογία τοῦ Φωτός, τήν θεολογία τοῦ Φωτός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό σύμφωνα μέ τήν προτροπή, δοξάζουμε τόν Χριστό τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.
Αὐτό σημαίνει ὅτι λαμβάνουμε τό φῶς, κρατᾶμε τήν λαμπάδα μας ἀναμμένη καί ὁμολογοῦμε αὐτήν τήν ἀναστάσιμη ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, ὅτι Αὐτός νίκησε τόν θάνατο, ὅτι δέν φοβόμαστε τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι εἴσοδος στό σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας, ἀλλά εἶναι μετάβαση ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, ὅτι θά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί ἡ συνάντηση μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό, ὅτι μπορεῖ μέ τήν δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἀπό τώρα νά γίνη καί ἡ ἀνάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας μέσα μας, πού εἶναι ἡ πρώτη ἀνάσταση, καί εἶναι προοίμιο τῆς Δευτέρας Ἀναστάσεως.
Ἔπειτα, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες μας τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως στήν θεία Λειτουργία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἀνάβει τό Φῶς στήν καρδιά μας, τά σώματά μας γίνονται μιά λαμπάδα πού ἔχει μέσα τό φῶς, καί ψάλλουμε θριαμβευτικά «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Μετά τήν θεία Λειτουργία διασχίζουμε τό σκοτάδι τῆς πόλεως ἤ τοῦ χωριοῦ πού ζοῦμε, γεμάτοι ἀναστάσιμη χαρά γιά νά πᾶμε στό σπίτι μας, νά ἀνάψουμε τήν κανδήλα μέ τό ἀναστάσιμο φῶς, ἀλλά καί νά μεταφέρουμε ὅλη τήν χαρά «τήν νίκη τοῦ φωτός» στήν οἰκογένειά μας.
Αὐτή ἡ ἐξωτερικά μέν συμβολική πράξη, ἀλλά ἐσωτερική ἰσχυρή κραυγή τῆς δύναμης τῆς δικῆς μας ψυχικῆς ἀναστάσεως εἶναι τό ἀληθινό νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀληθινή ἐλπίδα τῆς ζωῆς, ἡ ἀληθινή βεβαιότητα τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, ἡ ἀληθινή πίστη ὅτι ὁ θάνατος νικήθηκε.
Λοιπόν, ἀγαπητοί ἀδελφοί, «υἱοί τῆς Ἀναστάσεως»: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, καί δοξάσατε Χριστόν, τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Μέ θερμές ἀναστάσιμες εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
- Προβολές: 2784