Τό λουλούδι τῆς ξενιτιᾶς
ἤτοι τά Χριστούγεννα τοῦ Παπαχαραλάμπους
τῆς Δήμητρας Δημητροπούλου
Ὅταν τό ἄρωμα τοῦ λουλουδιοῦ ἔχει τόσο μεγάλη ἀντοχή στό χρόνο καί στήν ἀπόσταση ἐπίσης, πού ξεκινᾶ ἀπό τή μεγάλη Νέα Ὑόρκη τοῦ 1907 καί φθάνει στή μικρή Ναύπακτο τοῦ 2018, καταφέρνει νά δημιουργῆ, νά διαπλάθη, νά συγκινῆ, νά χαροποιῆ.
Ὁ λόγος γιά τόν μεγάλο Εὐεργέτη τῆς Ναυπάκτου, γιά τόν Δημήτριο Παπαχαραλάμπους, δοσμένος μέσα ἀπό τό ὑπέροχο θεατρικό, πού παρουσιάστηκε στήν χριστουγεννιάτικη νεανική γιορτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καί ἐμπνεύστηκε, συνέγραψε καί καθοδήγησε σκηνοθετικά ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου π. Καλλίνικος Γεωργάτος.
Ὁ π. Καλλίνικος, παρακολουθώντας, ὅπως μᾶς εἶπε, ἀπό κοντά τόν ἀγώνα τοῦ Σεβασμιωτάτου γιά τήν ὑλοποίηση τῆς ἐπιθυμίας τῶν Εὐεργετῶν τῆς πόλης μας, ἔσκυψε μέ ἀγάπη σ’ αὐτήν τήν ἱστορία τήν ἀληθινή, ἔδωσε φωνή καί δυνατότητα νά ἐκφραστοῦν τά παιδιά, κυρίως τῶν Κατηχητικῶν σχολείων, μάλιστα εἶναι ἡ πρώτη φορά πού παρουσιάζεται μέ ἐκτεταμένο θεατρικό ἡ ζωή τοῦ Εὐεργέτη στήν πόλη μας.
Ἀσφυκτικά γεμάτη ἡ Παπαχαραλάμπειος Αἴθουσα γρήγορα καί εὔκολα μπῆκε στό κλίμα, ἀφοῦ τά ἐπιμελημένα σκηνικά μᾶς ἔφεραν ἀτμόσφαιρα ἄλλων ἐποχῶν.
Ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμα τοῦ ἔργου γίνεται ἀντιληπτή ἡ μορφή τοῦ φιλόπατρι ὁμογενῆ, Τρύφωνα Χατζηνικολάου, πού «ρουφᾶ» καφέ καί ὀμορφιά στό ἑνετικό λιμανάκι καί ὁ ὁποῖος ἄμεσα μεταφέρει διηγήσεις γιά τόν Παπαχαραλάμπους, ἀφοῦ ἡ σχέση μεταξύ τους ὑπῆρξε καί προσωπική.
Καί τό ἔργο ἐκτυλίσσεται δίνοντας τόν τρόπο πού ὁ Παπαχαραλάμπους πέρασε τρεῖς Χριστουγεννιάτικες γιορτές σέ τρία διαφορετικά, ἀλλά κομβικά στάδια τῆς ζωῆς του.
Τά κείμενα, ἀφήγηση- διάλογοι, μέ ἀκρίβεια ξεδίπλωσαν καί παρουσίασαν τήν εἰκόνα, τόν χαρακτήρα, τόν τρόπο σκέψης καί τίς μεγάλες χριστιανικές καί πατριωτικές ἀξίες πού πάντα εἶχε ὁδηγό ὁ μεγάλος Εὐεργέτης.
Τά Χριστούγεννα τοῦ μικροῦ Δημήτρη στήν ὀρεινή Χόμορη φανερώνουν ἕνα παιδί ἀπό μιά δεμένη, κλασική ἑλληνική οἰκογένεια. Προβάλλοντας τή ζωή τοῦ παιδιοῦ, ὁ συγγραφέας στέλνει ἠχηρά μηνύματα, ὅπως αὐτό τῆς ἐλεημοσύνης, ἡ ὁποία γίνεται ἀπό τήν ἁγνή καθαρή καρδιά τοῦ παιδιοῦ, ὄχι ἀπό τό περίσσευμα, καί μόνο μέ ἀγάπη χωρίς συναισθήματα ὑπεροχῆς καί ἐγωϊσμοῦ.
Ὁ θαυμασμός τοῦ Δημήτρη γιά τόν ἥρωα παππού του, ἀγωνιστή τοῦ 1821, Χαράλαμπο Κεφάλα, τοῦ δημιουργεῖ τήν ἀγωνία ἄν καί ὅ ἴδιος θά μπορέσει νά διαφυλάξη τήν πατρίδα μέ ἡρωϊκές πράξεις.
Ἐδῶ ὁ συγγραφέας φροντίζει μέ τά λόγια τῆς γιαγιᾶς νά ἠρεμῆ ὁ ἐγγονός, ἀλλά νά στέλνη καί μηνύματα- ἐπιταγές στούς σημερινούς νέους.
«Ὅποιος φυλάσσει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅποιος εὐεργετεῖ τήν πατρίδα μέ τίς γνώσεις του, ὅποιος δίνει τά ὑπάρχοντά του, ὅποιος ἀγαπάει ὅλον τόν κόσμο, αὐτός γίνεται ἥρωας καί σέ ἐποχή εἰρήνης».
Ἡ πεινασμένη Ἑλλάδα δυσκολεύεται νά κρατήση τά παιδιά της καί ὁ ἥρωάς μας «μπαρκάρει γιά τήν Ἀμερική, γιά τήν ἐλπίδα».
«Ἀδύνατος, ἀλλά ὄχι ἄκαρδος. Ταλαιπωρημένος, ἀλλά ὄχι ἀπελπισμένος. Κουρασμένος, ἀλλά ὄχι λιπόψυχος. Χωρίς σχέδιο καί προγραμματισμό, ἀλλά μέ ἐλπίδα καί ὅραμα» συνεχίζει ὁ σεναριογράφος καί πάνω στή σκηνή οἱ μικροί ἠθοποιοί μᾶς δίνουν τήν εἰκόνα τοῦ πανέξυπνου ἀγωνιστῆ πού χρησιμοποιεῖ διάφορα μέσα καί τρόπους-πάντα μέ τή χριστιανική ἠθική- γιά νά τά καταφέρη.
Καί τά πράγματα πᾶνε καλά γιά τόν Ἕλληνα λουλουδά τῆς Νέας Ὑόρκης. Γιορτάζει ἀκόμα μιά φορά μέ χαρά τή Θεία Γέννηση, ἐκεῖ στόν ξένο τόπο, μέ «δύο εὐλογημένα ματσάκια λουλούδια».
Τά ὑλικά ἀγαθά πού ἀπόκτησε δέν καταφέρνουν νά τοῦ φέρουν τήν πληρότητα.
«Μέ πονάει ἡ πατρίδα… πηγαίνω στό λάιμπραρι, σπουδαῖο πράγμα αὐτό τό λάιμπραρι…. Νά ‘χα λεφτά, ἀδερφέ, νά ἔφτιαχνα ἕνα δικό μου», λέει στόν φίλο πού συνάντησε στή μεγαλούπολη.
Πόση συγκίνηση ! Αὐτή ἡ βιβλιοθήκη πού ὀνειρεύεται, εἶναι ἕνα ἀπό τά κοσμήματα πού δώρισε στήν πόλη.
Τά χρόνια πέρασαν, ὁ νέος μεγεθύνεται οἰκονομικά στά ξένα, ἡ ψυχή του ὅμως εἶναι σέ διαρκῆ ταξίδια στήν πατρίδα.
Ἔτσι, ἀνταποκρίνεται στό κάλεσμά της. Ἔρχεται, πολεμάει, νικάει, ἐλευθερώνει καί ὁπλισμένος μέ ὑπερηφάνεια γυρίζει πίσω στήν Ἀμερική, ἀφοῦ παντρεύεται τήν συντοπίτισσά του Βασιλική Ἀνδρεοπούλου καί ἐκεῖ δημιουργεῖται καί ἀπό ἐκεῖ δημιουργεῖ τά λαμπερά διαμάντια τῆς Ναυπάκτου. Τήν Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη, τήν Παπαχαραλάμπειο Αἴθουσα, πού μέσα σ’ αὐτήν γίνεται ἡ γιορτή, τό Παπαχαραλάμπειο Στάδιο, τό Παπαχαραλάμπειο Ἵδρυμα, τήν Παπαχαραλάμπειο Φιλαρμονική.
Εὔστοχα καί μέ λεπτό χιοῦμορ ὁ σεναριογράφος μέσα ἀπό τούς διαλόγους τοῦ ἔργου μετονομάζει τήν πόλη σε : «Παπαχαραλαμπούπολη».
Εὐεργεσίες μεγάλης σημασίας καθώς παραμένουν ζωντανές, γιατί συνεχῶς καλλιεργοῦν σῶμα, διάθεση, ψυχή καί νοῦ.
Ὅταν καταλαβαίνη πώς πλησιάζει τό τέλος, ἐπιστρέφει στήν Ἑλλάδα.
Τελευταῖα Χριστούγεννα στήν Ναύπακτο. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ τότε Μητροπολίτη στό σπίτι του, ἀποτέλεσε γεγονός γιά τήν ἐποχή. Γίνεται μιά συζήτηση, κάτι σάν ἀπολογισμός τῆς ζωῆς του καί τοῦ ἔργου του, ἐκφράζει τήν πρό τοῦ θανάτου ἀγωνία καί δείχνει τήν βαθιά του πίστη καθώς ζητᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν μνημόνευση , «γιατί τό θέμα δέν εἶναι νά μείνη τό ὄνομα, ἀλλά ἡ ὕπαρξη».
Ὁ εὔστοχος συνειρμός πού ὁ συγγραφέας κάνει κλείνοντας τό ἔργο, «Κατ’ ἀρχάς τόν λέγανε Δημήτρη. Ἡ Ναύπακτος ἔχει πολιοῦχο τόν Ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τόν Θεό καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός ὁ Δημήτριος Παπαχαραλάμπους ἀξιώθηκε νά μοιάση κατά κάποιον τρόπο, στόν Ἅγιό του καί νά γίνη Πολιτιστικός Πολιοῦχος τῆς Ναυπάκτου», γεμίζει ἱκανοποίηση τό κοινό, ἐμπλουτίζει τίς σκέψεις καί τίς ἀξίες του.
Ὁ Παπαχαραλάμπους ὑπάρχει ἀκόμα, καί θά ὑπάρχη μέσα ἀπό τά ἔργα του, ἀλλά καί ὅσο θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι νά λένε τήν ἱστορία του, ὅπως ἔγινε σήμερα ἐδῶ. Τό ἔργο συγκίνησε ὅλους ὅσοι τό παρακολουθήσαμε, ἀλλά καί αὐτούς στούς ὁποίους τό μεταφέραμε καί αὐτό ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιβεβαιώνει καί ἐπιβραβεύει τόν δημιουργό του.
Τό θεατρικό ἦταν στό πλαίσιο τῆς Χριστουγεννιάτικης γιορτῆς γιά τήν Νεότητα, πού πραγματοποιεῖται κάθε χρόνο τήν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου.
Αὐτήν τήν ὡραία ἐκδήλωση τήν σφράγισε ὁ Μητροπολίτης μας μέ τά, πάντα, πνευματικά λόγια του, ἀλλά καί μέ τό φωτεινό χαμόγελό του ὡς ἔνδειξη ἱκανοποίησης, πού ἀντανακλοῦσε στόν ἐνθουσιασμό τοῦ κοινοῦ.
- Προβολές: 1935