Skip to main content

Δήμητρας Δημητροπούλου: Τό λουλούδι τῆς ξενιτιᾶς

ἤτοι τά Χριστούγεννα τοῦ Παπαχαραλάμπους

Δήμητρας Δημητροπούλου

Ὅταν τό ἄρωμα τοῦ λουλουδιοῦ ἔχει τόσο μεγάλη ἀντοχή στό χρόνο καί στήν ἀπόσταση ἐπίσης, πού ξεκινᾶ ἀπό τή μεγάλη Νέα Ὑόρκη τοῦ 1907 καί φθάνει στή μικρή Ναύπακτο τοῦ 2018, καταφέρνει νά δημιουργῆ, νά διαπλάθη, νά συγκινῆ, νά χαροποιῆ. Ὁ λόγος γιά τόν μεγάλο Εὐεργέτη τῆς Ναυπάκτου, γιά τόν Δημήτριο Παπαχαραλάμπους, δοσμένος μέσα ἀπό τό ὑπέροχο θεατρικό, πού παρουσιάστηκε στήν χριστουγεννιάτικη νεανική γιορτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καί ἐμπνεύστηκε, συνέγραψε καί καθοδήγησε σκηνοθετικά ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου π. Καλλίνικος Γεωργᾶτος.

Ὁ π. Καλλίνικος, παρακολουθώντας, ὅπως μᾶς εἶπε, ἀπό κοντά τόν ἀγώνα τοῦ Σεβασμιωτάτου γιά τήν ὑλοποίηση τῆς ἐπιθυμίας τῶν Εὐεργετῶν τῆς πόλης μας, ἔσκυψε μέ ἀγάπη σ’ αὐτήν τήν ἱστορία τήν ἀληθινή, ἔδωσε φωνή καί δυνατότητα νά ἐκφραστοῦν τά παιδιά, κυρίως τῶν Κατηχητικῶν σχολείων, μάλιστα εἶναι ἡ πρώτη φορά πού παρουσιάζεται μέ ἐκτεταμένο θεατρικό ἡ ζωή τοῦ Εὐεργέτη στήν πόλη μας. Ἀσφυκτικά γεμάτη ἡ Παπαχαραλάμπειος Αἴθουσα γρήγορα καί εὔκολα μπῆκε στό κλίμα, ἀφοῦ τά ἐπιμελημένα σκηνικά μᾶς ἔφεραν ἀτμόσφαιρα ἄλλων ἐποχῶν.

Ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμα τοῦ ἔργου γίνεται ἀντιληπτή ἡ μορφή τοῦ φιλόπατρι ὁμογενῆ, Τρύφωνα Χατζηνικολάου, πού «ρουφᾶ» καφέ καί ὀμορφιά στό ἑνετικό λιμανάκι καί ὁ ὁποῖος ἄμεσα μεταφέρει διηγήσεις γιά τόν Παπαχαραλάμπους, ἀφοῦ ἡ σχέση μεταξύ τους ὑπῆρξε καί προσωπική. Καί τό ἔργο ἐκτυλίσσεται δίνοντας τόν τρόπο πού ὁ Παπαχαραλάμπους πέρασε τρεῖς Χριστουγεννιάτικες γιορτές σέ τρία διαφορετικά, ἀλλά κομβικά στάδια τῆς ζωῆς του. Τά κείμενα, ἀφήγηση- διάλογοι, μέ ἀκρίβεια ξεδίπλωσαν καί παρουσίασαν τήν εἰκόνα, τόν χαρακτήρα, τόν τρόπο σκέψης καί τίς μεγάλες χριστιανικές καί πατριωτικές ἀξίες πού πάντα εἶχε ὁδηγό ὁ μεγάλος Εὐεργέτης.

Τά Χριστούγεννα τοῦ μικροῦ Δημήτρη στήν ὀρεινή Χόμορη φανερώνουν ἕνα παιδί ἀπό μιά δεμένη, κλασική ἑλληνική οἰκογένεια. Προβάλλοντας τή ζωή τοῦ παιδιοῦ, ὁ συγγραφέας στέλνει ἠχηρά μηνύματα, ὅπως αὐτό τῆς ἐλεημοσύνης, ἡ ὁποία γίνεται ἀπό τήν ἁγνή καθαρή καρδιά τοῦ παιδιοῦ, ὄχι ἀπό τό περίσσευμα, καί μόνο μέ ἀγάπη χωρίς συναισθήματα ὑπεροχῆς καί ἐγωϊσμοῦ. Ὁ θαυμασμός τοῦ Δημήτρη γιά τόν ἥρωα παππού του, ἀγωνιστή τοῦ 1821, Χαράλαμπο Κεφάλα, τοῦ δημιουργεῖ τήν ἀγωνία ἄν καί ὅ ἴδιος θά μπορέσει νά διαφυλάξη τήν πατρίδα μέ ἡρωϊκές πράξεις. Ἐδῶ ὁ συγγραφέας φροντίζει μέ τά λόγια τῆς γιαγιᾶς νά ἠρεμῆ ὁ ἐγγονός, ἀλλά νά στέλνη καί μηνύματα- ἐπιταγές στούς σημερινούς νέους.

«Ὅποιος φυλάσσει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅποιος εὐεργετεῖ τήν πατρίδα μέ τίς γνώσεις του, ὅποιος δίνει τά ὑπάρχοντά του, ὅποιος ἀγαπάει ὅλον τόν κόσμο, αὐτός γίνεται ἥρωας καί σέ ἐποχή εἰρήνης». Ἡ πεινασμένη Ἑλλάδα δυσκολεύεται νά κρατήση τά παιδιά της καί ὁ ἥρωάς μας «μπαρκάρει γιά τήν Ἀμερική, γιά τήν ἐλπίδα». «Ἀδύνατος, ἀλλά ὄχι ἄκαρδος. Ταλαιπωρημένος, ἀλλά ὄχι ἀπελπισμένος. Κουρασμένος, ἀλλά ὄχι λιπόψυχος. Χωρίς σχέδιο καί προγραμματισμό, ἀλλά μέ ἐλπίδα καί ὅραμα» συνεχίζει ὁ σεναριογράφος καί πάνω στή σκηνή οἱ μικροί ἠθοποιοί μᾶς δίνουν τήν εἰκόνα τοῦ πανέξυπνου ἀγωνιστῆ πού χρησιμοποιεῖ διάφορα μέσα καί τρόπους-πάντα μέ τή χριστιανική ἠθική- γιά νά τά καταφέρη.

Καί τά πράγματα πᾶνε καλά γιά τόν Ἕλληνα λουλουδά τῆς Νέας Ὑόρκης. Γιορτάζει ἀκόμα μιά φορά μέ χαρά τή Θεία Γέννηση, ἐκεῖ στόν ξένο τόπο, μέ «δύο εὐλογημένα ματσάκια λουλούδια». Τά ὑλικά ἀγαθά πού ἀπόκτησε δέν καταφέρνουν νά τοῦ φέρουν τήν πληρότητα. «Μέ πονάει ἡ πατρίδα… πηγαίνω στό λάιμπραρι, σπουδαῖο πράγμα αὐτό τό λάιμπραρι…. Νά ‘χα λεφτά, ἀδερφέ, νά ἔφτιαχνα ἕνα δικό μου», λέει στόν φίλο πού συνάντησε στή μεγαλούπολη. Πόση συγκίνηση ! Αὐτή ἡ βιβλιοθήκη πού ὀνειρεύεται, εἶναι ἕνα ἀπό τά κοσμήματα πού δώρισε στήν πόλη. Τά χρόνια πέρασαν, ὁ νέος μεγεθύνεται οἰκονομικά στά ξένα, ἡ ψυχή του ὅμως εἶναι σέ διαρκῆ ταξίδια στήν πατρίδα.

Ἔτσι, ἀνταποκρίνεται στό κάλεσμά της. Ἔρχεται, πολεμάει, νικάει, ἐλευθερώνει καί ὁπλισμένος μέ ὑπερηφάνεια γυρίζει πίσω στήν Ἀμερική, ἀφοῦ παντρεύεται τήν συντοπίτισσά του Βασιλική Ἀνδρεοπούλου καί ἐκεῖ δημιουργεῖται καί ἀπό ἐκεῖ δημιουργεῖ τά λαμπερά διαμάντια τῆς Ναυπάκτου. Τήν Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη, τήν Παπαχαραλάμπειο Αἴθουσα, πού μέσα σ’ αὐτήν γίνεται ἡ γιορτή, τό Παπαχαραλάμπειο Στάδιο, τό Παπαχαραλάμπειο Ἵδρυμα, τήν Παπαχαραλάμπειο Φιλαρμονική.  Εὔστοχα καί μέ λεπτό χιοῦμορ ὁ σεναριογράφος μέσα ἀπό τούς διαλόγους τοῦ ἔργου μετονομάζει τήν πόλη σε : «Παπαχαραλαμπούπολη». Εὐεργεσίες μεγάλης σημασίας καθώς παραμένουν ζωντανές, γιατί συνεχῶς καλλιεργοῦν σῶμα, διάθεση, ψυχή καί νοῦ. Ὅταν καταλαβαίνη πώς πλησιάζει τό τέλος, ἐπιστρέφει στήν Ἑλλάδα.

Τελευταῖα Χριστούγεννα στήν Ναύπακτο. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ τότε Μητροπολίτη στό σπίτι του, ἀποτέλεσε γεγονός γιά τήν ἐποχή. Γίνεται μιά συζήτηση, κάτι σάν ἀπολογισμός τῆς ζωῆς του καί τοῦ ἔργου του, ἐκφράζει τήν πρό τοῦ θανάτου ἀγωνία καί δείχνει τήν βαθιά του πίστη καθώς ζητᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν μνημόνευση , «γιατί τό θέμα δέν εἶναι νά μείνη τό ὄνομα, ἀλλά ἡ ὕπαρξη». Ὁ εὔστοχος συνειρμός πού ὁ συγγραφέας κάνει κλείνοντας τό ἔργο, «Κατ’ ἀρχάς τόν λέγανε Δημήτρη. Ἡ Ναύπακτος ἔχει πολιοῦχο τόν Ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τόν Θεό καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός ὁ Δημήτριος Παπαχαραλάμπους ἀξιώθηκε νά μοιάση κατά κάποιον τρόπο, στόν Ἅγιό του καί νά γίνη Πολιτιστικός Πολιοῦχος τῆς Ναυπάκτου», γεμίζει ἱκανοποίηση τό κοινό, ἐμπλουτίζει τίς σκέψεις καί τίς ἀξίες του.

Ὁ Παπαχαραλάμπους ὑπάρχει ἀκόμα, καί θά ὑπάρχη μέσα ἀπό τά ἔργα του, ἀλλά καί ὅσο θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι νά λένε τήν ἱστορία του, ὅπως ἔγινε σήμερα ἐδῶ. Τό ἔργο συγκίνησε ὅλους ὅσοι τό παρακολουθήσαμε, ἀλλά καί αὐτούς στούς ὁποίους τό μεταφέραμε καί αὐτό ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιβεβαιώνει καί ἐπιβραβεύει τόν δημιουργό του. Τό θεατρικό ἦταν στό πλαίσιο τῆς Χριστουγεννιάτικης γιορτῆς γιά τήν Νεότητα, πού πραγματοποιεῖται κάθε χρόνο τήν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου. Αὐτήν τήν ὡραία ἐκδήλωση τήν σφράγισε ὁ Μητροπολίτης μας μέ τά, πάντα, πνευματικά λόγια του, ἀλλά καί μέ τό φωτεινό χαμόγελό του ὡς ἔνδειξη ἱκανοποίησης, πού ἀντανακλοῦσε στόν ἐνθουσιασμό τοῦ κοινοῦ.

Δημήτριος Παπαχαραλάμπους, ὁ μεγάλος εὐεργέτης

Ἐπιμέλεια Γιάννη Χαλάτση, Διευθυντοῦ τῆς Παπαχαραλαμπείου Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης.

Ὁ Δημήτριος Παπαχαραλάμπους γεννήθηκε στὴν Χόμορη Ναυπακτίας τὸ 1885. Παπποῦς του ἦταν ὁ Χαράλαμπος Κεφάλας, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος στὴν μάχη στὸ Βασιλάδι καὶ ἐπέζησε κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου, τὸ 1826. Ὁ παπποῦς του γυρίζοντας στὸ χωριό του χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ καθότι παπᾶς καὶ Χαράλαμπος ἡ οἰκογένειά τους πολιτογραφήθηκε ἔκτοτε μὲ τὸ ἐπώνυμο Παπαχαραλάμπους.

Δημήτριος Παπαχαραλάμπους, ο μεγάλος ευεργέτης

Ὁ μικρὸς Δημήτρης Παπαχαραλάμπους στὰ πολὺ νεανικά του χρόνια ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ «γυρολόγου» στὴν περιοχὴ τῆς Πελοποννήσου, κοντὰ στὸν ἐπίσης γυρολόγο Περιστιάνο Γεώργιο Παπαηλία, πουλῶντας εἰκόνες Ἁγίων. Ὕστερα ἐγκαταστάθηκε στὸ χωριό του, ὅπου στὸ ἰσόγειο τοῦ πατρικοῦ τοῦ σπιτιοῦ λειτούργησε «καφεπαντοπωλεῖο». Ἡ ἀπόδοση τῆς ἐπαγγελματικῆς του αὐτῆς ἀπασχόλησης ἄρχισε νὰ μειώνεται ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποῦ καὶ ὁ συντοπίτης του Νικόλαος Μπάζας ἄνοιξε ἴδιο μαγαζί.

Ἡ ἀποδημία ἦταν τότε ἡ μόνη διέξοδος, καθὼς μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἄρχισε συστηματικότερη καὶ πολυπληθέστερη μετανάστευση στὴν Ἀμερική. Κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῶν οἰκονομικῶν συνεπειῶν τῆς τότε κρίσης καὶ τὴν παρόρμηση τῶν προσδοκιῶν γιὰ καλύτερες μέρες καὶ προόδου ἄρχισε ἡ μεταναστευτικὴ ἔξοδος. Τὸν δρόμο αὐτὸν ἀκολούθησε τὸ 1907 καὶ ὁ Δημήτριος Παπαχαραλάμπους, μὲ τὴν παρότρυνση καὶ τὴν βοήθεια τοῦ συγχωριανοῦ τοῦ Βασίλη Λυμπέρη.

Ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον νὰ μάθουμε μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ὁδοιπορικὸ τοῦ μεγάλου εὐεργέτη στὴν Ἀμερική, τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ἔβαλε τὴν πόλη τῆς Ναυπάκτου σὲ τροχιὰ ἀνάπτυξης τὴν μεταπολεμικὴ περίοδο. Μᾶς τὶς ἀφηγήθηκε ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὴν Περίστα Ναυπακτίας κ. Τρύφωνας Χατζηνικολάου, ποῦ διετέλεσε πάνω ἀπὸ 25 χρόνια πρόεδρος τῆς Ναυπακτιακὴς Ἀδελφότητας τῆς Νέας Ὑόρκης καὶ γνώρισε τὸν Δημήτριο Παπαχαραλάμπους προσωπικὰ στὴν Ἀμερική. Μᾶς λέει λοιπόν:

Τὸ ταξίδι του κράτησε 25 ἡμέρες καὶ ὁ νεαρὸς Δημήτριος ἀρρώστησε ἀπὸ ναυτία καὶ σὰν ἔφθασε στὴ Νέα Ὑόρκη, ἦταν τόσο ἀδύναμος, ποῦ οἱ συνταξιδιῶτες του λέγανε πῶς οἱ ἀμερικάνοι γιατροὶ ποῦ ἐξέταζαν τοὺς νεοφερμένους μετανάστες θὰ τὸν γύριζαν πίσω μὲ τὸ ἴδιο καράβι, τὸ «Θεμιστοκλῆ».... Τελικά, τὰ κατάφερε καὶ παρέμεινε.

Ὅταν ἔφτασε στὴν Νέα Ὑόρκη, οἱ Ναυπάκτιοι μετανάστες τὸν φιλοξένησαν στὰ δωμάτια τους, ποῦ κοιμόντουσαν τρεὶς καὶ πέντε μαζί, γιὰ νὰ γλιτώνουν μερικὰ δολάρια ἀπὸ τὸ ἐνοίκιο. Τοῦ ἀγοράσανε ἕνα πανέρι, τὸ γεμίσανε τριαντάφυλλα καὶ τὸν στείλανε στοὺς κεντρικοὺς δρόμους καὶ πωλοῦσε ἕξι τριαντάφυλλα γιὰ τὸ ἕνα δέκατο τοῦ δολαρίου. Αὐτὸ ἔγινε μέχρι ποῦ ἄρχισαν τὰ κρύα καὶ τὰ χιόνια. Τὸ χειμῶνα ἀναγκάσθηκε καὶ ἔπιασε δουλειὰ ὡς «πιατὰς» στὸ ξενοδοχεῖο «ὁ Πρίγκηπας Γεώργιος», κοντὰ στὴν 5η λεωφόρο, ὕστερα ἀπὸ σύσταση τοῦ μετανάστη ἀπὸ τὴν Ἀναβρυτὴ Βασίλη Δημόπουλου. Ὁ μισθός του ἦταν ἕνα δολάριο τὴν ἡμέρα καὶ τὸ φαγητὸ γιὰ τοὺς ἐργάτες πέμπτης κατηγορίας. Σὰν ἦλθε ἡ ἄνοιξη, ὁ Παπαχαραλάμπους ξαναπῆρε τὸ πανέρι καὶ βγῆκε στοὺς κεντρικοὺς δρόμους, πουλῶντας τὰ ἀνοιξιάτικα λουλούδια, ποῦ οἱ τότε Ἀμερικανοί, κατὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὴν ἐργασία στὸ σπίτι τοὺς εἶχαν τὸ ἔθιμο καὶ ἀγοράζανε ἕνα μπουκέτο λουλούδια γιὰ τὴν γυναῖκα τους. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς μετανάστης ἔβγαζε ἕνα καλὸ μεροκάματο, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἀντιμετώπιζε προβλήματα μὲ τὴν ἀστυνομία, γιατί ἀπαγορευόταν ἡ πώληση σὲ κεντρικὰ σημεῖα λουλουδιῶν καὶ φρούτων. Γιὰ πέντε ὁλόκληρα χρόνια γυρνοῦσε στοὺς δρόμους τῆς Νέας Ὑόρκης, πουλῶντας λουλούδια, κάστανα καὶ φροῦτα τῆς ἐποχῆς...»

Ὁ Δημήτριος Παπαχαραλάμπους δὲν ὑστέρησε σὲ πατριωτισμό. Τὸ 1912 ἐπέστρεψε ἐθελοντικὰ στὴν πατρίδα του, κατατάχτηκε στὸν στρατὸ καὶ ἔλαβε μέρος στὶς μάχες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βαλκανικῶν πολέμων. Μετὰ τὴν ἀποστράτευσή του παντρεύτηκε τὴν χωριανή του Βασιλικὴ Ἀνδρεοπούλου καὶ στὴν συνέχεια ἀναζήτησε τρόπο νὰ ἐπιστρέψη στὴν Ἀμερική.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωροῦμε σκόπιμο νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ κ. Νικολάου Παραλίκα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ χρονικὸ ἐκεῖνο διάστημα:

«....ὁ Παπαχαραλάμπους ἐργάστηκε στὸ λιοστάσι τοῦ παπποῦ του, ἀπ’ τὸν ὁποῖο πῆρε ὡς ἐργατικὰ λάδι. Τὸ μισὸ τὸ ἔστειλε στὸ χωριὸ στὴν γυναῖκα του καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ πούλησε γιὰ νὰ συμπληρώση τὰ ἔξοδα τῆς ἐπιστροφῆς του στὴν Ἀμερική».

Συνεχίζοντας τὴν ἀφήγησή του ὁ Τρύφωνας Χατζηνικολάου μᾶς πληροφορεῖ γιὰ πτυχὲς τῆς ἐμπορικῆς του δραστηριότητας στὴν δεύτερη φάση τῆς μετανάστευσής του. Μᾶς λέει λοιπὸν ὅτι:

«....Ὅταν ὁ Δημήτρης γύρισε στὴν Νέα Ὑόρκη ἔκανε μεγάλες προσπάθειες νὰ ἀνοίξη δικό του ἀνθοπωλεῖο καὶ τελικὰ ἐνοικίασε ἕνα μικρὸ μαγαζάκι. Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια μετακινήθηκε στὸ μεγάλο ὑπόγειο, γωνία, στὴν 6η λεωφόρο.

Τὸ ἐμπορικὸ μυαλὸ τοῦ δραστήριου Ναυπακτίτη κατάφερε νὰ μετατρέψη τὸ ὑπόγειο αὐτὸ μαγαζάκι σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἀνθοπωλεία τῆς Ἀμερικῆς.
Στὴν ἀγορὰ χονδρικῆς πώλησης λουλουδιῶν ὁ πανέξυπνος Κραβαρίτης δὲν ἀγόραζε λουλούδια τὶς πρῶτες πρωϊνὲς ὧρες, ἀλλά. περίμενε πρῶτα νὰ περάσουν οἱ ἀνθοπῶλες τῶν μεγάλων ἀνθοπωλείων καὶ οἱ λιανοπωλητὲς ἀνθοπῶλες τῶν ἀπομακρυσμένων μαγαζιῶν. Τὸ μεσημέρι, ὅταν ἐμφανιζόταν ὁ Παπαχαραλάμπους, ἀγόραζε φθηνότερα. ἀπὸ τοὺς ἄλλους συναδέλφους του καὶ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ πουλάη καὶ φθηνότερα. Ἔτσι, σιγά-σιγά οἱ Ἀμερικάνοι μάθανε ὅτι αὐτὸς εἶχε τὶς καλύτερες τιμὲς λουλουδιῶν καὶ τὸν προτιμοῦσαν σὲ ἀγορὲς γιὰ γάμους καὶ κηδεῖες.

Ἐπίσης, ἦταν πολὺ «διπλωμάτης» καὶ πρὸ παντὸς στὶς πωλήσεις στὶς γυναῖκες. Ὅταν ἀγόραζαν, αὐτὸς τοὺς πρόσφερε δωρεὰν ἕνα ὡραῖο λουλούδι, ποῦ τὸ καρφίτσωνε στὸ στῆθος ἢ τὸ χάριζε στὰ παιδιά τους. Ἔτσι, οἱ Ἀμερικάνες διαφήμιζαν τὸ ἀνθοπωλεῖο του ὡς τὸ καλύτερο τῆς Νέας Ὑόρκης καὶ κοντὰ στὶς γυναῖκες κατέφθαναν καὶ οἱ ἄνδρες.

Μὲ τὴν συρροὴ τῶν πολυάριθμων καὶ ἐκλεκτῶν πελατῶν, τὰ δολάρια συγκεντρώνονταν στὸ χρηματοκιβώτιο τοῦ Παπαχαραλάμπους. Ἡ οἰκονομική του πρόοδος ἔγινε στόχος τῶν γκάγκστερς. Σὲ μιὰ ἐπίθεσή τους κατόρθωσε νὰ ἐξουδετερώση τὸν ἕνα, ἐνῷ οἱ ἄλλοι δυὸ συνελήφθησαν ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία, καθὼς τὸ σκυλί του τοὺς ἀκολούθησε, προδίδοντας τὸ κρησφύγετό τους. Λέγεται πὼς τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνετέλεσε στὴν ἐξάπλωση τῆς φήμης του καὶ τὴν ἐπαγγελματική του προβολή.»

Τέλος, ὁ Τρύφωνας Χατζηνικολάου μᾶς περιγράφει μερικὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὰ κοινωφελῆ ἔργα του:

«Μετὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ἡ Ἑλλάδα ἦταν τελείως κατεστραμμένη ἀπὸ τὴν Γερμανοϊταλικὴ κατοχὴ καὶ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ ἰδεαλιστὴς Παπαχαραλάμπους φορτισμένος μὲ ἀνθρωπιὰ καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴν εὐγενῆ φιλοδοξία νὰ συμβάλη στὸ καλὸ τῆς κοινωνίας πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση. Ἄρχισε νὰ γράφη γράμματα πρὸς τὸν τότε Μητροπολίτη Χριστοφόρο Ἀλεξανδρόπουλο καὶ τὸν Δήμαρχο Κώστα Μακρυγιάννη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀρχισυντάκτη τῆς ἡμερήσιας ἑλληνικῆς ἐφημερίδας «Ἐθνικὸς Κῆρυξ» τῆς Νέας Ὑόρκης, ποῦ ἦταν φίλος του.

Οἱ ἄρχοντες τῆς πόλης Ναυπάκτου δέχθηκαν μὲ πολὺ ἐνθουσιασμὸ τὴν ἀπόφασή του νὰ διαθέση ἑκατοντάδες χιλιάδες δολάρια γιὰ τὸ προγραμματισμένο ἔργο του. Ἔλαβε πολλὲς συγχαρητήριες ἐπιστολές, ποῦ τὸν ὑμνοῦσαν καὶ τὸν εὐγνωμονοῦσαν.

Ἐκεῖ ποῦ βρῆκε δυσκολία ἦταν μὲ τοὺς ἐργολάβους, ποῦ τοῦ ζητοῦσαν περισσότερα ἀπὸ τὰ συμφωνηθέντα καὶ τὰ ἔργα καθυστεροῦσαν. Ἡ καθυστέρηση αὐτὴ τὸν πίκρανε τόσο πολὺ καὶ ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ πιέση τοὺς ἐργολάβους μέσῳ τῶν Δημοαρχόντων τῆς πόλης Ναυπάκτου, ποῦ κατὰ κάποιον λόγο εἶχαν κι αὐτοὶ μερικὲς εὐθύνες γιὰ τὴν ἀδικαιολόγητη καθυστέρηση, ἔστειλε μιὰ ἀνοιχτὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν τότε βασίλισσα Φρειδερίκη, ποῦ δημοσιεύθηκε στὴν Ἐφημερίδα «Νεολόγος Πατρῶν». Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἐπέμβη ἡ Βασίλισσα καὶ ὅλοι μαζὶ ἐργολάβοι καὶ Δημό-ἄρχοντες τῆς Ναυπάκτου παραμέρισαν τὶς προστριβές, τὶς περισσότερες χρηματικὲς ἀπαιτήσεις καὶ τὰ ἔργα προχώρησαν μὲ πολὺ γρήγορο ρυθμό.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1958 θυμᾶμαι ποὺ τὸν συνάντησα στὴν Ἀθήνα, ὅταν διαπραγματευόταν μιὰ πολυκατοικία ποὺ τελικὰ τὴν ἀγόρασε γιὰ νὰ συντηροῦνται ἀπὸ τὰ ἐνοίκια τὰ κοινωφελῆ ἔργα ποῦ ἔφτιαξε στὴν Ναύπακτο.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1959 ὁ Βασιλιᾶς Παῦλος ἀνακήρυξε τὸν Δημήτριο Παπαχαραλάμπους ΕΘΝΙΚΟΝ ΕΥΕΡΓΕΤΗ καὶ τοῦ ἔστειλε στὸ Γενικὸ Προξενεῖο Νέας Ὑόρκης δυὸ παράσημα. Τὸ ἕνα ἦταν τοῦ Τάγματος τοῦ Γεωργίου Α' καὶ τὸ ἄλλο τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης».

Κλείνουμε τὴν περιγραφὴ τοῦ κ. Τρύφωνα Χατζηνικολάου μὲ τὴν μαρτυρία του ἀπὸ τὴν βραδιὰ τῆς ἀπονομῆς Τιμητικοῦ Διπλώματος ποῦ ἡ Πατρίδα Ἑλλάδα τὸν ἀνακήρυξε Ἐθνικὸ Εὐεργέτη:

«Στὸ τέλος τῶν ὁμιλιῶν οἱ παρευρισκόμενοι μὲ θερμὰ χειροκροτήματα, χαιρέτισαν τὴν τιμητικὴ αὐτὴ ἀπόφαση τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας καὶ ἔφθασε ἡ στιγμὴ νὰ πὴ δυὸ λόγια ὁ τιμώμενος. Τότε παρατήρησα ὅτι στὸ πρόσωπό του ἔτρεχαν δάκρυα καὶ μοῦ εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή: «πὲς τὰ ἐσὺ γιὰ μένα, εἶμαι πολὺ συγκινημένος δὲν μπορῶ νὰ ἀρθρώσω οὔτε μιὰ λέξη».

Ἔτσι, πῆρα ἐγὼ τὸν λόγο καὶ τὸν δικαιολόγησα γιὰ τὴν ἀπέραντη συγκίνησή του καὶ ἐκ μέρους του εὐχαρίστησα ὅλους τοὺς ἐπίσημους γιὰ τὰ καλὰ καὶ θερμὰ λόγια τους.

Ὅταν ἀναχώρησαν οἱ Ἐπίσημοι καὶ οἱ Συμπατριῶτες μας Ναυπάκτιοι συνόδευσα τὸν Παπαχαραλάμπους μέχρι τὸ δωμάτιό του, ποῦ ἔμεινε σ’ ἕνα Ξενοδοχεῖο κοντὰ στὸ Ἀνθοπωλεῖο, καὶ μὲ πολλὴ συγκίνηση τοῦ εὐχήθηκα καλὴ πατρίδα καὶ καλὰ γεράματα.

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο δώρισε τὸ Ἀνθοπωλεῖο στοὺς ὑπαλλήλους καὶ ἐπέστρεψε στὴν ἀγαπημένη τοῦ Ναύπακτο. Τὸν Αὔγουστο μῆνα τοῦ ἔτους 1961 πέθανε καὶ ἀναπαύεται γιὰ πάντα στὰ ἅγια χώματα τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του καὶ ἐμεῖς οἱ Ναυπάκτιοι τῆς Ἀμερικῆς μνημονεύουμε τὸ δοξασμένο ὄνομά του καὶ τὰ καλά του ἔργα».

Παράλληλα μὲ τὴν ἐπαγγελματική του ἐνασχόληση ὁ Παπαχαραλάμπους πέτυχε τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθική του καλλιέργεια. Συναναστρεφόταν μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους ποῦ τὸν βοήθησαν στὴν πνευματική του ἀνέλιξη. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῷ πέρασε μέσα ἀπὸ σκληρὴ δοκιμασία, κατόρθωσε νὰ ὑπερνικήση τὴν ζωντανὴ ἔφεση ποῦ ὑπάρχει σὲ κάθε ἄνθρωπο γιὰ ἀτομικὴ καλοπέραση καὶ συσσώρευση πλούτου. Χωρὶς ποτὲ νὰ ζητήση τίποτα ἀπὸ κανέναν διέθεσε ἁπλόχερα αὐτὰ ποῦ δημιούργησε μὲ πολὺ μόχθο γιὰ τὴν ἱκανοποίηση κοινωνικῶν καὶ κυρίως πολιτιστικῶν ἀναγκῶν τῆς πατρίδας του, ὅσο ἀκόμα ἦταν στὴν ζωή.

Στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἀμερικὴ ὑποστήριξε πολλὰ δοκιμαζόμενα ἄτομα καὶ μὲ τὶς εἰσφορές του βοήθησε σχολεῖα, ἐκκλησίες, τὸ χωριό του καὶ τὴν πόλη τῆς Ναυπάκτου μὲ ἔργα εὐποιΐας.

Τὰ σημαντικότερα ἔργα του στὴ Ναύπακτο εἶναι:

Α. ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: Θέλοντας νὰ συμβάλη, κατὰ τὸ δυνατόν, στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῶν συμπατριωτῶν του, χρηματοδότησε τὴν ἀνέγερση σὲ οἰκόπεδο, ποῦ δώρισε ὁ Ἀνδρέας Κοζώνης, διώροφου κτιρίου προοριζόμενο γιὰ τὴν στέγαση τῆς Βιβλιοθήκης. Ἡ Βιβλιοθήκη ὑπήχθη στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων καὶ σήμερα εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς καλύτερες λαϊκὲς Βιβλιοθῆκες τῆς Χώρας μας.

Β. ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΕΙΟΣ ΑΙΘΟΥΣΑ: Ἀγόρασε οἰκοπεδικὴ ἔκταση στὴν συνοικία Ψανὴ καὶ οἰκοδομήθηκε ἡ «ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΕΙΟΣ ΑΙΘΟΥΣΑ», μὲ σκοπὸ τὴν στέγαση τῆς πνευματικῆς κίνησης στὴν Ναύπακτο μὲ συναυλίες, διαλέξεις, κινηματογραφικὲς καὶ θεατρικὲς παραστάσεις, καθὼς καὶ τὴν στέγαση τῆς νεοσύστατης Φιλαρμονικῆς Ναυπάκτου.

Γ. ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΕΙΟ ΣΤΑΔΙΟ: Χρηματοδότησε ἐπίσης τὴν ἀγορὰ ἔκτασης, στὴν ὁποία ἀνεγέρθηκε τὸ «ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΕΙΟ ΣΤΑΔΙΟ», μὲ σκοπὸ νὰ καλύψη τὶς ἀνάγκες γιὰ τὴν ἄθληση τῆς νεολαίας.

Δ. Χρηματοδότησε, ἀκόμη, τὴν κατασκευὴ στὶς τρεῖς πλατεῖες τῆς πόλης μας ἐγκαταστάσεων πρώτης ἀνάγκης.

Ε. Συνέστησε μὲ τὴν διαθήκη του τὸ «ΙΔΡΥΜΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ καὶ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ», στὸ ὁποῖο ἄφησε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀκίνητης καὶ τῆς κινητῆς περιουσίας του. Ἡ ἀκίνητη περιουσία του ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸ περιβόλι στὴν Ναύπακτο, καὶ τὰ διαμερίσματα τῆς πολυκατοικίας του, ποῦ βρίσκεται στὴν Ἀθήνα. Ἀπὸ τὰ ἔσοδα καὶ ἀπὸ τοὺς τόκους τῶν καταθέσεών του χρηματοδοτοῦνται οἱ σκοποὶ τοῦ Ἱδρύματος ποῦ εἶναι:
-ἡ συντήρηση καὶ διατήρηση τῆς ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗΣ καί
-ἡ ἐνίσχυση ἄπορων καὶ παροχὴ ὑποτροφιῶν σὲ πρωτεύσαντες μαθητές.

Ὡς διαχειριστικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ Ἱδρύματος ὅρισε τούς: Μητροπολίτη, Δήμαρχο, τὸν Διευθυντὴ τοῦ Ὑποκαταστήματος Ναυπάκτου τῆς Ἐθνικῆς Τράπεζας καὶ τὸν Πρόεδρο τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου.

Ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἰερόθεος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐνθρόνισής του στὴν Ναύπακτο ἔδειξε ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὴν καλύτερη δυνατὴ λειτουργία τῶν Κληροδοτημάτων καὶ φυσικὰ καὶ γιὰ τὸ Ἵδρυμα Δημητρίου καὶ Βασιλικῆς Παπαχαραλάμπους. Φρόντισε νὰ ἀξιοποιηθῇ μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο ἡ περιουσία τοῦ καὶ νὰ ὑλοποιοῦνται οἱ σκοποὶ τοῦ Ἱδρύματος. Ὅπως εἶναι γνωστόν, μὲ πρωτοβουλία τοῦ Μητροπολίτη, κάθε χρόνο, μία Κυριακὴ τοῦ Δεκεμβρίου, γίνεται ἀπολογισμὸς ὅλων τῶν Ἱδρυμάτων ποῦ λειτουργοῦν στὴν πόλη. Ἡ καθιέρωση αὐτὴ ἔχει ὡς κύριους στόχους:

  • Τὴν ἀπόδοση τιμῆς στὴ μνήμη τῶν Εὐεργετῶν - Δωρητῶν,
  • Τὴν ἐνημέρωση τῶν πολιτῶν ὥστε νὰ ὑπάρχη πλήρης δημοσιοποίηση καὶ συμμετοχὴ τῶν ἐνδιαφερομένων,
  • Τὴν ἀποδοχὴ τυχὸν προτάσεων ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν γιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀποτελεσματικότερη λειτουργία τῶν Ἱδρυμάτων, καὶ τέλος
  • Τὴν προβολὴ τῶν παραδειγμάτων τῆς κοινωνικῆς χρήσης τοῦ πλούτου, ὥστε νὰ ὑπάρχουν στὸ μέλλον καὶ ἄλλοι μιμητές.

Αὐτὸ σὲ συντομία ὑπῆρξε τὸ κοινωφελὲς ἔργο, ποῦ δημιούργησε στὴν πόλη μας ὁ ἀείμνηστος Δημήτριος Παπαχαραλάμπους.

Τὸν Δημήτριο Παπαχαραλάμπους ἡ μὲν Ἑλληνικὴ Πολιτεία τὸν ἀνακήρυξε Ἐθνικὸ Εὐεργέτη ὁ δὲ Δῆμος Ναυπάκτου τὸν ἀνακήρυξε Μεγάλο Εὐεργέτη.
Ἐπίσης, ὁ δῆμος ἔδωσε τὸ ὄνομά του στὴν πλατεῖα κοντὰ στὴν κατοικία του, ὅπου τὸ 1971 ὁ Ἑλληνοαμερικανικὸς Σύνδεσμος Ναυπάκτου ἀνήγειρε μαρμάρινη προτομή.

Ἡ Παπαχαραλάμπειος Βιβλιοθήκη ἐξέδωσε τὴν ἔκδοση εἰδικοῦ τιμητικοῦ τόμου ἀφιερωμένου στὴν μνήμη Του.

Ὅλα αὐτὰ ποῦ εἰπώθηκαν παραπάνω εἶναι συμπυκνωμένα στὰ ἐπιγράμματα τῆς προτομῆς του:

«ΕΚΑΝΑ Ὁ,ΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ»

«γιὰ σὲ Πατρίδα μόχθησα
σκληρὰ μακρυὰ στὰ ξένα
κι’ ὅσα μὲ ἱδρῶτα ἀπόκτησα
τὰ χάρισα σὲ Σένα».

Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν Χόμωρη

Ἀπόσπασμα ἀπό τό Θεατρικό τῶν Χριστουγέννων

Ἀπόσπασμα ἀπό τό θεατρικό ἔργο «Τό λουλούδι τῆς ξενιτειᾶς ἤ τά Χριστούγεννα τοῦ Παπαχαραλάμπους» (μέ ὀκτώ σκηνές) πού ἀνέβασε τό Τμῆμα Νεότητος τῆς Μητροπόλεώς μας τά Χριστούγεννα καί ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἐθνικό Εὐεργέτη καί μεγάλο Εὐεργέτη τῆς Ναυπάκτου Δημήτριο Παπαχαραλάμπους.

*

3η Σκηνή.

Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν ΧόμωρηἜξω ἀπό ἕνα σπίτι στήν Χόμωρη, στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, μερικά παιδιά γυρίζουν ἀπό τά κάλαντα καί συζητοῦν μεταξύ τους. Μεταξύ αὐτῶν καί ὁ 10χρονος τότε Δημήτριος Παπαχαραλάμπους.
–Ρέ Μῆτσο! Χαζός εἶσαι; Ἔδωσες τόν μποναμά σου στήν γριά τήν Θανάσαινα;
–Μά ἀφοῦ τά εἶχε ἀνάγκη, δέν τήν βλέπεις τήν ἔρημη πώς ἔχει ἀνάγκη;
–Νά, χαζέ! Σέ κορόϊδεψε ἡ Θανάσαινα.
–Μά ἀφοῦ πέθανε ὁ ἄντρας της καί ἔχει νά μεγαλώση καί τά μικρά πού τῆς ἄφησε ὁ γιός της.
–Ἄντε, βρέ! Καί ἡ μάνα σου μήπως εἶναι πλούσια;
–Ἔ, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε καί πορευόμαστε.
–Ναί, πορεύεσαι ξυπόλητος! Ἄντε, ρέ Μῆτσο, μιά ζωή χαζός θά μείνης.
–Ὅποιος βοηθᾶ τούς ἄλλους δέν εἶναι χαζός.
–Ἄν δέν ἔχη νά φάη καί τά δίνει στούς ἄλλους, χαζός εἶναι.
–Ἔ, δέν ἔχεις δίκαιο. Ἔχω ἀκούσει τόν πατέρα μου νά λέη ὅτι αὐτοί πού δέν ἔχουν νά φᾶνε, αὐτοί βοηθοῦν τούς ἄλλους, ἐνῶ οἱ πλούσιοι εἶναι σπαγγοραμμένοι.
–Σπαγγοραμμένοι! Χά, χά! Τί σημαίνει αὐτό;
–Ὅτι ἔχουν ράψει τίς τσέπες τους καί τά πουγγιά τους μέ σπάγγο καί δέν ἀνοίγουν μέ τίποτε!
–Χά, χά, χά.
¬–Ἔ, μήν τόν δικαιολογεῖτε, καί ἐσεῖς. Μιά ζωή κεφάλας θά εἶναι. Κεφάλα δέν τόν λένε; Κεφάλας θά μείνη.
–Δέν μέ λένε Κεφάλα. Παπαχαραλάμπους μέ λένε!
–Ναί, καλά. Τόν παππού σου Κεφάλα δέν τόν ἐλέγανε;
–Ναί, ἀλλά ἔγινε παπάς καί τώρα μᾶς λένε Παπαχαραλάμπους! Παπαχαραλάμπους μέ λένε καί ἐμένα!
–Τόν παππού σου τόν ἐλέγανε Κεφάλα. Κεφάλας εἶσαι καί σύ.
–Καί ἄν τόν λέγανε Κεφάλα, ὅμως ἦταν ἥρωας τοῦ Μεσολογγίου. Ζηλεύεις; Ἔχεις ἐσύ παππού ἥρωα;
–Κεφάλα, Κεφάλα!
Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν Χόμωρη–Σπαγγοραμμένε! Σπαγγοραμμένε!
–Δέν θά κάνης προκοπή στήν ζωή σου, κεφάλα!
–Μήν κοροϊδεύεις, γιατί θά σοῦ δώσω ἐγώ μιά καί θά σοῦ ἀνοίξω τό δικό σου τό κεφάλι!
–Ἔ, τί μαλώνετε ἐσεῖς ἐκεῖ ἔξω. Σάν τά γατσούλια κάνετε. Κάλαντα λέτε ἤ μοιρολόγια;
–Γιαγιά, γιαγιά μέ κοροϊδεύουν τά παιδιά!
–Δέν τόν κοροϊδεύουμε, παπαδιά, μόνον ξύπνησέ τονε, γιατί ἄν θά μεγαλώση θά πεθάνη ἀπό τήν πείνα, ὁ χαζός.
–Δέν εἶμαι χαζός!
–Κεφάλας εἶσαι!
–Σπαγγοραμμένε!
–Κεφάλα, κεφάλα! Γειά σου Μῆτσο μέ τό ἄδειο τό κεφάλι!
–Ὁ παππούς μου ἦταν ἥρωας! Ἔχετε ἐσεῖς παππού ἥρωα! Ζηλεύετε!
Τά παιδιά φεύγουν πεταχτά, μέ γέλια, φωνάζοντας καί κοροϊδεύοντας.
–Τί ἔγινε, Μῆτσο μου; Γιατί μαλώσατε;
–Νά, γιαγιά, ἔδωσα τόν μποναμά μου στήν Θανάσαινα, τήν καϋμένη, καί αὐτοί μέ κοροϊδεύουν.
–Καί σύ, παιδί μου, γιατί τόν ἔδωσες; Εἶναι ὁ μποναμάς ἀπό τά κάλαντα. Εἶναι δῶρο γιά τά παιδιά αὐτός. Ἀνήκει στά παιδιά. Ἐμεῖς οἱ μεγάλοι θά φροντίσουμε γιά τούς μεγάλους.
–Ναί, ἀλλά αὐτήν τήν γιαγιά δέν τήν φροντίζει κανείς.
–Ἔ, ὅλο καί κάτι τήν βοηθᾶμε, γιόκα μου. Ἀλλά μήπως καί ἔχουμε; Μήπως εἴμαστε πλούσιοι; Δέν βλέπεις τό χωριουδάκι μας, τίς πεζοῦλες μας; Μόλις μᾶς δίνουν τό ψωμάκι μας.
–Ἐγώ, ὅταν θά μεγαλώσω, θά βγάζω χρήματα καί θά δίνω σέ ὅλο τό χωριό! Θά τό κάνω πλούσιο!
–Ἄ, παιδί μου, νά σέ φιλήσω! Μακάρι νά βγάλης χρήματα. Ἀλλά καί ἄν δέν βγάλης –ποῦ νά τά βρῆς ἄλλωστε– θά σοῦ μείνη ἡ καλή σου καρδιά. Στόν μακαρίτη τόν παππούλη σου μοῦ μοιάζεις.
–Δέν ἦταν ἥρωας ὁ παππούς μου, γιαγιά; Δέν ἦταν ἥρωας;
–Ἦταν ἥρωας, γιόκα μου. Πολέμησε στό Βασιλάδι, στό Μεσολόγγι, καί ἐπέζησε.
–Καί ἐγώ εἶμαι ἐγγονός ἥρωα, ἔτσι δέν εἶναι γιαγιά;
–Ναί, γιόκα μου. Καί σοῦ εὔχομαι νά γίνης καί ἐσύ ἥρωας γιά τήν Πατρίδα μας!
–Ναί, ἄν θά γίνη πόλεμος, θά πάω νά πολεμήσω γιά τήν Πατρίδα. Θά γίνω καί ἐγώ ἥρωας γιά τήν Πατρίδα!
–Μακάρι νά μή γίνη πόλεμος, καί ἄς μή γίνεις ἥρωας!
–Θέλω νά γίνω! Μόνον τά παλιά χρόνια ὑπῆρχαν ἥρωες, γιαγιά; Δέν μποροῦμε νά γίνουμε καί ἐμεῖς;
–Νά γίνετε, παιδί μου, ἥρωες. Ἀλλά χωρίς πόλεμο!
–Χωρίς πόλεμο ἥρωες; Τί ἥρωες θά εἶναι αὐτοί;
–Καί ὅμως. Καί σέ ἐποχή εἰρήνης γίνεται κανείς ἥρωας.
–Πῶς, γιαγιάκα μου;
–Ὅποιος φυλάσσει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα σήμερα πού ζοῦμε τά τελευταῖα χρόνια καί ὁ κόσμος ἔχει χαλάσει. Ὅποιος εὐεργετεῖ τήν Πατρίδα μέ τίς γνώσεις του, ὅποιος δίνει τά ὑπάρχοντά του, ὅποιος ἀγαπάει ὅλο τόν κόσμο, αὐτός γίνεται ἥρωας καί σέ ἐποχή εἰρήνης. Αὐτό σοῦ εὔχομαι, παιδί μου!
–Ἀλλά ἄν θά γίνη πόλεμος, θά γίνω ἥρωας στόν πόλεμο!
–Ἐγώ σοῦ εὔχομαι νά γίνης ἥρωας στήν εἰρήνη!
–Καί ὁ παππούς, τί ἔκανε ὅταν σταμάτησε ὁ πόλεμος;
–Ὁ παππούς σου ἦταν εὐλαβέστατος, ὅπως σοῦ εἶπα. Τόν εἶδε, λοιπόν, ὁ πρωτόπαπας ἀπό τόν Πλάτανο καί τό εἶπε στόν Δεσπότη, καί μιά μέρα τόν ἔκαναν παπά!
–Παπα-Χαράλαμπο!
–Παπα-Χαράλαμπο, παιδί μου. Καί γύριζε ὁ παπάς μου τά ἐκκλησάκια καί λειτουργοῦσε. Λειτουργοῦσε κάτω στήν Παναγία, τήν Καβαδιώτισσα, καί ἔκανε ἁγιασμούς, καί συμβούλευε τούς ἀνθρώπους...
–Γράμματα ἤξερε, γιαγιά;
–Ἀμ, καί πῶς θά διάβαζε, γιόκα μου; Ἤξερε ὅλα τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἀπό τά ἄλλα γράμματα, ἀπό αὐτά πού μᾶς ἔφερε ὁ κυβερνήτης ὁ Καποδίστριας –ὁ Θεός νά ἀναπαύση τήν ψυχή του– καί σπουδάζουν οἱ σοφοί στήν Ἀθήνα. Ἤ καί ἄλλα ἀπό αὐτά πού μαθαίνουν ὅσοι πᾶνε στήν Φραγκιά –μακριά ἀπό μᾶς–, καί ἀπό αὐτά προσπαθοῦσε νά μάθη ὅ,τι ἔφτανε, γιατί ἦταν παπάς καί τόν ἐρωτούσανε οἱ χωρικοί καί δέν ἤθελε νά τόνε πιάνουν ἀδιάβαστο.
–Τί παππού εἶχα! Καί αὐτά τά παλιόπαιδα, οἱ φίλοι μου, μέ κοροϊδεύουν κεφάλα.
–Ἄχ, παιδί μου, ὅλοι εἴμαστε κεφάλες! Ὅλοι ἔχουμε κεφάλι, ἀλλά τό θέμα εἶναι τί ἔχει μέσα τοῦτο τό κεφάλι!
–Καί ἐκτός ἀπό τό κεφάλι, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχη καί καρδιά! Ἔτσι δέν λές ὅτι ἔλεγε ὁ παππούς;
–Ἄχ, καλόκαρδε κεφάλα μου ἐσύ!
Τόν ἀσπάζεται στό κεφάλι.
–Γιαγιά, πείνασα!
–Νά φᾶς ἀπό αὐτά πού ἔδωσες στήν Θανάσαινα!
–Ἔλα, γιαγιάκα μου, μή μέ κοροϊδεύσεις καί ἐσύ. Ἀφοῦ πάντα κάτι ἔχεις στό φανάρι!
–Καλά, σύρε νά μοῦ φέρης κανένα λουλούδι –ἄν θά βρῆς τέτοια ἐποχή– νά στολίσουμε τό τραπέζι μας.
–Καί θά ἔχη τό τραπέζι μας ψωμί, γιαγιάκα, ἤ μόνον λουλούδια πού θά φέρω;
–Χά! Χά! (τοῦ μιλᾶ χαϊδευτικά) Κεφάλα μου! Δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός, γιόκα μου. Ἀλλά γιά σένα, Μῆτσο μου, καί στήν ξενιτειά θά πήγαινα ψωμί φρέσκο νά σοῦ 'φερνα.
–Ξενιτειά; Τί εἶναι ξενιτειά, γιαγιά;
–Ἄχ, ἡ ξενιτειά!... Κλαῖνε οἱ μανάδες τά παιδιά!... Ἄχ, ἡ ξενιτειά!...

Σκηνή 4η

–Καταλάβατε, μπόϊς; Τότε ἄκουγε ὁ Μῆτσος, ὁ Παπαχαραλάμπους, ὁ φίλος μου, μάϊ φρέντ, γουέλ, γιά πρώτη φορά τήν λέξη «ξενιτειά».
–Γιά φαντάσου, πῶς φανερώνονται τά γραμμένα στόν ἄνθρωπο.
–Τά γραμμένα; Δέν ὑπάρχουν γραμμένα, φίλε μου. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει.
–Γιά κάθε ἄνθρωπο;
–Γιά κάθε ἄνθρωπο, ναί. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
–Πάντως, μοῦ φαίνεται ὅτι ἦταν καλόκαρδος ἀπό μικρός.
–Γιές, μπόϊ. Καλόκαρδος. Καί ἔξυπνος. Κραββαριτάκι. Ἡ ἐξυπνάδα του φάνηκε μετά ὅταν πῆγε στό Ἀμέρικα.
–Πῆγε στό Ἀμ.... ἔ, στήν Ἀμερική; Πότε, πῶς;
–Ἄ, ἦταν ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ὁ νεαρός τότε Παπαχαραλάμπους......

Σκηνή 5η

–Φλάουερς – φρές φλάουερς! Ρόουζ, φάινεστ ρόουζ! Μίστερ, σόρυ, ντού γιού γουώντ φρές φλάουερς;
–Δέν θέλω μικρέ τριαντάφυλλα. Γιά τριαντάφυλλα εἴμαστε τώρα;
–Μήπως θέλει ἡ γυναίκα σας, κύριε; Θά τήν συγκινήσετε πολύ, ἄν τῆς πᾶτε δῶρο ἕνα τριαντάφυλλο.
–Χμ, καλή ἰδέα. Μπάς καί τήν κατευνάσω πού δέν τῆς ἀγόρασα καινούριο φόρεμα. Πόσο τά ἔχεις;
–10 σέντς τό ἕνα κύριε. Καί ἄν πάρετε 10 τριαντάφυλλα, σᾶς τά δίνω στήν μισή τιμή: 50 σέντς ὅλα!
–Φέρε δέκα, μπόϊ, γιατί δέν τά βρίσκω ἀλλοῦ τόσο φθηνά.
–Ὁρίστε, κύριε, καί νά μέ θυμᾶστε: 5η λεωφόρος, 27ος δρόμος. Ἔχω τά πιό φθηνά τριαντάφυλλα τοῦ Μανχάταν!
.........